Αητάκια (Καμπαγάτς)

Χιονισμένη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα

Η φλόγα που έκαιγε στο εσωτερικό της ψυχής μας οδήγησε σ’ αυτά που αγαπήσαμε να θυμόμαστε από τις διηγήσεις των γονιών και των παππούδων μας, αυτές που ξεδιπλώνονταν στα σπίτια και στις εκκλησίες τις γιορτινές μέρες, στα έθιμα που οδηγούσαν στην καρδιά των εορτών. Σεβόμενοι τα πατροπαράδοτα έθιμα των πατρίδων τους τα μετέφεραν, το 1922, στη Μητέρα Ελλάδα διατηρώντας τα ακέραια και ανέπαφα, όπως πέρασαν από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο και από κει στη νεότερη δική τους εποχή.

Πόσες παραμονές Πρωτοχρονιάς πέρασαν να παλεύω με τα αητάκια και να σταμπάρω το σχέδιο του αετού στη ζύμη μου… Να μην πετυχαίνω το κόψιμο γύρω από τη σφραγίδα και τη γιαγιά Αμερσώ να διαμαρτύρεται ότι δεν έβαλα καλά τα γαρύφαλλα στα μάτια του δικέφαλου αετού! Εικόνες ανεπανάληπτες με την πήλινη λεκάνη, τη μοσχοβολιά της ζύμης και του χώρου, το άλειμμα με τον κρόκο του αυγού, το στόλισμα της βασιλόπιτας… Εικόνες που έδειχναν την επιρροή ενός άλλου εθίμου, ξεχωριστού που οι δικοί μου δεν το άφηναν να χαθεί.

Τα αετουδάκια ή αετάκια ή αητάκια ή αετόπουλα ή καμπαγάτς ήταν κουλουράκια που τα έφτιαχναν κυρίως στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές της χερσονήσου της Ερυθραίας και των παραλίων της Μικράς Ασίας. Είχαν ξύλινη σφραγίδα με σχήμα αυγουλωτό και μακρουλό με μυτερές τις δύο άκρες. Στη μία πλευρά είχε σκαλισμένο τον δικέφαλο αετό, με ανοιγμένα φτερά και την ουρά, και πάνω από τα κεφάλια ένα σταυρουδάκι. Στην άλλη πλευρά είχε ένα μικρό εξόγκωμα για να μπορείς να το πιάσεις. Είχαμε δύο μεγέθη, μεγάλη και μικρή, την οποία πατούσαμε στη ζύμη για ν’ αποτυπωθεί το σχέδιο, ενώ για μάτια βάζαμε δύο γαρύφαλλα.

Όταν ψήνονταν τα τοποθετούσαμε κοντά σε μεταλλικά αντικείμενα για να αποκτήσουμε, εκτός από τη δύναμη του αετού, και τη δύναμη του μετάλλου και να είμαστε γεροί! Αργότερα τη συνήθεια αυτή την παραβλέψαμε… Τα αετάκια τα φτιάχναμε λίγες μέρες πριν την Πρωτοχρονιά, καθώς έπρεπε να είναι έτοιμα για να τα βάλουμε στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μπροστά στο γηραιότερο μέλος της οικογένειας, που ήταν η γιαγιά μας, για να δώσει την ευχή της λέγοντας τα εξής λόγια (δεν τα θυμάμαι ακριβώς): «Όπως στον αετό, έτσι όμορφα και περήφανα να πετάει και η φαμελιά μας…».

Υπήρχε εθιμοτυπικό για τη θέση που καθόταν ο καθένας. Στη συνέχεια όλα τα μέλη της οικογένειας φιλούσαμε σε ένδειξη σεβασμού το χέρι της και κείνη μας μοίραζε τα αητάκια με την ευχή της και σε μας τα κορίτσια έδινε με αργές κινήσεις το χαρτζιλίκι μας, βγάζοντας τους «παράδες» μέσα από το πάνινο πουγγάκι που είχε κρεμασμένο πάντα στον λαιμό της.

Μουσικοί, μικρογραφία σε χειρόγραφο
Σύνοψις Ιστοριών, Ιωάννου Σκυλίτζη
Ισπανία Μαδρίτη, Εθνική-Βιβλιοθήκη

Τα αετάκια, εκτός από τη θαυμάσια γεύση τους, είχαν και συμβολικό χαρακτήρα. Ακούγαμε τη γιαγιά να λέει πως συμβόλιζαν τη σύνδεση των Ρωμιών της περιοχής με τον δικέφαλο αετό της Πόλης, θυμίζοντας τη βυζαντινή τους προέλευση που πέρασε μέσα από τα χρόνια της τουρκοκρατίας αλώβητη στους Έλληνες της Μικρασίας. Συμβόλιζαν ακόμη την καλή υγεία και την καλή χρονιά.

Σαν μεγάλωσα έμαθα ότι τα αετάκια τα έφτιαχναν και σε άλλες περιοχές για τα Χριστούγεννα. Η αείμνηστη Δόμνα Σαμίου διηγούνταν σε κάποια της συνέντευξη «ότι τα αετάκια τα έφτιαχναν στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης πάντοτε τα Χριστούγεννα, ακόμη και τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, στις παράγκες της Καισαριανής, μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, η μάνα μου ανασκουμπωνόταν και ζύμωνε τα φοινίκια και τους αετούς με το σταχτόνερο». Πόσο βαριόμουνα τη διαδικασία του σταχτόνερου. Παίρναμε στάχτη καθαρή από τη σόμπα, την κοσκινίζαμε, τη βράζαμε με νερό, αφήναμε να κατασταλάξει το περιεχόμενο και παίρναμε το καθαρό νερό, το οποίο πάλι το περνούσαμε από το τουλπάνι (άσπρο πανί) να μην έχει κανένα σκουπιδάκι.

Η δική μας συνταγή για τα Αητάκια ήταν η εξής:

2 φλιτζάνια τσαγιού βούτυρο
Λίγο σησαμέλαιο
1 ποτήρι του νερού σταχτόνερο
1 ½ με 2 φλιτζάνια του τσαγιού ζάχαρη
1 φακελάκι μαχλέπι κοπανισμένο ή μαστίχα
1 φακελάκι σόδα (ή μπέικιν)
2 βανίλιες
Ξύσμα από 1 πορτοκάλι
Ξύσμα από 1 λεμόνι
1 κουταλάκι του γλυκού κανέλα κοπανισμένη
½ κουταλάκι του γλυκού γαρύφαλλο κοπανισμένο
Αλεύρι (όσο σηκώσει να μη γίνει η ζύμη πολύ σφικτή)
Κρόκο αυγού για άλειμμα

Ανακατεύουμε το βούτυρο, τη ζάχαρη, το σταχτόνερο, το μαχλέπι, την κανέλα και το γαρύφαλλο. Ανακατεύουμε χωριστά το μπέικιν και τη βανίλια με αλεύρι. Ενώνουμε όλα τα υλικά μαζί και πλάθουμε καλά, να γίνουν μία ομοιογενής ζύμη. Αφήνουμε τη ζύμη να ξεκουραστεί 2-3 ώρες. Παίρνουμε μικρές μπάλες από το ζυμάρι, τις πλάθουμε, βάζουμε πάνω τη σφραγίδα με το αητάκι, το σταμπάρουμε, κόβουμε με λεπτό μαχαιράκι και αφαιρούμε το ζυμάρι που περισσεύει από τη σφραγίδα γύρω – γύρω. Αλείβουμε με ένα πινελάκι με κρόκο αυγού την επιφάνεια από κάθε αητάκι, με προσοχή να μη χαλάσουμε το σφράγισμα. Βάζουμε κάθε αητάκι σε λαδωμένο ταψί και ψήνουμε, περίπου ½ ώρα, στους 180 βαθμούς.

Οι σφραγίδες με το αετάκι χρησιμοποιούνταν και για τη βασιλόπιτα. Έπρεπε να ζυμώσουμε και να ετοιμάσουμε και την πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιττα, που παρασκευαζόταν μόνο με σαμόλαδο. Η σφραγίδα του δικέφαλου αετού -ελπίδα και όνειρο της ρωμιοσύνης- στόλιζε την επιφάνεια, στην οποία βάζαμε ψημένα αμύγδαλα και γαρίφαλα, με τα οποία γράφαμε τη χρονολογία. Μέσα της βάζαμε φλουρί κωνσταντινάτο που είχε από τη μια όψη τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη και από την άλλη τον Παντοκράτορα ή το φλουρί του Χουρσίτ πασά να θυμίζει το τέχνασμα του Μεγάλου Βασιλείου για να μοιράζει χρήματα στους φτωχούς. Την κόβαμε ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, μετά το φαγητό και ολοκλήρωνε τη χαρά της οικογένειας με την ευχή «και του χρόνου γεροί και στο σπιτικό μας …».

Τη βιτρίνα μου στόλιζαν, μεταξύ άλλων, εδώ και πολλά χρόνια, οι δυο σφραγίδες των αητών, η σφραγίδα για τη λειτουργιά, το φλουρί του Χουρσίτ πασά, του Μεγάλου Βεζύρη με το άδοξο τέλος και ένα κομμάτι με το μονόγραμμα της γιαγιάς από εκείνο το μεγάλο τραπεζομάντηλο που τύλιξε τις εικόνες της για να τις σώσει, που θύμιζαν το οικογενειακό παρελθόν μου. Αυτές τις γιορτινές μέρες τα ξανάφερα στο φως και ένιωσα την ικανοποίηση πως οι ρίζες της οικογένειας, τα έθιμά της, τα αντικείμενά της, ήταν όλα σχεδόν συγκεντρωμένα σε μένα από τις αδελφές της γιαγιάς Αμερσώς και ακολουθούσαν την οικογένειά μου. Συνυπήρχαν κρυφά και φανερά μαζί μας…

Πηγή: e-thessalia.gr

Σχολιάστε