10 Απριλίου

«Ἐν ἀγχόνη κὰν τέθνηκας Πατριάρχα,
ὁμως γε ἀεὶ ζῆς ἐν Ἐδὲμ τῇ θείᾳ.
Τῇ δεκάτῃ Πατριάρχης θῦμα γέγον’ οὕνεκα Ἔθνους»
Υπάρχει μια πύλη στο Φανάρι που από τις 10 Απριλίου 1821 είναι κλειστή. Είναι η πύλη όπου οι Οθωμανοί, την Κυριακή του Πάσχα μετά τη Θεία Λειτουργία, συνέλαβαν και απαγχόνησαν τον Άγιο Γρηγόριο Ε’, Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Άγιος Γρηγόριος, κατά κόσμον Γεώργιος Αγγελόπουλος, γεννήθηκε στη Δημητσάνα το έτος 1745 μ.Χ., από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, τον Ιωάννη και την Ασημίνα. Το 1767 μ.Χ. μετέβη στη Σμύρνη, κοντά στον θείο του εκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθώντας μαθήματα στην Ευαγγελική Σχολή. Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στην Πάτμο από τον Δανιήλ Κεραμέα. Μετά τις σπουδές του ήλθε στην αυτοκρατορική μονή της Μεταμορφώσεως των Στροφάδων νήσων, όπου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Γρηγόριος. Από εκεί τον κάλεσε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος και τον χειροτόνησε αρχιδιάκονό του. Όταν αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, επέστρεψε στη Δημητσάνα και έδωσε 1.500 γρόσια για την στέγαση των απόρων φοιτητών.
Ο Άγιος Γρηγόριος μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη περί τα μέσα του έτους 1818 μ.Χ. στο Άγιον Όρος. «Ἔδειξεν εὐθὺς ζωηρότατον ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» και «ηὐχήθη ἀπὸ καρδίας», για την επιτυχία του σκοπού της.

Στις 19 Αυγούστου 1785 μ.Χ. εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης και παραμένει στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1798 μ.Χ.. Κατά το έτος αυτό καθαιρείται από την Πύλη, διότι θεωρήθηκε ανίκανος να διατηρήσει την υποταγή των Χριστιανικών λαών κάτω από τον Τουρκικό ζυγό και εξορίζεται στο Άγιον Όρος. Το 1818 μ.Χ. κλήθηκε για τρίτη φορά στον Οικουμενικό θρόνο, στον οποίο και παρέμεινε μέχρι την ημέρα του μαρτυρικού του θανάτου.
Ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος δεν ήταν μόνο «σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του», αλλά ήταν και «ἄκαμπτος εἰς τᾶς ἰδέας του καὶ δὲν τὸν ἔμελε διὰ κανὲν ἐναντίων, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Και ο Γρηγόριος αποφάσισε. Έταξε ως σκοπό στην ζωή του να υπηρετήσει πιστά το δούλο Γένος και να βοηθήσει με όλες τις δυνάμεις του και με την ζωή του στην απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Για την πραγματοποίηση του σκοπού του χρησιμοποιούσε όλη του τη διπλωματική δεξιοτεχνία.
Στην προσπάθειά του ο Εθνομάρτυρας να διασώσει τον Ελληνικό πληθυσμό από την σφαγή και συγχρόνως να παραπλανήσει τον Σουλτάνο και να δώσει την ευκαιρία στους αγωνιστές να εργάζονται ανενόχλητοι, αναγκάσθηκε να αφορίσει τους επαναστάτες.

Συντριπτική απάντηση στους κατήγορους του Γρηγορίου θα δώσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τις οδηγίες που έστειλε από το Κισνόβιο της Βεσσαραβίας στους αρχηγούς της Πελοποννήσου: «Ὁ μὲν Πατριάρχης βιαζόμενος παρὰ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὸ καὶ ἐξάρχους, παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νὰ θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνοντα μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». «Ἂς μὴν λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ’ ἃς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καὶ αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καὶ ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρικὴ ζωὴ εἶναι πικρότερον ἀλλὰ πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καὶ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Καὶ αὐτὴν τὴν ὑπέρτατην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωισμὸν καὶ ἀποβλέπων εἰς τὸ ἀληθινὸν συμφέρον, ἠναγκάσθη νὰ θέση τὴν ὑπογραφὴν του κάτωθι ἐγγράφου καταδικάζοντας τὸ κίνημα, ὑπὲρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καὶ εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τᾶς ὑπονοίας τῆς Πύλης περὶ συμμετοχῆς εἰς τὸ κίνημα ἐπισήμων κύκλων, μὴ ὑπογράφων, θὰ ἐπεβεβαίου τᾶς ὑπονοίας, ὄτε δεινὴ ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατὰ τῶν βυσσοδομούντων, θὰ ἐνέκρου τὸ κίνημα πρὶν ἢ ἐκραγῆ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετὰ θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νὰ σωθῆ διὰ τῆς φυγῆς».
Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που έστειλε ο Άγιος Γρηγόριος στις 26 Δεκεμβρίου 1820 μ.Χ. στον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και πολύτιμη από ιστορική άποψη, γιατί αποδεικνύει πως ο Εθνομάρτυς παρακολουθούσε όλα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, σε όλες του τις λεπτομέρειες και τις προετοιμασίες για την επανάσταση: «Ἀμφοτέρα τᾶς τιμίας ἐπιστολᾶς, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ Φοῦντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καὶ τοὺς ἐν αὐταὶς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα, οἱ γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσι καὶ ἐν ταὶς φιλοπατριώταις ἐστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανώνται διὰ τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διὸ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις, τὰ ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιώται, οὖς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργούσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγείν. Οὐ μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μορέᾳ ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσι μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοὶς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρυφὰ ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὄτε καὶ ἐπίκρινε τοὶς θεοσεβέσιν ἀδελφοὶς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἰδὶα πράυνον τὸν Βεζύρην λόγοις καὶ ὑπόσχεσιν, ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὒν ταὶς ἐμαὶς εὐχαὶς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατύνει αὐτούς, ἐγγὺς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα. Αἳ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἠασαΐα. Γεωργοὶ ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».

«Και βρίζουν, οι πουλημένοι εις τους ξένους, και τους παπάδες μας, όπου τους ζυγίζουν άνανδρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον διά να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά κι αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας ωσάν λιοντάρια. Ντροπή Έλληνες..!»
Στρατηγός Μακρυγιάννης
Ο Άγιος Γρηγόριος συνιστούσε τον αγώνα για την ελευθερία και τον ενίσχυε με κάθε μέσο. Ήταν αποφασισμένος να θυσιασθεί για την Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», έλεγε, «νὰ ποιμαίνωμεν καλῶς τὰ ποίμνιά μας καὶ χρείας τυχούσης νὰ κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἠμᾶς διὰ νὰ μᾶς σώση….».
Σε επιστολή που έστειλε προς τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, έγραφε: «Συλλειτουργὲ ἐν Χριστῷ καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ. Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περὶ μελετωμένης ἀνορθώσεως «σχολῆς» τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας. Ὅπως θέλῃς μάθει καὶ παρὰ τοῦ ἰδίου. Τὸ κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νὰ ἐμψυχωθῆ. Καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δὲν δύνανται νὰ τὴν μεταβάλουν. Γενηθήτω τὸ θέλημά Του». Κάτω από την λέξη «σχολήν» υπονοούσαν την Ελληνική Επανάσταση. Οι Φιλικοί μάλιστα ονόμασαν επιστάτες της σχολής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο.
Όταν σε μια συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τον Πατριάρχη να μεταβούν στην Πελοπόννησο για να τεθούν επικεφαλής της Επαναστάσεως, ο Γρηγόριος ο Ε’ απάντησε: «Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν. Ὁ θάνατος ἠμῶν θὰ δώση δικαίωμα εἰς τὴν Χριστιανοσύνην νὰ ὑπερασπίση τὸ Ἔθνος ἐναντίων τοῦ τυράννου. Ἀλλ’ ἂν ὑπάγωμεν ἠμεῖς νὰ θαρρύνωμεν τὴν Ἐπανάστασιν, τότε θὰ δικαιώσωμεν τὸν Σουλτάνον ἀποφασίσαντα νὰ ἐξολοθρεύση ὅλον τὸ Ἔθνος».

Όταν μερικοί προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να σώσει τον εαυτό του, ο καλός ποιμένας απάντησε: «Μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θὰ διέλθη τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγὼ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δὲ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργούσι τὸν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ Ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην. Εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καὶ ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλὰ μετὰ τίνας ἡμέρας καὶ ἴσως καὶ ταύτην τὴν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θὰ μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τᾶς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νὰ μὲ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ φονεὺς Πατριάρχης”. Ἂν τὸ Ἔθνος μου σωθῆ καὶ θριαμβεύση, τότε πέποιθα θὰ μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».
Ο Γρηγόριος ο Ε’, ο φλογερός αυτός Ιεράρχης, ακολούθησε τον δρόμο του. Σάρκωσε ολόκληρο το υπόδουλο Γένος. Επωμίσθηκε το σταυρό του. Ανέβηκε το Γολγοθά του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, εμπτυσμούς και τέλος τον θάνατο με απαγχονισμό. Μπροστά στο Πατριαρχείο, την ημέρα του Πάσχα του 1821, οι Τούρκοι κρέμασαν τον Πατριάρχη.
Στο έγγραφο της καταδίκης του (τουρκιστί «γιαφτάς»), αναφέρεται η αιτία του απαγχονισμού του: «.…Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δὲν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ἦτο καὶ αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντὶ νὰ δαμάσῃ τοὺς ἀποστάτας καὶ δώση πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς εἰς τὰ καθήκοντα ἐπιστροφῆς τῶν, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν.
Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὄσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…

Ἐπειδὴ πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νὰ λείψη ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸ τῶν ἄλλων».
Ένα χρόνο μετά τον απαγχονισμό και την μεταφορά του τιμίου λειψάνου του από τον πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στην Οδησσό της Ρωσίας, ο Ζακυνθινός ιερωμένος Οικονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, εφημέριος τότε του παλαίφατου ναού της Οδηγήτριας και φλογερότατος Φιλικός, ευαισθητοποιημένος από την θυσία του Πατριάρχη, συνθέτει Ακολουθία προς τιμήν του νέου Ιερομάρτυρα, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Άγιος Γρηγόριος στη συνείδηση του Γένους κατέκτησε αμέσως με το τίμιο αίμα του θέση Αγίου.
Το 1871 μ.Χ. η Εκκλησία της Ελλάδος θεώρησε επιβεβλημένο να μετακομίσει το τίμιο λείψανό του από την Οδησσό στην απελεύθερη Αθήνα. Για τον σκοπό αυτό συστάθηκε Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β’ ο Κατραμής και Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α’ γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Στην Οδησσό απεδόθησαν από τα μέλη της Επιτροπής και τους εκεί ομόδοξους τιμές Αγίου στο ιερό λείψανο του Αγίου Γρηγορίου. Κατά την Πανυχίδα μάλιστα, που τελέσθηκε εκεί κατά την ημέρα της μνήμης του, «εἐξεφώνισεν ἀπ’ ἄμβωνος, κατ’ ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Το ιερό λείψανο έφθασε στην Αθήνα την 25η Απριλίου 1871 μ.Χ., όπου οι Αθηναίοι του επεφύλαξαν πάνδημη υποδοχή. Με κατάνυξη και αγαλλίαση εναπετέθη στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σε περίβλεπτη λάρνακα. Στην οπίσθια όψη της λάρνακας υπάρχει η επιγραφή:
ΗΔΕ ΚΕΧΑΝΔΕ ΝΕΚΥΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΙΟ
ΛΑΡΝΑΞ, ΟΝ Τ ΑΣΕΒΕΙΣ ΧΕΙΡΕΣ ΑΠΗΓΧΟΝΙΣΑΝ
ΒΟΣΠΟΡΙΟΝ Τ ΕΙΣ ΟΙΔΜΑ ΒΑΛΟΝ, ΚΕΙΘΕΝ Δ ΟΜΟΦΥΛΩΝ
ΝΗΥΣ ΚΟΜΙΣ ΕΙΣ ΑΚΤΑΣ ΤΗΛΕ ΒΟΡΥΣΘΕΝΙΔΑΣ.
ΝΥΝ Δ ΑΥΤ ΕΚ ΠΟΝΤΟΥ ΧΘΟΝ ΕΣ ΕΛΛΑΔΑ ΒΟΥΛΗΙ ΑΝΑΧΘΕΙΣ
ΕΛΛΗΝΩΝ, ΛΑΩΙ ΚΕΙΤΑΙ ΑΠΑΝΤΙ ΣΕΒΑΣ.
Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε’, παραμένει κλειστή και σφραγισμένη μέχρι και σήμερα, σε ένδειξη τιμής. Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς έκτοτε μόνο από τις πλάγιες πύλες.
Το έτος 1872, με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ, ο γλύπτης Γεράσιμος Φυτάλης φιλοτέχνησε ανδριάντα του Γρηγορίου Ε’, ο οποίος τοποθετήθηκε δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 10 Απριλίου 1921 μ.Χ. ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

«Το φοβερό μας κήρυγμα.. «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Γρηγόριος ο Ε’: Προδότης του Έθνους ή εθνομάρτυρας;
Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου καθηγητή
Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Είναι γνωστό ότι αμέσως μόλις εξερράγη η Επανάσταση του Εικοσιένα, ο Γρηγόριος ο Ε’ την αφόρισε! Παίρνοντας αφορμή από το περιστατικό αυτό, ορισμένοι συγγραφείς τον χαρακτήρισαν ελεεινό προδότη της πατρίδας, σαν τον Εφιάλτη, και επέκριναν την επιλογή των αρμόδιων Αρχών να τον εντάξουν στο Πάνθεον των Ηρώων της Επανάστασης του Εικοσιένα, ενώ δεν παρέλειψαν να ειρωνευτούν την κατάταξή του από την Εκκλησία μεταξύ των ιερομαρτύρων. «Να ποιους ανακηρύσσει αγίους το παπαδαριό», είπαν.
Ας γυρίσουμε λοιπόν τη σκέψη μας σε εκείνη την εποχή και ας προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε τα γεγονότα στηριζόμενοι σε χειροπιαστά ιστορικά στοιχεία και όχι σε εμπαθείς μυθοπλασίες, για να δούμε από κοντά πώς ακριβώς λειτούργησε ο Γρηγόριος ο Ε’ όταν άναψε η φωτιά του Αγώνα. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε σωστά τη συμπεριφορά του Πατριάρχη και να κρίνουμε αμερόληπτα τι ήταν αληθινά ο Γρηγόριος ο Ε’.
Ο σχεδιασμός του αφορισμού σε συνεργασία με τη Φιλική Εταιρεία
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Γρηγόριος ο Ε’ ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Επομένως, αγωνιζόταν και αυτός μυστικά μαζί με όλους τους Φιλικούς για την καλύτερη προετοιμασία της Εθνεγερσίας. Γνώριζαν όλοι πόσο σπουδαία, αλλά και πόσο ευάλωτη ήταν η θέση του Πατριάρχη, ο οποίος όλα τα προνόμια που είχε τα αντλούσε από τη θέληση του σουλτάνου. Ήταν λοιπόν φυσικό, εάν ξεσηκώνονταν κάποια στιγμή οι ραγιάδες κατά του σουλτάνου, να επιχειρήσει ο τελευταίος να στρέψει εναντίον τους τον πνευματικό τους ηγέτη, από τον οποίο θα αξίωνε ως δείγμα υποταγής στην Υψηλή Πύλη τον άμεσο αναθεματισμό των επαναστατών.
Ο Πατριάρχης χρησιμοποιείται ως «δόλωμα» του Έθνους

Έβαλαν λοιπόν κάτω τα πράγματα οι Φιλικοί και σε συνεργασία με τον Πατριάρχη σχεδίασαν προσεκτικά τις κινήσεις που έπρεπε να κάνει σε μια τέτοια, πολύ πιθανή απαίτηση του σουλτάνου. Ο σχεδιασμός ξεκίνησε από τη βασική σκέψη ότι ο Γρηγόριος ο Ε’ δεν ήταν απλώς ο θρησκευτικός ηγέτης του υπόδουλου Έθνους, αλλά ο θρησκευτικός αρχηγός ολόκληρης της Ορθοδοξίας, Οικουμενικός Πατριάρχης. Έπρεπε συνεπώς να παίξει καλά το παιχνίδι του, ώστε σε κάθε περίπτωση να μεγιστοποιηθεί η ωφέλεια του Έθνους που θα μπορούσε να αντληθεί από αυτόν.
Κατ’ αρχάς, αποκλείστηκε η εκδοχή να αρνηθεί ο Πατριάρχης να αφορίσει τους επαναστάτες, εάν του ζητούσε κάτι τέτοιο ο σουλτάνος, διότι η λύση αυτή, ανεξάρτητα από την τύχη που θα επιφύλασσε ο σουλτάνος στον Γρηγόριο τον Ε’, θα είχε ως αποτέλεσμα τον σφαγιασμό των χριστιανικών πληθυσμών της ευρωπαϊκής Τουρκίας, στο πλαίσιο των αντιποίνων στα οποία θα προέβαινε ο σουλτάνος. Γι’ αυτό προτιμήθηκε η λύση της υποκριτικής υπακοής του Πατριάρχη στην επιθυμία του σουλτάνου. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο θα σώζονταν οι ζωές των χιλιάδων χριστιανών που κατοικούσαν στις γειτονικές περιοχές της Κωνσταντινούπολης, αλλά και θα γινόταν ο Γρηγόριος ο Ε’ «δηλητηριώδες δόλωμα» στα χέρια του σουλτάνου, το οποίο θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στην οθωμανική αυτοκρατορία, αν τολμούσε ο τελευταίος να το αγγίξει. Αυτό το ομολογούν και οι Τούρκοι ιστοριογράφοι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν πανέξυπνη την κίνηση του Πατριάρχη να σπεύσει να αφορίσει την επανάσταση μόλις του ζητήθηκε από τον σουλτάνο.
Έτσι, αφού ήταν προσχεδιασμένη από τη Φιλική Εταιρεία η συγκεκριμένη αντίδραση του Πατριάρχη, όλοι οι οπλαρχηγοί γνώριζαν από πριν τον αφορισμό της Επανάστασης από τον Γρηγόριο τον Ε’. Φρόντισαν λοιπόν να ενημερώσουν τους αγωνιστές ότι ο αφορισμός αυτός ήταν προσποιητός και ότι πίσω από τις δήθεν πατριαρχικές κατάρες κρυβόταν η ευλογία της Εκκλησίας για τον Ιερό Αγώνα του Έθνους. Γι’ αυτό ουδείς επηρεάσθηκε από τους δύο εικονικούς αφορισμούς του Πατριάρχη μόλις γνωστοποιήθηκαν ευρύτερα με πρωτοβουλία του σουλτάνου.
Τα συνωμοτικά γράμματα του Πατριάρχη στους επισκόπους

Στο πνεύμα της στρατηγικής που χαράχθηκε από τη Φιλική Εταιρεία κινήθηκε και ο ίδιος ο Πατριάρχης στις κατ’ ιδίαν επαφές του με διαφόρους επισκόπους, στους οποίους περνούσε ανάλογα μηνύματα. Σε μία από τις επιστολές του, με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1820, προς τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, που έπεσε μαχόμενος με τον Αθανάσιο Διάκο στον Σπερχειό, γράφει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος ο Ε’: «Κρυφά υπερασπίζου, φανερώ δε άγνοιαν υποκρίνου. Ιδία πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν, αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα» (βλ. Δ. Παπαδήμου, «Ησαΐας, ο Επίσκοπος Σαλώνων και η Μονή του Οσίου Λουκά», Αθήνα 1969, σ. 26). Αναλόγου περιεχομένου επιστολές είχε στείλει ο Γρηγόριος ο Ε’ και σε άλλους επισκόπους, όπως ήταν ο Επίσκοπος Ρωγών και Κοζύλης Ιωσήφ, που έπεσε μαχόμενος στο Μεσολόγγι με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Όταν λοιπόν εξερράγη η Επανάσταση και έγιναν όλα όπως είχαν προβλεφθεί και σχεδιασθεί από τη Φιλική Εταιρεία και τον Γρηγόριο τον Ε’, περίμενε ο σουλτάνος να «δρέψει» τους καρπούς του σχετικού αφορισμού. Αντί όμως να σβήνει σιγά – σιγά η φωτιά του Αγώνα, όπως ήταν αναμενόμενο, φούντωνε όλο και πιο πολύ. Αυτό έβαλε σε σκέψεις τον σουλτάνο, ο οποίος, καθ’ υπόδειξη των συμβούλων του, αποφάσισε να ασχοληθεί λεπτομερέστερα με το ζήτημα, για να βρει την εξήγηση του φαινομένου. Έτσι, ενώ ο Πατριάρχης απουσίαζε στον πατριαρχικό ναό, για να συμμετάσχει στη Λειτουργία της Αναστάσεως, έστειλε ανθρώπους του ο σουλτάνος να ερευνήσουν όλα τα προσωπικά του αρχεία στο Πατριαρχείο. Τα στοιχεία που βρέθηκαν ήσαν αποκαλυπτικά του εμπαιγμού του σουλτάνου από τον Πατριάρχη, αφού ανάμεσα σε αυτά ήσαν πολλές επιστολές του Γρηγορίου του Ε’, όπως εκείνες που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Μόλις ενημερώθηκε για τα σχετικά ευρήματα ο σουλτάνος, αφρίζοντας από την οργή του για το θράσος και την αχαριστία του Γρηγορίου του Ε’, έδωσε αμέσως εντολή να κρεμαστεί για παραδειγματισμό μπροστά στην Ωραία Πύλη του πατριαρχικού ναού, αφού προηγουμένως υποβαλλόταν σε σκληρά βασανιστήρια. Ήταν πια φανερό ότι η αγανάκτηση του σουλτάνου απέναντι στον Γρηγόριο τον Ε’ τον έσπρωχνε παρορμητικά προς το επικίνδυνο «δόλωμα».

Η άρνηση της φυγής και ο απαγχονισμός του Πατριάρχη
Οι ενέργειες και τα σχέδια του σουλτάνου σε βάρος του Πατριάρχη εκείνη την αναστάσιμη νύχτα δεν έμειναν μυστικά. Έμπιστοι άνθρωποι του Πατριάρχη έσπευσαν να τον ενημερώσουν και να του προσφέρουν ασφαλή τρόπο φυγής. Το πλοίο για την Οδησσό ήταν στο λιμάνι και τον περίμενε για να σηκώσει άγκυρα. Μόνο που έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα, πριν ξημερώσει, διότι τότε θα ήταν πολύ αργά. Ο Γρηγόριος ο Ε’ αρνήθηκε να φύγει λέγοντας ότι, εάν τον ενδιέφερε να σώσει το σαρκίο του, θα είχε φροντίσει να το κάνει με πολλούς άλλους τρόπους πολύ νωρίτερα. Εκείνο όμως που τον ενδιέφερε πρώτιστα ήταν η σωτηρία της πατρίδας. Και για να σωθεί η πατρίδα έπρεπε, όπως είπε, να πεθάνει ο ίδιος. Παρέμεινε λοιπόν εκεί περιμένοντας καρτερικά να ανεβεί στον Γολγοθά του, που τον είχε επιλέξει εκουσίως, διότι αυτό επέβαλλε εκείνη τη στιγμή το εθνικό του χρέος.
Την επομένη το πρωί, ανήμερα το Πάσχα, ημέρα που η πατρίδα γιόρταζε την Ανάσταση του Κυρίου, ο Γρηγόριος ο Ε’ διά της αγχόνης έβαζε την υπογραφή του και για τη δική της Ανάσταση. Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Απριλίου 1821. Αυτά είναι τα ιστορικά γεγονότα και μένει τώρα η κριτική τους αξιολόγηση.
Οι απόψεις των Τούρκων ιστορικών εξηγούν το μένος του σουλτάνου
Εάν ο Γρηγόριος ο Ε’ ήταν πράγματι προδότης του Έθνους, όπως ισχυρίζονται ο Γιάννης Κορδάτος και ο Τάσος Βουρνάς, ακολουθούμενοι από τη χορεία των συγγραφέων που μισούν την Εκκλησία και ενοχλούνται από την προβολή της ως λίκνου και τροφού της συνείδησης του Έθνους, τότε γιατί να τον κρεμάσει ο σουλτάνος και μάλιστα με τόσο εκδικητικό τρόπο, που ολοκληρώθηκε με τη διαταγή του, μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε’, να σκυλέψουν το σκήνωμά του σέρνοντάς το επί τριήμερο μέσα στους δρόμους της πόλης; Τι άλλο λοιπόν θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή την οργή και τη βάρβαρη αντίδραση του σουλτάνου προς τον νεκρό Πατριάρχη, αν δεν ήσαν τα προαναφερθέντα ενοχοποιητικά στοιχεία που είχαν βρεθεί στο γραφείο του;

Αυτό που υπαγορεύει η απλή λογική, αλλ’ αρνούνται να παραδεχτούν οι εμπαθείς συκοφάντες του Γρηγορίου του Ε’, το επιβεβαιώνουν οι ίδιοι οι Τούρκοι ιστορικοί, που έγραψαν και αυτοί από τη μεριά τους για την Επανάσταση του Εικοσιένα (βλ. Α. Μοσχόπουλου, «Η ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους εν αντιπαραβολή προς τους Έλληνας ιστορικούς», Αθήνα 1960, σ. 164 επ.). Σύμφωνα λοιπόν με τους Τούρκους ιστορικούς, οι οποίοι αναφέρονται στα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που βρέθηκαν στο γραφείο το Πατριάρχη, ο Γρηγόριος ο Ε’ ήταν προδότης της εμπιστοσύνης του σουλτάνου και όχι της πατρίδας του, όπως ισχυρίζονται αβάσιμα ορισμένοι Έλληνες ιστορικοί. Και έπρεπε πράγματι να τιμωρηθεί σκληρά για την προδοσία του αυτή. Όχι όμως με τον τρόπο που διάλεξε να τον τιμωρήσει ο σουλτάνος, διότι ήταν προφανές ότι αυτό θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού μόλις μαθεύτηκε στην Ευρώπη ο απαγχονισμός του Πατριάρχη οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που μέχρι τότε ήσαν αδιάφορες ή ουδέτερες στο ελληνικό ζήτημα, άλλαξαν στάση και άρχισαν να βλέπουν με διαφορετικό μάτι την Ελληνική Επανάσταση.
Ο Πατριάρχης δρομολογεί τα συμμαχικά πλοία στο Ναυαρίνο
Στην ουσία, εκείνη την ώρα που ανέβαινε εθελουσίως ο Γρηγόριος ο Ε’ στην αγχόνη δρομολογούσε με την πράξη της αυτοθυσίας του τα συμμαχικά πλοία προς το Ναυαρίνο, το οποίο επισφράγισε την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Να λοιπόν πόσο μεγάλος προδότης του Έθνους ήταν ο Γρηγόριος ο Ε’.. Θα ήταν υπερβολικό να ζητήσει κάποιος από τους άθεους συκοφάντες του Γρηγορίου του Ε’ να πάνε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου βρίσκεται η λάρνακα με το ιερό λείψανο αυτής της μεγάλης και σεπτής μορφής του Έθνους και της Ορθοδοξίας, και εκεί να κλίνουν το γόνυ και τον αυχένα, για να ευχαριστήσουν τον Γρηγόριο τον Ε’, ο οποίος με την αυτοθυσία του συνέβαλε στην ελευθερία της πατρίδας.
Δεν το έπραξαν. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Και οι συκοφάντες του Γρηγορίου του Ε’ απέδειξαν πώς βιώνουν την ελευθερία, την οποία μεταξύ άλλων χρωστάνε και σε εκείνον που διαπομπεύουν με τις ανεύθυνες και αβάσιμες ρυπαρογραφίες τους.
Η εμπάθεια πλαστογραφεί την ιστορική αλήθεια

Μα δεν έπραξαν ακόμη ούτε αυτό που υπαγορεύει το χρέος προς την επιστημονική αλήθεια, όταν τους προσφέρθηκαν τα ιστορικά στοιχεία που αποδεικνύουν το μέγεθος του ηρωισμού του Γρηγορίου του Ε’. Με τον τρόπο αυτόν μετέτρεψαν τα βιβλία τους από χρήσιμη πηγή ιστορικής γνώσης, που θα έπρεπε να είναι, σε πηγή παραπληροφόρησης και χολής, η οποία δεν προσβάλλει μόνο εις το διηνεκές τη μνήμη του Γρηγορίου του Ε’, αλλά δηλητηριάζει παράλληλα την αληθινή ιστορική γνώση όσων ανυποψίαστοι προστρέχουν στα βιβλία αυτά για να μάθουν την ιστορική αλήθεια.
«Προδότες» που ανασταίνουν και «πατριώτες» που θάβουν την πατρίδα
Τα γεγονότα, όμως, αν τα δει κάποιος χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς που χρησιμοποιούν οι συκοφάντες του Γρηγορίου του Ε’, μιλούν από μόνα τους. Και λένε με καθαρή φωνή σε όλους τους απροκατάληπτους Έλληνες: Τέτοιους «προδότες», όπως τον Γρηγόριο τον Ε’, χρειάστηκε η πατρίδα μας για να αναστηθεί από τα σκοτάδια της μακραίωνης δουλείας. Και για αυτούς τους «προδότες» μπορεί να είναι περήφανη. Τους άλλους πρέπει να φοβάται, εκείνους δηλαδή οι οποίοι με τη ρομφαία της ανεύθυνης κριτικής στα χέρια τους «καρατομούν» από ιδιοτέλεια τους αληθινούς σωτήρες του Έθνους, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στους υπεράνω πάσης υποψίας «πατριώτες», οι οποίοι με τις ενέργειες και τις παραλείψεις τους αναδεικνύονται σε πραγματικούς ολετήρες της πατρίδας, έτοιμοι να την ξαναθάψουν χωρίς αναστάσιμη ελπίδα, αφού συνειδητά ή ασυνείδητα γίνονται συνεργοί όσων απεργάζονται τον αφελληνισμό της χώρας.
Εάν δεν υπήρχαν Πατριάρχες όπως ο Γρηγόριος ο Ε’, οι Διάκοι, οι Παπαφλέσσες, οι Κολοκοτρώνηδες, οι Καραϊσκάκηδες, οι Ανδρούτσοι, οι Μακρυγιάννηδες και οι άλλοι ήρωες του Εικοσιένα, σήμερα θα κυκλοφορούσαμε με σαρίκια και με τουρμπάνια στο κεφάλι, τα οποία δυστυχώς προσπαθούν να μας φορέσουν με άλλο τρόπο οι κατήγοροι του Γρηγορίου του Ε’, οι οποίοι έχουν συμπτωματικά μετατραπεί όλοι σε συνηγόρους μιας κακώς εννοούμενης και χείριστα εφαρμοζόμενης πολυπολιτισμικότητας, που πρέπει, κατά τις απόψεις τους, να χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Ελλάδα.
Προφανώς σε τούτη δω την άμοιρη πατρίδα, που από εστία φωτός την καταντήσανε όσοι διαφεντεύουν τον τόπο σε χώρα του παραλόγου και της αφασίας, οι λέξεις έχουν χάσει το αληθινό τους νόημα και δεν χαρακτηρίζουν πια αυτό που υποδηλώνει το περιεχόμενό τους, αλλ’ εκείνο που θέλει να προβάλλει ο χρήστης τους, άσχετα αν ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματικότητα. Είναι και αυτό ένα ακόμη σημείο των καιρών.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) (Ἦχος α’ – Τῆς ἐρήμου πολίτης)
Δημητσάνης τὸν γόνον βυζαντίου τὸν πρόεδρον, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, γέρας θεῖον καὶ καύχημα. Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ πανευκλεῆ, ἶνα λάβωμεν πταισμάτων τὸν ἱλασμόν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες. Δόξα τῷ δεδωκότι σου ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν εὐκλείᾳ οὐρανῶν, δοξασαντᾶ σε Ἅγιε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Ἦχος πλ. δ’)
Εὐλογητὸς εἷ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν θεῖον Πατριάρχην ἐνισχύσας, οὐρανόθεν ἐκπέμψας αὐτῶ βοήθειαν, καὶ δι’ αὐτοῦ Ἑλλήνων Ἔθνος ἀνυψώσας, πρὸς προγόνων τὴν εὔκλειαν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Ἦχος γ’ – Τὴν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας Σου)
Ἡ Πελοπόννησος ἡ πολυθαύμαστος, γεννησαμένη σε, Μάρτυς Γρηγόριε, καὶ θρεψαμένη καλλοναῖς, αὐγάζεται τῆς δόξης σου, μᾶλλον δ’ ἡ περίδοξος Ἀθηνῶν πόλις τέρπεται, ἐν τοῖς κόλποις ἔχουσα, τὸ σεβάσμιον σκῆνός σου. Διὸ καὶ γεγηθυῖαι κραυγάζουσι, δόξα Θεῷ τῷ Παντοκράτορι.
Κοντάκιον (Ἦχος δ’ – Ἐπεφάνης σήμερον)
Ἀθροισθέντες ἅπαντες, γνήσιοι παῖδες, τῆς Ἑλλάδος σήμερον, ἐπὶ τὴν πόλιν Ἀθηνῶν, τὸν Πατριάρχην Γρηγόριον, ἄσμασι θείοις, λαμπρῶς ἑορτάσωμεν.
Μεγαλυνάριον
Βασιλεὺς παράνομος τὸν κλεινὸν, κρεμᾶ Πατριάρχην, ἐν τῶ ξύλῳ παραφρονῶν, Βασιλεὺς δὲ πάλιν, φιλευσεβὴς δὲ τοῦτον, δεχόμενος κηδεύει, εἰς γῆν Ὀρθόδοξον.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τῆς Πελοποννήσου θείος βλαστὸς, καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλήσιας ὁ θησαυρὸς, καῖ τοῦ Πανελληνίου, τὸ καύχημα τὸ μέγα, Πατριαρχῶν τὸ κλέος, νέε Γρηγόριε.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Δεῦτε εὐφημήσωμεν οἱ λαοὶ, τὸν θεῖον Ποιμένα, καὶ ὑπέρμαχον τῶν πιστῶν, τὸν ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους, καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐν ξύλῳ ἠρτηθέντα, ὡς ὁ Δεσπότης Χριστὸς.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν φωστῆρα πάντες τὸν φαεινὸν, τὸν ἐκ Δημητσάνης, ὰπαστράψαντα αἰσθητῶς, ποιμένων τὴν δόξαν, καὶ κλέος τῶν Μαρτύρων, Γρηγόριον τὸν νέον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τὸν Ἱερομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ Πανελληνίου, ἀπροσμάχητον βοηθὸν, φὐλακα καὶ ῥύστην, τῶν ἐπικαλουμένων, Γρηγόριον τὸν νέον, πάντες ὑμνήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τοῖς Ἱερομάρτυσι καὶ σεπτοῖς, θεῖοις Ἱεράρχαις, συγχορεύων ἐν οὐρανοῖς, Γρηγόριε μάκαρ, Ὁσίοις καὶ δικαίοις, καῖ πάσι τοῖς Ἁγίοις, ἡμῶν μνημόνευε.
Ὁ Οἶκος
Τὴν τῶν προγόνων ἐκποθῶν δόξα, ὁ Πατριάρχης ἀναλαβεῖν τὸ Ἔθνος τὸ τῆς Ἑλλάδος, ἐν τῇ ἀγχόνῃ άρνατηθήναι ὑπέμεινεν, ὑπὸ γένους ἀσεβοῦς, ἀθῶος ὡς ἐνοχος. Τοῦτον οὗν ὁ εὐσεβείας κλάδος Αὐτοκράτωρ δεξάμενος, ἐπαξίως ἐνταφιάζει ἐν πόλει τῆς Ὀδέσσης. Ὅθεν εἱ δι’ αὐτοῦ λυτρωθέντες Ἕλληνες ὑπὸ τοῦ σκληροῦ ζυγοῦ, καὶ σήμερον πάντες ἐν τῇ ἑορτῇ αὺτοῦ συναθροισθέντες, ἄσμασι θείοις, λαμπρῶς ἑορτάσωμεν.
Κάθισμα (Ἦχος α’ – Τὸν τάφον Σου Σωτὴρ)
Επέλαμψεν ἰδοὺ, ἡ ἁγία ἡμέρα, τῆς θείας ἑορτῆς, τοῦ σοφοῦ Πατριάρχου, ἡρώων ἀπόγονοι, εύσεβέστατοι Ἕλληνες, ταύτην σήμερον, περιχαρῶς ὁμοὺ πάντες, ἑορτάσωμεν, τῆς γὰρ ἡμῶν σωτηρίας, ἡ πρόξενος γέγονε.
Έτερον Κάθισμα (Ἦχος α’ – Τὸν τάφον Σου Σωτὴρ)
Ἀδάμας ὡς στεῤῥὸς, ὡς ἀκλόνητος πύργος, ὥς ἄκμων ἀκαμπὴς, προσβολαῖς τῶν ἀνόμων, ὑπήνεγκας Γρηγόριε, καὶ οὐδόλως εἰδέδεξαι, τὴν ἀσέβειαν, τὴν δὲ ὀρθόδοξον πίστιν, ἀνεκήρυξας, ἐν τῷ σταδίῳ γενναίως, διὸ σὲ γεραίρομεν.




Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος αποδίδει τιμές στην κλειστή πύλη όπου απαγχονίστηκε ο Άγιος προκάτοχός του (φωτ. Ν. Μαγγίνας, fanarion.blogspot.com)
Μαρτυρικά ράσα
Σύμφωνα με το «Φως Φαναρίου», υπάρχουν περιπτώσεις Πατριαρχών, που απαγχονίστηκαν ή θανατώθηκαν άλλως πώς και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστές στο ευρύ κοινό, χωρίς να γίνεται λόγος για τη σημαντική πλειάδα των Ιεραρχών, κληρικών και μοναχών, που θανατώθηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την Άλωση, Γεννάδιος Σχολάριος, είναι και ο πρώτος που παραιτείται λόγω διαφωνιών με την Οθωμανική Διοίκηση.’
Ιωάσαφ Ι’ (1465-1466): Αφού τον ξύρισαν, εκθρονίστηκε με εντολή του Σουλτάνου.
Ραφαήλ Ι’ (1475-1476): Μη δυνάμενος να πληρώσει το επιβαλλόμενο φόρο (πεσκέσι) εκθρονίστηκε, φυλακίστηκε όπου και μετά ένα χρόνο απεβίωσε.
Ραφαήλ Β’ (1603-1607): Με εντολή του Σουλτάνου Αχμέτ Ι’ εκθρονίστηκε και εξορίσθηκε και θανατώθηκε κατά φρικτό τρόπο.
Κύριλλος Ι’ ο Λούκαρις: Αρκετές φορές ανήλθε και κατήλθε του θρόνου με πρώτη άνοδο το 1612. Στις 20 Ιουνίου 1638 με εντολή του Σαντραζάμη Μπαϊράμ Πασά συνελήφθη και φυλακίσθηκε σε πύργο του Βοσπόρου. Στις 27 Ιουνίου παραδίδεται σε Γενιτσάρους και εκείνοι με ένα πλοιάριο τον πνίγουν στη θάλασσα.
Κύριλλος Β’ ο Κονταρής (1633-1639): Λόγω των αντικανονικών του ενεργειών εκθρονίζεται και κατόπιν συλλαμβάνεται από τις Οθωμανικές Αρχές, φυλακίζεται και εξορίζεται στην Καρθαγένη. Ο εκεί Οθωμανός πασάς της Τύνιδος του επέβαλε να ασπασθεί το Ισλαμισμό αλλ’ ο Κύριλλος αντιστάθηκε και για τον λόγο αυτό απαγχονίζεται στις 24 Ιουνίου 1640. Κατά τον απαγχονισμό το σχοινί κόβεται δυο φορές και για το λόγο αυτό τον πνίγουν.
Παρθένιος Β’ (1644-1646, 1648-1651): Με εντολή του Σουλτάνου Ιμπραχίμ εκθρονίστηκε και παραδόθηκε στους Γενιτσάρους για να τον πνίξουν. Το σκήνωμά του βρέθηκε στη γύρω περιοχή της νήσου Πλάτης των Πριγκηποννήσων, από Χριστιανούς οι οποίοι και το ενταφίασαν στο νησί της Χάλκης.
Παρθένιος Γ’ (1656-1657): Με εντολή του Σουλτάνου μετά από φρικτά βασανιστήρια απαγχονίστηκε στην περιοχή Παρμακκαπή της Πόλης το Σάββατο του Λαζάρου και μετά από τρεις ημέρες ερρίφθη στη θάλασσα.
Γαβριήλ Β’ (23/4-5/5-1657): Στον Πατριαρχικό Θρόνο παρέμεινε μόνο δώδεκα μέρες. Εκθρονίστηκε και τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη Προύσης. Μετά από καταγγελία – συκοφαντία Εβραίων της περιοχής ότι βάπτισε έναν μουσουλμάνο Χριστιανό, ενώ στην πραγματικότητα αυτός που βαπτίστηκε ήταν Εβραίος. Ως αποτέλεσμα, τον φυλάκισαν και στη συνέχεια τον απαγχόνισαν, στις 3 Δεκεμβρίου 1659.
Μελέτιος Β’ (1768-1769): Μετά την παραίτησή του συλλαμβάνεται μαζί με άλλους τριάντα προκρίτους, κληρικούς και λαϊκούς και φυλακίζεται βασανιζόμενος φρικτά. Ενώ αθωώθηκε της κατηγορίας για συνεργασία κατά του Οθωμανικού κράτους εξορίσθηκε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπέφερε περισσότερα από την Οθωμανική Διοίκηση εξ αιτίας και του πυρπολισμού του Τσεσμέ από τους Ρώσους. Κατόπιν ζήτησε άδεια από τον Σουλτάνο να μεταβεί στην πατρίδα του την Τένεδο. Στη συνέχεια μετέβη και στην Κωνσταντινούπολη με άδεια μόνο για 61 ημέρες. Απεβίωσε στην Τένεδο το 1777 σε μεγάλη φτώχεια.
Κύριλλος Στ’ (1813-1818): Επειδή δεν κατέστη αρεστός στο Σουλτάνο Μαχμούτ εκθρονίστηκε και εξορίσθηκε στο Άγιον Όρος. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη. Οκτώ μέρες μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε’, στις 18 Απριλίου 1821, ο Σουλτάνος δίνει εντολή να κρεμαστεί και εκείνος στην πύλη του Μητροπολιτικού Μεγάρου Αδριανουπόλεως. Μετά από τρεις μέρες ρίχτηκε στον ποταμό Έβρο, τα νερά του οποίου τον έβγαλαν στις ακτές του Διδυμοτείχου, στο χωριό Πύθιο.
Ευγένιος Β’ (1821-1822): Διάδοχος του απαγχονισθέντος Γρηγορίου Ε’. Παραδόθηκε σε διαδηλωτές και σύρθηκε στους δρόμους από τα γένια και τα μαλλιά και πέθανε αργότερα από τις κακουχίες που υπέστη.

Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε’
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,
τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες,
όσες μάς δίδ’ η όψη σου παρηγοριές κι ελπίδες;…
5
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει,
πατέρα, ένα χαμόγελο;… Γιατί να μη σπαράζει
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρό σου
ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;…
Ολόγυρά σου τα βουνά κι οι λόγγοι στολισμένοι
10
το λυτρωτή τους χαιρετούν… Η θάλασσ’ αγριωμένη
από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του… Θυμάται την ημέρα,
οπού κι αυτή στον κόρφο της σαν τρυφερή μητέρα,
15
πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε… Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ’ άγιο πρόσωπό σου
τ’ άτιμα τα ραπίσματα… το βόγκο… τη λαχτάρα…
του κόσμου την ποδοβολή… Θυμάται την αντάρα…
την πέτρα που σου εκρέμασαν… τη γύμνια του νεκρού σου…
20
το φοβερό το ανάβρασμα του καταποντισμού σου…
Δεν ελησμόνησε τη γη που σὄγινε πατρίδα,
ούτε το χέρι που εύσπλαχνο μ’ ολόχρυση χλαμύδα
τη σάρκα σου εσαβάνωσε τη θαλασσοδαρμένη,
όταν, πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν’ οι ξένοι
25
το αίμα σου έγλειφαν κρυφά στα νύχτα του φονιά σου… *
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσά σου…
Το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
τ’ ανάστησε η αγάπη μας κι εδώ μαρμαρωμένο
θα στέκει ολόρθο, ακλόνητο κι αιώνιο θε να ζήσει,
30
να ’ναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ Ανατολή και Δύση…
Πενήντα χρόνοι επέρασαν σα να ’τανε μια μέρα!…
Για σας οπού είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκιές, πατέρα
πετούν οι ώρες άμετρες στου τάφου το λιμάνι…
Για μας… και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνει…
35
Πενήντα χρόνοι επέρασαν κι ακόμ’ η ανατριχίλα
βαθιά μάς βόσκει την καρδιά… Με τα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι ο τάφος σου και στο μνημόσυνό σου
υψώνεται στον ουρανό το νεκρολίβανό σου
με των ανθών τη μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
40
του κόσμου που εζωντάνεψες… Γέροντα τί σου λείπει;…
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου;…
Ποιός είν’ ο πόθος σου ο κρυφός και ποιό το μυστικό σου;…
Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι
κι από το γερο-Δούναβη ώς τ’ άγριο Κακοσούλι
45
έβραζε γη και θάλασσα… Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθί και ψυχομάχημα και δάκρυ και κατάρα…
Εβρόντουν κι άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια…
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ’ αχόρταγα τα χέρια,
κι ήτον ο πόλεμος χαρά· τα φονικά, παιχνίδια…
50
Μεμιάς θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
και μαύρα νέφη απλώνονται στου Κίσσαβου τη ράχη…
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κι οι βράχοι
μένουν παράλυτα, νεκρά, σα να ’χε διαπεράσει
κρυφό μαχαίρι αυτήν τη γη κι εσκότωσε την πλάση…
55
Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
σα σύγνεφο με το βοριά και μαυροφορεμένο,
σκοτίδιασε τον ουρανό με τα πλατιά φτερά του,
και με φωνή που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
ερέκαξε κι εβρόντησε… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
60
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!»…
Του μυστικού διαλαλητή πέφτει στη γη, στο κύμα
το φλογερό το μήνυμα κι από ένα τέτοιο κρίμα
εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμή σου
εθέριεψε, εζωντάνεψε τ’ άτιμο το σχοινί σου
65
κι έγινε φίδι φτερωτό στον κόρφο του φονιά σου…
Καλόγερε, πώς δεν ξυπνάς να ιδείς τα θαύματά σου;…
Αναστυλώνεται ο Μοριάς… Η Ρούμελη μουγκρίζει…
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει…
Παντού παράπονο βαθύ κι αλαλαγμοί και θρήνοι…
70
Διαβαίνει μαύρ’ η άνοιξη… Τα ρόδα μας, οι κρίνοι
λησμονημένοι τήκονται, και τα πουλιά σκιασμένα
αφήνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε στα ξένα…
Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
του Γένους το ξημέρωμα… Πάσα ματιά του σφάζει…
75
Διωγμέν’ από τον Κάλαμο, με την ψυχή στο στόμα,
χιλιάδες γυναικόπαιδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
να μείνουν ακυνήγητα… Κι ο Χάρος δεκατίζει…
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει…
Φλόγα παντού και σίδερο… δε θ’ απομείνει λώθρα…
80
Στην Κιάφα νεκρανάσταση… στου Πέτα καταβόθρα…
Πέτρα δε μένει ασάλευτη… κλαρί χωρίς κρεμάλα…
Ερμιά και ξεθεμέλιωμα στην Τρίπολη, στου Λάλα…
Κι όταν το χέρι εχόρταινε κι έπεφτε στομωμένο
να ξανασάνει το σπαθί στη θήκη αποσταμένο,
85
εφώναζε ο αντίλαλος… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!».
Φριμάζουν τα Καλάβρυτα… Καπνίζει το Ζητούνι…
κι η Μάνη η ανυπόταχτη τεντώνει το ρουθούνι
σαν το καθάριο τ’ άλογο, να μυρισθεί τ’ αγέρι
90
που, ταχυδρόμος τ’ ουρανού, με τα φτερά του φέρει
του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του…
Ο γιος τ’ Ανδρούτσου στη Γραβιά στυλώνει το κορμί του
κι επάνω του, σα να ’τανε θεόχτιστο κοτρόνι,
συντρίβεται η Αρβανιτιά με τον Ομέρ Βριόνη…
95
Φεγγοβολούν τα πέλαγα στην Τένεδο, στη Σάμο
και κάθε κύμα πὄρχεται να ξαπλωθεί στον άμμο
ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει… «Πολεμάρχοι!…
Εκδίκηση… άσπλαχνη… παντού… Κρεμούν τον Πατριάρχη!»…
Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά στο Καρπενήσι
100
του Μπότσαρή του την ψυχή για να σε προσκυνήσει
σου στέλλει αιματοστάλαχτη… Στον τάφο του κλεισμένο
το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
δεν παραδίδει τ’ άρματα, δε γέρνει το κεφάλι…
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,
105
το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανό του,
και φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του
και θάφτεται ολοζώντανο… Στο διάβα του τρομάζουν
τ’ αστέρια που το κοίταζαν, και ταπεινά μεριάζουν…
Κλαρί δεν φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι
110
πὄμενε ακόμα πράσινο, τ’ αράπικο ποδάρι
το μάρανε, το σκότωσε… Χορτάσαν οι κοράκοι…
Στη Ράχωβα, στο Δίστομο με τον Καραϊσκάκη
αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι…
Θερίζει τ’ άσπλαχνο σπαθί κι ο πάγος σαβανώνει…
115
Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει
του λύκου μας του εφτάψυχου τ’ αχόρταγο λαρύγγι…
Ο κόσμος ανταριάζεται… Και τα σκυλόδοντά του
ξεριζωμένα πνίγονται με τα ρυασίματά του
στου Ναβαρίνου τα νερά… και φεύγει… Ανάθεμά τον!…
120
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ’ αστραπόβροντά των
και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη…
Μ’ αυτά… μ’ αυτά τα κόκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
εχτίσαμε, πατέρα μου, τη φτωχική φωλιά μας,
κι εκείθ’ εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας
125
π’ ανθοβολούν τριγύρω σου… Γιατί τα δάχτυλά σου,
ακίνητα, δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;…
Στ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ’ από την Ελλάδα
ερίζωσε τόσο βαθιά του Χάρου η φαρμακάδα,
π’ ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει
130
τα σφραγισμένα χείλη σου ν’ ανοίξει, να γλυκάνει;… *
Ούτε το φως το ακοίμητο, που στο πλευρό σου χύνει
αυτό μας το περήφανο, το φλογερό καμίνι;… *
Ούτε τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια…
Ούτε τα Βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,
135
που θα ’ρχονται να χαιρετούν του ποιητή τη λύρα,
και να ρωτούν πώς έγινε το ράσο σου πορφύρα;…
Τί θέλεις, γέροντ’, από μας;… Δε νιώθεις μια ματιά σου
πόσες θα εφλόγιζε καρδιές, κι από τα σωθικά σου
πόση θα εβλάστανε ζωή;… Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;…
140
Δε φέγγει μες στο μνήμά σου ούτε μια τέτοια μέρα;…
Το μάρμαρο μένει βουβό… Και θε να μείνει ακόμα
ποιός ξέρει ώς πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα…
Κοιμάται κι ονειρεύεται… Και τότε θα ξυπνήσει,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει
145
το φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»…
[1872*]

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Το Ελληνικόν Έθνος, κατά την απέραντον και ζοφεράν νύκτα της δουλείας, ου μόνον διετήρησεν ακμαίαν την περί αναγεννήσεως και πλήρους αυτού αποκαταστάσεως πίστιν του, αλλά διέσωσεν αλώβητον και την ιδέαν της ενότητός του.
Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία υπήρξε προπάντων η ιερά κιβωτός, ένθα προσέφυγε και θαυμασίως διεσώθη από της πλημμύρας των αλλοφύλων το αίσθημα της Εθνότητος. Επειδή δε ορατή κεφαλή της Εκκλησίας ταύτης υπήρχεν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, επόμενον ήτο να θεωρήται ούτος ως πατήρ και ως ηγέτης της φυλής απάσης.
Κατά την έναρξιν του ιερού αγώνος κατείχε τον Πατριαρχικόν θρόνον Γρηγόριος ο Ε΄, όστις ως ανώτατος πνευματικός Άρχων των απανταχού Ελλήνων, εκράτει ανά χείρας πάντα τα μυστηριώδη νήματα της μεγάλης Ελληνικής συνωμοσίας και διετέλει εν πλήρη γνώσει των ακαταπαύστων και ακατανοήτων εκείνων ενεργειών, δι’ ών οι Φιλικοί ωργάνιζον και προπαρασκεύαζον την επανάστασιν.
Δοθέντος του συνθήματος και μόλις κροτήσαντος του πρώτου πυροβόλου, η Οθωμανική αρχή θέλουσα δι’ ενός φοβερού κτυπήματος ή να καρατομήση αμέσως τον αγώνα ή να εμπνεύση εις τους πρωταθλητάς αυτού τοιούτον τρόμον ώστε να παραλύση την πρώτην ακατάσχετον ορμήν του, ανενδοιάστως συνέλαβε κατά την ημέραν της Αναστάσεως τον Πατριάρχην, και μετά μυρίας ηθικάς και φυσικάς βασάνους απηγχόνισεν αυτόν επί παρουσία των μεγάλων Χριστιανικών της Ευρώπης Δυνάμεων, ποταπώς τότε και ανάνδρως περιποιούμενων τον ηγεμονεύοντα Μαχμούτ, λάθρα δε υποδαυλιζουσών ίσως και την καθ΄ ημών λύσσαν του.
Το ιερόν λείψανον του μεγάλου της Ελλάδος εθνομάρτυρος έμεινε τρεις όλας ημέρας κρεμάμενον επί της αγχόνης, ύστερον δε παρεδόθη εις χείρας του μαινομένου όχλου των δημίων, και διασυρθέν καθ’ όλας τας ρύμας και τας αγυιάς του Βυζαντίου, ως τι θνησιμαίον ανάξιον ενταφιασμού ερρίφθη εις τα βάθη του Βοσπόρου. Αλλ’ ο Θεός ο Ύψιστος παρέλαβεν αυτό εκ των κόλπων της θαλάσσης και το διεπιστεύθη εις χείρας της ορθοδόξου της Ρωσσίας, ήτις απέδωκεν αυτώ τιμάς αυτοκρατορικάς και λατρείαν ανάλογον προς τον τερατώδη όγκον του διαπραχθέντος στυγερού κακουργήματος και της υψηλής θέσεως, ήν κατείχεν εν των πληρώματι της Εκκλησίας ο απαγχονισθείς Ποιμενάρχης.
Ως αληθή και πραγματικόν άρχοντα του Ελληνικού Έθνους εθεώρησε λοιπόν τότε η Οθωμανική αρχή τον αοίδιμον Πατριάρχην, και εκ της πεποιθήσεως ταύτης ορμωμένη, εφαντάσθη ότι, αποκοπτομένης της κεφαλής, νεκρά θα κατέπιπτον και τα λοιπά μέλη του εθνικού οργανισμού. Αι δε τελεσθείσαι ανοσιουργίαι επί του μαρτυρικού λειψάνου ουδέν άλλο εσήμαινον ει μη κολαφισμούς και ύβρεις κατά του προσώπου της Ελλάδος.
Η εντύπωσις, ήν παρήγαγεν επί της ψυχής των μαχομένων Ελλήνων η απάγχόνισις του αρχηγού της ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, υπήρξε τρομερά. Έπεσαν καταγής από των χειρών των γενναιοτέρων πολεμιστών παράλυτα τα όπλα και θρήνος μέγας και κοπετός απερίγραπτος εξερράγη από των σπλάχνων του Ελληνισμού. Αλλ’ ευθύς μετά ταύτα άσβεστος δίψα εκδικήσεως και η κοινή συναίσθησις, ότι η μεγάλη και αγία ψυχή του Γρηγορίου είχε κατοικήσει εν τη καρδία των υπέρ πίστεως και πατρίδος μαχομένων, ανεζωογόνησε τον αγώνα και έδωκεν εις αυτόν χαρακτήρα ωρισμένον και αμετάτρεπτον. Ιδού διατί εν τω επομένω στιχουργήματι τα σπουδαιότερα άθλα της επαναστάσεως και η ακαταμάχητος καρτερία του γένους εν ταις συμφοραίς παρίστανται ως ακτίνες φωτοβόλοι, εκπεμπόμεναι από της αγχόνης του μεγαλομάρτυρος Πατριάρχου ως από μυστηριώδους και ακοιμήτου φλογός.
Αλλά μετά την κατάρτισην του Ελληνικού Βασιλείου (κρίμασιν οις οίδε Κύριος!) η ψυχή του Ελληνισμού, ως αν ήθελεν απροσδοκήτως απολιθωθή, έμεινεν αδρανής. Ο όρκος των Φιλικών ελησμονήθη και κατ’ ολίγον εσβέσθη η εκ του μαρτυρίου του Πατριάρχου προκύψασα εντύπωσις και ο εξ αυτής γεννηθείς εν τη καρδία του Έθνους πόθος αιωνίας εκδικήσεως.
Του απαισίου τούτου ψυχικού ληθάργου πιστήν εκπροσώπευσιν εθεώρησα τον ανδριάντα του αοιδίμου Γρηγορίου, αλλά συνάμα εξέλαβον αυτόν και ως σύμβολον μελλούσης αναστάσεως. Ηθέλησα δε πιστώς υπείκων εις τας δοξασίας μου να διακηρύξω και πάλιν, ότι ούτε η απελευθέρωσις μικράς τινος γωνίας της Ελληνικής γης, ούτε αι καλλοναί της πρωτεούσης, ούτε τα θυμιάματα ημών των μεταγενεστέρων, δύνανται να εξυπνήσωσι την κοιμωμένην ψυχήν του Ελληνισμού, και ότι μόνον διά των αυτών εκείνων ενεργειών και παθημάτων, δι’ ών πέπρωται να προκόπτη πας αγών αφορών εις την πλήρη αποκατάστασιν μιας φυλής, θα κατορθώσωμεν και ημείς ν’ ανακτήσωμεν την κληρονομίαν των πατέρων μας.
Αυτή είναι η κυρία ιδέα η απ’ αρχής μέχρι τέλους εμπνέουσα το στιχούργημά μου.
Προσκληθείς υπό του πρυτάνεως του Εθνικού Πανεπιστημίου Κυρίου Καστόρχη, του και συντελέσαντος μεγάλως διά των ακαμάτων αυτού προσπαθειών εις την ανακομιδήν του ιερού λειψάνου, να προσφωνήσω διά στιχουργήματος τον ανδριάντα, ον εδωρήσατο ημίν ο ακραιφνής πατριωτισμός του ημετέρου Αβέρωφ, ομολογώ ότι εδίστασα ν’ αποδεχθώ ου μόνον διότι μ’ εφόβιζεν η ευρύτης και το ύψος του θέματος, αλλά και διότι, κακή τύχη, ιδέαι τινές, και τοι φιλοστόργως διαθρέψασαι το έθνος επί μακρούς αιώνας, θεωρούνται σήμερον ως ληρήματα κενά και ως καπνοί ποιητικοί, εξερχόμενοι του εγκεφάλου ολίγων φαντασιοκόπων, ή πηγάζοντες εκ των κερδοσκοπικών διαθέσεων πολιτικών ραδιούργων.
Άλλως τε και πώς να περικλείση τις το μεγαλείον μιας αποθεώσεως και την δόξαν πολυετούς αγώνος εντός του στενωτάτου χώρου ενός ύμνου, ή ενός διθυράμβου;
Και όμως εδέχθην την τιμήν και το βάρος τοιαύτης προσφωνήσεως εν τη πεποιθήσει ότι, δοξασίαι τινές πρέπει να εκδηλώνονται και να διακηρύσσωνται πολύ περισσότερον όταν διώκωνται και χλευάζωνται, παρ’ όταν, μεταβαλλόμεναι εις κοινήν πεποίθησιν και εις καθολικήν πίστιν, ουδεμίαν έχωσιν ανάγκην υποστηρίξεως.
Την υψηλήν ταύτην εντολήν έχει και σήμερον η Ελληνική ποίησις, θέλει δε εκπληρώσει αυτήν μένουσα πιστώς προσκεκολλημένη εις τας αρχαίας εθνικάς παραδόσεις, και μετά θρησκευτικής αφοσιώσεως αναμιμνήσκουσα πάντοτε εις όσους θέλουσι να την ακούσωσιν, ότι αφέθη ατελείωτον το έργον των πατέρων μας και ότι πρέπει να συμπληρωθή.
Εν Αθήναις, τη 25 Μαρτίου 1872
ΑΡΙΣΤ. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Πηγές: saint.gr, orthodoxia.online, ikivotos.gr, fanarion.blogspot.com, greek-language.gr