
Επαμ. Θωμόπουλος, Παλιό σπίτι
Μια συνέντευξη με αφορμή την πρόσφατη δουλειά του για το Χριστουγεννιάτικο διήγημα του «κυρ Αλέξανδρου» Παπαδιαμάντη, «Της Κοκκώνας το σπίτι»…
Το καλό με τις συνεντεύξεις είναι ότι συναντάς σημαντικούς ανθρώπους που σε κοιτούν και τους κοιτάς στα μάτια, παρατηρώντας τους μορφασμούς, τις κινήσεις του σώματος, τις αντιδράσεις. Δυστυχώς, η πανδημία μάς έχει στερήσει σε πολλές περιπτώσεις αυτή την εμπειρία. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που σε κάνουν να νιώθεις το ίδιο καλά και από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Ένας από αυτούς τους ταλαντούχους καλλιτέχνες μας είναι ο Αντώνης Μιτζέλος, ο βιρτουόζος κιθαρίστας των Τερμιτών, με τη σημαντική προσωπική πορεία αργότερα, που παίζει, συνθέτει και γράφει. Μιλώντας μαζί του με αφορμή πρόσφατη δουλειά του, «Της Κοκκώνας το σπίτι», που αποτελεί τη συναυλιακή παρουσίαση του ομώνυμου έργου του συντοπίτη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, νιώσαμε σαν καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι και να συζητούσαμε σε μια εορταστική ατμόσφαιρα, με έναν άνθρωπο που η ευγένειά του είναι πηγαία και αλάξευτη.

– Να ξεκινήσουμε από την πρόσφατη δουλειά, «Της Κοκκώνας το σπίτι». Είσαι σκιαθίτης στην καταγωγή και γι’ αυτό καταπιάστηκες με τον Παπαδιαμάντη; Ήταν λόγω καταγωγής; Ήταν γιατί ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης σου προκάλεσε το ενδιαφέρον με τα κείμενά του; Ήταν τα Χριστούγεννα που έπαιξαν ρόλο;
Είναι όλα αυτά μαζί. Έκανα τα δικά μου έργα, έκανα αυτό που έκανα και τώρα οφείλω -μέσα μου δηλαδή, σαν εσωτερική ανάγκη- ήθελα να κάνω κάτι για τη Σκιάθο που είναι ιδιαίτερη πατρίδα μου. Έτσι λοιπόν το πρώτο CD ήταν το διπλό «Η Σκιάθος» που είναι οργανικά μόνο όργανα από τα οποία όμως έχουν προκύψει και συμφωνικά και τραγούδια. Ήταν δηλαδή πρωτόλειο έργο. Το δεύτερο είναι αυτό και θα ακολουθήσει άλλο ένα έργο σε ένα-δυο χρόνια με τελείως διαφορετικά πράγματα. Θα είναι μια τριλογία για τη Σκιάθο.

– Κι ο Παπαδιαμάντης;
Είμαι σκιαθίτης, και για όλους τους σκιαθίτες είναι το απόλυτο πρότυπο. Είναι ο μέντοράς μου. Με αυτόν μεγάλωσα και από πάντα ήθελα να ασχοληθώ με τον Παπαδιαμάντη και γενικότερα με τη Σκιάθο, αλλά προτίμησα έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Απ’ όταν ήμουν νέος συνθέτης, όταν ξεκίναγα κι εγώ. Ξεκινάει και φτιάχνει ένα ολοκληρωμένο έργο και πάνω σε μια ποίηση, ένα κείμενο κάποιου φτασμένου ανθρώπου, τότε έχει να πείσει το κοινό για το 50% της ομορφάδας ή της ικανότητος ή ότι είναι καλή η δουλειά του. Για παράδειγμα αν μελοποιήσει κάποιος το λόγο του Σαίξπηρ, κανείς δεν θα ασχοληθεί να πει αν είναι καλός ο λόγος του Σαίξπηρ. Άρα κατά 50% το έργο έχει περάσει. Αυτό είναι ένα τρυκ που κάνουν οι συνθέτες. Το έκαναν πάντα όχι μόνο τώρα. Και ο Μίκης Θεοδωράκης το ίδιο έκανε. Ο πρώτος διδάξας.
– Πώς ισορροπείς το κείμενο με τη μελωδία; Γιατί δεν είναι εύκολος ο Παπαδιαμάντης.
Καθόλου εύκολος δεν είναι. Αλλά και καθόλου δύσκολος. Απόδειξη ότι και τα παιδάκια του δημοτικού σήμερα, εννοείται δεν διδάσκονται την αυθεντική γλώσσα, διδάσκονται ένα υβρίδιο τώρα πια, αλλά την κατανοούν πλήρως, δεν χρειάζεται μετάφραση ο Παπαδιαμάντης. Είναι η γλώσσα η μαγική, η γλώσσα που μας ενώνει από τον Όμηρο μέχρι σήμερα. Είναι το αόρατο νήμα. Ντρεπόμουν να τον αγγίξω. Δεν ήθελα να φανεί ότι θα πατήσω πάνω στη μεγάλη του δυναμική ώστε να μπορέσω να ανέβω.
– Έχουμε ξανά στην ελληνική δισκογραφία «ντύσιμο» του Παπαδιαμάντη με μελωδία;
Όχι. Υπάρχουν όμως μερικά τραγούδια που δεν τα έχουν κάνει συνθέτες, αλλά τραγουδοποιοί. Είναι τελείως διαφορετική αντιμετώπιση, τα έχουν κάνει βέβαια εξαιρετικά, μου αρέσουν πάρα πολύ. Αλλά είναι άλλη αντιμετώπιση και θα σου πω ακριβώς γιατί. Ένας κιθαρίστας ας πούμε, όταν γράφει ένα κιθαριστικό έργο όσο καλός και να είναι, όσο υψηλά ιστάμενος καλλιτεχνικά και να είναι, ο υποκειμενισμός περνάει μέσα στο έργο , δηλαδή εμπεριέχεται η έννοια «κοίτα πόσο καλός είμαι» και «πόσο καλά το παίζω». Το ίδιο κι ένας τραγουδοποιός, όταν γράφει ένα τραγούδι, φροντίζει να ακουστεί καλά η φωνή του. Κι όχι να βγουν τόσο καλά τα νοήματα. Επίσης όταν βγαίνουν τόσο καλά τα νοήματα, όταν τονίζονται και φωτίζονται αυτά τα νοήματα, συνήθως η μουσική είναι απλά συμπαθής και επαναλαμβανόμενη.

– Εσύ όμως που είσαι και κιθαρίστας και τραγουδοποιός;
Εγώ λοιπόν το συγκεκριμένο δεν το έπαιξα με την κιθάρα μου και δεν το τραγούδησα. Ο συνθέτης λειτουργεί διαφορετικά. Είναι τελείως διαφορετική η αντιμετώπιση. Χωρίς να θέλω να υποβιβάσω το ένα ή το άλλο. Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που ένας συνθέτης ασχολείται κανονικά, σοβαρά με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Έχω ασχοληθεί και με άλλα έργα του. Στης «Κοκκώνας το σπίτι» έχει γίνει μια επιλογή διότι με αυτό το έργο με δένουν πάρα πολλά πράγματα. Ένα από αυτά είναι ότι το διάβασα στο Δημοτικό, στην παιδική μου ηλικία και με επηρέασε βαθύτατα. Και η ιστορία με στοιχειά και τους καλικάντζαρους, η ευτράπελη δηλαδή πλευρά του, αλλά και η ερωτική ιστορία που υπάρχει στην αρχή η οποία με χάραξε βαθειά μέσα μου.
– Το μήνυμά της όμως πώς το εκλαμβάνεις; Τόσο ως ερωτική ιστορία όσο και ως στοιχειό;
Της «Κοκκώνας το σπίτι» είναι το στοιχειωμένο σπίτι της Σκιάθου. Από το οποίο όσοι περνούν απ’ έξω, κάνουν το σταυρό τους, τους πιάνει μια ανατριχίλα, χωρίς να γνωρίζουν την παλιότερη ιστορία και τα γιατί. Οι πιο γέροι τη γνώριζαν κι έτσι έχει μείνει ως «Της κοκόνας το σπίτι». Στης «Κοκκώνας το σπίτι» λοιπόν παίχτηκε ένας πολύ μεγάλος έρωτας, γι’ αυτό και χτίστηκε κιόλας. Ήταν ένας πολύ πλούσιος σκιαθίτης ναυτικός ο οποίος ερωτεύτηκε την Κοκκώνα στην Κωνσταντινούπολη, αρραβωνιάστηκαν, αλλά αυτή πριν μπει στο σπίτι της στη γωνία, που ήταν το ωραιότερο και το μεγαλύτερο, και σήμερα θα ήταν, ασχέτως αν είναι μοναχά ερείπιο, -τα έπιπλα ήταν από τη Βενετία-, πέθανε, φθισικιά. Έκανε κάτι το υπέρογκο για να καλύψει μέσα αυτή τη μεγάλη ομορφιά και το μεγάλο του έρωτα. Αυτό λοιπόν στοιχειώνει την κατάσταση. Αυτή η οικογένεια λοιπόν καταστράφηκε. Αυτός έχασε τα καράβια του, έφυγε, εξαφανίστηκε και δεν τον ξαναείδαν για 30-40 χρόνια στη Σκιάθο. Εδώ είναι ένα σημείο όπου η μοίρα έκανε το πέρασμά της και έκανε και τα θετικά της δώρα. Κι εδώ δε μιλάμε για τύχη, μιλάμε για μοίρα.
– Η μουσική επένδυση που σχετίζεται με όλα αυτά εντάσσεται στον καμβά που εσύ ονομάζεις «αιγιακή τζαζ» ή είναι κάτι διαφορετικό, πιο παραδοσιακό;
Όχι, «Aegean Jazz» είναι το «Σκιάθος», έχει άλλη αρμονική λογική, εδώ οι αρμονίες είναι πάνω στο λόγο, προκύπτουν πάντα από το λόγο, είναι όσο το δυνατόν πιο απλές γιατί σε αυτή την ελληνική μουσική δεν κινούμαι με την αρμονία τόσο, κινούμαι με τη μελωδία περισσότερο μένοντας σε μία διαφορετική βάση, κι αυτή είναι η διαφορά από τις υπόλοιπες μουσικές της Ευρώπης. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να μετακινήσουμε τη βάση μας για να βρούμε τη χαρά, την ευτυχία, αλλά μετακινούμε εμάς πάνω σε αυτό που υπάρχει. Αυτός είναι και ο ελληνικός πολιτισμός. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να κινήσουμε βουνά, να φτάσουμε θάλασσες. Εμείς έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε με το Θεό και να του πούμε ότι είμαστε κι εμείς ίσοι και όμοιοι με αυτόν. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
– Πιστεύεις ότι ο Παπαδιαμάντης με τη μουσική και τη μελωδία που τον «ντύνεις» ακούγεται από τα μικρά παιδιά του Νηπιαγωγείου μέχρι και τον υπερήλικα, γιατί εγώ ακούγοντάς το έτσι το εξέλαβα.
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί αυτός ήταν και ο στόχος. Ο στόχος δεν ήταν να κουνήσω το δάχτυλο στους συναδέλφους που γράφουν σύγχρονη κλασσική μουσική, ούτε είναι εύκολο να βγάλω ένα έργο συμφωνικό που να μην καταλαβαίνει τίποτα κανένας. Το θέμα είναι να είναι ένα έργο που θα περάσει σε όλα τα συμφωνικά στρώματα, σε όλες τις ηλικίες, για να μπορούν να το καταλάβουν όλοι. Αυτό είναι και το ζητούμενο. Ναι είναι χριστουγεννιάτικο αλλά δεν απευθύνεται μόνο στους Χριστιανούς, είναι παιδικό αλλά δεν απευθύνεται σαφέστατα μόνο στα παιδιά, περισσότερο στους μεγάλους νομίζω. Ας μην ξεχνάμε ότι η αστεία ιστορία και ο τρόπος που αποφασίζει ο κυρ Αλέξανδρος να ξορκίσει αυτό το κακό, το οποίο και ο ίδιος περνάει απ’ έξω και τρελαίνεται γιατί ήταν ένα ταβερνάκι εκεί στο οποίο πήγαινε, είναι ότι μέσα σε αυτά πια τα ερείπια, έχει γκρεμιστεί το σπιτάκι, μπαίνει μέσα ο Παλούκας, που είναι ένας μεθύστακας και μισός, του έχουν τελειώσει οι δεκάρες, τα έχει πιει όλα, δεν μπορεί να πάει σπίτι, και έχει πέσει και κοιμάται εκεί. Και περνάνε οι πιτσιρικάδες κι ο Παλούκας σκέφτεται, κάτσε να τρομάξουν να τους πάρω καμιά δεκάρα. Βάζει λίγο φούμο στη μούρη του. Αρχίζει τώρα το πράγμα και ελαφραίνει. Κάποια στιγμή τα τρομάζει τα παιδιά, νομίζουν ότι είναι ξωτικό, νομίζουν ότι είναι σκαλικάντζαρος -βάζει και το «σ» μπροστά, ο κυρ Αλέξανδρος, άλλοτε το βάζει, άλλοτε δεν το βάζει και αυτό το κάνει, ο μόνος λόγος που έχω βρει σε όλα του τα έργα που αλλάζει τα ονόματα αλλάζοντας ή προσθέτοντας κάποια σύμφωνα που δεν έχουν καμία επί της ουσίας δυναμική είναι επειδή αλλάζει το αριθμοσοφημά τους.
– Να περάσουμε τώρα σε κάτι άλλο. Πώς βίωσες την πανδημία και ποια είναι γενικά η άποψή σου, τη στήριξη που είχατε, αν χρησιμοποίησες τον ψηφιακό κόμο, αν έκανες κάποια συναυλία διαδικτυακά όπως έκαναν συνάδελφοί σου;
Διαφωνώ κάθετα με τις ψηφιακές συναυλίες οι οποίες έγιναν. Το πρόσχημα ήταν ότι ο κόσμος είχε μείνει ένα μήνα μέσα και ότι όλοι μας έπρεπε κάτι να κάνουμε για να τους πάρουμε τον πόνο, να ηρωοποιηθούμε κ.λπ. Ήταν η απέραντη ευλογία του Εγώ, σκεπτόμενος ότι κάθε ψηφιακή συναυλία που γίνεται, δέκα μουσικοί δεν είχαν να πάνε στο σούπερ μάρκετ. Γιατί ο καλλιτέχνης έπαιρνε μια κιθαρίτσα, έπαιρνε και έναν φίλο του, μεροκάματα δεν υπήρχαν και γινόντουσαν έτσι. Μετά κάποιοι έκαναν συναυλίες κανονικές. Έκανε ένας μια συναυλία, είχε ας πούμε 40.000 εισιτήρια, πήρε αυτός τη χιλιαρικούμπα στην τσέπη του και οι μουσικοί πήραν ένα πενηνταρικάκι και με αυτό το πενηνταρικάκι, εφόσον αυτή ήταν η λύση που τους έδινε το κράτος, με αυτό το πενηνταρικάκι τη βγάζει μέχρι σήμερα. Είναι η καταστροφή μας και πήγαμε μόνοι μας σε αυτό. Βεβαίως δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον που το έκανε. Δεν είχαμε και την προηγούμενη πείρα, αλλά λίγο νιονιό δε βλάπτει ώστε να μην πέσουμε σε αυτή την παγίδα. Έχω τη βεβαιότητα ότι οι εποχές μας είναι βαθύτατα προγραμματισμένες, πολυεθνικές εταιρείες είναι τα μικρά κρατίδια που είμαστε όλοι και έχουμε σαφή προγραμματισμό πολιτιστικών, πολιτικών, κοινωνικών εξελίξεων και ιατρικών. Μας παίζουν κανονικότατα. Η εξέλιξη του covid είναι μέρα με τη μέρα προβλεπόμενη. Ξέραμε μέχρι και τη μέρα και την ώρα που θα ανακοινωθεί η νέα μετάλλαξη Ο. Δε θέλει και πολύ μυαλό να βρούμε την επόμενη μετάλλαξη. Θα πρέπει να σκεφτούμε παράλληλα πια είναι τα κέρδη τα οποία όχι κερδίζει κάποιος άλλος –τον άλλο δε θα τον βρούμε ποτέ– τα κέρδη τα οποία χάνουμε εμείς πρέπει να σκεφτούμε. Ο «άλλος» δεν υπάρχει, δεν είναι ένας πια ο εχθρός. Δεν ξέρεις πια ποιος είναι ο εχθρός. Είναι σαν τους τηλεφωνητές που υπάρχουν πλέον στην εφορεία, στα μεγάλα νοσοκομεία, στις δημόσιες υπηρεσίες. Σε ρωτάει λοιπόν «έχετε δύο αυτοκίνητα ή τρία αυτοκίνητα;» «Ξέρετε μου έχουν κλέψει τα αυτοκίνητα και δεν έχω να πάω στη δουλειά». «Έχετε δύο αυτοκίνητα ή τρία αυτοκίνητα;». «Έχω να δουλέψω δύο χρόνια και δεν είχα να πληρώσω», «Έχετε δύο αυτοκίνητα ή τρία αυτοκίνητα;».
– Το θέμα είναι ότι εξ αιτίας αυτού δημιουργούνται και οι συγχύσεις, δηλαδή αντί όλοι μας να είμαστε υπέρ της επιστήμης, κάποιοι διαβάζουν τα πράγματα ανάποδα.
Αλίμονο, είμαι υπέρ της επιστήμης και της προόδου. Πάμε μπροστά, να κάνουμε νέα πράγματα, να χτίσουμε ένα νέο κόσμο πάνω σε νέα ήθη και νέες αξίες. Έχουμε πλήρη κατάρριψη των ελληνικών αξιών, οι οποίες είναι ανθρωποκεντρικές και οικουμενικές και πάμε να κλειστούμε στον μικρό μας εαυτούλη. «Εγώ να είμαι καλά». «Ζήσε το σήμερα σαν να μην υπάρχει αύριο». Μα το αύριο, ήρθε. Τώρα ζεις το «αύριο» της περασμένης δεκαετίας, που το μόνο που σε ένοιαζε ήταν ο εαυτός σου.
– Θεωρείσαι από τους πολύ καινοτόμους καλλιτέχνες στο χώρο της μουσικής. Αν θυμάμαι καλά είσαι ο πρώτος που έφερε το tapping στην Ελλάδα ως κιθαρίστας. Θέλω να μου πεις και γι’ αυτό, αλλά και αν στην Ελλάδα σήμερα, τα νέα παιδιά, οι νέοι μουσικοί, φέρνουν καινοτομίες ή επειδή τους έχουμε ταράξει, τους έχουμε ζαλίσει και έχουν βγει σε μια αγορά διαλυμένη, δεν μπορούν να λειτουργήσουν;
Στη μουσική δεν υπάρχουν καινοτομίες πια. Έχει ισοπεδωθεί. Έχει πέσει σε τέλμα. Στον χώρο της κιθάρας δυστυχώς έχουμε το φαινόμενο, αν το μεταφέρουμε σε μια τάξη με δέκα μαθητές, έχουμε δέκα μαθητές του 9,5 και οι δέκα αλλά που γράφουν ακριβώς την ίδια κόλλα λες και αντέγραψαν ο ένας από τον άλλο. Έχει χαθεί δηλαδή το ζητούμενο. Ο λόγος για τον οποίο κάνουμε μουσική. Έχει χαθεί το κυριότερο. Η τεχνική της μουσικής και μένουμε όλοι μόνο στον τρόπο. Έχω συνειδητοποιήσει ότι το σήμερα, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, είναι ο τρόπος. Δηλαδή οι περισσότερες τραγουδίστριες οφείλουν να είναι υπερφωνάρες και υπερέκταση, με υπερχροιά και υπεργνώσεις αλλά να είναι και υπερόμορφες και υπερόμορφα τα παλικάρια. Και το κυριότερο γι’ αυτούς είναι το ντύσιμο με την έννοια του glamrock όπως του David Bowie. Αλλά αυτό έχει υπερισχύσει πια και δεν είναι όλοι Bowie. Με αποτέλεσμα να βλέπουμε κάτι καρικατούρες. Παιδιά που σε 2-3 μήνες θα είναι γνωστοί σε κανένα μπακάλικο. Επίσης οι περισσότεροι τραγουδούν playback, γιατί σαφέστατα δεν μπορούν να τραγουδήσουν κανονικά εφόσον χορεύουν. Πώς να τα κάνεις και τα δυο μαζί; Αλλά το show, όλο το πακέτο είναι αυτό. Μένουν τώρα κάτι νεολαϊκοί. Και ας μου συγχωρέσεις τον όρο γιατί λαϊκοί δεν μπορεί να είναι. Εκτός από κάποιες φωτεινές περιπτώσεις ανθρώπων που είναι νεολαϊκοί τραγουδιστές και τραγουδίστριες που τους βγάζω το καπέλο γιατί πάνε παραπέρα αυτό το ιδίωμα το φωτεινό και πολύ το χαίρομαι.
– Και τα μουσικά ριάλιτι;
Βεβαίως η μουσική βιομηχανία και ο κρίκος ανάδειξης νέων ταλέντων επί της ουσίας έχουν σπάσει, δεν υπάρχουν. Είδα τον τελικό του «The Voice». Είχα πάει κι εγώ στον πρώτο κύκλο να βοηθήσω τα παιδιά αν τους δείξω πώς τραγουδάνε, ήταν αρχές και προτίμησα να πάω εγώ αντί να ξαναπάνε οι ίδιες φάτσες αλλοιώνοντας, έτσι νόμιζα δηλαδή, το τοπίο της χώρας. Είδα 8 παιδιά που πραγματικά ο ένας είχε καλύτερη φωνή από τον άλλο. Είναι δραματικό ότι αυτά τα 8 παιδιά ήταν και πέρσι και πρόπερσι. Να μην υπάρχει ούτε ένας που να μην έχει κάνει μουσική; Κανένας δεν πάει εκεί για να κάνει μουσική. Πάει για να γίνει γνωστός, να πάρει λεφτά, να κερδίσει την εμπειρία, για άλλους λόγους εκτός από το να κάνει μουσική.
– Έχεις ένα πλεονέκτημα σε αυτή τη φάση της ζωής σου και ελπίζω να είναι πάντα έτσι. Είσαι ταυτόχρονα παλιός και νέος, δηλαδή είσαι late ’70 που ξεκίνησες αλλά είσαι και νέος άνθρωπος ο οποίος δημιουργεί ακόμα και σου εύχομαι να υπάρχει πάρα πολύ μέλλον μπροστά. Από όλη αυτή την πορεία, με τους Τερμίτες, μετά στη μοναχική σου πορεία, ως κιθαρίστας επίσης που είναι κάτι διαφορετικό από τραγουδοποιός, πρώτον τι κρατάς εσύ σ’ αυτή την πρώιμη φάση απολογισμού;
Δεν έχω καταλάβει ακόμα καλά το παρελθόν μου. Ξεκίνησα το 1977 και το πρώτο ρεπό το πήρα το 2004. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ. Αυτή είναι η απάντησή μου στα νέα παιδιά. Και το ρεπό το πήρα γιατί είχα προβλήματα υγείας και έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσω τη δουλειά. Είμαι μανιακός μ’ αυτό που κάνω, είμαι πάντα ερευνητής και πάντα έχω την αίσθηση ότι είμαι ημιμαθής. Δηλαδή μου λείπουν πράγματα τα οποία τα ερευνώ και τα ψάχνω. Γι’ αυτό και έχω προχωρήσει και στη συγγραφή, κάνω κάποιες έρευνες όλα αυτά τα χρόνια και προσπαθώ να τα κάνω λόγια όλα αυτά. Ξεκίνησα να προλογίσω μια συναυλία στους Δελφούς με μία κλασική κιθάρα μόνο και είπα να κάνω και ένα κειμενάκι, αλλά δεν είχα καταλάβει ότι από τότε που είχα πάει στους Δελφούς είχε αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα η ζωή μου και το μυαλό μου και η ψυχή μου και όλα. Εν πάση περιπτώσει αυτό το συνοδευτικό σημείωμα είναι ένας όγκος συγγραφικός πολλών χιλιάδων σελίδων που αφορούν την αρχαία ελληνική μουσική, αφορούν τους Δελφούς και γενικά το πώς η ιστορία εξελίσσεται μέσα από τη ματιά ενός μουσικού όμως, δηλαδή όχι ενός ιστορικού ή ενός αρχαιολόγου.
– Δεν θα πω τη λέξη «καλλιτέχνης», αλλά θεωρείς τον εαυτό σου λέξη «πολυτέχνη» πνευματικής δημιουργίας;
Ναι γιατί η εποχή μας είναι η εποχή της ακραίας εξειδικεύσεως. Αν είσαι αριστερός, της εξειδίκευσης. Δηλαδή πυρηνικός φυσικός ο οποίος δεν ξέρει να δένει τα κορδόνια του. Ξεκίνησα σαν απλός μουσικός και πέρασα όλες τις βαθμίδες. Είμαι μανιακός με τη σύνθεση όπου δεν μπορείς να προχωρήσεις αν δεν διαβάσεις. Και πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι πριν από εμάς υπήρξαν άνθρωποι που έκαναν σοβαρά πράγματα. Ας δούμε τι έκαναν κι αυτοί. Δεν είναι το «εγώ» μόνο.
– Ετοιμάζεις κάποιο live μέσα στο Χειμώνα ή το καλοκαίρι;
Δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ πια γιατί ότι κι αν έχω προγραμματίσει έχει ακυρωθεί από τον Covid. Ακόμη και τώρα, το Σάββατο έκανα guest σε ένα φιλαράκι, ακόμη κι αυτό ακυρώθηκε. Το μόνο που κατάφερα να κάνω, ακριβώς σαν σήμερα στο χειμερινό ηλιοστάσιο του 2019 που έκανα μια ηχογράφηση «Της Κοκκώνας το σπίτι» στη Σκιάθο, αυτή είναι η τελευταία φορά που ανέβηκα στο σανίδι. Το 2022 κλείνω 40 χρόνια ενεργός στη δισκογραφία, ως κακό παιδί της δισκογραφίας, δεν τους έδωσα αυτά που μου ζητούσαν, ήμουν λίγο αρνητικός. Παρ’ όλα αυτά βγήκαν δουλειές. Έκανα πάντα με οποιοδήποτε κόστος αυτό που πραγματικά ήθελα. Δεν έσκυψα ποτέ το κεφάλι σε αυτό που μου έλεγαν. Σχεδιάζω, λοιπόν, για το 2022 ένα καινούργιο δίσκο με το Όγδοο.
– Είναι το τρίτο κομμάτι από την Τριλογία της Σκιάθου;
Όχι αυτό είναι ήδη έτοιμο. Θέλω να γράψω καινούργια τραγούδια και να συνεργαστώ με δέκα τραγουδιστές με τους οποίους δεν έχω συνεργαστεί στο παρελθόν. Θέλω να πάω ένα βήμα μπροστά. Θέλω να γράψω τραγούδια για ανθρώπους που αγαπώ πολύ αλλά δεν μας δόθηκε ως τώρα η ευκαιρία. Τώρα που τέλειωσαν όλα και δεν υπάρχουν οικονομικά συμφέροντα με τις δισκογραφικές εταιρείες και όλες αυτές οι κόντρες που υπήρχαν, εγώ παρ’ όλο που δεν ανήκα σε αυτές τις οικογένειες, ήμουν το αγαπημένο παιδί των οικογενειών. Εκτός από τις δικές μου δουλειές, τους έκανα τις ενορχηστρώσεις και τις παραγωγές και τις διδασκαλίες. Συχνά πυκνά γράφαμε και τραγούδια για συνθέτες που βαριόντουσαν, όχι ότι δεν ήταν ικανοί. Βαριόντουσαν, ή δεν έδιναν τόσο σημασία, ή είχαν μεγάλο φόρτο εργασίας, μπαίναμε εμείς τα τσακάλια, τους τα φτιάχναμε όλα στο πιτς φιτίλι. Μιλάμε για 1500 τραγούδια που είναι σουξέ. Δεν γράφουν όμως ονόματα. Δεν πειράζει όμως, πήραμε πολλά λεφτά. Γλιτώσαμε τη χλέμπα, γλιτώσαμε το «περάστε από εδώ κύριε» και γλιτώσαμε και το να μας βγάζουν το καπέλο. Είμαστε όρθιοι και αυτάρκεις και το παλεύουμε. Για να ολοκληρώσω την απάντησή μου, θέλω να γίνει αυτός ο δίσκος και με τους ίδιους και παλιούς συνεργάτες μου θέλω να κάνω μία τελευταία συναυλία. Κάνω μικρά πράγματα σημαντικά στην κιθαρωδεία μου. Πάμε και παίζουμε στους Δελφούς, κάτω από δέντρα, σε παραλίες, σε αρχαία θέατρα. Είμαστε λειτουργικοί εκεί που πρέπει χωρίς εισιτήριο. Το κάνω από το 2012 αυτό.
Τέλος, έχω κι άλλα πράγματα κάνει με κλασική μουσική που δεν τα έχω εκδώσει ακόμα. Ελπίζω με τα χρόνια να τα καταφέρω. Γενικά τα κλασικά μου έργα δεν τα έχω εκδώσει ακόμα γιατί ντρεπόμουν λιγάκι και η αλήθεια είναι ότι ακόμα ντρέπομαι, αλλά ήρθε η ώρα σιγά σιγά…
Το Δελτίο Τύπου για το έργο από την OgdooMusicGroup:
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1893 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» και ανήκει στη σειρά των Χριστουγεννιάτικων παιδικών διηγημάτων. Η πρώτη συναυλιακή παρουσίαση του έργου, δόθηκε 126 χρόνια μετά, το Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019 στο ασφυκτικά γεμάτο θέατρο του Γυμνασίου – Λυκείου Σκιάθου όπου ηχογραφήθηκε ζωντανά και κυκλοφορεί τώρα από το Ogdoo Music Group, τιμώντας και εορτάζοντας την συμπλήρωση 170 χρόνων από τη γέννηση (1851) και 110 από το θάνατο (1911) του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
Την καλαίσθητη και πλούσια έκδοση κοσμούν τα σκίτσα και η ζωγραφική της Δέσποινας Μιτζέλου. Η παράσταση έτυχε ιδιαίτερα θερμής υποδοχής και έγινε μέσα στο πλαίσιο των πολιτιστικών δράσεων του Δήμου «Η Σκιάθος των ποιητών». Η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, η βραδιά του Χειμερινού ηλιοστασίου, φωτίστηκε με το συγκλονιστικό λόγο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η μουσική του Αντώνη Μιτζέλου αγκάλιασε και επένδυσε με τέτοιο τρόπο το λόγο του κόσμο καλόγερου της Πεζογραφίας, ώστε η συνύπαρξη των δυο Σκιαθιτών δημιουργών επί σκηνής να μας χαρίζει ένα εντυπωσιακό αντάμωμα του τώρα με το χθες, ένα μουσικό ταξίδι με πυξίδα τον απέριττο και ουσιώδη λόγο του Παπαδιαμάντη. Από αυτή την ένωση λόγου και μουσικής δημιουργήθηκαν νέοι «Σκιάθιοι ήχοι» που προκύπτουν, όπως τότε και τώρα, μέσα από την γαλήνια παρατήρηση του ανθρώπινου και φυσικού τοπίου, με τρόπο λόγιο και λαϊκό μαζί. Ήχοι γήινοι και ρεμβώδης, φωτεινοί και σκοτεινοί, καρτερικοί και συμπονετικοί, αισθαντικοί και τρυφεροί, βαθύτατα Ελληνικοί άρα και οικουμενικοί.
Η συναυλία ξεκίνησε κάτω από το φως των κεριών, με κατάνυξη και μέσα σε απόλυτη ησυχία έγινε η δραματοποιημένη ανάγνωση, του υπέροχου Χριστουγεννιάτικου διηγήματος, από την γνωστή ηθοποιό Ασπασία Τζιτζικάκη, η οποία συγκίνησε αλλά και συγκινήθηκε από τη νέα μορφή του έργου. Περιγραφική, αυστηρή, εξέφρασε το διήγημα με τρόπο που του αρμόζει, βγάζοντας όλα τα νοήματα και όλες τις Παπαδιαμαντικές εικόνες στην επιφάνεια με τρόπο αβίαστο και φωτεινό. Η δεξιοτέχνης του σαντουριού Στέλλα Βαλάση εντυπωσίασε με την άρτια τεχνική της και τον συναισθηματικό τρόπο που ερμήνευσε φωνητικά την σύνθεση του Αντώνη Μιτζέλου «Μνημούρια».
Η δραματοποιημένη ανάγνωση του Παπαδιαμαντικού αριστουργήματος, συνοδεύτηκε από προβολή βίντεο που έγινε ειδικά για την παράσταση και ντύθηκε με την νέα πρωτοπαρουσιαζόμενη μουσική του Αντώνη Μιτζέλου, που συνέθεσε για αυτήν την εορταστική συναυλία, προκαλώντας στο εξαιρετικό κοινό, ρίγη συγκίνησης αλλά και λύτρωσης στο τέλος της συναυλίας. Ο Παπαδιαμάντης άλλωστε αφήνει συχνά στο τέλος των θεσπέσιων ιστοριών του μια γλυκόπικρη γεύση, μια αίσθηση χαρμολύπης.
Το cd άλμπουμ «Της Κοκκώνας το σπίτι» ως ένα νέο, δισυπόστατο πλέον έργο, βρίσκεται ήδη στις προθήκες των δισκοπωλείων και επιλεγμένων βιβλιοπωλείων και κυκλοφορεί σε όλα τα ψηφιακά καταστήματα από το Ogdoo Music Group σε μια καλαίσθητη και πλούσια έκδοση.
Μπορείτε να το προμηθευτείτε μέσω online παραγγελίας στο ogdooshop.gr
Βρείτε το album «Της Κοκκώνας το σπίτι» σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Πηγή: Δημήτρης Στεμπίλης, σε: ieidiseis.gr