Ο πληθυσμός της Καισάρειας στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελείτο κατά το ένα τρίτο από μη μουσουλμάνους. Σήμερα, εκτός από τους εξισλαμισμένους Αρμενίους, στην πόλη κατοικεί μόνο ένα άτομο που αυτοπροσδιορίζεται και «ομολογεί» ότι είναι Αρμένιος. Ωστόσο, ακόμα κι αν ο ελληνικός και ο αρμενικός πληθυσμός της πόλης έχουν εξολοθρευθεί, υπάρχουν τα ιστορικά τους κτίσματα που αντιστέκονται και δεν λένε να πεθάνουν.. Παρά τη συστηματική αρχαιοκαπηλία και την τυμβωρυχία, παρά τη λεηλασία και τις φυσικές καταστροφές, τα μνημεία αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν, αντιστέκονται.
Την 2η Κυριακή του Ιανουαρίου εκάστου έτους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με απόφασή της, της 4ης Σεπτεμβρίου 1998, καθόρισε την μνήμη και τιμή ολόκληρης της οικογενείας του Μεγάλου Βασιλείου, που είχε δέκα τέκνα και ανέδειξε οκτώ (8) αγίους της Ορθοδόξου πίστεώς μας, τον Μέγα Βασίλειο, τους γονείς τους Αγίους Βασίλειο και Εμμέλεια, τον Άγιο Γρηγόριο Επίσκοπο Νύσσης, την Οσία Μακρίνα, τον Άγιο Πέτρο Επίσκοπο Σεβαστείας, την Αγία Θεοσεβία καί τον Άγιο Ναυκράτιο.
Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας γεννήθηκε το 329 ή 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας σε οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων ως δεύτερο τέκνο, το οποίο ακολούθησαν άλλα επτά, από τα οποία δύο έγιναν επίσκοποι, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβαστείας. Ο πατέρας του, Βασίλειος και αυτός, ήταν αξιόλογος ρητοροδιδάσκαλος στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και η μητέρα του, Εμμέλεια, προερχόταν από σπουδαία οικογένεια Καισαρέων, που διέπρεπε στα γράμματα και στα πολιτικοστρατιωτικά αξιώματα. Αμέσως μετά την γέννησή του ο Βασίλειος μεταφέρθηκε στα Άννησα του Πόντου, όπου μεγάλωσε με την επίβλεψη της μητέρας του και της γιαγιάς του Μακρίνας, η οποία τον μύησε στην ευσέβεια και την Παράδοση της Εκκλησίας. Τα πρώτα γράμματα έμαθε (335/7) από τον πατέρα του στην Νεοκαισάρεια. Το 341/3 ήρθε στην Καισάρεια για την εγκύκλια μόρφωση, όπου γνώρισε τον Γρηγόριο Θεολόγο, και περί το 346/7 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για συμπλήρωση των σπουδών του. Ίσως μάλιστα έμεινε λίγο και στην Νικομήδεια, για ν’ ακούσει τον περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο.
Ο Μέγας Βασίλειος έζησε στην Καππαδοκία και αφιέρωσε την ζωή του στην βοήθεια προς τον συνάνθρωπο. Θεωρείται στην παγκόσμια ιστορία ως ο εμπνευστής και δημιουργός της οργανωμένης φιλανθρωπίας. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Η 1η Ιανουαρίου 379 μ.Χ., ημέρα της κηδείας του, διατηρούμενη στην παράδοση, θεωρήθηκε απ’ όλους τους χριστιανικούς λαούς ότι φέρνει ευλογία και καλή τύχη στη νέα χρονιά.
Άγιοι Σωσθένης, Απολλώς, Κηφάς, Τυχικός, Επαφρόδιτος και Καίσαρ εκ των εβδομήκοντα (Μηνολόγιον Βασιλείου ΙΙ) (sw.m.wikipedia.org)
Eις τον Σωσθένην: «O Σωσθένης φέρων σε Xριστέ μου σθένος, Έσωσε πολλούς ενδύσας αυτούς σθένος». Eις τον Aπολλώ: «Έχων Aπολλώς συν χάριτι και λόγον, έπεισε πολλούς τον Θεόν σέβειν Λόγον». Eις τον Kηφάν: «Έσπευδε Kηφάς εκμιμείσθαι τον Πέτρον, ως αν φανή την κλήσιν έργοις εισφέρων». Eις τον Tυχικόν: «Mη τον τυχόντα Tυχικόν τούτον νόει. Oύτος γαρ εις πέφυκε των Aποστόλων». Eις τον Eπαφρόδιτον: «Eπαφρόδιτος δεξιών έργων φύλαξ, εκ δεξιών σε του Πατρός βλέπει Λόγε». Eις τον Kαίσαρα: «Όντως εβασίλευσε Kαίσαρ εμφρόνως, Xριστώ Bασιλεί τας ψυχάς συνεισφέρων».
Ο Άγιος Τυχικός
Ο Απόστολος Σωσθένης αναδείχτηκε επίσκοπος της πόλεως Κολοφώνος στην Ιωνία, και διακρίθηκε για την διδακτικότητα και την αυταπάρνηση του. Υπήρξε συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου και χαρακτηριστικό της αγάπης του Παύλου που έτρεφε προς τον Σωσθένη είναι, ότι στην Α’ προς Κορινθίους επιστολήν του, ονομάζει αυτόν συστρατιώτη του. Σύμφωνα δε με τον θείο Χρυσόστομο, ο Απόστολος Σωσθένης και ο Κρίσπος είναι το ίδιο πρόσωσπο: «Oίμαι δε τούτον (τον Kρίσπον δηλαδή) και Σωσθένη λέγεσθαι. Oς τοσούτον ανήρ πιστός ην, ώστε και τύπτεσθαι, και παρείναι αεί τω Παύλω» (Oμιλ. λθ’ εις τας Πράξεις).
Ο Απολλώς ήταν λόγιος άνδρας της Αλεξάνδρειας και προικισμένος με πολλή δύναμη λόγου και γνώση των Γραφών. Στην αρχή γνώριζε μόνο το βάπτισμα του Ιωάννη, κατόπιν όμως πληροφορήθηκε ακριβέστερα σχετικά με την ανθρώπινη σωτηρία δια του Ιησού Χριστού, από τον Ακύλα και τη σύζυγο του Πρίσκιλλα. Ο Απολλώς κήρυξε θαρραλέα μέσα στη συναγωγή της Εφέσου και ύστερα πήγε στην Κόρινθο και την υπόλοιπη Αχαΐα. Τέλος διετέλεσε επίσκοπος Καισαρείας.
Τον Τυχικό αποκαλεί ο Απόστολος Παύλος αγαπητό αδελφό και διάκονο εν Κυρίω και η γνωριμία τους πρέπει να έγινε στο τέλος της τρίτης αποστολικής περιοδείας του Αποστόλου Παύλου. Εκήρυξε το Ευαγγέλιο στους χριστιανούς της Εφέσου αλλά (και κατά μια παράδοση) και στην Κύπρο όπου και υπήρξε ο πρώτος Επίσκοπος Νεαπόλεως – Λεμεσού. Όταν διεκπεραίωσε την αποστολή του, επέστρεψε και πάλι κοντά στον Απόστολο Παύλο.
Μετά δε τον μαρτυρικό θάνατο του θείου αυτού αποστόλου, κατά μία παράδοση, ο Τυχικός χρημάτισε επίσκοπος της Χαλκηδόνος, μιας πόλεως της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Τέλος, στο χωριό της Πάφου, Μέσανα του διαμερίσματος Κελοκεδάρων, βρίσκεται ένας μισογκρεμισμένος Ναός αφιερωμένος στον Άγιο Τυχικό και μάλιστα υπάρχουν εκεί και δύο εικόνες του αγίου, μια πολύ παλαιά και μια κάπως νεώτερη με ημερομηνία αγιογραφήσεως το 1830 μ.Χ.
Ο Επαφρόδιτος ονομάζεται από τον Απόστολο Παύλο αδελφός και συνεργός και συστρατιώτης του και επετέλεσε τα αποστολικά του καθήκοντα στους Φιλιππησίους. Αυτός μετά τον Σωσθένη, ανέλαβε την επισκοπή Κολοφώνος.
Ο Καίσαρας, αναφέρεται με την οικογένειά του στην προς Φιλιππησίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου και φέρεται ότι χρημάτισε επίσκοπος Κορώνης στην Πελοπόννησο.
Τέλος, για τον Κηφά, δεν διασώζονται βιογραφικά του στοιχεία.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]