Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου – 27 Μαρτίου

Κάρολος Κουν (1908-1987)
Το θέατρο δικαίως έχει θεωρηθεί ως η «Τέχνη των Τεχνών» καθώς αποτελεί τη μοναδική Τέχνη που κλείνει μέσα της όλες τις άλλες. Μουσική, Χορός, Ποίηση και Λογοτεχνία, Εικαστικά και Ενδυματολογία καθίστανται απαραίτητες επιμέρους εκφραστικές μορφές που συναπαρτίζουν το τελικό αποτέλεσμα κάθε θεατρικής παράστασης. Ζώντας στη χώρα που πριν 2.500 χρόνια γέννησε την απαράμιλλη αυτή Τέχνη, σήμερα που εορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου (27 Μαρτίου) θυμόμαστε τον κορυφαίο Έλληνα θεατράνθρωπο Κάρολο Κουν με την καταλυτική συμβολή του στην τέχνη της υποκριτικής και της ερμηνείας του αρχαίου ελληνικού δράματος. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει:
«Λέμε αποστολή και ούτε σκιαζόμαστε τη λέξη, μήτε μας ενοχλεί η ιδέα, γιατί μονάχα με απόλυτη πίστη, με απόλυτη θυσία του εαυτού μας σε μια ανώτερη ιδέα μπορούμε ν’ αποχτήσουμε τη δύναμη, την οντότητα και να φέρουμε στην επιφάνεια τον ψυχικό πλούτο που βρίσκεται θαμμένος μέσα μας για την πραγματοποίησή της. Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνουν θαύματα. … Δεν κάνουμε Θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε Θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας! Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας ..»
Κάρολος Κουν, 1943
Δημιουργός τέχνης και παιδαγωγός του θεάτρου, ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1908, στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του Ερρίκος Κοέν, ήταν πάμπλουτος γερμανοπωλονοεβραίος έμπορος και κοσμοπολίτης, ενώ η μητέρα του Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν ελληνίδα Χριστιανή ορθόδοξη. Οι γονείς του απουσίαζαν συχνά από το σπίτι, κάποτε χώρισαν και πολύ αργότερα η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε έναν μακρινό συγγενή της.
Μοναχικό παιδί, ο Κάρολος μεγάλωσε σε ένα αστικό σπίτι, με πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα, με έναν ιερέα και μία καθηγήτρια πιάνου ανάμεσα στους κατ’ οίκον διδασκάλους του. Από πολύ μικρός άρχισε να ξεδιπλώνει τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Σχημάτιζε μελωδίες στην πιανόλα του σαλονιού. Έκοβε τα μοντέλα από τα περιοδικά μόδας της μητέρας του κι έκανε θέατρο. Τα έπιπλα του σαλονιού ήταν το σκηνικό που έπλαθε η φαντασία του. Οι πολυθρόνες γίνονταν βράχοι και τα χαλιά θάλασσα. Πιο πολύ όμως του άρεσε να ζωγραφίζει με νερομπογιές.

Ο Κάρολος Κουν εν μέσω ηθοποιών του σε πρόβες της Ορέστειας
Τα χρόνια της εφηβείας του τα πέρασε εσώκλειστος στην αμερικανική Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, με παιδιά από τα Βαλκάνια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνική μειονότητα της Ροβερτείου Σχολής στερήθηκε τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας. Στον θεατρικό όμιλο Robert College Ρlayers Οfficers, ο νεαρός Κάρολος εκτελούσε χρέη γραμματέα και συμμετείχε σε παραστάσεις. Όταν αποφοίτησε το 1928, όλα είχαν αλλάξει στην Πόλη.. Ακόμη και οι συγγενείς του δεν έμεναν πια εκεί.
Τον ίδιο χρόνο ο Κουν έφυγε για να σπουδάσει Αισθητική στη Σορβόννη και το 1929 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Ελλάδα. Έπιασε δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών, όπου άρχισε να κάνει τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές του, με μικρά σκετς που έγραφε ο ίδιος. Παράλληλα, τα βράδια παρέδιδε μαθήματα αγγλικών στο σύλλογο Εθνικής Τραπέζης για να ενισχύει τα οικονομικά του. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας του είχε καταστραφεί οικονομικά.
Στο μεταξύ, καθοριστική για τον Κουν υπήρξε η γνωριμία του με τον Φώτη Κόντογλου. Όπως έλεγε ο ίδιος, τον βοήθησε να γνωρίσει την Ελλάδα, να νιώσει το ξάνοιγμα προς κάθε τι το Ελληνικό. Σε μια προσπάθεια να μεταφέρει επί σκηνής το αίτημα της επιστροφής στο ρωμαίικο, τον χειμώνα του 1933 ιδρύει, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη, τη «Λαϊκή Σκηνή». Από τη δραματική σχολή που στεγάζεται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο καμαρίνι του Δημοτικού Θεάτρου, θα προκύψει ο βασικός πυρήνας του θιάσου.


α. Με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μάνο Χατζηδάκι στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, β. Μίκης Θεοδωράκης και Κάρολος Κουν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου
Στην εναρκτήρια παράσταση της «Ερωφίλης» του Χορτάτση, στις 20 Απριλίου 1934 στο «Θέατρο Ολύμπια», ο Κουν τοποθετεί τους ηθοποιούς σύμφωνα με τις αγιογραφίες του Κόντογλου και τους φωτίζει σαν από φως καντηλιού. Στα δύο χρόνια της λειτουργίας της η «Λαϊκή Σκηνή» θα παρουσιάσει ακόμη τα έργα: «Άλκηστη», «Πλούτος», «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» και τα «Παντρολογήματα».
Το 1938 εγκαταλείπει το Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όμως, το όνειρό του ήταν να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη, αφοσιωμένη ομάδα, να φτιάξει ηθοποιούς που να βλέπουν το θέατρο ως λειτούργημα και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση. Το όνειρό του αυτό έγινε πραγματικότητα το 1942, ιδρύοντας μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής το «Θέατρο Τέχνης».

Στο δωμάτιο μιας αυλής της οδού Ζωοδόχου Πηγής 9 ξεκίνησε τις πρόβες στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, με μαθητές της Σχολής το Β. Διαμαντόπουλο, το Δ. Καλλέργη, τον Π. Ζερβό, τη Β. Μεταξά, την Κ. Λαμπροπούλου και με τον ίδιο σκηνοθέτη και ηθοποιό. Τις παραστάσεις του τις έδινε σε διάφορα θέατρα, κυρίως στο «Θέατρο Κώστα Μουσούρη» και το καλοκαίρι σε διάφορα θερινά που του παραχωρούσαν.
Οι οικονομικές δυσχέρειες τον ανάγκασαν να αναστείλει τις δραστηριότητες του Θεάτρου Τέχνης το 1950. Τότε κλήθηκε να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο, όπου ανέβασε πέντε έργα: «Ερρίκος Δ’», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Οι τρεις αδερφές», «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός», «Ο θείος Βάνιας». Το 1959 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών τους «Όρνιθες», στο Ηρώδειο. Η παράσταση διακόπηκε από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα του κοινού, ενώ η κυβέρνηση επενέβη δραστικά. Τρία χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οι «Όρνιθες» του «βέβηλου» Κουν μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές!
Παρ’ ότι κέρδισε την εκτίμηση και την αποδοχή στην Ευρώπη, ενώ στον τόπο του εισέπραττε την περιφρόνηση και το χλευασμό, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις που του έγιναν για να σκηνοθετήσει στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Η μοναδική φορά που δέχτηκε ήταν το 1967, όταν σκηνοθέτησε στο Στράτφορντ το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Η πρόσκληση ήταν από το Βασιλικό Σαιξπηρικό Θέατρο της Αγγλίας. Ήταν ο δεύτερος σκηνοθέτης μέσα σε τριάντα χρόνια που τον καλούσαν να σκηνοθετήσει σε αυτό το θέατρο. Η αγγλική κριτική χαρακτήρισε την παράσταση ως την καλύτερη Σαιξπηρική της τελευταίας δεκαετίας.

Ο μεγάλος δάσκαλος σε θεατρική πρόβα με ηθοποιούς και συνεργάτες του
Η Μεγάλη Πορεία άρχισε από το 1954, οπότε ξανάστησε το «Θέατρο Τέχνης», στη δική του πια μόνιμη στέγη στο κυκλικό υπόγειο της Στοάς Ορφέως. Μέσα από το «Υπόγειο των θαυμάτων», κάτω από τη σοφή, εμπνευσμένη καθοδήγησή του, ανεδείχθησαν μερικοί από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς, μουσικούς και σκηνογράφους της νεώτερης Ελλάδας. Ολόκληρο το ελληνικό θέατρο είναι σπαρμένο από δικά του πνευματικά παιδιά: Β. Διαμαντόπουλος, Ελ. Χατζηαργύρη, Λ. Καλλέργης, Π. Ζερβός, Δ. Ζαβιτσιάνου, Μ. Λυμπεροπούλου, Γ. Μιχαλακόπουλος, Θ. Καρακατσάνης, Ρ. Πιττακή, Ευ. Κοταμανίδου, Δ. Χρυσομάλλης, Γ. Αρμένης, Γ. Λαζάνης, Γ. Γκιωνάκης, Μ. Κουγιουμτζής. Παιδιά του ήταν οι στενοί του συνεργάτες, ο Μ. Πλωρίτης, ο Μ. Χατζηδάκης, ο Γ. Τσαρούχης, ο Κ. Σταματίου, ο Γ. Σεβαστικόγλου. Δικά του παιδιά είναι και οι περισσότεροι ηθοποιοί του Κυπριακού Θεάτρου.

Το ελληνικό κοινό, χάρη στον Κουν, γνώρισε τα σύγχρονα ξένα θεατρικά ρεύματα, το θέατρο του «Παραλόγου», Ιονέσκο, Μαξ Φρις, Μπέκετ, Άλμπυ, Βάις, Πίντερ, Αραμπάλ, ενώ επανήλθε συχνά στους Ουίλλιαμς, Πιραντέλλο, Τσέχωφ, Μπρεχτ, Μίλλερ, Σαίξπηρ. Προέβαλε το ελληνικό έργο μέσα από τον Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη, Ξενόπουλο και δημιούργησε νέους συγγραφείς: τον Ι. Καμπανέλλη, την Λ. Αναγνωστάκη, τον Δημ. Κεχαΐδη, τον Γ. Σκούρτη, τον Κ. Μουρσελλά, τον Γ. Αρμένη.
Στη δεκαετία 1974-1983 δημιούργησε για πρώτη φορά και β’ σκηνή, τη «Λαϊκή», που λειτούργησε στο Θέατρο Βεάκη. Η έρευνά του πάνω στην αναβίωση του Αρχαίου Δράματος θεωρείται από τις εγκυρότερες όλων των εποχών. Οι παραστάσεις των «Ορνίθων» και των «Περσών» ήταν οριακά γεγονότα στην ιστορία της ερμηνείας του Αρχαίου Δράματος και έγιναν πρότυπα για τους νεότερους σκηνοθέτες. Ο ίδιος όμως ο Κουν έλεγε πως δε φτάνουν δυο ζωές για να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με την ερμηνευτική προσέγγιση του Αρχαίου Δράματος..
Το 1980 το Θέατρο Τέχνης μπήκε στην Επίδαυρο με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου. Με παραστάσεις αρχαίου δράματος όργωσε την Ευρώπη και γύριζε πάντα στην Ελλάδα θριαμβευτής. Στις αρχές του 1985 απέκτησε και δεύτερη θεατρική αίθουσα στην Πλάκα, με τη βοήθεια της Πολιτείας. Η παρακαταθήκη που μας κληροδότησε και η σπουδή του πάνω στο αρχαίο και σύγχρονο θέατρο παραμένουν ένας ανεκτίμητος, εθνικός αλλά και παγκόσμιος θησαυρός.

Ωστόσο, όταν άρχισε να ανασαίνει οικονομικά και να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων 50 χρόνων, η υγεία του είχε πλέον κλονιστεί. Στις 8 Φεβρουαρίου 1987 εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» με έντονους πόνους στο στήθος. Άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου 1987, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, του τελευταίου έργου που είχε σκηνοθετήσει στο «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης.
Κάνουμε Θέατρο για την ψυχή μας
Κείμενο του Καρόλου Κουν
Πάντα πολιτική και υπαρξιακή η έκφραση του καλλιτέχνη κι απόλυτα δεμένη με τη ζωή του ανθρώπου

Κάθε έργο τέχνης είναι, είτε το θέλει είτε όχι, μια προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης ζει και δέχεται τους ερεθισμούς γι’ αυτή την έκφραση από το περιβάλλον του, και σήμερα με τα πλατιά μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας και από το διεθνή χώρο. Σύγχρονα ρεύματα και σκέψεις από τον τόπο του κι απ’ έξω θα τον επηρεάσουν βασικά. Γι’ αυτό το λόγο κάθε ανθρώπινη έκφραση αναγκαστικά δέχεται και πολιτικούς επηρεασμούς. Στην αρχαία Ελλάδα η έκφραση είχε πολιτειακό χαρακτήρα γιατί ο χώρος και τα μέσα επικοινωνίας ήταν περιορισμένα. Στην πραγματικότητα όμως ήταν αυτό που λέμε, τώρα, πολιτικό θέατρο. Το ίδιο ισχύει για όλες τις εποχές, και για σήμερα. Κάθε έργο Τέχνης αναγκαστικά, εφόσον έχει για βάση τη γνώση, την αλήθεια, την επικράτηση του δικαίου και του σωστού, δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτικοποιημένο και να συνάπτεται με την κατά καιρούς πραγματικότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να προβάλει θέσεις στενά κομματικές, να προβάλει συνθήματα πολιτικά ή να προπαγανδίζει δημοκοπικά περιστασιακές θεωρίες. Τέτοια, συνθέτουν μια εικόνα μόνο με πρόσκαιρα βιώματα, μια Τέχνη που δεν αντέχει στο χρόνο και που κατά βάθος δεν είναι τέχνη.
Το επίκεντρο της τέχνης δεν παύει να είναι, όπως πάντα ο άνθρωπος και η ύπαρξή του μέσα στο σύμπαν και ειδικά μέσα στο περιβάλλον και το χρόνο που κινείται.

Δεν του επιτρέπεται, ούτε μπορεί να αγνοήσει τον κοινωνικοπολιτικό χώρο, καθώς δεν μπορεί να αγνοήσει τον εαυτό του, τη σκέψη του, το συναισθηματικό του κόσμο, την αισθητική έκφραση που διαμορφώνεται από μέσα και από έξω και τις πολύμορφες κληρονομιές και καταβολές του παρελθόντος που τον απασχολούν καθώς βέβαια και την αντίδρασή του προς αυτές, αντίδραση και άρνηση στις αξίες που επέβαλε οποιοδήποτε κατεστημένο, γιατί αλλιώς, φυσικά, δεν θα υπήρχε ούτε πρόοδος, ούτε εξέλιξη.
Αν μείνουμε σε ορισμούς, θα ’πρεπε να πω πως η έκφραση του καλλιτέχνη δεν παύει ποτέ να είναι και πολιτική και υπαρξιακή. Η πρώτη είναι εξαρτημένη από το περιβάλλον του, η δεύτερη από αυτά που φέρνει μέσα του και που διαμορφώνονται στα χρόνια της ζωής του. Για να πάρουμε δυο μεγάλους αντίποδες, τον Μπρεχτ και τον Μπέκετ. Ο πρώτος ασχολείται περισσότερο με την κοινωνικο-πολιτική τοποθέτηση του ανθρώπου, με το δίκιο και το άδικο του περιβάλλοντος, χωρίς όμως να λείπουν οι υπαρξιακές προεκτάσεις. Τον δεύτερο τον απασχολεί αυτή καθεαυτή η ύπαρξη του ανθρώπου, χωρίς όμως να ξεχνά το περιβάλλον όπου κινείται και διαμορφώνεται. Αλλά, πάντα, ο άνθρωπος και το περιβάλλον του μέσα στο χρόνο αποτελούν τον ολοκληρωμένο πίνακα της σύνθεσης του καλλιτέχνη…
Για την κατευθυνόμενη τέχνη το βρίσκω τελείως περιττό να μιλήσω, μια και κάθε ανελεύθερη ανθρώπινη εκδήλωση δεν μπορεί παρά να είναι τελείως ανασταλτική για τον ίδιο τον καλλιτέχνη και την κοινωνία, κι ούτε έχει σχέση με την πραγματική πολιτική τέχνη. Εφόσον απαραίτητος όρος για τη λειτουργία του ανθρώπινου νου και της ευαισθησίας του είναι η ελευθερία, για την οποία κάθε πνευματικός άνθρωπος αγωνίζεται. Η κατευθυνόμενη τέχνη είναι μια πλάνη, γιατί στην πραγματικότητα ο μόνος σωστός φορέας της τέχνης δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο ελεύθερα σκεπτόμενος και αισθανόμενος άνθρωπος. Αν δεν διασώσουμε αυτό που λέγεται άνθρωπος, χάνουμε και την τέχνη και το σωστό πολιτικό προσανατολισμό. Δεν είναι νοητό ο καλλιτέχνης να υπογράφει έργο τέχνης, όπως υπογράφονται συνταγές για βιομηχανικά προϊόντα.
Ό,τι ερεθίζει τον άνθρωπο να δημιουργήσει νέα οράματα είναι εποικοδομητικό, ό,τι περιορίζει τον ορίζοντα της σκέψης του είναι καταστρεπτικό.

Πηγές:
– «Κάρολος Κουν: Κάνουμε Θέατρο για την ψυχή μας», σε: filologikogymn.wordpress.com
– «Κάρολος Κουν, ο κορυφαίος θεατράνθρωπος», σε: kimintenia.wordpress.com