
Συρράκο Ιωαννίνων
«Όχι άλλο σαν εγύρισε ο νους σου σαν ανέμη,
εμένα μια μελαχροινή στέκει και μ’ ανημένει.
Σα θέλεις Άη Γιάννη μου να σ’ άφτω τα κεριά σου
κάνε με γειτονόπουλο με τη γειτόνισσα σου…»
(Χορός Πρινιώτης, Κρήτη)
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούη ἡ γειτόνισσα:
- Σεβτὰς εἶν᾽ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς…· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».