Σύγχρονη τοιχογραφία του οσιομάρτυρος Δαβίδ στην Μονή Ξηροποτάμου
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Δαβίδ καταγόταν από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοι των Κυδωνιών είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το Άγιον Όρος, καθώς υπήρχαν δύο αγιορείτικα μετόχια στην πόλη τους, ένα της μονής Ιβήρων και ένα της μονής Παντοκράτορος. Έτσι, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και διέμενε κοντά σε κάποιον συμπατριώτη του, αδελφό της Σκήτης της Αγίας Άννης, όπου αργότερα εκάρη και ο ίδιος μοναχός.
Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο. Όλοι έτοιμοι γιά τήν ρίψη τού Σταυρού… Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη.
Τον Ιανουάριο του 1999 επισκέφτηκα, στην Αθήνα, το «Κέντρο Παράδοσης Φώτη Κόντογλου». Ο θαυμασμός μου για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα οδήγησε τα βήματά μου σε ένα «προσκύνημα» στα άδυτα της εμπνευσμένης δημιουργίας του. Μας υποδέχτηκαν με ευγένεια και σεμνότητα η κόρη του Δέσπω και ο σύζυγός της Γιάννης Μαρτίνος. Είχαν την καλοσύνη να μας ξεναγήσουν και στον 2ο όροφο, όπου ζούσαν. Εκεί θαύμασα από κοντά τις υπέροχες αγιογραφίες του, που συγκινούν κάθε ορθόδοξη ψυχή. Τα συναισθήματα έντονα και δύσκολο να περιγραφούν.
Εικόνα του Αγίου Νικολάου από την Ι.Μ. Αγίου Νικολάου Σινασσού Καππαδοκίας
Στην αγιοτόκο γη της Καππαδοκίας και συγκεκριμένα στη Σινασό, ένα πανέμορφο μοναστήρι είναι λαξευμένο μέσα σ’ έναν τεράστιο κωνοειδή βράχο. Εκτός από τον Άγιο Νικόλαο, το μοναστήρι είναι αφιερωμένο και στους Αγίους Σάββα, Μηνά και Βαρβάρα. Μάλιστα, ο Άγιος Νικόλαος εθεωρείτο γενικός θεματοφύλακας της κινητής και ακίνητης περιουσίας της κοινότητας. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το μοναστήρι ερημώθηκε, ενώ το 2011 ανακαινίστηκε από τις τουρκικές αρχές.
Η Μάκρη και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου
Η Μάκρη της Μικράς Ασίας είναι πόλη με μεγάλη Ελληνική Κοινότητα (3.000 Έλληνες επί συνόλου 6.500 κατοίκων). Πολλά από τα σπίτια των Ελλήνων σώζονται μέχρι σήμερα, όπως ήταν πριν από το 1922. Ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου, σε ύψωμα της πόλης, δεσπόζει σε όλη τη γύρω περιοχή.
Μαρτυρήσας εν Κυδωνίαις εν έτει αωζ’, μηνός Νοεμβρίου κς’ Συνεγράφη παρά Φωτίου Νικ. Κόντογλου, Κυδωνιέως, αγιογράφου
Τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου στον Ι.Ν. Αγ. Νικολάου Κάτω Πατησίων (οδού Αχαρνών) Αθηνών – Έργο του αγιογράφου Φωτίου Κόντογλου του Κυδωνιέως (orthodoxianewsagency.gr)
«Γεωργίω μάχαιρα πρόξενος τέλους, αυτή δε τούτω πρόξενος και του στέφους» «Γεωργίου έκκαι χάδι ταμεν αυχένα χαλκός» Μεγαλυνάρια
«Ένδοξος εν μάρτυσιν ο κλεινός Γεώργιος ώφθη τοις Αρχαίοις Εωσφόρος έλαμψε ..Συ ει μαρτύριον Χριστέ αγαλλίασμα»
Ο άγιος γεννήθηκε στο χωριό Πιθυός (ή Πυτιός) της Χίου το έτος 1785. Όταν ήταν εννέα μηνών ορφάνεψε από μητέρα και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Έτσι το παιδί γνώρισε την μητριά του για μητέρα. Σε ηλικία κάτω των δέκα ετών τον έβαλε ο πατέρας του κοντά σε ένα ξυλογλύπτη για να μάθει την τέχνη του. Ενώ το συνάφι βρισκόταν στα γειτονικά Ψαρά και δούλευε το τέμπλο του Αγίου Νικολάου, εξ αιτίας της απότομης συμπεριφοράς του πρωτομάστορα και της παιδικής αφέλειας, ο μικρός Γεώργιος μπήκε παρέα με κάποιους γνωστούς σε ένα καράβι και βγήκε στην Καβάλα. Εκεί, μια ημέρα, παρακινημένος από άλλα παιδιά, μπήκαν σε ένα μποστάνι για να κλέψουν καρπούζια. Ο αγροφύλακας πρόφθασε να συλλάβει μόνο τον μικρό Γεώργιο και τον πήγε στον δικαστή. Τότε το παιδί από φόβο αρνήθηκε την αγία πίστη του. Ένας από τους Αγαρηνούς τον πήρε σπίτι του και μετά καιρό τον έδωσε σε άλλον και κατόπιν ανεχώρησε στον Τσεσμέ. Οι συγγενείς του παιδιού δεν ήξεραν τίποτε από αυτά.
Κοιτάζω κι αυτό το καλοκαίρι τα απέναντι μέρη και δακρύζω και θυμάμαι… Θυμάμαι την προαιώνια ελληνική παρουσία σ’ εκείνη την περιοχή, και δακρύζω για την παντελή σημερινή μας απουσία! Πάω να τραγουδήσω το «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι» και καταπίνω τις φράσεις, και πνίγω το ρυθμό, γιατί και τον πόλεμο δεν θέλω και με ψεύτικα όνειρα δεν ωφελεί να ζω. Μένω στις θύμησες, στις αναμνήσεις… Και μια γλυκιά ανάμνηση είναι ο σεβασμός των αειμνήστων Μικρασιατών στην Κυρά μας Παναγιά. Η αγάπη τους και η οικειότητά τους σ’ Αυτήν… Και δικαιολογημένα, αφού ο «υιοθετημένος» Της γιος -τότε από το Γολγοθά- ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, σ’ εκείνα τα μέρη έδρασε και εκοιμήθη.
«Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί…»
Όταν ξεκινάς το ταξίδι σου για πρώτη φορά από την προβλήτα της Μυτιλήνης για τα απέναντι παράλια, τα συναισθήματα είναι σίγουρα ανάμεικτα. Το μέρος που πρόκειται να πας, σου είναι εξαιρετικά οικείο, μια εικόνα γνώριμη. Είναι εκείνη η στεριά που αντικρίζεις όταν τραβάς το βλέμμα σου καθημερινά στη θάλασσα, στο δρόμο προς το Πανεπιστήμιο ή στη βραδινή βόλτα στο λιμάνι της πόλης. Ωστόσο, μπορεί να έχουν περάσει ολόκληρες γενιές από τότε που η γη αυτή ήταν Ελληνική, μπορεί η καταγωγή σου να μην είναι καν από τις «αλησμόνητες πατρίδες», όμως θελημένα ή μη φέρνεις στο νου σου τον όμορφο σκοπό, κείνο το λυπητερό αργό τραγούδι που βαστάει πάντα μέσα του ολάκερη την πίκρα, τον πόνο και την άσβεστη νοσταλγία για εκείνα που χάθηκαν…
Σαν σήμερα, την 13η Ιουλίου του 1965, έφυγε ο σπουδαίος αγιογράφος, ζωγράφος και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου
Φώτης Κόντογλου (1895-1965)
Ο Φώτης Κόντογλου (Φώτιος Αποστολλέλης) γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, στις 8 Νοεμβρίου 1895, τέταρτο παιδί του Νικολάου Αποστολλέλη και της συζύγου του Δέσποινας, το γένος Κόντογλου. Είχε μια αδερφή και δυο αδερφούς. Σε ηλικία μόλις ενός έτους ορφάνεψε από πατέρα και την οικογένεια ανέλαβε ο αδερφός της μητέρας του Στέφανος Κόντογλου, που ήταν Ηγούμενος στην ιερά μονή Αγίας Παρασκευής, στην κηδεμονία του οποίου ανάγεται και το όνομα Κόντογλου.Τα μαθητικά του χρόνια ο μικρός Φώτης τα πέρασε στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής και στις Κυδωνίες και το 1913 εισήχθη, κατόπιν εξετάσεων, στο τρίτο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Λίγους μήνες αργότερα εγκατέλειψε τη σχολή και έφυγε για να συνεχίσει τις εικαστικές σπουδές του στο Παρίσι με οικονομική βοήθεια από τον θείο του.
Στο Παρίσι παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, συνεργάστηκε με το γαλλικό περιοδικό «Illustration», σε διαγωνισμό του οποίου βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του έργου του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα», και εργάστηκε ως εργάτης σε πολεμική βιομηχανία για να ζήσει. Το 1917 ταξίδεψε στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Το 1919, μετά το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου διορίστηκε ως καθηγητής γαλλικών και ιστορίας τέχνης στο Παρθεναγωγείο, ανέπτυξε πνευματική δραστηριότητα και ίδρυσε τον σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι».
Το 1921 έλαβε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και μετά την καταστροφή, το 1922, κατέφυγε αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Είχε προηγουμένως επισκεφτεί το Άγιον Όρος, όπου ξαναπήγε το 1923, για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και να δημιουργήσει αντίγραφα αγιογραφιών, τα οποία παρουσίασε σε εκθέσεις στη Μυτιλήνη και στην Αθήνα. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και επισκέφτηκε για τρίτη φορά το Άγιον Όρος. Την περίοδο 1930-1931 εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Από το 1933 δίδαξε ιστορία τέχνης και ζωγραφική στο Αμερικανικό Κολλέγιο, όπου γνωρίστηκε με τον Κάρολο Κουν και είχε μαθητές του τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Νίκο Εγγονόπουλο.
Η πρώτη εμφάνιση του Κόντογλου στα γράμματα πραγματοποιήθηκε το 1918 με την έκδοση της νουβέλας του «Πέδρο Καζάς» σε περιορισμένα αντίτυπα. Το 1928 εκδόθηκε το βιβλίο του «Ταξείδια» και το 1935 ο «Αστρολάβος». Εντονότερη παρουσιάζεται η συγγραφική του δραστηριότητα (θρησκευτικής κυρίως θεματολογίας) στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ως το τέλος της ζωής του.
Το 1935 του ανατέθηκε η οργάνωση του βυζαντινού τμήματος του Μουσείου της Κέρκυρας. Ανέλαβε τη συντήρηση των τοιχογραφιών του Μυστρά, την εικονογράφηση πολλών εκκλησιών, τη διακόσμηση του Δημαρχείου της Αθήνας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αγιογράφησε την πρώτη εικόνα των νεοφανέντων Αγίων μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, και το 1962 εκδίδεται το βιβλίο του «Σημείον μέγαν, ήγουν τα θαύματα της Θερμής», που αποτελεί την πρώτη επίσημη καταγραφή του βίου τους και της ευρέσεως των ιερών λειψάνων τους στη Θερμή της Λέσβου.
Μαθητής ακόμη του Γυμνασίου στις Κυδωνίες είχε κυκλοφορήσει το περιοδικό «Μέλισσα», όπου εικονογραφούσε ο ίδιος. Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού «Φιλική Εταιρεία», μαζί με τους Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Πικιώνη, Στρατή Δούκα και Βάσο Δασκαλάκη, που κυκλοφόρησε από το 1924 ως το 1925, και του περιοδικού «Κιβωτός», μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Ελληνικά Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά (1929), «Νέα Εστία», «Ελληνική Δημιουργία», «Εκκλησία», «Εφημέριος» και την εφημερίδα «Ελευθερία» (από το 1949 ως το τέλος της ζωής του) και εξέδωσε μελέτες για τη βυζαντινή τέχνη και έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και πεζογραφίας.
Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1959), για το βιβλίο του «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας», με το Βραβείο Πουρφίνα της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο του «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», με το Βραβείο του Ταξιάρχη του Φοίνικα καθώς και με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (1965) για το σύνολο του έργου του.
Το 1963 τραυματίστηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα με τη σύζυγό του και έμεινε κατάκοιτος για πέντε μήνες. Πέθανε στις 13 Ιουλίου 1965 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα, από μετεγχειρητική μόλυνση μετά από χειρουργική επέμβαση στην κύστη.
Ο Φώτης Κόντογλου υπήρξε ένας πραγματικός μαχητής της Ορθοδοξίας που έδωσε πολλά και τα λόγια του είναι μία αιώνια παρακαταθήκη για όλους μας. Διαισθανόταν πού βαδίζει η κοινωνία και προειδοποιούσε:
– Βιβιλάκης Ιωσήφ, «Φώτης Κόντογλου· εν εικόνι διαπορευόμενος· εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τριάντα από την κοίμησή του», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1995.
– Βιβιλάκης Ιωσήφ, «Βιογραφικές παρατηρήσεις για τον Φώτη Κόντογλου», Νέα Εστία, 1.11.1995, ετ. ΞΘ’, αριθ. 1640, σ. 1413-1418.
– Ζήρας Αλεξ., Σπητέρης Τ., «Κόντογλου Φώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.
– Μαστροδημήτρης Π.Δ., «Το πεζογραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου», Πέντε δοκίμια για τη νεοελληνική πεζογραφία, εκδ. Λύχνος, Αθήνα 1987, σ. 69-91.
– Μητσάκης Κάρολος, «Φώτης Κόντογλου», Νεοελληνική πεζογραφία· Η γενιά του ‘30, Ελληνική Παιδεία, Αθήνα 1977, σ. 37-39.
– «Μνήμη Κόντογλου· Δέκα χρόνια από την κοίμησή του», Αθήνα 1975.
– Μουστάκης Βασ., «Κόντογλου Φώτης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα.
– Παγανός Γ.Δ., «Φώτης Κόντογλου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε’, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 1992, σ. 48-121.
– Πάσχος Π.Β., «Κόντογλου – Εισαγωγή στη λογοτεχνία του μ’ ένα επίμετρο – ανθολόγιο κειμένων του», εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991.
– Πάσχος Π.Β., «Φώτης Κόντογλου – 25 χρόνια από την κοίμησή του», Τήνος, 1990.
– Σαρδέλης Κώστας, «Η ρωμιοσύνη και ο Φώτης Κόντογλου», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1982.
– Σαχίνης Απόστολος, «Φώτη Κόντογλου: Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι -1942, Ο θεός Κόνανος – 1943, Ιστορίες και περιστατικά – 1944», Η πεζογραφία της κατοχής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1948, σ. 25-39.
– Σκοτεινιώτη Ελένη, «Οι ηθικές και θρησκευτικές αρχές του Κόντογλου· “Σηματώρος και κήρυκας” του έργου του», Νέα Εστία, 1.5.1998, ετ. ΟΒ’, αριθ. 1700, σ. 615-625.
– Σπητέρης Τώνης, Ζήρας Αλεξ., «Κόντογλου Φώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986.
– Τσιάμης Μ.Ν., «Φώτης Κόντογλου· Ένας ερημίτης ασκητής της τέχνης και της ζωής», Αθήνα, 1971.
– Φώτης Κόντογλου, «Σημείον αντιλεγόμενον», εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998.
– Χατζηφώτης Ι.Μ., «Φώτιος Κόντογλου· Η ζωή και το έργο του», εκδ. Γραμμή, Αθήνα 1977.
– Χατζηφώτης Ι.Μ., «Κόντογλου ο Μεταβυζαντινός», Δοκίμιο, Αθήνα 1978.
– Χατζίνης Γιάννης, «Φώτη Κόντογλου: Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι», Νέα Εστία, ετ. ΙΖ’, 15.1.1943, αριθ. 375, σ. 121-123.
«Τετράδια Ευθύνης» (Μνημονάριον του Φώτη Κόντογλου), 1985.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
I. Πεζογραφία:
«Pedro Cazas», Αϊβαλί, τυπ. Αιολικός Αστήρ, 1918.
«Η τέχνη του Άθω – Αντιγραφή και ανασυγκρότηση του Φώτη Κόντογλου», τα ξυλογραφήματα εφιλοτεχνήθησαν από τον Άγγελο Θεοδωρόπουλο, εκδ. Γανιάρης, Αθήνα 1923.
«Ταξείδια – Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Ανατολής, περιγραφικά του τι απόμεινε από τα χρόνια των Βυζαντινών, των Φράγκων, των Βενετσάνων και των Τούρκων», εκδ. Γανιάρης, Αθήνα 1928.
«Icones et fresques d’ art Byzantine», Αθήνα 1932.
«Τοιχογραφίες των βυζαντινών εκκλησιών του Υμηττού», Ελληνική Τέχνη, Αθήνα 1933.
«Ο Αστρολάβος – Βιβλίο παράξενο γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Κέρκυρα, 1935.
«Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι – Βιβλίο ιστορικό γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Αετός, Αθήνα 1942.
«Ο θεός Κόνανος και το Μοναστήρι του το λεγόμενο Καταβύθιση· Ιστορία γραμμένη από το Φώτη Κόντογλου», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1943 (μαζί «Τα Δαιμόνια της Φρυγίας» και το «Εξ’ Ανατολών πνεύματα οργισμένα»).
«Ιστορίες και περιστατικά· κι άλλα γραψίματα λογής – λογής γραμμένα από τον Φώτη Κόντογλου», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1944.
«Ιστορία ενός καραβιού που χάθηκε απάνου σε μια ξέρα· Όπως την ταίριαξε από κάποια παληά χαρτιά ο Φώτης Κόντογλου», εκδ. Πήγασος, Αθήνα 1944.
«Η Αφρική και οι θάλασσες της νοτιάς», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944.
«Ο μυστικός κήπος», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1944.
«Έλληνες θαλασσινοί στις θάλασσες της Νοτιάς», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944.
«Ο κουρσάρος Πέδρο Κάζας· Ιστορία απίστευτη βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο που βρέθηκε στο Οπόρτο· Τυπωμένη και ζωγραφισμένη από το Φώτη Κόντογλου», εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1944 (έκδοση γ’).
«Οι Αρχαίοι Άνθρωποι της Ανατολής», εκδ. Σπ. Νικολόπουλος, Αθήνα 1945.
«Βίος και Πολιτεία του Βλασίου Πασκάλ του διά Χριστόν Σαλού», εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος, Αθήνα 1947.
«Βίος και Άσκησις του οσίου Πατρός ημών Αγίου Μάρκου του Αναχωρητού του εξ Αθηνών», Αθήνα 1947.
«Άνθος, ήγουν λόγια ανθολογημένα από τους Πατέρας», Αθήνα 1949.
«Πηγή ζωής, ήγουν λόγοι των θεοφόρων εξηγημένοι κατά δύναμιν», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1951.
«Εικόνες της Παναγίας», εκδ. Κιβωτός, Αθήνα 1953.
«Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρος Θεράποντος του θαυματουργού», Θεσσαλονίκη 1955.
«Η βυζαντινή τέχνη ή Η λειτουργική ζωγραφική», Αθήνα 1956.
«Η αγιασμένη Ελλάδα», Αθήνα 1957.
«Όρη άγια», Αθήνα 1958.
«Οι άγιοι Ραφαήλ και Νικόλαος και η εικόνα του Χριστού οπού ευρέθη εις την Καρυάν της Θέρμης (Λέσβου)», Μυτιλήνη 1961.
«Η απελπισία του θανάτου – Εις την θρησκευτικήν ζωγραφικήν της Δύσεως και η ειρηνόχυτος και πλήρης ελπίδος ορθόδοξος εικονογραφία», Αθήνα 1961.
«Σημείον μέγαν, ήγουν τα θαύματα της Θέρμης», εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1962.
«Θάλασσες, Καΐκια και καραβοκύρηδες», επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1977.
«Ο Καστρολόγος», επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1977.
«Ευλογημένο καταφύγιο», επιμ. Π.Β. Πάσχος, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1985.
«Μικρό εορταστικό», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1985.
«Γίγαντες ταπεινοί», επιλογή από άρθρα για αγίους δημοσιευμένα στις εφημερίδες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1991.
ΙΙ. Μεταφράσεις:
Λεωνίδα Ουσπένσκη, «Η εικόνα· Λίγα λόγια για τη δογματική έννοιά της», μτφρ. Φώτη Κόντογλου, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1952.
Το Μεγάλο Σαββάτο το πρωί, στην πρώτη Ανάσταση, στη στρωμένη με λεμονόφυλλα και λεμονανθούς εκκλησιά του Ταξιάρχη στο Αϊβαλί, αντί των θορύβων από τα στασίδια να σηματοδοτούν πια τη μέρα ξεπερνώντας ακόμα κι αυτό το βραδινό «Χριστός Ανέστη», ο ιερέας έβγαινε στην Ωραία Πύλη και ψιθύριζε στο αυτή της πονεμένης Παναγιάς «Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι».