4 Νοεμβρίου

«Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά Χριστιανοί,
πρέπει να ακολουθήσουμε τα χνάρια του Χριστού μας.
Ο κόσμος έχει φύγει από την αθωότητα κι από την καλωσύνη»
Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης
Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε στη Γεωργία της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως. Από μικρό παιδί γνώρισε θλίψεις και πόνους στη ζωή του. Άλλος στη θέση του θα απογοητευόταν, θα παραπονιόταν και θα λογάριαζε ως συνυπεύθυνο για τον φόρτο της δοκιμασίας του τον Ύψιστο. Ο Όσιος Γεώργιος όμως, μέσα από πρωτόφαντους διωγμούς προσφυγιάς, σωματικούς τραυματισμούς, στερήσεις και πόνους, δεν έπαυσε να αγαπά και να δοξολογεί τον Εσταυρωμένο Λυτρωτή μέσα από την καρδιά του. Τριών χρόνων έμεινε πεντάρφανος. Έξι χρόνων τον κατεδίωξε βάναυσα ο αδελφός του. Έφυγε, εξορίστηκε σε μια σπηλιά γεμάτη χιόνι. Αλλά δεν βγήκε από το στόμα του λέξη βλάσφημη.
Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1901, στο ποντιακό χωριό Χαντίκ της Τσάλκας της Γεωργίας. Ορφάνεψε μικρός και την ανατροφή του την ανέλαβε η γιαγιά του. Ο μεγάλος αδελφός του αγίου τον έστελνε να βόσκει πρόβατα και, παρά τη θλίψη της γιαγιάς, τον μάλωνε και τον έδερνε. Με αυτή την ευλαβέστατη γιαγιά του ο Αθανάσιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την Μονή της Παναγίας του Σουμελά. Η γιαγιά του όμως σε λίγο κοιμήθηκε όταν ο άγιος ήταν μόλις επτά ετών. Μετά την κοίμηση της γιαγιάς και της αδελφής του, αναχώρησε με τον παππού του, ο οποίος ήταν χαλκωματάς και μετακόμισαν στο Ερζερούμ -την Θεοδοσιούπολη και στη συνέχεια στον Καύκασο, στο χωριό Χαντίκ της Τσάλκας της Γεωργίας.
Μετά τον θάνατο του παππού του ο μικρός Αθανάσιος έμεινε πλέον με τον αδελφό του και τη νύφη του. Πληγωμένος όμως από τη σκληρή και βάναυση συμπεριφορά του αδελφού του, έφυγε από κοντά τους μια χιονισμένη νύχτα. Έγινε δόκιμος μοναχός στη Γεωργία, στα 9 του χρόνια και στις 20 Ιουλίου 1919 στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής εκάρη μοναχός με το όνομα Συμεών. Λέγεται ότι κατά την ώρα της κουράς του, οι καμπάνες της Μονής ηχούσαν από μόνες τους. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το μοναστήρι λεηλατήθηκε και καταστράφηκε, κυνηγήθηκε εκεί από το κομμουνιστικό καθεστώς, συνελήφθη, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε για την πίστη του σε θάνατο, ως «εχθρός του λαού». Από θαύμα απέφυγε την εκτέλεση, μαζί με άλλους κληρικούς, γιατί οι πρώτες σφαίρες στάθηκαν σε ένα εγκόλπιο με την εικόνα της Παναγίας που φορούσε στο στήθος του, ενώ οι επόμενες, καθώς είχε πέσει κάτω, τον βρήκαν στα πόδια.
Το 1923 από την Τυφλίδα μεταβαίνει στο Σουχούμ. Στο Γενέσιον της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου το 1925 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, στη μονή της αγίας Νένας στην Μτσχέτα, παίρνοντας το όνομα Γεώργιος, όπως του προείπε ο Άγιος Γεώργιος όταν ήταν μικρό παιδί. Από τους κομμουνιστές της Γεωργίας υπέστη φυλακίσεις, ευτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις και βασανισμούς. Και μετά από ολιγόχρονο παραμονή στη Ρωσία διέφυγε το 1930 στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο χωριό Σίψα (σημ. Ταξιάρχες) Δράμας.

Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί. Ήταν ταπεινός και αγαπούσε ιδιαίτερα να μιλά για την αγία ταπείνωση. Ζούσε τελικά σε μια ιερή μοναξιά. Οι πολλοί των ανθρώπων δεν τον κατανοούσαν και μερικοί μάλιστα τον παρεξηγούσαν. Λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν καλά το βάθος της πνευματικότητάς του. Εκοιμήθη στις 4 Νοεμβρίου 1959, σε ηλικία 58 ετών. Τη στιγμή που παρέδιδε το πνεύμα του, εστράφη ως ικέτης στην εικόνα της Παναγίας και είπε: «Της ευσπλαχνίας την Πύλην άνοιξον, ευλογημένη Θεοτόκε».
Διηγήσεις και διδαχές από τον Άγιο Γέροντα Γεώργιο Καρσλίδη
Μετά από πολλά χρόνια διηγείτο ο όσιος σε πνευματικά του τέκνα για τη δύσκολη αυτή περίοδο της ζωής του:
«Βρισκόμουν στο σπίτι μόνος μου, στο σπίτι του αδελφού μου, οι γονείς μου είχαν πεθάνει. Ήρθε εκείνη την ημέρα κάποιος ζητιάνος, πήρα ένα πιάτο, πήγα στο αμπάρι, πήρα λίγο αλεύρι και του το έδωσα. Μετά, την άλλη ημέρα, χρειάσθηκε να πάει να πάρει αλεύρι και άρχισε να με μαλώνει λέγοντάς μου· ξεσήκωσες όλο το αμπάρι και το έδωσες στον ζητιάνο. Τα έβαλε μαζί μου, μια φασαρία, να κακό, και αυτό έγινε αιτία να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι.

Βρέθηκα σε κάποιον Τούρκο και με έκανε τσομπάνο στα ζώα του. Έπαιρνα τα ζώα, τα πήγαινα σε μία ρεματιά και εκεί τα φύλαγα. Μία ημέρα, που φύλαγα τα ζώα, βλέπω τρεις ιερωμένους, οι οποίοι άρχισαν μία ψαλμωδία τόσο ωραία, που εγκατέλειψα τα ζώα και τους ακολού0ησα. Ξαφνικά όμως τους έχασα. Ήταν δε τόσο ωραία η ψαλμωδία, που επειδή έγιναν άφαντοι, έβαλα τα κλάματα.
Με τα κλάματα γύρισα στο σπίτι και όταν με είδε ο Τούρκος έτσι, με ρωτούσε: “Τι έπαθες; τι συμβαίνει;” αλλά εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Μετά από ώρες συνήλθα και του εξήγησα τι έπαθα. Τότε μου είπε “Αν τους δεις, τους γνωρίζεις;”. Δεν ξέρω, αποκρίθηκα. Με πήρε μετά από το χέρι και με πήγαινε από το ένα δωμάτιο στο άλλο και σε κάποιο μέρος σήκωσε μία καταπακτή και κατεβήκαμε μία σκάλα. Τότε ανοίχθηκε ολόκληρη εκκλησία μπροστά μας. Ο Τούρκος ήταν κρυπτοχριστιανός. Αμέσως έτρεξα μπροστά στην εικόνα των Τριών Ιεραρχών να· αυτοί ήταν. Τότε, μου είπε: “Έλα, παιδί μου, εσύ τώρα δεν είσαι για εδώ. Είσαι, για μοναστήρι …”».
Μία ημέρα, που ο όσιος προσευχόταν μόνος του, του παρουσιάσθηκε ένας καβαλλάρης, και τον πήρε μαζί του. Του μίλησε με αγάπη και του ανέφερε πού θα τον πήγαινε και τι θα έκανε εκεί που θα τον άφηνε. Η απόσταση που διήνυσαν ήταν μεγάλη, αλλά τη διέβησαν σε σύντομο χρόνο. Ο νέος αυτός συνοδός του ήταν ο Μεγαλομάρτυς άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, του οποίου το όνομα θα λάμβανε και θα του ήταν προστάτης και φύλακας για όλη την κατοπινή του ζωή.
Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ’ ένα συνεχές θαύμα!
Όταν λειτουργούσε ο Γέροντας [o άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης)], συλλειτουργούσαν μαζί του διάφοροι άγιοι. Μέσα στο ιερό ακουγόντουσαν πολλές φωνές και διάφορες ψαλμωδίες. Όταν έβγαζε τα Άγια, δεν ήταν μόνος του αλλά και πολλοί άλλοι κατά περίπτωση. Αλλά δεν μας επέτρεπε ούτε να ρωτούμε ούτε να λέμε τίποτε για όλα αυτά…
Ο Γέροντας δεν έχει φύγει. Είναι εδώ. Είναι δίπλα μας. Μας βοηθάει. Εγώ τον παρακαλώ σε κάθε περίπτωση της ζωής μου… Εμφανίσθηκε ο Γέροντας στο δωμάτιο που καθόμασταν με άλλες γυναίκες. Μπήκε κεκλεισμένων των θυρών. Μας συμβούλεψε για την πορεία της ζωής μας.
Στα μνημόσυνα του Γέροντα ήμασταν πάλι στο δωμάτιο του ξενώνα και καθόμασταν. Ο καιρός ήταν κακός και σκεφτήκαμε μαζί με μία άλλη γυναίκα να πάμε να δούμε μήπως έσβησε το καντήλι που άναβε στον τάφο του. Από τον τάφο έβγαινε ένα άσπρο, πηχτό φως που ανέβαινε μέχρι ψηλά πάνω στον ουρανό. Το βλέπαμε και οι δύο. Της λέω: «Αυτό είναι το αγιοτικό φως, κάνει καλό». Πήραμε με τα χέρια μας και εγώ έβαλα στο κεφάλι μου και στο πρόσωπο μου, γιατί είχα πονοκεφάλους. Η άλλη γυναίκα είχε το στομάχι της, που την πονούσε. Από τότε οι αρρώστιες μας πέρασαν.
Υπερβολικά ευλαβείτο και τιμούσε την Υπεραγία Θεοτόκο, την Πάναγνο Παναγία. Την επεκαλείτο συνεχώς μετά δακρύων… Ιδιαίτερο σεβασμό και παρρησία είχε ο όσιος στον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη του μοναχικού τάγματος. Όταν κάποτε ο όσιος προσευχόταν μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, που ήταν στο τέμπλο, την είδε «ιδρωμένη», γεμάτη όλη την επιφάνειά της από μεγάλες ρανίδες. Ο όσιος έψαλε το τροπάριο του Προδρόμου και έπειτα εστράφη προς τον βοηθό του και του είπε: «Ο Τίμιος Πρόδρομος βρίσκεται σε αγώνα και βία, πηγαίνει να βοηθήσει κάπου μακριά τους ανθρώπους, που κινδυνεύουν. Τον ξεπροβόδισαν και άλλοι άγιοι …». Την εποχή εκείνη είχε αρχίσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος.

Η πατρική οικία του οσίου Γεωργίου Καρσλίδη στο Χαντίκ της Τσάλκα της νότιας Γεωργίας (proskynitis.blogspot.com)
Μετά από μία Θεία Λειτουργία κατά την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο όσιος με μεγάλη κατάνυξη είπε: «Είχαμε μουσαφιρέους, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Ιωάννη. Αυστηρός μουσαφίρης ο άγιος Πρόδρομος …». Όταν τον θύμιαζε, έτρεμε το χέρι του. Στις αρχές έλεγε: «Σήμερα είχαμε τον τάδε άγιο συλλειτουργούντα», κατόπιν σταμάτησε να λέει. Σε μια λειτουργία όλο το εκκλησίασμα άκουσε έναν δυνατό θόρυβο στο άγιο βήμα, στη συνέχεια είδαν το πρόσωπο του γέροντα αλλοιωμένο και φωτεινό. «Είχαμε ουράνιους επισκέπτες», εξήγησε αργότερα. «Τον άγιο Μηνά, τον άγιο Γεώργιο, τον άγιο Νικόλαο …». Άλλη φορά, είπε ο όσιος στον ψάλτη του: «Είχα τόσους αγίους σήμερα, που δεν είχα μέρος να τους βάλω. Τον άγιο Παντελεήμονα τον βάλαμε σε μία γωνία, γιατί δεν υπήρχε χώρος». Την παραμονή του πολέμου με τους Ιταλούς, έκλαιγε συνεχώς. Του είπαν: «Τι έχεις, Γέροντα, και κλαις;» Απάντησε: «Έμεινα ορφανός». Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος είπε: «Έφυγε η Παναγία με τον άγιο Γεώργιο στο μέτωπο».
Ο Πρεσβύτερος Αθανασιάδης Χρήστος από το Μαυρόβατο Δράμας, το 1959, διηγείται: «Όταν αρρώστησε ο γέροντας εξυπηρετούσα και εδώ το μοναστήρι. Τρεις φορές λειτούργησα με τον Άγιο συλλειτουργό βέβαια. Οι πιστοί ήταν λαοθάλασσα και δεν καταλάβαινες, εάν πρόκειται για εορτή ή όχι. Ο κόσμος έψαχνε θεραπεία και βοήθεια και πάντοτε την έβρισκε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, λέει ο πρεσβύτερος, την πρώτη συλλειτουργία. Εκείνες οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές. Ένιωσα φόβο να πω; Ναι θυμάμαι πως έτρεμα όταν έκανα την Μεγάλη Είσοδο, δεν τον είδα να περπατάει, θαρρείς και τον προωθούσε ένας αέρας. Όταν μπήκαμε στο Ιερό γύρισα να δω πώς μνημονεύει και τότε είδα να κλαίει. Εγώ νόμιζα ότι είχε κάποια ζωντανή επαφή, ότι κάποιος τον έβλεπε και συνομιλούσε. Όταν σήκωνε το βλέμμα του έβλεπε, δεν ξέρω όμως τι έβλεπε. Με εκείνον τον φόβο έλεγα Θεέ μου να τελειώσει το μυστήριο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εν ζωή Άγιος».
Ο Γέροντας ήταν πολύ αυστηρός την ώρα της θείας λειτουργίας και γενικά σε όλα τα μυστήρια. Την ώρα της θείας κοινωνίας δεν μιλούσε, έκανε μόνο νοήματα. Μέσα στην εκκλησία ήθελε απόλυτη ησυχία. Απέφευγε συνήθως να λειτουργεί με ιερείς, τους οποίους δεν γνώριζε καλά. Συνήθιζε να λέει «ο παπάς όταν λειτουργεί δεν πρέπει να βλέπει άνθρωπο, πρέπει να βλέπει τον εαυτό του και την ψυχή του, πόσους αγγέλους έχει γύρω του. Ποτέ ένας παπάς δεν λειτουργεί μόνος του. Έχει ουράνιο επισκέπτη».

Η Ι.Μ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Σίψα Δράμας
Κάποτε, ενώ ο γέροντας μνημόνευε ονόματα στην αγία πρόθεση, μία χριστιανή άκουγε αδύνατες και άσχημες φωνές να επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά τα ονόματα. Ήταν οι δαίμονες, πού θορυβούσαν για να σταματήσει η μνημόνευση. Στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα. Ορισμένα τα σημείωνε, είτε ζωντανών είτε νεκρών, κι ενημέρωνε διακριτικά τούς συγγενείς τους για τα προβλήματά τους ή για τον τρόπο πού πέθαναν, ώστε να τελέσουν μνημόσυνα, λειτουργίες και ελεημοσύνες.
«Όταν πηγαίνετε στην εκκλησία να φροντίσετε να πηγαίνετε όσον μπορείτε πρωί και μόλις μπείτε στην εκκλησία να κλείνετε το στόμα σας και σιγά-σιγά να ανάβετε το κερί σας και να στέκεσθε πάντα στην ίδια θέση. Ούτε να κάθεστε την ώρα της θείας λειτουργίας χωρίς λόγο. Ο νους σας να μην ξεφεύγει εδώ κι εκεί. Από την ώρα που θα μπαίνετε στην εκκλησία μέχρι να τελειώση, να το παίρνετε απόφαση, μια ώρα θα μείνετε, να την διαθέσετε για προσευχή. Όταν τελειώση η θεία λειτουργία να πλησιάσετε με την σειρά και με σεβασμό στην Ωραία Πύλη, να πάρετε αντίδωρο με ενωμένα τα χέρια και στο δεξί χέρι να πάρετε το αντίδωρο. Αφού το φάτε, να μην ρίξετε τα ψίχουλα , που θα τύχη να σας μείνουν στα χέρια σας. Θα τα ρίξετε μέσα στην άμμο, που είναι στα μανουάλια και μετά θα πείτε καλημέρα».
Πρέπει κανονικά ως τις τρεις τη νύχτα να προσευχόμεθα, γιατί ως τις τρεις οι ουρανοί είναι ανοικτοί και η προσευχή μας εισακούεται. Κάποτε κάποιες κυρίες από την Νικήσιανη επισκέφθηκαν το μοναστήρι (Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες, Σίψα Δράμας). Κουρασμένες και πεινασμένες πήγαν εκεί και ανέμεναν τη γνωστή πλούσια φιλοξενία του οσίου. Ο όσιος τις κατάλαβε, τις υποδέχθηκε με καλοσύνη και αγάπη και έστρωσε το τραπέζι για φαγητό. Αγωνιούσαν να δουν ποια θα ήταν η φιλοξενία του, μια που είχαν ακούσει πως όλους τους φιλοξενούσε αβραμιαία. Εκείνος τότε έβαλε μπροστά στην κάθε μία από μισή φέτα ψωμί. Οι γυναίκες περίμεναν και τη συνέχεια. «Λοιπόν, τρώτε», τους είπε ο όσιος Γέρων. Τότε η κάθε μία μέσα της σκέφτηκε: «Ε, Γέροντα με μισή φέτα ψωμί και τόση πεζοπορία που κάναμε, πώς να χορτάσουμε». Δεν τόλμησαν όμως να πούνε τίποτε, για να μην το στενοχωρήσουν. Εκείνος εκεί κοντά περίμενε να δει τι θα κάνουν και τι θα πουν. Συγκλονισμένες διηγήθηκαν: «Φάγαμε και χορτάσαμε· σαν μάννα από τον ουρανό ήταν εκείνο ψωμί, χορταστικό κι ευλογημένο». Κάποιες δεν μπόρεσαν να το φάνε όλο και το πήραν μαζί τους για ευλογία. «Είχε», όπως είπαν, «αυτός ο λεπτοκαμωμένος Γέροντας να χορταίνει και σωματικά και ψυχικά τον κάθε άνθρωπο».

Έλεγε ο Γέροντας: «Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά Χριστιανοί, πρέπει να ακολουθήσουμε τα χνάρια του Χριστού μας. Πρέπει πάντα να συγχωρούμε και όχι να βλαστημούμε αυτούς, που μας έφταιξαν. Ούτε τα πλούτη να σας κάνουν εντύπωση, ούτε οι δόξες, αλλά πάντοτε να βαδίζετε δίκαια. Παιδιά μου, ο κόσμος έχει φύγει από την αθωότητα κι από την καλωσύνη. Κάθε μέρα και προς το κακό φροντίζει να βαδίζη. Όσο περνούν τα χρόνια βαδίζουμε στην καταστροφή και ο Θεός αυτά δεν τα θέλει. Πόση διαφορά υπάρχει (σήμερα) από πριν πενήντα χρόνια».
Όταν αναχωρούσαν οι Βούλγαροι και χαιρόταν ο κόσμος, είπε ο όσιος: «Μη χαίρεσθε, θα έλθει καιρός που θα πείτε Βουλγαρία, Βουλγαρία… Γιατί οι μανάδες γέννησαν λύκους και οι λύκοι θα πιούν αίμα ανθρώπινο. Θα σκοτώσει πατέρας τον γυιό, αδελφός τον αδελφό …». Όπως κι έγινε στον εμφύλιο σπαραγμό… Ο όσιος προφητικά έλεγε: «Την Ελλάδα η Ρωσία θα την υποστηρίξει. Η κόκκινη φυλή θα βοηθήσει την Ελλάδα. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και η κόκκινη φυλή θα φωνάξει τον βασιλιά, για να’ ρθει και να καθίσει στην Πόλη …». Άλλοτε βγαίνοντας από την εκκλησία της μονής και βλέποντας συναγμένο κόσμο, τους είπε: «Εσείς καλά θα πεθάνετε, αλλά αυτά τα μικρά παιδιά τι έχουν να δουν! Οι Τούρκοι θα φθάσουν ως εδώ, αλλά ύστερα θα γυρίσουν πίσω και τότε μέσα στην Κωνσταντινούπολη εφτά μηνών μοσχάρι θα κολυμπάει μέσα στο αίμα …».
Έβλεπε τις ψυχές από μακριά, σαν σε ανοιχτό βιβλίο
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου (†)
Μία γυναίκα από το Περιθώρι της Δράμας γνώρισε τον όσιο Γεώργιο το έτος 1947. Επιθυμούσε να τον γνωρίσει από καιρό, γιατί πολλά θαυμαστά είχε ακούσει περί αυτού. Μετά από μία Θεία Λειτουργία τον επισκέφθηκε στο κελλάκι του. Της είπε ο όσιος απλά: «Αδελφή Κυριακή, απόλαυσες αυτό που ποθούσες. Των αγίων Θεοδώρων θα έλθει και ο σύζυγός σου». Πράγματι την ημέρα εκείνη πήγε και ο σύζυγός της, κατά την ακριβή πρόγνωση του οσίου.
Η ίδια γυναίκα διηγήθηκε πάλι ότι ο όσιος Γέροντας πήγαινε επισκέψεις σε ορισμένα σπίτια. Το ότι δεν πήγαινε στο δικό της, το θεωρούσε πως, επειδή ήταν πολύ αμαρτωλή, γι’ αυτό και δεν πήγαινε. Ο όσιος με την πνευματική του όραση το αισθάνθηκε καλά. Μία ημέρα, εορτή του αγίου ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, που εόρταζε και ο σύζυγός της, επισκέφθηκε το σπίτι της και χάρηκε πολύ. Αφού τους νουθέτησε, ωφελήθηκαν και χάρηκαν όλοι, φεύγοντας τους είπε: «Αυτοί που θα έλθουν, να τους ταΐσετε, γιατί είναι νηστικοί». Έβλεπε τις ψυχές από μακριά, σαν σε ανοιχτό βιβλίο.

Το κελλάκι του Οσίου Γεωργίου Καρσλίδη
Ένας κύριος από την Περιχώρα Δράμας επισκέφθηκε τον όσιο Γεώργιο το έτος 1959, μαζί μ’ ένα συγχωριανό και φίλο του, που ερχόταν για πρώτη φορά στον όσιο. Έλεγε πως δεν πίστευε στην αγιότητα του σημειοφόρου Γέροντος, όπως και πολλοί άλλοι, γιατί σίγουρα είναι μάγος, έλεγαν, και «ρίχνει χαρτιά». Όταν πήγαν στο μοναστήρι, ο όσιος τον είδε από μακριά και τον φώναξε. Όταν εκείνος τον πλησίασε, ο όσιος τον έπιασε από το αυτί και του είπε κάπως αυστηρά: «Εγώ ούτε μάγος είμαι, ούτε χαρτιά ρίχνω». Αυτός τότε σάστισε κι έσκυψε το κεφάλι του ζητώντας συγχώρεση. Ο όσιος του αποκάλυψε ακόμη ότι η πεθερά του θα πεθάνει πολύ σύντομα από μία σοβαρή ασθένεια. Πράγματι, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, αποβίωσε από καρκίνο, ενώ, όταν το είπε ο όσιος, ήταν πολύ καλά. Ο γαμπρός της προσπάθησε να την πάει στον όσιο Γέροντα, αλλ’ εκείνη δεν το ήθελε, όπως το είχε πει και αυτό ο όσιος.
Κάποιος χωρικός από τη Σίψα ετοιμαζόταν να ρίξει λίπασμα στο χωράφι του ένα πρωινό. Τον κάλεσαν όμως εκτάκτως ως μάρτυρα σ’ ένα δικαστήριο. Ανάθεσε έτσι σε κάποιον έμπιστο συγχωριανό του να τον εξυπηρετήσει. Εκείνος όμως έριξε το λίπασμα στο δικό του χωράφι, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Όταν μετά από λίγο καιρό πήγε στο μοναστήρι να κοινωνήσει, ο όσιος Γέρων δεν τον μετάλαβε και του είπε πως έπρεπε να μετανοήσει για την αμαρτία του και να εξομολογηθεί. Επειδή εκείνος τότε προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε για ποια αμαρτία του μιλούσε, ο όσιος τον διαβεβαίωσε ότι το δικό του χωράφι δεν θα έδινε καθόλου καρπό εκείνη τη χρονιά, ακόμη και αν είχε το λίπασμα, ενώ του χωρικού, που τον είχε αδικήσει, θα είχε πολύ καρπό… Έτσι και πράγματι έγινε.
Η δύναμη της προσευχής του οσίου Γεωργίου Καρσλίδη
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου (†)
Όταν πήγαν οι Βούλγαροι στο χωριό, μάζεψαν όσους δεν πρόλαβαν να κρυφτούν. Έστησαν και τα πολυβόλα, έτοιμα για να τους σκότωναν. Τότε πήγε ένας Βούλγαρος αξιωματικός και διέταξε να τους ελευθερώσουν και να πάνε στα σπίτια τους. Κακό δεν μπόρεσαν να κάνουν. Δύο φορές έστησαν τα γυναικόπαιδα, γιατί οι άνδρες ήταν κρυμμένοι, για να τους σκοτώσουν. Η δύναμη της προσευχής του οσίου Γεωργίου δεν άφησε κανένα να πάθει κακό.
Από το 1947 και επί τρία έτη το χωριό της Σίψας άδειασε, λόγω των διώξεων των ανταρτών. Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν μεταβεί στη Δράμα. Τα γυναικόπαιδα είχαν φύγει όλα και μόνο μερικοί άνδρες φύλαγαν τα ζώα και το χωριό για να μη το κάψουν. Όλα τα γύρω χωριά τα είχαν κάψει. Το χωριό το κτύπησαν, αλλά κανείς δεν έπαθε τίποτε. Ο όσιος Γεώργιος είχε πει: «Θα ‘ρθει η Βουλγαρία και μύτη δεν θα ματώσει στο χωριό. Θα γίνει ο εμφύλιος και δύο άτομα θα σκοτωθούν». Έτσι ακριβώς έγινε. Τότε που σκοτώθηκαν αυτοί οι δύο έξω από το χωριό, ο όσιος ήταν στη Δράμα.

Ένας πατέρας με τον γιο του, την περίοδο του εμφυλίου, πήγαιναν με το κάρο να κόψουν ξύλα. Στον δρόμο έπεσαν σε ναρκοπέδιο. Με την ευχή του οσίου Γέροντος δεν έπαθαν τίποτε.
Και τον ίδιο τον όσιο τον έπιασαν και τον πήγαν προς το εκκλησάκι της Παναγίας της Φανερωμένης για να τον σκοτώσουν. Ο όσιος τους παρακάλεσε: «Αφήστε με να προσευχηθώ λίγα λεπτά και ύστερα να με εκτελέσετε». Έκανε μεγαλόφωνα την προσευχή του και όταν τελείωσε, τους είπε άφοβα: «Τώρα είμαι έτοιμος!»
– «Λοιπόν, τώρα είσαι ελεύθερος. Μη φοβάσαι τίποτε. Θα σε πάμε στο κελλί σου». Τον πήγαν πίσω. Τι είδαν και τον σεβάσθηκαν τόσο, κανείς δεν γνωρίζει. Ο Θεός προστάτευε συνεχώς τον πιστό δούλο του.
Μια κυρία από τη Σίψα αναφέρει με πολλή συγκίνηση: «Κι εμάς, που το σπίτι μας είναι επάνω στον δρόμο, δεν είναι θαυμαστό πώς δεν πάθαμε κανένα κακό; Περνούσαν Βούλγαροι, αντάρτες, ούτε ποτέ σταμάτησαν στην πόρτα μας. Ποιες προσευχές άραγε μας προστάτευαν, αν όχι η ευχή του Γέροντα; Αυτή κρατούσε και στήριζε το χωριό. Μόνο έλεγε στους άνδρες: “Εσείς φύγετε, φύγετε, πάτε στο βουνό, κρυφτείτε. Εμείς με τις γυναίκες και τα παιδιά θα βολευτούμε εδώ”, μας έλεγε, όταν ήξερε ότι θα ‘ρθουν οι Βούλγαροι. “Μη φοβάστε, δεν θα πάθουμε τίποτε, θα περάσει”, έλεγε με πειστικότητα. Προσευχόταν εκείνος και κρατούσε το χωριό… Στο εκκλησάκι του καθίσματα δεν είχε. Από μικρά έτσι μας μάθαινε. Να είμαστε όρθιοι. Μέσα στην εκκλησία είχε πολύ ησυχία. Δεν ακουγόταν τίποτε …».

Απολυτίκιο (Ήχος πλ. α’ – Τον συνάναρχον Λόγον)
Αναλήψεως μάνδρας σεπτόν δομήτορα, χαροποιού πένθους μύστην, καρδιακής προσευχής, ταπεινώσεως και νήψεως το έσοπτρον, ύμνοις, Γεώργιον, πιστοί, ώσπερ ομολογητών, τιμήσωμεν νέον εύχος, βοώντες, φρούρει θεόθεν, σημειοφόρε, τους ικέτας σου.
Πηγές:
– Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας», εκδ. Ι.Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμας, 2016, σε: simeiakairwn.wordpress.com
– Φίλοι Οσίου Γεωργίου Καρσλίδη και ομολογητού του εν Δράμα ασκήσαντος (fb)
– Αρχιμ. Κοσμάς Λαμπρινός (Μητρόπολη Δράμας), «Λέξη βλάσφημη δεν βγήκε από το στόμα του», σε: ikivotos.gr
– koinoniaorthodoxias.org
