
Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές του Βιβλίου της Γένεσης, ο Ιακώβ παλεύει όλη νύχτα μέσα σε μια σπηλιά με έναν μυστηριώδη ξένο (32: 24-32). Ο Ιακώβ βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση της ζωής του. Επιστρέφει στη μητρική γη ύστερα από απουσία είκοσι ετών. Διακατέχεται από μεγάλο φόβο και αγωνία στην ιδέα πως θα συναντήσει ξανά τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Ησαύ, τον οποίο είχε αδικήσει πριν από μια εικοσαετία, αποσπώντας με δόλο από τον τυφλό πατέρα τους, Ισαάκ τα «πρωτοτόκια», δηλαδή την πατροπαράδοτη ευχή που έδινε ο Εβραίος πατέρας στον μεγαλύτερο ηλικιακά γιό του, καθιστώντας τον πρώτο στην τάξη της ιεραρχίας της οικογένειας και μεταβιβάζοντάς του την πλειονότητα των ζώων που κατείχε ο ίδιος, για να τα διατρέφει στη συνέχεια ο πρωτότοκος και να καρπώνεται τα αγαθά τους. Την ευχή αυτή κανονικά εδικαιούτο να λάβει ο Ησαύ, ως μεγαλύτερος γιος του Ισαάκ, όμως η μητέρα τους Ρεβέκκα, έχοντας αδυναμία στον μικρότερο γιό της, τον Ιακώβ, τον βοήθησε να εξαπατήσει τον πατέρα του, αδικώντας τον Ησαύ, που γι’ αυτό ορκίστηκε να σκοτώσει τον Ιακώβ και να πάρει εκδίκηση για το κακό που του έγινε. Η Ρεβέκκα έπεισε τότε τον Ιακώβ να φύγει μακριά, για να γλιτώσει από την οργή του αδερφού του.
Συνέχεια


