
Η μεγάλη εθνική εκκρεμότητα, αποτελούσε καρφί στη συνείδηση του Ελληνικού στρατού κι αυτή την αντιμετώπισε ο Αρχιεπίσκοπος με διάκριση, αγάπη και σεβασμό στις δύο χώρες
Αεροδρόμιο Ιωαννίνων 2001. Δυο μαυροφορεμένες γυναίκες η Αναστασία και η Θάλεια Σβώλου πλησιάζουν τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, του παραδίδουν μια ανθοδέσμη και τον εκλιπαρούν σχεδόν να ρίξει τα λουλούδια της στις χαράδρες, εκεί όπου έπεσε μαχόμενος ο αδελφός τους Ιωάννης Σβόλος, το 1941. Συνοδεύονται από την αρραβωνιαστικιά του Αντιγόνη.
Ο Γιάννης τους αρραβωνιάστηκε την Αντιγόνη την παραμονή της επιστράτευσης στο Κουκούλι Ζαγορίου, αφηγείται ο Ορφέας Μπέτσης ομογενής δημοσιογράφος. «Η γυναίκα αυτή έμεινε δίπλα στις αδελφές του αγαπημένου της, χωρίς ποτέ να κάνει οικογένεια», τονίζει χαρακτηριστικά. Ο μεγάλος τους πόνος ήταν να φτιαχτεί ένα μνήμα για να το επισκέπτονται, γι’ αυτό και επί δεκαετίες συγκέντρωναν χρήματα τα οποία και παρέδωσαν στον μακαριώτατο. Ήταν «η στρατιωτική σύνταξη του νεκρού ήρωα».
«Ο Αρχιεπίσκοπος πάντα προσπαθούσε να ταξιδεύει από τα Ιωάννινα για να επισκέπτεται το Αργυρόκαστρο και να συνομιλεί με τους ομογενείς. Και κάθε φορά τα πρώτα χρόνια σταματούσε στις χαράδρες και τα βουνά και τελούσε τρισάγια στη μνήμη αυτών των ταλαιπωρημένων ηρώων», εξιστορεί ο δημοσιογράφος.
Ο Αναστάσιος έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Ο Αναστάσιος που στα έντεκά του χρόνια ζούσε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Ο Αναστάσιος που έβλεπε τον αδελφό του Γιώργο, φοιτητή τότε της νομικής σχολής, να σπεύδει να καταταγεί και τον 54χρονο πατέρα του Γεράσιμο να πηγαίνει στο στρατολογικό γραφείο παρά το βαρύ διαμπερές τραύμα που έφερε από τους Βαλκανικούς Πολέμους, γνώριζε το δράμα του πολέμου.
Εκεί στις απόκρημνες χαράδρες της Πρεμετής, της Κορυτσάς, στα στενά της Κλεισούρας και στο σχεδόν εγκαταλειμμένο νεκροταφείο στους Βουλιαράτες υπήρχαν χιλιάδες οστά Ελλήνων φαντάρων, υπαξιωματικών και αξιωματικών. Οι πρόχειροι τάφοι που κατασκευάζονταν την ώρα της ανάπαυλας από τη μάχη είχαν καταστραφεί. Επί δεκαετίες οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν να πετύχουν μια συμφωνία με τις αλβανικές αρχές αντίστοιχη μ’ εκείνη της Ιταλίας, αλλά εις μάτην.
Οι 1.100 νεκροί φαντάροι και ο Σταυρός των 17 μέτρων
«Ο Αρχιεπίσκοπος», λέει ο Ορφέας Μπέτσης, «από την πρώτη στιγμή άρχισε να τελεί τρισάγια εκεί όπου θυμόντουσαν οι γέροι και οι γερόντισσες ότι πετάχτηκαν τα οστά των Ελλήνων φαντάρων κατά τη διάρκεια κατασκευής έργων, αλλά και από το μένος των φανατικών μυστικών υπηρεσιών».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.10.12004, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Σήμερα, μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες έχουν ενταφιαστεί τα οστά 1.100 Ελλήνων στην Κλεισούρα και ο Αρχιεπίσκοπος τοποθέτησε ένα Σταυρό ύψους 17 μέτρων και διακόσιους στους Βουλιαράτες. Ενώ μετά από ειδική συμφωνία, που επιτεύχθηκε μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδος, στην Πρεμετή εργάζονται πλέον ειδικά συνεργεία συγκεντρώνοντας δεκάδες οστά καθώς υπήρξε χώρος μαζικής ταφής και ένα κομμάτι του μετατράπηκε σε γήπεδο από το καθεστώς ενώ ορισμένοι σωροί «πετάχτηκαν»…
Η μεγάλη αυτή εθνική εκκρεμότητα, αποτελούσε καρφί στη συνείδηση του ελληνικού στρατού κι αυτή την αντιμετώπισε ο Αρχιεπίσκοπος με διάκριση, αγάπη και σεβασμό στις δύο χώρες. Το όνειρο για την Κορυτσά αναμένει την πραγμάτωσή του…

Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος
Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1929, στον Πειραιά. Ήταν απόφοιτος του B’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών και μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων μαθημάτων του, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952. Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας. Το 1959 ίδρυσε και διεύθυνε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο «Πορευθέντες», και τρία χρόνια αργότερα το ομότιτλο «Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο», από το οποίο ξεκίνησε η ελληνόφωνη ιεραποστολική αφύπνιση κατά τον 20ό αιώνα.
Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος, ενώ το 1964 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα. Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από ελονοσία. Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία (1965-1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt, στη θρησκειολογία, την εθνολογία και την ιεραποστολική. Ακόμη, κατείχε εντολή διδασκαλίας του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου στη Γερμανία (1966-69).
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και διεύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες» καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα (1971-1975). Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα με τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972. Τον ίδιο χρόνο ορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποχώρησε το 1997 όταν και ονομάστηκε ομότιμος καθηγητής. Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, αναχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιελάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί Εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.
Ανυψώθηκε σε Μητροπολίτη Aνδρούσης (Aυγ. 1991 – Iούν. 1992) και εξελέγη Aρχιεπίσκοπος Tιράνων και πάσης Αλβανίας (24 Ιουνίου 1992). Μέσα σε τεράστιες δυσκολίες, κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει εκ βάθρων την Αυτοκέφαλη Eκκλησία της Aλβανίας. Διαμόρφωσε νέο Καταστατικό Χάρτη (2006). Με επίσημη Συμφωνία με την Κυβέρνηση της Αλβανίας, η οποία έγινε νόμος του Κράτους (2009), καθορίσθηκαν οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες. Ίδρυσε τη Θεολογική – Iερατική Σχολή (Aκαδημία) «Aνάστασις» στο Δυρράχιο (1992), το Eκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός», στο Aργυρόκαστρο (1998) και στο Σουκθ – Δυρράχιο (2007-18), Σχολή της Βυζαντινής Μουσικής στα Τίρανα (2012). Όλα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα με οικοτροφεία.

Με τον Μακαριστό Χριστόδουλο τον οποίο
επισκέφτηκε όταν ήταν ήδη βαριά άρρωστος
Mόρφωσε και χειροτόνησε 168 νέους κληρικούς. Ίδρυσε Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Φρόντισε για τη μεταφραστική προσπάθεια, την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών (μεγάλων και μικρών), αναστήλωσε 60 ναούς και μοναστήρια – πολιτιστικά μνημεία και επισκεύασε 160 ναούς και 70 εκκλησιαστικά κτήρια για σχολεία, νεανικά κέντρα, κέντρα υγείας, ξενώνες, εργαστήρια, συσσίτια για τους φτωχούς κ.λπ., στο σύνολο 450 κτήρια. Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων).
Αγωνίσθηκε για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε πρωτοποριακά προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας. Ίδρυσε την Ορθόδοξο Κλινική «Ευαγγελισμός» (Διαγνωστικό Ιατρικό Κέντρο) με 24 ειδικότητες και τρία πολυϊατρεία σε άλλες πόλεις. Επίσης το Ινστιτούτο Επαγγελματικής Καταρτίσεως, με έξι ειδικότητες στα Τίρανα και τέσσερις ειδικότητες στο Αργυρόκαστρο (το οποίο λειτούργησε από 1998-2008). Φρόντισε για την κατασκευή σχολείων, δρόμων, υδραγωγείων, γεφυρών, την επισκευή δημοσίων σχολείων κ.ά. Κατά την περίοδο 2013-2019 πραγματοποιήθηκε η κατασκευή τριών υδροηλεκτρικών έργων συνολικής ισχύος 19 MW (Librazhd, Llenge, Sllabinja), τα οποία συμβάλλουν στην ενίσχυση των υποδομών της χώρας και έχει σαφή κοινωνικό σκοπό. Με τα έσοδά τους, η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας θα συνεχίσει τις πνευματικές, φιλανθρωπικές και εκπαιδευτικές προσπάθειες. Μετά την εξόφληση των δανείων ένα ποσοστό θα διατίθεται για πτωχότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Πρωτοστάτησε στη σύγχρονη αναζωπύρωση της ορθοδόξου εξωτερικής ιεραποστολής, ανέπτυξε ευρύτατο ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο και αναγνωρίστηκε «Μέγας Ευεργέτης του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (2009). Ως Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, κατόρθωσε, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, να ανασυστήσει τη διαλυμένη επί 23 χρόνια Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας. Το 2000 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης, ενώ έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και παράσημα διαφόρων χωρών και Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως με το Αργυρούν Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (1987), τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας (1997), το Athenagoras Human Rights Award (2001, Νέα Υόρκη) κ.ά.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» τις τελευταίες 21 ημέρες, ενώ από την 24/1 είχε παρουσιάσει πολυοργανική ανεπάρκεια. Εκοιμήθη την 25/1, στις 8:30 το πρωί, σε ηλικία 95 ετών. H Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ανακοίνωσε την τέλεση θείας λειτουργίας στη Μητρόπολη Αθηνών, ενώπιον του σκηνώματος του μακαριστού ιεράρχη. Σύμφωνα με το ανακοινωθέν, το σκήνωμα του μακαριστού Προκαθημένου θα τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα από το πρωί της Κυριακής έως τις πρωινές ώρες της Δευτέρας, οπότε και θα μεταφερθεί στην Αλβανία. Η κηδεία θα τελεστεί την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου στα Τίρανα.
Είχε δηλώσει:
Για τις δύο ιδιότητές του, του ιεράρχη και του πανεπιστημιακού
Η μία συμπληρώνει την άλλη, η μία βοηθεί την άλλη και έχω προσπαθήσει μέχρι τώρα ό,τι έχω κάνει, να το κάνω με πολλή αγάπη και πολύ ενθουσιασμό. Το πανεπιστήμιο και η έρευνα πάντα μου άρεσαν, αλλά δεν ήθελα απλώς να γίνω ο ειδικός με τα βιβλία και τις παραπομπές, ήθελα να έχω μια αδιάκοπη επαφή με τον άνθρωπο. Συνεπώς, και η επαφή αυτή που είχα με τους φτωχούς και κατατρεγμένους ανθρώπους ήταν ένα ιδιαίτερο σημείο ευλογίας του Θεού, και βεβαίως μέσα σε όλα αυτά παραμένω κληρικός.
Για την επαφή του με τους ανθρώπους που υποφέρουν
Το θεωρώ αυτονόητο. Άλλωστε, αυτή είναι η παράδοση της δικής μας Εκκλησίας. Και από τους πολλούς Αγίους, που αδιάκοπα είναι μπροστά σας σαν πρότυπα, σκέπτομαι ακριβώς τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο Παλαμά, ανθρώπους οι οποίοι είχαν συνδυάσει να είναι οι άνθρωποι που σκέπτονται, που ασχολούνται με τα προβλήματα της διανοήσεως, αλλά ταυτόχρονα να είναι πολύ κοντά στον συγκεκριμένο άνθρωπο και μέσα στον προβληματισμό και στην αγωνία της Εκκλησίας.
Γιατί έγινε κληρικός;
Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, ποτέ δεν είχα σκεφτεί ακριβώς να πήγαινα στην Θεολογία και όταν οι συμμαθητές μου άκουσαν ότι θα πήγαινε Θεολογία ήταν λίγο ένα «σκάνδαλο» για το σχολείο. Πήγα στο πανεπιστήμιο και συνήθως οι περισσότεροι νόμιζαν ότι θα ασχοληθώ αποκλειστικά με την επιστήμη. Αλλά κοιτάξτε, ανήκω στη γενιά εκείνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που είμαστε παιδιά εμείς. Κι όταν συνήλθαμε από όλο εκείνο το σοκ του πολέμου, μερικοί είπαμε ότι πρέπει να δοθούμε κάπως με μεγαλύτερη συνέπεια για να δουλέψουμε για την ειρήνη και για την αγάπη και για την αδελφοσύνη στον κόσμο, ακολουθώντας ένα πρότυπο. Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το πρότυπο του Χριστού. Όλα τα άλλα ήρθαν εντελώς απλά και φυσικά.
Παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται -σκέφτομαι πολύ συχνά όταν αναλογίζομαι όλη αυτή την πορεία της ζωής μου. Και πράγματι, έκανα πράγματα τα οποία δεν είχα υπολογίσει. Όταν πήγα και όταν είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο, δεν είχα σκεφτεί ότι θα γινόμουν κληρικός. Ήρθε μια στιγμή που μου είπαν -και εγώ το κατάλαβα- ότι θα μπορούσα περισσότερο να διακονήσω την Εκκλησία μέσα από την ιδιότητα αυτή.
Έγινα κληρικός. Η σκέψη μου ήταν να πάω και να μείνω στην Αφρική. Μάλιστα, τον Μάιο του 1964, μόλις χειροτονήθηκα Πρεσβύτερος, την ίδια μέρα έφευγα για την Ουγκάντα. Και η πρώτη λειτουργία που έκαμα ήταν σε ένα φτωχικό εκεί εκκλησάκι στην Καμπάλα, και επρόκειτο να μείνω εκεί αν δεν είχα μια άλλη, μεγάλη δοκιμασία με την υγεία μου, με ελονοσία η οποία ήρθε πάρα πολύ άσχημα και με υποχρέωσε να επιστρέψω, με ένα μεγάλο σοκ και με μία υπερκόπωση, πίσω.
Τι του κληροδότησε η οικογένειά του;
Στο σπίτι η μακαρίτισσα η μητέρα μου ήταν ένας άνθρωπος με πολύ έντονη θρησκευτικότητα και μερικές φορές διηγείτο από τη προϊστορία ίσως τη δική μου μερικά πράγματα, ότι όταν είχαν έρθει στον Πειραιά, γιατί η οικογένεια διαμορφώθηκε στην Πρέβεζα, ύστερα από μια μεγάλη δοκιμασία και δυσκολίες οικονομικές, ήρθε η ώρα που έπρεπε να γεννηθεί ένα νέο παιδί. Και τότε όλοι της έλεγαν -ήταν τόσο πολύ αδύνατη- πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να απαλλαγεί εγκαίρως, διότι θα γινόταν φυματική. Και εκείνη πήγαινε στην Ευαγγελίστρια του Πειραιά, παρακαλώντας ότι «Παναγιά μου, εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό, δώσε μου τη δύναμη για να τα βγάλω πέρα». Και όταν ήρθε ο νεαρός, ο μικρός, της είπαν όλοι «μα, δεν θα έχεις να του δώσεις γάλα καν τόσο που είσαι αδύνατη». Και τελικά, όχι απλώς ήταν πολύ υγιής, είχε όλες τις συνθήκες για να μεγαλώσει τον μικρό, αλλά όταν αργότερα της είπε ο μικρός ότι έπρεπε να φύγει για την Αφρική, θυμόταν ότι δεν μπορούσε να του αρνηθεί, διότι είχε ζήσει το ξεκίνημα αυτής της ζωής με προσευχή και υπακοή στο θέλημα του Θεού».
Τι θα έλεγε σε όσους αμφισβητούν την ύπαρξη του Θεού;
Όταν ήμουν ακόμα πιο νέος και είχα την ευθύνη για συναντήσεις νέων, συνεχίζαμε να παρουσιάζουμε διάφορα επιχειρήματα απολογητικά και άλλα. Εξαρτάται ποιος είναι συζητητής και εξαρτάται ποιες είναι οι αναζητήσεις του. Εγώ αποφεύγω σήμερα να παραθέτω τα διάφορα απολογητικά επιχειρήματα. Προσπαθώ να είμαι κοντά με τους ανθρώπους και, ανάλογα με τη συγκεκριμένη προβληματική την οποία έχουν και με τον τρόπο με τον οποίο έχουν ζήσει, θα προσπαθώ περίπου να καταλάβω γιατί ακόμα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα να βλέπουν το πιο απλό και το πιο άμεσο, ότι η ανθρώπινη ζωή έχει όρια, έχει σύνορα και τελικά δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι η αιτία του εαυτού μας.
Αιωνία η μνήμη