
Καπετάν Μιχάλης Κόρακας (φωτ. Κ. Ανδρουλάκη, Ίδρυμα Αικ. Λασκαρίδη)
Στο έργο του «Καπετάν Μιχάλης» (1953) ο Νίκος Καζαντζάκης δίνει τη δική του, μοναδική για τον ηρωισμό και την τραγικότητα που αποπνέει, περιγραφή της τουρκικής θηριωδίας και σκλαβιάς στην Κρήτη.

Όπως αναφέρει στον Πρόλογο του έργου: «Όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον “Καπετάν Μιχάλη”, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντάς το με λέξεις, το όραμα του κόσμου όπως τον δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ’ όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη στα άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας, μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματά μας και συνάμα άρχιζαν ν’ ακούγονται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας. Στην κρίσιμη αυτή μεταβατική στιγμή, τη γεμάτη πυρετό κι ελπίδες, τα παιδιά της Κρήτης γίνουνταν γρήγορα άντρες. Οι ανύπνωτες έγνοιες των μεγάλων γύρα τους για την πατρίδα, για τη λευτεριά, για το Θεό που προστατεύει τους χριστιανούς, για το Θεό που σηκώνει το σπαθί του να διώξει τους Τούρκους, κατασκέπαζαν τις συνηθισμένες χαρές και στεναχώριες του παιδιού.
Από πολύ νωρίς, ζώντας την έτοιμη κάθε στιγμή να ξεσπάσει σύγκρουση, είχαμε ψυχανεμιστεί πως στον κόσμο τούτον δυο μεγάλες δυνάμες παλεύουν: ο Χριστιανός κι ο Τούρκος, το Καλό και το Κακό, η Ελευτερία κι η Τυραννία και πως η ζωή δεν είναι παιχνίδι, είναι αγώνας. Κι ακόμα τούτο: πως θα έρθει μέρα που θα Πρέπει να μπούμε κι εμείς στον αγώνα. Το ‘χαμε πάρει απόφαση από πολύ μικροί πως ήταν γραφτό μας, αφού γεννηθήκαμε Κρητικοί, το Πρέπει αυτό να κυβερνάει τη ζωή μας».

Fr. Boissonnas, Λάκκοι Χανίων 1911
Πέρα από αυτά τα συγκλονιστικά λόγια του Προλόγου του έργου παραθέτουμε μερικά ακόμα χαρακτηριστικά αποσπάσματα της γραφής του Καζαντζάκη από τον «Καπετάν Μιχάλη» του, που αποτυπώνουν μοναδικά το μεγαλείο της Κρητικής ψυχής μπροστά στην ωμότητα της Οθωμανικής βίας και στην απειλή του θανάτου που όλα «τα ‘σκιαζε» και τα κάλυπτε:
«Ξημέρωσε ο Θεός, απλώθηκε το φως στον Ψηλορείτη
κι έλαμψε το πληγωμένο κορμί της Κρήτης
κι η θάλασσα… κι οι άντρες απροσκύνητοι
πιάνουν τα διάσελα χωρίς ψωμί, χωρίς φυσέκια …»

Nelly’s, Λάκκοι 1927
Ξημέρωσε ο Θεός. Φωτολαμπάδισαν οι κορφές. Απλώθηκε το φως στα βουνοδισκάρια. Χύθηκε στις πλαγιές, πλημμύρισε τους κάμπους κι έλαμψε πάνω στη λουλακιά θάλασσα. Έλαμψε το τυραννισμένο κορμί της Κρήτης. Αν καταδέχουνταν ο Θεός να σκύψει να τη δει, θα την πονούσε. Θα ‘βλεπε σπίτια να καίγονται, γυναίκες να συρομαδιούνται, παιδιά αρφανεμένα να γυρίζουν τα βουνά γυμνά και πεινασμένα. Κι άντρες άγριους κι απροσκύνητους να πιάνουν τα διάσελα και τις βουνοκορφές, να σηκώνουν μιαν πήχη πανί, με κεντημένο απάνω του το σταυρό, να κινούν για πόλεμο. Χωρίς ψωμί, χωρίς φυσέκια, ξυπόλυτοι. Μ’ ένα μονάχα παλιοτούφεκο. Πόσες γενεές σηκώνουν τα χέρια στο Θεό και φωνάζουν; …

Ο νους του καπετάν Μιχάλη αγκάλιασε πονετικά την Κρήτη. Την αγαπούσε σαν ένα πράμα ζωντανό, ζεστό, που ‘χε στόμα και φώναζε, και μάτια κι έκλαιγε, και δεν ήταν καμωμένη από πέτρες και χώματα κι από ρίζες δεντρών, παρά από χιλιάδες χιλιάδες παππούδες και μάνες, που δεν πεθαίνουν ποτέ τους παρά ζουν και μαζεύουνται κάθε Κυριακή στις εκκλησιές κι αγριεύουν κάθε τόσο, ξετυλίγουν μέσα από τα μνήματα μια θεόρατη σημαία και πιάνουν τα βουνά. Κι απάνω στη σημαία ετούτη, χρόνια σκυμμένες οι αθάνατες μάνες, έχουν κεντήσει με τα κορακάτα και γκρίζα και κάτασπρα μαλλιά τους τα τρία αθάνατα λόγια:
ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ
Τα μάτια του καπετάν Μιχάλη θάμπωσαν. Όταν ήταν ολομόναχος και συλλογίζονταν την Κρήτη, δεν ντρέπουνταν κι έκλαιγε. Στέκουνταν πίσω από την πόρτα, με τα δυο πιστόλια γεμάτα. Κρατούσε την ανάσα του, περίμενε. Κάθε νύχτα έδιωχνε τη φαμίλια, έπαιρνε η κυρά Κατερίνα το μωρό στην αγκαλιά της, πίσω της το Θρασάκι κι η Ρηνιώ, πήγαιναν κάθε βράδυ και σε άλλης γειτόνισσας να κοιμηθούν κι απόμενε ο καπετάν Μιχάλης ολομόναχος στο σπίτι. Μα ύστερα από λίγες μέρες, στράφηκε στο Θρασάκι:
– Εσύ να μείνεις μαζί μου, είπε, να συνηθίσεις.
Αγρυπνούσαν τώρα κι οι δύο, πατέρας και γιος, πίσω από την πόρτα. …

Nelly’s, Λάκκοι 1927
Κυριακή σήμερα, δεν είχε ξεπορτίσει από το σπίτι του, η γυναίκα του ήταν ακόμα στην εκκλησιά με τη Ρηνιώ και πήρε και το μωρό να μη φωνάζει, το Θρασάκι ήταν στου Κρασογιώργη κι έπαιζε. Ολομόναχος στο σπίτι και του άρεσε, πηγαινόρχουνταν, ερευνούσε το κελάρι, είχε απ’ όλα, κατέβαινε στο υπόγειο, τα βαρέλια ακόμα είχαν κρασί, τα πιθάρια λάδι και καρπό, στα δοκάρια αρμαθιές τα ρόδια, τα κυδώνια, οι πλεχταριές τα κρεμμύδια. Ανέβαινε στον οντά, όλα μπόλικα, νοικοκυρεμένα, παπλώματα, πατανίες, στρωσίδια. Κι οι κασέλες γεμάτες. Ευχαριστήθηκε ο καπετάν Μιχάλης. Αν φύγει για το βουνό και πατήσουν οι Τούρκοι το σπίτι του και το διαγουμίσουν, θα τα βρουν όλα μπόλικα, δε θα ντροπιαστεί. Είχε ακουστά απ’ τον κύρη του πως στο ‘21 ο παππούς του, όντας όλοι οι χριστιανοί στο χωριό σαστισμένοι άδειαζαν τα σπίτια τους, έπαιρναν ό,τι πρόφταιναν κι έφευγαν, γιατί πλάκωναν οι Τούρκοι, αυτός δεν αφήκε ν’ αγγίξουν το βαρβάτο νοικοκυριό του. «Δε θα ντροπιαστώ εγώ έλεγε. Γεμάτο θέλω να το βρουν οι Τούρκοι το αρχοντικό μου!». …

Σφαγές των Τούρκων στους δρόμους των Χανίων, του Ρώσου ζωγράφου Ξιντάκομπ
Μα την ώρα που όλοι τους ήταν βυθισμένοι στη θεοκατάνυξη ετούτη, φωνές στριγγές ακούστηκαν, πόρτες συντρίβουνταν, γυναίκες σκλήριζαν και βρόντηξαν κουμπουριές στον αγέρα. Η θεία μακαριότητα αφανίστηκε, πετάχτηκαν οι γέροι απάνω.
– Σφαγή! Σφαγή! ακούστηκαν φωνές από τις αυλές κι από τα δώματα.
Συντρίβουνταν οι πόρτες, σκαρφάλωναν οι γυναίκες στις ταράτσες και φώναζαν το Θεό, άλλες γκρεμίζουνταν από τις στέγες με τα παιδιά τους στην αγκάλη, μερικοί άντρες μια στιγμή αντιστέκουνταν, άκουγες τουφεκιές και παλέματα, κι ύστερα μια σπαραχτικιά φωνή -κι όλα τέλειωναν.
Ο καπετάν Μιχάλης στέκουνταν με τ’ άρματα πίσω από την πόρτα. Είχε ανεβάσει τη φαμίλια στον οντά κι είχε κρατήσει κοντά του μονάχα το Θρασάκι.
– Έλα μαζί μου, του ‘πε, κι άκου καλά αυτό που θα σου πω: Αν σπάσουν την πόρτα μας και μπουν οι Τούρκοι, θα σας σφάξω όλους σας, να μην πέσετε στα χέρια τους, και πρώτα εσένα, Θρασάκι. Κατάλαβες;
– Κατάλαβα, πατέρα.
– Σύμφωνοι;
– Σύμφωνοι.
– Μην τους πεις τίποτα. Γυναίκες είναι μπορεί να τρομάξουν.
– Δεν τους λέω τίποτα.
Είπαν ό,τι είχαν να πουν οι δύο άντρες και πια σώπαιναν όρθιοι πίσω από την πόρτα. Είχαν γοργώσει τ’ αυτιά τους και αφουκράζουνταν τη χλαλοή και το ποδοβολητό στο δρόμο.
Ο Άγιος του Καζαντζάκη

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς, προστάτης και πολιούχος του Μεγάλου Κάστρου (Ηρακλείου)
Ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο» γράφει: «Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ’ ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυστα αγριεμένο πέλαγο κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας. Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε, κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό απάνω του νόμο. Κάποιος πάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο έναν Άγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου …».

Και στον «Καπετάν Μιχάλη»: «… Άγιε Μηνά μου, καλησπερούδια σου! … Σήκωσε μ’ ευλάβεια τα μάτια, είδε, από την άκρα του δρόμου φάνηκε μέσα στο σκοτάδι να φεγγοβολάει, καβάλα στο χρυσοχάμουρο ντορή του με το κόκκινο κοντάρι ακουμπισμένο στον ώμο, με τα ψαρά του κοντόσγουρα γένια, με την ασημένια διχτάτη αρμάτα του, ο λεβεντόγερος προστάτης του Μεγάλου Κάστρου, ο Αι-Μηνάς. Έκανε κι απόψε τη βόλτα του. Κάθε μεσάνυχτα, την ώρα που ‘ναι χαμένη στον ύπνο η πολιτεία, ο Αι-Μηνάς κατεβαίνει αθόρυβα από το κόνισμά του, παίρνει σβάρνα τα μουράγια, διαβαίνει στις ρωμέικες γειτονιές, αν έχουν ξεχάσει καμίαν πόρτα ανοιχτή, τη σφαλνάει, αν κανείς χριστιανός είναι άρρωστος κι είναι φωτισμένο το παραθύρι του, στέκεται και παρακαλάει το Θεό να τον γιάνει. Μάτι ανθρώπου δεν έχει τη δύναμη να τον δει, μονάχα τα σκυλιά κουνούν τις ουρές τους, κι από τους ανθρώπους δύο μονάχα σε ολάκερη την πολιτεία: Ο Μπαρμπαγιάννης ετούτος κι η Εφεντίνα Καβαλίνα, ο παρακούζουλος χότζας. Κι άμα τελέψει τη βόλτα του, χαράματα πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμά του, και κανένας δε θα καταλάβαινε τι μυστήρια γίνουνται την πάσα νύχτα, αν δεν έβρισκε ο καντηλανάφτης ο Μούρτζουφλος, το πρωί που πάει να συγυρίσει την εκκλησιά, το άλογο του Αι-Μηνά ιδρωμένο …».

Το Ηράκλειο της Κρήτης και ο Κούλες, σε σύγχρονη φωτογραφία
Το περιστατικό που αναφέρει στον «Καπετάν Μιχάλη» μοιάζει με την ιστορία του θαύματος του 1826:
«Έκαμαν κορδόνι και του ‘φραξαν το δρόμο. Η Εφεντίνα στάθηκε, ξεγλωσσισμένη απελπισμένος… θα ‘χει φτάσει πια ο Αράπης, θα ‘χει σπάσει την πόρτα, θα ‘χει σφάξει τον καπετάν Μιχάλη.
– Δεν έχετε, μωρέ, Θεό απάνω σας; κλαψούρισε. Αφήστε με να περάσω. Βιάζουμαι, μωρέ αδέρφια!
– Ποιος σε κυνηγάει, Εφεντίνα Καβαλίνα; Αυτό να μας πεις, να περάσεις!
Το μυαλό της Εφεντίνας άστραψε. Κοίταξε πίσω του, έσυρε φωνή:
– Ο Αι-Μηνάς!
Οι τουρκαλάδες ξέσπασαν στα γέλια.

– Τι γελάτε, μωρέ αθεόφοβοι; Δεν ακούτε τα πέταλα του αλόγου του; Τον είδα να βγαίνει από την εκκλησία, τον είδα! Και με πήρε ξοπίσω. Δεν ακούτε; Νάτος! ζυγώνει!
Οι τουρκαλάδες ένιωσαν να σηκώνεται η τρίχα τους. Σα ν’ άκουσαν, αλήθεια, πεταλιές αλόγου. Κάποιος καβαλάρης ζύγωνε!
– Νάτον! φώναξε πάλι η Εφεντίνα και τα μάτια της γούρλωσαν τρομαγμένα. Νάτος! Νάτος!
Μα οι τουρκαλάδες πού να γυρίσουν να δουν! πήραν δρόμο κι αφανίστηκαν.
Ως τους είδε η Εφεντίνα να φεύγουν αλαφιασμένοι, κοκάλωσε. «Μωρέ, έχει το χάζι του να ‘ναι αλήθεια!» συλλογίστηκε με τρόμο. Κι άλλη φορά, στην άλλη Επανάσταση, δεν τον είχε δει να χιμάει καβαλάρης και να κυνηγάει τους Τούρκους που ήθελαν να πατήσουν την εκκλησία του; Κρύος σπυρωτός ιδρώτας τον έκοψε … πεντακάθαρα τώρα γρικούσε το άλογο που ζύγωνε.
– Αλλάχ! Αλλάχ! ξεφώνισε, ανασκουμπώθηκε πάλι και έβαλε τις φτέρνες στον ώμο.
Έτρεχε, έτρεχε αλαλιασμένος. Ως ξεπρόβαλε στου Ιδομενέα τη βρύση, ξέκρινε απόξω από του καπετάν Μιχάλη τον αράπακα και τους συντρόφους του να βαρούν την πόρτα, να τη σπάσουν. Χύθηκε καταπάνω τους.
– Βάρδα, παιδιά φώναξε, βάρδα και θα μας φάει! Έρχεται καβαλάρης!
– Ποιος, μωρέ κουζούλακα; ούρλιασε ο Αράπης.
– Ο γείτονας.
– Ποιος γείτονας;
– Ο Αι-Μηνάς, νάτος!
Όλοι στράφηκαν. Τα μάτια τους πεταλούδιζαν, δε διάκριναν τίποτα.

– Νάτος! Νάτος! φώναζε η Εφεντίνα κι ακούμπησε στην πόρτα του καπετάν Μιχάλη αλλοπαρμένος.
Κόλλησε πιτακώθηκε απάνω στην πόρτα, σα να ‘θελε να κρυφτεί και να περάσει ο Αι-Μηνάς, χωρίς να τον αρπάξει το μάτι του. Είχε προβάλει τώρα στου Ιδομενέα τη βρύση, τον έβλεπε καθαρά, ο ίδιος απαράλλαχτος όπως ήταν στο κόνισμα: ηλιοκαμένος, ψαροσγουρογένης, απάνω σε μούρτζινο άλογο και χρυσά σελοχάλινα. Όλος ο αέρας μπροστά από του Ιδομενέα τη βρύση γέμισε ψαρά γένια, μούρτζινο άλογο και σελοχάλινα.
– Νάτος! Νάτος! φάνηκε μουρμούριζε και το κατωσάγονό του καταχτυπούσε.
– Που ‘ναι, μωρέ; τα μάτια μου θάμπωσαν!
– Δεν τον θωράς; νάτος! νάτος! μαύρος ψαρογένης, μ’ ένα κόκκινο κοντάρι… Μας είδε, χύνεται καταπάνω μας!
Έδωσε ένα σάλτο, ξεκόλλησε από την πόρτα, πήρε κατά το λιμάνι. Πίσω του φυσομανώντας, έτρεχαν πιλάλα κι οι Τούρκοι άκουγαν τώρα κι αυτοί το άλογο που τους είχε πάρει του κυνήγου, κι ο Αράπης, που στράφηκε μια στιγμή, ξέκρινε από πάνω του, στον αέρα, έναν καβαλάρη:
– Γρήγορα πόδια, μωρέ πόδια! φώναξε κι είχε κυλήσει το κίτρινο μπουρνούζι του χάμω -μα που να σταθεί να το περιμαζώξει, πιλαλούσε τώρα ολόγυμνος.
Ξεπνεμένοι έφτασαν στο λιμάνι. Σφούγγιξαν τον ιδρώτα τους, κουκούβισαν στον ίσκιο, έβγαλαν έξω τις γλώσσες τους κι αναβόλιαζαν σα σκύλοι. Η Εφεντίνα είχε πέσει μπρούμυτα κάτω στις πέτρες και σπάραζε. Κάμποσην ώρα δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Τέλος ο Αράπης άνοιξε το στόμα:
– Φτηνά τη γλιτώσαμε, είπε.

Fr. Boissonnas, Παραδοσιακό Κρητικό σπίτι, 1919

Ο καπετάν Μιχαήλ Κόρακας (1797 – 7 Σεπτεμβρίου 1882) γεννήθηκε στην Πόμπια της Μεσσαράς Ηρακλείου, το 1797, ως Μιχάλης Καρούζος. Σε ηλικία 18 ετών σκότωσε τον Αγά Αλήκο. Η επωνυμία «Κόρακας» του αποδόθηκε ως ένδειξη της επιθετικότητας που έδειχνε ο πατέρας του και αργότερα ο ίδιος ενάντια στους Οθωμανούς κατακτητές. Αγωνίστηκε στην Κρητική Επανάσταση του 1821. Το 1827 με πειρατικό πλοίο και ορμητήριο την Κάρπαθο, πολέμησε τον αιγυπτιακό και οθωμανικό στόλο. Το 1828, συνέχισε τον αγώνα στην Πελοπόννησο και τιμήθηκε με τον βαθμό του λοχαγού και τον χάλκινο σταυρό του Φοίνικα. Επέστρεψε με τιμές στην Κρήτη το 1834 και πήρε μέρος στις Κρητικές Επαναστάσεις του 1841, του 1858 και του 1866 ενάντια σε πολυάριθμες οθωμανικές δυνάμεις. Κήρυξε την Επανάσταση του 1878 και κατόπιν τιμήθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο στην Αθήνα και από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Πέθανε υποφέροντας από καρδιακά προβλήματα στην Πόμπια, τον Σεπτέμβριο του 1882. Ο ήρωας του έργου «Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη αναφέρεται σε εκείνον, μέσα από τη ζωή και τους αγώνες του.
Σοφία Ε. Παυλάκη, νομικός
