Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται
-δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά – φτερά στα χέρια μου
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξη του παίζει και δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ‘χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο …
Λένα Παππά, Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου
Εξώφυλλο από το βιβλίο
«Το Χρονικό των Τριών Ημερών»
της Κωστούλας Μητροπούλου
(εκδ. Κέδρος)
Θυμάμαι σαν να είναι τώρα την πρώτη φορά που άκουσα το ποίημα αυτό να το απαγγέλλει σε σχολική γιορτή της Α’ λυκείου στον Πειραιά, τέλη της δεκαετίας του ’80, ο αγαπημένος φίλος και συμμαθητής Γιώργης Μαγγίνης με εκείνη την θαυμαστή επιβλητική φωνή του και τον εαυτό μου να μένει μαγεμένος από εκείνα τα λόγια. Η μεγάλη, η αληθινή ποίηση έχει την ίδια αντίδραση πάνω μας με τον έρωτα. Καθηλώνει και απορροφά καθολικά τον άνθρωπο με το πρώτο άκουσμα των στίχων της και τον αιχμαλωτίζει έτσι που να μην ησυχάζει παρά μόνον όταν ασχολείται διαρκώς μαζί της.
Συνέχεια →