Ανήμερα στη μνήμη του Οσίου ημών πατρός Ιακώβου του νέου, που γεννήθηκε στο Λιβίσι της Λυκίας στη μαρτυρική γη της Μικράς Ασίας, επιχειρούμε μια αναδρομή στην ιστορία και τον πολιτισμό των δύο κυρίων πόλεων της περιοχής, του Λιβισίου και της Μάκρης.
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Μεθόδιος από την παιδική του ηλικία διακρινόταν για την αφοσίωσή του στον Χριστό και την προθυμία του να συμμετέχει στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Η Χάρις του Θεού τον καθοδηγούσε στη ζωή του. Με τα πνευματικά και διανοητικά χαρίσματα που τον προίκισε ο Δημιουργός, απέκτησε ασυνήθιστη για την εποχή του μόρφωση πάνω σε φιλοσοφικά και θεολογικά θέματα. Ακόμα δεν είχαν διατυπωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους με σαφείς όρους τα δόγματα της Χριστιανικής πίστεως. Στο β’ ήμισυ του γ’ αιώνα βρίσκονταν σε έξαρση οι συζητήσεις, κατά πόσον η ελληνική φιλοσοφία του Πλάτωνος και άλλων μπορούσε να επηρεάζει τη Χριστιανική Θεολογία. Και ακόμη, ωρισμένες διδασκαλίες που διετύπωσε ο Ωριγένης είχαν φέρει αναστάτωση στους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Εικόνα του Αγίου Νικολάου από την Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Σινασσού Καππαδοκίας
Στην αγιοτόκο γη της Καππαδοκίας και συγκεκριμένα στη Σινασό, ένα πανέμορφο μοναστήρι είναι λαξευμένο μέσα σ’ έναν τεράστιο κωνοειδή βράχο. Εκτός από τον Άγιο Νικόλαο, το μοναστήρι είναι αφιερωμένο και στους Αγίους Σάββα, Μηνά και Βαρβάρα. Μάλιστα, ο Άγιος Νικόλαος εθεωρείτο γενικός θεματοφύλακας της κινητής και ακίνητης περιουσίας της κοινότητας. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το μοναστήρι ερημώθηκε, ενώ το 2011 ανακαινίστηκε από τις τουρκικές αρχές.
Η Μάκρη και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου
Η Μάκρη της Μικράς Ασίας είναι πόλη με μεγάλη Ελληνική Κοινότητα (3.000 Έλληνες επί συνόλου 6.500 κατοίκων). Πολλά από τα σπίτια των Ελλήνων σώζονται μέχρι σήμερα, όπως ήταν πριν από το 1922. Ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου, σε ύψωμα της πόλης, δεσπόζει σε όλη τη γύρω περιοχή.
Ο άγιος Νικόλαος έζησε στα χρόνια των τυράννων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού και διέπρεψε πρώτα ως μοναχός. Έπειτα λόγω της μεγάλης αρετής του δέχτηκε την αρχιερωσύνη. Επειδή όμως πίστευε στον Χριστό και κήρυσσε ελεύθερα την χριστιανική πίστη και ζωή, συνελήφθη από τους άρχοντες της πόλεως κι αφού υπεβλήθη σε βασανιστήρια και στρεβλώσεις του σώματός του, ρίχτηκε στη φυλακή μαζί με άλλους χριστιανούς. Όταν όμως ο μεγάλος και ευσεβής Κωνσταντίνος απέκτησε τη βασιλεία των Ρωμαίων με το θέλημα του Θεού, ελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι, και μαζί με αυτούς και ο Νικόλαος, ο οποίος πήγε στα Μύρα της Λυκίας. Μετά από λίγο διάστημα, συγκροτήθηκε με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου και η πρώτη εν Νικαία Σύνοδος, της οποίας μέλος ήταν και ο θαυμαστός Νικόλαος.
Ο συγγραφεύς περιγράφει τον εσπερινόν της παραμονής του Αγίου Νικολάου εις τον ομώνυμον ναόν της πατρίδος του Σκιάθου
Εβράδυασεν. Ο ήλιος δύων όπισθεν του πευκοφύτου όρους έπεμπεν εις τας ανατολικάς άκρας της νήσου και εις τα προ του λιμένος νησίδια τας τελευταίας του ακτίνας, λαμβάνων μεθ΄ εαυτού όλον το ευφρόσυνον της ημέρας θάλπος* και αφήνων εις τα βουνά να στέλλωσι το οξύ εκείνο του χειμώνος απόγαιον. Ο λιμήν ήτο ακίνητος ως λίμνη. Τρία, τέσσαρα καΐκια ήρχοντο βιαστικά ν’ αράξωσι χάριν της εορτής. Αι λέμβοι των αλιέων έσπευδον και αυταί να προσορμισθώσι και από την εξοχήν οι ποιμένες και γεωργοί κατήρχοντο εις την πόλιν προς τον αυτόν σκοπόν. Και μόνος ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής εταιρείας ανεβοκατέβαινεν ακόμη εις το παράλιον περιμένων το ατμόπλοιον.
Όμως ενύκτωσε και ήρχισε να σημαίνη η αγρυπνία. Ο γλυκύς του κώδωνος ήχος ελαλούσεν, εκελαδούσεν, ενόμιζες, την πανήγυριν. Εις οποιανδήποτε νήσον και αν αποβιβασθής, θα απαντήσης τον ναόν του Αγίου Νικολάου μικρόν η μέγαν, με μάρμαρα ή με πλίνθους. Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο παππούς του ναυτικού μας, η γλυκυτέρα του ναύτου παραμυθία, των θαλασσών ο Άγιος.
Εις την αγρυπνίαν έπρεπεν όλοι να παρευρεθώσι, διότι ηυτύχησαν να πανηγυρίσουν την εορτήν του εις το νησάκι των. Ο ναύτης και όταν ευδαίμων επιστρέψη εις την νήσον του, φέρει το τάξιμόν του εις τον Άγιον, ευχηθείς, όταν ήτο εις το πέλαγος, να τύχη κατά την εορτήν εις την πατρίδα του, ν’ αγρυπνήση όλην την νύκτα. Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα, πρώτα θα φέρη το τάξιμό του εις τον Άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετήση την μητέρα του την σύζυγόν του.
Αλλ’ ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γίνη καλόγηρος! Και ούτως ο ευλαβής, διασώσας την ζωήν του από τα κύματα της θαλάσσης πηγαίνει να την κλείση εις τους αφώνους του μοναστηριού τοίχους, εις τον Άθωνα. Πάντες, γεωργοί και ναύται, συνηθροίζοντο εις την αγρυπνίαν συνωστιζόμενοι έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου Νικολάου, παλαιάς βυζαντινής αγιογραφίας, ολίγον μαυρισμένης ή υπό του χρόνου, ή διότι ο ζωγράφος ηθέλησε δια του σκιερού χρώματος να παραστήση το αυστηρόν πρόσωπον του θαυματουργού αρχιερέως.
Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξίδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ηυχαριστείτο, ότι την στιγμήν εκείνην εβούιζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ’ ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις. Και ηυχαριστούντο γύρο, γύρο οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα.
Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες, ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον. Ενόμιζες ότι εκινούντο οι οφθαλμοί του Αγίου και ευλογούσεν η χείρ τους προσφιλείς του ναυτίλους και ότι συχνά μετέβαλλεν όψιν το γηραιόν του πρόσωπον. Άλλος εκ των εκεί παρισταμένων, έχων εις τον νουν του την παροιμιώδη του Αγίου Νικολάου ελεημοσύνην και προς τους πένητας συμπάθειαν, τον έβλεπε γλυκύν και μειδιώντα, ως ότε έσωζε κρυφά τας τρεις εκείνας θυγατέρας από του ηθικού θανάτου, παρέχων τα μέσα της υπανδρείας, και έτεινε και αυτός την χείρα, νομίζων ότι ο Άγιος φλωρία εμοίραζε την στιγμήν εκείνην. Άλλος πάλιν έχων εις τον νουν του, ότι ποτέ ο επίσκοπος των Μύρων, άγριος και απειλητικός εμφανισθείς, εκράτησε του δημίου την χείρα, έτοιμον να θανατώση τρεις άνδρας αθώους, συκοφαντηθέντας, τον έβλεπεν εις την εικόνα άγριον και απειλητικόν με πύρινα βλέμματα.
Ο δε ναύτης, διαλογιζόμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος έσωσε το κλυδωνιζόμενον σκάφος, έτοιμον να καταποντισθή, εφαντάζετο τον Άγιον ιστάμενον ατρόμητον εν τη πρύμνη και βαστάζοντα κραταιώς το πηδάλιον, ενώ η εικών παρίστα τούτον καθήμενον επί θρόνου και ευλογούντα. Εκείνος δε πάλιν, ο ενθυμούμενος την στιγμήν, κατά την οποίαν ο Άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν, ότι έβλεπε διάβροχον τον Ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα.
Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.
Η Αγία Ισαπόστολος Θέκλα καταγόταν από το Ικόνιο της Καππαδοκίας και ήταν θυγατέρα εθνικής οικογένειας, την δε μητέρα της την έλεγαν Θεόκλεια. Μετεστράφη στην χριστιανική πίστη χάρη στα κηρύγματα του ίδιου του Αποστόλου Παύλου, τα οποία άκουσε στην γειτονική οικία του Ονησιφόρου.
Η νεαρή Θέκλα είχε ήδη μνηστευθεί κάποιον εθνικό ονόματι Θάμυρη. Όταν αυτός και η μητέρα της Θεοκλεία αντελήφθησαν ότι είχε μεταστραφεί στην χριστιανική πίστη, προσπάθησαν να την κάνουν να πάρει πίσω την απόφασή της. Όταν είδαν ότι αυτό ήταν ανώφελο, κατέδωσαν τον Απόστολο Παύλο στον ηγεμόνα Καστίλιο, ο οποίος τελικά αφού τον φυλάκισε, τον απέλασε.
Τότε η Θέκλα εγκατέλειψε τον μνηστήρα της και ακολούθησε τον Απόστολο στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Πολλές φορές υπέστη μαρτύρια, όμως η πίστη της την έσωσε. Από την Αντιόχεια μετέβη στα Μύρα της Λυκίας για να συναντήσει τον Απόστολο Παύλο και από εκεί στη Σελεύκεια, όπου κατέφυγε στο όρος Καλαμών, όπου και εκοιμήθη εν ειρήνη σε ηλικία ενενήντα ετών.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας Θέκλας βρίσκονται στις Μονές Μεγίστης Λαύρας και Διονυσίου Αγίου Όρους, στη Μονή Κύκκου Κύπρου και στον ομώνυμο Ναό Λάρνακος Κύπρου, στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως και στο Ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας. Η μνήμη της τιμάται την 24η Σεπτεμβρίου.