14 Μαΐου

Ο Άγιος Ιωάννης (1784-1802) ήταν Βούλγαρος στην εθνικότητα και, σύμφωνα με το συναξάριό του, καταγόταν από την πόλη Σούμνα της Βουλγαρίας. Το όνομά του στη βουλγαρική γλώσσα ήταν Ράικος, μεταφράζεται δε στα ελληνικά «Ιωάννης». Στο επάγγελμα ο Άγιος ήταν χρυσοχόος. Ήταν δε πολύ όμορφος στην όψη αλλά ομορφότερος ακόμα στην ψυχή. Είχε ακόμα θερμή πίστη στον Χριστό και πολλές αρετές. Απέναντι από το εργαστήριό του υπήρχε τούρκικο σπίτι, του οποίου ο νοικοκύρης είχε μία κόρη ανύπαντρη.
Η κοπέλα βλέποντας συχνά τον Ιωάννη, τον ερωτεύθηκε και μη μπορώντας να πετύχει τον σκοπό της μηχανεύτηκε το εξής: Κάποια μέρα κατέβηκε κάτω, στην πόρτα του σπιτιού της, και φώναξε τον Ιωάννη δήθεν να της πάρει μέτρο στο δάχτυλο, για να της φτιάξει ένα χρυσό δαχτυλίδι. Όταν πήγε ο Άγιος να της πάρει μέτρο, εκείνη του άρπαξε το χέρι και τον τράβηξε με όση δύναμη είχε μέσα στο σπίτι της. Τράβηξε τότε το χέρι του κι εκείνος με δύναμη για να απαλλαγεί, με αποτέλεσμα η κοπέλα να πέσει με την πλάτη κάτω.
Επειδή δεν κατόρθωσε να πετύχει τον σκοπό της άρχισε να φωνάζει με όλη της τη δύναμη, συκοφαντώντας τον Άγιο πως αποπειράθηκε να τη βιάσει. Οι Τούρκοι που προσέτρεξαν στις φωνές της τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στον κριτή. Ο δικαστής, με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα της κοπέλας, αποφάσισε για τον Ιωάννη ότι έπρεπε ή να τουρκέψει και να την παντρευτεί ή να τον δέρνουν μέχρι να πεθάνει. Ο Άγιος προτίμησε το δεύτερο. Παρά τις δελεαστικές προτάσεις του δικαστή, των παρευρισκομένων και του πατέρα, ο οποίος τον συγχωρούσε, τον δεχόταν για γαμπρό του και κληρονόμο της μεγάλης του περιουσίας, ο Άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του Χριστού. Έλεγε: «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα πεθάνω».
Έτσι άρχισε ο ξυλοδαρμός. Τον έδειραν τόσο πολύ, ώστε έπεσαν τα νύχια των ποδιών του. Σταμάτησαν κάποτε μήπως και είχε αλλάξει γνώμη ή μήπως κατάφερναν να τον μεταπείσουν. Βλέποντας τη σταθερότητά του τον κρέμασαν με σκοινιά από τις μασχάλες ψηλά, ώσπου πέρασε η ημέρα. Το βράδυ τον κατέβασαν και προσπαθούσαν με κολακείες και απειλές να επιτύχουν την εξωμοσία του. Μάταια όμως.
Μη έχοντας τι να κάνουν, τον έκλεισαν στη φυλακή δίνοντάς του δύο ημέρες διορία. Μετά τις δύο ημέρες, επειδή ο Άγιος δεν δεχόταν τις προτάσεις τους τον κρέμασαν με τον ίδιο τρόπο. Το βράδυ πάλι φυλακή. Την άλλη μέρα πάλι θέλγητρα και φόβητρα και ο Άγιος να επαναλαμβάνει: «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα πεθάνω». Κρέμασμα από τις μασχάλες και πάλι. Αυτή τη φορά όμως στήθηκε και το μάγγανο, ένα βασανιστήριο όργανο, το οποίο τραυμάτιζε και κατέκοπτε σιγά σιγά το σώμα του. Σταμάτησαν όμως και πάλι, άρχισαν ξανά τις ψυχολογικές πιέσεις, έφεραν μάλιστα κι έναν γιατρό. «Μη φοβάσαι», του λέγει, δεν πεθαίνεις, οι πληγές σου γιατρεύονται. Τούρκεψε και θα σε κάνουμε μεγάλον αγά».
Όσο ο Άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του και επαναλάμβανε «Χριστιανός είμαι, Χριστιανός πεθαίνω», τόσο εκείνοι σκλήραιναν τη στάση τους. Άρχισαν να τον γδέρνουν ζωντανό. Του έβγαλαν μια λουρίδα δέρμα από το στήθος και από την πλάτη. Για να του κάνουν οδυνηρότερο το μαρτύριο, πάστωναν κυριολεκτικά τις πληγές με αλάτι και τον έκαιγαν με κεριά αναμμένα. Κατόπιν χρησιμοποίησαν ένα άλλο βασανιστήριο όργανο με το οποίο του έσφιγγαν το κεφάλι.
Τελικά ο μουφτής έδωσε διαταγή να αποκεφαλισθεί ο Άγιος. Έτσι ο νέος Ιωσήφ ο Πάγκαλος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον οποίο αγαπούσε όσο τίποτα άλλο και συνεχώς ομολογούσε. Ήταν 14 Μαΐου του έτους 1802 και ο Άγιος Ιωάννης ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών. Αγνοούμε τι απέγινε το πολύαθλο σώμα του.
Ἀπολυτίκιον των Αγίων Νεομαρτύρων των μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων (Ἦχος γ’ – Θείας πίστεως)
Νέοι Μάρτυρες, παλαιάν πλάνην, καταστρέψαντες, ὕψωσαν πίστιν, τῶν ᾽Ορθοδόξων, καί στερρῶς ἠγωνίσθησαν τήν γάρ ἀνόμων θρησκείαν ἐλέγξαντες, ἐν παρρησίᾳ Χριστόν ἀνεκήρυξαν, Θεόν τέλειον. Καί νῦν ἀπαύστως πρεσβεύουσι, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Πηγές: pemptousia.gr, saint.gr