Είναι και Χώρος, η ποιητική αντανάκλαση του κατοικείν στην υλικότητα του χώρου

Βέροια, Μακεδονία

Όλα γίνονται συγκεκριμένα στον κόσμο μιας ψυχής, όταν ένα αντικείμενο, όταν μια απλή πόρτα, έρχεται να δώσει τις εικόνες του δισταγμού, του πειρασμού, της επιθυμίας, της σιγουριάς, της ελεύθερης αποδοχής, του σεβασμού! Ο άνθρωπος ως οντότητα που κατοικεί πάνω στη γη, αναμετράται καθημερινά με τη φύση, τα υλικά και τα άυλα στοιχεία γύρω του και πολλές φορές, καλείται να αναμετρηθεί ακόμη και με την ίδια του τη φύση, την ουσία του, την ουσία του ανθρώπινου είναι. Για να κατοικεί πραγματικά ο άνθρωπος πάνω στη γη, σύμφωνα με τον Martin Heidegger, οφείλει να εκπληρώνει τον σκοπό της ύπαρξής του, τον σκοπό της ουσίας του.

Έτσι, οι έννοιες κτίζειν και κατοικείν, έρχονται να μας δώσουν απαντήσεις πάνω στο ερώτημα που δημιουργείται ως προς το πώς επιτυγχάνεται η πραγματική κατοίκηση του ανθρώπου πάνω στη γη. Κτίζειν και κατοικείν είναι δύο έννοιες οι οποίες πέρα από την προφανή τους σημερινή σημασία, έχουν και ένα βαθύτερο νόημα, το οποίο όχι απλά συνδέεται με την ουσία του ανθρώπινου είναι, αλλά μάλιστα, αλληλο-περιέχονται σ’ αυτό και αποτελούν προϋπόθεση για την ύπαρξή του. Τόπος και χώρος έρχονται να συμπληρώσουν τη σκέψη του φιλοσόφου, τη σύνδεση του ανθρώπινου είναι, του κατοικείν και κτίζειν, με την υλικότητα γύρω του. Μέσω του τόπου δημιουργείται ο χώρος. Ο χώρος ως το ενταγμένο από τον τόπο μέσα σε ένα πλαίσιο, ένα όριο. Όριο, εξάπαντος όχι αυτό που σταματά, αλλά αυτό απ’ όπου κάτι αρχίζει να εκδιπλώνει την ουσία του.

Το είναι, η ανθρώπινη ουσία, διαπερνά τον χώρο, αντανακλάται σ’ αυτόν και δημιουργείται έτσι μια σχέση αλληλεπίδρασης. Μπορεί η ουσία του κατοικείν να είναι ποιητική; Η ποίηση πολλές φορές συνδυάζεται στο μυαλό των ανθρώπων ως μια εξω–πραγματική διαδικασία η οποία μεταφέρει τον άνθρωπο σε έναν φανταστικό κόσμο, μακριά από την πραγματικότητα. Είναι όντως έτσι; Μήπως το κατοικείν τελικά, όχι απλά συνδέεται αλλά προϋποθέτει μέσα του το ποιητικό στοιχείο; Σε όλα τα παραπάνω καθώς επίσης και στην ύπαρξη και σύνδεση του Κάλλους με το κατοικείν και τον άνθρωπο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, παραμένοντας πάντα στη γραμμή σκέψης του φιλοσόφου Heidegger.

Κτίζειν και Κατοικείν σύμφωνα με τον Martin Heidegger

Ο Martin Heidegger, στη διάλεξή του «Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι», στις 5 Αυγούστου του 1951, επιχειρεί να επανακτήσει αλλά και να επαναβεβαιώσει ορισμένες καίριες όψεις του κόσμου. Εξηγεί έτσι, τις έννοιες του «κτίζω» και «κατοικώ» διερευνώντας την αρχική ρίζα των λέξεων καθώς και την ετυμολογική τους σημασία.[1] Σύμφωνα λοιπόν με τον φιλόσοφο, στο κατοικείν αναγόμαστε μόνο μέσω του κτίζειν, ενώ το κτίζειν είναι εκείνο που έχει το κατοικείν ως στόχο[2]. Ωστόσο, θα ήταν λανθασμένη άποψη, εάν λέγαμε πως κτίζειν και κατοικείν έχουν μεταξύ τους μόνο μια σχέση σκοπού και μέσου, καθώς το κτίζειν αποτελεί ήδη «εν εαυτώ κατοικείν»[3].

Αρχοντικό Schwartz, Αμπελάκια Θεσσαλίας

Αν ανατρέξουμε πίσω στην παλιά γερμανική λέξη «buan», που σημαίνει «κτίζω», θα δούμε πως η ίδια λέξη, ενώ δεν σημαίνει κατά βάση κατοικώ, μας υποδεικνύει και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να σκεφτούμε το επονομαζόμενο από αυτήν κατοικείν -buri, buren, beuren[4]. Αν προχωρήσουμε λίγο παραπέρα στην ετυμολογία και στις συγγενείς λέξεις, θα δούμε πως η λέξη buan συνδέεται και με το γερμανικό ich bin που σημαίνει εγώ είμαι[5]. Η παλιά λοιπόν γερμανική λέξη bauen, στην οποία ανήκει το bin, πέρα από είμαι, σημαίνει και κατοικώ. Ο τρόπος λοιπόν με τον οποίο εγώ είμαι, ο τρόπος με τον οποίο κατοικώ πάνω στη γη είναι το κατοικείν[6]. Η παλιά λέξη bauen σημαίνει επίσης προστατεύω και καλλιεργώ. Το κτίζειν με αυτή τη σημασία έχει την ιδιότητα της προφύλαξης, προφυλάσσει την ανάπτυξη η οποία επιτρέπει την ωρίμανση των καρπών[7].

Έτσι, βλέπουμε πως το κτίζειν μπορεί να έχει διπλή σημασία, αυτή του καλλιεργείν, αλλά και αυτή του ανεγείρειν -όπως για παράδειγμα το κτίσιμο ναών. Το μεγάλο κοινό σημείο και των δύο κτίζειν είναι πως περικλείονται στο καθαυτό κτίζειν, δηλαδή στο κατοικείν[8]. Το μεγάλο πρόβλημα σύμφωνα με τον Heidegger, συναντάται όταν το καθαυτό νόημα του κτίζειν, δηλαδή το κατοικείν, περιπίπτει σε λήθη και το καλλιεργείν και ανεγείρειν αντίστοιχα, διεκδικούν την ουσία του κτίζειν[9]. Βλέπουμε λοιπόν, πως αυτό το οποίο λένε τα ουσιώδη ρήματα της γλώσσας με ιδιάζοντα τρόπο, συχνά αγνοείται και έρχεται να αντικατασταθεί από την επιφανειακή σημασία – εννόησή τους[10].

Καταλήγουμε, σε τρία συμπεράσματα. Το κτίζειν είναι κατ’ ουσίαν κατοικείν, το κατοικείν είναι ο τρόπος με τον οποίο οι θνητοί είναι πάνω στη γη και τέλος, το κτίζειν ως κατοικείν εκδηλώνεται ως προς την κατεύθυνση του κτίζειν το οποίο καλλιεργεί, αναπτύσσει, και του κτίζειν το οποίο ανεγείρει κτήρια[11]. Κάθε κτίζειν λοιπόν αποτελεί εν’ εαυτώ κατοικείν, «δεν κατοικούμε επειδή έχουμε κτίσει, αλλά κτίζουμε και έχουμε κτίσει, καθόσον κατοικούμε, δηλαδή είμαστε ως κατοικούντες»[12]. Για να εξετάσουμε το κατοικείν στην ουσία του, χρειάζεται να εξετάσουμε και το παλιό σαξωνικό «wuon», το γοτθικό «wunian» όπου έχουν ακριβώς την ίδια σημασία όπως η παλαιά γερμανική λέξη bauen το παραμένειν, το διαμένειν.

Η γοτθική λέξη σημαίνει ακριβέστερα πως: είμαι ικανοποιημένος, έχω ειρηνεύσει, παραμένω σε μια κατάσταση ειρήνης. Η λέξη ειρήνη «friede» σημαίνει επίσης και το προστατευμένο από κάποια βλάβη, δηλαδή αυτό που χρησιμοποιείται με φειδώ[13]. Άρα, σημειώνει ο Heidegger, «κατοικώ, έχω ειρηνεύσει, σημαίνει: παραμένω περιφραγμένος στο Fryes, δηλαδή στο ελεύθερο, το οποίο φείδεται κάθε πράγματος, ωθώντας το προς την ουσία του. Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κατοικείν είναι το φείδεσθαι. Διαπερνά το κατοικείν σε όλο του το εύρος»[14]. Για να μελετήσουμε όμως κατά ποια έννοια το κτίζειν ενέχεται στην ουσία του κατοικείν, είναι σημαντικό και απαραίτητο να δούμε πώς ο φιλόσοφος καταλαβαίνει το νόημα του τόπου και του χώρου σε συνδυασμό με το κτίζειν και κατοικείν.

Τόπος και Χώρος, Είναι και Χώρος

Ως ερώτημα ο ίδιος ο Heidegger θέτει, το εξής: κατά ποια έννοια το κτίζειν ενέχεται στο κατοικείν[15]; Η ανάλυση του φιλοσόφου μας οδηγεί και στην επεξήγηση των εννοιών τόπος, χώρος και είναι. Ως παράδειγμα χρησιμοποιείται η γέφυρα. Η γέφυρα έχει την ιδιότητα να ενώνει εκτάσεις μεταξύ τους και να φέρνει ποταμό, όχθη και έδαφος σε σχέσεις αμοιβαίας γειτνιάσεως[16]. Αναφέρει συγκεκριμένα πως «κάθε φορά και πάντοτε με διαφορετικό τρόπο η γέφυρα οδηγεί και συνοδεύει προς τα εδώ και προς τα εκεί τα διστακτικά και ανυπόμονα βήματα των ανθρώπων, ώστε αυτοί να μεταβαίνουν σε άλλες όχθες και να φτάνουν εν τέλει ως οι θνητοί στην άλλη πλευρά»[17].

Πέτρινο παραδοσιακό γεφύρι, Ζαγόρι Ήπειρος

Είναι φανερό λοιπόν πως η γέφυρα δεν μπορεί να αποτελεί απλώς ένα πράγμα, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο, είναι πράγμα ιδιαίτερου είδους καθώς περισυλλέγει το τετραμερές[18] και του διαθέτει θέση. Θέση δύναται να παραχωρεί μόνο ό,τι είναι καθ’ εαυτό τόπος[19]. Η γέφυρα λοιπόν είναι το στοιχείο μέσα από το οποίο γεννιέται ένας τόπος. Μπορεί περιμετρικά της γέφυρας να υπήρχαν και πριν διάφορα μέρη, αλλά ως τόπος προβάλλουν δια της γέφυρας. Από τη θέση αυτή που διαθέτει η γέφυρα ως τόπος στο τετραμερές, μέσω των τοποθεσιών που προσδιορίζονται, παραχωρείται χώρος[20]. Ο χώρος είναι το δοσμένο, το ενταγμένο από τον τόπο μέσα σε ένα όριο. Όριο, όχι αυτό που σταματά, αλλά αυτό απ’ όπου κάτι αρχίζει να εκδιπλώνει την ουσία του. Χώρος λοιπόν είναι το παραχωρημένο να εισέλθει στην ουσία του, αυτό που εκχωρείται κάθε φορά και περισυλλέγεται μέσω ενός τόπου[21]. Την ουσία τους λοιπόν οι χώροι την λαμβάνουν μέσω του τόπου. Είναι σύνηθες, τα πράγματα τα οποία ως τόποι διαθέτουν θέση, να τα ονομάζουμε κτίσματα καθώς έχουν παραχθεί από το κτίζειν, αυτά τα πράγματα είναι οι τόποι όπου στην ουσία τους υπάρχει ο δεσμός τόπου και χώρου και συνολικά η σχέση τους με τον άνθρωπο, με το ανθρώπινο είναι. Τέλος, ο χώρος δεν αποτελεί απλά ένα ουδέτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο βρίσκονται τα πράγματα, αλλά τον βασικότερο τρόπο τους να υπάρχουν και να γίνονται αντιληπτά[22].

Για να αναλύσουμε λοιπόν τη σχέση του ανθρώπινου είναι και του χώρου, πρέπει αρχικά να αναλογιστούμε τη σύνδεση ανάμεσα σε τόπο και χώρο. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως όταν ο Heidegger μας μιλά για τον άνθρωπο, σκέφτεται εκείνον τον οποίο στην ουσία του, στο είναι του, κατοικεί με τρόπο «ανθρώπινο» πάνω στη γη και διαμένει στο τετραμερές. Ο χώρος δεν βρίσκεται απέναντι από τον άνθρωπο, δεν αποτελεί ούτε εξωτερικό αντικείμενο, ούτε και εσωτερικό βίωμα[23]. Ακόμη και όταν συσχετιζόμαστε με πράγματα τα οποία δεν είναι κοντά μας, εκείνη τη στιγμή διαμένουμε πλησίον των καθ’ εαυτών πραγμάτων και δεν παριστούμε απλώς ως μια σκέψη στον εσωτερικό μας κόσμο. Ο δεσμός λοιπόν της ουσίας του ανθρώπινου είναι, με τους τόπους βρίσκεται στο κατοικείν του και η σχέση αυτή ανθρώπου και χώρου είναι το ίδιο το κατοικείν[24].

Το κτίζειν ανεγείρει και παράγει τόπους, ποτέ όμως δεν διαμορφώνει τον χώρο, ακριβώς επειδή παράγει πράγματα ως τόπους, βρίσκεται πλησιέστερα στην ουσία των χώρων καθώς και στην ουσιώδη προέλευσή τους. Τα γνήσια κτίσματα, αφήνουν με τον τρόπο τους, το αποτύπωμά τους στο κατοικείν, άγοντάς το στην ουσία του και στεγάζοντας την ουσία του[25]. Βλέπουμε λοιπόν πως το είναι του ανθρώπου είναι αυτό το οποίο εκπληρώνει το κατοικείν πάνω στη γη και μέσα στο τετραμερές. Το είναι, ο άνθρωπος στην ουσία του, είναι άμεσα συνδεδεμένος και εναρμονισμένος μέσα στο χώρο καθώς κατοικεί και διαμένει σε αυτόν, ενώ ο χώρος παραχωρείται μέσω του τόπου, του πράγματος το οποίο διανοίγει θέση στη δημιουργία ενός χώρου. Τα πράγματα αυτά τα οποία αποκαλούνται κτίσματα και λειτουργούν ως τόποι δίνοντας θέση, ενέχουν και αυτά την ουσία του κατοικείν καθώς όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το κτίζειν είναι στην ουσία κατοικείν.

Είδαμε πως ο Heidegger μας εξηγεί την έννοια του κτίζειν και κατοικείν, του τόπου και χώρου, ερχόμενος τώρα σε διάλογο με έναν στίχο από ποίημα του Χάιντερλιν, καλείται να μας απαντήσει στο ερώτημα: μπορεί να κατοικεί ποιητικά ο άνθρωπος; Αυτό λοιπόν σκοπεύουμε να απαντήσουμε και να εξηγήσουμε παρακάτω.

«Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος» – Η ποιητική αντανάκλαση στον Χώρο και το Κάλλος

Ο Χάιντερλιν, σε ένα από τα ποιήματά του, σημειώνει:

«Εντελώς επάξια, αλλά ποιητικά κατοικεί
ο άνθρωπος, πάνω στη γη»[26]

Γεννάται η απορία και η σκέψη στο μυαλό του αναγνώστη, πώς μπορεί ο άνθρωπος να κατοικεί ποιητικά, εάν δεχτούμε πως η ποίηση και οι ποιητές απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον πραγματικό κόσμο και τον οδηγούν στους «χώρους του άσαρκου ονείρου»[27], εκεί όπου υπάρχουμε μονάχα με τη φαντασία μας. Ο Heidegger, στοχαζόμενος αυτή τη σύνδεση, αναφέρει πως ίσως τελικά, όχι απλά ποίηση και κατοικείν να συμβιβάζονται, αλλά και το ένα να φέρει το άλλο, με τέτοιο τρόπο, ώστε το κατοικείν να ερείδεται στο ποιητικό στοιχείο[28]. Ο Χάιντερλιν χρησιμοποιεί τους στίχους «πάνω στη γη», ακριβώς γιατί με αυτό τον τρόπο θέλει να μας δείξει πως το ποιητικό στοιχείο, το ποιείν, δεν συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με τη φαντασία, αλλά και με τον κόσμο όπου κατοικούν επάνω σ’ αυτόν οι θνητοί.

Γαλαξίδι, Στερεά Ελλάδα

Το ποιείν είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο που μπορεί και επιτρέπει το κατοικείν, και συγχρόνως η ίδια η ποίηση ως κάτι που επιτρέπει το κατοικείν, είναι κτίζειν[29]. Θα ήταν λάθος εάν συσχετίζαμε το κατοικείν αποκλειστικά με το κτίζειν, δηλαδή, αποκλειστικά με τις διαδικασίες κατασκευής έργων ή καλλιέργειας της γης. «Τα κέρδη αυτού του πολυσχιδούς κτίζειν δεν πληρούν ποτέ την ουσία του κατοικείν. Αντίθετα, την εξανεμίζουν, όταν το κυνήγι και η απόκτησή τους γίνεται αυτοσκοπός […] ο άνθρωπος επιτυγχάνει το κατοικείν μόνο εάν έχει κτίσει, συνεχίσει να κτίζει και έχει την πρόθεση να κτίσει με άλλο τρόπο»[30]. Αυτός ο άλλος τρόπος που αναφέρει πολύ εύστοχα ο φιλόσοφος, είναι το ποιείν, το στοιχείο αυτό το οποίο συνηγορεί στην εκπλήρωση του κατοικείν. Το «ποιητικά κατοικείν», δεν κατευθύνει τον άνθρωπο σε μια σφαίρα φαντασίας, αντίθετα, μέσω αυτού, υπάρχει πραγματικά πάνω στη γη.

Ο Χάιντερλιν στη συνέχεια στους στίχους 24 με 38, προσθέτει:

«Όταν γεμάτος κόπο είναι ο βίος του, μπορεί ένας άνθρωπος
να υψώσει το βλέμμα του και να πει: έτσι
θέλω και εγώ να είμαι; Ναι. Όσο η φιλοφροσύνη, η Αγνή, διαρκεί
στην καρδιά, δεν είναι ατελέσφορη η αναμέτρηση
του ανθρώπου με τη θεότητα. Είναι άγνωστος άραγε ο Θεός;
Είναι φανερός όπως ο ουρανός; Μάλλον
αυτό πιστεύω. Είναι το μέτρο του ανθρώπου.
Εντελώς επάξια αλλά ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος
πάνω σ’ αυτή τη γη. Όμως η σκιά της έναστρης νύχτας,
αν θα μπορούσα έτσι να το πω, δεν είναι καθαρότερη
από τον άνθρωπο, αυτή την εικόνα της θεότητας.
Υπάρχει, άραγε, ένα μέτρο πάνω στη γη; Δεν υπάρχει κανένα»[31].

Από τους στίχους αυτούς, διαφαίνεται μια πραγματικότητα, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να εισπράττει κέρδη, αλλά ταυτοχρόνως, του δίνεται η δυνατότητα με αφετηρία τον ίδιο του τον εαυτό και μέσω του εαυτού του, να σηκώσει το βλέμμα του στον ουρανό. Το βλέμμα προς τον ουρανό «διατρέχει» την απόσταση που χωρίζει γη και ουρανό, ενώ συγχρόνως παραμένει πάνω στη γη[32]. Σύμφωνα λοιπόν με το ποίημα του Χάιντερλιν, ο άνθρωπος εν όσω κατοικεί, διαμετρά τη διάσταση -τον ουρανό με τη γη- από άκρο σε άκρο ενώ συγχρόνως αναμετράται με το θεϊκό, το ουράνιο. Έτσι, μόνο πραγματοποιώντας αυτή τη διαμέτρηση ο άνθρωπος μπορεί πραγματικά να είναι τέτοιος, αυτή δεν αποτελεί μια ευκαιριακή επιλογή, αλλά την ουσία του ανθρώπινου είναι και κατοικείν[33].

Νάξος, Απείρανθος

Το ποιώ σημαίνει μετρώ[34], ως επέκταση του όρου, μπορούμε άρα να πούμε πως το κατοικείν είναι ποιητικό μόνο όταν μετρά, όταν δηλαδή εκπληρώνει τον σκοπό και την ουσία του σε όλο του το εύρος. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να δώσουμε ως μια ερμηνεία της ποίησης, τη «λήψη μέτρου», την ενέργεια δηλαδή που παρέχει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μετρά και να αναμετράται συγχρόνως με το όντως μέτρο, τη θεότητα, ανακαλύπτοντας το μέγεθος της ουσίας και της κτιστότητάς του[35]. Ο Χάιντερλιν σε αυτό το ποίημα του, παραθέτει με πολύ εύστοχο τρόπο την ουσία του κατοικείν, που δεν είναι άλλη, από το ποιείν, καθώς είναι αυτή η οποία «αφήνει το κατοικείν του ανθρώπου να εισέλθει στην ουσία του» και επιτρέπει ακόμη και το ίδιο το κατοικείν να υπάρχει ως τέτοιο[36].

Ο χώρος μέσα στον οποίο υπάρχει ο άνθρωπος, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι άμεσα συνδεδεμένος και εναρμονισμένος με την -ποιητική- ουσία του, έτσι, δεν θα μπορούσε παρά το «ποιητικά κατοικείν» να αντανακλάται μέσα στο χώρο, να εκπορεύεται και να διαμορφώνεται από το ανθρώπινο είναι. Ο Gaston Bachelard στο βιβλίο του «Η ποιητική του χώρου» διαλέγεται με τους στίχους του Tristan Tzara από το βιβλίο του «Où boivent les loups» όπου γράφει:

«Μια ράθυμη ταπεινοσύνη τρυπώνει στο δωμάτιο
πού κατοικεί μέσα μου στη φούχτα της ηρεμίας»[37].

Σε αυτούς τους τόσο μικρούς σε έκταση στίχους, περιγράφεται η αντανάκλαση του «ποιητικά κατοικείν» μέσα στο χώρο, αλλά και η εναρμόνισή του με αυτόν. Ο Bachelard σχολιάζει πολύ κατατοπιστικά αυτούς τους στίχους, λέγοντας πως: «Η οικειότητα του δωματίου γίνεται δική μας οικειότητα. Και αντίστοιχα, ο οικείος χώρος έχει γίνει τόσο ήρεμος, τόσο απλός, που σ’ αυτόν εντοπίζεται, συγκεντρώνεται όλη η ηρεμία του δωματίου. Το δωμάτιο είναι, κατά βάθος, το δωμάτιό μας, το δωμάτιο είναι μέσα μας. Δεν το βλέπουμε πια. Δεν μας περιορίζει πλέον, γιατί είμαστε στα μύχια της ηρεμίας του, στην ηρεμία που μας παρέχει. Και όλα τα μέχρι τώρα δωμάτια έρχονται να κλειστούν μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Πόσο απλά είναι όλα!»[38].

Ο χώρος λοιπόν, αντανακλά σε τέτοιο βαθμό την ανθρώπινη ουσία σε όλο της το εύρος, το -ποιητικώς- κατοικείν, και λαμβάνει την ιδιότητά του από αυτό, δημιουργείται μια σχέση αλληλεπίδρασης. Η αντανάκλαση του «ποιητικά κατοικείν» στο χώρο εφόσον αυτή εκπληρώνει την ουσία της, διακατέχεται από το Κάλλος, το οποίο δεν μπορεί παρά να είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ουσία του κατοικείν, όταν αυτό υπάρχει πραγματικά ως τέτοιο μέσα στο χώρο.

Αρχοντικά στην Καστοριά, Μακεδονία

Το κατοικείν του ανθρώπου αντανακλάται στην ουσία του χώρου. Όπως αναλύσαμε και παραπάνω, το κατοικείν για να μπορεί να εκπληρώνει το σκοπό του ως τέτοιο, είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ποιητικό στοιχείο, με τον ποιείν. Το Κάλλος, υπάρχει μέσα στην ποιητική με τη μορφή της ποιότητας του χώρου, με μια βιωματική μορφή, θα μπορούσαμε να πούμε πως διακατέχει και αποπνέεται από την ατμόσφαιρα. «Το Κάλλος του κόσμου είναι ό,τι εμφανίζεται στα μεμονωμένα του στοιχεία, όπως τα αστέρια στον ουρανό, τα πουλιά στον αέρα, τα ψάρια στο νερό, οι άνθρωποι στη γη»[39], αναφέρει ο Γουλιέλμος της Κονς και κατ’ ευθείαν μας περιγράφει πως το Κάλλος, η ομορφιά, μπορεί να υπάρχει στην απλότητα των πραγμάτων, των φυσικών στοιχείων, αλλά και των ανθρώπων που κατοικούν πάνω στη γη.

Η αρχιτεκτονική του χώρου όντας σε έναν συνεχή διάλογο με το κατοικείν, είναι βαθιά συνδεδεμένη με το Κάλλος, καθώς διατηρεί το είναι της ανθρώπινης φύσης στην ουσία της. Με τη διαφύλαξη λοιπόν, της φυσικής ωραιότητας, η αρχιτεκτονική του χώρου μπορεί να διασφαλίσει αυτή τη μορφή του Κάλλους όπου αποπνέεται από τα φυσικά – βιωματικά στοιχεία και μέσα από το κατοικείν διαπερνούν τον χώρο. Χώρος και κατοικείν συνδέονται ποιητικώς και αποπνέουν Κάλλος. Η διαφύλαξη των φυσικών στοιχείων, η ενσωμάτωση και η εναρμόνισή τους με τα κτίσματα, τους χώρους και τους τόπους που δημιουργούνται μέσω της σχέσης του κτίζειν και του κατοικείν, είναι ένα ζήτημα αρχιτεκτονικής φύσεως. Το Κάλλος που διακατέχει τόσο τα φυσικά στοιχεία στη γη όσο και τους ανθρώπους που κατοικούν σ’ αυτήν, διαπερνά μέσω του κατοικείν στον χώρο, διαχέεται και αλληλεπιδρά με το ανθρώπινο είναι.

Επίλογος

Κτίζειν και κατοικείν βρίσκονται στην ουσία του ανθρώπινου είναι, καθώς το ένα δεν προϋποθέτει απλά το άλλο, αλλά το κτίζειν ταυτίζεται στην ουσία του με το κατοικείν. Το κατοικείν είναι ο τρόπος με τον οποίο οι θνητοί κατοικούν πάνω στη γη, φείδονται του τετραμερούς και το διαφυλάσσουν, μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο κατοικούν πραγματικά και εκπληρώνουν τον σκοπό της ίδιας τους της ύπαρξης. Ο άνθρωπος από την άλλη, το ανθρώπινο είναι, είναι άμεσα συνδεδεμένο και εναρμονισμένο με τον τόπο, όπου ανοίγει όρια για τη δημιουργία του χώρου, ενώ κατοικεί ποιητικώ τω τρόπω μέσα σ’ αυτόν. Η ποιητική, όπως είδαμε, το ποιείν, έχει την έννοια του μέτρου, και μέσω αυτού υπάρχει πραγματικά το κατοικείν στην ουσία του ως τέτοιο. Ποιητική και Κάλλος συνδέονται με βιωματικό τρόπο μέσω της υλικότητας και της διατήρησης της φυσικότητας μέσα στο χώρο. Η ύλη, τα πράγματα, στην ουσία τους, ενέχουν το κατοικείν το οποίο δεν μπορεί παρά να κρύβει τη δική του ωραιότητα την οποία οφείλει να αντανακλά γύρω του με σεβασμό, με φειδώ για τη διαφύλαξη του τετραμερούς.

Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Gaston Bachelard «Η ποιητική του Χώρου», στο οποίο αναδεικνύεται μοναδικά η ποιητική αντανάκλαση του κατοικείν στην υλικότητα του χώρου και των πραγμάτων που λαμβάνουν μέρος μέσα σ’ αυτόν, αλλά και η αλληλεπίδραση του ανθρώπινου είναι με τον χώρο, δημιουργώντας μέσα μας νέες αναζητήσεις.

«Πόσες λοιπόν ονειροπολήσεις πρέπει ν’ αναλύσουμε κάτω απ’ αυτή την απλή αναφορά: πόρτα! Η πόρτα είναι ένας ολόκληρος κόσμος του Μισάνοιχτου. Είναι τουλάχιστον μια πρωταρχική εικόνα, η ίδια η καταγωγή μιας ονειροπόλησης όπου συσσωρεύονται επιθυμίες και πειρασμοί, ο πειρασμός ν’ ανοίξουμε όλα τα επιφυλακτικά είναι. […] Όλα γίνονται συγκεκριμένα στον κόσμο μιας ψυχής, όταν ένα αντικείμενο, όταν μια απλή πόρτα, έρχεται να δώσει τις εικόνες του δισταγμού, του πειρασμού, της επιθυμίας, της σιγουριάς, της ελεύθερης αποδοχής, του σεβασμού! Θα διηγόμασταν όλη μας τη ζωή αν καταγράφαμε όλες τις πόρτες που κλείσαμε, που ανοίξαμε, όλες τις πόρτες που θα θέλαμε να ξανά ανοίξουμε»[40].

Κύθνος, Αιγαίο

Υποσημειώσεις:
[1] Martin Heidegger, «Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι», μτφρ. Γιώργος Ξηροπαΐδης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 12.
[2] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 21.
[3] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 25.
[4] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 27.
[5] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 27.
[6] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 29.
[7] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 29.
[8] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 29.
[9] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 31.
[10] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 31.
[11] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 33.
[12] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 33.
[13] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 34.
[14] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 35.
[15] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 43.
[16] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 45.
[17] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 47.
[18] Ο M. Heidegger, αναφερόμενος στο τετραμερές, εννοεί την ενιαία σύμπτυξη ουρανού, γης, θνητών και θεοτήτων. Αναφέρει πως οι θνητοί είναι μέσα στο τετραμερές καθ’ όσον κατοικούν και οφείλουν να φείδονται αυτού. Βλ. Martin Heidegger, «Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι», ό.π.
[19] Martin Heidegger, «Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι», ό.π., σελ. 51.
19 Heidegger, Martin, 2008, Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, Μτφρ: Γιώργος Ξηροπαΐδης, Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον , σ. 51
[20] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 51.
[21] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 51.
[22] Σάββας Κονταράτος, «Η εμπειρία του αρχιτεκτονημένου χώρου και το σωματικό σχήμα», διδ. διατριβή, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ, σελ. 19.
[23] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 59.
[24] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 59.
[25] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 63.
[26] Martin Heidegger, ό.π., σελ. 25.
[27] Χρυσόστομος Σταμούλης, «Έρως και Θάνατος», εκδ. Αρμός, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 315.
[28] Martin Heidegger, «Ποιητικά Κατοικεί ο Άνθρωπος …», μτφρ. Γιώργος Ξηροπαΐδης, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, σελ. 15.
[29] Martin Heidegger, «Ποιητικά Κατοικεί ο Άνθρωπος …», ό.π., σελ. 17.
[30] Martin Heidegger, «Ποιητικά Κατοικεί ο Άνθρωπος …», ό.π., σελ. 23.
[31] Martin Heidegger, «Ποιητικά Κατοικεί ο Άνθρωπος …», ό.π., σελ. 29-31.
[32] Χρυσόστομος Σταμούλης, ό.π., σελ. 319-320.
[33] Martin Heidegger, «Ποιητικά Κατοικεί ο Άνθρωπος …», ό.π., σελ. 33.
[34] Martin Heidegger, «Ποιητικά Κατοικεί ο Άνθρωπος …», ό.π., σελ. 35.
[35] Χρυσόστομος Σταμούλης, ό.π., σελ. 320.
[36] Martin Heidegger, «Ποιητικά Κατοικεί ο Άνθρωπος …», ό.π., σελ. 53.
[37] Gaston Bachelard, «Η Ποιητική του Χώρου», μτφρ. Ελένη Βέλτσου, Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1982, σελ. 250.
[38] Gaston Bachelard, ό.π., σελ. 250.
[39] Ουμπέρτο Έκο, «Ιστορία της Ομορφιάς», μτφρ. Δήμητρα Δότση, Χρίστος Ρομποτής, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σελ. 82.
[40] Gaston Bachelard, ό.π., σελ. 247-248.

Πηγή: Αποστολία – Κυριακή Καραγιάννη, Θεολόγος, σε: timesnews.gr

Σχολιάστε