Όσιος Ησαΐας κτήτωρ της Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Κύκκου

10 Σεπτεμβρίου

Παναγία Κυκκώτισσα

Ένα από τα πολλά και περιώνυμα μοναστήρια της Κύπρου είναι και το Μοναστήρι του Κύκκου, αφιερωμένο στην Παναγία την Ελεούσα. Σ’ αυτό φυλάσσεται η θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας (δεξιοκρατούσα), που κατά την παράδοση, ιστορήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Και τούτο χάρη στις ενέργειες και τη θαυμαστή επιμονή ενός γέροντα ασκητή, του Οσίου Ησαΐα.

Ποιος ο τόπος όπου γεννήθηκε ο άγιος αυτός, ποιοι οι γονείς του και ποια η μόρφωσή του δεν γνωρίζουμε. Εκείνο πού γνωρίζουμε γι’ αυτόν, είναι πως στα μέρη που είναι κτισμένο σήμερα το μεγάλο μοναστήρι, εκεί γύρω στον 11ο αιώνα, ασκήτευε η άγια αυτή μορφή μέσα σε μια σπηλιά. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν γονατιστός προσευχόταν, άκουε το κελάδημα ενός παράδοξου πουλιού, που έλεγε και ξανάλεγε: «Κύκκου, Κύκκου το βουνί μοναστήρι θα γενεί, μια χρυσή Κυρά θα μπει και ποτέ της δε θα βγει». Ο γέρο ασκητής το άκουε, μα δεν μπορούσε να συλλάβει και να αντιληφθεί το νόημα του.

Την εποχή αυτή, όπως και σήμερα, συνηθιζόταν κατά τους θερινούς μήνες, πολλοί από τους κατοίκους των πεδινών μερών να πηγαίνουν στα ορεινά, για να χαίρονται τη δροσιά των Βουνών. Διοικητής τότε της Κύπρου, η οποία βρισκόταν κάτω από την προστασία της μεγάλης μας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν ο δούκας Μανουήλ Βουτομίτης, που διέμενε όπως κι οι άλλοι διοικητές στη Λευκωσία. Όλοι αυτοί συνήθιζαν κατά το καλοκαίρι να αφήνουν τη Λευκωσία και να πηγαίνουν στα ορεινά μέρη για να γλυτώνουν από την υπερβολική ζέστη της πρωτεύουσας. Κατά το έτος 1100 μ.Χ. περίπου, κι ο τότε διοικητής της Κύπρου εγκατέλειψε τη Λευκωσία και πήγε σ’ ένα χωριό της Μαραθάσας για εξοχή. Στα βουνά της Κύπρου αυτή την εποχή και στον περίφημο Ακάμα, ζούσαν πλήθη από αναχωρητές μοναχούς, ανάμεσα τους και ο Όσιος Ησαΐας.

Ιερά Μονή Κύκκου

Κάποια μέρα που ο Βουτομίτης με μερικούς φίλους του βγήκε στα μέρη εκείνα για κυνήγι αγρινών, αποσπάστηκε από την παρέα του και για ώρες γύριζε μέσα στο πυκνό δάσος μόνος. Εκεί που κατακουρασμένος και πολύ στενοχωρημένος περιπλανιόταν είδε μια σπηλιά. Προχώρησε προς αυτήν και, σαν πλησίασε στην είσοδο της σπηλιάς, αντίκρισε έναν άνθρωπο με πολύ φτωχικά και κουρελιασμένα ρούχα. Κατέβηκε από το άλογό του και τον ρώτησε ποιος είναι και τι κάνει εκεί. Ο ασκητής δεν μίλησε. Στην προσπάθειά του μάλιστα να μη γίνει γνωστός έφυγε κι από εκεί. Τη στάση αυτή του μοναχού, ο δούκας θεώρησε πολύ προσβλητική για τον εαυτό του. Εκνευρισμένος όπως ήταν επιτέθηκε κατά του ασκητή και όχι μόνο τον ύβρισε αποκαλώντας τον παλιόγερο, αλλά και τον ξυλοκόπησε άγρια και ρίχνοντας τον στη γη, τον κλώτσησε άσπλαχνα.

Παρά τους πόνους που δοκίμαζε στο ξερακιανό κορμί του ο ταλαίπωρος μοναχός, με ήρεμη φωνή και κλάματα και σπαραγμό ψυχής, είπε στον άρχοντα ότι είναι δούλος του Χριστού και ο Κύριός του θα του ανταποδώσει το κακό μια και ο ίδιος είναι αμαρτωλός. Εκνευρισμένος, όπως ήταν ο δούκας έφυγε, χωρίς να υπολογίσει έστω και στο ελάχιστο τα λόγια του μοναχού. Αφού πέρασε το καλοκαίρι, ο Βουτομίτης επέστρεψε στη Λευκωσία και λίγες μέρες μετά αρρώστησε βαριά από ληθαργία. Τα μέλη του άρχοντα παρέλυσαν εξ ολοκλήρου. Ούτε πόδι, ούτε χέρι μπορούσε να κινηθεί.

Στην κατάσταση αυτή, θυμήθηκε τα λόγια του Οσίου Ησαΐα και μέσα στον πόνο του με δάκρυα άρχισε να προσεύχεται και να ζητά συγχώρεση από τον Θεό. Ο Άγιος Θεός που είδε τη μετάνοια του πλάσματός Του, έδωκε στον δούκα αυτό που ζητούσε, την υγεία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού, «τέκνον επικάλεσαί με εν ήμερα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με», δηλαδή παιδί μου, φώναξε με στη θλίψη σου και στη δυστυχία σου κι εγώ θα σε ακούσω και θα σε απαλλάξω απ’ αυτά και θα με δοξάσεις, βρήκαν στον πονεμένο άρχοντα την πραγματοποίησή τους.

Την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Βουτομίτης με τους υπηρέτες του ξεκίνησε για τα βουνά. Πόθος του να φτάσει μια ώρα νωρίτερα στη σπηλιά του γέροντα Ησαΐα για να ζητήσει συγχώρεση για τη διαγωγή του. Την ίδια εκείνη βραδιά ο γέρο μοναχός αφού γονατιστός προσευχήθηκε για ώρες έγειρε να πλαγιάσει. Πριν τον πάρει ο ύπνος το παράξενο πουλί απ’ έξω από τη σπηλιά κελάηδησε πολλές φορές το τραγούδι του: «Κύκκου Κύκκου το βουνί, μοναστήρι θα γενεί…». Με το τραγούδι έκλεισε τα μάτια ο ερημίτης.

Ο ύπνος τον πήρε αμέσως. Ένα όνειρο όμως τον παίδευσε όλη τη νύχτα. Του φάνηκε πως η Παναγία ήρθε στη σπηλιά του και του είπε ότι σαν ξημερώσει θα τον επισκεφτεί εκείνος ο δούκας που ήρθε την άλλη φορά και τον κτύπησε για να του ζητήσει συγνώμη. Θα του αναφέρει πως είναι πρόθυμος, για να επανορθώσει το σφάλμα του να του χαρίσει ό,τι του ζητήσει και εκείνος θα έπρεπε να ζητήσει να έρθει στην Κύπρο η εικόνα της Παναγίας που ζωγράφισε ο απόστολος Λουκάς και φυλάσσεται στο παλάτι.

Ιερά Μονή Κύκκου

Προτού ακόμη φέξει, ο Ησαΐας, όπως πάντα, σηκώθηκε για την άσκησή του. Έκαμε τις μετάνοιες και την προσευχή του κι άρχισε το εργόχειρό του. Κατά το απόγευμα άκουσε θόρυβο. Βγήκε από τη σπηλιά του και περίμενε λέγοντας συγχρόνως και την προσευχή του. Σε λίγο μέσα από τα κλαδιά που έκλειναν κατά ένα τρόπο το στόμιο της σπηλιάς του, είδε μια ομάδα ανθρώπους να πλησιάζουν. Μπροστά ο δούκας. Τον ανεγνώρισε αμέσως. Βαθιά συγκινημένος στάθηκε και περίμενε. Η συνάντηση πολύ απρόσμενη. Ο άρχοντας με συντριβή ψυχής χαιρέτησε τον ερημίτη και ζήτησε απ’ αυτόν να τον συγχωρήσει για ό,τι έγινε στο παρελθόν.

Ο ερημίτης χωρίς κανένα δισταγμό έσπευσε να του ειπεί, ότι τον συγχωρεί με όλη του την καρδιά. Όταν ο Βουτομίτης του ανέφερε πως είναι ακόμη πρόθυμος να του προσφέρει ως δώρο ό,τι του ζητήσει, για μια επανόρθωση του σφάλματος του, ο γέρο Ησαΐας θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει το προηγούμενο βράδυ και του ζήτησε να φέρει στην Κύπρο την εικόνα της Παναγίας που ζωγράφισε ο απόστολος Λουκάς και φυλάσσεται στο παλάτι στην Κωνσταντινούπολη.

Παρ’ όλο που ο Βουτομίτης, θεωρούσε κάτι τέτοιο σχεδόν αδύνατο να γίνει, αφού η Εικόνα αυτή ήταν ένας από τους πολυτιμότερους θησαυρούς του Αυτοκράτορα, του υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει αρκεί να τον βοηθούσε και εκείνος. Έτσι ο Βουτομίτης πρότεινε στον Όσιο Ησαΐα να τον συνοδέψει στην Κωνσταντινούπολή και εκείνος δέχτηκε.

Όταν, μετά από λίγο καιρό, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο Όσιος Ησαΐας μη θέλοντας να αλλάξει την ασκητική ζωή του και να μένει σε σπίτια αρχοντικά, έμεινε σε κάποιο μοναστήρι γνωστό σ’ αυτόν, ενώ ο δούκας Βουτομίτης, όπως ήταν συνήθεια, επισκέφθηκε τον αυτοκράτορα Αλέξιο για να δώσει αναφορά της όλης πολιτείας του στην Κύπρο. Αυτό έγινε δύο και τρεις και περισσότερες φορές αλλά για το θέμα της εικόνος δεν τόλμησε να αναφέρει τίποτα επειδή φοβόταν την απάντηση του βασιλιά.

Αφού πέρασε λίγος καιρός, ο Όσιος Ησαΐας, δεν άντεξε την ζωή στο πολυσύχναστο μοναστήρι της Πόλης και αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο. Όταν το ανακοίνωσε στον δούκα, εκείνος λυπήθηκε πολύ. Και μόνο η σκέψη πως ο ταπεινός ασκητής θα αναχωρούσε χωρίς να πραγματώσει τον σκοπό του ταξιδιού του πολύ τον στενοχωρούσε, αλλά και να τον κρατά εκεί χωρίς τη θέληση του δεν το επιθυμούσε. Ο δούκας, πήγε τότε σε έναν αγιογράφο και του παρήγγειλε να του φτιάξει δύο εικόνες. Μια που να παρουσιάζει τον Δεσπότη Χριστό καθισμένο σε ένα θρόνο και μια δεύτερη που να έχει την Αγία Τριάδα κατά τον τύπο της φιλοξενίας του Αβραάμ. Στο κάτω μέρος της εικόνος αυτής, του παρήγγειλε να ιστορήσει την Υπεραγία Θεοτόκο με τον γέροντα Ησαΐα στα δεξιά και αριστερά τον Μανουήλ Βουτομίτη.

Όταν τέλειωσαν οι εικόνες, επισκέφθηκε τον ασκητή και του τις έδωσε μαζί με πολλά χρήματα και την άδεια να γυρίσει στην Κύπρο. Με δάκρυα τον κατευόδωσε παρακαλώντας τον να προσεύχεται γι’ αυτόν και υποσχέθηκε πως θα κάμει τα αδύνατα δυνατά να πάρει αυτός την εικόνα και να επιστρέψει στην Κύπρο. Με τούτη την υπόσχεση χωρίσθηκαν οι δύο συνταξιδιώτες. Με τη βοήθεια του Θεού ο Γέροντας ύστερα από ένα σχετικά καλό ταξίδι έφθασε στην Κύπρο και χωρίς ξεκούρασμα ανέβηκε στη σπηλιά του. Η χαρά του ήταν μεγάλη που ξαναβρήκε εκεί την ησυχία του, αλλά κι η λύπη του που γύρισε χωρίς την χαριτόβρυτο εικόνα ήταν όχι ολίγη.

Ιερά Μονή Κύκκου

Από την πρώτη κιόλας ημέρα που ξάπλωσε στη σπηλιά του είδε ξανά το ίδιο όνειρο που είδε προτού πάει στην Πόλη και ήκουσε και πάλι μια φωνή να του λέει να μην λυπάται και ότι πολύ σύντομα θα έρθει κοντά σου η πανσέβαστος εικόνα της Θεομήτορος. Με τη χαρά ζωγραφισμένη στο σκελετωμένο πρόσωπό του ξύπνησε ο Γέροντας. Χωρίς να χάσει καιρό κάλεσε βοηθούς κι άρχισε να κτίζει τον ναό στο όνομα της Αγίας Τριάδος, όπως ήταν κι η εντολή που του δόθηκε. Όταν τελείωσε, έβαλε μέσα τις άγιες εικόνες που του είχε δώσει ο δούκας και γύρω από την εκκλησία έφτιαξε κελιά για μοναστήρι.

Πίσω στο παλάτι, ο Θεός οικονόμησε, η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες του αυτοκράτορα Αλέξιου να αρρωστήσει από την ίδια αρρώστια που είχε αρρωστήσει και ο Βουτομίτης. Τη στιγμή εκείνη ο Βουτομίτης τη θεώρησε ως θεόσδοτο ευκαιρία να μιλήσει και να προβάλει την παράκλησή του για την εικόνα. Ο αυτοκράτορας άκουσε με προσοχή τα λόγια του Βουτομίτη και υποσχέθηκε να του την δώσει, αν γίνει καλά η κόρη του.

Σχεδόν αμέσως, η κόρη του αυτοκράτορα έγινε καλά, μα ο αυτοκράτορας δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Ο Θεός όμως δεν ξεχνά, αλλά και δεν μυκτηρίζεται. Κι επειδή ο Βουτομίτης που θα υπενθύμιζε τα της υποσχέσεως του αυτοκράτορα στον ίδιο είχε φύγει από την Πόλη για την Κύπρο, την υπόμνηση την κάνει ο Πανάγαθος Θεός επιτρέποντας μια νέα δοκιμασία στο παλάτι. Αυτή τη φορά αρρώστησε με την ίδια αρρώστια ο ίδιος ο βασιλεύς.

Στο κρεβάτι του πόνου, ο αυτοκράτορας θυμήθηκε την υπόσχεσή του στον Βουτομίτη, αλλ’ επειδή δεν μπορούσε να δώσει την εικόνα, σκέφτηκε να παραγγείλει σε έναν εξαίρετο αγιογράφο να του ζωγραφίσει μιαν άλλη εικόνα απαράλλακτη με την παλιά και να τη στείλει στην Κύπρο. Πίστευε πως με τούτο τον τρόπο θα ημπορούσε να ικανοποιήσει τον Βουτομίτη κι έτσι θα έμενε σ’ αυτόν η σεπτή εικόνα. Τη νύχτα όμως παρουσιάστηκε στον ύπνο του και πάλι η Παναγία και του υπενθύμισε την υπόσχεση που είχε δώσει.

Τρομαγμένος ξύπνησε ο βασιλιάς. Χωρίς να χάσει καθόλου καιρό κάλεσε γύρω του τους ανθρώπους του και συνέστησε να ετοιμάσουν αμέσως το βασιλικό πλοίο. Να βάλουν σ’ αυτό τη σεπτή εικόνα και να βρουν κι ένα ευλαβή ιερομόναχο για Καθηγούμενο που να ταξιδεύσει μαζί και να παραμείνει στην Κύπρο. Επίσης έδωσε κι αρκετά χρήματα για να κτιστεί ένας εξαίρετος ναός μ’ αυτά, μέσα στον οποίο να τοποθετηθεί η θαυματουργός εικόνα. Όλα αυτά αποστέλλονταν στον δούκα Βουτομίτη με εντολή αυτός να τα παραδώσει στον μοναχό Ησαΐα για να κάμει ό,τι ήθελε.

Μόλις το καράβι έφτασε στην Κύπρο σ’ ένα λιμάνι στην Τυλληριά, αμέσως ειδοποιήθηκαν σχετικά τόσο ο διοικητής της νήσου Μανουήλ Βουτομίτης, όσο και ο γέρο Ησαΐας. Στο άκουσμα της πληροφορίας ότι το καράβι με την θαυματουργό εικόνα της Μεγαλόχαρης είχε φτάσει στο νησί, ο γέρο Ησαΐας παρά την ηλικία του «αγαλλομένω πόδι» κατέβηκε από τα βουνά του Κύκκου στην παραλία.

Ιερά Μονή Κύκκου

Εκεί βρισκόταν κι ο Βουτομίτης και χιλιάδες χριστιανοί που μόλις άκουσαν τη χαρμόσυνο είδηση άφησαν τα χωριά τους και τις εργασίες τους και μαζεύτηκαν στο λιμάνι. Ο Βουτομίτης παρέδωσε στον ερημίτη ασκητή Ησαΐα την αγία Εικόνα και τα χρήματα. Ο Όσιος Ησαΐας αφού έχτισε το μοναστήρι, τοποθέτησε στην Εκκλησία του μοναστηριού τη σεπτή και θαυματουργό εικόνα της Παναγίας. Ο Όσιος Ησαΐας, αφού έζησε το υπόλοιπό της ζωής του στο μοναστήρι, κοιμήθηκε εν ειρήνη.

Η Ιερά Μονή Κύκκου και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Κυκκώτισσας

Η Εικόνα είχε επικαλυφθεί το 1576 με αργυρή και επίχρυση πλάκα, ενώ νέα επικάλυψη έγινε το 1795. Το πρόσωπό Της είναι σκεπασμένο και ποτέ δεν αποκαλύπτεται, είτε γιατί έτσι το θέλησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος, είτε για να εμπνέει περισσότερο σεβασμό.

Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως το 1699 ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος τόλμησε να ανασηκώσει το ύφασμα, για να δει το πρόσωπο της Θεοτόκου, αλλά για τη βέβηλή του πράξη τιμωρήθηκε και με δάκρυα στα μάτια υποχρεώθηκε να ζητήσει συγχώρεση. Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, που επισκέφθηκε τη Μονή το 1735, γράφει ότι οι μοναχοί αποκάλυπταν την Εικόνα μόνο σε περιόδους ανομβρίας και αφού πρώτα Την μετέφεραν στη γειτονική κορφή, γνωστή ως «Θρονί», όπου έψαλλαν σχετική παράκληση. Το έκαναν, χωρίς να βλέπουν το πρόσωπο Της, που κοιτούσε τον ουρανό.

Ο λαός αγάπησε πολύ την Αγία Εικόνα. Απειράριθμα είναι τα δημοτικά τραγούδια, με τα οποία ύμνησε την Παναγία την Κυκκώτισσα, και πάρα πολλές είναι οι ιστορικές μαρτυρίες για τις τιμές, που της απέδιδε κατά τις λιτανείες σε ολόκληρο το νησί. Την ίδια τιμή απολάμβανε και ανάμεσα στους πιστούς πολλών άλλων περιοχών, οι οποίοι παλαιότερα συνδύαζαν το προσκύνημά τους στους Αγίους Τόπους με επίσκεψη στο ξακουστό μοναστήρι.

Η θαυματουργός ιερά εικόνα της Παναγίας Κυκκώτισσας

Σήμερα βεβαίως, που τα σύγχρονα συγκοινωνιακά μέσα διευκολύνουν και συντομεύουν τις μετακινήσεις, ο αριθμός των προσκυνητών, που το επισκέπτονται, είναι πολύ μεγάλος. Στη Μονή καταφθάνουν άνθρωποι από διάφορα μέρη της γης και προστρέχουν στη θαυματουργή δύναμη της Θεοτόκου, ζητώντας, είτε να θεραπευθούν, είτε να αντλήσουν δύναμη, για να αντεπεξέλθουν στις δοκιμασίες της ζωής.

Στον ναό βλέπουμε αφιερώματα, τα οποία μαρτυρούν τα θαύματα της Θεοτόκου. Κομμάτι από γλώσσα ξιφία, π. χ., προσφέρθηκε, για να θυμίζει τη σωτηρία από βέβαιο πνιγμό των ναυτικών ενός πλοίου, του οποίου τις πλευρές είχε τρυπήσει μεγάλος ξιφίας το 1718. Ένας αλλόθρησκος είχε προσπαθήσει να ασεβήσει στην Εικόνα και ξεράθηκε το χέρι του, ομοίωμα του οποίου υπάρχει σήμερα κοντά στην Αγία Εικόνα, για να υπενθυμίζει το γεγονός. Όλα γενικώς τα αφιερώματα εξιστορούν και αντίστοιχα θαύματα της Παναγίας.

Με τη δύναμη της Αγίας Εικόνας σε περιόδους μεγάλης ανομβρίας έβρεχε, οι στείρες γυναίκες αποκτούσαν παιδιά και οι άρρωστοι θεραπεύονταν. Τακτικά, κατά το παρελθόν, οι κάτοικοι του νησιού ζητούσαν από τους μοναχούς του Κύκκου να συνοδεύσουν τη μεταφορά της Εικόνας στα χωριά τους για αγιασμό, αφού πίστευαν πως η παρουσία Της και μόνον αρκούσε για να τερματιστεί ένα θανατικό, μία επιδημία, ένας λοιμός ή οποιαδήποτε άλλη θεομηνία. Ειδικά όμως η Αγία Εικόνα συνδέθηκε με την ανομβρία. Οι ιστορικές πηγές καταγράφουν συχνές λιτανείες και δεήσεις του λαού με την παράκληση να μεσιτεύσει, για ν’ ανοίξουν οι ουρανοί.

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας συχνά οι υπόδουλοι σε όλη την Κύπρο αναζητούσαν τη βοήθεια της Αγίας Εικόνας. Για τη μεταφορά και περιφορά Της εκτός Μονής χρειαζόταν ειδική άδεια, για την οποία οι χριστιανοί υπέβαλλαν σχετική αίτηση. Εντούτοις Οθωμανοί αξιωματούχοι αντιδρούσαν και οι χριστιανοί έφθαναν μέχρι τον σουλτάνο, για να αποσπάσουν την αναγκαία άδεια με την έκδοση φερμανίου, ούτως ώστε να απαλλάσσονται από τις πιέσεις τους, όπως μας πληροφορεί ένα φερμάνι του 1634.

Ιερά Μονή Κύκκου

Ἀπολυτίκιον (Ἦχος α’ – Τῆς ἐρήμου πολίτης)
Της κλεινής Μάνδρας Κύκκου πρώτος κτίτωρ γεγένησαι, πάτερ Ησαΐα παμμάκαρ, ην μεγάλως επλούτησας, κομίσας Ελεούσης την μορφήν, Λουκά του ιερού έργον σεπτόν, εκ της Πόλεως βουλήσει τη θεϊκή, και άνακτος επινεύσει δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω θαυμαστώσαντι, όν υπέρ τέκνων σου αεί, ικέτευε τρισόλβιε.

Κοντάκιον (Ἦχος δ’ – Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ)
Όρος του Κύκκου καθηγίασας πάτερ, ασκητική σου πολιτεία και πόνοις, εν ω θρόνον ητοίμασος Μητρί τη του Θεού, το σεπτόν εικόνισμα, ενεγκών Ελεούσης, ο ιερογράφησεν, ο Λουκάς θαυμασίως, και νυν πρεσβεύεις προς τον Αγαθόν, ώ Ησαΐα,υπέρ των τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις της του Κύκκου σεπτής Μονής, Κτίτωρ και προστά της, της δε νήσου Κύπρου φρουρός, πάτερ Ησαΐα, της Ελεούσης μύστα, μεθ’ Ης Χριστών απαύστως, καθικετεύετε.

Πηγές: orthodoxia.online, kalimera-arkadia.gr

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s