Μελισσάνθη – Η δροσάτη χάρη της νεοελληνικής Ποίησης

Η ποιήτρια Μελισσάνθη, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Ήβη Κούγια – Σκανδαλάκη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 1907. Αποτέλεσε μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της υπαρξιακής ποίησης στην Ελλάδα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο με καθηγητή τον Οκτάβιο Μερλιέ, ο οποίος την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την ποίηση. Σπούδασε ακόμη γερμανική φιλολογία στην Abendschule Αθηνών, αγγλικά, μουσική και μελέτησε φιλοσοφία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών, ενώ υπήρξε και συνεργάτιδα του λογοτεχνικού προγράμματος του ΕΙΡ από το 1945 έως το 1955, από το οποίο παρουσίαζε ελληνική και ξένη ποίηση, δικές της εργασίες και θεατρικές διασκευές. Το 1932 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Σκανδαλάκη, δικηγόρο, πολιτικό, βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος και συγγραφέα φιλοσοφικών δοκιμίων.

Στη λογοτεχνία εμφανίσθηκε το 1930 με την ποιητική συλλογή της «Φωνές Εντόμου». Η δεύτερη συλλογή της, οι «Προφητείες» απετέλεσε φιλολογικό γεγονός και μάλιστα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης καυχιόταν ότι παρουσίασε πρώτος «αυτό το ποιητικό “φαινόμενο” που πραγματικά αγγίζει το θαύμα». Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της τιμήθηκε με τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη και σημαντικές άλλες διακρίσεις. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Μεξικό, τη Ρουμανία, την Πολωνία, την πρώην Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και έχουν περιληφθεί σε συνολικά 26 ξένες ανθολογίες.

Η ποιήτρια Μελισσάνθη έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή, στις 9 Νοεμβρίου 1991, ενώ έπασχε από καρκίνο και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (31/12/1976) η Μελισσάνθη αποκάλυψε πώς ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την ποίηση: «Οι ερεθισμοί οι δικοί μου ξεκίνησαν από προβλήματα υπαρξιακά, από την οδυνηρή επαφή μου με τον κόσμο και όπως μου άρεσε η ποίηση βρήκαν διέξοδο σ’ αυτήν. Οι συγκρούσεις με το περιβάλλον πρώτα πρώτα. Ένας νέος άνθρωπος σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από τους άλλους, που του είναι αδύνατο να τον παραδεχτεί. Αρχίζει τότε μια πάλη που είτε είναι εξωτερική, στήθος με στήθος, είτε εσωτερική, να εξηγήσει και να παραδεχτεί το σκληρό παιχνίδι που παίζεται γύρω μου. Η δεύτερη αυτή πάλη γίνεται πιο σκληρή όταν αισθάνεσαι την αδυναμία σου να δράσεις εξωτερικά».

Ο θρησκευτικός και υπαρξιακός χαρακτήρας στάθηκαν από την αρχή τα κύρια γνωρίσματα του έργου της Μελισσάνθης. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στο πλαίσιο της παραδοσιακής στιχουργικής και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο, μετά το 1945, επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών.

Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, στοχασμό, αγωνία για τον άνθρωπο και τα προβλήματά του και έτυχε εκτίμησης και αποδοχής από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κόσμου της εποχής της. Αν και συνυπήρξε με τη «Γενιά του ‘30», διατήρησε τη δική της υπαρξιακή ιδιομορφία στο έργο της. Στο ποιητικό της ύφος η προβληματική της ποίησής της ταυτίστηκε με μια μεταφυσική εκδοχή της πρόσληψης της πραγματικότητας, ακόμη και μετά την μεταβολή του ποιητικού της λόγου, το 1965.

Απ’ όλες τις μορφές της τέχνης που σπούδασε, γύρεψε να εκφραστεί με την πιο λυρική μορφή του λόγου, την ποίηση. Μόνο που και σ’ αυτό το είδος της τέχνης θέλησε να πρωτοτυπήσει. Δεν θέλησε ν’ ακολουθήσει τις άλλες ποιήτριες και να χύσει στους στίχους τον πλούτο της γυναικείας ευαισθησίας και τρυφερότητας. Προτίμησε να δώσει στα ποιήματά της βαθιά και ταραγμένη διανοητικότητα.

Ήταν πνευματική ποιήτρια συμβολικής νοοτροπίας, ευαίσθητη και ανήσυχη μπρος στα φαινόμενα της ζωής. Μη βρίσκοντας σαφείς απαντήσεις στις μύχιες σκέψεις της για τη ζωή και τον θάνατο, ζήτησε την εξιλέωση και τη σωτηρία, στην ικεσία, στη δέηση -κάποτε και στην προσευχή. Και όταν θεώρησε πως τα οράματά τους δεν της έδιναν πια ψυχική γαλήνη, εγκατέλειψε την εγκαρτέρηση και ο στίχος έγινε σκληρός, αρνητικός και σατιρικός. Η ιδέα του θανάτου ήταν ο κεντρικός πυρήνας της υποστασιακής και συμβολικής ποίησής της ακόμα και στα τελευταία τραγούδια της.

Ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Ιωάννης Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός της λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης σημειώνει ότι: «Η ποίησή της -και σαν αίσθηση και σαν ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση- είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας “τα εγγύς και τα άπω”».

«Το γεγονός και μόνο ότι έχουμε στην κορυφή έναν-δύο παγκόσμια αναγνωρισμένους ποιητές σημαίνει ότι έχουμε ένα πολύ σημαντικό υπόστρωμα. Πιστεύω ότι η ελληνική ποίηση όχι μόνο στέκεται δίπλα στην ευρωπαϊκή αλλά και προπορεύεται σε ποιότητα, προβληματισμό και θεματικό πλούτο».

«Από μια διαίσθηση, ίσως να βρει το καθαρό του βλέμμα που έχει χάσει στη σκληρή κερδοσκοπική κοινωνία που ζούμε, να δει τα πράγματα στην ιερότητα και στην αγνότητά τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το «τερατώδες» της εποχής μας είναι γέννημα της χρησιμοθηρικής αντίληψης του κόσμου που είναι ταυτόσημη με το πνεύμα της στυγνής εκμετάλλευσης σε όλα τα πεδία. Και να λοιπόν, που σε μια εποχή πέρα για πέρα χρησιμοθηρική, ψυχρά ωφελιμιστική και απάνθρωπη, οι νέοι άνθρωποι του τόπου μας αρχίζουν ν’ αποζητούν αυτό που φαίνεται λιγότερο χρήσιμο: την ποίηση και τον ποιητή! Μέσα σ’ έναν κόσμο θωρακισμένο, οικοδομημένο πάνω στην υλική δύναμη, ο ποιητής -αυτός ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος του πλανήτη- μαθαίνει ξαφνικά ότι τον χρειάζονται. Κι αυτό είναι πολύ – πολύ συγκινητικό».

«Ο κόσμος επιζεί από την ισορροπία. Αν υπάρχει κάποια πάλη σήμερα μεταξύ καλού και κακού, φαίνεται ότι υπερισχύει το κακό. Πιστεύω όμως πως όπως σ’ έναν άρρωστο οργανισμό δημιουργούνται αντίθετες δυνάμεις που τον βοηθάνε να επιζήσει, έτσι θα βρεθούνε δυνάμεις τέτοιες που δεν θ’ αφήσουν τον κόσμο να καταστραφεί. Πιστεύω ότι από τον άνθρωπο πάλι θα ‘ρθει η σωτηρία. Η σωτηρία αυτή θα μπορούσε να ‘ρθει και τώρα αν σε μεγάλο ποσοστό οι άνθρωπο έπαυαν να συντηρούν το κακό. Αυτό το κακό που συμβαίνει στην καταναλωτική κοινωνία, η μανία που μας έχει πιάσει όλους ν’ αποκτήσουμε πράγματα περιττά και άχρηστα. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, όπως το συνειδητοποίησαν κάποτε οι χίπις, που δεν έκαναν όμως μια πλήρη επανάσταση, θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν πολλά πράγματα».

«Μιλάω έμμεσα, με σύμβολα, αλληγορικά. Θα πρέπει ίσως να σας πω εγώ η ίδια ότι κάποιο ποίημά μου είναι εμπνευσμένο από την Κατοχή ή το Πολυτεχνείο για να το καταλάβετε. Βλέπω το δράμα το ανθρώπινο διαχρονικά. Δεν μ’ ενδιαφέρει να κάνω δημαγωγία. Δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, το κάθε τι που δικαιώνεται σαν ποιητικός λόγος είναι δεκτό. Μιλάω για τη δική μου ποίηση. Δεν έχω κλειστεί σε κανέναν πύργο. Κλείνεται κανένας σ’ έναν πύργο όταν έχει κλειστεί σε μια ιδεολογία. Αυτός μένει αμετακίνητος. Στο μόνο που μένω αμετακίνητη είναι η πίστη μου στον άνθρωπο. Δεν είναι μια ιδεολογία, είναι μια βαθιά πεποίθηση που βγαίνει υπαρξιακά από μέσα μου».

«Καμία ίσως πόλη του κόσμου δεν αντικατοπτρίζει την κόλαση του σημερινού κόσμου όσο η Αθήνα!».

Το Αρχείο της ΕΡΤ, τιμώντας τη μνήμη της Μελισσάνθης, δημιούργησε για εκείνην ένα αφιέρωμα, στο πλαίσιο της εκπομπής «Εποχές και συγγραφείςΜελισσάνθη», το οποίο προβάλλεται στη διεύθυνση: http://www.ert.gr/arxeio-afierwmata/melissanthi-9-noemvrioy-1990/ Η εκπομπή παρουσιάζει τη ζωή και το έργο της ποιήτριας του Μεσοπολέμου, ενταγμένο στην πολιτιστική ζωή του τόπου και στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής της. Εκτός από αναφορές στην ποιητική συλλογή της «Προφητείες», που το 1931 αναγνωρίστηκε από τον πνευματικό κόσμο της εποχής ως το έργο που την καθιέρωσε ως ποιήτρια, στο πλαίσιο της εκπομπής γίνεται ιδιαίτερη αναφορά και στις συλλογές της «Λυρική Εξομολόγηση» (1945) που εκδόθηκε στο ξέσπασμα του Εμφυλίου πολέμου και «Ανθρώπινο Σχήμα» (1961) που θεωρήθηκε ως «τομή» στο ποιητικό της έργο, εγκαινιάζοντας τη στροφή της προς τον ελεύθερο στίχο. Μέσα από την ανταλλαγή των ιδιόχειρων επιστολών τους, το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί και την ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε η Μελισσάνθη με τον λογοτέχνη Γιώργο Σαραντάρη. Ακόμη ανιχνεύεται πώς η μορφή της Μελισσάνθης ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ προβάλλεται σημαντικό αρχειακό υλικό, όπως η έγχρωμη ταινία 8mm του 1950 από το αρχείο του εκδότη Γιάννη Γουδέλη, αποσπάσματα από την εκπομπή της ΕΡΤ «Η περιπέτεια ενός ποιήματος» (1989) και από τη ραδιοφωνική συνέντευξη της Μελισσάνθης στην ΕΡΑ (Σενάριο – σκηνοθεσία: Τάσος Ψαρράς, παραγωγή: 2010).

Ανάβουν οι, ώρες του καλοκαιριού τα πρωινά!..
Πόσα καινούργια πρόσωπα, καινούργια βήματα, νέες φωνές,
από παντού καλέσματα, λάμψεις, μηνύματα
έρχονται, φεύγουν με το μελτεμάκι,
πού ξετρελλαίνει των παιδιών τις λυτές κόμες,
καθώς τρέχουν με πέλματα γυμνά στην αμμουδιά!..
Κ’ υστέρα πάει να σπρώξη τα ιστιοφόρα μας
καταμεσής του γαλανού πελάγου,
Με τόσα αποδημητικά πουλιά διασταυρωνόμαστε,
με τόσα σημαιοστόλιστα καράβια!..

Έρχονται, φεύγουν, φορτωμένα χαιρετίσματα, ποτισμένα αλάτι
και νοσταλγία θαλασσινή!..
Με την αυγή σαλπάρουν, ξεκινούν
σαν τα πουλιά τα μεγάλα ιστιοφόρα
παίρνοντας την αρμύρα από τα δάκρυα μας στ’ ανοιχτά πανιά τους,
πάνω στων γλάρων τις φτερούγες το χαιρετισμό μας!..

Ανάβουν οι ώρες του καλοκαιριού μες στο καταμεσήμερο
φρύγουν τη γη, δονούν τις πέτρες, την καρδιά,
πάλλονται με τη δόνηση της φλόγας,
ποτίζουν με ήλιο τα ριζά των βράχων
πού φύτρωσεν η αρμυρήθρα,
τους δροσερούς κόρφους της θάλασσας
πού στο παιγνίδι εγκαταλείπεται των δελφινιών,
συγκατανεύει στα τολμήματα μας,
χαμογελάει σαν μια μητέρα,
κρατώντας τις φρεσκοβαμμένες μας βαρκούλες
πάνω στην ανοιχτή παλάμη της,
σταλάζοντας σπίθες απ’ τα κουπιά μας!..

Κάθε ώρα του καλοκαιριού
πάλλεται σα γιορτάσιμη καμπάνα
γεμάτη από καλέσματα κι από φωνές,
πού στον αντίλαλο τους οι ουρανοί βαθαίνουν.

Κάθε ώρα του καλοκαιριού είναι ένα ανάβλεμμα από τους θεούς στη γη ριγμένο!..
Από παντού όλα φτάνουν, ξεκινούν
το μήνυμα της παρουσίας τους να μας φέρουν
από όλα τα σημεία συγκλίνοντας του χρόνου
στη φλόγα της στιγμής συγκατανεύουν,
καίγονται, λαμπαδιάζουν,
και το αιώνιο πλάθεται παρόν!..

Ανάβουν οι ώρες του καλοκαιριού,
φρύγουν τη γη, δονούν της πέτρας την καρδιά,
κι όλα την ύπαρξη τους δοκιμάζουν
πάνω στο καρδιοχτύπι του καιρού.

Φλόγα στη φλόγα αναπηδάει η νέα στιγμή,
σε κάθε της παλμό το θαύμα συντελείται
κ’ υπάρχουμε, υπάρχει ο κόσμος, μας κυκλώνει
το φανερό του μυστικό
με την ενάργεια του ήλιου
με την ενάργεια των κυμάτων
με την ενάργεια των βράχων πού δονούνται
στην πύρα του μεσημεριού!..

Ανάβουν οι ώρες του καλοκαιριού μες στην εσπέρα
τραγουδάει η θάλασσα
σαν μια μητέρα ευτυχισμένη
με ύπνο ή με θάνατο καθώς μας νανουρίζει
το βλέμμα, απρόσεχτο στα νεύματα
που όλα τα πράγματα μας στέλνουν,
επιστρέφει απ’ την εγρήγορση στον ύπνο.

Τα χείλη κουρασμένα
από τόσα χαμόγελα και λάμψεις
της ομιλίας το κύμα πισωστρέφουν.
Ιδού ότι όλα μένουν να τραγουδηθούν
στο αστραποβόλημα της νέας στιγμής να ξαναλάμψουν!
Ιδού ότι όλα μένουν να ειπωθούν απ’ την Αρχή!

Ὅλες οἱ πράξεις μου οἱ ἁμαρτωλές,
τὰ λάθη, οἱ ἄνομες ἐπιθυμιὲς
περνοῦνε πάνωθέ μου
καθὼς τὸ διάφανο νερό,
Κύριέ μου.

Μέσα ἀπὸ βαλτονέρια προχωρῶ
καὶ τίποτα, μὰ τίποτα δὲν μὲ ῥυπαίνει,
ἴχνος σκιᾶς ἀπάνω μου δὲν μένει.

Κοίταξε πόσο καθαρὰ
εἶναι τὰ χέριά μου τ’ ἁμαρτωλά·
σὰν τοῦ παιδιοῦ ποὺ ὅταν προσεύχεται σὲ Σένα
ἔτσι σὰν φλόγα ἀμόλυντη ὑψωμένα
εἶναι ἄξια τὸν χιτῶνα σου ν’ ἀγγίσουν
καὶ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ κρατήσουν…

Ἀπὸ τὰ σφάλματά μου τὰ φριχτὰ κανένα,
κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δὲν δύναται ἀνάμεσό μας νὰ μπεῖ,
νὰ μᾶς χωρίσει,
τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ ἐξόν,
ἀπὸ τὸν ὕπνο ποὺ μὲ παίρνει τὸ βαθὺ
-τὸν ξένοιαστο ὕπνο σὰν ἑνὸς παιδιοῦ
στὴ μέση ξάφνου ποὺ ἔρχεται τοῦ παιχνιδιοῦ-

Τὸ ξέρω
εἶναι ἄσοφο νὰ σὲ παρακαλοῦν γιὰ κάτι τι·
γιὰ τοῦτο τίποτα δὲν σοῦ ζητῶ.

Μόνο μιὰ λύπη μὲ βαραίνει σὰν βουνό,
βαθιὰ ὑποφέρω,
σὰν συλλογίζομαι τὸν ὕπνο τοῦτο,
ποὺ μπορεῖ νὰ ‘ρθεῖ
τὴν κρίσιμη ὥρα,
ποὺ τὸ Σάλπισμά Σου θ’ ἀκουστεῖ.

(«Ὁδοιπορικό», εκδ. Καστανιώτη, 2000, σελ. 192)

Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ’ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ’ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.

Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.

Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα

Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ’ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.

Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.

Μέσα στὸ φῶς σου γίνομαι πουλὶ
καὶ τραγουδῶ ὅλη μέρα σὰν τὸ σπίνο.
Μίας πεταλούδας παίρνω τὰ φτερὰ
τὰ θεῖα καὶ ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο.

Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου, ἐντός μου φῶς.
Τ’ ἀνοίγω, φῶς παντοῦ, ὅλο φῶς τριγύρα.
Καὶ λέω: «Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρὸς
μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!

Σκοτεινίασε ὅταν ἔπεσε τὸ φῶς τυφλωτικὸ
Λιγόστεψε ὅταν ὁ ἀριθμὸς ἔγινε πολλαπλάσιος
Οἱ λύσεις γίναν κόμπος ἄλυτος
κι ὅταν ἡ Ἀριάδνη ἔτρεξε λυσίκομη
κύλησε ἀνάποδα τὸ κουφάρι της

Τότε ὁ κάβουρας ἔγινε ὠκύποδας
κι ὁ Ἀχιλλέας χελώνα. Πήδηξε
ἔξω ἀπ’ τὴν ἔξωση τοῦ Ἐλεάτη
ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ πρόβλημα τοῦ χωροχρόνου
ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ἀγώνισμα στὸν Ἱππόδρομο
καὶ τὰ χαμένα στοιχήματα
τὴν ἀνατίμηση τοῦ πετρελαίου
τὸν πυρετὸ τοῦ χρυσοῦ
τὴ παγκόσμια κρίση
ἐνῶ γύρω του ξεφώνιζαν ὑστερικά:
Rent a car… Rent a car…

Ὀρυμαγδὸς ἀπὸ ἐκσκαφεῖς κι ἀριθμομηχανὲς
ἀνοίγουν σ’ ὅλα τὰ τοιχώματα ρωγμὲς
Οἱ δρόμοι μὲ τὰ μεγαθήρια κτίρια κυματίζουν
-σχηματίζονται, ἀποσχηματίζονται
ὑψώνονται κυκλώπεια τείχη
κι ἀντιστοιχεῖες στίχων-

Βραδινὸ τοπίο μὲ τριζόνι
Ἡ νύχτα ἀναποδογυρισμένη ὀμπρέλα
μαζεύει σκόρπιο κεχριμπάρι
Ρομαντισμὸς καὶ φεγγάρι
κυλάει ἀποκεφαλισμένο στὴν ἄσφαλτο
ἐνῶ ἀπὸ ἕνα σφάλμα computer
ὁ κόσμος τινάζεται στὸν ἀέρα.

Ἀπόψε εἶπα μ’ εἶχες πιὰ κερδίσει,
ποὺ ρόδισαν οἱ πόθοι μου ὅλοι ἀνθοί.
Μὰ πρὶν ὁ ἀλέκτωρ φωνήσει
Κύριέ μου, τρὶς σὲ εἶχα ἀρνηθεῖ.

Σ’ ἀγνώστους οὐρανοὺς ὁδεύουμε τυφλοί…
Κάθε μας πράξη ἀνθρώπινη πῶς ν’ ἀκτινοβολεῖ
στὸ ἄπειρο; Τί προέκταση νὰ παίρνει καὶ τί σχῆμα,
πέφτοντας ὁ ἴσκιος μας, πέρα ἀπὸ τὸ μνῆμα;

Απ’ το βασίλειο του Πλούτωνα επιστρέφω
Του σκοτεινού μου συζύγου
Κρατώντας ένα βλασταράκι για πυρσό
Την πυρκαγιά της άνοιξης μ’ αυτό ν’ ανάψω
Στον Άδη ψύχος και φωτιά, κύκλος αδιάσπαστης σιωπής
Πέρα από κάθε ελπίδα με κρατά δεμένη ζωντανή νεκρή

Στους πεθαμένους πλάι αγρύπνησα
Είδα μες στ’ ανοιχτά τους μάτια τον ουρανό απολιθωμένο
Κάθε λαμπρότητα του κόσμου να γυρνά σε τέφρα
Κανείς δε γίνεται με το θνητό του σώμα
Ν’ αντισταθεί σε τόσο ψύχος και φωτιά

Πέφτουν τα δάχτυλα νεκρώνονται
Τα μάτια καίγονται στεγνώνουν
-μ’ από ‘να δάκρυ του χιονιού κάτω απ’ τα βλέφαρα
μπορεί να μείνουν χρόνους φυλαγμένα-

Λόγια δεν έχει ο Αδης να σου μάθει
Μόνο αν μπορέσει μια κραυγή να σου αποσπάσει
Την ώρα που η φωνή σου σφίγγεται σε σιδερένια μέγγενη
Ακίνδυνα κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης
Κοιτάχτε αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω
Κι αν γίνεται, μαντέψτε ποιο είναι του Άδη το χρώμα.

Κανείς δεν ξέρει την αληθινή ιστορία του Νάρκισσου
Ονειρευόταν την ομορφιά
Κι έσκυβε πάνω απ’ το νερό
Να την γνωρίσει στο πρόσωπό του

Έβλεπε φύλλα κι ανταύγειες
Έναν ανάστροφο, υδάτινο ουρανό
Σκιές και λάμψεις απατηλές
Κι ονειρευόταν πάντα.

Κάποτε τρόμαξε τόσο
Σαν είδε την ανάστροφή του εικόνα- μέσα σε κύκλο κλειστό
Βλέμμα ακίνητο, παγωμένο
Στο θάνατο δοσμένο, πρόσωπο παραμορφωμένο, φαγωμένο από τη σήψη

Τον λύγισε τόσο βαθιά η απελπισία
Που πνίγηκε μες στο νερό
Σαν φάνηκε το απελπισμένο πρόσωπό του
Στο θάνατο ήτανε πράγματι ωραίο
Αλλιώτικα ζωντανό.

Γιατί όπως στα όνειρα και στους μύθους
Όλα μπορεί να κρύβουν μια διπλή σημασία
-κι ο θάνατος να σημαίνει ζωή-
Μες στην ψυχή μας, όπως στην ψυχή του κόσμου
Όλα καθρεφτίζονται ανάστροφα
Καθώς το δέντρο στο ποτάμι.

(Πόσο σοφός είν’ ο πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ασφάλεια νιώθει στο μεγάλο χέρι!
Τίποτε, αν το κρατή, στον κόσμο δεν φοβάται!..)

Ξάφνου, του λέει εκείνο: «- Σαν θα μεγαλώσω…»
«- Τότε εγώ πια ένα φτωχός γεράκος θάμαι…
Δε θα μπορώ στα χέρια μου να σε σηκώσω,
και θα μου λες: ακούμπα πάνω μου να πάμε…
Σαν θάρχωνται για να σε παίρνουν έξω οι ξένοι,
μόνος στη σκοτεινή γωνίτσα μου θα μένω…»
«- Εγώ στην άμαξά μου πάντα θα σε παίρνω!»
λέει, έτοιμη η μικρή να κλάψη, κ’ επιμένει.

Νιώθει μια τέτοια ανυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα να γίνη,
αν είναι δυνατόν την ώρα αμέσως κείνη,
για να του δείξη πόσο θα τον αγαπάη!..

Κι όπως θερμά τον σφίγγη το λιγνό χεράκι,
ο κουρασμένος νιώθει τόση εμπιστοσύνη!..
(Έγινε εκείνος τώρα το μικρό παιδάκι,
και ο προστατευτικός πατέρας είναι εκείνη…).

Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
Κι ο Θεός αίμα διψά και κρέας πεινά
Δεν ζούμε ως τ’ ουρανού τα πετεινά
Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
«Κι άξιον εστί το εσφαγμένο αρνίο!…»
Ψάλλουνε των αγγέλων τα ωσαννά
Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
Κι ο θεός τις ίδιες σάρκες του πεινά.

(«Προφητείες», 1931)

Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που αδιάκοπα, η ψυχή μου, θ’ ανεβαίνει
-σε ύψη και βάθη αβυσσαλέα χαμένη-
μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
σε κύκλους δαντικούς και δαχτυλίδι
Τις δυο της άκρες τόξο ουράνιο δένει
Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που όλο η ψυχή μου ανεβοκατεβαίνει.

(«Προφητείες», 1931)

Μα ναι, όλα μού το λένε, ότι είμαι γέννα
Θεού. Τα πάθη μου -αφθαρσίας σπόρος-
νόμος στο σύμπαν, της θυσίας ο φόρος
κι αυτός μου λέει, πως θεϊκή είμαι γέννα
Του απείρου ο πόθος κλαίει μες στον υμένα
του εγώ μου και του κόσμου ο στενός χώρος
όλα μού λένε, πως θεϊκή είμαι γέννα
και στους αιώνες μέσα πέφτω σπόρος.

(«Προφητείες», 1931)

Υπάρχει γύρω μας και γύρω από τα πράγματα όλα
μια σιωπή μεγάλη
-είναι ο καμπύλος και βαθύς χώρος- που μας κρατάει
στους κόλπους της σαν μια μητέρα
Μετράει του κόσμου κάθε χτυποκάρδι
τους μυστικούς ψίθυρους, τις φωνές
όλα τα βήματα ακροάζεται
-Βήματα, βήματα, ομιλίες
από αναμέτρητες νύχτες κι αιώνες
που πέρασαν ή θα ‘ρθουν (τί σημαίνει;)
Χωρούνε, προχωρούνε, ολοένα κατεβαίνουν βουῒζοντας
καθώς το ρέμα που κατέβασε η νεροποντή-

Βαθιά στο στήθος μας είναι η Σιωπή κρυμμένη
σαν ένα ιερό εκκλησίας
Μες στην καρδιά μας η Σιωπή αγρυπνά σαν μια μητέρα
μας περιμένει πάντοτε σε κάθε κρίσιμη ώρα
Γιατί η Σιωπή είναι η οδός του αιώνιου Γυρισμού
κι ο δρόμος της Σιωπής περνάει μέσα απ’ την καρδιά μας

Ο Θεός είναι Σιωπή που υποβαστάζει
τους θόλους τ’ ουρανού και του Άδη τους πυλώνες
Μέσα της επιστρέφουν όλα, ως επιστρέφει
στη γη η βροχή, στο πέλαγο το ρέμα
Του χρόνου τα δυο αντίθετα ποτάμια
μες στης Σιωπής τον προαιώνιο χώρο
σμίγουν- με το νερό η φωτιά
κοιμάται φιλιωμένη – στου λιονταριού τα πόδια η ελαφίνα
κάθεται – στο λαιμό τού ρύσσου το άσπρο αρνάκι
Κι αδερφικά τ’ αντίθετα είναι αγκαλιασμένα
Γιατί ο Θεός είναι η Σιωπή
και η Αγάπη που τα περιέχει όλα.

(«Η Εποχή του Ύπνου και της Αγρυπνίας», 1950)

«Εαυτών τε και αλλήλων
οίει αν τι εωρακέναι άλλο
πλην τας σκιάς»
Πλάτων Ζ’ Πολ.

Εμείς, τώρα, δεν είμαστε εμείς
Είμαστε οι σκιές μας
οι άλλοι μας, λείπουμε ακόμα απ’ την ημέρα
Καβαλλικεύουμε τον άνεμο
και φτάνουμε στο κρύο φεγγάρι
Καβαλλικεύουμε την καταχνιά
και φτάνουμε στα μεσάνυχτα.
Μια καταχνιά σαν το βαμβάκι
να πνίγει την περπατησιά του το ένοχο φεγγάρι
να πιάνει με μια ξόβεργα την ώρα
και να σταματάει ο χρόνος
να σταματά το σήμα του κινδύνου
μπρος απ’ την άβυσσο.

Εμείς, δεν είμαστε εμείς
Είμαστε οι τύψεις μας
Κόβουμε ένα λουλούδι
και στα χέρια μας μένει καπνός
Πιάνουμε ένα χέρι, λυώνει σαν χιόνι
Ζυγώνουμε τη φωτιά και εξατμίζεται

Θερίζουμε άνεμο, τρώμε άνεμο

Κι ο άνεμος μας φέρνει, μας παίρνει

Μεσάνυχτα περνούμε το φαράγγι
Μια βλάστηση από φυλλωσιές και ύπνο
άγρια χλωρίδα, σαρκοβόρα δέντρα
κι όνειρα σκοτεινά.

(«Ανθρώπινο Σχήμα», 1961)

Ρωτάω το νερό -τί είμαι;
Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει
Ρωτάω το χώμα -τί είμαι;
Χώμα που κρύβει τ’ απογυμνωμένα οστά
Ρωτάω τον αέρα -τί είμαι;
Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται
με τη σιωπή και με το χιόνι
Ρωτάω τη φωτιά -τί είμαι;
Φωτιά που κατατρώει με και δεν σβήνει
Ρωτάω τον ουρανό -τί είμαι;
Ουρανός, δροσιά της κόλασής μου.

Όταν πέθανα -πάει τώρα καιρός με θάψαν
σε μια φανταστική χρονολογία. Ύστερα
κρέμασαν στον τοίχο μια μεγέθυνση φωτογραφίας
από τα παιδικά μου χρόνια
Όλο έλεγα να τους το σκάσω, να γυρίσω πίσω
να βάλω τα πράγματα σε κάποια τάξη
να σκίσω μερικά χαρτιά, κυρίως
να κρεμάσω όλα τα πεταμένα ρούχα.
– Αυτή η μανία με την τάξη είναι σωστό μαρτύριο

Τάχατε, πώς να βρήκαν το δωμάτιο, ύστερα από την εκφορά;
Κάποια φορά γύρισα στα κλεφτά
Το καρνέ μου από τότε στο τραπέζι επάνω
με δυο στήλες επείγοντα γραμμένα
από την προτεραία το βράδυ: «Να σολιάσω
τα καλοκαιρινά μου». Αλήθεια
πώς πέρασε τόσο ο καιρός! Είμαστε τώρα πια
στα μέσα του φθινοπώρου. «ν’ αγοράσω
Καρφιά». Αδύνατον να θυμηθώ
τί ήθελα τόσο να στεριώσω, τότε
«Να κάνω τηλεφώνημα του Β».
(να μη με περιμέναν στη συγκέντρωση. Φυγομαχία;
Θα ‘ταν ίσως καλύτερα να πήγαινα)
Κι όμως δεν πήγα. Ήρθαν αυτοί στην εκφορά
Είχα ένα τέλειο «άλλοθι».
Κι αν έλειψε κανείς τους
θα το ‘μαθε αργότερα απ’ τους άλλους.
«Ν’ αλλάξει ο υδραυλικός τη βρύση». Ακόμα στάει
Ποιος ξέρει με τη διαρροή πόσο ν’ ανέβηκε ο λογαριασμός
Κι όμως, τούτος ο ήχος τλοτ… τλοτ… τλοτ…
είναι ο μόνος ήχος που ‘χει μέσα μου απομείνει
Θαρρείς, ότι με συνεχίζει ακόμα
καθώς μετράει την απουσία μου, από τότε
Ωστόσο, είδηση κανείς δεν πήρε
ότι έχω φύγει -ίσως, μονάχα
οι αντικρινοί μου γείτονες- Ήρθαν
και μου έφεραν ωραιότατα γαρύφαλλα
Μιλούσαν με το βλέμμα καρφωμένο
στη φωτογραφία του τοίχου (ώστε, λοιπόν
δεν είχαν καταλάβει ακόμα τίποτε!)
Υπάρχουν άλλωστε πολλές φωτογραφίες
καθένας τους διαλέγει όποια του αρέσει
Ξεγλίστρησα μπρος απ’ τα μάτια τους
(γιατί φοβόμουν πάντα να μην τους τρομάξω)
«Εσείς, δεν είστε εκεί;»
τους άκουσα να λένε απ’ την κουζίνα
μιλώντας πάντα στη φωτογραφία και
τονίζοντας παράξενα τα λόγια τους
σαν να υπήρχε κάποιο υπονοούμενο
(ή έτσι να μου φάνηκε). Μα, όπως ξανάμπαινα
με τον καφέ στο δίσκο, απάντησα χωρίς να θέλω
-«Ναι, όπως βλέπετε, έχω φύγει από καιρό»
Και πάλι δεν με κοίταξαν (ποιος μίλησε
για τις παραδρομές τις γλώσσας, δεν θυμάμαι
Κι όσο για τ’ ατυχήματα, θα ‘ταν περίεργο
να σπάζεις ξαφνικά τη ραχοκοκκαλιά σου
για να ξεφύγεις μιαν απόφαση). Είχαν σηκωθεί
Μπορεί να τρόμαξαν κι από τον πάταγο της πόρτας
-ένα ψυχρό ρεύμα όπως φύσηξε-
Και φεύγοντας∙
«Αλήθεια, αν πάτε φέτος εξοχή
μην παραλείψετε να μας αφήσετε μια διεύθυνση
Να μη σας χάσουμε!».

(«Το Φράγμα της Σιωπής», 1965)

Λέμε∙ η ώρα είναι κρίσιμη
έφτασε η στιγμή που «οι νεκροί ακούσονται»
Να σηκωθούμε και να βγούμε έξω
ακολουθώντας δίχως πόδια
το φως της φεγγαροδροσιάς.
Μας δένει ακόμα στη γητειά της
η πανάρχαιη θλίψη
και σ’ ένα γνέψιμο από φάντασμα αγαπημένο
γλιστράει η προσοχή μας, χάνεται
καθώς διαβαίνουμε την άβυσσο
και ξαναπέφτουμε στα βάραθρα
του ύπνου.

Η κλίση μου είναι τ’ αστυνομικά διηγήματα.
Μετράω, λόγου χάρη, τις κλίσεις του τηλεφώνου
λέω -σήμερα, χτες, προχτές κανείς.
Μένω άφωνος, άφαντος, είμαι ο Κανείς.
Λοιπόν, ιδού το αίνιγμα; Αν δεν υπάρχει ο άλλος;
Πώς υπάρχω; Πώς βρέθηκα;
-σ’ άλλους τάχατε χρόνους, σ’ άλλους καιρούς-
Η ιστορία βρίθει από ψευδείς μαρτυρίες
Από πλαστοπροσωπείες και φόνους φανταστικούς.
Αλλά υπάρχουν και τα τεκμήρια
-μισά στο ναι, μισά στο όχι-
Πριν λίγες μέρες, λόγου χάρη, το τηλέφωνο χτυπούσε.
Υπήρχε αυτός που άκουγε από δω
υπήρχε κι ο άλλος που ακατάληπτα σιωπούσε
απ’ την άλλην άκρη του σύρματος.
Μια συρμή από αίμα ή μελάνι μένει ακόμα
στο πάτωμα. Τεκμήριο ότι το έγκλημα έχει γίνει
ή ότι δεν έγινε. Εδώ, αρχίζει το μεγάλο μυστήριο.
Υπάρχει ή δεν υπάρχει το πτώμα;
Υπάρχει ή δεν υπάρχει ο Άλλος
απ’ την άλλην άκρη του σύμπαντος;
-θέλω να πω του σύρματος-
Τότε, είμαι ή δεν είμαι μόνος; Κι ο φόνος
είναι αληθινός ή φανταστικός;

Όμως πού, πότε, πώς, ποιος σκότωσε ποιον;

Ίσως, να διακρίνουν οι νεκροί
τ’ ανομολόγητά μας κίνητρα
κι ακινητούν, παγώνουν από φρίκη
σαν εννοήσουν έξαφνα ότι υπάρχει
τόσος κρυμμένος φόνος στο τυφλό μας βλέμμα
Μας βλέπουν να χανόμαστε μες στους καπνούς
μιας κίνησης παράλογης κι αδιέξοδης
κουφούς από το θόρυβο της μάταιης
κι άσκοπης φλυαρίας.
Τόσο είναι αφανείς εκείνοι, τόσο άσημοι
με τη σιμή τους μύτη, το άσαρκο κρανίο
Τόσο είμαστε μεις περήφανοι μες στην
εγκόσμια λαμπρότητά μας
Πώς γίνεται να μας τρομάζουν έτσι
στη μέση άξαφνα του συμποσίου!
Ίσως, γιατί μες στων τυμπάνων τη βοή
Μας ξεκουφαίνει η σιωπή τους.

Δελφινιών κολύμπι στ’ ανοιχτά. Κι νύχτα
μ’ ενύπνιο μοναδικό το μέγα θήραμα των αλιέων
ο Ιχθύς που σπαρταράει καθημαγμένος
στις σιδερένιες του Άδου σιαγόνες.
Θάλασσα αστρόβλητη, ενάλιος ουρανός
πλαγκτόν που εισρέει μέσα απ’ το αδηφάγο
στόμα στη σκοτεινιά των σπλάχνων
Ακινητεί σε γλυκασμό το Αρχαίο Κήτος
ρέει το γάλα της ηδύτητας στον ουρανίσκο του
χορταίνει ειρηνικά την «Βρώσιν την αδιάβρωτον
μαζί μ’ όλα τα καταβροχθισμένα κόκκαλά μες
διάβροχα απ’ την αρμύρα ωκεανών δακρύων
γενεών και γενεών. Γλυμένα από το κύμα
σε φλάουτα ουρανικά, να ορθρίζουμε τώρα
μέσα στο κήτος του Ιωνά
τον όρθρον τον Ερχόμενον.

Και ιδού μας τώρα εις χείρας του Μεγάλου Αλχημιστή
Μας συνθλίβει εις το τριβείον των μακρόχρονων θλίψεων
μας συμπιέζει κάτω από το βάρος
των εκατό ατμοσφαιρών
μας εισάγει στον άμβυκα των τελικών μεταστοιχειώσεων
Οσότου μέσα από αναρίθμητες αποστάξεις
ο ανερχόμενος διαυγής χυμός -στο σταυρικό σημείον
της εαρινής ισημερίας- σημάνει
την κρατεράν Ανάστασιν!

(«Τα Νέα Ποιήματα», 1974-1984)

Πηγή: sansimera.gr, press.ert.gr, users.uoa.gr, peri-grafis.com, pteroen.wordpress.com

Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη (Ανδρέας Εμπειρίκος)

Ανδρέας Εμπειρίκος
(2 Σεπτεμβρίου 1901 – 3 Αυγούστου 1975)

Συνέχεια

Έφυγε από τη ζωή η αγαπημένη ποιήτρια Λένα Παππά

Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται
-δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά – φτερά στα χέρια μου
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.

Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξη του παίζει και δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ‘χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο …

Λένα Παππά, Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου

Εξώφυλλο από το βιβλίο
«Το Χρονικό των Τριών Ημερών»
της Κωστούλας Μητροπούλου
(εκδ. Κέδρος)

Θυμάμαι σαν να είναι τώρα την πρώτη φορά που άκουσα το ποίημα αυτό να το απαγγέλλει σε σχολική γιορτή της Α’ λυκείου στον Πειραιά, τέλη της δεκαετίας του ’80, ο αγαπημένος φίλος και συμμαθητής Γιώργης Μαγγίνης με εκείνη την θαυμαστή επιβλητική φωνή του και τον εαυτό μου να μένει μαγεμένος από εκείνα τα λόγια. Η μεγάλη, η αληθινή ποίηση έχει την ίδια αντίδραση πάνω μας με τον έρωτα. Καθηλώνει και απορροφά καθολικά τον άνθρωπο με το πρώτο άκουσμα των στίχων της και τον αιχμαλωτίζει έτσι που να μην ησυχάζει παρά μόνον όταν ασχολείται διαρκώς μαζί της.

Συνέχεια

Πρωινό άστρο (Γιάννης Ρίτσος)

Fred Boissonnas, Μέτσοβο 1913

Εἶναι νὰ γίνεις ὅ,τι ζητάει
ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου,
εἶναι νὰ φτιάχνεις, κοριτσάκι,
τὴν εὐτυχία τοῦ κόσμου.
Ἄλλη χαρὰ δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις.
Νὰ τὸ θυμᾶσαι, κοριτσάκι.

Γιάννης Ρίτσος, «Πρωινό άστρο» (απόσπασμα)

Συνέχεια

Αύριο Φως (Αλέκος Παναγούλης)

Ο Αλέκος Παναγούλης έγραφε ποιήματα στη φυλακή ακόμα και χωρίς γραφική ύλη, χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού του. Το «Αύριο Φως» είναι ένα από τα ποιήματα εκείνα…

Ο Αλέκος Παναγούλης σκοτώθηκε την Πρωτομαγιά του 1976, σε ηλικία 38 ετών, κατόπιν τροχαίου δυστυχήματος στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, όταν το αυτοκίνητό του που οδηγούσε έπεσε σε υπόγειο κατάστημα κάθετα στην πορεία του, λίγες ημέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Χούντας (Φάκελος ΕΣΑ). Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις σε βάρος πολιτικών προσώπων που συνεργάστηκαν με τη χούντα. Κατά πολλούς, το τροχαίο ατύχημα είχε στηθεί για να θέσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε στην κατοχή του. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ωστόσο κανένα τεκμήριο για όλες αυτές τις θέσεις…

Αιωνία η μνήμη του. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!

Συνέχεια

Το Μαγισσάκι (Οδ. Ελύτης)

Καλωσορίζουμε τον Μάη με τους «μαγιάτικους» αγαπημένους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και το εισαγωγικό σημείωμα που έγραψε ο ίδιος ο Ποιητής για την ποιητική συλλογή του «Τα ρω του έρωτα», στην οποία ανήκει το «Μαγισσάκι» ενταγμένο στην ενότητα «Τ’ αφανέρωτα». Ποιήματα της συλλογής αυτής μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Λίνο Κόκοτο και τον Μάνο Χατζιδάκι. Ειδικά το «Μαγισσάκι» μελοποιήθηκε το 1996 από τη Νένα Βενετσάνου που ήταν και εκείνη που το πρωτοερμήνευσε. Καλό μήνα Μάη! Καλή Πρωτομαγιά!

«Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε ανάσταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βαστάει στη ζωή. Γι’ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλλιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από ‘κει και πέρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ’ ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και δεν ενδιαφέρθηκα ή δεν μπορούσα ίσως να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως νιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν»
(Οδυσσέας Ελύτης)

Πηγή: pagkritiogymnasio.wordpress.com

Ο γκρεμιστής (Κωστής Παλαμάς)

Κωστής Παλαμάς

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατ’ είμ’ εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης·
και με το καριοφίλι μου και με το απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια.

Συνέχεια

Τα κύματα στο Παραπόρτι

«Αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν…»

Συνέχεια

Αλλαγή

Κάθε στιγμή και κάθε ώρα προδίδεσαι,
ντύνεσαι το φθινόπωρο και πετώντας
περιμένεις το «ωσαννά».

Συνέχεια

Λορέντζος Μαβίλης, Ηρωικώς πεσών στη μάχη του Δρίσκου

Γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1860, στην Ιθάκη. Πατέρας του ήταν ο Παύλος Μαβίλης, πρόεδρος των Δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας και μητέρα του η Ιωάννα Καποδίστρια – Σούφη, ανεψιά του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Από την πλευρά του πατέρα του ο Λορέντζος Μαβίλης είχε Ισπανική καταγωγή. Το εξελληνισμένο όνομά του ήταν Λαυρέντιος. Ξεκίνησε τις σπουδές του από το Εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» που είχε ιδρυθεί στην Κέρκυρα από το 1873.

Συνέχεια

Τα Γυάλινα Γιάννενα αποχαιρετούν τον Ποιητή τους

Μιχάλης Γκανάς

Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

Συνέχεια

Φίλε, του φθινοπώρου ήρθεν η Ώρα…

Μαρία Πολυδούρη

Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἦρθεν ἡ Ὥρα
στὴν πόρτα μου ἔξω. Κίτρινο φορεῖ
στεφάνι ἀπὸ μυρτιά. Στὰ νικηφόρα
χέρια της μία κιθάρα θλιβερή,

Συνέχεια

Εγκαινιάστηκε το «Μουσείο Οδυσσέα Ελύτη» στην Πλάκα

Συνέχεια

Το τραγούδι του Ποιητή

Το τραγούδι του Ποιητή

Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.

Συνέχεια

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης
σαν σήμερα, 2 Νοέμβρη του 1911

Το τραγούδι του Ποιητή

Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.

Συνέχεια

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι

Μὲ τὴν πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς σκοτώθηκε τὸ καλοκαίρι
Μουσκέψανε τὰ λόγια που εἴχανε γεννήσει ἀστροφεγγιές
Ὅλα τὰ λόγια που εἴχανε μοναδικό τους προορισμόν Ἐσένα!
Κατὰ ποῦ θ’ ἁπλώσουμε τὰ χέρια μας
τώρα ποὺ δέ μᾶς λογαριάζει πιὰ ὁ καιρὸς
Κατὰ ποῦ θ’ ἀφήσουμε τὰ μάτια μας
τώρα ποὺ οἱ μακρινές γραμμές ναυάγησαν στὰ σύννεφα
Τώρα ποὺ κλείσανε τὰ βλέφαρά σου ἀπάνω στὰ τοπία μας
Κι εἴμαστε -σὰ νὰ πέρασε μέσα μας ἡ ὁμίχλη-
Μόνοι ὁλομόναχοι τριγυρισμένοι ἀπ’ τὶς νεκρές εἰκόνες σου.

Μὲ τὸ μέτωπο στὸ τζάμι ἀγρυπνοῦμε τὴν καινούργια ὀδύνη
Δέν εἶναι ὁ θάνατος ποὺ θὰ μᾶς ρίξει κάτω μιά ποὺ Ἐσύ ὑπάρχεις
Μιά ποὺ ὑπάρχει ἀλλοῦ ἕνας ἄνεμος γιὰ νὰ σὲ ζήσει ὁλάκερη
Νὰ σὲ ντύσει ἀπὸ κοντά ὅπως σὲ ντύνει ἀπὸ μακριά ἡ ἐλπίδα μας
Μιά ποὺ ὑπάρχει ἀλλοῦ
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ ἀπὸ τὸ γέλιο σου ὥς τὸν ἥλιο
Λέγοντάς του ἐμπιστευτικά πὼς θὰ ξανασυναντηθοῦμε πάλι
Ὄχι δέν εἰναι ὁ θάνατος ποὺ θ’ ἀντιμετωπίσουμε
Παρὰ μιὰ τόση δά σταγόνα φθινοπωρινῆς βροχῆς
Ἕνα θολό συναίσθημα
Ἡ μυρωδιά τοῦ νοτισμένου χώματος μέσ’ στὶς ψυχές μας
ποὺ ὅσο πᾶν κι ἀπομακρύνονται

Κι ἂν δεν εἶναι τὸ χέρι σου στὸ χέρι μας
Κι ἂν δεν εἶναι τὸ αἷμα μας στὶς φλέβες τῶν ὀνείρων σου
Τὸ φῶς στὸν ἄσπιλο οὐρανό
Κι ἡ μουσική ἀθέατη μέσα μας ὤ! μελαγχολική
Διαβάτισσα ὅσων μᾶς κρατᾶν στὸν κόσμο ἀκόμα
Εἶναι ὁ ὑγρός ἀέρας ἡ ὥρα τοῦ φθινοπώρου ὁ χωρισμός
Τὸ πικρό στήριγμα τοῦ ἀγκῶνα στὴν ἀνάμνηση
Ποὺ βγαίνει ὅταν ἡ νύχτα πάει νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὸ φῶς
Πίσω ἀπὸ τὸ τετράγωνο παράθυρο ποὺ βλέπει πρὸς τὴ θλίψη
Ποὺ δὲ βλέπει τίποτε
Γιατί ἔγινε κιόλας μουσική ἀθέατη φλόγα στὸ τζάκι
χτύπημα τοῦ μεγάλου ρολογιοῦ στὸν τοῖχο
Γιατί ἔγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ ἄλλον στίχο
ἀχός παράλληλος μὲ τὴ βροχή δάκρυα καὶ λόγια
Λόγια ὄχι σὰν τ’ ἄλλα μὰ κι αὐτά
μ’ ἕνα μοναδικό τους προορισμόν: Ἐσένα!

* Από την ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί»

(φωτ. Άγιος Βασίλειος, παραλία Μαραθώνα Αίγινα, 1977)

Ελλάδα, μια βδομάδα που δεν έχει Κυριακή (Ζωή Δικταίου)

Ζωή Δικταίου

Ήρθε μια μάνα στ’ όνειρό μου, απ’ τα παλιά
δυο φύλλα δάφνη, φυλαγμένα στο μαντήλι,
ένα φεγγάρι στα σγουρά της τα μαλλιά
και την ψυχή πικρό παράπονο στα χείλη.

Συνέχεια