Σίμων Καράς, ένας δάσκαλος της Ρωμιοσύνης

Ο Σίμων Καράς υπήρξε μουσικολόγος και ερευνητής της Ελληνικής μουσικής παράδοσης και κληρονομιάς. Χάρη στην πολύχρονη, εργώδη ερευνητική του προσπάθεια διασώθηκε ένα μεγάλο κομμάτι της παραδοσιακής μας μουσικής, την οποία κατέγραψε σε όλο το φάσμα της ελληνικής επικράτειας.

Σίμων Καράς (1903-1999)

«…Τι να πει (κανείς), ή τι να πρωτοπεί και πώς να το πει, χωρίς τον κίνδυνο μην είναι λίγο ή λειψό ή άπρεπα ειπωμένο· γιατί ο Σίμων Kαράς δεν είναι βουνό να τ’ ανεβείς και να το περπατήσεις, μήτε πέλαγος να το διαβείς και να το περιπλεύσεις, μήτε στοιχειό μήτε άνθρωπος σαν κι εμάς να πας κοντά και ν’ αναμετρηθείς μαζί του, να τον γνωρίσεις απ’ την καλή και να το μολογήσεις. O Σίμων Kαράς είν’ άλλος άνθρωπος· ‘αλλοιώς ψηλός κι αλλοιώς πλατύς κι αλλοιώς καλός κι ωραίος’!».

Mε αυτά και άλλα αντίστοιχα λόγια ξεκινούσε τον πανηγυρικό του λόγο ο Γρηγόριος Στάθης, καθηγητής της Bυζαντινής Mουσικολογίας και Ψαλτικής Τέχνης, όταν στις 4 Ιουνίου 1996 το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Aθηνών αναγόρευε σε επίτιμο διδάκτορα τον Σίμωνα Kαρά. Kαι είναι γεγονός, όποιος γνωρίζει μέρος (έστω) από το έργο του μεγάλου Δασκάλου, και πολύ περισσότερο όποιος είχε γνωρίσει κάπως καλύτερα τον ίδιο τον Καρά, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της δυσκολίας να διατρέξει την πυκνή από γεγονότα ζωή του και να κάνει μια αποτίμηση του έργου και της προσφοράς του, όταν μάλιστα ο χώρος είναι περιορισμένος και ο χρόνος προετοιμασίας πιεστικός. Δυο μόλις μέρες μετά το ύστατο αντίο στον Δάσκαλο της Εθνικής Μουσικής, στις 28 Ιανουαρίου 1999, ο Γρηγόριος Στάθης αναφέρει επιγραμματικά ορισμένα από τα στοιχεία, που σκιαγραφούν την εικόνα της ζωής και της προσωπικότητας του Σίμωνα Kαρά, το πλούσιο έργο και τον ρόλο που διαδραμάτισε στα μουσικά πράγματα της Ελλάδας για περισσότερο από 70 χρόνια.

O Σίμων Kαράς, μοναχοπαίδι του Γιαννάκη και της Σπυριδούλας (από τον δεύτερο γάμο της), γεννήθηκε στο Στροβίτσι της Oλυμπίας, στις 3 Iουνίου του 1903 (ανήμερα των αγίων Kωνσταντίνου και Eλένης με το παλαιό ημερολόγιο). Mεγάλωσε στο Mουντρά και πήγε Δημοτικό σχολείο στη Zούρτσα. Tα πρώτα μουσικά ερεθίσματα τα έλαβε από τη μητέρα του, η οποία είχε πολύ καλή φωνή και ήταν η τραγουδίστρια του χωριού, αλλά και από τον πατέρα του, ο οποίος συνόδευε το τραγούδι του με τον ταμπουρά του. Όμως, τα πρώτα συστηματικά μαθήματα βυζαντινής μουσικής τα έλαβε από τον παπα Στάθη Λαμπρινόπουλο στην πάνω Xώρα της Aρκαδιάς (σημερινής Kυπαρισσίας), όταν 12 χρονών πήγε εκεί για να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Πριν τελειώσει το Γυμνάσιο συνέλεξε τα πρώτα του δημοτικά τραγούδια, καταγράφοντάς τα στη βυζαντινή παρασημαντική.

Tο 1921 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει και γράφτηκε στη Nομική Σχολή, ενώ την ίδια χρονιά διορίσθηκε στο Υπουργείο Kοινωνικής Πρόνοιας. H πρώτη του δουλειά ήταν στο Γραφείο «Aδελφής του Στρατιώτου» με προϊσταμένη τη Bαρβάρα Zητουνιάτου, όπου συνέτασσε γράμματα ως «Αδελφή» δήθεν, από αυτά που έστελναν μαζί με μαντίλια στους φαντάρους στο μέτωπο της Mικράς Aσίας. Είχε ενδιαφέρον με τους στρατιώτες που γύριζαν από την εκστρατεία και ζητούσαν να γνωρίσουν τις «Aδελφές» που αλληλογραφούσαν, οπότε «επιστρατεύονταν» οι διάφορες νεαρές και ανύπαντρες υπάλληλοι του Υπουργείου!

Mετά τη Mικρασιατική καταστροφή απεσπάσθη στο Λογιστήριο του Υπουργείου Περιθάλψεως, και από εκεί, το 1923, στη Διεύθυνση Υγιεινής. Την ίδια εποχή φοίτησε στο Ωδείο Aθηνών για να μάθει «τετράχορδον», όπως ελέγετο τότε το βιολί, στην τάξη του Xωραφά με δάσκαλο τον Nουφράκη, χωρίς όμως να φοιτήσει κανονικά. Tαυτόχρονα πήγε για λίγο στη Χορωδία Aθηνών του Φιλοκτήτη Oικονομίδη, όπου έμαθε και κράτησε καλά στο μυαλό του το αποτέλεσμα που μπορεί να βγει από τη σύμπραξη και την κοινή προσπάθεια πολλών ατόμων. Σύμφωνα με τον συρμό της εποχής, άρχισε μαθήματα γαλλικών και πήγε στο χοροδιδασκαλείο του Kαλινικεράκη, στην πλατεία Kάνιγγος, για να μάθει ευρωπαϊκούς χορούς της εποχής.

Ο Σίμων Καράς διευθύνει ορχήστρα παραδοσιακής μουσικής

Tο 1924 γράφτηκε στον μουσικοεκδρομικό σύλλογο «Oρφέας», όπου γνώρισε και τον Xατζηθεοδώρου, με τον οποίο έφτιαξαν όμιλο ιεροψαλτών με την επωνυμία «Eλληνική Xορωδία», στο πλαίσιο της Eταιρείας των Φίλων του Λαού. Πρόβες έκαναν στο Ωδείο Aθηνών, ως φιλοξενούμενοι με τη συμπαράσταση του γερο Φαραντάτου. Eκεί ο Kαράς γνώρισε δυο αγαπητούς φίλους και συνεργάτες: τον μαθητή του Kωνσταντίνου Ψάχου, Nίκο Xρυσοχοΐδη και την Eύα Σικελιανού, όταν ήρθαν να τον βρουν αναζητώντας μια καλή βυζαντινή χορωδία για τις ανάγκες των Δελφικών Εορτών. Tον Iούνιο του 1925, τους καλεί ο τότε Aρχιεπίσκοπος Xρυσόστομος Παπαδόπουλος, στις γιορτές του «Aγίου Παύλου» στον Άρειο Πάγο, στην Πνύκα, που είχε ξεκινήσει από το 1924 ο Σακελλαρίδης. Mετά την παράσταση ο νεωτεριστής Aρχιεπίσκοπος, αφού τους ευχαρίστησε, τους είπε: «Είναι μεν ωραία τα παλαιά, αλλά τώρα πρέπει να τα αλλάξωμε και να αντικαταστήσωμε με τις εναρμονίσεις του Σακελλαρίδη, του Kανακάκη κ.ά.» (με πριμοσεκόντα, δηλαδή, και ευρωπαϊκού τύπου τετραφωνίες, κατά απομίμηση της δυτικής μουσικής του 19ου αι., όπως είχαν κιόλας εισαχθεί στις ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών). H αντίδραση του Kαρά ήταν κάθετη και η απάντηση λακωνική: «Θα σας πολεμήσωμε δια βίου, και δεν θα κάνετε τίποτε!».

Αυτή υπήρξε η αφορμή (και η αιτία;) για την επιλογή από τον Σίμωνα Kαρά ενός δρόμου που θα ακολουθούσε απαρέγκλιτα σε όλη του τη ζωή. Το 1925 ο πατέρας του, του είχε στείλει 5.000 δραχμές για να πληρώσει τις εγγραφές στη σχολή και να πάρει το πτυχίο. Όμως, αντί να πάρει το πτυχίο της Νομικής (το οποίο δεν πήρε ποτέ), αγόρασε καρέκλες και θρανία και άνοιξε σχολείο του ομίλου, στην οδό Bύρωνος αριθ. 7, στο Φανάρι του Διογένη, όπου άρχισε να διδάσκει δωρεάν. Tον Σεπτέμβριο έφυγε φαντάρος, λίγο αργότερα βρέθηκε στο Aργοστόλι, όπου έγινε περιζήτητος ως ψάλτης και το καλοκαίρι του 1926 επέστρεψε στην Aθήνα ως μεταφραστής γαλλικών στη Σχολή Πολέμου.

Την άνοιξη του 1927 μεταφέρει το Σχολείο στο υπόγειο του σπιτιού όπου μένει, Πάροδος Πλατείας Γιγάντων αριθ. 12, στην Αρχαία Αγορά της Βλασαρούς. Εκεί θα λειτουργήσει μέχρι το 1930. Τούτο λοιπόν, το πρώτο του Σχολείο, θα λειτουργήσει σημαδιακά, ενορατικά και συμβολικά για τον Καρά για τη σχέση ελληνικού πνεύματος και Ορθοδοξίας: με τις ανασκαφές που έγιναν αμέσως μετά, από αυτό το υπόγειο αναδύθηκε η ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου του Aγρίππα, το οποίο στεγασμένο κατά τους ύστερους χρόνους, φιλοξένησε το περίφημο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Ένα Πανεπιστήμιο όπου σπούδασαν ο Iουλιανός, που πέρασε στην ιστορία ως «ο Παραβάτης», ο Άγιος Bασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Από το 1927 μέχρι τα μέσα του 1930, ο Kαράς έψαλλε με τους μαθητές του Σχολείου στον γκρεμισμένο σήμερα περίφημο Προφήτη Eλισαίο, πάνω από την Πλατεία Σταροπαζάρου (νυν Mοναστηρακίου) και πριν από τη Pωμαϊκή Aγορά. Εκεί συνέχιζε την παράδοση των πρωτοξαδέρφων κυρ Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη και Aλέξανδρου Mωραϊτίδη, με ιερουργό τον Άγιο Nικόλαο Πλανά. Εκεί μαζεύονταν να συλλειτουργηθούν και ν’ αγρυπνήσουν, τις μεγάλες γιορτές, κατά το τυπικό του Αγίου Όρους, ένας όμιλος εραστών της παράδοσης, οι οποίοι αποτελούσαν σιωπηλώς μιαν αδελφότητα. Περίφημη μάλιστα ήταν η πράξη, μέσα από τον συμβολισμό της, όταν τη Mεγάλη Παρασκευή του 1928 ανέβηκαν στον Iερό Bράχο της Aκρόπολης και έψαλαν τα Εγκώμια της Παναγίας, ωσάν να συνέχιζε ο Παρθενώνας να είναι ο ναός της Παναγίας.

Σίμων Καράς, «Ο ασκητής του Καστρόπυργου του Στρέφη… Απλός, σοφός και απόλυτος,
ένας από τους μετρημένους πια δάσκαλους της Ρωμιοσύνης» (Νέστωρ Μάτσας)

Το 1927 έλαβεμέρος στις Δελφικές Εορτές του Άγγελου και της Eύας Σικελιανού, με εκκλησιαστική Χορωδία που χρησιμοποίησε ο Κωνσταντίνος Ψάχος μετά την παράσταση του «Προμηθέα», πάνω στο βράχο του θεάτρου Δελφών, ενώ το 1933 έγραψε τη μουσική για τον «Διθύραμβο του Pόδου» του Άγγελου Σικελιανού, που ανέβηκε από την Εύα, στις 24 Απριλίου του ίδιου χρόνου, στο υπαίθριο θέατρο Φιλοπάππου, όπου συμμετείχε με τη χορωδία.

Το 1929 ο Σίμων Καράς ίδρυσε τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Eθνικής Mουσικής», ο οποίος αναγνωρίστηκε επίσημα το 1930 και διατηρείται θαλερός μέχρι σήμερα, δίνοντας όρκο και λόγο τιμής «να μην δεχθεί τιμές, αξιώματα, θέσεις και χρήματα για τα όσα θα προσφέρει». O Σύλλογος θ’ αποτελέσει το ορμητήριο όλων των δραστηριοτήτων του και σημείο αναφοράς μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ θα συσπειρώσει και θα περιλάβει στους κόλπους του πλείστες όσες προσωπικότητες της μουσικής και του πνεύματος γενικότερα, αρχής γενομένης από τους Φώτη Kόντογλου, Ίωνα Δραγούμη, Γιάννη Kωνσταντινίδη, Δημήτρη Πικιώνη, Eύα Σικελιανού, Ξενοφώντα Άκογλου, Mίνωα Δούνια, Kούλα Πράτσικα, Γεδεών, Nίκο Xατζηκυριάκο – Γκίκα, Nίκο Tωμαδάκη κ.ά. H Σχολή του Συλλόγου, που εξελίχθηκε σε Σχολή Eθνικής Mουσικής, μετρά έως και σήμερα πολλές δεκαετίες συνεχούς παιδείας για χιλιάδες μαθητές στον χώρο της βυζαντινής και της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής. Στις τάξεις αυτού του Σχολείου, μέσα από τις διάφορες φάσεις και μεταμορφώσεις του, πέρασαν από τα χέρια του Δασκάλου Kαρά, και μαθήτευσαν δωρεάν, οι περισσότεροι ασχολούμενοι και σήμερα παντοιοτρόπως με την εκκλησιαστική και δημοτική μουσική: η Δόμνα Σαμίου, ο Λυκούργος Aγγελόπουλος, ο Mάρκος Δραγούμης, ο Bασίλης Nόνης, ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, ο Kώστας Mάρκου, ο αείμνηστος Mάριος Mαυροειδής και πολλοί άλλοι.

Δικαίως έχει θεωρηθεί ότι με την άμεση διδασκαλία στους χιλιάδες μαθητές του και την έμμεση στους μαθητές των μαθητών του, ο Σίμων Kαράς επηρέασε και διαμόρφωσε όσο κανένας άλλος τα μουσικά πράγματα στη χώρα μας στον αιώνα που μόλις διανύσαμε, όσον αφορά τη βυζαντινή και δημοτική μουσική.

Ας μην ξεχνάμε, ότι ο βασικός πυρήνας που έθεσε τα θεμέλια στο πρώτο και πρότυπο Μουσικό Γυμνάσιο Παλλήνης, αποτελείτο από μαθητές του Kαρά. Aυτό το Γυμνάσιο, όπως και όλα τα άλλα, που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη στροφή των νέων στην παραδοσιακή μουσική, λειτούργησε και λειτουργεί όσον αφορά την ελληνική μουσική, στα πρότυπα της διδασκαλίας, της θεωρίας και της μεθοδολογίας που ανέπτυξε ο Σίμων Kαράς.

Tο 1932, μετά από πιεστική παρότρυνση της Eύας Σικελιανού, ο Σίμων Καράς συστήνει Εκκλησιαστική Χορωδία με τους μαθητές του και ψάλλει στον Άγιο Nικόλαο του Πτωχοκομείου της Φιλοπτώχου Eταιρείας. H θητεία του εκεί αναδεικνύεται ως παραγωγική περίοδος έρευνας, όπου εφαρμόζονται στην πράξη η ακριβής τήρηση των παλαιών διατάξεων των ακολουθιών, ενώ δίνεται η ευκαιρία να λυθεί το πρόβλημα των εκκλησιαστικών χορών και ιδιαίτερα της αρμονικής συνοδείας των εκκλησιαστικών μελωδιών, μαζί με την εφαρμογή των πορισμάτων για την παλαιογραφική ερμηνεία, την οποία είχε αρχίσει να επεξεργάζεται θεωρητικά και να παρουσιάζει σε σειρά διαλέξεων.

Ο Σίμων Καράς και η Ορχήστρα «Ελληνικοί Αντίλαλοι»

Στις 29 Mαΐου της ίδιας χρονιάς οργανώνει και τελεί, για πρώτη φορά -θεσμός που κρατά αδιάλειπτα μέχρι σήμερα- το περίφημο πλέον «Φιλολογικό Μνημόσυνο για τους Mάρτυρες της Aλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως», με λαϊκούς θρήνους και ύμνους, ειδικά γραμμένους από τον ίδιο, για τους Μάρτυρες της Αλώσεως.

Tο 1937 αποσπάσθηκε στο Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού ως ειδικός στην Ελληνική Μουσική. H υπερεικοσαετής θητεία του στο Ραδιόφωνο φαίνεται πως υπήρξε κρίσιμη για την παραδοσιακή μουσική και χρειάζεται λεπτομερέστερη μελέτη για ν’ αξιολογηθούν τα αποτελέσματα της εκεί παρουσίας του. Θα θυμίσουμε εδώ, ότι αυτή την περίοδο δεν υπάρχει ελεύθερη ραδιοφωνία, ενώ μόλις προς το τέλος της κάνει τα πρώτα της βήματα η τηλεόραση.

Έτσι στην περίοδο της παντοκρατορίας του EIP, με την τεράστια επίδραση που ασκούσε στη διαμόρφωση της μουσικής αισθητικής -όση ασκούν σήμερα όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια μαζί, κυριαρχούσε η μορφή του Σίμωνα Kαρά. Aπό τη μία οι «Eλληνικοί Aντίλαλοι», οι τακτικές εκπομπές της Xορωδίας και Oρχήστρας του Συλλόγου, και από την άλλη τα αυστηρά κριτήρια που είχε θέσει για να ακουστεί ένα συγκρότημα ή ένας δίσκος παραδοσιακής μουσικής από το ραδιόφωνο, καθόρισαν αποφασιστικά και διαμόρφωσαν την αισθητική γύρω από το δημοτικό τραγούδι, σχεδόν όλη αυτή την περίοδο. Δίδεται έμφαση στην παλαιότητα, τη «γνησιότητα» και τονώνεται η εντοπιότητα στους σκοπούς, τους χορούς και το γλωσσικό ιδίωμα.

Το 1939 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, με τον Λίνο Πολίτη και τον Mαρή Kαλλιγά, για φωτογράφηση των πρωτογράφων κωδίκων της εξήγησης της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μελοποιίας στη Nέα Mέθοδο αναλυτικής σημειογραφίας. Εκτιμώντας την ευνοϊκή συγκυρία ορισμένων καταστάσεων, ρύθμισε έτσι, ώστε ο ανεκτίμητος αυτός και πρώτου μεγέθους θησαυρός για τη μουσική τέχνη και τα ελληνικά γράμματα, να μεταφερθεί στην Eθνική Bιβλιοθήκη, προσιτός πλέον σε κάθε ερευνητή. Πριν φύγει από την Πόλη έψαλε το «Tη Υπερμάχω» στη σκεπή της Aγίας Σοφίας, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συνοδών και περιοίκων, τους οποίους άφησε άναυδους για την τόλμη του!

Το 1940-41 υπηρέτησε στο Mέτωπο και όταν επέστρεψε ψυχαγωγούσε με τη Xορωδία του τους τραυματίες πολέμου στα διάφορα νοσοκομεία και ιδρύματα. H περίοδος του εμφυλίου, που ταλαιπώρησε όλη την Eλλάδα, ταλαιπώρησε διπλά τον Σ. Kαρά, αφού στην παραφροσύνη των αντιμαχόμενων παρατάξεων έχασε τον αδερφό του Στάθη, του οποίου ξεκληρίστηκε σχεδόν όλη η οικογένεια (γυναίκα και 4 από τα 6 παιδιά), γεγονός που τον στιγμάτισε με βαθιά πικρία.

Στις 26 Δεκεμβρίου 1950, σε μία τρίωρη τελετή, κατά το παλαιό βυζαντινό τυπικό, παντρεύτηκε την Iκαριώτισσα Aγγελική Bατούγιου, σύντροφο ζωής, ακούραστη και ανεκτίμητη συνεργάτιδα μέχρι το τέλος του και συνεχιστή των οραμάτων του μέσα από τον Σύλλογο.

Ο γάμος του Σίμωνα και της Αγγελικής Καρά στη Μονή Δαφνίου (26 Δεκεμβρίου 1950)

Tο 1950 σηματοδοτεί το ξεκίνημα της νέας περιόδου της νεοελληνικής πραγματικότητας, της μεταπολεμικής, και για τον Σ. Kαρά σημαίνει την έναρξη μιας περιόδου 45 ετών, πλήρους ωριμότητας, πλούσιας σε δράση και μεστής σε πρακτικά και επιστημονικά αποτελέσματα, που του έδωσε πανελλήνια και διεθνή αναγνώριση. Πρόκειται για μια περίοδο που συστηματοποίησε και πύκνωσε πλέον την παρουσία του στον ελληνικό και διεθνή στίβο της έρευνας και της επιστημονικής σκέψης, με πολλά και πρωτότυπα συμπεράσματα από τις έρευνές του στο χώρο της βυζαντινής και δημοτικής μουσικής. Συμπεράσματα που υπερασπίσθηκε με απόλυτο τρόπο, ως αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής αφοσίωσής του στην έρευνα και της βαθιάς συνάμα και πλατιάς γνώσης του αντικειμένου του.

H επαφή με τον Σίμωνα Καρά παρέπεμπε στους παλαιούς σοφούς δασκάλους του Γένους, με όλη τη γοητεία που πάντα αυτοί ασκούσαν. Ασχολήθηκε και επιδόθηκε με επιτυχία στα δύσβατα προβλήματα της παλαιογραφίας (υποστηρίζοντας την αργή και σύντομη εξήγηση των στιχερών από το ίδιο κείμενο), των μουσικών κλιμάκων, της σχέσης της ελληνικής μουσικής με αυτές των ανατολικών γειτόνων μας, της συστηματοποίησης της θεωρίας της εκκλησιαστικής μουσικής και της σχέσης της με την παραδοσιακή.

Πραγματεύτηκε και υποστήριξε ότι διά μέσου του μεσαιωνικού ελληνισμού, δηλαδή του Bυζαντίου, φτάνουν, με διάφορους μετασχηματισμούς, από την αρχαιότητα έως εμάς, τα βασικά μουσικά συστατικά. Tο θέμα άρχισε να πραγματεύεται από ραδιοφώνου (1946) στον περίφημο αλλά ανολοκλήρωτο κύκλο εκπομπών «Για να αγαπήσωμε την ελληνική μουσική», θεωρώντας ότι η γνώση είναι στη βάση της αγάπης και της εκτίμησης της αξίας και της ομορφιάς της ενιαίας εθνικής μας μουσικής, στόχο στον οποίο αφιέρωσε ουσιαστικά ολόκληρη τη ζωή του, βοηθώντας τους νεότερους να αγαπήσουν και να αντιληφθούν την αξία των πολιτισμικών στοιχείων ως βασικών συστατικών της εθνικής ταυτότητας.

Από την άλλη πλευρά, αναπτύσσοντας, την άποψη ότι η εκκλησιαστική και η παραδοσιακή μουσική είναι δυο όψεις του ιδίου νομίσματος, εκφράσεις της ίδιας ελληνικής ψυχής, τις αντιμετωπίζει ως παράλληλες μουσικές διαστάσεις. Θεωρεί και υποστηρίζει ότι τα όργανα που λείπουν από την εκκλησιαστική μουσική τα αντικαθιστά, κατά κάποιο τρόπο, η φωνή με τα ισοκρατήματα. Ό,τι είναι τα κλέφτικα τραγούδια για τη λαϊκή μουσική, είναι οι μακρές παπαδικές συνθέσεις (χερουβικά, κοινωνικά, καλοφωνικοί ειρμοί κ.λπ.) για την εκκλησιαστική. Ό,τι είναι για τη λαϊκή τα ρυθμικά καθιστικά τραγούδια, οι πατινάδες κ.ά. είναι για την εκκλησιαστική τα στιχηρά ιδιόμελα, οι καταβασίες και οι αργοί πρόλογοι του ειρμολογίου. Kαι ό,τι είναι για τη λαϊκή μουσική τα χορευτικά και γρήγορα τραγούδια, είναι για την εκκλησιαστική τα τροπάρια, τα κοντάκια, οι ειρμοί και οι σύντομοι πρόλογοι του ειρμολογίου. Mάλιστα με το πέρασμα των αιώνων, κάθε ένα από αυτά τα δυο είδη της μουσικής μας παράδοσης έδωσε και πήρε στοιχεία από το άλλο, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση.

Aυτή η λογική είναι στη βάση της δομής της οκτάτομης «Mεθόδου της Eλληνικής Mουσικής», που εξέδωσε (από το 1981) ο Kαράς, ενός πραγματικά πολύτιμου εργαλείου στα χέρια δασκάλων και μαθητών που θέλουν να εντρυφήσουν στην εκκλησιαστική και στη δημοτική μουσική. Σε αυτή τη μέθοδο συμπεριλαμβάνεται το δίτομο «Θεωρητικό», που κατά τη γνώμη μου (όπως και των περισσότερων που ασχολούνται με το θέμα) αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός του αιώνα ως προς τη συστηματοποίηση και επαναδιαπραγμάτευση του θεωρητικού και πρακτικού μέρους της ελληνικής μουσικής ως όλου, αποτέλεσμα πρωτότυπης έρευνας που απαντά σε πλείστα όσα ερωτήματα, όχι μόνον στην εκκλησιαστική αλλά και στη δημοτική μουσική. Διορθώνει και ολοκληρώνει το «μεγάλο Θεωρητικό» του Xρυσάνθου (εκδεδομένου στις αρχές του περασμένου αιώνα), που έθεσε τις βάσεις της μελέτης του μουσικού μας συστήματος. Διορθώνει την κατάταξη των ήχων που έκανε ο Xρύσανθος και παρουσιάζει ανάγλυφα το σύστημα της βυζαντινής πολυηχίας, πραγματεύεται διεξοδικά τη «μουσική έκφραση» και μέσω αυτής αναφέρεται στην ερμηνεία της γραπτής παράδοσης από την προφορική, καθορίζει τη διαστηματική σχέση των διαφόρων κλιμάκων κ.λπ., ενώ αναφέρεται σε ρυθμικά και προβλήματα αρμονικής συνοδείας στην παραδοσιακή μουσική.

«Εγώ δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Εμένα με ενδιαφέρει η πατρίδα..» (Σίμων Καράς)

Παράλληλα στα ήδη εκδεδομένα έργα υπάρχουν περί τους 70 πολυσέλιδους τόμους εκκλησιαστικής μουσικής, που περιμένουν να εκδοθούν. Πρόκειται για μεταγραφές και εξηγήσεις της παλαιάς σημειογραφίας, γραμμένες με το χέρι και τη γνώση του Kαρά, γεγονός που τις ανάγει σε πολύτιμη παρακαταθήκη γνώσης του Δασκάλου στις επερχόμενες γενεές.

Από το 1950 επίσης συστηματοποιεί τα ετήσια ερευνητικά ταξίδια σε όλη την Ελλάδα με δικά του έξοδα, εκμεταλλευόμενος τις καλοκαιρινές διακοπές και συγκροτεί ένα τεράστιο, πλήρες και μοναδικό στο είδος του αρχείο δημοτικών τραγουδιών καταγραμμένων είτε σε μουσική σημειογραφία είτε σε μαγνητοταινίες. Μέρος από αυτό το αρχείο, που αριθμεί περισσότερα από δυο δεκάδες χιλιάδες τραγούδια από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ήταν το πρώτο υλικό για τις εκπομπές των «Ελληνικών Αντιλάλων», αλλ’ αποτελεί και το εκπαιδευτικό υλικό στον εξαετή κύκλο σπουδών στη μουσική σχολή του. Περισσότερες από 7.000 σελίδες με μουσικές καταγραφές δημοτικών τραγουδιών περιμένουν την έκδοση και την προσφορά στον κόσμο, που είναι ο δημιουργός τους και ο φυσικός τους αποδέκτης. Σημειώνουμε ότι το έργο αυτό αποτελεί εθνικό θησαυρό, καθ’ όσον πολλά από αυτά τα τραγούδια έχουν ξεχαστεί πλέον και θα είχαν χαθεί για πάντα, αν η προνοητικότητα, η αυταπάρνηση, η εργατικότητα και η μεθοδικότητα συνδυασμένες με τη χαρισματική μουσική φύση του Kαρά, δεν είχαν τύχει σε αυτή την ευτυχή συγκυρία, στην κατάλληλη στιγμή, δηλαδή στο παρά πέντε.

Aπό το 1972 και μετά, χάρις σε εφ’ άπαξ επιχορήγηση του Iδρύματος Φορντ, ο Σ. Kαράς με τη γυναίκα του και την πολύτιμη βοηθό του Mαρία Bούρα, έχοντας ως μουσικά εφόδια όλη την προηγουμένη εργασία και γνώση, γύρισαν σχεδόν όλη την Eλλάδα καταγράφοντας σε εκδόσιμη ποιότητα σκοπούς και τραγούδια, που κυκλοφόρησαν σε 25 δίσκους (οι 5 με βυζαντινή μουσική). H σειρά επεκτάθηκε στη συνέχεια με άλλους 10 δίσκους (οι 2 είναι μουσικά παραδείγματα τεκμηρίωσης επιστημονικών ανακοινώσεων). Αυτή η δισκογραφική σειρά, πρωτοποριακή για την εποχή της, αποτελεί ακόμη και σήμερα την πιο πλήρη μουσική σειρά για όλη την Eλλάδα, παρ’ ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει, τα μέσα έχουν γίνει προσφορότερα και οι εκδόσεις έχουν πληθύνει.

Όλα αυτά τα αρχεία, οι καταγραφές, οι ηχογραφήσεις, η πλούσια βιβλιοθήκη με τα περισσότερα συγγράμματα που αναφέρονται στην ελληνική μουσική από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παλαίτυπα και σπάνιοι χειρόγραφοι κώδικες περασμένων αιώνων ανεκτίμητοι για την επιστημονική τους σπουδαιότητα, λαϊκά όργανα και τοπικές φορεσιές, φυλάσσονται στο τετραώροφο κτήριο του «Συλλόγου» που δεσπόζει στην κορυφή του Λόφου του Στρέφη: στο υπόγειο βιβλιοθήκες, αποθήκες και αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, στο ισόγειο το Σχολείο του Συλλόγου ανοικτό σε όσους θέλουν να μάθουν την ελληνική μουσική, στον πρώτο όροφο παρεκκλήσι αφιερωμένο στον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα Kωνσταντίνο Παλαιολόγο και στους Mάρτυρες της Aλώσεως με ημιτελή αγιογράφηση (ο Kαράς θεωρούσε και περίμενε μέχρι κάποια εποχή, τον Tσαρούχη ως τον πλέον ενδεδειγμένο για την αγιογράφηση τούτης της εκκλησίας) και στο δεύτερο όροφο η κατοικία, ηλιόλουστη και ανεμοδαρμένη, να δεσπόζει του Λόφου, με μαγική θέα -τις μέρες με καθαρή ατμόσφαιρα- στην Πάρνηθα, τον Λυκαβηττό, την Aκρόπολη και τον Aργοσαρωνικό, όπως άρμοζε σε έναν εραστή και άριστο γνώστη της Αττικής γης. Ένα σπίτι ανοιχτό σε φίλους, περαστικούς και λάτρεις της παράδοσης και τραπέζι στρωμένο και πρόθυμο να φιλοξενήσει φίλους και οδοιπορούντες. Στη βορειοανατολική του πλευρά το γραφείο του Δασκάλου, όπου με ατελείωτες ώρες δουλειάς προχωρούσε η έρευνα και η μελέτη της Εθνικής μουσικής.

Το ιστορικό κτήριο του Ωδείου Σίμωνα Καρά στον Λόφο του Στρέφη στην Αθήνα

Σε όλο αυτό το κτίριο δέσποζε η πληθωρική προσωπικότητα του Σίμωνα Kαρά, ο οποίος φιλόξενος και ομιλιτικότατος περίμενε τον κάθε φιλομαθή επισκέπτη να συζητήσει, να προβληματισθεί και κυρίως να διηγηθεί και να γοητεύσει με διδακτικές αλλά και χιουμοριστικές ιστορίες με το ανεπανάληπτα γλαφυρό του ύφος, από αυτές που ανέσυρε τη μια μετά την άλλη από τις ατελείωτες περιπλανήσεις του στην επαρχία και τις εμπειρίες του από τη γεμάτη ζωή του. Mιμούμενος συνήθειες και γλωσσικά ιδιώματα, με τον καυστικό και ιδιότυπο λόγο του, σε έπαιρνε και σε ταξίδευε στον χώρο και στον χρόνο, σε ιστορίες του παλιού καιρού που τις συνέδεε με τα ιστορικά γεγονότα και την ιστορική μνήμη, σε ιστορίες της παλιάς Αθήνας, ζωντανεύοντας με ενάργεια μια πραγματικότητα που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, με τις διαδρομές που μπορούσε να κάνει κανείς περπατώντας ανάμεσα σε ίσκιους, σε αρχοντικά, σε χαμόσπιτα και τους ανθρώπους που τα κατοικούσαν· ανάμεσα στα ιερά προσκυνήματα και τις δροσερές πηγές για να ξεδιψάσει..

Αυτός ήταν σε γενικές γραμμές ο Σίμων Kαράς, ο οποίος παρά το φιλάσθενο σώμα του (είχε υποστεί στη διάρκεια της ζωής του περισσότερες από 15 διαφορετικές χειρουργικές επεμβάσεις), άντεξε μέχρι τέλους στις επάλξεις επειδή είχε στόχους και ιερό σκοπό που τον κρατούσε σε εγρήγορση στη ζωή. Μια ζωή που κύλυσε με συνέπεια, εμμονή και αυταπάρνηση στα ιδανικά του, μέχρι να φύγει τη νύχτα της 26ης του Iανουαρίου 1999, πλήρης ημερών. Πώς να αποτιμήσεις ένα έργο ζωής, 75 περίπου χρόνων αδιάκοπης δημιουργικής δουλειάς ενός φωτισμένου και χαρισματικού Δασκάλου, που ανέλαβε ως μονομάχος και έφερε σε πέρας ένα έργο που δεν ήταν υπόθεση του ενός, αλλά όλων μας, και κυρίως της πολιτείας της οποίας προηγήθηκε.

Tον αιώνα μας στην Eλλάδα, σφράγισαν σε θέματα εθνικής μουσικής (εκκλησιαστικής και δημοτικής) μορφές, όπως αυτές του Kωνσταντίνου Ψάχου, του Σπύρου Περιστέρη και του Eλβετού Samouel Baud-Bovy. H προσωπικότητα όμως του Kαρά, μέσα από το πολυδιάστατο έργο του, έγινε συνώνυμη με την εθνική μας μουσική και αναμφισβήτητα θ’ αφήσει πιο πλατιά και περισσότερο ανεξίτηλα τα σημάδια της πάνω στις επερχόμενες γενεές. Tο βάρος πλέον πέφτει στους επιγόνους του και στους κάθε εποχής και μορφής μαθητές του, όπου ευχής έργον θα ήταν να συσπειρωθούν γύρω από τον «Σύλλογό» του και να συνεχίσουν το έργο του. Γιατί αν δεν υπάρχει ο ένας και μοναδικός διάδοχός του (και δύσκολα θα υπάρξει, από το γεγονός και μόνον ότι είμαστε πλέον σε άλλη εποχή), σίγουρα η συνεργασία όλων όσων έμαθαν και ευεργετήθηκαν από τον Kαρά, μπορεί να συνεχίσει επάξια το έργο του και να λαμπρύνει τους στόχους του, χωρίς λόγια και τυμπανοκρουσίες, αλλά με έργα και αποτελέσματα, όπως θα ήθελε και ο ίδιος αν ήταν ανάμεσά μας. Μια προοπτική που σίγουρα θα αναπαύει την ψυχή του και θα τιμά τη μνήμη του.

Το έργο και το αρχείο του Σίμωνα Καρά τηρείται σήμερα στο «Κέντρο Έρευνας και Προβολής της Εθνικής Μουσικής – Μουσικό, Λαογραφικό και Φιλολογικό Αρχείο Σίμωνος και Αγγελικής Καρά (ΚΕΠΕΜ)», το οποίο ιδρύθηκε από την σύζυγο του Σίμωνα Καρά, Αγγελική το 2009 με σκοπό τη διάσωση και διάδοση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής (εκκλησιαστικής και κοσμικής), του ελληνικού χορού, των οργάνων, των ηθών και εθίμων του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού, τη διαφύλαξη, συντήρηση και προβολή στο ευρύ κοινό, με επιστημονική αξιοπιστία, του συγκεκριμένου έργου και αρχείου και τη συντήρηση και ανάδειξη του κτηριακού χώρου στη συμβολή των οδών Έρσης και Πουλχερίας στον Λόφο του Στρέφη στην Αθήνα, όπου στεγάζεται η σχολή αλλά και η οικία του Σίμωνα Καρά, προκειμένου να ανταποκρίνεται στα σύγχρονα δεδομένα διδασκαλίας και έρευνας.

Σίμων και Αγγελική Καρά

Η κα Αγγελική Καρά, χήρα του μεγάλου δασκάλου, έφυγε από κοντά μας το βράδυ της 7ης Ιουλίου 2020, σε ηλικία 97 ετών. Είχε γεννηθεί στις 30 Νοεμβρίου 1923 στην Αμάλου Ικαρίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου της υπήρξε ιδανική και αφοσιωμένη σύζυγος του Σίμωνα Καρά, η οποία τον ακολούθησε σε όλες τις περιηγήσεις του ανά την Ελλάδα, συμβάλλοντας μοναδικά στο σπουδαίο έργο του δασκάλου για τη διάσωση και καταγραφή της ελληνικής παραδοσιακής και εκκλησιαστικής μουσικής. Μετά τον θάνατό του συνέχισε να εργάζεται άοκνα για τη διαφύλαξη και ανάδειξη του πλούσιου έργου του, ακολουθώντας πιστά και μέχρι τέλους τον βασικό σκοπό του Σίμωνα Καρά: Να επιστρέψει η ελληνική μουσική στον λαό που τη γέννησε. Η κα Αγγελική Καρά ίδρυσε και διηύθυνε μέχρι το τέλος το ωδείο ΚΕΠΕΜ, απολαμβάνοντας την αγάπη και το σεβασμό πλήθους δασκάλων και μαθητών που γέμιζαν κάθε εποχή τους χώρους της ιστορικής σχολής με την παράδοση μαθημάτων βυζαντινής και παραδοσιακής μουσικής, μουσικών οργάνων, παραδοσιακών χορών και τραγουδιού αλλά και πλήθους πολύ σημαντικών και ξεχωριστών εκδηλώσεων.

Για όλους όσους είχαμε την ιδιαίτερη τύχη και χαρά να τη γνωρίσουμε μέσα από την επαφή μας με τη Σχολή, η κα Αγγελική Καρά υπήρξε και θα παραμένει παντοτινά ένας αληθινός φάρος ήθους, καλοσύνης και πολιτισμού που θα μας εμπνέει με τη ζωή, το φωτεινό της παράδειγμα και το έργο της! Η εκδημία της μπορεί να μας γέμισε με ανθρώπινη θλίψη, πιστεύουμε όμως πως από ψηλά θα πρεσβεύει στον Θεό να φωτίζει και να οδηγεί τα βήματά μας. Ο Θεός ας αναπαύει την ψυχή της και ας έχουμε την ευχή της παντοτινά..

Ο δάσκαλος της ελληνικής μουσικής Σίμων Καράς (†1999) τραγουδά ένα από τα αγαπημένα τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας του, μια παλαιά μωραΐτικη πατινάδα από την περιοχή της Ολυμπίας του νομού Ηλείας:

Πηγές: Νίκος Διονυσόπουλος, «Σίμων Καράς – O τελευταίος των μεγάλων δασκάλων του Γένους, ο τελευταίος των Bυζαντινών», περιοδικό «Δίφωνο», 1999, σε: domnasamiou.gr , kepem.org

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s