2 Μαρτίου

«Χαίροις ο της Νάξου θείος βλαστός
και των Ιερέων ο εν πάσιν υπογραμμός,
ελεημοσύναις, νηστείαις, αγρυπνίαις
και προσευχαίς σχολάζων, πάτερ Νικόλαε»
Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας. Η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα, ήταν άνθρωποι εύποροι, ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι πού πήγαινε από τη Νάξο στη Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Η όλη του ζωή, από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με τη χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, γνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη και το είπε στους γονείς του. Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του -πατέρα της μητέρας του- ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας. Όταν ο Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του Αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.

Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιό του το έβαλε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ. Έτσι παρέμεινε για όλη του τη ζωή φτωχός. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας τους με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε έναν γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα πέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στον Ι. Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ι. Ναό Αγ. Παντελεήμονος Ιλισσού. Υπηρέτησε επίσης στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Στον δε Ι. Ναό Αγ. Ελισσαίου λειτουργούσε καθημερινά, με ψάλτες τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλοσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για τη θεία λατρεία και οι λοιπές αρετές του, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη. Υπήρξε ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες τους τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του, η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.
Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνδύαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα. Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Κατείχε όμως άριστα την σοφία του Θεού. Ο Θεός δόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Η όλη του ζωή, από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με τη χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια Πολλές φορές δεν είχε ούτε μια πεντάρα πάνω του. Χωρίς να το προσέξη κάποτε πήρε ένα αμάξι να τον πάη σε κάποιο σπίτι. Όταν έφθασαν και ηθέλησε να πληρώση …κοιτάζει για λεπτά, ξανακοιτάζει, τίποτα. Βρέθηκε σε αμηχανία. Του λέγει ο αμαξάς: «Δεν είσαι συ ο εφημέριος του Αγίου Ιωάννου, ο παπα-Νικόλας;». «Ναι, παιδί μου, εγώ είμαι». «Έ, δεν θέλω λεπτά, μόνον την ευχή σου!». Σε μια άλλη περίπτωση κάποιος, «πού του διάβασε κάποτε παράκληση, του έδωσε ως πληρωμή κάποιο σεβαστό ποσόν, μέσα σε κλειστόν φάκελλο. Αυτός, καθώς πήρε τον φάκελλο, τον έδωσε αμέσως κλειστόν σε μια πτωχή, που τον περίμενε πότε να τελειώση την παράκληση. Ο άνθρωπος που του τον έδωσε, άναψε από στενοχώρια. Μα τον ευλογημένον, έλεγε, να μην κοιτάξη καν τι του έδωσα;».

Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Τον δρόμον τετέλευκα. Δόξα σοι ο Θεός! Η θεία χάρη να σας ευλογεί». Με αυτά τα λόγια άφησε τον κόσμο τούτο. Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού, της οδού Βουλιαγμένης, όπου ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα για τρεις ημέρες. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο.
Στις 29 Αυγούστου του 1992 τα ιερώτατα και θαυματουργά λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετηθήκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του παραπάνω Ναού. Η Αγία μας Εκκλησία τον ανακήρυξε και επισήμως ως άγιο κατά την 135η Συνοδική Περίοδο (1991-1992) του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, έπειτα από εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου και με φροντίδα του Σεβ. Ποιμενάρχου μας κ. Αμβροσίου. Η μνήμη του τιμάται κατά την καθιερωμένη πανήγυρη της 2ας Μαρτίου. Εάν η ημέρα της εορτής συμπίπτει κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, τότε η μνήμη του εορτάζεται κατά την επομένη Κυριακή. Ωσαύτως στη Νάξο εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, ενώ στην Πάρο την τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την καθιερωθείσα προσφάτως Σύναξη των Πέντε Αγίων της Ι.Μ. Παροναξίας.



Φωτογραφίες του Αγίου Νικολάου Πλανά
Παραθέτουμε ελάχιστα από τα πολλά θαυματουργικά περιστατικά της ζωής του Αγίου Νικολάου:
Εμφάνιση των Αγίων Ιωάννου και Παντελεήμονος
Κατά το έτος 1923 ένα πνευματικοπαίδι του εξαιρετικώς αγαπημένο από τον γέροντα, άνθρωπος γεμάτος από υγεία και δράση, έπαθε διάρρηξη σκωληκοειδίτιδος και έζησε οκτώ ημέρες. Μέσα σε αυτές τις λίγες ημέρες ο Άγιος Νικόλαος «κατέβασε» τον ουρανό στη γη, από την αδιάκοπη και εγκάρδια προσευχή για να ζήσει το αγαπημένο του παιδί. Το βράδυ, όταν πήγε στο σπίτι του, λέει καταλυπημένος στους δικούς του: «Ο Ηλίας θα πεθάνει, μου το είπαν ο Άγιος Ιωάννης και ο Άγιος Παντελεήμων». Πέρασαν τρεις μήνες, ώσπου να μπορέσει η αδελφή τού θανόντος -λόγω τού πένθους- να τον ρωτήσει πώς ακριβώς είδε την οπτασία. Της λέγει, λοιπόν, ότι «την ώρα που λειτουργούσα, είδα απέναντι, όπισθεν της Αγίας Τραπέζης, τον Άγιο Ιωάννη και τον Άγιο Παντελεήμονα και μου είπανε: “Διαβιβάσαμε την αίτησή σου στον Δεσπότη Χριστό, ο Οποίος μaς είπε ότι θα πεθάνει”. Ανωτέρα διαταγή, μοy είπανε».
Είδε τη βύθιση του καϊκιού τους
Με την μεγάλη απλότητα που τον διέκρινε, διηγόταν: «Μια βραδυά χειμωνιάτικη, που καθόμασταν στο τζάκι είπα στον πατέρα μου: “Πατέρα, αυτή την στιγμή εβυθίσθη το καΐκι μας το “Ευαγγελίστρια” έξω από την Πόλη”. Έντρομος ο πατέρας μας, λέγει στην μητέρα μου: “Γυναίκα, τί λέγει το παιδί”; Και όντως, αυτή τη στιγμή επνίγη το καΐκι μας …». Και για ν’ αποφύγη τον θαυμασμό των άλλων, αλλά και τον πειρασμό της υπερηφανείας έλεγε, ότι «όλα τα παιδιά είναι προορατικά».

Δεν πατάει στη γη
Δύο μικροί φίλοι, καθώς βάδιζαν στο δρόμο, συνάντησαν τον Άγιο Νικόλαο. Ο ένας από τους δύο ήταν τύπος αγαθός και γι’ αυτό οι φίλοι του τον έλεγαν βλάκα, αλλά δεν συνέβαινε αυτό, ήταν απλώς αθώος και πολύ θρησκευόμενος. Στο δρόμο που συνάντησαν τον Άγιο Νικόλαο, λέει ο αγαθός στον φίλο του: «Κοίταξε να δεις, ο παπάς δεν πατάει στη γη»! Και ο μεν αγαθός έβλεπε τον Άγιο 30 πόντους πάνω από το έδαφος, ο δε άλλος δεν μπορούσε να τον δει.
Τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την αγιότητα του παπα-Νικόλα τις έχουμε από τον σύγχρονό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης ήταν ψάλτης του, στο Εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Έψαλλε στους εσπερινούς και τους όρθρους, στις λειτουργίες και τις ολονυκτίες, που τελούσε με κατάνυξη, αλλά και μεγαλοπρέπεια ο παπα-Νικόλας. Και μπόρεσε να εισδύση στο βάθος της αγιαμένης αυτής ύπαρξης και να αντιληφθή το πλήθος των χαρισμάτων της, τα οποία ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω από το κέλυφος της απλότητας και της ταπείνωσης, γιατί ήταν και εκείνος εντεταγμένος στην ίδια προοπτική, ήταν, δηλαδή, φορέας της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Τον ονομάζει άξιο λειτουργό του Υψίστου και τον αντιπαραβάλλει με τους «’’επαγγελματικούς ιερείς», όπως τους αποκαλεί, και συνεχίζει: «Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων … είναι αξιαγάπητος, είναι απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος».
Επάνω σε σύννεφο
Το 1920, την ημέρα των Χριστουγέννων, λειτουργούσε ο Άγιος Νικόλαος στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου Βουλιαγμένης. Κοινώνησε μια δεκαπεντάχρονη ονόματι Ιουλία και μια κυρία κοινώνησε το βρέφος της, και μετά το δίνει στην Ιουλία για να κοινωνήσει και η ίδια. Παίρνοντας το βρέφος η Ιουλία στα χέρια της, γυρίζει το βλέμμα της προς τον ιερέα και παραλίγο να της φύγει το παιδί από τα χέρια. Της λέει τότε η κυρία: «Πρόσεξε, τι έπαθες;». Και η Ιουλία της απαντά: «Βλέπω τον παπά να στέκει πάνω σ’ ένα σύννεφο».
Το θαύμα με το πρόσφορο

Μέσα από τα βάθη της ψυχής του τελούσε ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς τη Θεία Λειτουργία. Πενήντα ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να λειτουργήσει. Κατά τις πολύωρες λειτουργίες δεν ήταν λίγα τα θαύματα που συνέβαιναν. Ο Άγιος Νικόλαος τα θεωρούσε εντελώς φυσιολογικά, όπως εντελώς φυσιολογική ήταν η αστείρευτη αγάπη του προς τον Θεό.
Οι ακολουθίες του «Παππού», όπως φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες. Είχαν τη μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου αλλά και τη σφραγίδα της αγιοπατερικής παράδοσης. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και επαρχιώτες, επιστήμονες και απλοί εργάτες. Ακόμα και παιδιά, αρκετά παιδιά με τις μητέρες τους, έμεναν στο ναό ώρες πολλές μέχρι να τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά τον αγαπούσαν πολύ τον παππούλη, αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τα αθώα παιδιά.
Συχνά πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία για να προλάβουν να είναι πρώτα στο ιερό και έτσι να ντυθούν τη στολή τους για να βοηθήσουν τον Άγιο στη Θεία Λειτουργία. Ακολουθούσαν τις οδηγίες του και συμμετείχαν και αυτά με τον τρόπο τους στον δοξολογικό ύμνο προς τον Θεό. Δεν τα στενοχωρούσε η πολύωρη ακολουθία. Αντίθετα, τους άρεσε αφού κοντά στον Άγιο ένιωθαν απερίγραπτη γαλήνη και σιγουριά.
Αρκετές φορές τα παιδιά είχαν δει ένα παράδοξο θέαμα. Κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας έβλεπαν τον Άγιο να στέκεται ψηλότερα από τη γη και τα πόδια του να μην αγγίζουν στο έδαφος. Πολλά παιδιά τρόμαζαν και έτρεχαν με φόβο να το ανακοινώσουν στους γονείς τους που, μολονότι δεν έβλεπαν αυτό το θαυμαστό γεγονός, δάκρυζαν και ευχαριστούσαν τον Θεό που τους αξίωνε να βρίσκονται κοντά στον ευλογημένο ιερέα. Στη συνέχεια καθησύχαζαν τα παιδιά και με ακόμα μεγαλύτερη πίστη συμμετείχαν στην ακολουθία.
Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα βρισκόταν. Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την κατάλληλη στιγμή κάποιος θα έφερνε ή, αν έπρεπε, κάποιος από το εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα. Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν…

Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα. Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και είχαν.
Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους. Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως, παρά την προσπάθειά τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια, καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία.
Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε. Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση. Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας τον Θεό. Το θαύμα είχε γίνει. Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα.

Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό. Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε συγκινημένος: «Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός». Ο κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.
Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα -σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς- είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.
Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους. Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία. Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.
Για τον Άγιο Νικόλαο Πλανά
Γράφει ο όσιος γέροντας των ημερών μας Φιλόθεος Ζερβάκος

«»Να έλθης εις τόν μικρόν ναόν του Προφήτου Ελισσαίου, εις τον οποίον γίνονται κατανυκτικαί αγρυπνίαι και ψάλλουν βυζαντινά οι Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσόκλης και άλλοι». Μετέβην εις μίαν αγρυπνίαν και τόσον πολύ ηυχαριστήθην και κατενύγην, ώστε συχνάκις καθ’ όλην την εβδομάδα είχον εις τον νούν μου, πότε θα έλθη η ευλογημένη ώρα να υπάγω εις την αγρυπνίαν …
Πράγματι ησθανόμην δρόσον, ευφροσύνην και αγαλλίασιν πνευματικήν και μοι εφαινοντο εις τον λάρυγγά μου γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον τα λόγια του Θεού, οι ύμνοι, αι δοξολογίαι, τα στιχηρά, τα ιδιόμελα, οι κανόνες, τα κατανυκτικά τροπάρια, τα οποία έψαλλον οι αείμνηστοι καθηγηταί εξάδελφοι Αλέξανδροι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, όχι με φωνάς θυμελικάς και βοάς ατάκτους και αναρμόστους, αλλά, ως λέγει ο Δαβίδ, με σύνεσιν, με συναίσθησιν, με φόβον και τρόμον: «ψάλατε συνετώς, ψάλατε τω Κυρίω εν φόβω και τρόμω». Όταν έψαλλον οι δύο Αλέξανδροι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, ο είς δεξιά και ο άλλος αριστερά, έψαλλον με τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας, που ενόμιζες ότι προσηύχοντο, ότι ίσταντο ενώπιον του πανταχού παρόντος Παντοδυνάμου και Παντοκράτορος Θεού…
Εις τας αγρυπνίας εγνώρισα και δύο ιερείς, τόν παπα Αντώνιον, εφημέριον του ιερού ναού Αγίου Νικολάου Πευκακίων, και τόν παπα Νικόλαον Πλανά, εφημέριον του ιερού ναού Αγ. Ιωάννου Κυνηγού, και οι δύο ακούραστοι, πρόθυμοι εις τας αγρυπνίας, καλόκαρδοι. Εξαιρέτως δε ο περί ου ο λόγος παπα Νικόλας Πλανάς ήτο απλούς, άκακος, πράος, ακέραιος, απόνηρος, αόργητος, αμνησίκακος, πάντοτε ιλαρός, χαροποιός, γελαστός. Εις τόν παπα Νικόλαον, επειδή ήτο ταπεινός, επέβλεψεν επ αυτόν ο Κυριος… Η Λειτουργία χαρίζει τα πάντα στον άνθρωπο και τον κόσμο και ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς το ήξερε, το ένοιωθε και την ποθούσε».

Η λάρνακα με τα τίμια λείψανα του Αγίου Νικολάου Πλανά στον Ι.Ν. Αγίου Ιωάννου Κυνηγού λεωφ. Βουλιαγμένης
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος α’ – Τῆς ἐρήμου πολίτης)
Τᾶς τοῦ πλάνου παγίδας ἐκφυγῶν, ἱερώτατε, ἀπλανῶς ἐπορεύθης διὰ βίου, πατὴρ ἠμῶν, Νικόλαε ἀοίδιμε Πλανᾶ, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, ἀγρυπνίαις καὶ νηστείαις, ἱερουργῶν ὁσίως τῷ Κυρίῳ σου. Ὅνπερ καθικετεύων ἐκτενῶς, Νάξιον ἱεράτευμα, πρέσβευε δωρηθῆναι καὶ ἠμὶν τὸ θεῖον ἔλεος.
Πηγές: «Το πρώτο μου συναξάρι», εκδ. Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, 1997, orthodoxia.online, simeiakairwn.wordpress.com
kimintenia.wordpress.com
Βοήθειά σας ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!