
Ο Ανδρέας Παναγίδης, ήρωας – αγωνιστής της ΕΟΚΑ, απαγχονίστηκε από τους βρετανούς κατακτητές, μαζί με τους συντρόφους του Μιχαήλ Κουτσόφτα και Στέλιο Μαυρομμάτη, στις 21 Σεπτεμβρίου 1956. Και οι τρεις ετάφησαν κρυφά, με συνοπτικές διαδικασίες και μακριά από τους οικείους τους, στα «Φυλακισμένα Μνήματα» των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας. Σήμερα, 64 χρόνια μετά την ηρωική θυσία του για την ελευθερία της πατρίδας του, αφήνουμε τα γεγονότα και τα όσα βίωνε κατά τις τελευταίες εκείνες ώρες της αγωνίας και του μαρτυρίου του, να μιλήσουν μέσα από τον ποταμό των αισθημάτων και των διηγήσεών του, που πηγάζει από τα κείμενα των τελευταίων επιστολών του. Οι επιστολές του Ανδρέα Παναγίδη είναι ένα μοναδικής αξίας, αδιάψευστο ντοκουμέντο για τη δράση και τα εγκλήματα των βρετανών κατά των Κυπρίων αγωνιστών και ένα αιώνιο μνημείο ενάντια στην τυραννία και τη λησμονιά. Ο λυρισμός, η ακλόνητη πίστη στα ιδανικά του αγώνα και το υψηλό φρόνημα του συντάκτη τους που αποπνέουν -λίγες μόνον μέρες ή και ώρες πριν οδηγηθεί στην αγχόνη, μαρτυρούν το μεγαλείο της ψυχής του, την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, τη βαθιά του καλλιέργεια και το θαυμαστό ήθος του ανδρός. Και σίγουρα αποτελούν μια παντοτινή πηγή έμπνευσης και ένα αιώνιο κάλεσμα προς κάθε τι ωραίο, υψηλό και αγαθό για όλες τις νεότερες γενιές. Ας είναι αιωνία η μνήμη του!
«Φυλακισμένοι ήρωες»
Στα «Φυλακισμένα Μνήματα» των φυλακών Λευκωσίας είναι συνολικά θαμμένοι δεκατρείς αγωνιστές της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), εννέα από τους οποίους απαγχονίστηκαν από τους βρετανούς κατακτητές μέσα στις φυλακές. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ανδρέας Παναγίδης, που γεννήθηκε το 1934 στο χωριό Παλαιομέτοχο Λευκωσίας. Μαζί με τους συναγωνιστές του ήρωες της ΕΟΚΑ, Μιχαήλ Κουτσόφτα και Στέλιο Μαυρομμάτη, απαγχονίστηκαν στο χώρο των φυλακών και θάφτηκαν στην περίκλειστη αυλή τους, στις 21 Σεπτεμβρίου 1956.
Ο 22χρονος αγωνιστής Ανδρέας Παναγίδης ήταν ο μοναδικός από τους ήρωες που είναι θαμμένοι στα Φυλακισμένα Μνήματα, ο οποίος ήταν πατέρας τριών μικρών παιδιών. Μάλιστα, τις τελευταίες ώρες της ζωής του οι ανακριτές εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός αυτό για να τον εκβιάσουν, προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες για τα πρόσωπα της οργάνωσης. Ακόμα όμως και όταν του προσέφεραν χρήματα και ελευθερία ως αντάλλαγμα της συνεργασίας του, ο Παναγίδης έμεινε μέχρι τέλους ανυποχώρητος, δηλώνοντας θαρραλέα προς τους βρετανούς: «Προτιμώ τα παιδιά μου να ζήσουν μια δύσκολη ζωή και να είναι περήφανα, παρά να με θεωρούν προδότη».
Σε μια σειρά από επιστολές του προς την οικογένειά του και φιλικά του πρόσωπα μέσα από τις Φυλακές Λευκωσίας, ο Ανδρέας Παναγίδης εκφράζει με έναν μοναδικό τρόπο την ανθρώπινη αγωνία του ενώπιον της αγχόνης, αλλά και την ακλόνητη πίστη του στα ιδανικά του αγώνα και τη βαθιά αγάπη και προσήλωση που τον διέκρινε για τα αγαπημένα του πρόσωπα, που τα αποχαιρετούσε. Το περιεχόμενο του συνόλου των επιστολών αυτών του ήρωα φανερώνουν, μέσα απ’ την υπέροχη γραφή του, όλο το μεγαλείο της αδούλωτης ψυχής του και την απαράμιλλη ομορφιά της θυσίας του για την πατρίδα και τη λευτεριά, που δεν κατάφερε ποτέ να υποτάξει και ν’ αγγίξει η τυραννία, η βία και η τρομοκρατία των απάνθρωπων βρετανών.

Σε μία από τις επιστολές του ο Ανδρέας Παναγίδης, έγραφε προς τον αδερφό του μέσα από τη φυλακή: «Περιμένουμε την ημέρα της εκτελέσεως σαν άγια ώρα της ελευθερίας. Μάθε ακόμα ότι ο Ζάκος και οι άλλοι πέθαναν με υπερηφάνεια. Τραγουδούσαν μισή ώρα πριν να εκτελεσθούν και την ώρα της εκτελέσεως φώναζαν υπέρ της Ελευθερίας».
Σε άλλη επιστολή του, λίγο πριν την εκτέλεσή του αναφέρει, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά: «Έχουμε μονάχα την μόνη μας ελπίδα στον Θεόν. Ελπίζουμε στην Υπεραγίαν Θεοτόκον, ότι κάποτε, θα δικαιωθή και ο δικός μας πόθος. Είτε αργά ή γρήγορα, κάποια μέρα, θα λάψη η αλήθεια, και η Μητέρα του Θεού θα οδηγήση τα βήματα του Κυπριακού λαού προς τον δρόμον της ελευθερίας. … Τώρα που ξέρω ότι σήμερα θα αντικρύσω την αγχόνη, έχω διπλάσιο θάρρος από πριν. Ο Χριστός είναι πάντα συντροφιά, στα κελιά μας. Ο Χριστός μας γεμίζει την καρδιά με αληθινή χαρά».
Τόσο πριν, όσο και μετά τη δίκη τους, οι άντρες βασανίστηκαν βάναυσα. Ο Ανδρέας Παναγίδης, πέρα από σωματική βία, υπέμεινε και ψυχολογική, μέχρι την τελευταία στιγμή εξ αιτίας διαφόρων πιέσεων που υπέστη και αφορούσαν την τύχη της οικογένειάς του. Οι Άγγλοι του είχαν υποσχεθεί ότι πριν την αγχόνη θα του επέτρεπαν να δει τα παιδιά του, ωστόσο, όταν η οικογένειά του τον επισκέφτηκε για τελευταία φορά, η αγγλίδα δεσμοφύλακας απαγόρευσε την είσοδο των παιδιών στις φυλακές. Τότε η σύζυγός του εναντιώθηκε και τελικά κατάφερε να φέρει τα παιδιά της στον πατέρα τους. Οι κατακτητές δεν επέτρεψαν στον Παναγίδη να τ’ αγκαλιάσει -έστω για τελευταία φορά- αλλά τουλάχιστον, μπόρεσε να τα δει.

Στην τελευταία του επιστολή προς τη σύζυγο και τα παιδιά του ο Ανδρέας Παναγίδης έγραφε: «Αξιολάτρευτά μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα χαίρετε. Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη, 10 η ώρα το βράδυ. Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956, θα εκτελεσθούμε. Ίσως, όταν διαβάζετε το γράμμα, εγώ να μην υπάρχω ανάμεσα στους ζωντανούς. Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα, στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινείτε καλοί χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα το δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι ότι σας αγάπησα τόσο θερμά και με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω, χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε, όπως το ονειρευόμουν… Κι εσύ, πολυαγαπημένη μου Γιαννούλλα, σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά, τόσο πολύ, και για μένα. Και εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Και να σεβαστείς και το δικό μου όνομα. Βλέπεις η μοίρα θέλησε να μας πικράνει στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω, ένα χαμόγελο γλυκύ στολίζει τα χείλη μου, γιατί είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. Η ψυχή μου είναι γεμάτη μια αληθινή χαρά, γιατί είμαι υπερήφανος για σένα. Μη δώσεις καμμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. Σου ζητώ συγγνώμη και συγχώρεση για ό,τι σου έφταιξα Γιαννούλλα. … Έχετε γεια, μια για πάντα, αγαπημένες μου υπάρξεις. Με φιλιά και αγάπη, ο σύζυγός σου και ο αγαπητός σας πατέρας Ανδρέας Παναγίδης».
Στη σκιά της αγχόνης – Το συγκλονιστικό άρθρο του Γιώργου Μπέρτσου
Τις ημέρες που ακολούθησαν τις εκτελέσεις, στο φύλλο της 22ας Οκτωβρίου 1956 της εφημερίδας των Αθηνών «ΕΘΝΟΣ», ο δημοσιογράφος Γεώργιος Μπέρτσος, με σχετικό άρθρο του με τίτλο: «Στη σκιά της αγχόνης – Η ζωή και ο θάνατος του Κυπρίου ήρωος Ανδρέα Παναγίδη», αναφέρεται στη ζωή και τη θυσία του ήρωα και δημοσιεύει αποσπάσματα επιστολών του. Παραλήπτης των επιστολών αυτών ήταν η Ουρανία Παρδάλη, από την Κηφισιά Αττικής, με την οποία ο Ανδρέας Παναγίδης διατηρούσε αλληλογραφία επί ένα έτος περίπου, από τον Αύγουστο του 1955 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1956.
Στα αποσπάσματα των επιστολών του αυτών, που γράφτηκαν όλες στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, αναδεικνύεται μία ακόμα πτυχή της προσωπικότητας του Ανδρέα Παναγίδη, αλλά και το ξεχωριστό χάρισμα της χρήσης του λόγου, με το οποίο προφανώς υπήρξε προικισμένος. Θαυμάζει έτσι ο αναγνώστης μέσα από τις επιστολές αυτές, τον ρομαντικό και ονειροπόλο νέο Ανδρέα Παναγίδη, που συγκινείται από «το φως που ρίχνει το ηλιοβασίλεμα στις στέγες των σπιτιών» ή κλαίει επειδή δεν «θα μπορούσε να επισκεφθεί την αγαπημένη του Ελλάδα, όπως ονειρευόταν..».
Δυστυχώς σχεδόν στο σύνολό τους οι επιστολές αυτές δεν σώζεται σήμερα, αφού η μητέρα της Ουρανίας Παρδάλη, τις έκαψε φοβούμενη μήπως πέσουν στα χέρια των βρετανών, όταν η κόρη της, που πρωτοστατούσε τότε σε διαδηλώσεις εναντίον τους, εκλήθη για υποβολή εξηγήσεων στην Ασφάλεια.

Το άρθρο του Γ. Μπέρτσου ξεκινά ως εξής: «Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας – Μελλοθάνατος 8.502. Οι τελευταίες του στιγμές, όπως τις περιγράφει ο ίδιος με απίστευτο θάρρος από το φρικτό κελλί του θανάτου».
Διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, όσα σημειώνει ο Ανδρέας Παναγίδης στα αποσπάσματα των επιστολών του που δημοσιεύονται: «Ο θάνατος δεν με τρομάζει… Καταδικάστηκα για το πιο υψηλό ιδανικό: την ελευθέρια! Και θα βαδίσω προς αυτόν με το κεφάλι ψηλά σαν Έλληνας!».
Και ο Γιώργος Μπέρτσος συνεχίζει στο άρθρο του, που μεταφέρουμε αυτούσιο:
«Με ιερή συγκίνηση φούχτωσα τα τσαλακωμένα επιστολόχαρτα. Διάβασα, έτσι στα πεταχτά μερικές γραμμές και τα μάτια μου βούρκωσαν. – Κρατάς στα χέρια σου την ατσαλένια φωνή του Ανδρέα Παναγίδη, μου ψιθύρισε υπόκωφα ο Νίκος Παρδάλης. Δείξε την και στον κόσμο, με τέτοιους ήρωες, που ρεζιλεύουν τον Χάρο, πώς είναι δυνατόν να κρατήσουν για πολύ ακόμα οι φθαρμένες αλυσίδες της σκλαβιάς της μαρτυρικής Κύπρου; Έσφιξα συγκινημένος το χέρι του λαμπρού πατριώτη και τον ευχαρίστησα γι’ αυτή του την καλωσύνη, να μου εκμυστηρευτεί την συγκλονιστική ιστορία ενός κρεμασμένου ήρωα, 22 χρονών, και αγαπημένου του φίλου Παναγίδη και να μου εμπιστευτεί τα γράμματα που με άτρεμο χέρι του έγραψε μέσα από το κελλί του θανάτου, προτού η θηλειά του δολοφόνου Χάρτινγκ τυλιχθεί με δύναμη στον λαιμό του, εκεί στο προαύλιο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας, τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Σεπτεμβρίου…».
«Όταν οι Τούρκοι κρατούσαν την Κύπρο, στην περιοχή της Λευκωσίας ζούσε ένας καλόγηρος, τόσο καλός και τόσο ευσεβής που όλοι τον αγαπούσαν. Ακόμη και ο αγάς τον καλούσε στο κονάκι του και μιλούσε ώρες ολόκληρες μαζί του. Μια μέρα του είπε: -Τι θες ωρέ γκιαούρη από μένα; Ό,τι μου ζητήσεις θα στο κάνω, γιατί είσαι ο καλύτερος άνθρωπος σε τούτο τον ντουνιά. – Τι να θέλω πολυχρονεμένε μου αφέντη; – Δεν μπορεί, ορέ, κάτι θα θέλεις. – Αφού επιμένεις αγά μου, του είπε ο καλόγηρος δώσε μου τότε ένα κομμάτι από τούτη τη γη τόσο, όσο πιάνει το τομάρι ενός γαϊδάρου. Γέλασε ο αγάς και του είπε να έλθει την άλλη βδομάδα και να του δείξει το μέρος που διάλεξε. Ο καλόγηρος έφυγε γελώντας κάτω από τα γένια του και όλη την εβδομάδα δούλευε με γρηγοράδα και τέχνη και μετέτρεψε το τομάρι του γαϊδάρου σε ένα μεγάλο κουβάρι λεπτή κλωστή. Το πήρε και τράβηξε για τον αγά. Βγήκαν οι δυο τους κάμποσο έξω από την πόλη. Σε ένα σημείο σταμάτησε. Έδεσε την άκρη της κλωστής σ’ ένα δένδρο και άρχισε να προχωρεί ξετυλίγοντας το κουβάρι. Ο αγάς τον ακολουθούσε έκπληκτος. Όταν τελείωσε η κλωστή άρχισε να γελάει και του είπε: – Χαλάλι σου μωρέ γκιαούρη. Χάρισμά σου όλος τούτος ο τόπος».
«Σ’ αυτή τη θέση, λένε, ο καλόγηρος εκείνος έκτισε αργότερα το χωριό Παλαιομέτοχο που έχει παράδοση στην Κύπρο ότι οι κάτοικοί του είναι έξυπνοι και οι άνδρες ριψοκίνδυνοι και λεβέντες. Στο Παλαιομέτοχο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ήρωας Ανδρέας Παναγίδης ή Βούτουρος, όπως είναι το αληθινό πατρογονικό του επίθετο. Αγαπούσε πολύ τα Γράμματα και στα σχολικά, λίγα χρόνια που μπόρεσε να πάει ήταν ο πρώτος στην τάξη του. Δυστυχώς ο μεγάλος αδελφός του αρρώστησε και τον έχασαν, ο πατέρας του δεν μπορούσε να δουλέψει πια και έτσι ο μικρός Ανδρέας άφησε με μεγάλη του λύπη τα μαθητικά θρανία και έπιασε στα στιβαρά του χέρια την τσάπα και το αλέτρι. Η γη, του έγινε γρήγορα η δεύτερη μεγάλη του αγάπη. Την δούλεψε με υπομονή και ζήλο χρόνια ολόκληρα. Και τα μεσημέρια κάτω από τα κλαδιά μιας γέρικης συκιάς διάβαζε, θέλοντας πάντοτε να μαθαίνει κάτι καινούργιο, να μορφώνεται».
«Διάβαζε ό,τι του έπεφτε στα χέρια. Ήταν όμως και ευχάριστος τύπος. Από χωριάτικο γλέντι δεν έλειπε. Πρώτος στο χορό, πρώτος και στο τραγούδι. Και όλοι τον αγαπούσαν γιατί ήταν θαυμάσιο παιδί ο Ανδρέας. Κουβέντα κακιά δεν είχε ανταλλάξει με κανένα συντοπίτη του. Παντρεύτηκε πολύ νέος. Στα δεκαεπτά του χρόνια έφτιαξε τη δική του οικογένεια και ύστερα από λίγο καιρό καμάρωνε για δυο όμορφα κοριτσάκια, τη Δεσπούλα και την Αυγούλα και για τον γιό του Αριστοτέλη που απέκτησε. Μέσα στα όμορφα μάτια των παιδιών του, μικρός πατέρας τοποθέτησε όλο του το είναι, τον κόσμο ολόκληρο. Αγαπούσε παράφορα τα παιδιά του. Αγαπούσε και συγκινιώταν από κάθε τι όμορφο σε τούτη τη ζωή. Και ήταν πάντοτε ενθουσιασμένος σε όλες τις εκδηλώσεις του».
«Έτσι και ο αγώνας των συμπατριωτών του για την Ένωση με τη μητέρα Ελλάδα δεν μπόρεσε να τον αφήσει ασυγκίνητο. Η καρδιά του σκίρτησε από πατριωτισμό όταν ο Διγενής ύψωσε θαρραλέα την σημαία για τον αγώνα της λευτεριάς στα βουνά του νησιού, αλλά και στους δρόμους της Κύπρου. Και όταν τα πρώτα ηρωικά κατορθώματα της ΕΟΚΑ άρχισαν να διαδίδονται σε ολόκληρο το νησί και να γεμίζουν ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση τους σκλάβους Κυπρίους, ο Ανδρέας Παναγίδης άφησε σε ξένα χέρια την τσάπα και το αλέτρι να δουλέψουν τα χωράφια του, άφησε γυναίκα και παιδιά και κατέβηκε στην Κυρήνεια για να ζήσει πιο έντονα την σκληρή πάλη των αδελφών του προς τον κατακτητή. Μπήκε ως βοηθός μάγειρας στην εκεί στρατιωτική βάση και αργότερα δούλεψε ως δεύτερος μάγειρας. Πέτυχε να έρθει σε επαφή με πατριώτες της ΕΟΚΑ και το βράδυ πήγαινε μαζί τους για να … σκεφτούν όλοι μαζί πως … να κτυπηθεί ο κατακτητής».
«Ήταν όμως επικίνδυνο πολύ να συνεχίσει να εργάζεται στη βάση, όπου ερευνούντο συστηματικά όλοι όσοι πρόσφεραν υπηρεσίες εκεί μέσα. Έτσι αποφάσισε με λίγα λεφτά που είχε να ανοίξει εφέτος στις αρχές του χρόνου δικό του μαγέρικο … Όταν η δουλειά έστρωσε, άφησε για λίγες μέρες το μαγαζί σε κάποιο γνωστό του, και πετάχτηκε να δει την οικογένειά του στο Παλιομέτοχο. Ήταν ο Μάιος που πέρασε. Τις λίγες μέρες, τις μοιραίες μέρες, που έμεινε κοντά στη γυναίκα του και τα παιδιά του κατέβαινε τακτικά στα κτήματά, και έμενε εκεί ώρες ολόκληρες χαϊδεύοντας τα μαλλάκια της Δεσπούλας, παίζοντας με τον Αριστοτέλη και φέρνοντας στο νου νοσταλγικά τα όμορφα παιδικά του χρόνια. Ήταν εκεί όλα ίδια, και η γέρικη συκιά με τα σκιερά της φύλλα».
«Ήταν ρομαντικός ο Παναγίδης. Λάτρευε ό,τι είχε σχέση με τον κάμπο, το χωράφι, την χωριάτικη ζωή και δεν ντρεπόταν να λέει ότι ήταν ένα αγράμματο χωριατόπαιδο. Στις όμορφες αυτές ρομαντικές αναπολήσεις του, ο Ανδρέας είχε παρέα τον παιδικό του φίλο τον Μιχάλη Κουτσόφτα. Θυμόνταν τα πανηγύρια στον τρύγο και τα τρελά γλέντια που έκαναν μαζί. Τα ωραία τραγούδια των κοριτσιών με τα μαντήλια στο κεφάλι και τον χορό που δεν έλεγε να πάρει τέλος. Μιλούσαν και για την λευτεριά του νησιού. Και ο Ανδρέας σαν πιο κατατοπισμένος, διηγόταν στον Μιχάλη με ενθουσιασμό και συγκίνηση για τη δράση των πατριωτών στις πόλεις και την απόγνωση των Άγγλων και του δολοφόνου Χάρτινγκ».
«Τις ημέρες εκείνες ο αιμοσταγής δήμιος είχε υψώσει τις δυο πρώτες αγχόνες, στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας, που φιλοξένησαν τα ηρωικά κορμιά του Καραολή και του Δημητρίου. Τα μισαρά του κακουργήματα είχαν μπει σε ένα νέο αποτρόπαιο στάδιο. Είμαι σίγουρος Μιχάλη ότι τα νεκρά τους πρόσωπα θα κοιτούσαν περιπαιχτικά τους δημίους των, σα να τους υπενθύμιζαν αυτό που διδάσκει, αιώνες τώρα, η Ιστορία όλων των λαών μα περισσότερο ετούτης της χώρας μας: Κανένας Χάρτινγκ δεν μπόρεσε ποτέ να σταματήσει τον δρόμο της Ελευθερίας. Ένα απόγευμα καθώς έπαιρναν τον δρόμο για το χωριό χωρίς τα παιδιά τους κύκλωσε ξαφνικά ένα ολόκληρο απόσπασμα. Τα σκυλιά των κομμάντος χύμηξαν λυσσασμένα καταπάνω τους να τους κατασπαράξουν. Βίαια και χωρίς εξηγήσεις τους έσπρωξαν σε ένα κλειστό αυτοκίνητο και τους μετέφεραν στην Λευκωσία. Ήταν η αρχή της συγκλονιστικής τραγωδίας δύο αθώων…».
«Πατριώτες της ΕΟΚΑ είχαν κάνει την ημέρα εκείνη επιδρομή στον ευρισκόμενο κοντά στα κτήματα του Παναγίδη σταθμό καθοδηγήσεως αεροπλάνων και ελικοπτέρων. Σκότωσαν ένα σμηνίτη, τραυμάτισαν ένα άλλον και ύστερα χάθηκαν μέσα στα χωράφια. Δεν τους βρήκαν και έπιασαν αυτούς: δύο αθώους. Δεν νοιάζονταν οι κατακτητές ποιοι ήσαν -πόρωσις δολοφόνων- αρκεί που ήσαν συμπατριώτες αυτών που δεν μπόρεσαν να βάλουν στο χέρι. Παρά το γεγονός ότι ήσαν αθώοι, τους κατηγόρησαν ότι αυτοί επιτέθησαν κατά του σταθμού. Τους απήγγειλαν την εσχάτη των ποινών: την θηλειά και τους οδήγησαν στα κελλιά των μελλοθανάτων των Κεντρικών Φυλακών στη Λευκωσία».
«Και η δικαιοσύνη εκεί ψηλά, σε κάποιο σκονισμένο κάδρο, στην αίθουσα του δολοφονικού δικαστηρίου πέταξε αποτροπιασμένη τη ζυγαριά γεμάτη φρίκη για το αποτρόπαιο κακούργημα που διέπραξαν μπροστά της και τινάζοντας το κοφτερό σπαθί της στον ηρωικό νέο του φώναξε με δύναμη: – Δεν μου χρειάζεται πια εμένα… Στα δικά σου τα χέρια θα σου δώσει τη λευτεριά… Πάρτην με αυτό, το σπαθί της δικαιοσύνης…».
«Μέσα από το σκοτεινό κελλί του μελλοθάνατου 8.502 ο Ανδρέας Παναγίδης δεν ξέχασε τον καλό του φίλο τον Νίκο Παρδάλη στην Αθήνα… Σαν παρηγοριά στον λίγο δρόμο του Γολγοθά που τούμενε να βαδίσει ακόμη με το κεφάλι ψηλά άφησε την αλύγιστη και γενναία καρδιά του ελεύθερη, γεμάτη πατριωτισμό να ξεχειλίση από εθνική μεγαλοπρέπεια σε μια σειρά συνταρακτικών γραμμάτων του. Από τα γράμματα αυτά του Παναγίδη που πήρα στα χέρια μου, διάλεξα τα πιο ζωντανά τους σημεία που παραθέτω πιο κάτω. Χωρίς να το θέλει κανείς νοιώθει μια έντονη ανατριχίλα σε όλο του το σώμα διαβάζοντας το γαλήνιο αλλά δυνατό και ρωμαλέο γράψιμο του ήρωα Παναγίδη. Θαρρείς πως ο μικρός μελλοθάνατος πατέρας δε σκέφτηκε ποτέ του τις ημέρες, τις ώρες, τις στιγμές, που τον χώριζαν από την αγχόνη, καθώς η πέννα του χοροπηδούσε με πατριωτικό ενθουσιασμό και άφινε το μελάνι στο χαρτί». «Μένει κανείς κατάπληκτος μπροστά στη γαλήνη και την αταραξία με την οποίαν οι Έλληνες αντικρίζουν τον θάνατο… Τι μεγαλείο ανδρείας». Νομίζω ότι τα λόγια αυτά ειπώθηκαν από χείλη Βρεττανού πολιτικού, τότε που η Ελλάς πολεμούσε μαζί με τους Άγγλους».
ΔΕΥΤΕΡΑ 9 ΙΟΥΛΙΟΥ
«… Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ ότι χάνω την ζωή μου στην τόσο μικρή ηλικία μου. Αλλ’ οι γονείς μου, τ’ αδέλφια μου, η γυναίκα μου η Γιαννούλα είναι αξιολύπητοι. Από την ημέρα που με καταδίκασαν η μητέρα μου είναι άρρωστη. Ο πατέρας μου έχασε το ωραίο κοκκινωπό χρώμα του και τα μάτια του βυθίστηκαν στις κόγχες τους. Τ’ αδέλφια μου έχουν πάντα τα μάτια δακρυσμένα και η Γιαννούλα ξεσπά ώρες – ώρες σε βαρύ κλάμα. Αλλ’ αυτούς όλους, όταν έρθουν να με δουν, τους στολίζει ένα παραπονιάρικο χαμόγελο. Μονάχα αυτούς λυπάμαι …».
ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΙΟΥΛΙΟΥ
«… Χθες αγόρευσαν στο δικαστήριο οι δικηγόροι μου και αύριο, Δευτέρα, θα βγη η απόφασις του Εφετείου. Νομίζω ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Η ποινή θα είναι η ίδια με την παλιά. Καταδικάστηκα χωρίς να κάνω ατιμία. Είμαι ασπροπρόσωπος και γι’ αυτό δεν με τρομάζει ο θάνατος. Καταδικάζομαι για το πιο υψηλό ιδανικό για την Ελευθερία. Ήμουν πάντα καλός με όλους. Το μόνο που συζητούσα ήταν τα κόμματα. Ήμουν από μικρός εθνικόφρων και μισούσα τους Άγγλους. Ο μεγάλος μου πόθος: Λευτεριά στην Κύπρο …».
ΔΕΥΤΕΡΑ 30 ΙΟΥΛΙΟΥ
«… Η έφεσις απορρίφθηκε. Δεν με νοιάζει διόλου. Άλλωστε τόξερα ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Ζητούν να πνίξουν την Ελευθερία στο αίμα. Δεν θα το κατορθώσουν ποτέ. Το αίμα μας είναι τόσο πολύ που θα τρέχει αδιάκοπα δίχως σταματημό και μια μέρα θα τους πνίξει ..».
ΠΕΜΠΤΗ 9 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
«… Σήμερα το πρωί οι τρεις ήρωες ως τις αγχόνες. Πέθαναν σαν Έλληνες. Το ίδιο θα κάνουμε και εμείς Μιχαήλ, Πατάτσος και Ζάκος βάδισαν με το κεφάλι ψηλά τώρα. Είναι η σειρά μας: Κουτσόφτας, Μαυρομμάτης, Παναγίδης. Κανείς δεν πρόκειται να δειλιάσει. Δειλοί είναι μόνο οι δολοφόνοι, που δεν έχουν κανένα ιδανικό. Και τα δικά μας ιδανικά είναι όμορφα και σε κάνουν χωρίς να το καταλάβεις ήρωα …».
ΤΡΙΤΗ 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
«… Δεν έχει σημασία αν ζήσω 100 χρόνια η 22 μονάχα. Καλύτερα ένα τιμημένο θάνατο και ας έρθει ότι ώρα θέλει. Το βασανισμένο μας κορμί, που δεν ήξερε τι είναι τα κελλιά των μελλοθανάτων ζητά Λευτεριά. Πώς να μπορέσει ο Έλληνας να ζήσει φυλακισμένος, ενώ διδάχτηκε και έθαψε βαθιά μεσ’ το μυαλό του τι είναι Ελευθερία. Εγώ δεν το πιστεύω ότι έκανα τρεις μήνες φυλακισμένος. Νομίζω ότι χθες ήμουν κοντά στους δικούς μου. Η μεγάλη πίστη στον Χριστό μας κάνει να νομίζουμε τη φυλακή για τόπο αναψυχής …».
ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
«… Αυτή τη στιγμή που σου γράφω είναι ηλιοβασίλεμα της Κυριακής και μια μεγάλη νοσταλγία μου ταράζει τα νεύρα. Πόσες φορές, σαν αυτό το δειλινό απολάμβανα τον δροσερό αέρα κάνοντας τον περίπατό μου στον δενδρόφυτο δρόμο του χωριού μου… Πόσες φορές σαν αυτή την ώρα καθόμουν κοντά στο παράθυρο και κοίταζα την γέρικη ελιά στην αυλή του σπιτιού μας! Άκουγα τα πουλιά που έψαλλαν την βραδυνή τους προσευχή στον Θεό, τον Δημιουργό τους.. Πάνε τώρα τρεις μήνες, που δεν είδα τον χρυσό ήλιο να γεννιέται και να χρυσώνει τις οροφές των σπιτιών. Και μέσα στα άλλα βλέπω τους καλούς μου γονείς και τη Γιαννούλα ντυμένους στα μαύρα να κλαίνε. Τους έκανα όλων την καρδιά συντρίμμια, τους έμπασα στην πιο μεγάλη δυστυχία, και είμαι αθώος… Αθώος… Ναι ολότελα αθώος!… Δεν λυπάμαι τον εαυτό μου. Τι δικαίωμα έχω να φοβηθώ τον θάνατο, αφού την προσφορά αυτή τη ζητά η πατρίδα; Γιατί να φοβηθώ αφού είμαι μέλος μιας ελληνικής οικογένειας; Για φαντάσου να με δης εδώ στην απαίσια φυλακή μου. Θα δεις ένα νέο με υπερήφανη κορμοστασιά και με χαμόγελο στα χείλη. Ελπίζω στο Χριστό να μου αφήσει ως το τέλος την πρωτοφανή αυτή ψυχραιμία. Με το κεφάλι ψηλά, με υπερηφάνεια και χωρίς δισταγμό θα βαδίσω προς την αγχόνη σαν γνήσιος Έλληνας. Πόσο θα ήθελα αυτό το θάρρος να το έχουν και οι συγγενείς μου και εσείς οι φίλοι μου! …».
ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
«… Το «Μολών λαβέ» του Διγενή ακούστηκε μέχρις εδώ μέσα στα κελλιά μας κι έφερε αγαλλίαση στις καρδιές όλων μας… Όλη την μέρα την περνώ στο κελλί μέσα. Μονάχα μια ώρα το πρωί και μια ώρα το απόγευμα μας αφίνουν να περπατήσουμε λίγο στο προαύλιο των φυλακών , ενώ οι κάννες των αυτομάτων παρακολουθούν μακάβρια κάθε μας βήμα!… Οι μόνοι άνδρες που βλέπω, είναι οι τρεις συγκατάδικοί μου και οι Άγγλοι δεσμοφύλακες. Όλη μέρα διαβάζω, γράφω και τραγουδώ. Δεν έχασα, πίστεψε με, ούτε μια στιγμή το θάρρος μου. Είμαι έτοιμος να πεθάνω σαν γνήσιο Κυπριόπουλο. Εκείνο που συννεφιάζει κάπως το θάρρος μου, είναι μόνο τα παιδιά μου, ο Αριστοτέλης μου τεσσάρων χρονών, η Δεσπούλα δυόμιση χρονών και η Αυγούλα 12 μηνών. Θα παρηγορηθούν, όμως, όταν όλοι θα τους λένε ότι οι ο πατέρας τους ήταν ένας ήρωας …».
ΤΕΤΑΡΤΗ 29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
«…Ακούσαμε σήμερα για δεύτερη φορά τη θανατική μας καταδίκη. Φίλησα τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τους γονείς μου, και τους αδελφούς μου, ίσως για τελευταία φορά. Τους είπα δεν χρειάζεται να κάνουμε έφεσι στο Ανακτοβούλιο. Είναι πολλά τα χρήματα που θέλουν: 600 λίρες. Έχουμε λίγη κτηματική περιουσία, αλλά δεν το θέλω να αδικήσω τα παιδιά μου. Μια που θα με κρεμάσουν γιατί να μην τους αφήσω κάτι από μένα: Αλλ’ οι γονείς μου τα αδέλφια μου και η Γιαννούλα δεν θέλουν να ακούσουν κουβέντα. Θέλουν καλά και σώνει να με γλυτώσουν από τη θηλειά. Τους λέγω ότι το κοτόπουλο ποτέ δεν πετά από τον φούρνο όταν ψήνεται. Αλλά εκείνοι επιμένουν και γι’ αυτό δεν τους χάλασα χατήρι. Όχι, στο ξαναλέω και πάλι, ότι φοβήθηκα για μένα. Έχω δίπλα μου σύντροφο τον καλό μας άγγελο. Ένα πράγμα έχω μόνο στο νου μου. Την Αιώνια Ζωή. Να ασφαλίσω μια θέση στην Βασιλεία των Ουρανών».
ΚΥΡΙΑΚΗ 2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
«…Τους είπα ότι ο καιρός πλησιάζει, να σταθούν σαν Έλληνες γονείς. Είνε η πρώτη φορά, που είδα τον πατέρα μου Γρηγόρη Βούτουρο 72 ετών, να κλαίει χωρίς να μπορώ να τον παρηγορήσω. Σου περιγράφω τη ζωή στο κελλί του θανάτου: 22 ώρες περίπου το μερόνυχτο κλειστός εδώ μέσα. Το απαίσιο στρώμα μου είναι το μοναδικό αντικείμενο του κελλιού. Δεν έχει ούτε καρέκλα, ούτε τραπέζι. Το φαΐ μου το δίνουν εδώ μέσα και κάθομαι κάτω δυο κάτια (σ.σ. διπλώνομαι) να το φάω. Υπάρχουν και δυο τρύπες, το παράθυρο, με σίδερα σταυρωτά και πυκνό τέλι, σχεδόν σαν ύφασμα. Το ίδιο είνε και η πόρτα του κελλιού μου, αλλά με πιο αραιό τέλι, γιατί φθάνουν ως εκεί απ’ έξω οι επισκέπτες. Από την ημέρα που δικάστηκα για δεύτερη φορά σε θάνατο δεν έπιασα το χέρι των παιδιών μου. Διάβασμα, ύπνος και τραγούδι. Κάνουμε και αστεία με τους άλλους καταδίκους. Οι δικοί μου με λένε «σκληρό» γιατί τους περιπαίζω όταν κλαίνε. Η γιαγιά μου κλαίει και λέει κάθε μέρα: “Σκληρέ Χάρε, γιατί, λοιπόν, με βαστάς στη ζωή, αφού κάθε χρόνο χάνω και ένα αγαπητό μου πλάσμα”. Παρακαλεί να πεθάνει εκείνη για μένα. Το ίδιο λένε και η μητέρα και ο πατέρας. Λυπάμαι όταν ακούω τη μάνα μου να λέει: “Ανδρέα, αν εσύ πεθάνεις, νομίζεις ότι θα δεχτώ εγώ αυτό το κτύπημα και δεν θα έρθω πίσω σου;”. Τι να τους κάνω; Δεν μπορώ να καταλάβω τι κόσμος είνε. Πεθαίνω εγώ και φοβούνται αυτοί τον Χάρο. Τα δικά μου όνειρα τα έκτισα καλά σε γερά θεμέλια, κι αν πεθάνω ο πύργος του Παναγίδη θα είναι πάντα τιμημένος και θα κατοικήται από τα υπερήφανα για τον πατέρα τους παιδιά του! …».
ΔΕΥΤΕΡΑ 3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
«… Χθες, ενώ άκουγα ελληνικά τραγούδια από το ράδιο, χόρευα μοναχός στο κελλί μου σαν αληθινό τσίρκο. Πάνε λίγες μέρες, που μας επιτρέπεται να ακούμε και ράδιο. Δηλαδή, μόνο τραγούδια. Το όνειρό μου να επισκεφθώ την Ελλάδα ναυάγησε. Η αίτησις δεν έγινε δεκτή από το Ανακτοβούλιον. Κι έτσι σε δεκαπέντε μέρες ό,τι είναι να γίνη θα γίνη. Δεν είναι τίποτε, μονάχα ένας μικρός πατέρας, ένας άτακτος σύζυγος τ’ άφησε όλα για να πεθάνει υπέρ της Ελευθερίας. Σήμερα είδα τον πατέρα και μου είπε πως διαδόθηκε στο χωριό ότι έγινα τρελός. Νευρίασα μόλις το άκουσα και του είπα: “Αυτό μας έλειπε τώρα, η τρέλα”. Βλέπεις όσοι μας επισκέπτονται στα κελλιά του θανάτου μένουν βουβοί μπροστά στην ψυχραιμία μας και το θάρρος μας!…».
ΤΕΤΑΡΤΗ 5 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
«…Ένα από τα τραγούδια που τραγουδώ: “Ξύπνα καημένε μου ραγιά και σήκω το κεφάλι. Τη δόξα που είχες μια φορά απόκτησε την πάλι. Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δής ελευθεριά. Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια. Διψά και η Κύπρος λευτεριά που σκλάβα τόσα χρόνια. Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δής ελευθεριά. Κοιμούμαι με ένα όνειρο ξυπνώ με μια ελπίδα. Πότε θα δω μια μέρα φως, ελεύθερη πατρίδα. Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δης ελευθεριά”».
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 7 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
«… Μάθαμε ότι έξω από τις φυλακές πέρασε ένας αδέσποτος γάιδαρος με μια ταμπέλα στη ράχη «Χάρτινγκ παραδίνομαι» και με κάτι παλιοτούφεκα. Το γλέντι που έγινε εδώ μέσα ήταν άλλο πράγμα. Και μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν μας είπαν ότι ήταν και τούρκικος… Σκέψου, ούτε οι Ελληνικοί γάιδαροι δεν παραδίδονται…».

«Αυτό ήταν το τελευταίο γράμμα του Παναγίδη. Αλλά δεν έφτασε ως τον φίλο του εδώ στην Αθήνα από το σκοτεινό κελλί του θανάτου. Έστειλε και του τα κράτησαν. Κάτι τέτοιο θα συνέβη γιατί στο διάστημα αυτό ο Νίκος Παρδάλης έλαβε ένα γράμμα από τον διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας που τον επέπληττε αυστηρά για τα ενθαρρυντικά γράμματα που έστελνε στον Παναγίδη.
Αλλά να πώς περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του ήρωα Παναγίδη, κατά παράκληση του ιδίου ο αδελφός της γυναίκας του, γράφοντας προς τον Νίκο Παρδάλη:»
ΤΕΤΑΡΤΗ 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
«… Απόψε είναι οι τελευταίες στιγμές των ηρώων μας. Μόλις τώρα έφυγαν από το σπίτι μας οι συγγενείς και φίλοι. Σήμερα ξεκίνησα, 7 η ώρα το πρωί για να πάω στις φυλακές να επισκεφθώ τον Ανδρέα. Από το σπίτι μου άκουγα τ’ αθάνατα ελληνικά εμβατήρια που τραγουδούσαν και κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Όταν πλησίασα είδα ότι όλες οι επισκέψεις ακυρώνονταν και μόνο για τους τρεις μελλοθάνατους επετρέπετο ή είσοδος των στενών συγγενών. Πήρα ένα αυτοκίνητο και πήγα στο χωριό και τους έφερα όλους. Κόσμος πολύς και δημοσιογράφοι μείνανε έξω από τις φυλακές. Οι συγγενείς πέρασαν λίγοι λίγοι μέσα. Μας είπαν ότι θα τους εκτελέσουν αύριο Πέμπτη, τα ξημερώματα της Παρασκευής. Αυτά τα σκυλιά μπορεί να τους εκτελέσουν και απόψε. Ζήτησα επανειλημμένα να δω τον Ανδρέα, έστω και για ένα λεπτό. Μου αρνήθηκαν. Όταν το απόγευμα δέχτηκαν ένας Άγγλος αξιωματικός μας έβρισε με τις χειρότερες λέξεις και μας ξανάβγαλε έξω χωρίς εμείς οι άλλοι μακρινοί συγγενείς να δούμε τον Ανδρέα μας. Το τι του είπα του κτήνους αυτού δεν περιγράφεται. Το μόνο που σου λέω είναι ότι την γλύτωσα φτηνά. Ελπίζω αύριο να τον δω. Αυτοί που τους είδαν είπαν ότι χαίρονται γιατί θυσιάζονται για την Ελευθερία. Τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια και στέλνουν σε όλους τους φίλους χαιρετισμούς. Μόλις τώρα σταμάτησε τα κλάματα η γυναίκα μου, η αδελφή του Ανδρέα και μου είπε να βγω έξω να ακούσω τις φωνές των ηρώων μας. Πράγματι ακούγονται ως εδώ. Πόσο σκληρό ν’ ακούμε τις φωνές τριών νέων ηρώων και να μη μπορούμε να τους ελευθερώσουμε την στιγμή που ξέρουμε ότι τα λεπτά τους είναι μετρημένα! Δοκίμασε η γυναίκα μου να μου πή ότι τους πρότειναν να βγάλουν τον σταυρό από το λαιμό τους και αυτοί αρνήθηκαν. Πάλι την πήραν τα κλάματα, δεν πειράζει ας κλάψει, αξίζει να κλάψει κανείς τέτοιους ήρωες. Ποτέ δεν έκλαψα, κλαίω πολύ δύσκολα, ούτε τώρα που κλαίει η γυναίκα μου, αλλά όταν είδα τα τρία μικρά του Ανδρέα κι άκουσα τη γυναίκα μου να λέη πως της είπε ο Ανδρέας: “Σου τα εμπιστεύομαι…” τότε και εγώ έκλαψα. Δεν μπορείς να μη κλάψεις σε τέτοια τραγωδία …».
ΠΕΜΠΤΗ 20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
«… Σήμερα όλο το χωριό, παρ’ όλες τις απαγορεύσεις των αυτοκινήτων, ήρθε στη Λευκωσία και όλοι είμαστε έξω από τις φυλακές. Και πάλι έβαλαν κατά διαστήματα τους γονείς και τα αδέλφια. Μας υποσχέθηκαν ότι θα μας έβαζαν όλους τους συγγενείς μέσα να τους δούμε και πάλι μας γέλασαν, Άγγλοι είναι, τι περιμέναμε, υποσχέσεις ψέματα. Το πρωί στις 11 η ώρα, όταν πήγαν να τον δούν η γυναίκα και οι αδελφές του με τα παιδιά του, δεν επέτρεψαν στα παιδιά. Τότε όλες οι γυναίκες μαζί κτύπησαν την Αγγλίδα αστυνομικό, έκαναν μεγάλη φασαρία και άφησε τα παιδιά. Δεν επέτρεψαν όμως να τα φιλήσει. Ούτε την μητέρα του (60 ετών) ούτε πατέρα, γυναίκα. Σκληρή πολύ η τελευταία του νύχτα. Φύγαμε το απόγευμα όλοι από την φυλακή με σφιγμένα τα δόντια από δίψα εκδίκησης. Θα γυρίσει ο τροχός, θα εκδικηθούμε. Αν δεν ξέρω τι γράφω είναι γιατί βρίσκομαι ανάμεσα στα κλάματα. Τώρα που σου γράφω είναι αργά, σκοτεινιά, ακούονται οι φωνές και τα τραγούδια από τις φυλακές. Η γυναίκα μου ακούει το ρολόι να χτυπά 11.30 και κλαίει. Πολλές καλές γειτόνισσες την παρηγορούν. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε, φωνάζει. Μια ώρα ζωής έμεινε στους λεβέντες μας. Πάω να τρελαθώ… Περιμένουμε με αγωνία …».
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
«…Μόλις γύρισα σπίτι επισκέφθηκα τον ιερέα των φυλακών. Τον ρώτησα σχετικά. Μου είπε ότι έμεινε όλο το βράδυ μαζί με τα παιδιά, τους κοινώνησε, τους δώρισε σ’ όλους από ένα σταυρό και πήρε τους δικούς τους για ενθύμιο. Όλη νύχτα έψαλλαν και τραγουδούσαν διάφορα εθνικά μας τραγούδια. Ώρα 00.45 και ήρθαν να τους πάρουν, τότε όλοι μαζί άρχισαν τον Εθνικό Ύμνο. Βάδισαν τα λίγα βήματα μέχρι την αγχόνη με το κεφάλι ψηλά. Όλοι οι κατάδικοι τους φώναζαν: “Ζήτω παιδιά”, “θάρρος” και διάφορα άλλα. Τους έβαλαν το σχοινί στο λαιμό και ακόμη φώναζαν “Ζήτω η Ένωσις με την Μητέρα Ελλάδα”. Όταν μετά από μια ώρα τους κατέβασαν, ο αιδεσιμώτατος Παπά-Αντώνης πήγε να τους κάνει την κηδεία. Τους είδε. Όλοι τους ήταν εντάξει, μόνο ο Κουτσόφτας γιατί ήταν ξανθός μαύρισε λίγο. Ο Ανδρέας μας γελούσε, νόμιζες πως ήταν ζωντανός. Έγραψε γράμματα σε όλους τους συγγενείς και φίλους την τελευταία νύχτα και σας στέλνει τους χαιρετισμούς του. Σας παρακαλεί να πήτε καμμιά φορά το “Αιωνία του η μνήμη”….».
«Έτσι έσβησε ο ήρωας Ανδρέας Παναγίδης… Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει αυτόν και τα άλλα Κυπριόπουλα που ατένισαν γαλήνια τις αγχόνες του δολοφόνου Χάρτινγκ. Ας είναι βέβαια ότι εκεί κάτω από το χώμα πολύ σύντομα θα ακούσουν τις καμπάνες να αγγέλλουν χαρμόσυνα τη Λευτεριά στο μαρτυρικό νησί της Κύπρου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΕΡΤΣΟΣ».
Εδώ τελειώνει η συγκλονιστική αφήγηση του Γιώργου Μπέρτσου, που αν και γράφτηκε πριν εξίμιση σχεδόν δεκαετίες, εξακολουθεί και σήμερα να μας μεταφέρει στην εποχή της, δίνοντάς μας αυτούσια την εικόνα και το πνεύμα των συνταρακτικών εκείνων γεγονότων και την αίσθηση πως όσα περιγράφονται συντελέστηκαν μόλις χθες!

Αντί Επιλόγου..
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1956 ο Ανδρέας Παναγίδης, ο Μιχαήλ Κουτσόφτας και ο Στέλιος Μαυρομμάτης οδηγήθηκαν στην κρεμάλα. Ήταν το έκτο, το έβδομο και το όγδοο θύμα της αγγλικής αυτής θηριωδίας στις φυλακές της Λευκωσίας. Θάφτηκαν αμέσως μετά συνοπτικά στα «Φυλακισμένα Μνήματα», που σήμερα είναι τόπος ιερού προσκυνήματος και ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία ηρωισμού του Κυπριακού λαού για την ελευθερία, την ανεξαρτησία του και την ένωσή του με την Ελλάδα.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ και η θυσία των ηρώων που ανέδειξε, λαμβάνουν ξεχωριστή διάσταση στις μέρες μας, καθώς η ειρήνη και η ασφάλεια στον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου διακυβεύονται ξανά και απειλούνται συστηματικά από τον τουρκικό επεκτατισμό και την έντονη προκλητικότητα. Την ίδια ώρα, μεγάλο μέρος της Κύπρου παραμένει επί μισό σχεδόν αιώνα υπό τουρκική κατοχή. Το περήφανο σύνθημα της ΕΟΚΑ για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, εξακολουθεί και σήμερα να εμπνέει καθώς μόνο με την ενότητα, τη σύμπνοια και τη σύμπλευση του Ελληνισμού, βασικός φορέας και εκφραστής του οποίου είναι η Κύπρος, θα μπορέσουμε ν’ αντιμετωπίσουμε δυναμικά και αποφασιστικά τις σύγχρονες προκλήσεις.
Για το παρόν άρθρο, ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στον γιο του ήρωα κ. Άρη Παναγίδη, για τις σημαντικές πληροφορίες και το σπάνιο υλικό που έθεσε υπ’ όψιν μας. Ανήμερα στην εορτή του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, του οποίου το όνομα έφερε ο ήρωας – αγωνιστής Ανδρέας Παναγίδης, ας είναι το κείμενο αυτό μια ελάχιστη τιμή στην ιερή μνήμη του.
«Τ’ αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται!».
Αιωνία η μνήμη του!

kintenia.wordpress.com