«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν …» Νίκος Καββαδίας, «Fata Morgana», 1977
Ο Νίκος Καββαδίας σε παιδική ηλικία
Ο ποιητής και πεζογράφος Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στην επαρχιακή πόλη Νίκολσκι Ουσουρίσκι, του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, από γονείς Κεφαλλονίτες. Σε ηλικία τεσσάρων ετών και μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, η οικογένειά επέστρεψε στο Αργοστόλι.
Για τους φίλους του ιστολογίου, μία συλλογή ποιημάτων με θέμα τη γέννηση του Θεανθρώπου. Κάθε ποιητής και ποιήτρια, με τη δική του ή δική της ευαισθησία, εκφράζεται γι’ αυτό το ανεπανάληπτο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας. Η συλλογή είναι ενδεικτική καθώς η Γέννηση του Χριστού ενέπνευσε και εμπνέει τους καλλιτέχνες κάθε εποχής. Τα Ποιήματα που ανθολογούνται είναι, κατά σειρά, τα ακόλουθα:
Η «Θεσσαλονίκη» ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου, σε στίχους Νίκου Καββαδία, δεν σταμάτησε ποτέ να μας ταξιδεύει…
Θεσσαλονίκη
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά
Ρουσσέτος Παναγιωτάκης, «Το ολοκαύτωμα της Βιάννου»
Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 1943 όταν οι Γερμανοί κατακτητές έδειξαν για μια ακόμη φορά το απάνθρωπο πρόσωπό τους. Η μέρα που έλαβε χώρα ένα από το πιο ειδεχθή εγκλήματα των ναζί εναντίον αμάχων: το Ολοκαύτωμα της Βιάννου και των γύρω χωριών της επαρχίας Ιεράπετρας Κρήτης ως αντίποινα για τη δράση ανταρτών στην περιοχή. Ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στα χωριά Βιάννο, Αμιρά, Βαχό, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά, Άγιο Βασίλειο, Πεύκο, Κάτω Σύμη, Γδόχια, Μύρτο, Μουρνιές, Ρίζα, Μάλλες και επί τρεις ημέρες εκτελούσε αδιάκριτα, λεηλατούσε, έκαιγε σπίτια και περιουσίες… Έναν μήνα μετά οι γερμανοί επανήλθαν ισοπεδώνοντας ολόκληρα τα χωριά. 401 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Πάνω από 1.000 οικίες καταστράφηκαν. Κανένα έλεος. Μόνο φωτιά, καπνός και αίμα. Στην ιερή μνήμη της μαρτυρικής θυσίας της Βιάννου επιχειρούμε ένα αφιέρωμα το οποίο πλαισιώνει ξεχωριστά το ποίημα «Νογά ο θεός τον Αμιρά και για τη Βιάννο κλαίει»της Ζωής Δικταίου, με καταγωγή από το όμορφο Λασίθι, και οι πίνακες του επίσης κρητικού ζωγράφου Ρουσσέτου Παναγιωτάκη.
«Συλλογίζομαι την Αίγινα, το σπίτι στον ήλιο, την μπλάβα θάλασσα και λέω τι τέρας πρέπει να είναι ο άνθρωπος, τι άπληστο θηρίο η ψυχή, για ν’ αφήσει τέτοια ανεκτίμητα αγαθά και να περιπλανιέται μακριά, μέσα στη βροχή και την ομίχλη»
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου…
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου…
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου…
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου…
«Σήμερα κρέμασα πάνω από το γραφείο μου τη μοναδική φωτογραφία ενός ελληνικού τοπίου που βρέθηκε, ολωσδιόλου τυχαία, μέσα σε κάτι χαρτιά. Τη φωτογραφία της μεγάλης άγκυρας του Πόρου. Την είχα κάνει ένα πρωί της άνοιξης του ‘40. Καθώς την κοιτάζω τώρα αισθάνομαι την ψυχή μου πλημμυρισμένη. Αλλά δεν είναι αυτά που μου χρειάζουνται: πελεκώντας τον εαυτό μας, έτσι γράφουμε»
«Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει Εγώ αποβλέπω· σ’ έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ’ τη γραμμή του ορίζοντα Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς Που από ψηλά κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα
Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα Σκαλώνει μες στα σύννεφα Πατάει τα φύκια τ’ ουρανού. Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας Άγγελοι! Σία τα κουπιά Ν’ αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!
Ανάμεσα στα «υλικά» που καθόρισαν την Ποίηση και την εν γένει γραφή του Οδυσσέα Ελύτη, ξεχωριστή θέση κατέχουν αναμφίβολα τα χρώματα, αυτά τα αθώα και πρωτογενή πλάσματα που έντυσαν μοναδικά τους στίχους και τα τοπία του κορυφαίου Ποιητή μας. Κυρίαρχο, μεταξύ των υπολοίπων χρωμάτων, στάθηκε στην Ποίηση του Ελύτη το λευκό, που ενσάρκωσε την κομβική στο έργο του ιδέα της «καθαρότητας», αυτή την πεμπτουσία της ζωής και της ύπαρξης προς την οποία έτεινε πάντοτε ολάκερη η ποιητική του παρακαταθήκη. Ακολούθως παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα από το έργο του, όπου «αποτυπώθηκε» χαρακτηριστικά το λευκό.