Ο μεγάλος έρωτας του Ιταλού ζωγράφου Αμεντέο Μοντιλιάνι και της νεαρής Γαλλίδας Ζαν Εμπιτέρν, που τον ακολούθησε πέρα και απ’ τον θάνατο…


Jeanne Hébuterne – Amedeo Modigliani
«Έρωτα αλαφροΐσκιωτε ενός μωρού το χνούδι
σαν τον τυφώνα έλα μου ή σαν γλυκό τραγούδι.
Έρωτα ονειρόκαμπε των πόθων μου αλώνι
ψωμί γλυκό ψωμί πικρό, χώμα μου ρίζα κλώνοι.
Ο Έρωτας κι ο θάνατος είναι το ίδιο πράμα
και μόνος και αθάνατος είναι το τέλειο θαύμα…»
Η Jeanne Hébuterne ήταν 18 ετών φοιτήτρια των Καλών Τεχνών, όταν το 1916 συνάντησε τον μέγα Amedeo Modigliani στο Παρίσι. Έγινε ερωμένη, σύντροφός του, μούσα και μοντέλο του, μητέρα του παιδιού του και του έμεινε πιστή ακόμα και πέρα από τον θάνατο, μη μπορώντας να ζήσει χωρίς εκείνον. Ο μεγάλος ζωγράφος άφησε την τελευταία του πνοή στις 24 Ιανουαρίου 1920, σε ηλικία 36 ετών, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα. Η Ζαν τον ακολούθησε, μόλις μία ημέρα μετά, έγκυος στο δεύτερο παιδί τους…
Στις 12 Ιουλίου του 1884 θα γεννηθεί στο Λιβόρνο της Τοσκάνης στην Ιταλία, ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι (Amedeo Clemente Modigliani). Ήταν το νεώτερο από τα τέσσερα παιδιά ενός ζεύγους Σεφαραδιτών Εβραίων, της Εουτζένια Γκαρσίν (Eugénie Garsin) και του Φλαμίνο Μοντιλιάνι (Flaminio Modigliani). Ο πατέρας του είχε δημιουργήσει μία επιχείρηση ξυλείας και κάρβουνου που χρεοκόπησε στις αρχές του αιώνα, με αποτέλεσμα τον οικονομικό ξεπεσμό της οικογένειας.

Οι γονείς του Αμεντέο Μοντιλιάνι, το 1884
Η μητέρα του, η οποία περιέβαλε πάντοτε τον ζωγράφο με μεγάλη στοργή και αφοσίωση και τον στήριξε σε κάθε ανάγκη της ζωής του, ήταν κόρη αριστοκρατών από τη Μασσαλία και μετά τη χρεοκοπία τους, εργάστηκε ως μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας και δασκάλα σε ιδιαίτερα μαθήματα. Κατά κάποιον τρόπο, η γέννηση του Αμεντέο έσωσε την οικογένειά του από την ολοκληρωτική καταστροφή καθώς ένας παλαιός νόμος απαγόρευε να δημευτεί η κλίνη μιας γυναίκας εγκυμονούσας ή σε κατάσταση λοχείας. Έτσι ο πατέρας του έδεσε πάνω στο κρεβάτι της λεχώνας συζύγου του όλα τους τα τιμαλφή και τις τελευταίες οικονομίες τους καταφέροντας να τα γλιτώσει από τους κλητήρες.

Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Αμεντέο Μοντιλιάνι στο Λιβόρνο
Ο μικρός Modi, όπως τον αποκαλούσαν, υπήρξε ένα αγόρι με εύθραυστη υγεία, όμορφη όψη και ανήσυχο μυαλό. Μέχρι τα 16 του χρόνια, οπότε διαγνώστηκε με φυματίωση, είχε ήδη επιβιώσει από σοβαρές κρίσεις πλευρίτιδας και τύφου. Όταν διαγνώστηκε η φυματίωση ταξίδεψε με τη μητέρα του στο Κάπρι και στη Νάπολη. Εκεί το νεαρό αγόρι έμενε ατέλειωτες ώρες κλεισμένο στο δωμάτιό του μελετώντας και ζωγραφίζοντας. Η μητέρα του τον στήριξε με κάθε τρόπο και η τέχνη σιγά σιγά ξύπνησε και σμίλεψε στην παιδική ψυχή του τη θέληση για ζωή και δημιουργία. Η βελτίωση της υγείας του, του επέτρεψε τελικά να σπουδάσει τέχνη μεγαλώνοντας, οπότε ήλθε σε επαφή με το έργο των Ιταλών ζωγράφων της Αναγέννησης, αλλά και των νεώτερων Γάλλων ιμπρεσιονιστών και του κορυφαίου γλύπτη Ροντέν.



Αριστερά: Πρώτος από δεξιά ο Αμεντέο Μοντιλιάνι μαθητής, 1892. Κέντρο: Σε βρεφική ηλικία, με την τροφό του, 1885. Δεξιά: Στο ατελιέ του Gino Romitti, 1902
Το 1901 γράφτηκε στην Ελεύθερη Σχολή Μελέτης Γυμνού της Φλωρεντίας και έναν χρόνο αργότερα, σε ηλικία 18 ετών, συνέχισε τα μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας. Εκεί φαίνεται ότι άρχισε και η σχέση του με τα ναρκωτικά, των οποίων έκανε χρήση μέχρι το τέλος της ζωής του. Εμπνευσμένος από τα έργα του Μποτιτσέλι, που θαύμαζε ως προέφηβος στο Ουφίτσι της Φλωρεντίας, τον δάσκαλό του Γκιγέλμο Μικέλι και τους Βρετανούς προ-Ραφαηλικούς, που ύμνησαν τη θηλυκή ομορφιά, δεν άργησε να καταλήξει σε αυτό που ήθελε να κάνει.

Amedeo Clemente Modigliani
(Λιβόρνο, Ιταλία 12 Ιουλίου 1884 – Παρίσι, Γαλλία 24 Ιανουαρίου 1920)
Αφού περιηγήθηκε στις πόλεις της Ιταλίας και γνώρισε τη μακραίωνη, θαυμαστή καλλιτεχνική κληρονομιά της πατρίδας του, κατέληξε στο Παρίσι, στα τέλη του 1905, όπου και θα συνδεθεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της εικαστικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα και με τους κυριώτερους δημιουργούς και τα καλλιτεχνικά ρεύματα που διαμόρφωσαν τη μοντέρνα Τέχνη.

The Tuscan Road (Δρόμος της Τοσκάνης), 1899, πρώιμο έργο του Amedeo Modigliani
Την εποχή εκείνη η Μονμάρτρη και το Μονπαρνάς ήταν οι δύο πιο ξακουστές πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες. Ένα σημαντικό μέρος της πνευματικής ζύμωσης και δημιουργίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα συνοψίζεται στην ιστορία αυτών των δύο συνοικιών. Εκεί γεννήθηκαν ο φωβισμός, ο κυβισμός, ντανταϊσμός και ο υπερρεαλισμός (σουρεαλισμός), εκεί γνώρισε ο Μοντιλιάνι τον Πικάσο, τον Κοκτό, τον Ουτρίγιο, τον Ντερέν, τον Απολινέρ, τον Ριβερά, τον Χουάν Γκρι, τον Μαξ Ζακόμπ κ.ά.

Το έργο «Les Chants de Maldoror» (1868) του Comte de Lautréamont, ενέπνευσε
στον Μοντιλιάνι τον θαυμασμό του για την ποίηση των Γάλλων σουρεαλιστών

Πορτραίτο της Maude Abrantes (1907), πρώιμο έργο του Amedeo Modigliani

Amedeo Modigliani, Seated Nude (Καθιστό γυμνό), 1909
Στα καφέ, στα μπιστρό, στις ταβέρνες και στα καμπαρέ της περιοχής αυτής γίνονταν οι πιο παθιασμένες συζητήσεις για την τέχνη, τη μουσική και την ποίηση. Στο καλλιτεχνικό καταφύγιο όλων των «ανήσυχων» της εποχής γεννήθηκε ο όρος «μποέμ», όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Και ο Μοντιλιάνι υπήρξε ο κατ’ εξοχήν ενσαρκωτής του…



Το ατελιέ του Μοντιλιάνι το 1905 και σήμερα, στον αριθμό 13 της Rue de Ravignan, στο περίφημο
Bateau-Lavoir, στη Montmartre, γειτονιάς των σπουδαιότερων καλλιτεχνών που ανέδειξε ο 20ός αιώνας,
(φωτ. Christie’s, mieuxvautartquejamais.com)



Φωτογραφίες του Μοντιλιάνι. Δεξιά: η φωτογραφία του διαβατηρίου του στα 21 του χρόνια
Σε αυτό το διάστημα ο ζωγράφος αναπτύσσει το δικό του ιδιαίτερο ύφος, μια πρωτότυπη και απολύτως προσωπική τεχνοτροπία. Ανακαλύπτει νέες φορμές στην τέχνη του και τα φωτεινά χρώματα. «Είναι απίστευτο πόσα καινούργια θέματα ανακάλυψα μέσα στο βιολετί, στο βαθύ πορτοκαλί και στις ώχρες», σημειώνει την εποχή εκείνη.




Μεσογειακά τοπία του Αμεντέο Μοντιλιάνι
Τα γυμνά μοντέλα αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης, αλλά και χαρακτηριστικό στοιχείο, που σφράγισε ξεχωριστά το έργο του Ιταλού ζωγράφου, με τον ίδιο να δηλώνει πως: «Οι όμορφες γυναίκες, που αξίζει να ζωγραφίσει ή να σμιλέψει κανείς, μοιάζουν συχνά να επιβαρύνονται από τα ρούχα τους». Ο ιδιαίτερος αισθησιαμός που αποπνέουν τα γυμνά έργα του Μοντιλιάνι αποτύπωνε καθηλωτικά το πνεύμα μιας νέας εποχής που έπαιρνε τη θέση του παλαιού κόσμου στο παγκόσμιο προσκήνιο και στην οποία η απελευθέρωση των νεαρών κυρίως γυναικών ήταν βασική παράμετρος και αξία, ασκώντας καταλυτική επιρροή σε ολόκληρο τον βίο των ανθρώπων και στις κοινωνίες.

Το Café La Rotonde στον αριθμό 105 της Blvd. du Montparnasse, διάσημο στέκι
των σπουδαιότερων καλλιτεχνών του 20ού αιώνα, στο Παρίσι
Σε αυτόν τον κύκλο όμως ο Μοντιλιάνι δεν εντάχθηκε ποτέ ψυχή τε και σώματι. Υπήρξε το αξιοζήλευτο μεν, έκπτωτο δε, μέλος του. Το 1908, στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων, ο Μοντιλιάνι παίρνει μέρος με έξι έργα. Τα έργα του θορυβούν, ενώ Τύπος και κριτική είναι διχασμένοι… Κανένας δεν τον παίρνει πολύ στα σοβαρά, επειδή τα έργα του δεν εγγράφονται σε κανένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα. Αντισυμβατικός και εμπνευσμένος από τους «καταραμένους» ήρωές του, τον Τουλούζ Λοτρέκ, αλλά και τον Νίτσε, αναλαμβάνει τον ρόλο του «αλήτη» σε μια μποέμικη παρέα. Παρ’ όλα αυτά όμως, η καλλιτεχνική φλέβα του δεν υπέκυψε ποτέ στο όπιο και στο αλκοόλ.



Πορτραίτα γυναικών του Αμεντέο Μοντιλιάνι

Το ιδιαίτερό του εικαστικό ιδίωμα θα βρει την εκπλήρωσή του στα μοναδικά του πορτρέτα, αρκετά ανδρικά, αλλά κυρίως γυναικεία. Αυτά τα κορίτσια του Μοντιλιάνι, άλλοτε γυμνά και άλλοτε όχι, με τα μεγάλα κενά μελαγχολικά τους μάτια, τους ραδινούς κυλινδρικούς λαιμούς και τις μακρόστενες μύτες, αποτελούν συγκινητικές αποτυπώσεις μιας αφαιρετικής ψυχογραφίας, της οποίας η ένταση συνεχίζει, ακόμα και σήμερα, να στοιχειώνει το κοινό.

Η τέχνη του Μοντιλιάνι θα κρατήσει για πάντα μιαν ελευθερία και έναν αντικομφορμισμό στο στιλ, ο οποίος αποσταθεροποιεί όσους κριτικούς είναι συνηθισμένοι να καταχωρίζουν σε καταλόγους, να ταξινομούν, να βάζουν ετικέτες, έστω και αν η ζωγραφική του μεταφέρει τον απόηχο από τις αισθητικές συγκινήσεις, που ένιωσε μέσω του Σεζάν, των μεταϊμπρεσιονιστών, των εξπρεσιονιστών, των κυβιστών, των συμβολιστών. Όλα κατάφερνε να τα επεξεργάζεται και να τα εκμεταλλεύεται με ένα στιλ μοναδικό και πρωτότυπο, ενώνοντας μοντέρνες ιδέες με την προσωπική χρωματική ευαισθησία του, δηλωτική ηδυπάθειας και ερωτισμού.

Ο Μοντιλιάνι στο ατελιέ του
Η συνάντησή του με τον Ρουμάνο γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι (Konstantin Brancusi) τον ιντριγκάρει να γνωρίσει τον κόσμο της γλυπτικής. Έναν κόσμο που ο Μοντιλιάνι θ’ αγαπήσει τόσο, ώστε επί χρόνια να του αφιερωθεί ολοκληρωτικά, ξεχνώντας σχεδόν τη ζωγραφική. Οι γλυπτές κεφαλές που δημιουργεί, κυρίως μεταξύ 1911-1913, απηχούν τον θαυμασμό του για την αιγυπτιακή, καμποτζιανή και αφρικανική τέχνη. Πρόλαβε, μάλιστα, να εκθέσει ορισμένα από τα έργα του στο «Φθινοπωρινό Σαλόνι» του 1912, δυστυχώς όμως ο ίδιος κατέστρεψε την πλειονότητά τους. Πιθανότατα υπό την επίρρεια ουσιών… Ωστόσο τις επιμήκεις γραμμές των λαιμών, τα οβάλ πρόσωπα και τα αμυγδαλωτά μάτια των μορφών στα γλυπτά του έργα τις μετέφερε και στη ζωγραφική του.



Γλυπτά έργα του Αμεντέο Μοντιλιάνι
Ακολουθεί η ολοκληρωτική αφοσίωσή του στη ζωγραφική και το πιο δημιουργικό διάστημα του καλλιτέχνη. Σε μια περίοδο πέντε ετών (1915-1920) ζωγραφίζει πάνω από 300 πίνακες και το έργο του γίνεται γνωστό και εκτός Παρισιού. Η γνωριμία του με τον γιατρό Πολ Αλεξάντρ (Paul Alexandre) και αργότερα με τον Πολωνοεβραίο Λεοπόλντ Ζμπορόφσκι (Léopold Zborowski), γνωστό διανοούμενο και ποιητή της εποχής, και τη σύντροφό του Anna Sierzpowski (γνωστή με το όνομα Hanka), του εξασφαλίζει έναν σταθερό επαγγελματικό χώρο και σταδιακά τα προς το ζην. Όλοι τους λειτούργησαν ως χορηγοί του, εντυπωσιασμένοι από το έργο του.

Léopold Zborowski (1889-1932)

Ο Paul Alexandre στο κέντρο ανάμεσα σε καλλιτέχνες στον κήπο του Maison du Delta, στο Παρίσι




Πορτραίτα των χορηγών του Μοντιλιάνι: Λεοπόλντ Ζμπορόφσκι και Πολ Αλεξάντρ (τελευταίο δεξιά) φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο

Ο Amedeo Modigliani, ο Léopold Zborowski, ο Anders Osterlind
και η Nanic Osterlind στο Haut-de-Cagnes, το 1919




Ανένταχτος, παράδοξος, μοναχικός, εκκεντρικός, αλκοολικός, αριστοκρατικός μα συνάμα πάμφτωχος και ξεπεσμένος, ο Μοντιλιάνι θ’ αφήσει το δικό του μοναδικό αποτύπωμα στην Ιστορία της Τέχνης. Ανάμεσα σε καλλιτεχνικά σαλόνια και κατειλημμένα κτήρια, τριγυρισμένος από διανοούμενους και πόρνες, περιπλανώμενος μεταξύ Μονμάρτρης και Μονπαρνάς, ακροβατώντας μεταξύ γλυπτικής και ζωγραφικής, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, στην εξαιρετικά σύντομη ζωή του δεν θα γνωρίσει ποτέ την καλλιτεχνική καταξίωση.


Ο Amedeo Modigliani, o Pablo Picasso και ο André Salmon
στο Café La Rotonde, στο Montparnasse, Παρίσι 1916

Ο Amedeo Modigliani, ο Max Jacob, ο André Salmon και ο Manuel Ortiz de Zárate
σε φωτογραφία που τράβηξε ο Jean Cocteau, στο Montparnasse, το 1916
Το 1919 μια έκθεση με δέκα έργα του στο Λονδίνο τυγχάνει ενθουσιώδους απήχησης και θερμών κριτικών από ειδικούς της τέχνης. Τότε όμως, που ξεκίνησε να γράφει στη μητέρα του, ενημερώνοντάς την για τις μεγάλες επιτυχίες του, το λάδι στο καντήλι του ήδη τρεμόπαιζε… Η φυματίωση και οι καταχρήσεις είχαν επιβαρύνει δραματικά την κατάσταση της υγείας του. Έξι μήνες μετά από εκείνο το γράμμα, τον Ιανουάριο του 1920, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 36 ετών, χτυπημένος από φυματιώδη μηνιγγίτιδα. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σχέση του με την 18χρονη τότε Ζαν Εμπιτέρν (Jeanne Hébuterne), τη γυναίκα που του χάρισε την κόρη του, Ζαν Μοντιλιάνι.

Jeanne Hébuterne
(6 Απριλίου 1898 – 25 Ιανουαρίου 1920)
Ο θάνατος του Αμεντέο Μοντιλιάνι, στις 24 Ιανουαρίου 1920, αποτελεί μόνο το μισό μέρος μιας ανείπωτης τραγωδίας που θα ολοκληρωθεί μία μόλις ημέρα μετά, όταν η μούσα και γυναίκα του, μητέρα της κόρης του και έγκυος στον όγδοο μήνα στο δεύτερο παιδί τους, Ζαν Εμπιτέρν, αδυνατώντας να δεχτεί την απώλεια του αγαπημένου της, θα πηδήξει στο κενό από τον πέμπτο όροφο του πατρικού της σπιτιού, σε ηλικία μόλις 22 ετών, ακολουθώντας στον τάφο τον αγαπημένο της. Εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του πατέρα της, η Jeanne Modigliani πέθανε βυθισμένη στο αλκοόλ κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες…

Το σπίτι όπου έζησε τον τελευταίο καιρό πριν τον θάνατό του ο Αμεντέο Μοντιλιάνι
με τη Ζαν Εμπιτέρν, στον αριθμό 8 της Rue de la Grande-Chaumière, στη Μονμάρτρη
(φωτ. Bruno De Hogues, Getty Images)
Ο άνθρωπος που λάτρεψε τον αγοραίο έρωτα, το χασίς, το όπιο, ακόμα και την κοκαΐνη, ήταν ο ίδιος που ζωγράφισε πάνω από 350 πίνακες αμύθητης συνολικά αξίας και για μια ολόκληρη εξαετία αφιερώθηκε αποκλειστικά στη δεύτερη τέχνη του, αφήνοντας το στίγμα του και στη γλυπτική. Ο πίνακάς του Nu couché (Γυμνό στο κρεβάτι) είναι ο 5ος ακριβότερος όλων των εποχών. Φθάνοντας το 2015, σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s, το ιλιγγιώδες ποσό των 157,2 εκατομμυρίων δολαρίων, αποτελεί το ακριβότερο έργο που δημοπρατήθηκε ποτέ από τον διάσημο οίκο. Όταν ο Μοντιλιάνι πέθαινε τραγικά νέος και πάμφτωχος, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τα έργα του σήμερα θα είχαν αστρονομικές τιμές, ενώ ο ίδιος τα πωλούσε κυριολεκτικά για ένα πιάτο φαΐ ή για λίγο φτηνό αλκοόλ…

Amedeo Modigliani, Nu couché, 1917
Πίσω από κάθε πορτρέτο η αγωνία του θανάτου…
Το πρωί μπορούσε να συνδιαλέγεται με τον κύκλο των αβάν γκαρντ καλλιτεχνών της Μονμάρτρης και του Μονπαρνάς, ως σεβάσμιο μέλος, αριστοκρατικού ίματζ, του παγκόσμιου πνευματικού λίκνου, όπως ήταν το Παρίσι στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. «Υπάρχει μόνον ένας άνθρωπος που ξέρει να ντυθεί στο Παρίσι κι αυτός είναι ο Μοντιλιάνι», έλεγε ο διασημότερος του κύκλου αυτού, ο Πάμπλο Πικάσο.

Amedeo Modigliani, 1918
(Istituto Amedeo Modigliani, Roma)
Το βράδυ της ίδιας ημέρας δεν είχε κανένα πρόβλημα να ψάχνει μεθυσμένος ή «φτιαγμένος» συντροφιά στα πορνεία του Παρισιού. Ή να καταφεύγει σε βίαια ξεσπάσματα ενώπιον κάποιας από τις διάσημες ερωμένες του, όπως η Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, που ύστερα από έναν χρόνο θυελλώδους σχέσης μαζί του, δεν άντεξε και επέστρεψε στον σύζυγό της.




«Θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι
που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη»
Amedeo Modigliani
Ήταν όμως τόσο ευάλωτος στις ασωτίες -αυτές που εν τέλει αφαίρεσαν χρόνια από τη ζωή του- ή ο κορυφαίος δημιουργός κατέφευγε συνειδητά σε αυτές, προκειμένου να καμουφλάρει κάτι βαθύτερο, σκοτεινό και τρομακτικό, που τον κατέτρεχε, όπως η φιλασθένειά του; Ο ίδιος άλλωστε είχε δηλώσει την περίφημη φράση: «Θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη …», λόγια που δείχνουν την ασίγαστη δίψα για ζωή που τον διακατείχε, αλλά και το πικρό του παράπονο για την ανυμπόρια στην οποία τον καθήλωνε η στέρηση της υγείας, οι εξαρτήσεις και τα προβλήματα που σώρρευε η ανέχεια.




Η τελευταία βιογραφία του, με τίτλο «Modigliani: A Life», γραμμένη από τη Meryle Secrest το 2011, («Μοντιλιάνι: Μια ζωή»), επιχειρεί ν’ ανατρέψει τον μύθο του αυτοκαταστροφικού, μποέμ καλλιτέχνη. Η βιογράφος του υποστηρίζει ότι εσκεμμένα ο Μοντιλιάνι ξεκίνησε το ποτό και τα ναρκωτικά, θέλοντας -πάση θυσία- να κρύψει ένα μεγάλο μυστικό. «Ήταν χαρούμενος», γράφει, «όταν οι άλλοι τον θεωρούσαν μεθύστακα και ναρκομανή. Έτσι, δεν έβλεπαν πάνω του τα σημάδια της φυματίωσης. Οι αλκοολικοί, άλλωστε, ήταν αποδεκτοί. Οι φυματικοί όμως όχι …».

«Το κοινωνικό στίγμα για τα θύματα της φυματίωσης την εποχή εκείνη ήταν μεγάλο και αυτομάτως τα εξόριζε στο περιθώριο της ζωής. Ο Μοντιλιάνι προτίμησε συνειδητά να κρύψει τη θανατηφόρα ασθένειά του απ’ όλους, φίλους και ερωμένες», συμπληρώνει η βιογράφος του. Στις βιογραφίες, που έχουν κυκλοφορήσει κατά το παρελθόν, οι ιστορικοί τέχνης συμφωνούν ότι αιτία του θανάτου του Μοντιλιάνι, μόλις στα 36 του χρόνια, ήταν η φυματιώδης μηνιγγίτιδα. Η Σεκρέστ συνυπογράφει, αλλά τα ευρήματά της έχουν την εξής προέκταση: ο Μοντιλιάνι δεν δημιουργούσε ερήμην του, υπό την επήρεια των ουσιών, αλλ’ εκτελούσε συνειδητά ένα καλοσχεδιασμένο σχέδιο προστασίας της υπόληψης και κυρίως της υστεροφημίας του. Ήξερε ότι θα πεθάνει και γι’ αυτό βιαζόταν να καθιερώσει την υπογραφή του…
Αν όλα αυτά ισχύουν, πρόκειται για έναν άνθρωπο που συνέτριψε εκκωφαντικά τα ασφυκτικά όρια του πεδίου δράσης, στα οποία («νόμιζε») η μοίρα ότι τον είχε εγκλωβίσει…
«I can speak only of the brotherly friendship shown to me
by the simplest and noblest genius of that heroic age …»
Jean Cocteau for his friend Amedeo Modigliani












Διάσημα γυμνά του Αμεντέο Μοντιλιάνι. Εκτέθηκαν στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, προκαλώντας
σκάνδαλο και την επέμβαση της αστυνομίας για την άμεση απαγόρευση της δημόσιας έκθεσής τους
Δεν τους χώρισε ούτε ο θάνατος…

Ο μεγάλος έρωτας του Ιταλού ζωγράφου, Αμεντέο Μοντιλιάνι και της νεαρής
Γαλλίδας, Ζαν Εμπιτέρν, που τον ακολούθησε πέρα και από τον θάνατο…
«Σταχτής κι ο έρωτας
και σταχτής -αλίμονο- κι ο θάνατος!»
Μενέλαος Λουντέμης

Η Ζαν Εμπιτέρν (Jeanne Hébuterne, 1898-1920) ήταν δεκαοκτώ ετών, φοιτήτρια των Καλών Τεχνών, μέσα σε μια ολόχρυση νιότη, όταν το 1916 συνάντησε τον μέγα Αμεντέο Μοντιλιάνι (Amedeo Modigliani), περιζήτητο εραστή και πασίγνωστο καλλιτέχνη της Μονμάρτρης, της γειτονιάς των καλλιτεχνών στο Παρίσι και του Μονοπαρνάς αργότερα, όπου πάντα αδέκαρος, αναζητούσε φτηνά ενοίκια. Ήταν δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερός της, εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες και αλκοόλ και έβγαινε ήδη από δύο θυελλώδεις και παράφορες προηγούμενες σχέσεις του: με τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα (Anna Akhmatova) και την ανεξάρτητη και ασυμβίβαστη βρετανίδα λογοτέχνιδα Μπεατρίς Χάστινγκς (Béatrice Hastings).

Η Jeanne Hébuterne

«Νιώθω πως είναι η ώρα που θα γυρίσει απ’ έξω, ξενυχτισμένος, ο αιθερομανής ποιητής. Θ’ ανέβει, τη σκάλα αργά, βαριά, και θα πάει να κουρνιάσει στη σοφίτα του. Δε θα μου χτυπήσει την πόρτα, ποτέ δε χτυπάει. Η σκάλα θα στενάξει κάτω από το περιττό βάρος του. Νάτος κιόλας που έρχεται! Τον ακούω που ανεβαίνει. Τον ονειρεύομαι κάποτε έτσι ν’ ανεβαίνει, όλο ν’ ανεβαίνει, ασταμάτητα, με το κεφάλι του σα σφαίρα διάφανη, ελαστική, γεμάτη αιθέρα. Γίνεται ανάλαφρος, όλο και πιο ανάλαφρος, σχεδόν άυλος. Τ’ αστέρια τώρα του κρατάνε συντροφιά, στεφανώνουν το μέτωπό του. Όμως δε φτάνει ποτέ πουθενά. Αυτό είναι το μαρτύριο που του έχουν ορίσει για κόλαση. Καθένας με το ριζικό του» (Άγγελος Τερζάκης, «Του έρωτα και του θανάτου»).
Η Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) υπήρξε μία συγκλονιστική γυναίκα, που αν και ευρισκόμενη στο γαμήλιο ταξίδι με τον σύζυγό της Γκουμιλιόφ στο Παρίσι, το 1910, γνώρισε τον νεαρό τότε Μοντιλιάνι και τον ερωτεύτηκε παράφορα, μαγεύοντας ωστόσο και η ίδια τη δική του καρδιά. Όταν συνάντησε την Αχμάτοβα το 1911, ο Μοντιλιάνι ήταν 26 ετών και εκείνη 21. H Ρωσίδα ποιήτρια ήταν μια επιβλητική φιγούρα, πανύψηλη, με γκριζοπράσινα μάτια και με μια κομψότητα που θάμπωνε. Όσο ο πλούσιος σύζυγός της ζούσε αμέριμνος, η Αχμάτοβα έκανε μακρινούς περιπάτους με τον Μοντιλιάνι, με τον τελευταίο να την μυεί ολοένα και περισσότερο στην τέχνη και στην ποίηση.

Η Anna Akhmatova
Η αιφνίδια επιστροφή της Αχμάτοβα στην Αγία Πετρούπολη άφησε ωστόσο τον Μοντιλιάνι με μιαν ανεπούλωτη πληγή στην καρδιά. Έναν χρόνο μετά, η Αχμάτοβα θα επιστρέψει στο Παρίσι και θα ξαναβρεί το νήμα του έρωτά της με τον νεαρό ζωγράφο. Ο δεσμός τους όμως δεν ήταν γραφτό να ευοδωθεί. Οι συνεχείς εκρήξεις του θα την απομακρύνουν και, μετά από έναν χρόνο παράφορης σχέσης, εκείνη θα επιστρέψει για πάντα στον σύζυγό της στη Ρωσία. Η φυγή της τσάκισε την καρδιά και τον συναισθηματικό κόσμο του Μοντιλιάνι, που πλέον κατέληξε να καταναλώνει φάρμακα και ναρκωτικά για να νικήσει την κατάθλιψη που τον βασάνιζε ακατάπαυστα. Από την άλλη, η επιρροή του Μοντιλιάνι, ακόμα και μετά τον χωρισμό τους, δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στη ζωή αλλά και στο έργο της Αχμάτοβα, που ένιωθε τον μεγάλο της έρωτα παρόντα, να την ακολουθεί πάντοτε, παντού:

«… Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα …».
Άννα Αχμάτοβα, «Ρέκβιεμ»
(απόσπασμα, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου)
Αλλά και για τον Μοντιλιάνι, όσα από τα σχέδιά του που εμπνεύστηκε από την Αχμάτοβα περισώθηκαν, μαρτυρούν την εγγύτητα και τη βαθύτατη επίδραση που ασκούσε πάνω του η ομορφιά και η αύρα της νεαρής Ρωσίδας. Υπάρχει μια εκτενέστατη καταγραφή και αξιολόγηση της συνάντησής τους από την ίδια την ποιήτρια στα απομνημονεύματά της, που γράφηκε λίγο πριν τον θάνατό της, τον Μάρτη του 1966, όπου χαρακτηρίζει αυτή τη συνάντηση ως «την αρχή μιας νέας εποχής και για τους δυο», περιγράφει κάποια στιγμιότυπα, αλλά δεν αναφέρεται σε λεπτομέρειες για τη μεταξύ τους επαφή. Έτσι, όσα συνέβησαν παραμένουν εν πολλοίς μυστήριο. Εκείνη την εποχή ο Μοντιλιάνι τη ζωγραφίζει αδιάκοπα και της χαρίζει, μεταξύ άλλων, ένα σχέδιο το οποίο η ποιήτρια θα κουβαλάει παντού σε όλη της τη ζωή και θα κοσμήσει με αυτό και το εξώφυλλο της συλλογής της «Το διάβα του χρόνου», η οποία θα εξαντληθεί ταχύτατα και θα γίνει δυσεύρετη.

Στο μοναδικό σημείο στην ποίησή της, όπου γίνεται αναφορά στον ζωγράφο, είναι σε ένα προσχέδιο από το «Ποίημα χωρίς ήρωα» που δημοσιεύθηκε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της: «Το Παρίσι μέσα σε μαβιά αχλή / Και πάλι ίσως ο Μοντιλιάνι / να με ακολουθεί απαρατήρητος / Είναι αυτός που έχει τη δυσάρεστη ικανότητα να ταράζει ακόμα και τον ύπνο μου …».




Σκίτσα του Μοντιλιάνι για την Άννα Αχμάτοβα, 1911
Λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή η Αχμάτοβα έγραψε για τον Μοντιλιάνι όσα η ίδια ήθελε να γίνουν γνωστά από τη γνωριμία τους: «Τώρα αντιλαμβάνομαι πως αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο σε εμένα ήταν η ικανότητά μου να διαβάζω τις σκέψεις, να διακρίνω τα όνειρα των άλλων ανθρώπων και άλλες τέτοιες μικρολεπτομέρειες που όσοι με γνώριζαν ήταν προ πολλού εξοικειωμένοι. Επαναλάμβανε συνεχώς “Εμείς οι δυο καταλαβαινόμαστε …”. Και έλεγε συχνά: “Είσαι η μόνη που το καταφέρνεις αυτό”. Πιθανότατα κανένας από τους δυο μας δεν καταλάβαινε το ουσιώδες: όλα όσα συνέβησαν τότε ήταν μέρος της προϊστορίας της ζωής μας. Η πνοή της τέχνης όφειλε να τροφοδοτηθεί, να μεταμορφώσει εκείνες τις δυο υπάρξεις, εκείνη η ώρα πρέπει να ήταν μια ώρα φωτεινή, αβαρής, πριν το ξημέρωμα. Αλλά το μέλλον, που όπως γνωρίζουμε ρίχνει τη σκιά του πολύ πριν κάνει την εμφάνισή του, χτυπούσε το παράθυρο, παραμόνευε πίσω από τους φανοστάτες, εισέβαλε στα όνειρα και μας φοβέριζε με το τρομακτικό Μπωντλερικό Παρίσι που παραμόνευε καμουφλαρισμένο κάπου κοντά. Και όλα όσα ήταν θεϊκά πάνω στον Μοντιλιάνι λαμποκοπούσαν, διαπερνώντας το μισοσκόταδο. Δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο στον κόσμο».

Η Άννα Αχμάτοβα
Είναι προφανές πως η Αχμάτοβα γοητεύθηκε από τον όμορφο Ιταλό ζωγράφο, ο οποίος, μετά την επιστροφή της στη Ρωσία τη βομβάρδισε με γράμματα, τα οποία δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί. Εκείνη την εποχή κανένας από τους δύο δεν γνώριζε πως θα άφηνε το αποτύπωμά του στην τέχνη του 20ού αιώνα. Ήταν δυο άσημοι νέοι που έκαναν τις βόλτες τους στους κήπους του Λουξεμβούργου και στα στέκια των καλλιτεχνών της Αριστερής Όχθης ή κάθονταν στα παγκάκια και απήγγειλαν ποιήματα του Βερλαίν. Άλλωστε, ο πάντα φτωχός Μοντιλιάνι δεν είχε λεφτά να πληρώσει για τις αναπαυτικές πολυθρόνες και, πιθανότατα, δεν ήθελε να ζητήσει από την Αχμάτοβα, που εκείνη την εποχή ήταν μάλλον εύπορη…




Σκίτσα του Μοντιλιάνι εμπνευσμένα από την Άννα Αχμάτοβα
Αρκετές δεκαετίες αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο Μοντιλιάνι το 1911 έκανε έναν αριθμό από σκίτσα της Αχμάτοβα και πως η σχέση τους δεν περιορίστηκε στις βόλτες στο πάρκο και στις απαγγελίες ποιημάτων, όπως η ίδια ισχυρίζεται. Το 1993, έργα του Μοντιλιάνι, μέρος της συλλογής ενός εκ των φίλων του, εκτέθηκαν στη Βενετία και ένας επισκέπτης, αφού κοίταξε προσεκτικά και τα δώδεκα σκίτσα μιας γυμνής γυναίκας, αναφώνησε: «Αυτή είναι η Αχμάτοβα!
Μετά το 1911 δεν ξανασυναντήθηκαν… Ο ζωγράφος δεν έμελλε να ζήσει για πολύ ακόμα, ενώ η Αχμάτοβα έζησε μια περιπετειώδη και δύσκολη ζωή με εξορίες, δύσκολους έρωτες και πόνο. Όμως πόσο γοητευτική ως ιδέα είναι η σκέψη πως οι δυο αυτές μεγαλοφυΐες συναντήθηκαν και ερωτεύθηκαν και πως η σχέση τους υπήρξε και για τους δυο μια κομβική στιγμή στη ζωή τους, πριν χωριστούν και πάρει ο καθένας τον δρόμο του.

Η Άννα Αχμάτοβα

Σε ένα σημείο η Αχμάτοβα περιγράφει μια όμορφη σκηνή από μια μέρα που επισκέφτηκε τον Μοντιλιάνι και δεν τον βρήκε στο σπίτι του: «Είχε μάλλον γίνει παρανόηση γι’ αυτό και αποφάσισα να περιμένω μερικά λεπτά. Κρατούσα στα χέρια μου ένα μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα. Ένα παράθυρο πάνω από την κλειδωμένη είσοδο του σπιτιού, όπου έμενε ο Μοντ, ήταν ανοιχτό. Καθώς δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω αποφάσισα να ρίξω τα λουλούδια μέσα από το παράθυρο. Έπειτα, δεν περίμενα περισσότερο, έφυγα. Όταν ξανασυναντηθήκαμε εκείνος προβληματιζόταν για το πώς κατάφερα να μπω μέσα στο κλειδωμένο δωμάτιο καθώς ο ίδιος είχε το κλειδί. Του εξήγησα τι είχε συμβεί. “Ναι αλλά αυτό είναι αδύνατον -τα λουλούδια ήταν τόσο όμορφα απλωμένα πάνω στο πάτωμα”, είπε.

Το 1911 και για όσο διάστημα η Άννα παρέμεινε στο Παρίσι, ο Μοντιλιάνι την πήγε πολλές φορές στην Αιγυπτιακή πτέρυγα του Λούβρου, προκειμένου να την παρατηρήσει ανάμεσα στα αγάλματα και στις ζωοφόρους. Το λυγερό σώμα της Αχμάτοβα και η μακριά λεπτή της μύτη θύμιζαν τις Αιγύπτιες θεότητες και τις βασίλισσες που τον είχαν συνεπάρει. Συγκεκριμένα το σχέδιο με τίτλο: «Η γονατιστή γαλάζια Καρυάτιδα» φαίνεται πως είναι εμπνευσμένο από εκείνες τις επισκέψεις. «Τον είχε συνεπάρει η Αίγυπτος», γράφει η Αχμάτοβα. «Ζωγράφισε το κεφάλι μου στολισμένο με κοσμήματα που φορούσαν Αιγύπτιες βασίλισσες και χορεύτριες και έμοιαζε τρομερά γοητευμένος από τη μαγεία της Αιγυπτιακής τέχνης». Η Καρυάτιδα αλλά και τα υπόλοιπα σχέδια που απεικονίζουν την Αχμάτοβα αποκαλύπτουν μια φοβερή ευαισθησία, ενώ οι λιτές γραμμές που σχηματίζουν το περίγραμμά της είναι φορτισμένες με τρομερή ενέργεια και δυναμισμό.
«Με ζωγράφιζε από μνήμης, μόνος στο σπίτι», ισχυρίστηκε αργότερα η Αχμάτοβα. «Έτσι δούλευε. Προτιμούσε να έχει πρώτα απορροφήσει όσα είχε δει. Δεν τον ενδιέφερε μια ρεαλιστική απεικόνιση. Χρειαζόταν την απόσταση, προκειμένου να βάλει στον πίνακα και τα δικά του συναισθήματα». Η Αχμάτοβα έγραψε για τον Μοντιλιάνι 50 χρόνια μετά τη συνάντησή τους, λίγο πριν φύγει κι η ίδια απ’ τη ζωή. Η χρονική απόσταση είναι μεγάλη για να περιγραφούν συναισθήματα και λεπτομέρειες και γράφει σαν κάποιος τρίτος που παρακολουθεί «αυτές τις δυο υπάρξεις» μέσα στον χρόνο -νέοι, ωραίοι, ταλαντούχοι και ανυποψίαστοι για την τροπή που έμελλε να πάρει η ζωή τους, αλλά και ο κόσμος, αγνοώντας το πόσο τυχεροί υπήρξαν που πρόλαβαν να συναντηθούν και να ερωτευθούν…
Σε ηλικία 30 ετών ο Μοντιλιάνι θα γνωρίσει τη Μπεατρίς Χάστινγκς (1879-1943), στο Café La Rotonde στο Mονπαρνάς. Εκείνη θα σημειώσει στο ημερολόγιό της: «Κάθισα απέναντί του. Χασίς και κονιάκ. Καθόλου εντυπωσιασμένη… Δεν ήξερα ποιος ήταν. Φαινόταν άσχημος, άγριος, άπληστος». Δεν ήταν η πιο ελπιδοφόρα πρώτη εντύπωση, ωστόσο στάθηκε και για τους δυο η μοιραία συνάντηση που θα μεταμόρφωνε τη ζωή τους.

Η Béatrice Hastings το 1918

Ο Μοντιλιάνι είχε ήδη εθιστεί στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών και η αδυναμία του να πουλήσει τα έργα του τον βύθιζε, ολοένα και περισσότερο, σε αδιέξοδο. Η Χάστινγκς, πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, ένιωσε το θάλπος του μυστηρίου του και την τράβηξε η μποέμικη ζωή του. Αλλά κι εκείνος ένιωσε θαμπωμένος από την ανεξαρτησία και την εξυπνάδα της. Η Χάστιγνκς, από πολύ μικρή έδειξε πως ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί. Πολύ νέα μετανάστευσε στη Νότιο Αφρική, ωστόσο επέστρεψε στη Βρετανία όπου έγινε εκλεκτή πιανίστρια, τραγουδίστρια και ποιήτρια. Επίσης, τάχθηκε υπέρ του αγώνα του σοσιαλιστών και του δικαιώματος ψήφου των γυναικών.




Πορτραίτα της Μπεατρίς Χάστινγκς ζωγραφισμένα από τον Μοντιλιάνι
Ήταν προφανές πως η σχέση της με τον Μοντιλιάνι ήταν μια φωτιά. Και οι δυο τους ήταν τόσο διάπυροι από τη φύση τους που δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια συμβατική σχέση. Χώρισαν όταν η Χάστινγκς αποφάσισε να βρει μια πιο σταθερή σχέση, πειραματιζόμενη και με τα δύο φύλλα. Τελικά, προσεβλήθη από καρκίνο και απογοητευμένη από τη δημόσια υποτίμηση των ταλέντων της, σε ηλικία 64 ετών, αυτοκτόνησε βάζοντας το κεφάλι της στον φούρνο. Το 2004, ο βιογράφος της Στέφεν Γκρέι έγραψε πως η σχέση της με τον Μοντιλιάνι ήταν καθοριστική και για τους δύο.
«Ο έρωτας κι ο θάνατος
ίδια σπαθιά βαστούνε
κι οι δυο με τρόπο ξαφνικό
και ύπουλο χτυπούνε.
Όταν φιλώ τ’ αχείλι σου
μουδιάζει το κορμί μου
και μες στου ονείρου το γιαλό
χάνομαι γιασεμί μου»
Η σκιά της έντονης προσωπικότητας τόσο της Αχμάτοβα όσο και της Χάστινγκς και της μοιραίας επίδρασή τους στη ζωή του Μοντιλιάνι, θα πέσει βαριά και στην καινούργια, απαγορευμένη σχέση του με τη νεαρή Ζαν, που ξεκίνησε στο στούντιο του καλλιτέχνη κοντά στο σπίτι των γονιών της, στην Place de la Contrescarpe. Η Ζαν είχε προηγουμένως ποζάρει για τον Ιάπωνα ζωγράφο Τσουγκουχάρου Φουτζίτα (Tsuguharu Foujita) και μέσω εκείνου γνώρισε τον Μοντιλιάνι (κατ’ αλλους εκείνη που σύστησε τη νεαρή Jeanne Hébuterne στον Μοντιλιάνι ήταν η Εβραία γλύπτρια και φίλη του ζωγράφου Chana Orloff, της οποίας η Jeanne ήταν επίσης μοντέλο).

Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι και η Ζαν Εμπιτέρν στο ατελιέ του ζωγράφου
Η γνωριμία τους έγινε στην Académie Colarossi (κατ’ άλλους στο καφέ «La Rotonde» ή σε ένα bal masqué). Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά. Ο Μοντιλιάνι είχε μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες, αλλ’ η γλυκιά Ζαν καθόρισε τη ζωή του, ενσαρκώνοντας στα μάτια του το απόλυτο ιδανικό στη γυναικεία ύπαρξη. Έγινε σύντροφος, μούσα του, μητέρα του παιδιού του και του έμεινε πιστή ακόμα και πέρα από τον θάνατο. Η Ζαν θεωρείται ότι πόζαρε σε τουλάχιστον εικοσιπέντε πίνακες του μεγάλου ζωγράφου.




Πορτραίτα της Ζαν Εμπιτέρν από τον Αμεντέο Μοντιλιάνι
Η οικογένεια της Ζαν ήταν καθολική και πολύ συντηρητική. Οι γονείς της Achille – Casimir και Eudoxie Hébuterne, αντιμετώπιζαν τον «Εβραίο – τυχοδιώκτη» Μοντιλιάνι ως έναν απένταρο μεθύστακα, που θα παρέσυρε την κόρη τους στην ακολασία της μποέμικης ζωής του Παρισιού.

Πορτραίτο μητέρας της Jeanne Eudoxie Hébuterne, από την ίδια, 1919
Η Ζαν δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να πάρει την απόφασή της. Έφυγε απ’ το σπίτι της και τον Ιούλιο του 1917 πήγε να ζήσει με τον Μόντι, που γι’ αυτήν ήταν ο απόλυτος έρωτας. Ήταν η μούσα του, το μοντέλο του, η ανήλικη ερωμένη του. Ζούσε στην σκιά του και είχε αλλόκοτες διακυμάνσεις στη συμπεριφορά και στις διαθέσεις. Ήταν σιωπηλή, ανεξιχνίαστη, προσκολλημένη ολότελα σ’ εκείνον και στην τέχνη τους.

Jeanne Hébuterne
Πανέμορφη και δοσμένη ολοκληρωτικά σε εκείνον, αψήφησε γονείς και κοινωνία για ν’ αφοσιωθεί στη ζωή και στη δημιουργία εκείνου που λάτρεψε. Έζησε στη σκιά του δικού του ταλέντου, θεωρούμενη από τους περισσότερους βιογράφους του, για πολλά χρόνια, ως μία ακόμα ανάμεσα στις πολλές ερωμένες του. Και όμως, η Ζαν Εμπιτέρν ήταν μια σπουδαία καλλιτέχνιδα, που το έργο της διαπλάστηκε πλάι σε εκείνο του Μοντιλιάνι και έμεινε απόλυτα κρυφό μέχρι το 1992, οπότε -επιτέλους- παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επίσημα στο κοινό.

Amedeo Modigliani
Εκείνος είχε βίαια ξεσπάσματα, ζώντας μέσα στην απόγνωση. Έφτανε στα άκρα με τους εθισμούς και τις καταχρήσεις του, αλλά και με την απελπιστική καθημερινότητα στην οποία τον καθήλωνε η φοβερή αρρώστια. Η Ζαν ζούσε πια μαζί του έχοντας εγκαταλείψει τους γονείς της, σκανδαλισμένους από το ότι είχε ενδώσει, ανήλικη, σ’ ένα αίσθημα με έναν ολέθριο άνδρα. Στο σπίτι τους δεν υπήρχε συχνά φαγητό και θέρμανση. Αυτό δεν εμπόδιζε τον Μοντιλιάνι να ζωγραφίζει μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει λίγο ακόμα ποτό… Έμπαινε στα μικρά καφέ κρατώντας χαρτί και μολύβι, ζωγράφιζε επιτόπου τα σχέδιά του και τα αντάλλασσε με μερικά ποτήρια κρασί.

Courtyard (Αυλή), έργο της Jeanne Hébuterne
Παρά τα αυστηρά ήθη της εποχής, το καλλιτεχνικό ζευγάρι δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ο Μοντιλιάνι ζούσε στο Παρίσι από το 1905. Ο κύκλος του αποτελείτο από τα μεγαλύτερα ονόματα της καλλιτεχνικής σκηνής, όπως ο Πικάσο, ο Χουάν Γκρι και ο Ντιέγκο Ριβέρα. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μοντιλιάνι προσπάθησε να καταταγεί στον στρατό αλλά δεν στρατεύθηκε τελικά λόγω της επιβαρυμένης υγείας του. Ήταν κι αυτή η απογοήτευση ακόμα ένα χτύπημα για κείνον…




Έργα του Αμεντέο Μοντιλιάνι
Παρ’ όλα αυτά, το μεγάλο ταλέντο του Μοντιλιάνι και η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα δεν σταμάτησαν να λάμπουν και να δίνουν αριστουργήματα της τέχνης του ακόμα και μέσα στην τόση δυστυχία. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια, κυρίως λόγω της βοήθειας του εμπόρου τέχνης Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, έμελλαν να γίνουν τα πιο δημιουργικά για τον καλλιτέχνη. Από το 1915 έως το 1920 ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε πάνω από τριακόσιους πίνακες και στις 3 Δεκεμβρίου του 1917 έκανε και την πρώτη και μοναδική, όσο ζούσε, έκθεση των έργων του με τεράστια γυμνά, που προκάλεσαν σκάνδαλο, ώστε τελικά ν’ απαγορευτεί η έκθεση και να επέμβει η αστυνομία.

Η Ζαν, εσωστρεφής, ντροπαλή, μελαγχολική και πάντα ποιητικά όμορφη, συνέχιζε να ζωγραφίζει και η ίδια, στο περιθώριο του ταλέντου εκείνου, και να του ποζάρει διαρκώς. Στις 23 Μαρτίου 1918, την τέταρτη χρονιά του πολέμου, το ζευγάρι εγκατέλειψε το Παρίσι για να γλιτώσουν από την πείνα, τους συνέχεις βομβαρδισμούς και τις διακοπές ρεύματος, αλλά και προς αναζήτηση νέου κοινού για τα έργα τους. Εκείνος ήταν πια 34 ετών και εκείνη μόλις 20. Θα ζήσουν στην Κυανή Ακτή, στη Nice και στο Cagnes-sur-Mer, κάτω από έναν γλυκό, χρυσαφένιο ήλιο και δίπλα στη γαλάζια, παιχνιδιάρικη θάλασσα της Μεσογείου. Εκεί ο Μοντιλιάνι θα ζωγραφίσει τους πιο δημοφιλείς και μεγάλης αξίας πίνακές του.




Η Jeanne Hébuterne σε έργα του σπουδαίου ζωγράφου
Σε δύο μόλις χρόνια φιλοτεχνεί εικοσιπέντε πορτραίτα της ωραίας Ζαν. Στις 29 Νοεμβρίου του 1918, στη ζέστη της Κυανής Ακτής, γεννιέται η μοναχοκόρη τους, η οποία πήρε το όνομα της μητέρας της (ο Μοντιλιάνι φέρεται πως είχε αποκτήσει ακόμα ένα παιδί, έναν γιο, με τη Simone Thiroux, τον οποίο ουδέποτε αναγνώρισε, καθώς και δύο ακόμα τέκνα εκτός γάμου, όταν γεννήθηκε η Ζαν).


Αριστερά: Η Jeanne Hébuterne και η κόρη της, σκίτσο του Μοντιλιάνι, 1918. Δεξιά: Πορτραίτο της Simone Thiroux από τον Μοντιλιάνι, 1916
Επέστρεψαν στο Παρίσι τον Μάιο του 1919. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους η Ζαν συνειδητοποίησε ότι ήταν και πάλι έγκυος, ενώ εκείνος ήταν άρρωστος από φυματιώδη μηνιγγίτιδα (tubercular meningitis) και εξασθενημένος από το αλκοόλ και τις καταχρήσεις. Στις 7 Ιουλίου του 1919, ο Μοντιλιάνι συνέταξε ένα σύντομο σημείωμα προς την αγαπημένη του, στο οποίο δεσμευόταν ότι θα την παντρευτεί:

Παρ’ όλα αυτά, εξουθενωμένος από την ανέχεια και την αρρώστια, ο Μοντιλιάνι δεν θα καταφέρει ποτέ να υλοποιήσει την υπόσχεσή του. Παράλληλα, αδυνατώντας ν’ ανταποκριθούν στα έξοδα που απαιτούσε η ανατροφή της μόλις 10 μηνών κόρης τους, αποφασίζουν να την εμπιστευτούν σε μία τροφό. Η αποξένωση από το παιδί της παράλληλα με τη νέα εγκυμοσύνη της ήταν «το ποτήρι που ξεχείλισε» για την ευαίσθητη Ζαν, η οποία έχοντας ήδη υπομείνει τη φοβερή ψυχολογική και κοινωνική πίεση όλων των προηγούμενων ετών, ένιωθε πια τις αντοχές της να καταρρέουν. Θεωρείται βέβαιο ότι η Ζαν ήδη από το χρονικό εκείνο σημείο και μετά άρχισε να εξετάζει ολοένα και πιο συχνά στο μυαλό της την ιδέα της αυτοκτονίας και γενικά του θανάτου, όπως προδίδουν και τα ακόλουθα έργα της εκείνης της περιόδου:
Le Suicide (Η αυτοκτονία), Jeanne Hébuterne, 1919 (ακουαρέλα)
La Mort (Ο θάνατος), Jeanne Hébuterne, 1919 (ακουαρέλα)
Τον Σεπτέμβριο του 1919, ο Amedeo Modigliani γίνεται και πάλι δραστήριος και αρχίζει να εκθέτει τα έργα του ελπίζοντας πως θα καταφέρουν να κερδίσουν το ενδιαφέρον των αγοραστών. Το μέλλον διαγράφεται πολλά υποσχόμενο, αλλ’ όχι για πολύ ακόμα… Αρχές Ιανουαρίου 1920 ο καλλιτέχνης παθαίνει μια ισχυρή κρίση εξ αιτίας της ασθένειάς του. Επιχειρώντας να σταθεί όρθιος, βήχει αίμα και δείχνει αδύναμος και εξαντλημένος. Η πνευμονική μηνιγγίτιδα δουλεύει αδιάκοπα και ύπουλα όλο αυτό τον καιρό και τελικά τον καταβάλει ολοκληρωτικά. Η Jeanne μένει δίπλα του συνεχώς και τον ζωγραφίζει άρρωστο, στο κρεβάτι του, για τελευταία φορά:


Amedeo alité (Ο Αμεντέο κλινήρης), Jeanne Hébuterne, 1920
Στις αρχές του 1920, ο Μοντιλιάνι, αδυνατώντας πια να σηκωθεί από το κρεβάτι, εξαφανίζεται για καιρό από τα μέρη όπου σύχναζε, γεγονός που ανησύχησε τον φίλο του, επίσης ζωγράφο Μανουέλ Ορτίθ ντε Θάρατε (Manuel Ortiz de Zárate), ο οποίος άρχισε να τον αναζητά παντού.

Ο Modigliani στο ατελιέ του στην οδό Paul Guillaume, το 1916 (επιχρωματισμένη φωτογραφία)
Όταν ο Θάρατε αποφάσισε να επισκεφτεί τον Μοντιλιάνι στο σπίτι όπου κατοικούσε με τη Ζαν, ήρθε αντιμέτωπος με ένα τρομακτικό θέαμα… Ο Μοντιλιάνι, εξαντλημένος από τη φυματιώδη μηνιγγίτιδα, βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι παραληρώντας, εξαθλιωμένος από την πείνα και την ανυμπόρια και παραπονούμενος συνεχώς για αφόρητους πονοκεφάλους. Γύρω του ήταν ακουμπισμένα μισοάδεια μπουκάλια κρασιού και κονσέρβες σαρδέλας, που κατανάλωνε για ημέρες, μη έχοντας τίποτε άλλο διαθέσιμο. Σε μία καρέκλα, παγωμένη και σιωπηλή, καθόταν η σύντροφός του, Ζαν Εμπιτέρν, έγκυος στον όγδοο μήνα στο δεύτερο παιδί τους. Ήταν μόλις 22 ετών σε μία σχέση κοινωνικά καταδικασμένη και, βλέποντας ανήμπορη το τρομακτικό τέλος να έρχεται για τον φιλάσθενο εραστή της, δεν τολμούσε να καλέσει βοήθεια…

Το Νοσοκομείο Hôpital de la Charité στον αριθμό 47 της Rue Jacob
(6ème arrondissement), στο Παρίσι, όπου άφησε την τελευταία του πνοή
ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, την 24η Ιανουαρίου 1920, σε ηλικία 36 ετών
Ο ντε Θάρατε μετέφερε τον Μοντιλιάνι στο νοσοκομείο Σαριτέ του Παρισιού (Hôpital de la Charité de Paris). Εκεί ο ζωγράφος έπεσε σε κώμα, από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 24 Ιανουαρίου 1920, σε ηλικία 36 ετών. Την επομένη η Ζαν επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι και στην οικογένειά της, οι οποίοι τη δέχτηκαν πίσω παρά την άποψή τους, ότι είχε κάνει μία απολύτως «ανήθικη» επιλογή στη ζωή της. Ο αδερφός της Αντρέ την περιβάλλει με ιδιαίτερη αγάπη γνωρίζοντας ίσως και τις αυτοκτονικές της τάσεις. Δεν την αφήνει λεπτό από τα μάτια του. Η Ζαν όμως είναι σε απόλυτη εξάρτηση. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον Μοντιλιάνι. Μόλις μία ημέρα είχε περάσει απ’ την κηδεία του, τη νύχτα της 25ης Ιανουαρίου 1920 και ενώ όλοι κοιμώνται, ξεφεύγει από το υπνοδωμάτιό της και αφού διασχίσει το σαλόνι του σπιτιού, ανοίγει το παράθυρο και πηδάει από τον πέμπτο όροφο, βρίσκοντας φρικτό θάνατο και παίρνοντας μαζί της και το παιδί που κυοφορούσε. Όσο για τη μικρούλα Ζαν, την κόρη του ζευγαριού, δόθηκε στη γιαγιά της και στη θεία της από την πλευρά του Μοντιλιάνι, οι οποίες την ανέθρεψαν στην Ιταλία. Μεγαλώνοντας έγινε μία από τις πιο σημαντικές βιογράφους του πατέρα της.

Το κτήριο που στέγαζε το πατρικό σπίτι της Ζαν Εμπιτέρν, στον αριθμό 8 της rue Amyot
(5e arrondissement), όπου η Ζαν βρήκε τραγικό θάνατο, στις 25 Ιανουαρίου 1920,
πέφτοντας από το παράθυρο του 5ου ορόφου
Η Ζαν είχε ζητήσει να ταφεί δίπλα στον ζωγράφο στο Κοιμητήριο του Père-Lachaise, αλλ’ η τελευταία της επιθυμία δεν έγινε πραγματικότητα και ετάφη στο κοιμητήριο του Bagneux, στα περίχωρα του Παρισιού. Η οικογένειά της θεωρούσε τον Μοντιλιάνι υπεύθυνο για τον θάνατο της κόρης τους, γι’ αυτό και η Ζαν ενταφιάστηκε σε διαφορετικό νεκροταφείο από τον Εβραίο σύντροφό της. Έπρεπε να περάσει μία δεκαετία, για ν’ απαλύνει ο πόνος της οικογένειας… Το 1930, η σωρός της Ζαν μεταφέρθηκε δίπλα στον τάφο του Μοντιλιάνι. Η επιγραφή στον τάφο του ζωγράφου γράφει: «Χτυπήθηκε απ’ τον θάνατο, τη στιγμή της δόξας του». Η επιγραφή που προσέθεσε η οικογένεια της Ζαν στον τάφο της, λέει: «Αφοσιωμένη σύντροφος του Αμεντέο Μοντιλιάνι ως την υπέρτατη θυσία». Ο κοινός τάφος του ζευγαριού έγινε σύντομα τόπος προσκυνήματος και αιώνιας τιμής για τους ερωτευμένους όλης της γης και έκτοτε δεν έμεινε ούτε μέρα δίχως αφιερώσεις και λουλούδια.

Ο τάφος του Αμεντέο Μοντιλιάνι και της Ζαν Εμπιτέρν στο Κοιμητήριο του Père-Lachaise στο Παρίσι
«Κι εκεί στης γης τις μυρωδιές, στην παιχνιδιάρα σήψη
ο Έρωτας τον Θάνατο μπόρεσε να νικήσει
Απ’ τα φιλιά που χάρισα στα κάλλη του κορμιού σου
λουλούδι φύτρωσε μικρό που πίνει απ’ τους χυμούς σου
Λουλούδι που κι αν μαραθεί τη μυρωδιά δε χάνει
γιατί δακρύζει σαν ιτιά κι ανθεί σαν πικροδάφνη …».
Η Ζαν Εμπιτέρν υπήρξε μια γυναίκα με φιλοδοξίες που ξεπερνούσαν τα κοινωνικά στεγανά της εποχής της. Μάθαινε σχέδιο και το ζωγραφικό της έργο ήταν, παρά το νεαρό της ηλικίας της, αξιόλογο και τολμηρό. Υπήρξε ένα κορίτσι θαρραλέο και δυναμικό, που δεν δίστασε ν’ αντιταχθεί στις αντιρρήσεις της αυστηρής Καθολικής οικογένειάς της και να συζήσει με έναν μποέμ ζωγράφο και μάλιστα εβραϊκής καταγωγής.



Αριστερά: Η Ζαν σε σκίτσο του Modigliani, το 1916. Στο κέντρο: Αυτοποσωπογραφία στο παράθυρο, έργο της Jeanne Hébuterne. Δεξιά: Vue des Hauts de Cagnes (Η θέα στα ορεινά των Καννών), έργο της Jeanne Hébuterne, 1918

Η οικογένεια του ζωγράφου, 1918

Ο Μοντιλιάνι λάξευε αποκλειστικά ανθρώπινα κεφάλια σε ασβεστόλιθο, τον οποίο έκλεβε από οικοδομές. Τα κεφάλια αυτά είναι εξαιρετικά επιμηκυσμένα, με μακριές μύτες, αυστηρά μετωπικά, ενίοτε με αρχαϊκό μειδίαμα στα χείλη.
Σε αυτές τις ιδιόρρυθμες μορφές μοιάζει και το πορτραίτο της Ζαν Εμπιτέρν που φιλοτεχνήθηκε το 1918, λίγο καιρό μετά τη γνωριμία τους. Το πρόσωπό της είναι λεπτεπίλεπτο και κομψό. Τα καστανά (ή αλλού γαλάζια) μάτια της (εφεύρημα του καλλιτέχνη, διότι στην πραγματικότητα είχε πράσινα μάτια), κοιτάζουν με οικειότητα τον ζωγράφο της, αποκαλύπτοντας την άνευ όρων αγάπη της για εκείνον. Η αθωότητα της μορφής της, η απλότητα της ομορφιάς αποτυπώνονται στον πίνακα, καθώς ο ζωγράφος συνδυάζει τα τολμηρά, ζεστά μοντερνιστικά χρώματα, τις πριμιτιβιστικές τάσεις της εποχής του και την ξεχωριστή του καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία.

Ο Μοντιλιάνι μετά θάνατον είναι περιζήτητος, τα έργα του είναι τεράστιας αξίας και οι πίνακές του γνωρίζουν εκθέσεις σε όλη τη γη. Το έργο της Ζαν, από την άλλη, παραμένει σχεδόν τελείως άγνωστο στο ευρύ κοινό. Μετά την τραγική αυτοχειρία της Jeanne, ο αδερφός της Αντρέ συνέλεξε και φύλαξε κλειδωμένα μέχρι τον θάνατό του δώδεκα έργα της, σε ένα δικό του ατελιέ στη rue de Seine αριθ. 12, στο Παρίσι. Τα έργα αυτά είδαν το φως μόλις 72 χρόνια μετά τον θάνατο της Jeanne, το 1992 όταν η χήρα του Αντρέ Εμπιτέρν αποφάσισε να τα εκθέσει αφ’ ότου και εκείνος έφυγε από τη ζωή.

Ο αδερφός της Jeanne, André Hébuterne (1894-1992)
μοναδικός κληρονόμος του έργου της
Είναι δε βέβαιο ότι υπάρχουν σήμερα ανά τον κόσμο πολλά ακόμα έργα της Jeanne Hébuterne άγνωστα σε όλους, που είτε δεν εκτιμήθηκαν ποτέ, ώστε ν’ αναγνωριστεί επίσημα ότι της ανήκουν είτε χάθηκαν είτε ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές και είναι απρόσιτα. Κανείς άλλωστε δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά ως τότε με το γεγονός ότι η Jeanne Hébuterne υπήρξε και πρωτοποριακή καλλιτέχνης της εποχής της, εκτός από παθιασμένη ερωμένη του Μοντιλιάνι. Η λήθη σκέπασε τη μνήμη της και τα έργα της τα κάλυψε η σκόνη…
Μόνον ένας άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο δεν ξεχνά και διψά να μάθει κι άλλα… Η κόρη των Μοντιλιάνι και Εμπιτέρν, εκείνο το παιδί που μεγάλωσε μόνο του, στη σκιά ενός μοιραίου έρωτα! Σε όλη της τη ζωή, η Ζαν Μοντιλιάνι προσπάθησε να σχηματίσει θραύσματα από τη ζωή των γονιών της. Χωρίς να της ανήκει τίποτα, βρήκε μια καταγραφή των σχεδίων της μητέρας της, που εξακολουθούν ωστόσο να ανήκουν στην οικογένεια του θείου της.

Έργα της Ζαν Εμπιτέρν

Στη Βενετία το 2000, η συγγραφέας Λίντα Λάππιν έπεσε πάνω σε μια έκθεση των σχεδίων της Ζαν, που η οικογένειά της είχε συμφωνήσει να εκτεθούν, για πρώτη φορά, 80 χρόνια μετά τον τραγικό θάνατό της. Τα σκίτσα εντυπωσίασαν τη συγγραφέα. Ο Μοντιλιάνι σε αντίθεση με τις συνήθειές του, ποτέ δεν ζωγράφισε τη Ζαν γυμνή, παρ’ όλο που η ίδια δεν είχε καμία αναστολή να ζωγραφίζει τον εαυτό της γυμνό και εντελώς εκτεθειμένο. Η στάση απέναντι στο γυμνό είναι ιδιαίτερα τολμηρή, αν θεωρήσουμε ότι μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα, είχε απαγορευτεί στις γυναίκες να σχεδιάζουν γυμνά μοντέλα στις γαλλικές ακαδημίες τέχνης. Τα έργα της Ζαν αποτελούν και μια μοναδική μαρτυρία για τις τελευταίες ημέρες του μεγάλου ζωγράφου, τον οποίο η σύντροφός του είχε αποτυπώσει καθώς πλησίαζε στον θάνατο, συλλαμβάνοντας εκείνες τις οδυνηρές λεπτομέρειες από την επίγνωση του επικείμενου τέλους.

Ποια ήταν τελικά η Ζαν Εμπιτέρν; Άραγε την ένοιαζε το έργο της ή η ίδια το αποδομούσε μην επιθυμώντας το προσκήνιο; Ήταν εκείνη η ταλαντούχος καλλιτέχνιδα που μη επηρεασμένη από την τεχνοτροπία του φωτισμένου αγαπημένου, έκανε τη δική της μοναδική δουλειά, αλλ’ η πατριαρχική επιταγή της εποχής την εξόριζε στο περιθώριο και στην αιώνια σιωπή; Ήταν μια γυναίκα πολύ μπροστά από την εποχή της που αψήφησε την οικογένειά της, άφησε ελεύθερη τη σεξουαλικότητά της και απέρριψε κάθε ηθικό πρότυπο των αρχών του 20ού αιώνα; Ήταν μήπως απλά μια γλυκιά, ευγενική κόρη που υπέφερε για την απόρριψη του τρόπου ζωής της από τους γονείς της;

Η κόρη του Αμεντέο Μοντιλιάνι και της Ζαν Εμπιτέρν, Jeanne Modigliani
(Νice, Γαλλία 29 Νοεμβρίου 1918 – Παρίσι, Γαλλία 2 Ιουλίου 1984)
Με την πάροδο του χρόνου, οι μύθοι σωρεύτηκαν γύρω από την Ζαν Εμπιτέρν, κάνοντας τη μορφή της να μοιάζει με ένα ακριβό μαργαριτάρι στο κέντρο ενός κοχυλιού. Κανείς δε ξέρει -ούτε η ίδια η κόρη της που πέθανε το 1981 έμαθε ποτέ. Η Ζαν Εμπιτέρν δεν άφησε πίσω της γράμματα, ημερολόγια ή λόγια δημοσιευμένα. Μόνο τα σκίτσα της και λίγες ζωγραφιές της απέμειναν και όλα τους είναι ιδιωτικά, μη εκτεθειμένα στο κοινό. Η Ζαν Μοντιλιάνι έκανε λόγο για κάποιες επιστολές και για ένα ημερολόγιο που θεωρούσε ότι κρατούσε η μητέρα της, ωστόσο, ποτέ δεν είχε πρόσβαση σε αυτά ούτε η οικογένεια του θείου της παραδέχτηκε ποτέ ότι τα είχε στην κατοχή της…

Η συγγραφέας Λίντα Λάππιν (Linda Lappin), γοητευμένη από το μυστήριο της γυναίκας αυτής και μαγεμένη από τα έργα της, ανέλαβε την ανάστασή της από τη λήθη. Βρήκε μια ηρωίδα που δεν αντιπροσωπεύει μόνο την εποχή της, αλλά όλες εκείνες τις γυναίκες που προσπάθησαν και προσπαθούν να ταιριάξουν με τον καιρό τους και τις πολλαπλές τους κοινωνικές εκφράσεις, ως μητέρες, κόρες, ερωμένες, καλλιτέχνιδες, στο πλευρό ενός αγαπημένου συντρόφου. Κατά τη Λίντα Λάππιν, η ζωή της Ζαν τελείωσε τραγικά επειδή δεν είχε την υποστήριξη που ίσως θα μπορούσε να βρει στην εποχή μας. Όμως προσπάθησε να κάνει τέχνη τη ζωή της και τη ζωή της τέχνη, ώστε να υπάρχει η φωνή της ως μία παντοτινή κατάθεση σε όλους τους μετέπειτα καιρούς.

Jeanne Hébuterne

Έργο της γλύπτριας Chana Orloff (1914) εμπνευσμένο από τη Jeanne Hébuterne

Trois vues depuis la fenêtre (Τριπλή θέα από το παράθυρο), έργο της Jeanne Hébuterne (1916-17)

Η Linda Lappin ξεκίνησε να γράφει την ιστορία της Ζαν στο έργο της «Loving Modigliani: The Afterlife of Jeanne Hébuterne», ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2020. Ξεκίνησε ως ημερολόγιο σε πρώτο πρόσωπο, αλλ’ έπεσε σε αδιέξοδο. Η Λίντα βρήκε ότι δεν μπορούσε να γράψει το τέλος γιατί ο πρωταγωνιστής της ιστορίας πέθαινε τόσο σκληρά και η ίδια ήταν απρόθυμη να γράψει μία τραγωδία, ενώ αντιθέτως επιθυμούσε να γιορτάσει την ύπαρξη της Ζαν. Έκανε επομένως κέντρο της αφήγησής της τη χαρά! Μια χαρά που υπάρχει σε μια σύντομη ζωή, με τέχνη, μεγάλο έρωτα, αγάπη, στο επίκεντρο μιας εκρηκτικής στιγμής και συνάντησης στην ιστορία της τέχνης!

Η Ζαν στο ατελιέ του Μοντιλιάνι στην οδό de la Grande Chaumière αριθ. 8

Αμεντέο Μοντιλιάνι

Έτσι, η συγγραφέας σκέφτηκε, γιατί να μην αρχίσει να λέει την ιστορία μετά την τραγωδία που συμβαίνει και από αυτό γεννήθηκε όχι τόσο μια βιογραφία όσο ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα κινείται στον χρόνο με τη Ζαν να ταξιδεύει στη μετά θάνατον ζωή, ψάχνοντας να βρει τον αγαπημένη της, τον Μοντιλιάνι ανάμεσα στις σκιές, ενώ στη δική μας εποχή, ένας μελετητής ιστορίας τέχνης ανακαλύπτει το ημερολόγιό της που ήταν εξαφανισμένο και ένας επιμελητής τέχνης φέρνει τα παλιά, χαμένα έργα της Ζαν στο κοινό.

Natura morta (Νεκρή φύση), έργο της Jeanne Hébuterne
Και όλο αυτό είναι ακόμη μια ερωτική επιστολή προς το Παρίσι, μια βαθιά χαρτογράφηση των αισθήσεων, των ήχων, των αρωμάτων της πόλης. Λοιπόν; Εκατόν είκοσι χρόνια σιωπής, μετά τον θάνατό της, η 22 ετών ετοιμόγεννη Ζαν, μητέρα ενός κοριτσιού ενός έτους, που αυτοκτόνησε ύστερα από τον θάνατο του πληθωρικού αγαπημένου της Μοντιλιάνι, μιλάει με δυνατή φωνή και εμείς ακούμε!
Το θρίλερ της μεγάλης κληρονομιάς του Μοντιλιάνι

Η Jeanne Modigliani

Έναν χρόνο περίπου πριν από τον θάνατο του Αμεντέο Μοντιλιάνι και της Ζαν Εμπιτέρν είχε γεννηθεί η κόρη τους Ζαν, την οποία μεγάλωσαν, στην Ιταλία, η μητέρα και η αδερφή του Μοντιλιάνι. Το 1983 η Jeanne Modigliani ίδρυσε στη Ρώμη το Istituto Amedeo Modigliani (IAM), αφιερωμένο στον πατέρα της και διόρισε τον Γάλλο Κριστιάν Γκρέγκορι Παριζό διευθυντή του, αφού ήταν για εκείνη ένα έμπιστο πρόσωπο. Επί τρεις δεκαετίες ο Παριζό διαχειριζόταν τα έργα του Μοντιλιάνι εφαρμόζοντας όμως ένα σατανικό σχέδιο. Με άλλους οκτώ συνεργούς του κατασκεύαζαν, επί χρόνια, πλαστά έργα του Μοντιλιάνι και τα πωλούσαν ως αυθεντικά, αποκομίζοντας τεράστια ποσά. Το 1984 οι φήμες έφτασαν στα αυτιά της 66χρονης Ζαν, η οποία πήγε επί τόπου για να διερευνήσει τις καταγγελίες.

O Κριστιάν Παριζό (αριστερά)

Η Ζαν Μοντιλιάνι δεν πρόλαβε όμως να εξετάσει το ζήτημα, αφού βρέθηκε νεκρή μέσα στο σπίτι της μετά από χρήση αλκοόλ και πτώση από τις σκάλες του δευτέρου ορόφου. Ο θάνατός της, τη δεδομένη στιγμή, κρίθηκε ύποπτος από πολλούς, ωστόσο ο φάκελος έκλεισε με την ένδειξη «δυστύχημα». Ο Παριζό συνέχισε απτόητος την πώληση πλαστών έργων με πίνακες που άρχιζαν από 60 χιλ. ευρώ και γλυπτά από 70 χιλ. ευρώ. Όταν τον συνέλαβε η Ιταλική αστυνομία βρήκε δεκάδες πλαστά έργα στο κτήριο του Ινστιτούτου στο Λιβόρνο. Ειδικοί εκτιμούν ότι κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα τουλάχιστον 1.000 πλαστοί Μοντιλιάνι στην αγορά…




Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στα πορτρέτα του την καθιστή πόζα. Μετά θάνατον αναγνωρίστηκε επισήμως ως ένας από τους ιδρυτές της Μοντέρνας Τέχνης μαζί με τους Πάμπλο Πικάσο και Ανρί Ματίς. Σήμερα θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών που το έργο του σημάδεψε μοναδικά την τέχνη της ζωγραφικής παγκοσμίως.
Μια ταινία για τον Μοντιλιάνι…

Η ταινία «Μοντιλιάνι, ο Καταραμένος Ζωγράφος», του 2004, είναι ένα βιογραφικό, ιστορικό δράμα διάρκειας 128’ σε σενάριο και σκηνοθεσία Mick Davis. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Παρίσι του 1919, όταν ο «καταραμένος», Ιταλoεβραίος ζωγράφος Αμεντέο Μοντιλιάνι ερωτεύεται την Καθολική Ζαν Εμπιτέρν. Μαζί αποκτούν ένα παράνομο παιδί, το οποίο οι γονείς της Ζαν στέλνουν σε μοναστήρι. Ο Μοντιλιάνι ενοχλημένος προσπαθεί να εξασφαλίσει τα χρήματα που θα του επιτρέψουν να μεγαλώσει ο ίδιος το παιδί του.



Η απάντηση στο πρόβλημά του είναι η συμμετοχή του στον ετήσιο διαγωνισμό τέχνης. Η πρώτη θέση συνοδεύεται από ένα αξιοσημείωτο χρηματικό ποσό που θα λύσει τα άμεσα προβλήματά του και ο Μοντιλιάνι, μαζί με τον στενό του φίλο Πικάσο, σπεύδουν να δηλώσουν συμμετοχή, παρ’ όλο που αυτό είναι αντίθετο με τις αρχές τους. Το Παρίσι αγωνιά να μάθει ποιος θα είναι ο ζωγράφος που θα διακριθεί.
Στους κύριους ρόλους παίζουν οι ηθοποιοί: Andy Garcia (Amedeo Modigliani), Elsa Zylberstein (Jeanne Hebuterne), Omid Djalili (Pablo Picasso), Hippolyte Girardot (Maurice Utrillo), Eva Herzigova (Olga Khokhlova – Picasso), Udo Kier (Max Jacob), Susie Amy (Beatrice Hastings), Peter Capaldi (Jean Cocteau), Miriam Margolyes (Gertrude Stein), Jim Carter (Achilles Hebuterne), Lance Henriksen (Foster Kane).
Η νυχτερινή ζωή έχει γεμίσει με σκοτεινά πάθη και αχαλίνωτες εμμονές. Στο καφέ Λα Ροτόντ, το στέκι της ελίτ της τέχνης, ένα τραπέζι δεν μοιάζει με κανένα άλλο στην ιστορία: ο Πικάσο, η Φρίντα Κάλο, ο Ουτρίγιο, ο Κοκτό κι ο Μοντιλιάνι συζητούν με πάθος για τέχνη, έρωτα και επιθυμία.
Η δραματική αντιζηλία μεταξύ του Μοντιλιάνι και του Πικάσο, δύο ανδρών, η σχέση των οποίων διακατέχεται από ευφυΐα, αλαζονεία και πάθος, θα στοιχειώσει την καλλιτεχνική παρέα.
Το πάθος της δημιουργίας και η μανία της καταστροφής μέσα από μία συγκλονιστική ερμηνεία του Άντι Γκαρσία. Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι είναι συντετριμμένος. Το παράνομο παιδί του δόθηκε σε μοναστήρι από τους γονείς της συντρόφου του. Αναζητά απεγνωσμένα χρήματα για να το πάρει πίσω. Αποφασίζει να λάβει μέρος στον ετήσιο διαγωνισμό ζωγραφικής, τον οποίον ως τώρα απέρριπτε. Αντίπαλός του ο στενός του φίλος Πάμπλο Πικάσσο…
Πηγές: istitutoamedeomodigliani.it, diasimesistories.blogspot.com, menshouse.gr, secretmodigliani.com, filmy.gr, lifo.gr, culturenow.gr, dromospoihshs.gr, prabook.com, timesofisrael.com, sothebys.com, nypost.com, amedeomodigliani.net