
«Κι είν’ η μεγάλη προσμονή σπόρος
που σκίζει όλο το χώμα για να βρει την άνοιξη»
Οδυσσέας Ελύτης
Camil Ressu, La arat
Η καλλιέργεια των δημητριακών ήταν από τα πολύ παλιά χρόνια η βασική γεωργική ασχολία που έτρεφε ανθρώπους και ζώα. Ανατρέχοντας στην Παλαιά και Καινή διαθήκη καταλαβαίνουμε αμέσως το μέγεθος, τη σημασία και τον τελετουργικό χαρακτήρα που δινόταν στα αρχαία χρόνια στη σπορά. Από νωρίς το φθινόπωρο και αμέσως μετά τα πρωτοβρόχια και μόλις η γη ξεδιψούσε, ήταν έτοιμη δηλαδή να οργωθεί, οι ζευγολάτες έζεγναν τα «βούθκια» τους με το πρωτόγονο άροτρο (το υνί) και πριν ο ήλιος γεννηθεί άρχιζαν όργωμα (ζευγάρι), για ν’ ανασάνει το χωράφι αλλά και για να αναμιχθεί και η κοπριά που συνήθως ετοποθετήτο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Όταν τελείωναν με το άροτρο έζεγναν ξανά τα βούθκια με τη σβάρνα και σβάρνιαζαν το οργωμένο χωράφι ισιώνοντας τη γη και ετοιμάζοντάς τη για τη σπορά. Ακολουθούσε η σπορά που γινόταν με το χέρι και σαράκλισμα της γης για να λιώσουν οι σβόλοι και να χωθεί ελαφριά στο χώμα ο σπόρος.
Η παραβολή του σπορέως

Αὐτή τήν ἱστορία, τήν εἶπε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος συχνά χρησιμοποιοῦσε στή διδασκαλία Του εἰκόνες καί περιστατικά ἀπό την καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων, μέ σκοπό νά τούς διδάξει μεγάλες ἀλήθειες. Οἱ διηγήσεις Του αὐτές ὀνομάζονται παραβολές. Θα μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ παραβολές ἦταν ἀνθρώπινα δοχεῖα πού ἔκρυβαν μέσα τους θεϊκές ἀλήθειες. Τί ἤθελε ἄραγε νά διδάξει ὁ Χριστός μ ̓ αὐτή τήν παραβολή; Τον ρώτησαν οἱ μαθητές Του, ὅταν ἔμειναν μόνοι μαζί Του: «Τί σημαίνει αὐτή ἡ παραβολή;». Κι Ἐκεῖνος τούς ἐξήγησε: «Σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Σποριάς εἶναιὁ Χριστός, πού ἄφησε τούς οὐρανούς καί ἦρθε στή γῆ μας γιά νά σπείρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τήν αἰώνια ἀλήθεια. Τά μέρη στά ὁποῖα ἔπεσε ὁ σπόρος εἶναι οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων»:
«Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· 5 ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· 6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· 7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. 8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 9 Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη; 10 ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. 11 ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. 13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. 14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. 15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ» (Κυριακή Δ’ Λουκά, η’).
Βγῆκε κάποτε ἕνας σποριάς νά σπείρει. Πῆρε τό δισάκι του, το γέμισε μέ ἄφθονους σπόρους καί ξεκίνησε γιά τό χωράφι του. Τά παλιά χρόνια δέν ὑπῆρχαν τά σύγχρονα μηχανήματα. Οἱ γεωργοί φοροῦσαν στόν ὦμο ἕνα δισάκι, δηλαδή ἕνα πάνινο σακούλι, και ἔσπερναν σκορπώντας τούς σπόρους μέ τό χέρι. Ἔτσι ἔκανε κι ἐκεῖνος ὁ σποριάς. Γέμιζε τή χούφτα του μέ σπόρους σιταριοῦ και τούς ἔριχνε στό χωράφι του. Κάποιοι σπόροι ὅμως ἔπεσαν στό μονοπάτιπού ἦταν δίπλαστό χωράφι του. Ἄλλοι ἀπ ̓ αὐτούς καταπατήθηκαν ἀπό τούς περαστικούς καί ἄλλους τούς ἔφαγαν τά πουλιά. Μερικοί σπόροι ἔπεσαν σέ πετρῶδες ἔδαφος, πού εἶχε ἐλάχιστο χῶμα στήν ἐπιφάνεια. Αὐτοί φύτρωσαν ἀμέσως, ἀλλά ἡ ρίζατους δέν μποροῦσε νά προχωρήσει βαθιά καί νά βρεῖ ὑγρασία, γι’αὐτό πολύ γρήγορα ξεράθηκαν. Κάποιοι ἄλλοι σπόροι ἔπεσαν ἀνάμεσα στ ̓ ἀγκάθια. Φύτρωσαν, ἀλλά πνίγηκαν γρήγορα. Οἱ ὑπόλοιποι σπόροι ἔπεσαν σέ καλή γῆ, γόνιμη, καλά ὀργωμένη. Καί τί χαρά γιά τόν σποριά! οἱ σπόροι φύτρωσαν καί ἔδωσαν πολύ καρπό, ἑκατονταπλάσιο!

Σε εδάφη μικρού κλήρου οι αγρότες χρησιμοποιούσαν πολύ το τσαπί
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
«ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αυτόν ανάγκη να τον βλέπεις και να τον λαβαίνεις»
είπε: Κοίταξε! Και τα μάτια μου έριξαν τη σπορά
γρηγορώτερα τρέχοντας κι από βροχή
τα χιλιάδες απάτητα στρέμματα
Σπίθες ριζά μες το σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες
Η σιγή που εκχέρσωνα για ν’ αποθέσω
γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά
Το ξινάρι ακόμη μες τα χέρια μου
τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το πρόσωπο
άλλα υλακωντας άλλα βγάζοντας τη γλώσσα:
Να το σπαράγγι να ο ριθιος
να το σγουρό περσεμολο
το τζεντζεφυλλι και το πελαργόνι
ο στύφνος και το μάραθο.
Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί

Η σπορά τα παλιά τα χρόνια
Μόλις έπιαναν οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου και μαλάκωνε το χώμα, άρχιζε το όργωμα. Ο γεωργός φόρτωνε τα ζυγάλετρά του στο γαϊδούρι ή στο μουλάρι κι ό,τι άλλο του χρειαζότανε και ξεκινούσε πρωί – πρωί για το χωράφι. Με την ανατολή του ήλιου έπρεπε να είναι έτοιμος για το όργωμα. Στην αρχή άνοιγε με το αλέτρι «παραβολή», δηλαδή μιαν αυλακιά, με την οποία όριζε την έκταση που θα έσπερνε και θα όργωνε. Το όργωμα γινόταν με βόδια ή με μουλάρια. Χρησιμοποιούσαν ξύλινα αλέτρια, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκαν με σιδερένια.
Το ξύλινο αλέτρι είχε μήκος δυόμισι περίπου μέτρα, αρκετά μεγαλύτερο δηλαδή από το σιδεράλετρο και όλος ο εξοπλισμός του ήταν ξύλινος εκτός από το σιδερένιο γινί. Το κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες. Συνοπτικά, ένα ξύλινο αλέτρι είχε τα εξής εξαρτήματα, που το καθένα είχε το δικό του ρόλο κατά τη διαδικασία του οργώματος: το πίσω τμήμα του αλετριού το οποίο κρατούσε ο γεωργός, το μέρος του αλετριού πάνω στο οποίο ήταν σφηνωμένο το γινί, με τη βοήθεια μιας ξύλινης σφήνας. Στις δύο πλευρές ήταν στερεωμένα επίσης τα «ξυλάχτια», ο ρόλος των οποίων ήταν να ανοίγουν την αυλακιά. Το «σταβάρ» ήταν ο άξονας του αλετριού που συνέδεε το αλέτρι με τον ζυγό.

Όργωμα χωραφιών για τη φθινοπωρινή σπορά δημητριακών στα Σπάτα, δεκαετία του 1960
Ο ζυγός έμπαινε πάνω στον αυχένα των βοδιών και τον σταθεροποιούσαν με τις σιδερένιες «ζεύλες» και τις «λιμνιστήρες», φτιαγμένες από δέρμα βοδιού και μέσα γεμισμένες με άχυρο για να μην πληγώνονται τα ζώα. Στο πλάι είχαν κρίκους απ’ όπου μεγάλα λουριά ή σχοινιά έδεναν το αλέτρι. Ο γεωργός για να παροτρύνει και να καθοδηγεί τα ζώα, χρησιμοποιούσε τη «φ’κέντρα» -μακρύ ξύλο, στη μια άκρη της οποίας ήταν στερεωμένο ένα καρφί και στην άλλη η «ξιάλ» για να καθαρίζει το γινί. Το σιδεράλετρο έκανε την εμφάνισή του γύρω στα 1920 και η χρήση του γενικεύτηκε μετά το 1925.

Τα παλιά χρόνια, η σπορά άρχιζε στα τέλη του Σεπτέμβρη και τελείωνε το Δεκέμβρη. Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα του Σταυρού, οι γεωργοί πήγαιναν στην εκκλησία λίγο σπόρο να τον ευλογήσει ο παπάς. Μετά τον έπαιρναν και τον ανακάτευαν με τον υπόλοιπο σπόρο, για να έχουν καλή σοδειά. Κάποιοι γεωργοί έπαιρναν από το εικονοστάσι το κόκκινο αυγό, που είχαν κρατήσει από το Πάσχα, και το «έσπερναν» μαζί με το σπόρο στο χωράφι. Άλλοι κρατούσαν αγιασμό και ράντιζαν το σπόρο για να πάρει ευλογία. Όταν άρχιζε η σπορά, οι γεωργοί συνήθιζαν να βάζουν μέσα στο τσουβάλι που είχαν το σπόρο ένα ρόδι και δεν το έβγαζαν, μέχρι να τελειώσει ο σπαρμός. Εύχονταν μ’ αυτό τον τρόπο και τα σπαρτά τους να γίνουν και να μεγαλώσουν, όπως τα σπυριά του ροδιού.
Τον σπόρο οι γεωργοί τον ετοίμαζαν από την προηγούμενη χρονιά. Διάλεγαν τα καλύτερα δεμάτια από τη θημωνιά, έσπαναν με τον κόπανο τα στάχυα, καθάριζαν το σιτάρι και το κρατούσαν για τη σπορά του επομένου χρόνου. Με τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου άρχιζε ο σπαρμός (σπορά). Πρώτα θα έσπερναν τα κουκιά, τις φακές, το βίκο, το ρόβι, τις βρώμες και τα κριθάρια, τα «βρωμοκρέθαρα», όπως έλεγαν μονολεκτικά τα δύο τελευταία σπορικά. Τέλη Οκτωβρίου έσπερναν και τα σιτάρια, που προ του 1930 περίπου υπήρχαν σε δύο «τσιασίτια» (ποικιλίες), τα «ντόπια» και τα «βρασταμνά». Μετά την χρονολογία αυτή έκαναν την εμφάνιση τους και άλλα είδη, όπως το λήμνο, το ξυλόκαστρο και το ασπρόσταρο, που συνήθως το έσπερναν στα αμμουδερά χωράφια.

Αλέτρι
Ο σπαρμός διαρκούσε μέχρι τα Χριστούγεννα περίπου. Αφού τελείωνε το όργωμα, έριχναν το σπόρο με το χέρι. Πρώτα ο γεωργός μετρούσε μια «σποριά» από το χωράφι του -δέκα βήματα σε πλάτος κι αν το χωράφι είχε μεγάλο μήκος το χώριζε σε «στροφάρια»- και στην έκταση αυτή σκορπούσε στο σπόρο που είχε μέσα σε ένα τρίχινο σάκο, τον «σπαρτοντροβά», κρεμασμένο στον ώμο του ή σε ένα «δισάκι» (διπλό σάκο), που στη μέση είχε ένα άνοιγμα, για να το κρεμάνε στο λαιμό. Δηλαδή, είχαν ένα σάκο μπροστά και έναν πίσω. Όταν άδειαζε λίγο ο μπροστινός σάκος, έφερναν μπροστά τους τον πίσω σάκο, για να μην κουράζονται από το μεγαλύτερο βάρος του. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι να αδειάσουν οι σάκοι, οπότε τους ξαναγέμιζαν.

Μόλις τελείωνε το ρίξιμο του σπόρου σε κάθε σποριά, ο γεωργός τον σκέπαζε με τη βοήθεια του ξύλινου αλετριού, για να μην μένει εκτεθειμένος στα έντομα. Χρησιμοποιούσαν ξύλινες σβάρνες και τα τελευταία χρόνια σιδερένιες. Άλλες φορές για να σκεπαστεί ο σπόρος με χώμα, έκοβαν ένα μεγάλο κλωνάρι δέντρου και το σβάρνιζαν στο χωράφι. Μετά έσπερνε, κατά τον ίδιο τρόπο, τη δεύτερη σποριά, την τρίτη κ.λπ. μέχρι να τελειώσει ολόκληρο το χωράφι. Μπορούσαν να σπείρουν 2-3 στρέμματα την ημέρα.

Όργωμα στη Λευκάδα
Μετά τη σπορά οι γεωργοί ηρεμούσαν για λίγο διάστημα μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά τα σπαρτά και ν’ αρχίσουν το βοτάνισμα των χωραφιών τους. Στα σταροχώραφα της περιοχής μας φύτρωναν πολλών ειδών παράσιτα και αμέτρητα άλλα φυτά. Το βοτάνισμα όλων αυτών έπρεπε να γίνεται με μεγάλη προσοχή και ήταν πολύ κοπιαστικό. Διαρκούσε από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τον Απρίλιο και το επαναλάμβαναν συνήθως δύο φορές.
Η παραγωγή θα ήταν ικανοποιητική, αν έβρεχε το Μάρτιο και τον Απρίλιο, η λαϊκή μούσα δε τραγούδησε την ευτυχία των γεωργών με τις βροχές των μηνών αυτών, λέγοντας:
«Αν Μάρτης βρέξει δυο νερά
κι Απρίλης άλλο ένα,
χαρά σε κείνον το γεωργό
που ‘χει πολλά σπαρμένα»

Σχετικό με την ανομβρία επίσης ήταν και το παρακλητικό τραγουδάκι «Πιρπιρίτσα», το οποίο έλεγαν συνήθως μικρά γυφτάκια -από την εποχή της τουρκοκρατίας ακόμα έρχονταν γύφτοι και έστηναν τα τσαντίρια τους στις παρυφές του χωριού- και το χόρευαν, αυτοσχεδιάζοντας, με μικρά βηματάκια και πρωτόγονες περιστροφικές κινήσεις, στις αυλές των σπιτιών:
«Πιρπιρίτσα πιρπατεί
το Θεό παρακαλεί,
για να κάνει μια βροχή
μια βροχή βασιλική,
για να γίνουν τα σταριά
τα σταριά τα κριθαριά,
να γιουμίσουν τ’ αμπαριά»
Οι νοικοκυρές κατάβρεχαν τα παιδιά, θέλοντας να δείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο την επιθυμία τους για βροχή και στο τέλος τα κερνούσαν σύκα, καρύδια κ.λπ. Αντίθετα, οι βροχές του Μάη ήταν καταστροφικές. Γι’ αυτό οι γεωργοί έλεγαν: «Στην καταραμένη γη, το Μάη μήνα βρέχει».

Από τα τέλη Μαΐου, ξεκινούσε η περίοδος της συγκομιδής. Πρώτα οι γεωργοί θα μάζευαν τα κουκιά, τις φακές και θα έκοβαν το βίκο, τον οποίο άφηναν στο χωράφι μέχρι να ξεραθεί και στη συνέχεια τον δεματοποιούσαν με τη βοήθεια ειδικής κάσας. Κατόπιν θέριζαν, με τη σειρά, τις σικαλιές και τα βρωμοκρέθαρα. Τα σιτάρια τα θέριζαν Ιούνιο με αρχές Ιουλίου. Ο γεωργός, όπως στο σπαρμό χώριζε το χωράφι σε «σποριές», κατά τον ίδιο τρόπο στο θέρο το χώριζε σε «όργους», των οποίων το μέγεθος καθοριζόταν από τον νοικοκύρη, ανάλογα με τα χέρια που είχε στη διάθεσή του.

Σπορά και όργωμα
Παιδί, το περιβόλι μου
Κωστής Παλαμάς
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
Όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.
Κι αν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι’ όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, γίνε διαφεντευτής.
Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! τσεκούρι! τράβα!
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.
Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νάρθει,
κι’ όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα.

Πηγές:
– Πορτή Μουζακίου, σε: portinews.gr
– trelogiannis.blogspot.com, katokopia.net, aromalefkadas
– Αλέξης Τότσικας, «Ελληνική λαϊκή κληρονομιά – Εργαλεία και κατασκευές του υλικού παραδοσιακού βίου», εκδ. Αρμός, 2008, σε: psarikorinthias.gr
– Φωτογραφικό λεύκωμα, «Ταξίδι αυτογνωσίας και παρατήρησης σ’ ένα λησμονημένο παρελθόν – Σπάτα 1900-1960», σε: argolikivivliothiki.gr
Πολύ όμορφο κείμενο, ευχαριστούμε!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο