
Όταν έχεις μεγαλώσει σε μία συνοικία του Πειραιά, δεκαετία του ’80, δεν μπορεί να μην έχεις διατηρήσει ολοζώντανη την εικόνα της ψηλόλιγνης φιγούρας του Νίκου Σαργκάνη μπροστά στα δίχτυα του παλαιού γηπέδου «Καραϊσκάκη». Ο αξεπέραστος φρουρός του τέρματος έφτασε στο τέρμα του επίγειου ταξιδιού του, όμως ο θρύλος του θα ζωντανεύει ξανά και ξανά μέσα στις ιαχές των γκολ, στην αγωνία των πέναλτι, κάθε φορά που η μπάλα πλησιάζει απειλητικά τα δίχτυα ή το δοκάρι.
Βλέποντάς τον από παιδί, στην ασπρόμαυρη ακόμα ογκώδη τηλεόραση στο σαλόνι, μια στο τέρμα του Ολυμπιακού και μια στης Εθνικής μας ομάδας, με τα τεράστια γάντια του και την άγρυπνη ματιά του στη μπάλα, ήξερες πως κάθε αληθινός τερματοφύλακας έπρεπε να είναι σαν τον Σαργκάνη, πως η μορφή του είχε ορίσει για πάντα την έννοια του τερματοφύλακα, είχε αναγάγει σε άλλο επίπεδο τον μοναχικό εκείνον ήρωα των γηπέδων που έχει το σθένος, την ικανότητα και την ατσαλένια αντοχή να στέκεται όρθιος μπροστά στα δίχτυα και να σηκώνει μόνος του τη μοίρα όλης της ομάδας, πίστευες κι εσύ αυθόρμητα και ειλικρινά πως σε όλα τα λεξικά του κόσμου πλάι στη λέξη «Τερματοφύλακας» αντί για κάποιον ορισμό είχαν τη φωτογραφία του Σαργκάνη!
Νίκο Σαργκάνη από εκεί που μας κοιτάς ίσως μπορείς να ξέρεις πια πόσο τεράστιος, μοναδικός ήρωας στάθηκες στα παιδικά μας μάτια.

Ο Θρύλος του ΘΡΥΛΟΥ μας εκεί στον Πειραιά πέρασε από χθες στην αιωνιότητα, όμως η αξέχαστη μορφή του μαζί με την αγάπη και την αφοσίωση που έδωσε στο Ελληνικό ποδόσφαιρο δεν θα λησμονηθούν ποτέ. Κάπου ανάμεσα Καραϊσκάκη, Πασαλιμάνι, Κερατσίνι, Κορυδαλλό, Καμίνια, Πέραμα και Κοκκινιά, κάθε παιδί που παίζει μπάλα θα θέλει να είναι ο «Σαργκάνης»! Και όπου υπάρχουν ομάδες ποδοσφαίρου κείνος που στέκεται στο τέρμα θα προσπαθεί να αποκρούει σαν εκείνον και να είναι, όπως στάθηκε εκείνος, η ψυχή και ο φύλακας – άγγελος της ομάδας του. Η τακτική του, η μεγάλη ψυχή του, η ίδια η μορφή του θα εμπνέουν παντοτινά γενιές και γενιές.
Καλό Παράδεισο! Αιωνία η μνήμη σου…
Το ιστολόγιο

Νίκος Σαργκάνης
(13.1.1954-8.12.2024)
Σαργκάνης: The keeper
Συνέντευξη στη Μαρία Καούκη
Ο Νίκος Σαργκάνης του Βασιλείου και της Καλομοίρας γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1954 στη Ραφήνα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος: «Συνέχεια παίζαμε, εκεί. Δεν είχαμε τα παιχνίδια που υπάρχουν σήμερα. Είχαμε το κρυφτό, το κυνηγητό, το παιχνίδι στην αλάνα. Μεταφέραμε την Εθνική ομάδα στην αλάνα. Δηλαδή, παίρναμε τα ονόματα των ποδοσφαιριστών της Εθνικής. Εγώ ήμουν ο “Θεοδωρίδης”. Ανέκαθεν έβλεπα ως αρχηγική τη θέση του τερματοφύλακα, ότι από αυτόν εξαρτώνται όλα. Κι εμένα μού άρεσε ο Σάββας Θεοδωρίδης που ήταν και παίχτης της ομάδας μου, του Ολυμπιακού. Η επιλογή μου να γίνω τερματοφύλακας δεν σχετίστηκε με τη σκέψη ότι είμαι ταλέντο σε αυτή τη θέση.

Είχα την όρεξη, τη θέληση, τη διάθεση να δουλέψω πολύ. Χωρίς δουλειά δεν μπορείς να επιτύχεις κάτι και γι’ αυτό έδωσα την ψυχή και το σώμα μου σε αυτό που έκανα. Φύγαμε με την οικογένειά μου από τη Ραφήνα και ήρθαμε στα Ιλίσια. Και εκεί είχαμε αλάνες, ανάμεσα στα δέντρα. Παίζαμε και το ευχαριστιόμασταν. Τα χέρια μου ήταν χάλια. Όταν πέφτεις, βάζεις τα χέρια σου για να προφυλαχθείς. Συνήθως, εμείς γδερνόμασταν στα χέρια. Μέσα, τι τάκλιν να κάνεις στο ξερό; Σαν να βάζεις το κεφάλι σου τη λαιμητόμο ήταν αυτό! Όμως, δεν καταλαβαίναμε από πόνο. Η αλάνα έβγαζε παίχτες. Περνούσαν προπονητές από τις αλάνες, εμείς μπορεί να μην τους ξέραμε. Αλλά μάς έλεγαν μετά “σε είδα εκεί”.
Στου Ζωγράφου και στον Ηλυσιακό
Εγώ έπαιζα σε μια ανεξάρτητη ομάδα, στους “Νέους Ζωγράφου”. Ένας κύριος διέθετε ένα πούλμαν και πηγαίναμε σε χωριά, για να δώσουμε αγώνες. Μας είδαν ότι παίζουμε καλά και μάς είπαν να πάμε στον Ηλυσιακό. Εγώ μάλιστα έπαιζα μέσα τότε, δεν ήμουν στο τέρμα. Το παιχνίδι με ένοιαζε. Όπου και να με έβαζαν, θα έπαιζα. Ήμουν 1,86, για εκείνη την εποχή ήταν πολύ καλό ύψος, τώρα είναι οριακό. Ήμουν ικανοποιημένος με αυτά που έκανα ως επιθετικός στον Ηλυσιακό. Το πώς έγινα τερματοφύλακας είναι πολύ μεγάλη ιστορία.

Παίζαμε ένα παιχνίδι στο γήπεδο της Νήαρ Ηστ, στην Καισαριανή. Δεν έπαιζε η πρώτη ομάδα, αλλά η δεύτερη, στην οποία ανήκαμε εμείς, ως πιο νέοι. Κερδίζαμε 2-0 στο ημίχρονο. Ο τερματοφύλακας που είχαμε ήταν λάτρης του Τόλη Βοσκόπουλου. Ήταν την εποχή που ο Βοσκόπουλος τραγούδησε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το “Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά”. Ο τερματοφύλακας είχε αρχίσει να τραγουδάει “Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά” πίσω. Του είπα “Θανάση έχε το νου σου”. “Μην ανησυχείς!”, μού απάντησε. Έγινε μια φάση και μαζί το 2-1, μη στα πολυλογώ τελείωσε το παιχνίδι 2-2. Στεναχώρια εμείς, επειδή κερδίζαμε και μάς ισοφάρισαν. Πήγα την Τρίτη τσαντισμένος, ενοχλημένος από αυτό που είχε γίνει στην προπόνηση και είπα στον προπονητή “θέλω να παίξω τερματοφύλακας”. Από τσαντίλα το ήθελα. Νόμιζα ότι θα μπορέσω να τα καταφέρω. “Τι περισσότερο θα έκανε εκείνος από ‘μένα;”, σκέφτηκα. Δεδομένου ότι αλλού ήταν η μπάλα, αλλού αυτός.

Έχουμε ένα παγκόσμιο ρεκόρ, δεν δεχθήκαμε γκολ με τον Ηλυσιακό σε ένα ολόκληρο πρωτάθλημα στην έδρα μας, στη Β’ Εθνική. Υπήρχε ακόμα ένας τερματοφύλακας στον Ηλυσιακό, εξίσου πολύ καλός, o Δημήτρης Δρόσος. Αυτός που ήταν μπροστά από μένα στην πρώτη ομάδα. Πήρε μεταγραφή, πήγε στον Παναιτωλικό στην Α’ Εθνική και έτσι άρχισα να παίζω εγώ. Με είδαν στον Ηλυσιακό και έδειξαν ενδιαφέρον και ο Ολυμπιακός με τον Λεωνίδα Θεοδωρακάκη και ο Παναθηναϊκός, ο Έθνικός, η Παναχαϊκή. Τα ανταλλάγματα εκείνων των ομάδων προς τον Ηλυσιακό ήταν πολύ λίγα. Όμως, το 1977 ήρθε η Καστοριά να με πάρει.
Στην Καστοριά
Όταν οι Καστοριανοί έφτασαν στα γραφεία του Ηλυσιακού είπαν “ήρθαμε να τον πάρουμε, όχι να συζητήσουμε” και έδωσαν πέντε εκατομμύρια δραχμές για να με αποκτήσουν. Ήταν πολλά χρήματα για εκείνη την εποχή, μεσουρανούσε η γούνα τότε. Για την έξοδό τους στα μπουζούκια -όχι στα σκυλάδικα- όλοι ήταν γκράντε ντυμένοι. Πήγαιναν να ακούσουν τον Στράτο, τον Τόλη, τη Μαρινέλλα. Πηγαίναμε κι εμείς στα μπουζούκια, συνήθως έπειτα από μια επιτυχία της ομάδας. Ο αγαπημένος μου ήταν ο Μητροπάνος, τρελός Ολυμπιακός κι αυτός, μου άρεσε πολύ. Φεύγοντας από τον Ηλυσιακό πίστευα ότι θα βρω ένα γήπεδο με χορτάρι στην Καστοριά, ήθελα να μη φοβάμαι να πέφτω.

Με τη φανέλα της Καστοριάς πριν από αγώνα με τον Εθνικό στις 30/10/1977

Στα χιόνια της Καστοριάς
Πήγα στην Καστοριά και είδα ξανά ξερό γήπεδο, ήταν μια απογοήτευση αυτό. Έβαλαν χορτάρι όταν έφυγα, κάπως σαν να ερχόμουν δεύτερος, συνέχεια. Το έπαθα και με την Εθνική. Όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο η Εθνική πήγε στο Μουντιάλ. Ωστόσο, παρά το ξερό γήπεδο, βρήκα την ψυχική δύναμη και είπα θα παίξω εδώ για να πάρω μεταγραφή. Να γίνει το σκαλοπάτι μου. Έπαιξα καλά στην Καστοριά, αλλά παίζει τεράστιο ρόλο η χημεία της ομάδας. Όταν βρεις τη χημεία, μπορείς να βγάλεις σπουδαία δουλειά. Πήραμε το Κύπελλο και πήγα καλά μέσα στη σεζόν. Ήταν πολύ καλή ομάδα με πολύ καλούς παίχτες και οι περισσότεροι έκαναν καλές μεταγραφές.

Στα χέρια των συμπαικτών του μετά το Ολυμπιακός – Καστοριά 0-0,
όταν ο Σαργκάνης έπιασε δύο πέναλτι των γηπεδούχων
Αντί για τον ΠΑΟΚ στον …ΘΡΥΛΟ!
Μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου είχαμε συμφωνήσει με την ομάδα μου να πάω στον ΠΑΟΚ. Μού είπαν πήγαινε για διακοπές και έλα να αρχίσεις την προετοιμασία. Φεύγω για τις διακοπές μου στη Σκιάθο. Στην Καστοριά ήξεραν πού έμενα και με βρήκαν στο τηλέφωνο. “Σε ενδιαφέρει ο Ολυμπιακός;” με ρώτησαν. “Πάω κολυμπώντας!” τούς απάντησα. Δεν το πίστευα. Είχα συμφωνήσει με τον ΠΑΟΚ, είχα ορίσει την ημερομηνία της επιστροφής μου για την προετοιμασία και ήρθε ο Ολυμπιακός.

Κυπελλούχος Ελλάδας ως αρχηγός της Καστοριάς
στον τελικό με τον Ηρακλή στις 25/05/1980
Το 1980 αυτό, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου με την Καστοριά. Το πρωτάθλημα ήταν πολύ ανταγωνιστικό, τότε. Ο ΠΑΟΚ, ο Άρης, ο Ηρακλής, η Λάρισα, η Δόξα Δράμας ήταν πολύ καλές ομάδες. Το πρωτάθλημα το κέρδιζες στην επαρχία. Όποιος δεν είχε απώλειες στην επαρχία έπαιρνε το πρωτάθλημα. Κατέβηκα στον Ολυμπιακό και δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Ήμουν καλός, αλλά υπήρχαν καλοί και πολύ καλύτεροι από εμένα εκείνη την εποχή. Ο Χρήστος Αρβανίτης που ήταν στον Ολυμπιακό ήταν πάρα πολύ καλός τερματοφύλακας. Την προηγούμενη χρονιά ο Ολυμπιακός είχε παίξει το μπαράζ με τον Άρη, στον Βόλο. Και το πρωτάθλημα μπορούμε να πούμε ότι σχεδόν το πήρε ο Αρβανίτης. Συνεπώς, δεν με περίμενε μια θέση στον Ολυμπιακό. Έπρεπε να αγωνιστώ πολύ και να δείξω ότι μπορώ. Μπήκα και σε έναν κύκλο με πολύ μεγάλους παίχτες, πάρα πολύ καλούς.

Με τον Γιάννη Κυράστα, μετά από το Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός 0-1,
στο πρώτο ντέρμπι αιωνίων για τον Σαργκάνη στις 2/11/1980
Τι να πει σ’ αυτούς τους παίκτες ένα παιδί που ήρθε από την επαρχία; Στον Γαλάκο, στον Κυράστα, στον Νοβοσέλατς, στον Παπαδόπουλο, στον Μίχο, στον Περσία, στον Αναστόπουλο, στον Μητρόπουλο, στον Κουσουλάκη; Τις πρώτες μέρες η μπάλα ήταν πολύ χαμηλά, για να προσαρμοστώ. Ήμουν τυχερός που είχα δίπλα μου τον συγχωρεμένο τον Γιάννη Κυράστα, με τον οποίο γίναμε και κουμπάροι. Μού είπε ο Κυράστας “κοίτα να κάνεις τη δουλειά σου και να μην ασχολείσαι με τίποτα”. Ήταν δοτικός και ήθελε να βοηθήσει όποιον πίστευε ότι ήταν καλός, ήταν δίκαιος και αυτό πιστεύω ότι τον έκανε έναν από τους καλύτερους προπονητές στην Ελλάδα. Βέβαια, για τους παίχτες, ο προπονητής ποτέ δεν είναι δίκαιος. Όποιος είναι σε μια τέτοια ομάδα σκέφτεται “για να είμαι εδώ έχω την αξία μου, πρέπει να παίζω”.

Θύρα 7
Στον Ολυμπιακό έζησα για πρώτη φορά τι θα πει “οπαδός”, είδα έναν κόσμο που ζούσε για την ομάδα του. Έπαιζα όταν έγινε η τραγωδία της Θύρας 7, ήμουν βασικός στο 6-0 με την ΑΕΚ, τελείωσε το παιχνίδι και πήγαμε προς τα αποδυτήρια. Έφυγαν και τα παιδιά από τη Θύρα 7 και ήταν τα τουρνικέ κλειστά, έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν πληροφορηθήκαμε σωστά τι είχε γίνει. Η πρώτη είδηση που έφτασε σε μας μέσα στα αποδυτήρια ήταν ότι έπεσε η κερκίδα της 7, νομίζω κάποιος από τους φύλακες μάς το είπε. Αυτό ακούσαμε πρώτο και παγώσαμε. Άλλοι έλεγαν έπεσε, άλλοι ότι είχαμε σοβαρά επεισόδια. Είχαμε πάρει μια μεγάλη νίκη και η χαρά μας αμέσως έγινε λύπη.

Στα ραδιόφωνα έδωσαν μια πληροφορία, έλεγαν ότι υπήρχαν πολλά θύματα και ότι δεν είχαν καταλάβει τι έχει γίνει, δεν είχαν μάθει ότι ήταν κλειστά τα τουρνικέ. Βγήκαμε αμέσως έξω από τα αποδυτήρια να δούμε τι έχει γίνει και βλέπουμε έναν όγκο ανθρώπων, τίποτε άλλο. Δεν ξέραμε τι έγινε κατεβαίνοντας τα σκαλιά, είδαμε ότι δεν είχε πέσει η κερκίδα, αλλά αμέσως καταλάβαμε ότι κάτι έχει γίνει. Όμως, δεν περιμέναμε αυτή την τραγωδία. Βγήκαμε έξω και ρωτήσαμε να μάθουμε, βλέπαμε τα ασθενοφόρα που έρχονταν να πάρουν τα παιδιά. Εκτός από τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους είχαμε και πολλούς τραυματίες.

Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω απέναντι στο “Καραϊσκάκης” στο καφενείο, για να επικοινωνήσω με το σπίτι μου και να τους πω ότι είμαι καλά. Αμέσως μετά κάποιοι από τους παίχτες φύγαμε από το καφενείο και πήγαμε απ’ ευθείας στο νοσοκομείο, στο Τζάνειο. Πήγαμε να δούμε τι γίνεται, είχε φτάσει κόσμος στο νοσοκομείο, ήθελαν να μάθουν τι έχει γίνει. Δεν υπάρχουν λόγια για να μπορέσω να περιγράψω αυτό το γεγονός. Η αγάπη των οπαδών στο σύλλογο ήταν πολύ μεγάλη, όπως και το δέσιμό μας μαζί τους.

Τρελαίνεσαι με αυτό. Τρελαίνεσαι! Στον επόμενο εντός έδρας αγώνα πριν από τη σέντρα αφήσαμε στεφάνια μπροστά στα κάγκελα. Πήγα προς την εστία μου με τη σκέψη ότι πίσω από αυτήν πριν από λίγες ημέρες είχε συμβεί αυτή η τραγωδία, δεν ένιωθα καλά, δεν μπορούσα να αισθανθώ καθόλου άνετα στο τέρμα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι όταν αρχίζει ο αγώνας συγκεντρώνεσαι -θες δεν θες- σε αυτόν. Γίνεσαι ρομπότ. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία που ζήσαμε. Είχαμε και το γεγονός με τα παιδιά του ΠΑΟΚ στα Τέμπη. Δεν ξεπερνιούνται αυτά.

Στιγμές που τον «σημάδεψαν»
Το 1982 δώσαμε τον περίφημο αγώνα Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο. Απέκρουσα πέναλτι του Αναστασιάδη στην αρχή του ματς, προηγηθήκαμε 0-2, αλλά τελικά το ματς πήγε στην παράταση, με πέναλτι του Χαραλαμπίδη. Στην παράταση ο διαιτητής έδωσε κι άλλο πέναλτι στον Παναθηναϊκό, σε εμένα πάνω στον Ντουρινικολάε. Σε αυτή τη φάση ο Ντουρονικολάε είχε κάνει προβολή και με χτύπησε. Σήκωσα τη φανέλα μου και έδειξα στον διαιτητή τη σκαριά του Ντουρονικολάε, φαινόταν. Εκείνος όμως είχε δώσει πέναλτι στον Παναθηναϊκό, τι να πεις, λάθη γίνονται. Έχω ακόμα το σημάδι από τις τάπες του Ντουρονικολάε, δεν έχει φύγει.

Ο Σαργκάνης δείχνει στον διαιτητή το σημάδι από τη σύγκρoυση
Η άλλη φάση που δεν θα ξεχάσω ήταν με τον Βλαστό και τον Θαλή Τσιριμώκο στον αγώνα με τον ΟΦΗ το 1984. Τον Τσιριμώκο τον γνώριζα. Ήταν ένας ήπιος άνθρωπος, καλός παίχτης και πραγματικά με μία κίνηση έδειξε όλο το μεγαλείο του. Όχι μόνο ως παίχτης και ως άνθρωπος. Είχε περάσει η μπάλα από μένα, με είχε προσπεράσει και πήγαινε στην εστία. Ήταν πίσω από την πλάτη μου, δεν ξέρω πώς το έβγαλα! Ήταν το ένστικτο, η εγρήγορση, αποτέλεσμα δουλειάς. Μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθείς να σώσεις τη φάση. Πήγαινε η μπάλα προς την εστία και την έβγαλα.

Ο Τσιριμώκος αμέσως μετά την κεφαλιά του Βλαστού είχε σηκώσει τα χέρια του να πανηγυρίσει το γκολ που υποτίθεται θα έμπαινε. Έδιωξα την μπάλα και όπως είχε τα χέρια του ψηλά ήρθε, με αγκάλιασε, με φίλησε και με χτύπησε στην πλάτη σαν να μου έλεγε μπράβο. Ήταν πολύ συγκινητική στιγμή, μεγάλη επιβράβευση να σε παραδέχεται ο αντίπαλος. Για αρκετά χρόνια η “Αθλητική Κυριακή” άρχιζε με αυτή τη σκηνή. Ανατριχιάζω τώρα που θυμάμαι αυτό που έκανε ο Τσιριμώκος.

Θυμάμαι και μια κεφαλιά του Χαραλαμπίδη. Εγώ είμαι στον Ολυμπιακό και παίζουμε με τον Παναθηναϊκό, στη Λεωφόρο. Η μπάλα πήγαινε στη γωνία, ήμουν από την άλλη πλευρά και την έπιασα. Υπήρξαν πολλές δύσκολες φάσεις. Είναι αποτέλεσμα δουλειάς, αλλά και απόλυτης συγκέντρωσης στον αγώνα. Έχει τύχει σε παιχνίδι να πιάσω μόνο τρεις φορές τη μπάλα -όχι παραπάνω- και βγήκα στάζοντας ιδρώτα, σε αδιάφορο παιχνίδι.

Η μεταγραφή
Ήμουν πάντα σε εγρήγορση. Το παθαίνω και τώρα που παίζω μπάσκετ. Είμαι ανταγωνιστικός, ακόμα και σήμερα και με τους παλαίμαχους. Αν δω ότι οι άλλοι είναι μικροί και τρέχουν, φεύγω. Την ήττα δεν τη δέχθηκα ποτέ. Δεν πονάνε μόνο οι οπαδοί σε μια μεταγραφή που ένα ίνδαλμα πάει στον αντίπαλο. Θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι πρώτα πονούσαμε εμείς. Πρώτα πονάει ο παίκτης που αναγκάζεται να κάνει αυτή τη μεταγραφή. Δεν ήταν μόνο πιο ρομαντικά τα πράγματα, γινόσουν ένα με την ομάδα. Όταν βλέπεις ότι αρχίζουν να στενεύουν τα χρονικά περιθώρια, για να πάρεις κάποια χρήματα και ένα σπίτι να μείνεις και να ζήσεις με την οικογένειά σου, αναγκάζεσαι το κάνεις.

Ο Ολυμπιακός ήταν καλοπληρωτής, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα σχετικά με όσα είχαμε συμφωνήσει. Ήρθαν έτσι τα πράγματα που όταν πια μένεις ελεύθερος έπειτα από πέντε χρόνια, καταλαβαίνεις ότι δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες για να στηρίξεις την οικογένειά σου. Μίλησα απ’ ευθείας με έναν εκπρόσωπο του Παναθηναϊκού, τότε. Με ρώτησε αν με ενδιαφέρει ο Παναθηναϊκός και του είπα ότι “αν δεν τα βρω με τον Ολυμπιακό, θα συζητήσουμε. Τώρα, δεν μπορώ να σας πω τίποτε”.

Στο Πρωτάθλημα απέναντι στον Παναθηναϊκό στις 29/6/1982
Στο μεταξύ, υπήρχε το προηγούμενο με τον Γαλάκο, τον Κυράστα, τον Δεληκάρη. Αυτή η διαδρομή ήταν πάντα η πιο δύσκολη. Όταν έφυγε ο Αντωνιάδης από τον Παναθηναϊκό δεν έγινε τίποτε. Η απόφαση να πας από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό είναι πολύ δύσκολη, ενώ η αντίθετη φορά, από τον Παναθηναϊκό προς τον Ολυμπιακό, ήταν πάντα πιο εύκολη. Με τον Νικοπολίδη δεν άνοιξε μύτη, λίγα πράγματα. Θα μου πεις πώς σε είχαν εσένα και πώς είχαν τότε τον Νικοπολίδη που έπαιζε και δεν έπαιζε στον Παναθηναϊκό.

Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού το 1985
Οι τότε μετακινήσεις παικτών δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμα. Τους καταλαβαίνω τους οπαδούς. Είναι σαν να έχεις δίπλα σου μια πολύ ωραία γυναίκα που την έχεις ερωτευτεί, που λες “αμάν μην τη χάσω” και σου φεύγει. Ε, τρελαίνεσαι μετά. Μα είναι έρωτας αυτό που νιώθουν οι οπαδοί για την ομάδα τους. Έχει πάθος. Τότε οι παίκτες έμεναν χρόνια σε μια ομάδα, γίνονταν ινδάλματα, τώρα πια δύσκολα συμβαίνει αυτό. Ο Μέσι έμεινε χρόνια στη Μπαρτσελόνα και έγινε ίνδαλμα για τους οπαδούς της. Τότε, είχαμε και στην Ελλάδα ινδάλματα, ο Ολυμπιακός είχε πολλά.

Η φανέλα
Είχα ένα καφέ στου Ζωγράφου και έρχονταν οι οπαδοί του Ολυμπιακού, αλλά και από άλλες ομάδες. Ήταν σαν να πήγαιναν στο δικό τους άνθρωπο. Πριν από αυτό είχα ένα μαγαζί με αθλητικά είδη κοντά στη Γυμναστική Ακαδημία. Είχε έρθει και η διοίκηση του Ολυμπιακού και είχε σταματήσει η κυκλοφορία στο δρόμο! Ήταν πολύ κοντά οι οπαδοί. Έρχονταν από τα πιο απίθανα σημεία της Ελλάδας για να πάρουν τα γάντια που φορούσα, τη φανέλα. Το δέσιμο με τη φανέλα ήταν μεγαλύτερο. Το ποδόσφαιρο είναι πολύ ωραίο άθλημα, αλλά είναι και πολύ σκληρό. Εγώ αναγκάστηκα να φύγω.

Τελικός Κυπέλλου 1989, Παναθηναϊκός – Πανιώνιος 3-1
Ξέρεις τι κλάμα είχαν ρίξει; Έρχονταν στην καφετέριά μου και μού έλεγαν διάφορα. Έχω κλάψει μαζί με οπαδό του Ολυμπιακού, κλαίγαμε μαζί όταν έφυγα για τον Παναθηναϊκό, με συγκίνησε. Μού έδωσε να καταλάβω πόσο σημαντικός ήμουν για τη ζωή του, επειδή με είχε συνδέσει με τη γέννηση του παιδιού του, με τα γενέθλιά του. Το κάνουν αυτό οι οπαδοί. Εγώ ένιωσα έτσι με τον Χατζηπαναγή. Θα πιστέψεις ότι πήγαινα στο γήπεδο να τον δω όταν δεν είχα αγώνα; Αυτό που λέμε ότι όπου έπαιζε ο Χατζηπαναγής πήγαινε ο κόσμος να τον δει, το έκανα και εγώ.

Πολύ μεγάλος ποδοσφαιριστής. Εννοείται θα έπαιζε σε αυτή την εποχή. Τι αλλάζει; Ο τρόπος προπόνησης. Αν βλέπαμε τον Χατζηπαναγή προπονημένο με σύγχρονες μεθόδους, δεν θα είχε μείνει στην Ελλάδα. Με ρωτάνε αντίστοιχα για τον Δομάζο. Θα ήταν και σε αυτή την εποχή μεγάλο όνομα. Είχε το ταλέντο και την αγάπη, άρα έπρεπε να προσαρμοστεί στο νέο τρόπο προπόνησης και στην πειθαρχία που απαιτεί το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ο Δεληκάρης επίσης, ο Κυράστας. Θα είχαν φύγει από την Ελλάδα, θα είχαν πάρει μεταγραφή για το εξωτερικό.

Δεν μειώνω την αξία των παιδιών τώρα. Αλλά, νομίζω ότι είχαμε μεγάλες προσωπικότητες στο ελληνικό ποδόσφαιρο, τότε. Το πρόβλημα που είχαμε τότε ήταν το κόμπλεξ μας απέναντι στους ξένους παίκτες, νομίζαμε ότι είναι κάτι άπιαστο. Και γι’ αυτό μας έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση που η Εθνική μας κατέκτησε το Euro. Τότε, ο Ντέμης Νικολαΐδης έπραξε σωστά και σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Όλοι οι μεγάλοι αθλητές πρέπει να ξέρουν πότε θα σταματήσουν. Το έκανε μετά το Euro 2004, σταμάτησε το ποδόσφαιρο την πιο σωστή στιγμή.

Τελικός Κυπέλλου 1988
Ο τελικός Κυπέλλου του 1988 ήταν κάτι απίστευτο. Κρινόταν ένας τίτλος σε κατάμεστο γήπεδο, ήταν ο μεγαλύτερος τελικός που έχει γίνει. Θυμάμαι στην αποβολή του Μπατσινίλα, μάζεψα τους συμπαίχτες μου και τους είπα “τώρα, θα νικήσουμε”, τους εμψύχωσα εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρεις από τι θα κριθεί η ψυχολογία σου στον αγώνα, είναι κάτι πολύ ρευστό.

Ήταν ένα ιδιαίτερο παιχνίδι. Είχαμε την τύχη να μπει και το γκολ του Δημόπουλου και να πάμε στο τέλος το ματς στα πέναλτι. Δεν είναι ότι έπιασα πέναλτι, αλλά η μεγάλη τρέλα μου ήταν που πήρα την απόφαση να εκτελέσω κιόλας. Εκτελούσα πέναλτι στην προπόνηση, ο προπονητής είχε δει πόσο εύστοχος ήμουν, είχα σκοράρει και σε αγώνες με πέναλτι. Με ρώτησε για τα πέναλτι και τού απάντησα “ναι!”.

Είχαμε εκστασιαστεί, ήταν σαν να μην πατούσαμε πια στο γήπεδο, δεν άκουγα τίποτε. Δεν άκουγα τις φωνές των οπαδών, στους περισσότερους αγώνες το πάθαινα αυτό από την πολλή συγκέντρωση. Σαν να φοράς ωτοασπίδες και αρχίζεις να σκέφτεσαι τι θα γίνει τώρα που φτάσαμε στα πέναλτι. Ήμασταν ο κάθε ένας για τον εαυτό του, πίστευα πολύ ότι θα το έπαιρνε ο Παναθηναϊκός.

Από το παιχνίδι του Ολυμπιακού με τον Άγιαξ στο ΟΑΚΑ
Έπιασα τα πέναλτι του Φούνες και του Χατζίδη, μεγάλοι παίχτες και οι δύο. Όμως, χρειάζεται να έχεις και την τύχη με το μέρος σου, δεν είναι μόνο η ικανότητα. Όταν χτύπησε το πέναλτι ο Γεωργαμλής, ο Ταληκριάδης έπεσε καλά και του πέρασε από κάτω η μπάλα, θα μπορούσε να το πιάσει και να γίνει χαμός. Είχα πιστέψει ότι θα το πιάσω το πέναλτι του Φούνες, στο τέλος. Είναι λογικό, όταν ένας παίχτης ρίχνει δύο και τρία πέναλτι. Έβαλε το πρώτο στον κανονικό αγώνα, έβαλε το δεύτερο, αλλά το τρίτο -στα πέναλτι- δεν μπορούσε να το βάλει.

Τα πέναλτι
Γίνεται πια ένα παιχνίδι ανάμεσα στον εκτελεστή και τον τερματοφύλακα. Δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε μένα και στον Φούνες στον τελικό. Είχε γίνει σαν το ποντίκι με τη γάτα. Στη διαδικασία των πέναλτι πια είπα “δεν μπορείς να μου βγεις από άλλη γωνία”. Ήμουν ψύχραιμος, αλλά η ψυχούλα μου το ήξερε. Τα πέναλτι είναι ψυχολογία. Το άγχος το έχει αυτός που εκτελεί. Ο τερματοφύλακας και να δεχθεί πέναλτι δεν θα του πει κανείς κάτι.

Άρα εσύ που είσαι στο τέρμα και είσαι πιο χαλαρός μπορείς να τον οδηγήσεις στο σημείο που θες να ρίξει τη μπάλα. Με κάποιες κινήσεις που επιτρέπονται μέσα στην εστία μπορείς να το πετύχεις. Αυτό νομίζω έκανε τη διαφορά σε ‘μένα στα πέναλτι. Έκανα κάποιες κινήσεις, ναι. Παρατηρούσα τι πρόσεχε στο τέρμα ο παίχτης, εννοώ ότι τούς αντιπάλους που εκτελούσαν πέναλτι τούς είχα μελετήσει από πριν. Για παράδειγμα, ήξερα ότι κάποιος χτυπάει πέναλτι από τη δεξιά πλευρά. Ένας τερματοφύλακας μπορεί να τον παρασύρει να το ρίξει από την αριστερή πλευρά.

Να κάνεις μια κίνηση προς τη δεξιά πλευρά που τα χτυπάει κι εκείνη τη στιγμή συχνά ενστικτωδώς θα προσπαθήσει να στείλει την μπάλα αριστερά, όπου εσύ έτσι κι αλλιώς έχεις προαποφασίσει να πέσεις. Το πέναλτι είναι ένα παιχνίδι πόκερ. Όλα τα πέναλτι είναι δύσκολα. Πέρα από την πρόβλεψη που έχεις να κάνεις, πρέπει να πέσεις και σωστά. Βλέπουμε συχνά έναν τερματοφύλακα να κινείται προς τη γωνία της μπάλας, αλλά να μην την πιάνει.

Πρέπει να έχεις και την τεχνική και την τακτική, για να φύγεις την κατάλληλη στιγμή. Καθόμουν πολλές ώρες με τον Αναστόπουλο και μού χτυπούσε πέναλτι στον Ολυμπιακό, αλλά και με τον Σαραβάκο στον Παναθηναϊκό. Ο Σαραβάκος εκτελούσε τα καλύτερα πέναλτι, ήταν δυνατά και ψηλά, δεν ήταν εύκολο να πιάσεις δικό του πέναλτι. Τα πέναλτι, στα οποία η μπάλα πάει κάτω από το 1,5 μέτρο υπάρχει πιθανότητα να τα πιάσεις. Πάνω από το 1,5 μέτρο οι πιθανότητες είναι πολύ λίγες. Γενικά, και όχι μόνο στα πέναλτι ο τερματοφύλακας δεν προλαβαίνει πάντα να σκεφτεί. Αντιδρά. Δουλεύει με το ένστικτο πολύ. Η εμπειρία είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, αλλά η νιότη δεν παλεύεται με τίποτα. Όσο μεγαλώνεις μειώνονται κάποιες δυνατότητες.

Με τον Νίκο Αναστόπουλο
Ο πιο δύσκολος επιθετικός που αντιμετώπισα ήταν ο Θωμάς Μαύρος. Τη μισή ευκαιρία την έκανε γκολ, ήταν αυτός που με δυσκόλεψε περισσότερο. Όταν το είπα πρώτη φορά αυτό, ο Θωμάς απάντησε “ναι, τού έβαζα γκολ του Νίκου, αλλά και πόσα μού έχει πιάσει!”.

Με τον χρυσό σκόρερ της Κοπεγχάγης, Ντίνο Κούη
To “Φάντομ”, οι Δανοί και ο Παναγούλιας
O πρώτος αγώνας μου με την Εθνική ήταν αυτός με τη Δανία. Σού λέω ότι χρειάζεται να έχεις άστρο και είχα! Φύγαμε από εδώ και πήγαμε στην Αυστρία, για προετοιμασία. Ο Αλκέτας Παναγούλιας ήταν ο προπονητής μας. Πρώτος τερματοφύλακας ήταν ο Λευτέρης Πουπάκης, ο οποίος παραπάτησε και έπαθε μηνίσκο. Με έπιασε ο Παναγούλιας και μού είπε “ορίστε κύριε, δεν σε φέραμε για τουρίστα εδώ, αλλά για να παίξεις!”.

Όταν φτάσαμε στην Κοπεγχάγη, όλοι οι Δανοί μάς έδειχναν με τα χέρια πόσα γκολ θα φάμε, άλλος έδειχνε 10 δάχτυλα, άλλος ήταν πιο επιεικής και έδειχνε πέντε… Θυμάμαι την απόκρουση στο σουτ του Σίμονσεν και ανατριχιάζω. Η μπάλα πήγαινε μέσα, στο γάμα. Ήταν μικροσκοπικός και είχε πολύ μαλλί, έκανα την απόκρουση κι άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του! Αρχικά ακούστηκε ένα “αααααα” από τους οπαδούς και ακολούθησε βουβαμάρα.
Όμως, η απόκρουση στην κεφαλιά του Βλαστού είναι η πιο δύσκολη που έχω κάνει στην καριέρα μου, όχι αυτή του Σίμονσεν. Ο βαθμός δυσκολίας είχε ξεπεράσει το 90%. Η φάση του Σίμονσεν ακούστηκε περισσότερο, επειδή ήταν με την Εθνική. Από το 1980 μέχρι σήμερα με αποκαλούν “φάντομ”, μου έμεινε.

Στη συνέντευξη Τύπου ο προπονητής της Δανίας, Σεπ Πιόντεκ είχε πει στον Παναγούλια: “Δεν παίξαμε επί ίσοις όροις, εσύ ήρθες με ένα φάντομ στην ομάδα σου κι εμείς παίζαμε με φυσιολογικούς ανθρώπους”. Η Δανία ήταν τρομερή ομάδα και την ψυχολογία μου μού την ανέβασε ο Παναγούλιας με αυτά που μού είπε. Ότι αξίζω που βρίσκομαι στην Εθνική, ότι δεν με πήραν για τουρισμό. Όλα τα παιδιά έδωσαν την ψυχή τους και αυτό ήταν δουλειά και του προπονητή.

Αποθέωση στην άφιξη της Εθνικής μετά τη νίκη στη Δανία
Ο Παναγούλιας ήταν πολύ καλός ψυχολόγος, ήξερε να διαχειριστεί το έμψυχο υλικό, πολύ έξυπνος άνθρωπος. Έλεγε ότι “τα σύνορα της επιτυχίας και του διασυρμού για την Ελλάδα είναι δίπλα – δίπλα, δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση!”. Το 0-0 που πήραμε με τους Άγγλους στο Γουέμπλεϊ (30 Μαρτίου 1983), με τον Aρχοντίδη προπονητή, είναι μια τέτοια περίπτωση. Εμείς ήμασταν αδιάφοροι στον αγώνα και αποκλείσαμε τους Άγγλους από το Euro. Ήταν δάσκαλος ο Παναγούλιας, δεν θα πω αν ήταν καλός προπονητής ή όχι.

Πανηγυρισμοί για το 0-0 απέναντι στην Αγγλία στο Γουέμπλεϊ
Ήταν πολύ βασικό επίσης ότι ήταν Έλληνας και δεν μιλούσαμε μέσω διερμηνέα. Καταλαβαίναμε ακριβώς τι ήθελε από εμάς, αλλά μπορούσε και να μας εμψυχώσει περισσότερο. Ο Παναγούλιας σε έβριζε, αλλά το έκανε φιλικά. Έλεγε “μισό λεπτό ρε μαλ…α αυτός τι περισσότερο έχει από σένα, έχει πέντε χέρια;”.

Στον Αθηναϊκό
Όταν συναντήθηκα με τον Καλογιάννη, τον πρόεδρο του Αθηναϊκού για να συμφωνήσουμε, μου έκανε μια πολύ αξιόλογη πρόταση. Ήταν νεοφώτιστος ο Αθηναϊκός. Του λέω “πρέπει να προσθέσουμε και άλλα πράγματα, αν πάρουμε το πρωτάθλημα, θέλω τόσα”. Με κοίταγε καλά – καλά. “Δεν έχεις καταλάβει σε ποια ομάδα έχεις έρθει;” ρώτησε. “Βάλτο” του είπα. “Κύπελλο; Αν πάρουμε το Κύπελλο, τόσα!”. Ξανά ο Καλογιάννης “ρε συ, μήπως δεν έχεις καταλάβει ότι ήρθες στον Αθηναϊκό;”. Τίποτε, εγώ συνέχιζα, “έξοδος στην Ευρώπη, τόσα”. Έτσι πρέπει να κάνει ο επαγγελματίας.

Με τον αρχηγό της Γιουνάιτεντ, Στιβ Μπρους, πριν τον αγώνα στη Λεωφόρο
Δεν ήταν το μοναδικό συμβόλαιο έτσι. Έβαλα όλη την ομάδα να το κάνει και όταν βγήκαμε στην Ευρώπη έπαθαν όλοι πλάκα. Δεν πήγα στον Αθηναϊκό για να σβήσω τη μηχανή, αλλά για να πετύχουμε ό,τι μπορούμε περισσότερο. Βγήκαμε στην Ευρώπη, κληρωθήκαμε με τη Μάντσετερ Γιουνάιτεντ, ήρθαμε 0-0 στο πρώτο ματς εδώ. Τους είπα “θέλει πολύ να βάλει ένα γκολ ο Τζαλακώστας στη ρεβάνς στο Ολντ Τράφορντ κι εμείς να υψώσουμε τείχος και να το κρατήσουμε;”.

Η δουλειά κερδίζει το ταλέντο
Στην Αγγλία χάσαμε δύο πολύ καλές ευκαιρίες. Έπαθαν θλάση δύο αμυντικοί, δεν άντεξαν από την υπερπροσπάθεια και χάσαμε. Σταθήκαμε αξιοπρεπώς. Και είμαι και Μάντσεστερ, όχι Λίβερπουλ. Αλλά τον βλέπω τον Τσιμίκα. Πολύ άξιο παιδί και ήμουν σίγουρος ότι θα βάλει το πέναλτι στον τελικό του Κυπέλλου. Τρομερό ταλέντο, αλλά κοπριτάκος -μην παρεξηγηθώ, εννοώ ότι δεν ήθελε τη δουλειά- ήταν ο Μήτρογλου. Μεγάλο ταλέντο, μεγάλη μπάλα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν είχε τη σπιρτάδα του αθλητή. Αν δούλευε, ο Μήτρογλου θα έκανε αγγέλους στο γήπεδο. Και βλέπεις έναν Τσιμίκα στρατιώτη. Η δουλειά κερδίζει το ταλέντο.

Εύχομαι στον Βατσλίκ να επιστρέψει γρήγορα στα γήπεδα. Η ωμοπλάτη είναι πολύ δύσκολο σημείο για τον τερματοφύλακα. Η ζωή δεν είναι μόνο ποδόσφαιρο. Ας δούμε πρώτα την υγεία του ανθρώπου. Ο Πασχαλάκης είναι ένας καλός τερματοφύλακας, αλλά πρέπει να σταθεροποιήσει την απόδοσή του, ώστε να μην έχει σκαμπανεβάσματα. Δικαιολογημένα βρίσκεται στην Εθνική ομάδα. Είναι ένας από τους καλύτερους, αλλά πρέπει να αποκτήσει σταθερότητα.

Λαμπαδηδρόμος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα
Η θέση του τερματοφύλακα στον Ολυμπιακό είναι ηλεκτρική καρέκλα. Δεν χρειάζεται να κάνει 10-15 αποκρούσεις σε όλο το παιχνίδι. Θα χρειαστεί 2-3 φορές να επέμβει και αυτές θα πρέπει να τις καθαρίσει με τον καλύτερο τρόπο. Ο Πασχαλάκης πήγε στον Ολυμπιακό, όπου υπάρχει πρώτος τερματοφύλακας και θα πρέπει να αγωνιστεί για να πάρει τη θέση.

Με τον Νίκο Αναστόπουλο και τον Πέτρο Μίχο
Ο Τζολάκης είναι πάρα πολύ καλός τερματοφύλακας και θα γίνει μάχη για τη θέση στον Ολυμπιακό. Με λίγη τύχη, ο Τζολάκης θα είναι ο μελλοντικός τερματοφύλακας της Εθνικής ομάδας. Για την ηλικία του μού αρέσει πολύ ως τερματοφύλακας, μακράν καλύτερος από τους συνομήλικούς του. Υπάρχουν κι άλλα παιδιά αξιόλογα, αλλά ο Τζολάκης θα κάνει μεγάλη καριέρα, αυτή την αίσθηση έχω. Αρκεί να είναι τυχερό το παιδί, να μην έχει τραυματισμούς και να τον πάει λίγο η μπάλα.

Χρειάζεσαι ένα – δυο μεγάλα παιχνίδια για ν’ αποκτήσεις αυτοπεποίθηση, αυτό εννοώ. Το ποδοσφαιρικό ταξίδι μου ήταν τόσο γεμάτο που έφυγα πλήρης από αυτό. Άνοδος με τον Ηλυσιακό, Κύπελλο με την Καστοριά, διακρίσεις με Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, η Εθνική ομάδα και φυσικά η ευρωπαϊκή πορεία του Αθηναϊκού. Ο Ηλυσιακός ήταν για μένα το Δημοτικό, μετά η Καστοριά ήταν το Γυμνάσιο, ο Ολυμπιακός ήταν το Πανεπιστήμιο, ο Παναθηναϊκός το Μεταπτυχιακό.

Όταν έχεις κάνει τόσα πράγματα στον αγωνιστικό χώρο δεν έχεις να αποδείξεις κάτι άλλο. Το να πας προπονητής σε μια ομάδα είναι και αυτό προσφορά, βέβαια. Εγώ έχω βγάλει το δίπλωμα Α’ Εθνικής, είμαι στην εκπαιδευτική ομάδα της UEFA που δίνει διπλώματα στους προπονητές τερματοφυλάκων της Ελλάδας, μέσω της ΕΠΟ. Είναι μια άλλη προπόνηση αυτή του τερματοφύλακα, μια άλλη φιλοσοφία και ψυχολογία τελείως διαφορετική από την υπόλοιπη ομάδα.
Στιγμές που έγραψαν ιστορία
Ο θρίαμβος επί της Δανίας και η καρδιά της Μάνας
Η 15η Οκτωβρίου 1980 δεν είναι μία απλή ημερομηνία για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Εκείνη τη μέρα γράφτηκε ιστορία καθώς η Εθνική άλωσε το Ίντροτς Πάρκεν της Δανίας με 1-0. Η επιτυχία έφερε φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του 26χρονου τερματοφύλακα Νίκου Σαργκάνη και η Ελλάδα είχε κάνει όλη την Ευρώπη να παραμιλά για τον γκολκίπερ της! Με τις εξαιρετικές αποκρούσεις και την απίθανη επίδοσή του κράτησε ανέπαφη την εστία της ομάδας του. Καλύτερη στιγμή του αγώνα η απόκρουση του σουτ του τρομερού Δανού επιθετικού Άλαν Σίμονσεν. Την επομένη οι Δανοί δημοσιογράφοι εκθείαζαν το ταλέντο και την επίδοση του Έλληνα τερματοφύλακα: «Το ελληνικό φάντομ απογειώθηκε», «Ο άνθρωπος με τα πέντε χέρια», «Ο τερματοφύλακας σαρανταποδαρούσα», «Ένας 100χειρας στην Κοπεγχάγη», ήταν μεταξύ άλλων οι τίτλοι των δανικών εφημερίδων. Ο Νίκος Σαργκάνης από εκείνο το παιχνίδι κι έπειτα έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου ως ο τερματοφύλακας «Φάντομ»…
Μετά τη λήξη του αγώνα ο Νίκος Σαργκάνης τηλέφώνησε στην οικογένειά του στην Αθήνα. «Πώς σου φάνηκα μάνα;» ήταν οι πρώτες λέξεις που είπε στην μητέρα του. «Έπιανες πουλιά στον αέρα παιδί μου…» ήταν η απάντηση της μητέρας του. Ο Σαργκάνης κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της Εθνικής αλλά και πριν από το μεγάλο παιχνίδι, μιλούσε τηλεφωνικώς με τη μητέρα του και τις αδερφές του για να παίρνει κουράγιο. Βέβαια, το πλήρωσε ακριβά, καθώς ο λογαριασμός του τηλεφώνου έφτασε τις 7.800 κορώνες Δανίας, ένα εξωφρενικό για την εποχή ποσό!
Το Τριφύλλι και τα λεφτά του Κωσκοτά
Στις 8 Μαΐου 1988, στον τελικό Κυπέλλου Ελλάδος, ο Παναθηναϊκός κερδίζει τον Ολυμπιακό στα πέναλτι με 4-3. Η κανονική διάρκεια του ματς έληξε με τις δύο ομάδες ισόπαλες 2-2 και τον προκλητικό διαιτητή Μελέτη Βουτσαρά να έχει αφήσει τους «πράσινους» με δέκα παίκτες αποβάλλοντας τον Μπατσινίλα στο 79′. Το Τριφύλλι έπαιζε με έναν παίκτη λιγότερο για περίπου 45 λεπτά, παρ’ όλα αυτά σκόραρε, ενώ είχε και δοκάρι με τον Σαραβάκο στο 120′. Πρωταγωνιστής στη διαδικασία των πέναλτι ο «φάντομ» Νίκος Σαργκάνης, ο οποίος απέκρουσε δύο φορές, αρνούμενος τα «δώρα» του Κοσκωτά… Τι εννοούμε με αυτό; Μόλις έληξε το ματς ο τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού φέρεται πως έτρεξε προς τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, τον αγκάλιασε και του φώναξε: «Πρόεδρε τους τα έβαλα στον κ… τα λεφτά»! Λίγες ημέρες αργότερα θα δήλωνε στο περιοδικό «Super Goal» ότι ο Γιώργος Κοσκωτάς του είχε προσφέρει 170 εκατ. δραχμές για να έχει μειωμένη απόδοση στον συγκεκριμένο αγώνα.
Ο Νίκος Σαργκάνης παντρεύτηκε το 1986 το μοντέλο και Μις Ελλάς Στελλίνα Τζάννου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Μιρέλλα και τη Βαλέρια, και χώρισαν το 1994. Ήταν παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με την Ελίνα Σαργκάνη. Το 2013 έγινε παππούς ενός εγγονού από την κόρη του Μιρέλλα. Απεβίωσε από καρκίνο νοσηλευόμενος σε ιδιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών, στις 8 Δεκεμβρίου 2024, σε ηλικία 70 ετών και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Παπάγου.

Στον πρώτο του γάμο με την Στ. Τζάννου


Με τη σύζυγό του Ελίνα και την κόρη του Βαλέρια
Συγκινητικά τα τελευταία λόγια της κόρης του Μιρέλλας μόλις έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του: «Μπαμπά μου! Ήρωα μου! Ούτε στιγμή δεν παραιτήθηκες, ούτε λεπτό δεν επιβεβαίωσες τις προγνώσεις. Τους πάτησες όλους κάτω, τους ξεγέλασες όλους και πόσες φορές!! Μα τι μπάλα έπαιξες θηρίο μου, τον καλύτερο σου αγώνα έδωσες τις τελευταίες μέρες. Αναμφισβήτητα ήταν το ματς της ζωής σου. «Συμβαίνει όμως…» όπως έλεγες κι εσύ «…ένα γκολ μπορεί να φέρει τούμπα τον αγώνα». Ήσουν γίγαντας μέχρι το 92’…αλλά κι οι γίγαντες πρέπει κάποια στιγμή να ξεκουράζονται. Πέτα ψηλά τώρα Φάντομ μου, ελεύθερος όπως μόνο εσύ ήξερες να κάνεις».

Πηγή: longreads.sport24.gr, blessedfootball.blogspot.com, athensmagazine.gr