
Η κουμαριά είναι φυτό με ελάχιστες απαιτήσεις, αναπτύσσεται σε ξηρές και πετρώδεις πλαγιές με καλά αποστραγγιζόμενα και σχετικά όξινα εδάφη. Πλούσιο και βαθύ, το έρπον ριζικό της σύστημα εκμεταλλεύεται την υγρασία του εδάφους, ενώ παράλληλα το προστατεύει από τη διάβρωση. Το ύψος της κυμαίνεται συνήθως από 2-3 μ., αλλά μπορεί να φτάσει έως και 12 μ.
Ο φλοιός της είναι καστανόχρωμος, ρυτιδωμένος και τραχύς, χαρακτηρίζεται δε από σφαιρικούς αδενώδεις καρπούς. Έχει φύλλα στιλπνά, σκούρου πράσινου χρώματος, με ωοειδές σχήμα, οδοντωτά, τραχιά και δερματώδη. Τα ερμαφρόδιτα άνθη της είναι συνήθως λευκά ή ωχρόλευκα, κωδωνόσχημα, σχηματίζονται δε σε μικρές ταξιανθίες (τσαμπιά) που γέρνουν προς τα κάτω, ενώ έχουν λεπτό άρωμα μελιού.
Η ανθοφορία διαρκεί συνήθως τρεις μήνες, από τα μέσα του φθινοπώρου μέχρι τις αρχές του χειμώνα. Οι εδώδιμοι καρποί ωριμάζουν μετά ένα έτος, κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, έτσι συνυπάρχουν στο ίδιο δένδρο άνθη και ώριμοι καρποί. Οι καρποί είναι σφαιρικοί, τύπου ράγας, με διάμετρο 15-20 χιλιοστά και περικλείουν πολυάριθμα σπέρματα. Αρχικά έχουν κίτρινο χρώμα το οποίο, κατά την ωρίμανση, γίνεται βαθυκόκκινο.

Η κουμαριά είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές χώρες γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου και συγκεκριμένα στις εξής: Ελλάδα, παράλια Τουρκίας, Λίβανο, Συρία, Ισραήλ, Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Πορτογαλία, Ισπανία (συμπερ. οι Βαλεαρίδες Νήσοι), Γαλλία (συμπερ. η Κορσική), Ιταλία, Σλοβενία, Κροατία και Αλβανία. Αναπτύσσεται επίσης στη δυτική Γαλλία και στη Βουλγαρία. Μικροί αυτοφυείς πληθυσμοί υπάρχουν στη νοτιοδυτική Ιρλανδία, όπου η κουμαριά ονομάζεται δέντρο της φράουλας (αγγλ. Strawberry tree ή Irish Strawberry tree).
Οι πληθυσμοί αυτοί είναι κατάλοιπα πρώην ευρύτερης κατανομής, παλαιότερων θερμότερων και υγρότερων περιόδων, όταν το κλίμα ήταν γενικά πιο ζεστό από σήμερα. Μια άγρια φυσική ποικιλία με κόκκινα άνθη, η Arbutus unedo var. rubra, γνωστή με την ονομασία ρόδινη κουμαριά (αγγλ. Pink Strawberry tree), ανακαλύφθηκε πρώτη φορά στην Ιρλανδία, το 1835.

Οι καρποί της κουμαριάς, τα κούμαρα, είναι εδώδιμοι και τρώγονται στο στάδιο της πλήρους ωρίμανσης, όταν δηλαδή το χρώμα τους είναι έντονο κόκκινο, η υφή τους μαλακή και η γεύση τους γλυκειά. Οι ώριμοι καρποί έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα (40%), με κύρια παρουσία της φρουκτόζης, γλυκόζης και σουκρόζης. Στη γεύση των καρπών συμβάλλουν τα οργανικά οξέα (φουμαρικό και μαλλικό) και από τα φαινολικά οξέα το γαλλικό. Οι ταννίνες προσδίδουν στιφή και υπόπικρη γεύση. Τα κούμαρα περιέχουν ακόμα βιταμίνες: βιταμίνη C, βήτα-καροτένιο, βιταμίνη Β3 (νιασίνη) και τοκοφερόλες.
Μετά τη συγκομιδή, οι ώριμοι καρποί θα πρέπει να καταναλωθούν εντός 24 ωρών, διότι είναι ευαίσθητοι και θα αρχίσουν να αποσυντίθενται. Τον 1ο αι., ο γιατρός και βοτανολόγος Διοσκουρίδης χαρακτηρίζει το κούμαρο «καρπό κακοστόμαχο και κεφαλαλγή». Όταν αποκοπούν από το φυτό οι καρποί, ενώ είναι ακόμα ανώριμοι, δεν ωριμάζουν καλά. Για τους παραπάνω λόγους, είναι προτιμότερο τα κούμαρα να τρώγονται κατ’ ευθείαν από το δέντρο.
Υπερώριμα κούμαρα μπορεί να προκαλέσουν δηλητηρίαση, ενώ ανώριμα μπορεί να προκαλέσουν τάση για εμετό. Η υπερκατανάλωση του καρπού μπορεί να προκαλέσει μέθη, καθώς προκαλείται γρήγορη ζύμωση και σχηματισμός αλκοόλης μέσα στο στομάχι. Για τον λόγο αυτό πήρε το δεύτερο όνομα είδους «unedo» που προέρχεται από τη λατινική φράση «unum edo» και σημαίνει «τρώω μόνο ένα».

Τα άνθη της κουμαριάς επικονιάζονται από τις μέλισσες και το μέλι που προκύπτει έχει την τάση να κρυσταλλώνει, αποκτώντας μια βουτυρώδη υφή. Το χρώμα του είναι σκούρο κίτρινο έως καφέ, η δε γεύση του πικρή και πολύ ιδιαίτερη, που το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα μέλια και να θεωρείται «γκουρμέ». Στην υπόπικρη γεύση του οφείλει τη διεθνή ονομασία του ως «bitter honey» (πικρό μέλι). Έχει χαμηλότερα ποσοστά σακχάρων σε σύγκριση με άλλα μέλια, έτσι εμπεριέχει και λιγότερες θερμίδες. Είναι τονωτικό τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τις μέλισσες και οι μελισσοκόμοι συνήθως το αφήνουν στις κυψέλες για τροφή του μελισσιού τους χειμερινούς μήνες. Μέλι κουμαριάς παράγεται στην Ελλάδα (σε αμιγή μορφή ή ανάμεικτο με ρεικόμελο), την Πορτογαλία, την Ισπανία και σε σημαντικές ποσότητες στη Σαρδηνία, γνωστό ως «Miele di Corbezzolo» (μέλι κουμαριάς), το οποίο θεωρείται το πιο φίνο και σπάνιο μέλι του νησιού.
Παραδοσιακό λικέρ κούμαρο
Τα κούμαρα, αυτό το υπέροχο άγριο φρούτο των βουνών, γίνονται πολύ ωραίο λικέρ. Τα μαζεύουμε αρχές του χειμώνα, όταν είναι κατακόκκινα και ώριμα. Προσοχή να είναι γλυκά και όχι λιωμένα, γιατί τότε έχουν δυσάρεστη γεύση και έχει αρχίσει η σήψη τους. Το λικέρ αυτό ανήκει στα παλαιά παραδοσιακά ροσόλια. Η ωρίμανσή του απαιτεί υπομονή γιατί, σαν άγριο φρούτο, έχει τους δικούς του χρόνους ζύμωσης, αλλά είναι εξαιρετικό. Γίνεται μόνο με τσίπουρο ή ρακή χωρίς αρώματα. Πέρα όμως από το γευστικότατο αυτό λικέρ τα κούμαρα μας δίνουν και ρακή. Εάν υπάρχει η δυνατότητα απόσταξης μπορούμε να κάνουμε ρακή από κούμαρο, που συνηθίζεται σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας.

Υλικά
1 κιλό κούμαρα ώριμα και γλυκά
1 λίτρο τσίπουρο χωρίς αρώματα 25 vol
500 γρ. ζάχαρη
Διαδικασία

Πλένουμε καλά τα κούμαρα, τα στεγνώνουμε απαλά να μη λιώσουν. Τα βάζουμε σε καθαρή γυάλα, ρίχνουμε τη ζάχαρη και συμπληρώνουμε με το τσίπουρο. Κλείνουμε καλά τη γυάλα βάζοντας στο καπάκι ένα χαρτί (προσοχή όχι αεροστεγώς γιατί πρέπει να παίρνει λίγο αέρα). Μπορούμε να ακολουθήσουμε δύο διαδικασίες: Είτε βάζουμε τη γυάλα στον ήλιο επί 15 ημέρες, οπότε η ζύμωση γίνεται γρηγορότερα και το ποτό μας θα πάρει πιο διαυγές πορτοκαλί χρώμα, είτε θα βάζουμε τη γυάλα στο σκοτάδι, οπότε θα πάρει πιο σκούρο χρώμα και πιο βαθειά γεύση. Και στις δυο περιπτώσεις ανακινούμε τακτικά τη γυάλα απαλά να λιώνει η ζάχαρη. Και στις δύο περιπτώσεις χρειάζεται να μείνουν τα υλικά στη γυάλα επί δύο (2) μήνες. Όσο περισσότερο μένουν στη γυάλα τόσο καλύτερα ωριμάζουν. Ανοίγουμε, σουρώνουμε καλά με διηθητικό χαρτί φίλτρο καφέ, τουλάχιστον 3 φορές, και παίρνουμε ένα θαυμάσιο λικέρ. Καλή επιτυχία!
* Η συνταγή ανήκει στην κα Σοφία Μούτσου, τ. δήμαρχο Στυρέων Ευβοίας.
Τσίπουρο από κούμαρα του Ολύμπου

Στις περιοχές γύρω από το κάστρο του Πλαταμώνα, από τις αρχές Μαΐου, ξεκινά η διαδικασία της απόσταξης κουμαρίσιου τσίπουρου η οποία ολοκληρώνεται στα τέλη του ίδιου μήνα, όπως ορίζεται από τη σχετική εγκύκλιο της οικείας Τελωνειακής Περιφέρειας Κατερίνης. Τα αποστακτήρα των διήμερων οινοποιών, τα «καζάνια», στη Σκοτίνα και τον Νέο Παντελεήμονα Πιερίας, «παίρνουν φωτιά» για να βράσουν και να βγάλουν το περίφημο παραδοσιακό τσίπουρο από κούμαρα του Ολύμπου.
Πρόκειται για ένα απολύτως φυσικό προϊόν με σαγηνευτικό γλυκόπικρο άρωμα, μοναδική φρουτώδη γεύση και υπέροχη επίνευση. Τα κούμαρα συλλέγονται, χειρωνακτικά, τον Δεκέμβριο από τις πλαγιές του Ολύμπου και ακολουθώντας τη μέθοδο της άγριας ζύμωσης (wild fermentation), που απαιτεί υπομονή, αποστάζονται τον Μάιο.
Όσοι βρεθείτε στους όμορφους παραδοσιακούς οικισμούς του Ολύμπου, στην Πιερία, μην ξεχάσετε να απολαύσετε ένα ποτήρι μυρωδάτο τσίπουρο.
Πηγή: in.gr, simeiakairwn.wordpress.com