Έφυγε από τη ζωή η αγαπημένη ποιήτρια Λένα Παππά

Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται
-δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά – φτερά στα χέρια μου
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.

Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξη του παίζει και δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ‘χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο …

Λένα Παππά, Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου

Εξώφυλλο από το βιβλίο
«Το Χρονικό των Τριών Ημερών»
της Κωστούλας Μητροπούλου
(εκδ. Κέδρος)

Θυμάμαι σαν να είναι τώρα την πρώτη φορά που άκουσα το ποίημα αυτό να το απαγγέλλει σε σχολική γιορτή της Α’ λυκείου στον Πειραιά, τέλη της δεκαετίας του ’80, ο αγαπημένος φίλος και συμμαθητής Γιώργης Μαγγίνης με εκείνη την θαυμαστή επιβλητική φωνή του και τον εαυτό μου να μένει μαγεμένος από εκείνα τα λόγια. Η μεγάλη, η αληθινή ποίηση έχει την ίδια αντίδραση πάνω μας με τον έρωτα. Καθηλώνει και απορροφά καθολικά τον άνθρωπο με το πρώτο άκουσμα των στίχων της και τον αιχμαλωτίζει έτσι που να μην ησυχάζει παρά μόνον όταν ασχολείται διαρκώς μαζί της.

Έφαγα επί μήνες τον κόσμο να βρω τον ποιητή εκείνων των στίχων που είχαν δώσει άλλη διάσταση σε εκείνη τη σχολική γιορτή. Τότε ακόμα δεν υπήρχε διαδίκτυο ούτε υπολογιστές για να μπορείς να γκουγκλάρεις τα πάντα… Πολύ καιρό μετά ανακάλυψα την ποιήτρια Λένα Παππά βρίσκοντας το ποίημά της αυτό δημοσιευμένο στο βιβλίο του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει… Η 17η Νοέμβρη μέσα από τη λογοτεχνία» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Σήμερα η υπέροχη Λένα Παππά πέρασε στην αθανασία. Σε ηλικία 93 ετών έφυγε από τη ζωή έχοντας εκδώσει πάνω από 20 ποιητικές συλλογές αλλά και συλλογές διηγημάτων, ενώ ποιήματά της μελοποιήθηκαν από τους Μίμη Πλέσσα («Πες μου» 1978), τους Αδελφούς Κατσιμίχα («Της αγάπης μαχαιριά» 1994), Γιάννη Νικολάου («Το κακό παιδί» 1998, «Πεντόβολα» 2000 σε συνεργασία με το Τοσίτσειο Αρσάκειο Δημοτικό Εκάλης), Γιώργο Αλτή και έχουν ερμηνευθεί από τους Γιώργο Νταλάρα, Νίκο Νομικό, Βασιλική Λαβίνα, Παντελή Θαλασσινό, Γιάννη Νικολάου, Μίλτο Πασχαλίδη, Καλλιόπη Βέτα.

Η Λένα Παππά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932 και σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας Τέχνης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και μετεκπαιδεύτηκε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε στη Σορβόννη μαθήματα Ιστορίας της Μοντέρνας Τέχνης, παίρνοντας το Diplôme d’ Études Approfondies (Πλήρες Δίπλωμα Σπουδών). Εργάστηκε αρχικά ως υπάλληλος διοικητικού στη Γραμματεία του Α.Σ.Δ.Υ. και στη συνέχεια διορίστηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, όπου υπηρέτησε ως Έφορος (Διευθύντρια) Βιβλιοθήκης και βοηθός του Καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης Παντελή Πρεβελάκη. Από το 1980 μέχρι το 1990 άσκησε τα καθήκοντα της Προϊσταμένης Γραμματείας της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών (Γενικού Γραμματέως). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ιδρυτικό μέλος της Δελφικής Ακαδημίας.

Η κηδεία της θα γίνει την Τρίτη 22/7/2025, στις 10 το πρωί, από το Α’ Νεκροταφείο.

Αιωνία η μνήμη της. Καλή ανάπαυση με ένα μεγάλο «ευχαριστώ»…

Αποκλειστική συνέντευξη στον Σπύρο Αραβανή

Aποτελεί μια από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις της σύγχρονης ποιητικής μας παραγωγής. Πολυγραφότατη και πολυτραγουδισμένη και ταυτόχρονα ακριβοθώρητη και εκτός ποιητικο-κριτικών κυκλωμάτων, η κα Λένα Παππά, μιλά αποκλειστικά στο ΠΟΙΕΙΝ, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της, με την πείρα των ογδόντα χρόνων της και με την άχρονη αθωότητα ενός ανθρώπου που οι λέξεις σπάνε το φράγμα της σιωπής μονάχα από ανάγκη έκφρασης.

Σ.Α.: «Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ -αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα» (Τάσος Λειβαδίτης). Ποιες είναι οι δικές σας αναμνήσεις από τον «πρώτο σας στίχο»;

Λ.Π.: Στο Γυμνάσιο ήμουν η πρώτη μαθήτρια. Έγραφα πολύ καλές εκθέσεις αλλά το πράγμα σταματούσε εκεί. Το πρώτο μου ποίημα προέκυψε από μία σχολική εργασία. Η καθηγήτριά μας των Νέων Ελληνικών μας πρότεινε ένα διήγημα του Βιζυηνού -αν θυμάμαι καλά «ο γυρισμός του ξενητεμένου» να το διασκευάσουμε άλλη σε ζωγραφικό πίνακα, άλλη σε ποίημα κι άλλη σε θεατρικό έργο. Εγώ το έκανα ποίημα με ομοιοκαταληξίες, διαβάστηκε στην τάξη, άρεσε πολύ και πήρα θάρρος. Μετά έγραψα τις 4 εποχές, τις έδειξα στην καθηγήτρια που τις επαίνεσε… και αυτό ήταν. Συνέχισα ακάθεκτη να γράφω. Στην επόμενη τάξη ευτύχησα να έχω μια φωτισμένη φιλόλογο, που με ενεθάρρυνε πολύ και μάλιστα μια μέρα με πήρε και με πήγε στον Μυριβήλη, που ήταν συμπατριώτης και φίλος της, γιατί σκέφτηκε πως μια έγκυρη γνώμη ενός πραγματικού λογοτέχνη θα ήταν ό,τι καλύτερο για μένα. Ο Μυριβήλης διάβασε όλα μου τα ποιήματα με μεγάλη προσοχή και μου είπε: «Να συνεχίσεις να γράφεις να διαβάζεις πολύ, να γράφεις και να σκίζεις, να γράφεις και να σκίζεις». Και γυρνώντας προς τη μεριά της, τόνισε: «Νομίζω πως έχει ταλέντο αλλά αν δεν το καλλιεργήσει δεν θα καταφέρει τίποτε. Είναι όπως το χωράφι που έχει γόνιμο χώμα, αλλά αν δεν το οργώσεις, τίποτε δεν θα φυτρώσει εκεί». Βέβαια και να μου έλεγε να τα παρατήσω, δεν θα τον άκουγα, γιατί εκείνο που μ’ έσπρωχνε να γράφω ήταν έξω από τις δυνάμεις και τον έλεγχό μου, μια ζωτική ανάγκη, κάτι σαν την αναπνοή. Αλλά βέβαια αυτή η ενθάρρυνση στάθηκε αποφασιστική για μένα. Μετά ακολούθησαν κι άλλες προτροπές κι άλλοι θαυμασμοί. Αλλά το μεγάλο χρέος μου είναι στον πνευματικό Φίλο και Δάσκαλό μου, Παντελή Πρεβελάκη, που κοντά του στην ΑΣΚΤ μαθήτευσα τόσα χρόνια ως βοηθός και μαθήτριά του. Ο Πρεβελάκης με εγκαρδίωσε, με κατήυθυνε και με στήριξε σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία και μ’ έμαθε την αληθινή αξιοπρέπεια του Δημιουργού: να στηρίζομαι μόνο στην όποια αξία του έργου μου, να μη μιμούμαι κανέναν και να χειρίζομαι σωστά τη γλώσσα. Το πρώτο εκείνο ποίημα δεν το έχω πια. Από τους «πρώτους» όμως στίχους μου θυμάμαι ένα ποίημα με τον τίτλο «Άδειες ζωές» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο ραδιοφωνικό περιοδικό της εποχής «Εδώ Αθήναι» (1947) που τελείωνε έτσι:

«Σ’ όλες τις χώρες πόσο άδεια ζουν
μορφές ανθρώπων ζωντανών που έχουν πεθάνει
που αφήνουν μέρες, βράδυα και μαδούν
απ’ της ζωής το γοργομάραντο στεφάνι»
.

Σ.Α.: Περάσατε τη παιδική και νεανική σας ηλικία σε δύσκολες εποχές (δεκαετία ’40-50). Ποια ήταν η «θέση» της λογοτεχνίας στη ζωή σας εκείνα τα χρόνια;

Λ.Π.: Από μικρή μου άρεσε πολύ το διάβασμα. Μετά τα παραμύθια, που τα λάτρεψα και τα λατρεύω ακόμη, ήρθε και η σειρά της λογοτεχνίας. Τότε υπήρχε η «Διάπλαση των Παίδων», αυτό το εξαίρετο περιοδικό με διευθυντή τον Γρηγόρη Ξενόπουλο, τον αλησμόνητο Φαίδωνα, με μεταφράσεις ποιημάτων και μυθιστορημάτων, δοκιμίων και διηγημάτων, με τη σελίδα συνεργασίας των συνδρομητών (ένας θησαυρός). Συνέχισα λοιπόν να διαβάζω και να γράφω παράλληλα με τις γυμνασιακές μου σπουδές όχι μόνον ό,τι βιβλία έπεφταν στα χέρια μου, αλλά και βιβλία που έπαιρνα από δανειστικές βιβλιοθήκες. Βενέζης, Μυριβήλης, Πορφύρας, Σολωμός, Παλαμάς, Παπαδιαμάντης, Μαλακάσης, Κάλβος και άλλοι, που δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό, ήταν η αγαπημένη μου συντροφιά -καθώς και οι μεταφρασμένοι ξένοι Κνούτ Χάμσουν, Βαλερύ κι ένα σωρό άλλοι.

Σ.Α.: Σπουδάσατε Ιστορία και Αρχαιολογία, Γαλλική Φιλολογία και Ιστορία της Τέχνης μεταξύ των άλλων. Πιστεύετε ότι ήταν «ενισχυτικές» σπουδές για την ποιητική σας τέχνη ή η ποίηση για εσάς ήταν κάτι που θα ανέβλυζε ούτως ή άλλως;

Λ.Π.: Φυσικά και ήταν ενισχυτικές οι σπουδές μου για την ποιητική τέχνη γιατί το ταλέντο να γράφεις ποίηση μπορεί να είναι ένα χάρισμα, ένα δώρο Θεού, αλλά χωρίς παιδεία και παράλληλη καλλιέργεια δεν μπορεί να αποδώσει. Είναι ακριβώς αυτό που είχε πει ο Μυριβήλης παρομοιάζοντάς το με χωράφι με γόνιμο χώμα που μένει αγεώργητο.

Σ.Α.: Πώς θα ορίζατε εσείς την «Τέχνη»; Τι ρόλο έχει στη ζωή ενός ανθρώπου;

Λ.Π.: Τέχνη: από το τίκτω: δημιουργώ: η ενέργεια του ανθρώπου να αποκρυσταλλώνει τα συναισθήματά του σε καλλιτεχνικές μορφές. Σκοπός της είναι να γεννήσει αισθητική συγκίνηση, να ανυψώσει τον άνθρωπο και να τον απομακρύνει από την πεζότητα του βίου. Είναι μια σύνθετη πνευματική λειτουργία: μας μεταμορφώνει εσωτερικά, μας χαρίζει μια μυστική αγαλλίαση, φωτίζει την ηθική μας συνείδηση, καλλιεργεί την ευαισθησία μας, μας χαρίζει στιγμές αιωνιότητας, μας ευεργετεί. Είναι μια κάθαρση, θα μπορούσα να πω. Στην αρχή ήταν ωφελιμιστική (βλ. Σπήλαια της Αλταμίρα και του Τασσιλί όπου σχεδίαζαν τα θηράματα για να τα συλλάβουν σύμφωνα με τη μαγική αντίληψη που είχαν τότε). Αργότερα έγινε αυτοσκοπός. Και είναι ο καθρέφτης κάθε εποχής. Αλλά βέβαια δεν επηρεάζει με τον ίδιο τρόπο όλους τους ανθρώπους γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια ψυχοσύνθεση ούτε την ίδια ευαισθησία.

Σ.Α.: Τι ρόλο είχε για εσάς;

Λ.Π.: Για μένα ήταν και είναι ένα μαγικό γυαλί που μου φανερώνει ανείδωτους κόσμους, με πλουτίζει, με ανανεώνει, με γεμίζει άρρητες συγκινήσεις και με παρηγορεί για τις βαναυσότητες της ζωής. Έπαιξε τον πρώτο ρόλο στις επιλογές, τα κριτήριά μου, στη στάση μου απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους.

Σ.Α.: Με ποια Εποχή της Τέχνης αισθάνεστε πιο οικεία;

Λ.Π.: Έχοντας σπουδάσει Αρχαιολογία, θεωρώ ότι μπορώ να πω πως η τέχνη των κλασσικών χρόνων είναι εκείνη που με κάνει να τη νιώθω πιο κοντά μου, πιο κοντά στον άνθρωπο γενικά.

Σ.Α.: Πιστεύετε ότι περισσότερο οι κοινωνικές συνθήκες καθορίζουν την Τέχνη ή μπορεί να λειτουργήσει και πιο αυτόνομα;

Λ.Π.: Πιστεύω πως οι κοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν αναπόφευκτα την Τέχνη, γιατί οι καλλιτέχνες, δηλαδή αυτοί που την δημιουργούν και την υπηρετούν, δεν ζουν αποκομμένοι από τον κοινωνικό ιστό και μάλιστα, ως ευαίσθητοι δέκτες, επηρεάζονται τα μέγιστα από τα διάφορα γεγονότα. Ο Καβάφης έλεγε πως «η τέχνη σου δίνει το δικαίωμα να ζεις μέσα από αξίες και να γίνεσαι καλαίσθητος».

Σ.A.: Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξατε Έφορος της Βιβλιοθήκης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και Προϊστάμενη Γραμματείας. Ποιες είναι τα «συμπεράσματά» σας από τη «λειτουργία» της;

Λ.Π.: Για όσο διάστημα ήμουν στην ΑΣΚΤ, μπορώ να πω πως ήταν μια λαμπρή περίοδος με περίφημους καθηγητές όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Γιάννης Παππάς, ο Απάρτης, ο Κώστας Γραμματόπουλος, ο Γιάννης Μόραλης -που ήταν κορυφαίοι ο καθένας στον τομέα του και οι σπουδαστές ήταν επίσης άξιοι των δασκάλων τους. Η ΑΣΚΤ ήταν μία από τις καλύτερες Σχολές Τέχνης στον κόσμο. Από τότε που έφυγα δεν ξέρω τι έχει γίνει και δεν μπορώ να εκφράσω κανενός είδους άποψη.

Σ.Α.: Αναφερθήκατε στον Παντελή Πρεβελάκη. Πιστεύετε ότι είναι «αδικημένος» από τους μεταγενέστερους;

Λ.Π.: Αν είχε γεννηθεί σε κάποια χώρα του εξωτερικού και όχι στην Ελλάδα, θα είχε απολαύσει τις μεγαλύτερες διακρίσεις και τιμές. Δυστυχώς εδώ δεν εκτιμήθηκε το μέγεθος και η προσφορά του όσο έπρεπε παρόλο που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην τέχνη και στη λογοτεχνική δημιουργία. Πίστευε βαθιά στον άνθρωπο και τις δυνατότητές του και το έργο του είναι γεμάτο αγάπη για την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του την Κρήτη που την ανάδειξε μέσα από τα βιβλία του, τα οποία μεταφράστηκαν σε πάρα πολλές γλώσσες.

Σ.Α.: Είστε πραγματικά πολυγραφότατη. Πώς και πότε ξεκίνησε η πρώτη σας επαφή με τον εκδοτικό χώρο; Υπήρξε κάποιος «λογοτεχνικός» μέντοράς σας;

Λ.Π.: Η πρώτη μου επαφή με τον εκδοτικό χώρο ξεκίνησε το 1956 που τύπωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Ποιήματα» για την οποία πήρα πολύ καλές κριτικές. Μέχρι το 1962 που πήγα στην ΑΣΚΤ να εργασθώ, δεν είχα κανένα «μέντορα». Έδειχνα τα ποιήματά μου σε φίλους και απ’ αυτό το πρόχειρο γκάλοπ ξεχώριζα όσα νόμιζα πως άξιζαν να τα τυπώσω. Όταν γνώρισα τον Πρεβελάκη είχα ήδη εκδώσει δύο βιβλία και είχα αρχίσει να δημοσιεύω ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Ο Πρεβελάκης με στήριξε δίνοντάς μου συμβουλές πολύτιμες για την ποίηση και δίνοντάς μου διευθύνσεις λογοτεχνών του εξωτερικού και περιοδικών καθώς και εκδοτικών οίκων και έτσι άρχισε μια περίοδος δημιουργίας και επικοινωνίας με άλλους ποιητές, που μου άνοιξε νέους ορίζοντες. Τότε εξέδωσα και στον περίφημο γαλλικό οίκο Σεγκέρς τα ποιήματά μου, με τη φωτογραφία μου στο εξώφυλλο, στη σειρά που εξεδίδοντο ο Κουαζίμοντο, η Αχμάτοβα κ.ά. περίφημοι ποιητές.

Σ.Α.: Η πορεία σας δείχνει ότι δεν ανήκατε ποτέ στις λεγόμενες «λογοτεχνικές παρέες». Γιατί;

Λ.Π.: Σε καμμιά λογοτεχνική παρέα δεν ανήκω για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχα καιρό, ούτε διάθεση γιατί εν τω μεταξύ είχα προβλήματα με την υγεία του πατέρα μου, μετά τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας μου- αλλά και γενικά, λόγω ιδιοσυγκρασίας, αν θέλετε, δεν ανήκα ποτέ σε καμμιά παρεούλα, και προσπάθησα να κρατηθώ μακριά από την αβυθομέτρητη φιλοδοξία και κενοδοξία των περισσοτέρων, και να μείνω απέξω από διαμάχες και άχρηστες τυμπανοκρουσίες. Πριν διοριστώ στη Σχολή, πήγαινα πότε – πότε στον Μάριο Βαγιάνο, που είχε το ονομαζόμενο «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας», όπου είχα γνωρίσει διάφορους λογοτέχνες και καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και τον Νίκο Καρούζο, αλλά μετά έπαψα να πηγαίνω για όλους τους παραπάνω λόγους, αλλά και λόγω ελλείψεως χρόνου.

Σ.Α.: Έχετε δοκιμαστεί σε πολλά είδη του λόγου: από θεατρικά μονόπρακτα (ανέκδοτα) μέχρι μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια κ.τ.λ. Όλη αυτή η πολυγραφία και πολυπραγμοσύνη χρειάζεται αμέτρητες ώρες ενασχόλησης. Πώς τα καταφέρνατε;

Λ.Π.: Η αλήθεια είναι πως έχω γράψει και πεζά, διηγήματα, δοκίμια, παιδική ποίηση και ένα μυθιστόρημα, καθώς επίσης και θεατρικά μονόπρακτα που παίχτηκαν κατά καιρούς. Η ουσιαστική μου ενασχόληση όμως ήταν και είναι η Ποίηση. Μ’ αρέσει να γυρνώ ανάποδα το κλειδί. Κάθε τολμηρό βήμα είναι κι ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Το έκανα αφενός γιατί είχα πράγματα να βγάλω από μέσα μου, κι αφετέρου για να δω αν θα τα καταφέρω. Οι δυσκολίες που έχει ο πεζός λόγος, ήταν μια πρόκληση για μένα. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω ότι ένας ποιητής μπορεί να γράψει και πεζό λόγο, ενώ ένας πεζογράφος δεν μπορεί να γράψει ποίηση, γιατί ο ποιητής δε γίνεται, γεννιέται. Όσο για το πού εύρισκα το χρόνο, είναι πολύ απλό: ξενυχτούσα. Όταν κανείς θέλει κάτι πάρα πολύ, βρίσκει τον τρόπο να το καταφέρει. Άλλωστε τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση, ούτε έκανα τη μεγάλη ζωή.

Σ.Α.: Ποιο ήταν το κριτήριο και το μέτρο έκδοσης των ποιημάτων σας; Σας προβλημάτισε ποτέ ο φόβος της επανάληψης; Ή του κορεσμού των θεματικών σας σε συνάρτηση με την κλασική φράση «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ».

Λ.Π.: Να μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Και βέβαια με προβλημάτισε ο φόβος της επανάληψης. Αλλά δοθέντος ότι τα θέματα είναι λίγο πολύ τα ίδια για όλους, ο Θεός, ο Έρωτας, ο Θάνατος, η Μοναξιά κ.λπ. είδα ότι εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι πώς αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα διάφοροι άνθρωποι. Σημασία δεν έχει επίσης τι θα πεις, αλλά πώς θα το πεις, δηλαδή ο προσωπικός τόνος. Όλοι πάνω-κάτω λέμε τα ίδια αλλά με διαφορετικό τρόπο. Όσο για το «ουκ εν τω πολλώ το ευ», ομολογώ ότι ακόμα και σήμερα με απασχολεί και προσπαθώ όσο μπορώ να μειώνω την πολυλογία – καταργώντας όσο γίνεται κοσμητικά επίθετα, περιγραφές και τα ευκόλως εννοούμενα.

Σ.Α.: Με ποιους ποιητές αισθάνεστε συγγένεια;

Λ.Π.: Επιρροές δέχθηκα πολλές, γιατί τα διαβάσματα ήταν πάμπολλα. Δέχτηκα επιρροή από τον Καβάφη, από τον Ελύτη, από τους Γάλλους συμβολιστές, από τον Βαλερύ, τον Μπόρχες, τον Τζόυς, ούτε και μπορώ να θυμηθώ πόσους και ποιους. Προσπάθησαν να μην τους αντιγράψω, και να εκφραστώ υπακούοντας στο φυσικό μου. «Κάθε πουλί με τη λαλιά του κελαηδεί», μου έλεγε ο Πρεβελάκης και αυτό δεν το ξέχασα ποτέ.

Σ.Α.: Η ποίησή σας έγινε πανελληνίως γνωστή μέσω της μελοποίησης τριών ποιημάτων σας από τους Αφους Κατσιμίχα. Ποιο είναι το ιστορικό της γνωριμίας σας;

Λ.Π.: Τον Οκτώβριο του 1994 έλαβα ένα γράμμα από τους αδελφούς Κατσιμίχα με το οποίο με πληροφορούσαν πως είχε βρει τυχαία ο Χάρης στη βιβλιοθήκη ενός φίλου τους το βιβλίο μου «Αρτεσιανά» και ο Χάρης έβαλε μουσική σε τέσσερα από τα ποιήματά μου, και μου ζητούσαν αφού τα ακούσω, να τους επιτρέψω να τα γυρίσουν σε δίσκο, εάν συμφωνώ.

Σημειωτέον ότι επειδή μου άρεσαν πάντα τα τραγούδια τους κι ήμουν θαυμάστριά τους, είχα ονειρευτεί πολύ καιρό πριν, να μπορούσα να τους δώσω στίχους μου να μελοποιήσουν, και τους είχα στείλει το τελευταίο βιβλίο μου, ΤΑ ΑΡΤΕΣΙΑΝΑ με την κόρη μου, επίσης φανατική θαυμάστριά τους, στην τελευταία παράσταση που είχαν δώσει στο ΜΕΤΡΟ το 1991. Εκείνη το παρέδωσε σε έναν συνεργάτη τους -ο οποίος μάλλον το ξέχασε και δεν τους το έδωσε. Το συγκεκριμένο δηλαδή βιβλίο δεν έφτασε ποτέ στα χέρια τους. Ο Χάρης όμως κατά μία καταπληκτική σύμπτωση, αντίτυπο του ίδιου βιβλίου που τους πήγε η κόρη μου και που ποτέ δεν έφτασε στα χέρια τους, βρήκε τυχαία στη βιβλιοθήκη ενός φίλου του εκείνες ακριβώς τις μέρες, το δανείστηκε, το διάβασε, του άρεσε και περίπου δύο χρόνια μετά, όπως μου είπε, έγραψε τη μουσική και την άφησε σ’ ένα συρτάρι για πολύ καιρό. Έπειτα, κάποια στιγμή, όταν την ξανάκουσε, διασκεύασε κατάλληλα τα κείμενα και τα έκανε τραγούδια, τα οποία και ηχογράφησε και μου τα έστειλε μαζί μ’ ένα ωραιότατο γράμμα με λόγια της καρδιάς, εξιστορώντας μου τα γεγονότα και την περίεργη σύμπτωση με το βιβλίο που τη χαρακτήρισε «λίγο μεταφυσική». Φυσικά ενθουσιάστηκα, κολακεύτηκα, χάρηκα πάρα πολύ κι έδωσα αμέσως τη συγκατάθεσή μου γιατί τους αισθάνθηκα «συγγενικούς μου», πολύ κοντά στην ψυχή μου. Ένιωσα πως «δεν έγραψα στο νερό» και πως η φωνή μου βρήκε ευήκοον ους. Τι άλλο θέλει ένας ποιητής για το έργο του;

Βέβαια δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που μελοποιήθηκαν ποιήματά μου. Στην αρχή της ποιητικής μου πορείας, ο Μίμης Πλέσσας μελοποίησε ορισμένα μου ποιήματα τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τραγουδιστή το Νίκο Νομικό και τη Βασιλική Λαβίνα. Αλλά η δουλειά των αδελφών Κατσιμίχα ήταν ένας μικρός θρίαμβος. Σημειωτέον ότι το τραγούδι «Της αγάπης μαχαιριά» τραγουδήθηκε επίσης από τον Νταλάρα και τον Μάριο Φραγκούλη και μπήκε και τίτλος και σε σήριαλ της τηλεόρασης.

Σ.Α.: Πώς αισθανθήκατε που ποιήματά σας έγιναν τραγούδια ευρέως γνωστά;

Λ.Π.: Τελικά αυτή η μελοποίηση των ποιημάτων μου έγινε αφορμή να γνωρίσει πολύς κόσμος την ποίησή μου και μ’ έβγαλε αρκετά από το καβούκι μου -γιατί εγώ δεν είχα ποτέ πολλά πάρε-δώσε με τη δημοσιότητα. Δεν τα καταφέρνω με τις δημόσιες σχέσεις. Το ωραίο είναι πως απ’ αυτή την ιστορία πήρα και χρήματα, γιατί σε κάθε μετάδοση των τραγουδιών από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση η ΑΕΠΙ μας έδινε ποσοστά. Μ’ αυτά μπόρεσα να εκδώσω τους άλλους τρεις τόμους των Απάντων μου.

Σ.Α.: Μιλήστε μου και για τις άλλες μελοποιήσεις του έργου σας.

Λ.Π.: Στη συνέχεια ήρθαν κι άλλες προτάσεις κι από άλλους μουσικούς και τραγουδοποιούς, όπως από τον Γιάννη Νικολάου, τον Γιώργο Αλτή κ.ά. που μελοποίησαν εξίσου πετυχημένα ερωτικά και άλλα ποιήματά μου («Το κακό παιδί», «Τι χρώμα να’ χει ο έρωτας» κ.λπ.) που τραγουδήθηκαν από εξαίρετους τραγουδιστές, όπως ο Παντελής Θαλασσινός, η Καλλιόπη Βέτα, η Λυδία Σέρβου κ.λπ. Είναι πολύ σημαντικό για ένα ποιητή να βρίσκει ηχώ στα λόγια του και απ’ αυτή την άποψη δεν έχω κανένα παράπονο.

Σ.Α.: Γιατί είστε εκτός «ποιητικής και κριτικής – δημοσιογραφικής καθεστυκυίας τάξης» αν και το έργο σας έχει γνωρίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και αποδοχή του κόσμου;

Λ.Π.: Όπως πολύ σωστά λέτε, παρόλες αυτές τις επιτυχίες και τις τιμητικές διακρίσεις που έχω λάβει, και εδώ και στο εξωτερικό, είμαι «εκτός ποιητικής και δημοσιογραφικής καθεστυκυίας τάξης». Δεν είναι δύσκολο να το αιτιολογήσω, είναι γνωστό σε όλους: Έτσι και δεν μπεις σε κάποιο κλειστό κύκλωμα, σε κάποια «παρεούλα», έτσι και δεν έχουν κάποιο συμφέρον από σένα, ή δεν έχεις καλές δημόσιες σχέσεις, σε αγνοούν εντελώς, σε θάβουν επιμελώς στη σιωπή.

Έξω είμαι περισσότερο γνωστή απ’ ό,τι στον τόπο μου. Είναι αλήθεια πως έχουν εκδοθεί βιβλία μου στην Ισπανία και τη Γαλλία κι έχουν μεταφραστεί ποιήματά μου στην Πολωνία, Γερμανία, Αμερική, Καναδά κ.λπ. Φυσικά δεν θέλω να πω ότι νιώθω σαν παραγνωρισμένη αξία. Κάθε άλλο μάλιστα. Και τα βραβεία μου τα πήρα και ανθολογήθηκα σε πολλές Ανθολογίες και το πιστό μου αναγνωστικό κοινό έχω και συνεργάστηκα και συνεργάζομαι με διάφορα γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά, (Νέα Εστία, Ευθύνη, Πάροδος κ.λπ.) και το ποίημά μου για τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο μπήκε στο Αναγνωστικό του Γυμνασίου, η σύγκριση όμως π.χ. με την Πολωνία όπου μεταφράστηκαν τα βιβλία μου και κλήθηκα δύο φορές να συμμετάσχω σε Παγκόσμιο Φεστιβάλ Ποιήσεως, όπου ήμουν το τιμώμενο πρόσωπο, ενώ παράλληλα γίνονταν παρουσιάσεις των έργων μου στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση χωρίς να χρειαστεί να παρακαλέσω κανέναν, πώς να το κάνουμε, είναι συντριπτική.

Εδώ πήρα δύο φορές το βραβείο ποιήσεως της Ακαδημίας Αθηνών (Λάμπρου Πορφύρα και Κώστα & Ελένης Ουράνη) και όχι μόνο κανείς δεν μου πήρε συνέντευξη, αλλά το έγραψαν στα ψιλά των εφημερίδων κάνοντας μάλιστα λάθος στο όνομα!

Γι’ αυτό θα πω πάλι το κοινότοπο: «Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι». Είναι μια πικρή αλλά αληθινή διαπίστωση.

Σ.Α.: Το 1993 πήρατε το Α’ Βραβείο ποίησης της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. Η ποιητική τέχνη (αλλά και κάθε μορφή τέχνης) πιστεύετε ότι μπορεί να περιχαρακώνεται σε επιθετικούς προσδιορισμούς όπως «Χριστιανικά» Γράμματα;

Λ.Π.: Όχι βέβαια. Η Τέχνη δεν μπαίνει σε καλούπια γιατί προϋποθέτει την ελευθερία της έκφρασης. Και ένας άθεος μπορεί να γράψει ή να δημιουργήσει ωραιότατα πράγματα, και οι ταμπέλες του είδους δεν εξυπηρετούν την Τέχνη αλλά άλλου είδους σκοπιμότητες. Εγώ τότε πήρα το βραβείο για τα βιβλία μου «Ενδόφωνα» και «Ουρανοδρόμιο» (που κυκλοφόρησαν εκτός εμπορίου) και τα οποία περιέχουν θρησκευτική ποίηση, που έγραψα την εποχή που περνούσα μία περίοδο έντονου θρησκευτικού προβληματισμού και αμφισβήτησης.

Σ.Α.: Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή;

Λ.Π.: Η ποίηση σήμερα είναι σκοτεινή, γεμάτη θλίψη και άρνηση, ηθελημένα δύσκολη, ένας καθρέφτης δηλ. της εποχής μας (γιατί ο ποιητής αντανακλά την εποχή του, δεν μπορεί να μένει έξω από τα προβλήματα του καιρού του) και αυτό είναι το πρώτο της μειονέκτημα. Το δεύτερο είναι η ερμητική της γραφή που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι «τι θέλει τέλος πάντων να πει ο ποιητής».

Η απελευθέρωση από τους μετρικούς κανόνες, η ασυδοσία, θα έλεγα καλύτερα, που επικρατεί στο χώρο του ελεύθερου στίχου, αποθρασύνει πολλούς να αυτοχρισθούν ποιητές, γράφοντας ό,τι τους κατέβει χωρίς συνέπειες (ενώ π.χ. κάποιος διώκεται για παραποίηση επαγγέλματος, δεν διώκεται για παραποίηση λειτουργήματος) και έτσι γεμίζει η αγορά από ποετάστρους της πεντάρας που διασύρουν την ποίηση. Γιατί, ενώ φαίνεται τόσο απλό, ένα χαρτί κι ένα μολύβι μόνο χρειάζεται, στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου, για τον απλούστατο λόγο ότι ο ποιητής δε γίνεται, γεννιέται.

Η εποχή μας είναι άκρως αντιποιητική. Κι όμως παρατηρείται ένας ποιητικός εκδοτικός οργασμός γιατί τα ¾ των Ελλήνων συγγράφουν και εκδίδουν βιβλία που σχεδόν κανένας δεν διαβάζει. Η ποίηση όμως δεν είναι καθημερινής χρήσεως. Είναι μια πολυτέλεια, όπως έλεγε και ο Νίκος Καρούζος, και η εποχή μας δεν την ευνοεί ενώ την έχει -περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ανάγκη. Μέσα σ’ αυτούς τους καιρούς της μόνωσης και της ασφυξίας, της αλλοτρίωσης και της μαζοποίησης, η χειρονομία επικοινωνίας που κάνει ο ποιητής στον συνάνθρωπο μοιάζει παράλογη και σχεδόν κωμική.

Ο Χάϊντερλιν αναρωτιέται:
«Κι ο ποιητής,
τι χρειάζεται τον αιώνα των μηχανών ο ποιητής».

μως αυτό είναι το λάθος: Η ποίηση, «αυτό το τίμιο ξύλο των αιώνων» (Ελύτης) είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας, τις ρίζες και την αλήθεια μας. Αν λείψει η Ποίηση, θα ομοιωθούμε των αγαλμάτων και των ηλεκτρονικών εγκεφάλων, που όλα σχεδόν μπορούν να τα κατορθώσουν, εκτός από το να νιώσουν συναισθήματα. Η ποίηση που μας χαρίζει «τη λάμψη και το άρωμα των σκοτεινών πραγμάτων» είναι η «σωσίβια βάρκα μας» γιατί διασώζει την κρυφή ψυχή μας. Σήμερα, εποχή της ατομικιστικής ζωής, η τέχνη παίρνει ολοένα και περισσότερο ιδιωτικό χαρακτήρα και στην ποίηση επικρατούν τα ατομικά αισθήματα. Μέσα σ’ αυτή την ποίηση όμως, ο καθένας βρίσκει το πρόσωπό του και διαβάζοντάς την, κατά κάποιο τρόπο λυτρώνεται. Ο ποιητής γίνεται η φωνή εκείνων που δεν μπορούν να εκφραστούν και γι’ αυτό τελικά πιστεύω πως η ποίηση δεν θα χαθεί, γιατί θα είναι σαν να πετάμε την ψυχή μας.

Σ.Α.: Χρειάζεται συμβουλές ένας νέος ποιητής και γενικότερα νέος δημιουργός;

Λ.Π.: Και βέβαια χρειάζεται συμβουλές. Όπως μου είπε και μένα κάποτε ο Μυριβήλης, «να γράφεις και να σκίζεις, να γράφεις και να σκίζεις, να σκίζεις» και το άλλο, το σοφό, του Πρεβελάκη που σας το ανέφερα ήδη «να μείνεις εσύ, ο εαυτός σου» γιατί «κάθε πουλί με τη λαλιά του κελαηδεί». Δηλαδή να μην μιμηθείς κανέναν.

Σ.Α.: Κλείνω με μια υποθετική και κλασική ερώτηση: Αν μένατε στην ιστορία των Γραμμάτων με ένα μόνο ποίημά σας, ποιο θα θέλατε αν είναι αυτό;

Λ.Π.: Είναι μια ερώτηση δύσκολη ν’ απαντηθεί, γιατί οποιαδήποτε απάντηση θα ήταν άδικη για τα υπόλοιπα ποιήματά μου -αφού είναι όλα τους παιδιά μου, αλλά επιμένοντας και ψάχνοντας, θα μπορούσα να ξεχωρίσω το ποίημα «Πολλά δε γύρεψα» στον Β’ Τόμο των Απάντων μου, που ίσως αποτελεί μια περίληψη της ζωής μου ή μάλλον της ψυχής μου.

Άει σκοτεινό φως του έρωτα τρεμάμενο αίμα του έρωτα
μες τη γητειά σου ελησμόνησα τους φονιάδες καιρούς
γέννησα ρόδινα μωρά σε μέλλον με αστέρια
άει σκοτεινό φως του έρωτα

Άει της αγάπης μαχαιριά στης νιότης το κρουστό κορμί
πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών και μουσική
ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο
άει της αγάπης μαχαιριά

Άει της αγάπης μαχαιριά άει της αγάπης μαχαιριά
άει της αγάπης μαχαιριά άει της αγάπης μαχαιριά.

(Στίχοι: Λένα Παπά, Μουσική: Πάνος Κατσιμίχας & Χάρης Κατσιμίχας, 1994, Ερμηνεία: Πάνος Κατσιμίχας & Χάρης Κατσιμίχας, Γιώργος Νταλάρας, Δυτικές Συνοικίες)

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956
ΛΑΜΠΗΔΟΝΕΣ 1960
ΨΙΘΥΡΟΙ 1963 (Εκδόσεις των Φίλων)
ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ 1967
POESIES 1969 (Editions Pierre Seghers, Paris Collection: Autour du monde)
ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ 1973 (Εκδόσεις των Φίλων)
ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΘΑΛΑΜΟΣ 1979 (Εκδόσεις των Φίλων)
ΕΝΔΟΦΩΝΑ 1982 (Εκτός εμπορίου)
PALABRAS DE VIDRIO (Γυάλινα Λόγια) 1984 (εκδ. Los Vientos Barcelona)
ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ 1984 (εκδ. Αστρολάβος – Ευθύνη)
ΑΡΤΕΣΙΑΝΑ 1988 (Εκδόσεις των Φίλων)
ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΙΟ 1992 (Εκτός εμπορίου)
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956-1992 (Α’ τόμος Απάντων) 1994 (εκδ. Αρμός)
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Β’ τόμος Απάντων) 1997(εκδ. Αρμός)
ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ 1999 (εκδ. Ιωλκός – Παιδικά ποιήματα)
ΦΑΡΜΑΚΙ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ (εκδ. Ιωλκός)
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Γ’ τόμος Απάντων) 2001 (εκδ. Αρμός)
SIBYLLE DANS LE VENT 2001 (Γαλλία Atelier Vivant)
ΑΙΧΜΗΡΑ ΚΑΙ ΔΡΙΜΥΓΕΥΣΤΑ 2006 (εκδ. Αρμός)
TA ΠΟΙΗΜΑΤΑ Δ ΤΌΜΟΣ Απάντων, 2009 (εκδ. Αρμός)
ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ, 2010 (Εκδόσεις των Φίλων).

Εκτός από τις ποιητικές συλλογές, έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων (ΒΙΟΡΥΘΜΟΙ 1982, εκδ. Κολλάρος – Εστία, ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ Δ’ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1996, εκδ. Αρμός, ΜΕ ΘΕΑ ΣΤΟ ΑΘΕΑΤΟ 2002, εκδ. Ιωλκός, ένα μυθιστόρημα: ΧΩΡΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ 1999, εκδ. Λιβάνη, ένα βιβλίο με σκόρπιες σκέψεις πάνω σε διάφορα θέματα: ΦΑΡΜΑΚΙ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ 1999, εκδ. Ιωλκός) και τις ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (Μάρτιος 2008 – εκδ. Αρμός), το οποίο αποτελεί μια συλλογή από παραμύθια και ιστορίες για μικρά και μεγάλα παιδιά.

Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από τους τους Αδελφούς Κατσιμίχα (cd «Της αγάπης μαχαιριά» 1994), Γιάννη Νικολάου (cd «To κακό παιδί» 1998, cd «Πεντόβολα» 2000 σε συνεργασία με το Τοσίτσειο Αρσάκειο Δημοτικό Εκάλης) και έχουν ερμηνευθεί από τους Γιώργο Νταλάρα, Νίκο Νομικό, Βασιλική Λαβίνα, Παντελή Θαλασσινό, Γιάννη Νικολάου, Καλλιόπη Βέτα.

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, πολωνικά, αγγλικά και βραζιλιάνικα και έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες και περιοδικά του εσωτερικού και εξωτερικού. Το μυθιστόρημά της “ΧΩΡΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ” μεταφράστηκε στα πολωνικά το 2016 από τις Εκδόσεις KSIAZKOWE KLIMATY σε μετάφραση της Εwa Szyler.

Βραβεία και διακρίσεις

1976: βραβεύτηκε στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Λυρικής Ποίησης των Cavalieri per l’ Europa στην Ιταλία.
1981: Βραβείο Λυρικής Ποίησης «Λάμπρου Πορφύρα» της Ακαδημίας Αθηνών
1983 και 1986: Βραβείο Ποίησης Ειρήνης και Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί
1984: βραβείο Giovanni Vacaro στην Ιταλίακαι Α’ βραβείο ποίησης του Συλλόγου Δελφικών Αμφικτυονιών στην Αθήνα
1985: Ειδικό τιμητικό βραβείο στον 3ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποιήσεως Ulivo d’ Oro στο Τορίνο Ιταλίας
1986: Médaille d’ Orde l’Académie de Lutèce στη Γαλλία για τα βιβλία της «Μέσα σε καθρέφτες» και «Βιορυθμοί»
1988: Βραβείο Ποιήσεως Συλλόγου Δελφικών Αμφικτυονιών
1993: Α’ Βραβείο Ποιήσεως της Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων για το «Ουρανοδρόμιο»
1995: Βραβείο Ποιήσεως Ιδρύματος Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τον Α’ τόμο των Απάντων της
2000: Αριστείο της τάξεως των Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Καριπείου Ιδρύματος Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού
2001: Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων για το βιβλίο της ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ.

Πηγές: topontiki.gr, poiein.gr

Σχολιάστε