Ο ποιητής Νίκος Καρούζος

Ο ποιητής Νίκος Καρούζος γεννήθηκε σαν σήμερα, 17 Ιουλίου του 1926, στο Ναύπλιο. Ξεχωριστός και ανένταχτος, με μια μοναδική δυναμικότητα στους στίχους του, έζησε και δημιούργησε σαν ένας αριστοκράτης της σκέψης, με μια ζωή που κρεμόταν μόνον από την ποίηση. Συμπληρώθηκαν ήδη 30 χρόνια από τον θάνατό του, ωστόσο η υπάρχουσα εσωτερική δυναμική στις ποιητικές μορφές του είναι τόσο ισχυρή, ώστε η παρουσία του μέσω της ποίησης να είναι πάντοτινά συνεχής.

«Στον ουρανό οι δυνατότητες
είναι μόνο συναρπαστικές.
Καθώς κρεμόμουνα στον αέρα
κρατημένος από ένα κάτασπρο σύννεφο
σε μυθική οθόνη της φαντασίας
παρατηρούσα τις τιμές
των στοιχείων του αίματός μου
κι άκουγα μιαν εκθαμβωτική μουσική πράξη
σχεδόν εξωανθρώπινη
προς τ’ αριστερά στο γεωγραφικό χάρτη
στο σημείο που βρίσκεται το βουνό Τρόμος
τυλιγμένο πάντοτε μ’ αστραπές
και έκπαγλες καταιγίδες.

Εκεί ανέβηκα μια φορά.
Εκεί πρωτάκουσα το τραγούδι
που έλεγε: ανήκουμε στα νερά.
Κι από την άλλη έλαμπε ο Εκκλησιαστής.
Από καιρό γνώριζα πως το αίμα
περιέχει όλο το μυστήριο
που δίνεται με σημάδια
στον ανθρώπινο νου και πλήρη ασυνέχεια.
Μήπως η κυκλοφορία;-
διερωτήθηκε ο λαμπρός παθολόγος.
Και αιφνιδίως
ήρθε στο μυαλό μου ο Λεονάρντο
που ήξερε θεσπέσιες ειδήσεις απ’ το σώμα»

(Το τελευταίο ποίημα του Νίκου Καρούζου, γραμμένο στις 29 Αυγούστου 1990,
στο νοσοκομείο «Υγεία», έναν μήνα πριν από τον θάνατό του)

Ο ποιητής με τον πατέρα του

Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο, στις 17 Ιουλίου 1926. Ο πατέρας του, δάσκαλος στρατευμένος στο ΕΑΜ, υπέστη διώξεις μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ. Οι σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν έμελλε να περατωθούν εξ αιτίας της πολιτικής του δράσης και της απορρόφησής του από την ποιητική δημιουργία.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου ο Καρούζος εξορίστηκε στην Ικαρία (1947). Το 1951 εκλήθη να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο, απ’ όπου πήρε απολυτήριο το 1953, έχοντας υποστεί νευρικό κλονισμό. Ο Καρούζος νυμφεύτηκε δύο φορές, το 1955 τη Μαρία Δαράκη, με την οποία έζησε μαζί λίγους μόνο μήνες, και το 1963 τη Μαίρη Μεϊμαράκη με την οποία χώρισαν το 1980. Από το 1981 έως το τέλος της ζωής του σύντροφός του ήταν η ζωγράφος Εύα Μπέη.

Ο Νίκος Καρούζος πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στον χώρο των γραμμάτων το 1949, με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Σίμων ο Κυρηναίος» στο περιοδικό «Ο Αιώνας μας». Η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Η επιστροφή του Χριστού», εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε ευρύτερα γνωστός κατά τη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές «Η έλαφος των άστρων» (1962), «Ο υπνόσακκος» (1964) και «Πενθήματα» (1969).

Σε παιδική ηλικία

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Νέα Εστία», «Αθηναϊκά Γράμματα», «Ευθύνη», «Σπείρα», «Τραμ», «Τομές», «Το Δέντρο», «Η λέξη» κ.ά. Τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). Απεβίωσε στην Αθήνα, στις 28 Σεπτεμβρίου 1990, έχοντας αντιμετωπίσει επί μακρόν σοβαρά προβλήματα υγείας. Για τον Νίκο Καρούζο έγραψαν τα εξής:

«Από όλους τους ποιητές […] της μεταπολεμικής γενιάς, αυτός που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυσκολία ως προς την ένταξή του σε κάποια κατηγορία ή ομάδα είναι ο Νίκος Καρούζος. Υποστηρικτής της Αριστεράς κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου και για καιρό αργότερα, ο Καρούζος απέφυγε τη φανερή δέσμευση και την ανοικτή, δημόσια έκφραση, που υιοθέτησαν τόσοι σύγχρονοί του σοσιαλιστές. Στην τελευταία δεκαετία της ζωής του αποκήρυξε το Μαρξισμό στο σύνολό του: “ο καπιταλισμός έκανε ζώο τον άνθρωπο, ο μαρξισμός έκανε ζώο την αλήθεια”. Η σχέση του με τον Υπερρεαλισμό είναι επίσης θολή και έχει προκαλέσει ζωηρά και διιστάμενα σχόλια. Εξάλλου, ο Καρούζος έχει ποικιλοτρόπως χαρακτηρισθεί: άλλοτε ως θρησκευτικός, και άλλοτε ως φιλοσοφικός ποιητής. Πάντως, αν και συχνά αναφέρεται στην ορθόδοξη παράδοση, αυτό που φαίνεται να γυρεύει ο Καρούζος είναι μάλλον η βουβή κατάδυση στον κόσμο των υπαρκτών αντικειμένων παρά η υπέρβασή του. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Καρούζος διέγραφε πορεία όλο και πιο μοναχική. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στην αρχή της καριέρας του η πίστη του στην προσωπική τέχνη του ποιητή ήταν, αν και ταπεινή, ακλόνητη, πολύ περισσότερο μάλιστα από πολλούς συγχρόνους του …» (Roderick Beaton, «Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992», μτφρ. Ευαγγελία Ζουργού – Μαριάννα Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ. 260-261).

«Οι χαμηλές θερμοκρασίες, πάντως, δεν ευνοούνται από την ανάγνωση της ποίησής του κι αυτό πιθανόν αποτελεί ένα από τα προβλήματα στο έργο του. Η άλλη μεγάλη αδυναμία του, εντός κι εκτός εισαγωγικών, είναι οι ζωηρές του διαθέσεις απέναντι στη θεωρία. Συχνά η ποιητική του “υπονομεύεται” από ιδέες και σχήματα που απορρέουν από τη γλωσσολογία, τη φιλοσοφία, τη λογική, τη φυσική ή τη μεταφυσική. Παρά ταύτα το ποιητικό χάρισμα του Καρούζου είναι δαιμονικό. Οι καλές συνθέσεις του, για πολλούς αξιόλογους ποιητές της γενιάς του και για άλλους διασημότερους, θα αποτελούσαν καυχήματα. Κι ίσως, ακόμη, δικαιούμαστε να παρατηρήσουμε ότι οι μεγάλες στιγμές του συναριθμούνται άνετα στις κορυφώσεις της ελληνικής ποίησης για τον 20ό αιώνα» (Νίκος Κουφάκης, «Ο Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσας στα νέφη», περιοδικό
«Το δέντρο», τεύχ. 177-178, Χειμώνας 2010, σελ. 63).

«Ο Καρούζος απαιτεί από τον αναγνώστη γνώσεις που έχουν απολεσθεί σε καιρούς εκκοσμικευμένης παιδείας, όπως είναι οι δικοί μας. Και με όλη του τη λαχτάρα να συναντηθεί με τον συνομιλητή του, τολμά να τον προκαλέσει: “Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε / παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων / ή έστω μνημόσυνα”, γράφει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής “Πενθήματα” (1969)» (Mario Vitti, «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σελ. 499-500).

Η ιστορικός και συγγραφέας Χριστίνα Ντούβρη, σε σχετικό άρθρο της για τον Νίκο Καρούζο, στο περιοδικό «Χάρτης», αναφέρει:

«Τον θυμάμαι περήφανο, αγέρωχο, αναρχικό, θλιμμένο με μιαν οξύτητα πνεύματος που σε αφόπλιζε. Η ζωή του μια συνεχής πρόκληση θανάτου. Τον περιφρονούσε και τον φοβόταν. Διάσπαρτος στην ποίησή του δείχνει πόσο απασχολούσε τον ποιητή, που ήξερε ότι δεν μπορεί να τον αποφύγει και για αυτό τον προκαλούσε. Στη συλλογή του Φαρέτριον γράφει: “Θεμελίωση θανάτου …σ’ αυτό το εφιαλτικό γκρενά ωιμένα …”. Τον θυμάμαι, αυτόν τον ποιητή – φιλόσοφο, τον κατεξοχήν λυρικό της υπαρξιακής αγωνίας, να χαμογελάει από ευχαρίστηση όταν τον καλούσα στο σπίτι μας στα Εξάρχεια, τα αξέχαστα εκείνα Σαββατοκύριακα, όπου ο Καρούζος, ο Ξένος κι εγώ κάναμε ατελείωτες συζητήσεις μέχρι πρωίας για ποίηση, ζωγραφική, μουσική, φιλοσοφία, ορατό και αόρατο στην τέχνη, άπειρο, αυτοκτονία, θάνατο. Θεϊκά βράδια. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς… Διάχυτη η κλασική μουσική στο σπίτι, κυρίως ακούγαμε J.S. Bach. O Νίκος σκυμμένος με τα γόνατα στο πάτωμα ζωγράφιζε με μανία ακουαρέλες, ο Γιώργος ζωγράφιζε έργα μεγάλων διαστάσεων κι εγώ συντελούσα στην υλοποίηση της δημιουργίας τους παρέχοντας κάθε διευκόλυνση και προσφέροντας όλα τα δυνατά μέσα. “Κύριοι, εγώ είμαι ποιητής και στα διαλείμματά μου ζωγραφίζω. Βέβαια το ρήμα ζωγραφίζω είναι πολύ σπουδαία υπόθεση, το χρησιμοποιώ χάριν συνεννόησης”, είχε πει σε μιαν ομιλία του.

Μεγάλος λάτρης της ζωγραφικής γράφει: “Θέλγομαι απ’ τη ζωγραφική κι αγαπώ τους δημιουργούς της. Με βοηθούν αδιάκοπα στο αίνιγμα της υπάρξεως”. Άλλες φορές μου ζητούσε χαρτί και μολύβι κι έγραφε ποιήματα ακούγοντας πάντα κλασική μουσική. Έγραφε, τσαλάκωνε, έσκιζε, ξανάγραφε και μου έλεγε: “Να θυμάσαι πάντα, ο καλλιτέχνης είναι ανίσχυρος, το έργο του πανίσχυρο … και μην ξεχνάς, η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας”. Κάθε λεπτό, κάθε συζήτηση μαζί του ήταν μια μαθητεία ανυπολόγιστης βαρύτητας. Θυμάμαι, όταν με έπαιρνε τηλέφωνο, πότε θα σας δω να μιλήσουμε, και απαντούσα συντόμως, άκουγα, “θέλω να είσαι ακριβής, το επίρρημα συντόμως είναι ένα επίρρημα ακορντεόν, μπορεί να σημαίνει σε μια ώρα, έναν μήνα, έναν χρόνο”. Ήταν οι ώρες της μεγάλης μοναξιάς του. Στο ποίημα “Μένουσα πόλις” γράφει:

“Είμαι μονάχος μοιάζοντας
με τη μυστική σου επιφάνεια θάλασσα.
Ποιος με θέλει για βοήθεια
στη γήινη ερημιά βρίσκομαι κοντά του”

και αλλού,

“τη θέλω εγώ την απελπισία μου
δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη”.

Το ποίημά του “Σύνολο φιλοδοξίας” τελειώνει με αυτούς τους στίχους:

“Ο ουρανός τανύθηκε λιγάκι κι ο ήλιος με έδειξε
να πορεύομαι μόνος προς την άγρια σκέψη”.

Ο ωραίος Νίκος. Ο Νίκος που σε γοήτευε, που σε έβαζε να περπατάς μαζί του ένα οδυνηρό αλλά σωτήριο οδοιπορικό… Σπουδαίοι επιστήμονες και άνθρωποι των γραμμάτων έχουν μελετήσει, ερευνήσει, αναλύσει το μεγαλειώδες έργο του. Υπάρχουν αμέτρητα κείμενα για το συντακτικό, την τάξη, τη ρυθμολογία, τη συνολική δομή της ποίησής του. Υπήρξε μεγάλος γλωσσοπλάστης και σπάνιος γνώστης της γλώσσας είτε είχε ποιητική είτε δοκιμιακή είτε προφορική μορφή. Είχε την άνεση να κινείται σε ένα αδιανόητο για τους άλλους λεκτικό πεδίο. Η πολυμάθεια και η ευρύτητα των γνώσεών του ήταν εξαιρετικά σπάνια.

Το δοκίμιό του στην Αναμνηστική Λήθη, “Αθάνατοι Θνητοί, Θνητοί Αθάνατοι”, στο οποίο αναλύει το μανιφέστο του φουτουρισμού, είναι υπόδειγμα δοκιμιακής γραφής και διαρκούς μελέτης. Για τη γλώσσα μας είχε πει: “Αυτή η γλώσσα, η εκπληκτικά πλούσια, είναι μια γλώσσα δαιμονιακή, μεγάλης μουσικότητας, αν ξέρει να χειριστεί τις δομές του λεκτισμού ο λέγων ή ο γράφων”. Επαναστάτης και ασυμβίβαστος σε κάθε λογής κατεστημένο είπε σε μια συνέντευξή του: “Ο δυτικός πολιτισμός είναι ο πιο υποκριτικός. Κόπτεται υπέρ της πνευματικής δημιουργίας με κραυγές “να σώσουμε το πνεύμα’’ ή καταφεύγει σε μια ανιαρή ρητορεία γύρω από τη δημιουργία, ενώ στην ουσία ουδόλως ενδιαφέρεται. Δεν τους νοιάζει τίποτα κι επειδή δεν μπορούν να παρακάμψουν το πνεύμα, το ανέχονται και το εντάσσουν”.

Κορυφαίος ποιητής της μεταπολεμικής περιόδου, έδωσε με έναν προσωπικό και γνήσια ποιητικό τρόπο το δράμα της ύπαρξης, του χρόνου, του θανάτου. Στοχαστής υψηλών προδιαγραφών, δημιουργεί μια ποίηση αναζήτησης της πραγματικής λύτρωσης απαντώντας στην υπαρξιακή αγωνία από την οποία είναι φορτισμένη η ζωή. Στο ποίημα Μυθική Κυριακή γράφει: “Χαρούμενος είναι όποιος αφάνισε και επιφάνεια και βάθος”. Στην ερώτησή μου τι εννοεί, μου απαντά, “ο μη υπάρχων”, και παρακάτω σημειώνει: “Κρίσιμη ζωή σημαίνει πάντοτε ζωή περισσότερη˙ κανένας θάνατος δεν μπορεί να την νικήσει”. Ρωτώντας τον ξανά τι εννοεί, μου απαντά, «μιλώ για τη ζωή του δημιουργού”.

Αριστοκράτης της σκέψης, με μια ζωή που κρεμόταν μόνον από την ποίηση. Συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από τον θάνατό του, ωστόσο η υπάρχουσα εσωτερική δυναμική στις ποιητικές μορφές του είναι τόσο ισχυρή, ώστε η παρουσία του μέσω της ποίησης να είναι πάντα συνεχής».

Πηγές:
– Περιοδικό λόγου και τέχνης «Χάρτης», «Αφιέρωμα στον Νίκο Καρούζο» (24 Δεκεμβρίου 2020), σε: hartismag.gr
– Χριστίνα Ντούβρη, «Συντόμως: ένα επίρρημα ακορντεόν», σε: hartismag.gr
– Θάνος Κωνσταντινίδης, «Νίκος Καρούζος: Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων ή έστω μνημόσυνα», σε: in.gr

Σχολιάστε