Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας. Οι γονείς της ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την Ανταλλαγή. Έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις συνθήκες της προσφυγιάς, κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.
Παραδοσιακό τραγούδι του ανατολικού Αιγαίου. Ηχογραφήθηκε στην Αθήνα, το 1931, με ερμηνεία του Ευάγγελου Σωφρονίου. Εξαιρετική θεωρείται και η ερμηνεία του τραγουδιού από τον Αντώνη Ν. Παυλίδη. Σε στούντιο ηχογραφήθηκε το 1959. Κυκλοφόρησε στο δίσκο 45 στροφών «Τραγούδια από τα νησιά μας» (Fidelity, 1959) με επιμέλεια Δόμνας Σαμίου και επανακυκλοφόρησε στη συλλογή «Μουσικό οδοιπορικό 1959-1969» (Universal Music, 2008) με επιμέλεια Γιώργου Τσάμπρα.
Στίχοι:
Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι κάτω στο γιαλό κοντή, νεραντζούλα φουντωτή
Ένα όμορφο παραδοσιακό παιδικό τραγούδι του βορείου Αιγαίου, που κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου στο Σκουτάρο της Λέσβου, από τη δεκάχρονη Φιλισία Βουρτζούμη και τη γιαγιά της, το 1975
Χώρα Νάξου – Αρχαιολογικό Μουσείο
Στίχοι:
Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά, καλέ, θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά, καλέ στ’ άγιου Γιωργιού το δώμα, στ’ άγιου Γιωργιού το δώμα.
Να κόψω δυο γαρίφαλα, να κάνω φροκαλίτσα να φροκαλώ τη θάλασσα, ν’ αράζουν τα καράβια.
Ένα καράβι άραξε στου βασιλιά την πόρτα, ο βασιλιάς δεν ήτανε μόν’ τρεις βασιλοπούλες.
H μια κεντάει τον ουρανό κι η άλλη το φεγγάρι κι απ’ όλες η μικρότερη κεντάει το μαντηλάκι.
Kέντα το κόρη, κέντα το, του ’ρβωνιασ’τκού σ’ μαντήλι να βάλεις μέσα ζάχαρη και κόκκινη μαστίχα.
Να το πηγαίνεις στο σχολειό κι απ’ το σχολειό στο σπίτι.
Kι αν δεν είν’ πόρτα ανοιχτή, ρίχτ’ απ’ το παραθύρι, να βγει ο γαμπρός με τ’ άρματα κι η νύφη με τ’ς αλ’σίδες.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]