
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, τέλη δεκαετίας 1940
Ευτυχής όποιος γλύτωσε
από τη φουρτούνα της θάλασσας
και σ’ ένα λιμάνι απάνεμο άραξε.
Ευτυχής κι όποιος όλους
τους μόχθους τους ξεπέρασε.
Με άλλο τρόπο ο ένας ξεπερνάει
τον άλλο σε ευτυχία και δύναμη.
Αναρίθμητες ελπίδες υπάρχουν
για θνητούς αναρίθμητους…
Ευριπίδη, «Βάκχαι», Χορικό Η’ (απόσπασμα)
Στὸ χῶρο τῆς τραγωδίας
Μέσα ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἀκούστηκε τὸ χτύπημα τοῦ γκόγκ. Μονομιᾶς ἡ χλαλοὴ ποὺ γέμιζε τὸ τεράστιο πέτρινο κύπελο τ’ ἀκουμπισμένο στὸ κοίλωμα τοῦ λόφου κατάπεσε. Ἡ σιωπὴ κατέβηκε κι ἅπλωσε τὶς φτεροῦγες της ἀπάνω ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων ποὺ κάθουνταν ἀραδιασμένοι στὶς ἀρχαῖες πέτρες, ζεστὲς ἀκόμη ἀπὸ τὸν καλοκαιριάτικο ἥλιο.[1] Τὸ φῶς ἀπὸ τοὺς προβολεῖς, χλωμὸ κι ἀδύναμο, γιατὶ ἡ μέρα δὲν εἶχε φύγει ἀκόμη πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Ἀραχναίου,[2] χύθηκε ὣς κάτω στὴ στρογγυλὴ ὀρχήστρα καὶ σταμάτησε μπρὸς στὴν πόρτα τοῦ χωματόχρωμου παλατιοῦ. Ἐκεῖ σταμάτησε κι ἡ ματιά μας καὶ περίμενε… Μὲ βήματα ἀργὰ μιὰ ἀντρικὴ φιγούρα βγαίνει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ ἄνοιγμα. Φαντάζει μικρή, ἀσήμαντη μέσα στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς σκηνῆς.[3] Ἡ ἀπόσταση μόλις σ’ ἀφήνει νὰ ξεχωρίζεις τὰ χαρακτηριστικά της: Τὸ κοντὸ ξανθὸ γενάκι, τὰ μακριὰ μαλλιὰ στεφανωμένα μὲ κισσό, τὸ θύρσο[4] στὸ δεξὶ χέρι. Σιωπή. Κι ἄξαφνα τινάζεται σὰ συντριβάνι ὁ Λόγος:
Ἦρθα σ’ ἐτούτη τῶν Θηβαίων τὴ χώρα
τοῦ Δία ὁ γιός, ὁ Διόνυσος , ἐγώ…[5]
Τὰ ρυθμικὰ κύματα τῶν στίχων πλημμυρίζουνε τὸ «κοῖλον», φτάνουν ὣς ἀπάνω στὶς τελευταῖες σειρὲς τῶν ἑδωλίων. Στὸ «λογεῖον» δὲν ὑπάρχει πιὰ τὸ ἀπογοητευτικὰ μικροκαμωμένο ἀνθρώπινο σχῆμα. Ἕνας θεὸς εἶναι ποὺ στέκει ἐκεῖ, δυνατὸς καὶ περήφανος κι ἐκδικητικός, σὰν ὅλους τοὺς θεοὺς ποὺ τολμήσανε νὰ τοὺς προσβάλλουνε θνητοί. Κι ὅλο ψηλώνει παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν ποίηση ποὺ ρέει ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ νά, χυμοῦνε στὴν ὀρχήστρα οἱ γυναῖκες τῆς Λυδίας [οἱ Βάκχες] ντυμένες τὰ ἐλαφοτόμαρα, χτυπώντας τὴ γῆς μὲ τὰ κισσοτυλιγμένα ραβδιά τους, χτυπώντας μὲ τὰ χέρια τους ντέφια, μεθυσμένες ἀπὸ τὸ θεό, ἔξαλλες καὶ μαζὶ πειθαρχημένες στὸν ἄγριο ρυθμὸ τοῦ χοροῦ τους. Ὁ ἄνεμος μιᾶς ἱερῆς παραφροσύνης χύνεται στὸ χῶρο τοῦ θεάτρου. Εἶν’ ὁ βακχικὸς θίασος, πιστὲς τοῦ Διόνυσου ποὺ τὶς σέρνει μαζί του ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς Ἀσίας ἀπ’ ὅπου ἔρχεται. Τραγουδοῦνε τὴ χαρὰ τῆς θεϊκῆς ἔκστασής τους, μιλοῦνε γιὰ γάλα καὶ κρασὶ καὶ γιὰ μέλι ποὺ τὶς ποτίζει ὁ λατρευτός τους, γιὰ τὴν ἡδονὴ τοῦ ζεστοῦ τραγίσιου αἵματος, γιὰ τὴ γέψη τῆς ὠμῆς σάρκας. Ἔχουνε σπάσει κάθε δεσμὸ μὲ τὴν προσεχτική, τὴ μετρημένη ἀνθρώπινη λογική. Ταξιδεύουνε στὰ φτερὰ τῆς ἱερῆς μανίας ἀπ’ ὅπου κάθε τὶ ἀνθρώπινο φαίνεται μίζερο καὶ μικρόχαρο.
Κι ὁ ἄγριος μυστικόπαθος ἄνεμος συνεπαίρνει ὅλες τὶς γυναῖκες τῆς Θήβας ποὺ παραιτοῦνε τὰ σπίτια τους καὶ τρέχουνε στὸν Κιθαιρώνα. Κρούει καὶ τὰ φρένα τῶν γερόντων, τοῦ Τειρεσία καὶ τοῦ Κάδμου, ποὺ θυμοῦνται τὰ νιάτα τους καὶ κινοῦνε γιὰ βακχεῖες καὶ χορούς. Καὶ μόνο ὁ νέος βασιλιάς, ὁ Πενθέας, δὲν παρασέρνεται. Τὸ μυαλό του εἶναι καθαρὸ σὰν τὸ νερὸ τῆς πηγῆς. Ἔχει τὸ πεῖσμα καὶ τὴν πίστη τῶν νέων ἀνθρώπων στὴ δύναμη τῆς γήινης λογικῆς. Μ’ αὐτὴν θὰ διαλύσει τὰ σκοτάδια τῆς πρόληψης. Στέλνει στρατιῶτες νὰ πιάσουνε τὶς Θηβαῖες ποὺ γυρίζουνε στὸν Κιθαιρώνα. Περιπαίζει τοὺς γέρους γιὰ τὸν ξαναμωραμό τους. Ρίχνει στὴ φυλακὴ ὡς καὶ τὸν ἴδιο τὸ Διόνυσο.

Ο χορός των Μαινάδων, Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος 1962
Τὸ φεγγάρι μεγάλο καὶ ξωτικό, βγαίνει πίσω ἀπὸ τὶς τελευταῖες κερκίδες. Μοιάζει σὰ νὰ κοντοστέκεται μιὰ στιγμὴ καὶ νὰ κοιτάζει περίεργο τὴν ἱστορία ποὺ ξετυλίγεται στὸν φωτισμένο πάτο τούτου τοῦ πέτρινου ποτηριοῦ τοῦ ἐγκαταλειμμένου ἀνάμεσα στὰ πεῦκα. Ἡ φωνὴ κάποιας γλαύκας ἐπίμονη, ἐξακολουθητική, προμηνᾶ τὴν καταστροφὴ ποὺ δὲ θ’ ἀργήσει νὰ ξεσπάσει. Δύστυχε Πενθέα, ποὺ νόμισες πὼς μπορεῖς νὰ τὰ βάλεις μὲ τοὺς θεούς! Τὰ σίδερα δὲν κρατοῦνε τὸ Διόνυσο. Θὰ φύγει καὶ μαζί του θὰ φύγουνε κι οἱ γυναῖκες τῆς Θήβας ποὺ φυλάκισες. Καὶ τὸ παλάτι σου θὰ γίνει σωρὸς ἀπὸ τὸ σεισμὸ καὶ τὴ φωτιά. Δὲ βλέπεις τὸ θεὸ ποὺ κιόλας ἄρχισε νὰ πλέκει τὸ δίχτυ γύρω σου; Δὲ νιώθεις πὼς δὲν εἶναι πιὰ τ’ ἀνθρώπινο μυαλό σου ποὺ ἀποφασίζει τὶς πράξεις σου, παρὰ ἡ ἐκδικητικὴ θέληση τοῦ Διογέννητου;
«Εἴμαστ’ ἕνα παιγνίδι στὰ χέρια τῶν θεῶν», Πενθέα. Μὲ τὰ γυναικεῖα ροῦχα ποὺ σοῦ φόρεσε ὁ Διόνυσος γελᾶ ὅλη ἡ πόλη. Κι ἐσὺ καμαρώνεις γιὰ τὸ μασκάρεμά σου καὶ βιάζεσαι νὰ βρεθεῖς στὸν Κιθαιρώνα γιὰ νὰ δεῖς τὶς Βάκχες στὸν ξέφρενο χορό τους καθὼς σοῦ τό ‘ταξε ὁ προστάτης τους. Ἕνα εἰρωνικὸ χαμόγελο πάνω στὰ χείλια τοῦ Θεοῦ. Φυλάξου. Ὁ δρόμος ποὺ σοῦ δείχνει βγαίνει στὸ χαμό σου! Ἔφυγε ὁ Πενθέας μαζὶ μὲ τὸ Διόνυσο γιὰ τὶς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ. Στὴ στρογγυλὴ ὀρχήστρα ἀπόμεινε ὁ χορὸς τῶν γυναικῶν τῆς Λυδίας ποὺ τὴ γεμίζει μὲ τὶς κραυγὲς τοῦ μίσους του ἐνάντια στὸ βλάσφημο βασιλιὰ καὶ τὶς ἐπικλήσεις του στὸ Βάκχο νὰ δείξει τὴ δύναμή του:
ἴθ’, ὦ Βάκχε, θηραγρευτᾷ βακχᾶν
γελῶντι προσώπῳ περίβαλε βρόχον
θανάσιμον ὑπ’ ἀγέλαν πεσόν-
τι τὰν μαινάδων.[6]
Πέρα ἀπὸ τὰ Προπύλαια καὶ πίσω ἀπὸ τὸ παλάτι τῆς Θήβας ἁπλώνεται ἡ ἀπέραντη νύχτα. Τὸ σκοτάδι κι ἡ σιωπή. Λὲς καὶ τίποτα δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸ φωτεινὸ ἁλώνι, ὅπου παλεύει ὀ Θνητὸς μὲ τὸν Ἀθάνατο. Εἴκοσι χιλιάδες μάτια παρακολουθοῦνε τὸν ἀγώνα, ἀπ’ ὁλόγυρα. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα. Κι ὅμως ὅλοι εἴμαστε συνεπαρμένοι ἀπ’ τὸ τραγικὸ μεγαλεῖο τῆς μάταιας προσπάθειας.
Ἔρχεται ὁ Ἄγγελος. Ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους. Ἡ σαΐτα τοῦ λόγου φτερούγισε κιόλας στὸν ἀέρα: «Πέθανε ὁ Πενθέας, ὁ γιὸς τοῦ Ἐχίονα».[7] Μ’ ἕνα καταρράχτη ἀπὸ στίχους, μὲ πλατειὲς χειρονομίες ὁ ἁπλοϊκὸς βοσκὸς τοῦ Κιθαιρώνα στήνει μπροστά μας τὴν ἄγρια σκηνὴ τοῦ σπαραγμοῦ τοῦ νεαροῦ βασιλιᾶ ἀπὸ τὶς θεοκρουσμένες γυναῖκες ποὺ ὁδηγᾶ ἡ ἴδια ἡ μάνα του, ἡ Ἀγαύη. Σκόρπια ξεσκισμένα μέλη ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τὸν ἀστόχαστο Πενθέα πεταμένα ἀνάμεσα στὶς πέτρες καὶ τὰ θάμνα τοῦ βουνοῦ. Ὁ Διόνυσος ἔδειξε τὴ φοβερὴ δύναμή του. Ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα στοὺς θεοὺς καὶ στοὺς ἀνθρώπους ἀποκαταστάθηκε.
Ὅμως τὸ βράδυ δὲν τέλειωσε ἀκόμη. Ἡ Ἀγαύη σκότωσε τὸ γιό της. Ὅσο κι ἂν το ‘καμε μεθυσμένη κι ὁδηγημένη ἀπὸ τὸ Διόνυσο αὐτὴ εἶν’ ἡ ἔνοχη γιὰ τὸ φόνο. Ὁ θεὸς στέκει πάνω ἀπὸ κάθε φταίξιμο. Ἡ μάνα – φόνισσα πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ. Μιὰ κραυγὴ φρίκης ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ χοροῦ. Οἱ ἀσιάτισσες Βάκχες ποὺ ὣς πρὶν ἀπὸ λίγο τραγουδούσανε τὴν ἱκανοποίησή τους γιὰ τὸ τέλος τοῦ ἄθεου Πενθέα καὶ δοξολογούσανε τὴ δύναμη τοῦ Διόνυσου κάνουν ἕνα βῆμα πίσω σαστισμένες, ἐκμηδενισμένες ἀπὸ τὸ θέαμα.
Ἡ Ἀγαύη χυμᾶ στὴν ὀρχήστρα. Τὸ πρόσωπό της φέγγει ἀπὸ μιὰν ἀπάνθρωπη χαρά. Χορεύει καὶ στὰ χέρια της κρατᾶ τὸ θύρσο κι ἀπάνω στὸ θύρσο ἔχει καρφωμένο ἕν’ ἀνθρώπινο κεφάλι. Τὸ κεφάλι τοῦ γιοῦ της. Τὸ δείχνει μὲ καμάρι στὶς ξένες γυναῖκες καὶ τὶς προσκαλεῖ νὰ χαροῦνε κι ἐκεῖνες γιὰ τὸ κυνήγι ποὺ φέρνει καὶ ποὺ τό ’πιασε δίχως βρόχια μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια. Τὰ θολά της μάτια τὸ βλέπουνε σὰ κεφάλι λιονταριοῦ. Ἕνα λιονταράκι ξέσκισαν οἱ μαινάδες ψηλὰ στὸν Κιθαιρώνα, ὄχι ἄνθρωπο.
Ἕνα ἀντατρίχιασμα φρίκης περπατεῖ καταμεσῆς στὴ ράχη μου. Ὁ Διόνυσος δὲν εἶναι στὴ σκηνή. Ὅμως διακρίνω τὸ εἰρωνικὸ χαμόγελό του νὰ πλανιέται στὸ σκοτάδι. Ἄμοιροι θνητοί… Ἀργὰ πολὺ πέφτει ἡ κρούστα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς μάνας. Τὸ χαμόγελο φεύγει ἀπὸ τὰ χείλη της. Ἡ ἀνησυχία ἔρχεται νὰ χαράξει ρυτίδες στὸ πρόσωπό της. Ἀρχίζει νὰ τρέμει καθὼς ὑποψιάζεται τὸ παιγνίδι τοῦ θεοῦ. Ὥσπου βλέπει. Καὶ ξεσκίζει τὴ νύχτα μὲ τὴ σπαραχτικὴ κραυγή της:
Ἂχ, τὸ κεφάλι τοῦ Πενθέα κρατάω![8]

Η Κατίνα Παξινού ως Αγαύη, με τον χορό της τραγωδίας, σε σκηνή
της παράστασης των «Βακχών», Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 17 Ιουνίου 1962
Δὲν τῆς ἀπομένει παρὰ ὁ θρῆνος πάνω ἀπὸ τ’ ἀπομεινάρι τοῦ παιδιοῦ της. Ποιός τολμᾶ νὰ περιγελάσει τοὺς θεούς;
Πλῆθος ἔχει τὸ θεῖο μορφές, καὶ πολλὰ
οἱ θεοὶ κάνουν πράματ’ ἀνέλπιστα·
ἄλλα ἀπάντεχες κι ὅμως δὲν ἔγιναν,
στ’ ἀναπάντεχα πάλι ὁ θεὸς βρῆκε λύση
Ἔτσι βγῆκε καὶ τούτ’ ἡ ἱστορία.[9]
Εἶναι τὰ στοχαστικὰ λόγια τοῦ χοροῦ ποὺ σιγά-σιγὰ ἀποσύρεται στὸ σκοτάδι.
Τὰ φῶτα λούζουνε τὸ «κοῖλον» τοῦ θεάτρου. Κοιτάζω γύρω μου παραξενεμένος. Νιώθω σὰ νά ‘φτασα τούτη τὴ στιγμὴ ἀπὸ κάποιο μακρινὸ ταξίδι. Σὰ νὰ ξύπνησα ἀπὸ ἕνα ὄνειρο. Ἢ σὰ νὰ μὲ πέταξε ἕνα ξαφνικὸ κῦμα σὲ μιὰν ἄγνωστη στεριά. Μπρὸς καὶ πίσω μου, δεξιὰ κι ἀριστερά μου ἄνθρωποι ὀρθοὶ χτυποῦνε τὰ χέρια τους. Μ’ ὅλο ποὺ οἱ πιὸ πολλοὶ χαμογελοῦν, ἡ ὄψη τους ἔχει κάτι τὸ ἀσυνήθιστο. Σὰ νά ’χουν ἀναποδογυριστεῖ τὰ πρόσωπά τους, ἔτσι ὅπως ἀναστρέφεις ἕνα φόρεμα ἢ μιὰ κάλτσα, καὶ νὰ φαίνεται τὸ ἐσωτερικό τους.
Χαμηλά, στὴ σκηνὴ μιὰ σειρὰ ἀνθρωπάκια πιασμένα ἀπὸ τὰ χέρια ὑποκλίνουνται στὰ χειροκροτήματα. Φοροῦνε τὶς στολὲς τοῦ Διονύσου, τοῦ Πενθέα, τῆς Ἀγαύης, τοῦ Τειρεσία, τοῦ Κάδμου, τῶν δύο Μαντατοφόρων, ὅμως δὲν εἶν’ οἱ ἥρωες τῆς τραγωδίας ποὺ εἴδαμε. Ἐκεῖνοι εἶχαν ἕν’ ἀνάστημα ὑπεράνθρωπο, ὁ λόγος τους, οἰ κινήσεις τους, οἱ πράξεις τους μ’ ὅλο ποὺ ἦταν ἀνθρώπινα στέκουνταν ψηλότερα ἀπὸ τὸ συνηθισμένο μέτρο. Τοῦτοι ‘δῶ εἶναι κοινότατοι ἄνθρωποι ποὺ μοιάζουνε σὰ νὰ σφετεριστήκανε τὴν ὄψη καὶ τὸ ντύσιμο τῶν ἄλλων. Κι ὅμως τοὺς χειροκροτοῦμε.
Ἕνα πολύχρωμο καὶ πολύγλωσσο πλῆθος ξεχύνεται πρὸς τὰ προπύλαια. Κατηφορίζει τοὺς δρόμους ποὺ ξετυλίγουνται ἀνάμεσα στὰ πεῦκα. Ἀπὸ τὰ κλαδιά τους κρέμουνται σὰν ἀλλόκοτοι νυχτερινοὶ καρποὶ μεγάλοι ἠλεχτρικοὶ γλόμποι. Τὸ μικρὸ πευκόδασος ἔχει κάτι φανταστικό. Στὴν πλατεῖα ποὺ εἶναι σταματημένα τ’ αὐτοκίνητα ἄρχισε ἡ κίνηση. Κόρνες, μηχανές, προβολεῖς. Πιὸ εὐκολοκίνητα τὰ μικρὰ ἰδωτικά, μπαίνουν ἕνα-ἕνα στὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Πάνω στὸ βάθρο του ὁ τροχονόμος μὲ μιὰ ζώνη ἀπὸ κίτρινα φωτάκια στὴ μέση του, ποὺ ἀναβοσβήνουνε ρυθμικά, κουνᾶ ἀσταμάτητα τὰ χέρια του. Σὲ λίγο ξεκινοῦμε κι ἐμεῖς. Μιὰ διπλὴ σειρὰ κίτρινα φῶτα πηγαίνει μπροστά μας. Μιὰ ὅμοια σειρὰ κίτρινα φῶτα ἔρχεται πίσω μας. Μέσα μας ἀντηχεῖ ἀκόμη τ’ ἀπελπισμένο κλάμα τῆς Ἀγαύης. Χιλιόμετρο μὲ χιλιόμετρο θὰ χαμηλώνει. Ὥσπου νὰ φτάσομε στὸ Ναύπλιο,[10] θά σβήσει ὁλότελα. Θά ‘χομε ξαναγίνει οἱ καθημερινοὶ ἄνθρωποι.
Γιώργης Μανουσάκης
* Πρώτη δημοσίευση: Κῆρυξ Χανίων 19. 8. 1962.
[1] Ὁ Γιώργης Μανουσάκης, πρὸ διμήνου νεοδιόριστος καθηγητής στὰ Χανιά, ταξίδεψε, κατὰ τὶς τριήμερες σχολικὲς διακοπὲς τῆς Πεντηκοστῆς, στὴν Ἀργολίδα.
[2] Ἀραχναῖο (τό): χωριὸ τῆς Ἀργολίδας.
[3] Τὴν Κυριακὴ 17 Ἰουνίου 1962 παρακολούθησε στὸ ἀρχαῖο θέατρο τῆς Ἐπιδαύρου τὴν τραγωδία «Βάκχαι» τοῦ Εὐριπίδη, θεατρικὴ παράσταση τῆς Κεντρικῆς Σκηνῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου, σὲ μετάφραση (ἀπὸ τὴν πρωτότυπη ἔκδοση Gilbert Murray, Oxford. 1913, ἀπὸ ὅπου καὶ τὰ ἀποσπάσματα τῆς ἐπιφυλλίδας): Παντελῆ Πρεβελάκη, σκηνοθεσία: Ἀλέξη Μινωτῆ, μουσικὴ: Μάνου Χατζιδάκη καὶ χορογραφία: Μαρίας Χόρς. Τὸν Διόνυσο ὑποδυόταν ὁ Νίκος Τζόγιας, τὸν Τειρεσία ὁ Γιάννης Ἀποστολίδης, τὸν Κάδμο (θεμελιωτὴ τῆς Θήβας καὶ πατέρα τῆς Ἀγαύης) ὁ Ἀλέξης Μινωτής, τὸν Πενθέα ὁ Βασίλης Κανάκης, τοὺς δύο μαντατοφόρους ὁ Παντελὴς Ζερβὸς καὶ ὁ Στέλιος Βόκοβιτς καὶ τὴν Ἀγαύη ἡ Κατίνα Παξινοῦ. Κορυφαία τοῦ χοροῦ ἡ Πίτσα Καπιτσινέα. Βλ. τὸ Πρόγραμμα «Ἐπίδαυρος 1962».
[4] Θύρσος (ὁ): κλαδὶ ἀπὸ καλάμι μὲ φύλλα κισσοῦ, συνήθως στὴν κορφή του, τὸ κρατεῖ ὀ Διόνυσος καὶ οἱ μαινάδες του.
[5] Εὐριπίδη Βάκχαι: Πρόλογος, στίχ. 1-2 «ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίων χθόνα / Διόνυσος…».
[6] Οἱ τελευταῖοι στίχοι (1020-1023) τῆς ἐπωδοῦ τοῦ Δ΄ στάσιμου σὲ μτφρ. Παντελῆ Πρεβελάκη: «Ἔλα μὲ ὄψη γελούμενη, ὦ Βάκχε, / καὶ στὸ δίχτυ τοῦ θανάτου πιάσε / τὸ σκληρὸ τῶν Βακχῶν κυνηγάρη, / στὸ κοπάδι τους μέσα ὅταν πέσει».
[7] Πέμπτο ἐπεισόδιο: «Πενθεὺς ὄλωλεν, παῖς Ἐχίονος πατρός», στίχ. 1030.
[8] Ἔξοδος: «ἀλλὰ Πενθέως ἡ τάλαιν᾽ ἔχω κάρα», στίχ. 1284.
[9] Εἶναι οἱ τελευταῖοι στίχοι τῆς τραγωδίας.
[10] Ὁ Μανουσάκης θὰ δημοσιεύσει στὴ συνέχεια ταξιδιωτικὲς ἐπιφυλλίδες γιὰ τὸ Ναύπλιο («Ἀνάπλι, ἡ πολιτεία τοῦ λυρισμοῦ καὶ τῆς Ἱστορίας» καὶ τὶς Μυκῆνες («Μυκηναίων χθών»), ποὺ ἐπισκέφτηκε τότε, ἀμέσως μετὰ τὴν Ἐπίδαυρο.

Το κατάμεστο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στις 17 Ιουνίου 1962,
στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Βάκχαι» του Ευριπίδη,
σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή
Οι Βάκχες του Ευριπίδη, μια από τις πιο αινιγματικές
τραγωδίες της αρχαιοελληνικής γραμματείας
Αναδρομή στην ιστορία, στην υπόθεση και στις ερμηνείες του Ευριπίδειου έργου
Η υπόθεση του δράματος
Παραθέτω αυτούσια και πλήρη τη συγκλονιστική υπόθεση των «Βακχών» από τον συγγραφέα Γιώργο Χειμωνά. Ο Χειμωνάς συνοψίζει, σχολιάζοντας παράλληλα τη φοβερή τραγωδία του Ευριπίδη:
«Ο θεός Διόνυσος (ή Βάκχος ή Βάκχιος ή Βρόμιος) έρχεται από την Ασία στην Ελλάδα για να επιβάλει τη λατρεία του. Τον ακολουθούν οι Μαινάδες, ιέρειες σε κατάσταση ένθεης μανίας. Οι τελετουργίες της νέας θρησκείας είναι ομαδικά όργια έκστασης, μακριά από τις πόλεις, επάνω στα βουνά. Ο Διόνυσος είναι γιος του Δία και μιας θνητής, της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, βασιλέα των Θηβών.

Το σκηνικό της παράστασης των Βακχών,
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 17 Ιουνίου 1962
Έγκυος ακόμα, η Σεμέλη κάηκε ζωντανή από τις φωτιές που τύλιγαν το σώμα του Διός, όταν αυτός ντυνόταν την πύρινη στολή του. Του το είχε ζητήσει σαν χάρη η ίδια η Σεμέλη, ύστερα από κακόβουλη συμβουλή της Ήρας που ήθελε να την εξοντώσει. Ο Ζευς πρόλαβε και άρπαξε μέσα από τη φλεγόμενη μήτρα της ζωντανό το έμβρυο, το παιδί του, και το έραψε βαθιά στον μηρό του για να το σώσει από την Ήρα. Από τον μηρό του Δία θα γεννηθεί ο Διόνυσος, αυτό σημαίνει το όνομά του: «ο γεννημένος δύο φορές».
Το δράμα του Ευριπίδη «Οι Βάκχες» εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ηγεμόνας τώρα είναι ο εγγονός του Κάδμου, ο Πενθέας, γιος της Αγαύης. Από τη μανία του Διονύσου έχουν κιόλας καταληφθεί όλες οι γυναίκες της Θήβας. Έχουν εγκαταλείψει τις οικογένειές τους και παρμένες από την έκσταση του θεού, τη «βακχεία», τελούν οργιαστικά μυστήρια στις κορυφές του Κιθαιρώνα.
Ο Πενθέας είναι εξοργισμένος. Κατηγορεί τον Διόνυσο πως είναι ένας ψευτο-θεός, ένας φτηνός γόητας γυναικών που όλες τον ερωτεύονται και παρασύρονται σε ακολασίες μαζί του. Είναι η ύβρις που εκτοξεύει ο Πενθέας και εναντίον της Αφροδίτης. Δεν του συγχωρεί ότι θύμα της σαγήνης του είναι και η μητέρα του, η Αγαύη, αλλά και οι σεβάσμιες θείες του Ινώ και Αυτονόη, όλες αδελφές της πεθαμένης Σεμέλης. Αυτές οι τρεις γυναίκες ηγούνται των βακχικών θιάσων που οργιάζουν στον Κιθαιρώνα.
Ο Διόνυσος θα εκδικηθεί τον Πενθέα για την ασέβειά του. Του εμφυσά την τρέλα, τον μεταμφιέζει σε γυναίκα (επειδή οι Μαινάδες δεν ανέχονταν την ανδρική παρουσία), τον γελοιοποιεί στους υπηκόους του, καθώς τον περιφέρει με την γκροτέσκα θηλυπρέπειά του μέσα στην πόλη, για να τον οδηγήσει στα κρησφύγετα των Βακχών, όπου θα συναντηθεί με τη μητέρα του. Εκεί ψηλά, στον Κιθαιρώνα, ο Πενθέας θα βρει φοβερό θάνατο: η μητέρα του (που μέσα στη μανία της τον βλέπει ως λιοντάρι) τον κατασπαράζει με τα ίδια της τα χέρια, ξερριζώνει το κεφάλι του, το μπήγει στην κορυφή του θύρσου της και κατεβαίνει στη Θήβα, να επιδείξει θριαμβευτικά στους Θηβαίους και στον πατέρα της, τον Κάδμο, το σπάνιο θήραμά της – ένα άγριο νεαρό λιοντάρι των βουνών που αυτή, μια άοπλη γυναίκα, κατάφερε να σκοτώσει.

Ο Νίκος Τζόγιας ως θεός Διόνυσος, αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 1962
Ο Κάδμος, συντετριμμένος, τη βοηθάει να βγει από την θόλωσή της και να δει τι πραγματικά είχε καρφώσει στον θύρσο της: το κεφάλι του παιδιού της (ένα μικρό νευρολογικό σχόλιο: το ερωτηματολόγιο του Κάδμου είναι ένα υπόδειγμα νευροψυχολογικής διερεύνησης για τους συγκεχυμένους ασθενείς). Η Αγαύη συνέρχεται, συνειδητοποιεί την πράξη της και θρηνεί τον θάνατο του γιου της Πενθέα, απαρηγόρητη για το αποτρόπαιο έγκλημά της (ένα μικρό φιλολογικό σχόλιο: το κομμάτι του θρήνου της Αγαύης έχει χαθεί από την τραγωδία του Ευριπίδη και έχει αντικατασταθεί με τον θρήνο της Παναγίας προς τον αποκαθηλωμένο Χριστό, απόσπασμα από το βυζαντινό δράμα «Χριστός Πάσχων», αλλά ο θεατής δεν το αντιλαμβάνεται -πρόκειται για έναν εντελώς όμοιο θρηνητικό λόγο, ο οποίος διατηρεί ακέραιη τη δραματική ισχύ του, από τους γόους, τους κομμούς της αρχαίας τραγωδίας έως τους επιτάφιους ύμνους της ελληνικής βυζαντινής ορθοδοξίας και έως τα λαϊκά μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας).
Το δράμα τελειώνει παράξενα. Απέναντι στον θρήνο της Αγαύης και στις κατάρες της, στο παράπονο του Κάδμου και του λαού της Θήβας (γιατί όλη η χώρα τιμωρείται απάνθρωπα από τον θεό), στη διαμαρτυρία τους για την τρομερή εκδίκηση του Διονύσου -απέναντι στη φρίκη αλλά και στον θυμό των ανθρώπων για την υπερβολική, αδικαιολόγητη κακία του Διονύσου- στέκεται σιωπηλός ο θεός. Ο Ευριπίδης, που επινόησε τον «από μηχανής θεό», φθάνει εδώ στο άλλο άκρο: δημιουργεί τον «αμήχανο θεό». Ο Διόνυσος, μονάχος στο βάθος της σκηνής, αβέβαιος, σχεδόν τρομαγμένος. Η τελευταία φράση του είναι ένας ψίθυρος, μια άναρθρη απολογία: «Δεν φταίω εγώ για όλα αυτά. Άλλος τα αποφάσισε» -και μάλιστα «από πολύ παλιά». Υποτίθεται, ο Δίας…
Και η οδύνη που δοκιμάζει ο θεατής των «Βακχών» για τα βάσανα των ανθρώπων μεταβάλλεται ξαφνικά σε οίκτο για τον αξιολύπητο, δειλό θεό που τα προκαλεί.
* Γιώργος Χειμωνάς (μτφρ.), «Ευριπίδη “Βάκχες”», Πρόλογος στη β’ έκδοση, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1985, 1992, σελ. 1-3.

Ο χορός των Μαινάδων, Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος 1962
Οι «Βάκχες» της Επιδαύρου
Αλέξης Μινωτής
Τώρα που τέλειωσαν οι φετινές παραστάσεις Αρχαίου Δράματος στην Επίδαυρο και ξέφυγαν από την ανυπόμονη δημοσιογραφική επικαιρότητα, δε θα ‘ταν ανώφελο, νομίζω, να προστεθούν σε όσα πολλά γράφτηκαν για τις «Βάκχες» από τους ειδικούς και μερικές σκέψεις και παρατηρήσεις ενός ανθρώπου του θεάτρου, που τυχαίνει να είναι και ο σκηνοθέτης της παράστασής των.
Περίμενα, ομολογώ, με ανησυχία να δω τι αντίκτυπο θα είχαν στο κοινό ορισμένες κακές κριτικές που πήρε η παράσταση αυτή και με ικανοποίησή μου είδα, πως αντίθετα από τις προβλέψεις, ο κόσμος γέμισε το μεγάλο θέατρο και χειροκρότησε με ενθουσιασμό και τις δυο παραστάσεις που ακολούθησαν την πρεμιέρα. Αυτό φανερώνει, πως έγινε ένα αρκετά σημαντικό βήμα μπροστά, αφού και με δυσκολότατα ακόμα έργα, όπως είναι οι «Βάκχες», κατορθώνεται η μέθεξη του κοινού και η καλλιτεχνική του συγκίνηση, που σίγουρα έχει περισσότερη αξία από την συναισθηματική ή ηθική ικανοποίηση, που κερδίζονται συχνά με έργα βασισμένα σε απλούστερους και πιο ανθρώπινους δραματικούς μύθους.

Ο Γιάννης Αποστολίδης (Τειρεσίας) και ο Αλέξης Μινωτής (Κάδμος)
στην παράσταση των Βακχών στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 1962
Το ανέβασμα φυσικά τέτοιου έργου, που τόσο διαφέρει στην υφή και γενικά στην τεχνοτροπία από τις άλλες τραγωδίες που έχουν παιχθεί ως τώρα, παρουσιάζει απροσπέλαστες δυσκολίες, τεχνικές κι ερμηνευτικές, η δε πραγματοποίησή του βάζει τον καλλιτέχνη, αλλά και τον θεατή μπροστά σε μια καινούργια εμπειρία. Γι’ αυτό η επιδοκιμασία του κοινού είναι, για μας τουλάχιστο, που μοχθήσαμε για το λίγο, έστω αυτό αποτέλεσμα, η πιο καλή αμοιβή.
Το κοινό από διαίσθηση ξέρει τι θα πει ζωντανή μορφή και ζωντανή παρουσία κι όταν την συναντά σε μια παράσταση, όσο και δύσκολου ή δυσνόητου έργου, ενώνεται μαζί της και συμμετέχει όχι μόνο στη δραματική περιπέτεια, αλλά δέχεται και την καθαρά καλλιτεχνική της έκφραση.
Κι όμως, η παράσταση των «Βακχών», χωρίς άλλο, δεν ήταν τέλεια. Δεν την περίμενα ποτέ να είναι. Τέτοια έργα δεν παίρνουν την σκηνική τους πληρότητα με το πρώτο. Χρειάζεται πολύς χρόνος, πολύς μόχθος, τεράστια συγκέντρωση και πολλή θεατρική πείρα. Έξω από το στοιχείο του χρόνου, που μας αδίκησε με την μοιραία συντομία του, τ’ άλλα υπήρχαν σε αρκετά αυξημένο βαθμό, κι αν δεν τύχαινε από αλλόκοτες αντικαλλιτεχνικές αφορμές να ταλαιπωρηθούμε ως την απόγνωση, εξαιτίας της ορφανής μουσικής σύνθεσης, θα είχαμε άσφαλτα μια ανώτερη παράσταση από την πλευρά τουλάχιστο της εκτέλεσης του λυρικού μέρους του χορού. Την ζωντανή μολοντούτο παράσταση που πετύχαμε παρ’ όλες τις αντιξοότητες, το κοινό την δέχτηκε, κι αυτό μας αρκεί για την ώρα. Κι ας μην ξεχνούμε, πως μ’ όλα τα λαμπρά επιτεύγματα του Εθνικού Θεάτρου στον τομέα της Τραγωδίας ως τα τώρα, το πεδίον της προσπάθειας εξακολουθεί πάντα να είναι πειραματικό και για μας και για τους κριτές μας. Εκτός βέβαια για κείνους, που πιστεύουν μακάρια πως έχουν κιόλας προ πολλού ειπωμένη την τελευταία τους λέξη.

Κατίνα Παξινού (Αγαύη), αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 1962
«Πολύ τολμηρό κι επικίνδυνο εγχείρημα» είχα ο ίδιος χαρακτηρίσει πριν από την πρώτη παράσταση την απόφαση του ανεβάσματος των «Βακχών». Επειδή όμως, ετόνιζα, πιστεύω πως πολύ απέχουμε από την οριστική μορφή που πρέπει να έχουν οι παραστάσεις, για να είναι αντάξιες προς τα μεγάλα κείμενα των Αρχαίων, θεωρώ απαραίτητη την κατάκτηση τη απαιτούμενης τεχνικής, με τις λύσεις προβλημάτων, που αναγκαστικά μας θέτουν έργα δύσκολα, ειδικά από την πλευρά της τεχνικής, για να ξεφύγουμε σιγά-σιγά από τον κορεσμό και τη ρουτίνα μιας λαμπρής έστω μεθόδου, που αρκετά μας βοήθησε ως τώρα, μα που δεν μπορεί πια να μας πάει παραπέρα.
Οι «Βάκχες», εκτός από την μεγάλη αξία τους, προσφέρονται στους καλλιτέχνες που ειδικεύονται στο Αρχαίο Δράμα, για την ανανέωση και τον εμπλουτισμό της τεχνικής, που μας χρειάζεται. Πρέπει να φτάσουμε με σύγχρονα αισθητικά μέσα στην σκηνική πληρότητα της μορφής της Τραγωδίας, που βέβαια, όπως μας απόμεινε στο χρόνο, είναι σίγουρα Λόγος και μάλιστα “αυτοδύναμος λόγος”, αν θέλετε, αλλά δεν πρέπει να ξεχνιέται, πως η Τραγωδία είναι κατεξοχή θέατρο και πως γι’ αυτό η οπτική της λειτουργία είναι κι αυτή ένα σημαντικότατο κι απαραίτητο στοιχείο της θεατρικής της έκφρασης.
Με τέτοια συναίσθηση και με τέτοιαν άγνοια και καλλιτεχνική σκοπιμότητα επιχειρήθηκε και πραγματοποιήθηκε η παράσταση των «Βακχών». Η τραγωδία αυτή του Ευριπίδη δεν χρειάζεται, νομίζω, καμιά απολογία κι ούτε βέβαια την έγκριση κανενός. Είναι ένα αριστούργημα, που το ταίρι του σε δραματική πυκνότητα, σε περιεκτικότητα και ποιητική έξαρση, δύσκολο να βρεθεί παρά μόνο ανάμεσα στα καλύτερα έργα της παγκόσμιας δραματικής λογοτεχνίας αρχαίας ή νέας. Και πάλι παραμένει μοναδικό στο είδος και στο ύφος του.

Ευριπίδης (480-406 π.Χ.)
Είναι κατάμεστο απ’ αυτή την δαιμονιακή παρουσία της Ανάγκης, που για τους Αρχαίους ήταν η ατάραχη, η αδήριτη πηγή της τραγικής μοίρας του ανθρώπου, και συνάμα η γεννήτρια της ηθικής του υψηλοφροσύνης και αξιοπρέπειας. Σαν θεατρικό έργο, καθώς φαίνεται αντιφατικό στις ιδέες και περίπλοκο στους σκηνικούς τρόπους ξεγλιστράει την εύκολη σύλληψη, προχωρώντας από μια φανταχτερή τελετουργική εξωτερικότητα ολοένα και σε βαθύτερο χάος και ολοένα σε πλατύτερη τάξη και σοφία. Κινείται από θρησκευτικά δίχως άλλο αισθήματα, που όμως δεν αναιρούν την οικεία εχθρότητα του ποιητή προς τις παραδεγμένες θρησκευτικές δοξασίες. Αυτή η βασική ασυνέπεια είναι βέβαια φαινομενική, γιατί στη φύση του θεού, όπως διατυπώνεται από την ίδια την δράση του έργου, τέτοιες αντινομίες συγχωνεύονται και σβήνουν. Η δημιουργική φαντασία του δραματουργού εξισορροπεί και συμφιλιώνει εδώ τα πιο αντίθετα στοιχεία, συνθέτοντας μια ανώτατη κατάσταση δραματικής συγκίνησης.
Πολύ σοφά ο Άγγλος σχολιαστής E.R. Dodds, στην περισπούδαστη μελέτη του των «Βακχών», απορρίπτοντας τις ρασιοναλιστικές ερμηνείες των σχολιαστών του 19ου αιώνα, που συμπέραναν, πως ο Ευριπίδης ενδιαφερόταν περισσότερο για θεολογική προπαγάνδα παρά για καθαρά δραματική έκφραση, σημειώνει: «Η αλήθεια είναι, πως στα περισσότερα έργα του ο Ευριπίδης προσπάθησε να εγχύσει νέα ζωή σε παραδομένους μύθους, γεμίζοντάς τους με καινούργιο σύγχρονό του περιεχόμενο, και αναγνωρίζοντας στους ήρωες παλαιών παραμυθιών αντίστοιχους τύπους της εποχής του, αναπλάθει μυθικές καταστάσεις με το πνεύμα συγκρούσεων του 5ου π.Χ. αιώνα. Κάτι τέτοιο επιδιώκει και στις “Βάκχες”. Και στα καλύτερά του έργα ο Ευριπίδης μεταχειρίζεται αυτές τις συγκρούσεις, όχι για να κάνει θρησκευτική προπαγάνδα, αλλ’ όπως ένας γνήσιος δραματουργός πράττει: να παράγει τραγωδία από την ένταση που περιέχουν. Η δομή των “Βακχών” οφείλεται στον ίδιο κανόνα, και είναι λάθος να ρωτά κανείς τι προσπαθεί ν’ αποδείξει. Η έγνοια του σ’ αυτό το έργο, όπως και σ’ όλα τα σπουδαιότερά του, δεν είναι ν’ αποδείξει τίποτα, παρά να αυξήσει την ευαισθησία μας. Η μέγιστη δύναμη των “Βακχών”, μας λέει, προέρχεται σε πολλά, από την ένταση μεταξύ της κλασικής τυπικότητας του ύφους της δομής των και της παράξενης θρησκευτικής εμπειρίας, που εικονίζουν».

Ο χορός των Μαινάδων, Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος 1962
Το θέμα της τραγωδίας είναι ένα αμυδρό ιστορικό γεγονός, η εισβολή δηλαδή στην Ελλάδα των Διονυσιακών ιερουργιών, και ο μύθος του Πενθέα, που ενσωματώνει την Διονυσιακή λατρεία.
Μολοντούτο, οι «Βάκχες» δεν βρίσκω να είναι ούτε σπουδή Διονυσιακής τελετουργίας, ούτε μελέτη επί των φαινομένων της θρησκευτικής υστερίας (όπως πολύ φοβούμαι περίμεναν να δουν μερικοί στην παράσταση της Επιδαύρου). Η Διονυσιακή θρησκεία είναι μόνο ο καμβάς, ο χώρος, στον οποίο διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου, όπου εξελίσσεται ο μύθος, όχι όμως αυτό που στο βάθος πραγματεύεται ο δραματουργός. Η αιώνια δηλαδή σύγκρουση θεού και ανθρώπων -εξωτερικών και εσωτερικών δυνάμεων. Χωρίς άλλο για να το καταλάβομε το έργο αυτό, πρέπει να μελετήσουμε τις διάφορες πλευρές της Διονυσιακής ζωής, ν’ αναγνωρίσουμε στους έξαλλους βακχικούς χορούς τις άμεσες εκδηλώσεις εκστατικής καταληψίας, που πετυχαίνουν οι μαινάδες (όχι βέβαια οι Βάκχες της παρόδου) με τις ωμοφαγίες ανθρώπου ή ζώου, που προσωρινά ενσαρκώνει τον θεό για να κερδίσουν την μέθεξή τους στην ιερότητά του και να ταυτιστούν μαζί του. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει, πως η άποψη της Διονυσιακής λατρείας, όπως την παρουσιάζει στο έργο του ο Ευριπίδης, είναι ουσιαστικά αλλιώτικη από τις ιστορικά εξακριβωμένες βακχικές τελεστίες της εποχής του. Εδώ είναι διαμορφωμένες για τις δραματουργικές ανάγκες του συγγραφέα κατάλληλα για να εξυπηρετήσουν τους καλλιτεχνικούς του σκοπούς.
Η επίμονη διαφοροποίηση που κάνει ανάμεσα στις Βάκχες του έργου και στις Βάκχες της παράδοσης που, σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής του, οι διονυσιακές των ορειβασίες άλλο δεν ήταν παρά συχνότατα οργιαστικές εκδηλώσεις με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, μας πείθει πως ο σκοπός του δεν ήταν η φολκλορική αναπαράσταση αυτών των θρησκευτικών οργίων, αλλ’ η συμβολή στη δράση ενός καθαρά δραματικού χορού με φανατικό θρησκευτικό πάθος, αλλά και με ήθος χρήσιμο στην καθόλου σύνθεση της τραγωδίας.

Κατίνα Παξινού (Αγαύη), αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 1962
Ακόμα και των δυο Αγγέλων οι περιγραφές του «μαύρου μαιναδισμού» στον Κιθαιρώνα, της Αγαύης με τις αδερφές της και των άλλων «κρουσμένων» γυναικών της Θήβας -που σαφέστατα ξεχωρίζουν από τις οργανωμένες σε πειθαρχημένο ιερατικό σώμα Ασιάτισσες Βάκχες της παρόδου- φανερώνουν την πρόθεση του ποιητή να μας απαλλάξει από κάθε υποψία κοινού οργίου:
«Αποκαμωμένες κοιμόταν όλες,
Τούτες ξαπλωμένες σε κλάρες ολοφούντωτες ελάτου
κι άλλες με το κεφάλι απά στα φύλλα
βαλανιδιάς σεμνόπρεπα γυρμένο,
κι όχι καθώς τις λέγεις, μεθυσμένες
απ’ το κρασί κι από του αυλού το λάλο
να κυνηγούν τον έρωτα στα δάση…
Εκεί να δεις σεμνότητα από νέες
μεστωμένες κι ανύπαντρα κοράσια»
(μτφρ. Π. Πρεβελάκη)
Όπως το μορφικό σχήμα του έργου είναι αρχαϊκό, μια επιστροφή δηλαδή στο παλαιότατο δραματικό ύφος, το ίδιο και η διαχείριση του μύθου και των χαρακτήρων μαρτυρούν μια πρωτόγονη σχεδόν απλότητα. Αν συγκρίνουμε την Αγαύη π.χ. με τη Φαίδρα ή τη Μήδεια ή τον Πενθέα με τον Ιππόλυτο του ίδιου τραγικού, διακρίνουμε την ίδια αρχαϊκή απλότητα. Οι χαρακτήρες των «Βακχών» μας εντυπωσιάζουν πολύ λιγότερο απ’ αυτούς των άλλων του έργων, σε ό,τι αφορά την εσωτερικότητα και την ψυχολογική τους ανάπτυξη. Περισσότερο μας συγκινούν εξ αιτίας της προορισμένης θέσης τους στις δραματικές καταστάσεις του μύθου από μια τραγική νομοτέλεια. Απ’ αυτή την πλευρά, της υφής δηλαδή και όχι της ουσίας των χαρακτήρων, οι «Βάκχες» μπορεί να θεωρηθούν περισσότερο Αισχύλεια τραγωδία παρά Ευριπίδεια. Γι’ αυτό όταν κρίνεται η υπόκριση των ηθοποιών, που τις υποδύονται στη θυμέλη, θα πρέπει, για όσους τουλάχιστο θέλουν να καταλαβαίνουν από θέατρο, να εφαρμόζεται ο βασικός αυτός διακριτικός κανόνας. Αν και ο κανόνας τούτος δεν είναι άκαμπτος σ’ όλη την πορεία του έργου και δεν ισχύει ολότελα σε κάθε στιγμή για όλα τα δραματικά πρόσωπα που διασταυρώνονται στα διάφορα επεισόδια, αλλά παραλλάζει ανάλογα με το νόημα και τις ανάγκες κάθε σκηνής. Η Ευριπίδεια ειρωνεία παραφυλάει κι επιφαίνεται εδώ κι εκεί, όταν χρειάζεται, για να μας θυμίσει πως στην Τραγωδία δεν είναι αναγκαστικά όλα βαριά, σκουντουφλά και σπαραξικάρδια. Έτσι παρεξηγήθηκε νομίζω από ένα-δυο κριτικούς η σκηνή των δυο γερόντων, του Τειρεσία και του Κάδμου. Και άδικα κατηγορήθηκε η ερμηνεία της στην παράσταση. Εμείς στη σκηνή αυτή δεχτήκαμε την σοφή παρατήρηση του Winnington-Ingram, που την χαρακτηρίζει «ένα πεζό φόντο αντίκρυ στην λυρική έξαρση του χορού», γιατί το ίδιο το κείμενο του διαλόγου εδώ δεν αφήνει σοβαρά περιθώρια για να χωρέσει η θεωρία τού Gilbert Murray για διονυσιακό θαυματουργό ξανάνιωμα των δυο γερόντων, αφού φανερά πια εδώ ο Ευριπίδης ειρωνεύεται την αμφίβολη πίστη τους στην μυστηριώδη δύναμη του νέου θεού. Βάζει τον Κάδμο να ζητάει αμάξι για ν’ ανέβουν στον Κιθαιρώνα και τον Τειρεσία να ζητά του Κάδμου ν’ αναβασταχτούν για να μην πέσουν χάμου και ντροπιαστούν. Παρ’ όλα αυτά και μ’ όλη την κυνική θα ‘λεγα παραίνεση του Κάδμου προς τον Πενθέα να το λέει τ’ όμορφο ψέμα («καί καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης, ἵνα δοκῆ θεόν τεκεῖν ἡμῖν τε τιμή παντί τῶ γένει προσῆ»), εμείς προσπαθήσαμε και το πετύχαμε, νομίζω, να κρατήσουμε τη σκηνή αυτή μέσα στα όρια του μυστηριακού ύφους της παραστάσεως, χωρίς όμως και ν’ αποκρύψουμε το χιούμορ που άσφαλτα περιέχεται σ’ αυτήν.

Μαινάδες
Τώρα από την καθαρά δραματική πλευρά το κύριο θέμα της τραγωδίας βρίσκεται στην σύγκρουση των δύο κυρίων αντιπάλων του μύθου -του νέου θεού Διόνυσου και του νέου βασιλιά Πενθέα. Η αντίθεση παρουσιάζεται σχεδόν σχηματική. Ο αθλητικός Πενθέας ενάντια στον τρυφερό και γυναικόμορφο Διόνυσο. Κι όμως, κάτω από τη φαινομενική αντίθεση, υπάρχει μια βασική ομοιότητα, όταν ξέρουμε πως είναι πρώτα ξαδέρφια κι έχουν τα ίδια οικογενειακά γνωρίσματα. Ο καθένας τους είναι φοβερά ζηλότυπος και εύθικτος στην προσωπική του τιμή κι όχι λιγότερο αδίστακτος στην εχθρότητά του. Κανείς τους δεν ανέχεται αντίρρηση ή αντίσταση στη θέλησή του. Ο νέος θεός βέβαια επικρατεί, γιατί επωφελείται από την τρωτότητα και την αδυναμία του νέου βασιλιά, που έχει τέλεια άγνοια της ίδιας του της φύσης -κατορθώνει να κυριαρχήσει απάνω του, να τον ταπεινώσει και να τον καταστρέψει τελικά. Το άθλιο τέλος του στον Κιθαιρώνα μαρτυρά την τραγική ειρωνεία του Ευριπίδη, που τον βάζει να πεθάνει σαν ένα ζωντανό υποκατάστατο του ίδιου του θεού που αντιμάχεται. Ο Πενθέας άλλωστε δεν είναι καμωμένος από την στόφα των τραγικών ηρώων κι ούτε είναι σε θέση ν’ αντιπροσωπεύσει την λογική και την διαφώτιση αντίθετα στον διονυσιακό παραλογισμό, όπως αποκαλεί τη νέα θρησκεία. Εκτός που είναι παράλογος ο ίδιος και πεισματάρης και ασεβής, είναι και η προσωποποίηση της απωθημένης σεξουαλικής ανάγκης, γιατί η ύβρις που διαπράττει δεν έχει μόνο κοινωνικές ρίζες παρά και σεξουαλικές αφορμές. Ο Ευριπίδης τον παρουσιάζει σαν ένα αλαζόνα εικονοκλάστη νεωτεριστή, στασιαστή εναντίον της παράδοσης, βιαστή του νόμου της κοινότητας, και περιφρονητή κάθε δύναμης υπεράνω ανθρώπου.
Ο Διόνυσος από την άλλη μεριά, από δραματική άποψη, είναι μια δύσκολη θεατρική μορφή, το περισσότερο γιατί είναι φευγαλέα, μεταβατική. Κάτω από την πίεση της δραματικής λειτουργίας του έργου αλλάζει ολοένα όσο προχωρεί η δράση και γίνεται κάτι το εντελώς διάφορο απ’ αυτό που παρουσιάζεται να είναι στην αρχή. Από μια σχεδόν ομηρική ανθρωπομορφική θεότητα, προικισμένη με ανθρώπινες αρετές και ανθρώπινα πάθη, αλλοιώνεται κατά την πορεία του έργου όλο και περισσότερο, και αναγκάζεται από την δραματική πρόοδο να πάρει το γυμνό σχήμα της εξωηθικής ανάγκης, που πράγματι αντιπροσωπεύει, και που κορυφώνεται και μορφικά πια στην έσχατη εμφάνισή του στο θεολογείο, όπου επιφαίνεται σαν μια ανελέητη δαιμονική ολόγυμνη δύναμη.

«Βάκχαι» Ευριπίδη, αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 17 Ιουνίου 1962
Η ιερότητα του Διονύσου είναι βέβαια η ίδια η ζωική δύναμη, η απειθάρχητη χαοτική έκρηξη της φύσης σε άτομα και σε πλήθη ακόμα. Είναι το φρούμασμα του χυμού στα δέντρα και του αίματος στις φλέβες ανθρώπων και ζωντανών. Σαν τέτοια δύναμη ή θεότητα, ο νέος θεός τούτος είναι εξωηθικός. Ούτε καλός, ούτε κακός είναι -παρά μια ανάγκη, ένας νόμος φυσικός που ευλογεί όσους τον δέχουνται και τον υπακούουν και καταστρέφει ή τρελαίνει όσους τον αρνούνται. Και σαν κάθε φυσική ανάγκη είναι σκοτεινός, αμφίπλευρος («ὃς πέφυκεν ἐν τέλει θεός, δεινότατος, ἀνθρώποισι δ’ ἠπιώτατος»). Είναι, τέλος, μια ωμή δύναμη, μια ανεξιχνίαστη απάνθρωπη πραγματικότητα.
Έχουμε, λοιπόν, εδώ μια σώμα προς σώμα σύγκρουση μεταξύ των δυο αυτών -θεού και ανθρώπου- που κι οι δυο τους επιδείχνουν μεγάλη ευσέβεια για ό,τι διεκδικούν και υποστηρίζουν με φανατισμό -αλλά που στην ουσία ο πρώτος μεν αντιπροσωπεύει την υπερτροφική τυραννία της λαϊκής θρησκευτικής δοξασίας και της κομφορμιστικής παράδοσης, και ο δεύτερος την αυθάδη ξιπασιά του ανήλεου σοφισμού και σκεπτικισμού. Κι οι δυο μεριές είναι ίδιες σε σκληρότητα και μισαλλόδοξη βιαιότητα, όταν συγκρούονται. Αν προς το τέλος του έργου η χαιρέκακη στάση του Διόνυσου μας πληγώνει και παρασύρει τη συμπάθειά μας προς το μέρος του Πενθέα, είναι γιατί από τη φύση των πραγμάτων η αμάθεια του ανθρώπου είναι λιγότερο μισητή απ’ αυτήν του θεού. Αλλά και οι δυο, θεός και άνθρωπος, είναι ολόιδιοι σε αμάθεια, με την αρχαία, εννοείται, σημασία της λέξης.

Ο χορός των Μαινάδων, Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος 1962
Γύρω από τον Διόνυσο και τον Πενθέα στέκουν οι άλλοι χαρακτήρες του έργου: Τειρεσίας, Κάδμος, Αγαύη και ο χορός των Βακχών απ’ την Ασία. Απ’ αυτούς η Αγαύη είναι άσφαλτα προορισμένη από τον Ευριπίδη να παρουσιάσει την φριχτή αγριότητα του Διόνυσου. Γιατί στην προσωπική της τραγωδία και στα λόγια που προφέρει καθώς περνά απ’ την τρομακτική ειρωνεία της θριαμβευτικής της εισόδου στη θυμέλη με το κεφάλι του γιου της καρφωμένο στο διονυσιακό θύρσο, στην πονετικότερη σκηνή της αναγνώρισης που γράφτηκε ποτέ, οφείλεται η οριστική στροφή της συμπάθειάς μας για τα θύματα του Διονύσου.
Γιατί ποιος θεός, αδιάφορο όποια κι αν ήταν η πρόκληση ή η προσβολή που του έγινε, θα μπορούσε να βάλει τη μάνα να κατακομματιάσει το παιδί της κι ωστόσο να εξακολουθεί να ‘χει τη συμπάθειά μας και να λογαριάζεται δίκαιος και σοφός;
Όχι θεός λοιπόν, όπως εμείς οι σημερινοί τον εννοούμε, αλλά Ανάγκη, όπως τον εννοούσαν οι Αρχαίοι.

Ο χορός παίρνει μια ιδιαίτερη σημασία, ας μου επιτραπεί να νομίζω, γιατί η συμμετοχή του στην τραγωδία αυτή, σαν σώμα από Ασιάτισσες θρησκευόμενες Βάκχες, έχει μεταπλαστεί, όπως αναφέραμε και παραπάνω, από τον δραματουργό για να υπηρετήσει, όχι μόνο την λυρική μα και την δραματική λειτουργία του έργου, κι όχι απλώς για ν’ αναπαραστήσει στη θυμέλη τις βακχικές οργιαστικές τελεστίες. Οι γυναίκες αυτές του χορού είναι δεμένες με τη δράση του έργου και η προσωπική τους περιπέτεια είναι αδιάσπαστο μέρος του δραματικού μύθου. Ύστερα, αντίθετα με τις μαινάδες του Κιθαιρώνα, αυτές δεν είναι «κρουσμένες». Ο ιερός λόγος σίγουρα καλπάζει στις ωδές που ψάλλουν και υπάρχει ζέση στις κινήσεις των τελετουργικών χορών που εκτελούν, αλλά όχι στον τόνο και την παραφορά μιας χαοτικής και ρεαλιστικά βάρβαρης αγριότητας, παρά σαν λυρική έκφραση μιας πειθαρχημένης βαθιάς θρησκευτικής πίστης. Ολοφάνερα αυτές οι ξενόφερτες γυναίκες παρουσιάζονται φορές – φορές (όπως στο Α’ και στο Γ’ στάσιμο περισσότερο) τέλεια εξελληνισμένες, που δεν τις ξεχωρίζει κανείς από όποιον άλλο τραγικό χορό σε αισθήματα, σε λογική και σωφροσύνη. Μεταλλάσσουν από την παλλόμενη ολόθερμη ασιατική υμνολογία προς τον δυναμικό θεό τους, στις στοχαστικές ήρεμες ελληνικές γνώμες της παράδοσης για τη φύση της θεότητας και για τους κινδύνους της ανυπακοής. Αυτός ο δυισμός πηγάζει άσφαλτα από τον διπλό ρόλο του σαν δραματικού χορού και σαν ομάδας πιστών ακολούθων του θεού Διόνυσου.
Ο Ευριπίδης περισσότερο ενδιαφέρεται να παρουσιάσει αυτή την πειθαρχημένη και δραματικά χρήσιμη για το έργο του εικόνα της Διονυσιακής εμπειρίας, παρά την αλλόφρενη αχαλίνωτη ωμότητα του αρχαϊκού μαιναδισμού, που την αφήνει για τα δρώμενα του Κιθαιρώνα, που μας περιγράφουν τόσο παραστατικά οι δυο Άγγελοι. Μ’ αυτόν τον αναχρονισμό (και με τον μερικό εξελληνισμό του χορού) κατορθώνει, χωρίς να παραβιάσει την δραματική συνοχή του έργου, να δικαιώσει στο τέλος τον αποχωρισμό των πιστών κι όχι επαναλαμβάνω «κρουσμένων» Βακχών, από το θεό τους, αναδείχνοντας έτσι την ανθρωπιστική τους φύση. Γιατί, μ’ όλο που τις βλέπουμε να χορεύουν χαρούμενα στο πέμπτο στάσιμο (υπόρχημα) για τον σκληρό θάνατο του Πενθέα, όταν αντικρίζουν την Αγαύη με το κεφάλι του γιου της μπηγμένο στο θύρσο, εκδηλώνουν αποστροφή και βαθύν οίκτο. Τα αισθήματά τους διαχωρίζονται από του Διόνυσου με τον οποίο ως τα τώρα ήταν τέλεια ταυτισμένες. Όσο Βάκχες κι αν είναι, στη σκηνή αυτή δείχνονται ανθρώπινες, αντίθετα προς το Διόνυσο, που φανερώνεται απάνθρωπα αμάλαγος και σκληρός. Κι έτσι ο τραγικός τόνος του φόβου και του ελέους απλώνεται σε σκηνή και θυμέλη κατά την έξοδο.


Αριστερά: ο Στέλιος Βόκοβιτς (Β’ Μαντατοφόρος) και ο Χορός.
Δεξιά: ο Παντελής Ζερβός (Μαντατοφόρος Βοσκός) και ο θίασος
«Βάκχαι» Ευριπίδη, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 17 Ιουνίου 1962
Στην έξοδο μας αποκαλύπτεται η ανθρώπινη αλληλεγγύη και συμπάθεια. Κυριαρχεί ο οίκτος. Κάτω από την αδήριτη τραχιά σκληρότητα της Ανάγκης, που λέγεται «Διόνυσος», η Αγαύη κι ο Κάδμος βρίσκουν μόνο στήριγμα, στην έρημο της καταστροφής των, την ανθρώπινη συμπόνια.
Η τραγωδία αυτή του Ευριπίδη είναι, μπορεί να πει κανείς, μια τρομερή, μια ολότελα γυμνή ενδοσκόπηση της ανθρώπινης ζωής και μοίρας. Κι όμως, στο ακρότατο του ανθρώπινου πόνου, που προδικάζεται πάντα από τον παντοδύναμο Δία («πάλαι τάδε Ζεύς οὑμός ἐπένευσεν πατήρ”»), στέκεται η υψηλοφροσύνη του ανθρώπου κι η ηθική του αξιοπρέπεια -η αποδοχή του μοιραίου και η αντοχή. Η περηφάνια του νικημένου σε άνισον αγώνα.

Τσακισμένος, ανήμπορος, γεμάτος αίματα ο στραβός Οιδίποδας, διωγμένος απ’ τη Θήβα, παίρνει ένα καινούργιο ηθικό μεγαλείο. Κι ο Κάδμος κι η Αγαύη έτσι. Ο άνθρωπος ανεβαίνει σε μεγάλη ευγένεια με τα παθήματα που του επιβάλλει η εκδικητική μανία των θεών.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία», έτος ΛΣΤ’, τόμ. 72ος, τεύχ. 842, 1 Αυγούστου 1962.

Ο χορός των Μαινάδων, Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος 1962

Διονυσιακή λατρεία και Μαιναδισμός
Ο ιρλανδικής καταγωγής καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών στην Οξφόρδη E.R. Dodds (1893-1979) μετέφρασε και σχολίασε τις «Βάκχες» του Ευριπίδη (Παν/μιο της Οξφόρδης, 1944). Στην εκτενή εισαγωγή του παρουσιάζει και διερευνά την αληθινή φύση της διονυσιακής θρησκείας, υπαρκτής την εποχή του Ευριπίδη, όταν εκείνος έγραψε τις «Βάκχες» (407 π.Χ.), λίγο πριν τον θάνατό του. Ο Dodds αποφαίνεται ότι στη βάση του δράματος υπάρχει το ψυχολογικό φαινόμενο του «Μαιναδισμού». Πρόκειται για μια ιδιαίτερη εμπειρία που, όταν συμβαίνει, η ανθρώπινη προσωπικότητα μπορεί προσωρινά ν’ αντικατασταθεί από μιαν άλλη.
Ένα επίμετρο του κλασικού βιβλίου του Dodds «Οι Έλληνες και το παράλογο» αφορά τον μαιναδισμό, όπως απαντά στις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Ο Dodds ασχολήθηκε με τον νεοπλατωνισμό, τη θεουργία, τον πνευματισμό και τον μυστικισμό, μη αποδεκτά πεδία μελέτης για τους συναδέλφους του ακαδημαϊκούς της Οξφόρδης στην εποχή του.Κατά τον Dodds, oι μαινάδες, μέσω του μυϊκού τους συστήματος, αποκτούσαν τη γνώση του θείου. Υπάρχει η αίσθηση ότι κατέχονται από μια ξένη προσωπικότητα. Η θρησκευτική αυτή εμπειρία επιτυγχάνεται μέσω τελετουργικών χορών, όπως συμβαίνει λ.χ. με τους περιστρεφόμενους δερβίσηδες, τους αναστενάρηδες ή τους σαμάνους της Σιβηρίας. Στην Ευρώπη, από τον 14ο ως τον 17ο αιώνα, οι άνθρωποι χόρευαν μέχρι να πέσουν αναίσθητοι την ημέρα του Αϊ-Γιάννη ή του Αγίου Βίτου. Έτσι αναπτύχθηκαν και «θεραπείες» αρρώστων με τη μουσική και τον εκστατικό χορό, που σε ορισμένα μέρη γιορτάζονται ετησίως ως πανηγύρια ή χορευτικές λιτανείες.

«Οι Έλληνες και το παράλογο» του E.R. Dodds
Το «βακχεύειν» δεν σημαίνει «γλεντώ», επειδή ο Διόνυσος είναι θεός του κρασιού, μια ερμηνεία που άρεσε στους Ρωμαίους. Τον αποκαλούσαν «εύθυμο Βάκχο» με την ακόλαστη συνοδεία του από νύμφες και σατύρους. Αυτή ήταν κυρίως η εικόνα του Διονύσου, που ενέπνευσε τους ποιητές και τους ζωγράφους της Αναγέννησης. Ωστόσο, τα όργια αποτελούσαν πράξεις ευλάβειας που μεταμόρφωναν τον άνθρωπο, μέσα από την εμπειρία της κοινωνίας του με τον θεό, σε βάκχο ή σε βάκχη. Στο έργο του Ευριπίδη οι Βάκχες πίνουν νερό ή γάλα και δεν είναι μεθυσμένες, όπως νομίζει ο Πενθέας. Η παράδοξη ορειβασία τους τις οδηγούσε μέχρι στην κορυφή του Παρνασσού (πάνω από 2.500 μ. ύψος) κατά τον Παυσανία, πράγμα πολύ επικίνδυνο. Ο Πλούταρχος περιγράφει ότι στον καιρό τον δικό του οι μαινάδες βρέθηκαν αποκομμένες από μια χιονοθύελλα και χρειάστηκε ν’ ανέβει ομάδα σωτηρίας για να τις γλιτώσει.
Η πράξη που αποκορύφωνε τον διονυσιακό χορό ήταν ο σπαραγμός ενός ζώου και η ωμοφαγία, πράγμα δύσκολο να κατανοήσει το αθηναϊκό κοινό του Ευριπίδη. Όμως υπήρχε η πίστη ότι το θύμα ενσάρκωνε τις ζωτικές δυνάμεις του ίδιου του θεού Διονύσου, του οποίου γνωστές ενσαρκώσεις σε ζώο είναι ο ταύρος, το λιοντάρι και το φίδι. Ο Ευριπίδης μοιάζει να υπαινίσσεται επίσης την απορρόφηση της ατομικής συνείδησης μέσα σε μια ομαδική συνείδηση: ο λατρευτής «θιασεύεται ψυχάν» με τον «κύριο της ζωής» Διόνυσο και με τους συντρόφους του στη λατρεία γίνεται ένα με τη ζωή της γης.

Ο Αλέξης Μινωτής (Κάδμος) και η Κατίνα Παξινού (Αγαύη)
από την παράσταση «Βάκχαι» του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία
Αλέξη Μινωτή, αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 17 Ιουνίου 1962
Οι λατρευτικοί τίτλοι του Διονύσου επιβεβαιώνουν, μέσω του Πλούταρχου, ότι είναι «Δενδρίτης» ή «Ένδενδρος», η δύναμη που ενυπάρχει στα δέντρα, «Άνθιος», ο φορέας της άνθησης, «Κάρπιος», ο φορέας των καρπών, «Φλευς» ή «Φλέως», η πλησμονή της ζωής. Είναι ολόκληρη η υγρή φύση και όχι μόνο η ρευστή φωτιά του σταφυλιού. Συσχετίζεται με το πεύκο και τον κισσό και όχι μόνο με το αμπέλι. Η μαινάδα δεν ήταν ένας μυθολογικός χαρακτήρας, αλλά τύπος ανθρώπου. Ο Διόνυσος, ως ιδρυτής θρησκείας, είχε οπαδούς ή και θύματα. Ο Πενθέας έπρεπε να αντιμετωπίσει τις πράξεις τους, όπως θα έκαναν οι Αρχές της πολιτείας, όταν με τον ήχο του αυλού και του τυμπάνου οι μαινάδες μπορούσαν να πέσουν σε ιερή έκσταση και να πάρουν τα βουνά.

Ο χορός των Μαινάδων, Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος 1962
Σημαντικές πρώτες παραστάσεις των «Βακχών» στην Ελλάδα
Το 1962 η παραγωγή του «Εθνικού Θεάτρου», σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, ανέβηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Η μετάφραση ήταν του Παντελή Πρεβελάκη, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η σκηνογραφία του Κλεόβουλου Κλώνη, με τον Αλέξη Μινωτή στον ρόλο του Κάδμου, την Κατίνα Παξινού στον ρόλο της Αγαύης και τον Νίκο Τζόγια στον ρόλο του Διονύσου. Ο Μινωτής ήρθε σε ρήξη με τους προηγούμενους διευθυντές του Εθνικού Θεάτρου Φώτο Πολίτη και Δημήτρη Ροντήρη, που είχαν καλλιεργήσει την τάση για την ιστορική πιστότητα ή τη μουσειακού τύπου αναβίωση του αρχαίου δράματος, αναπτύσσοντας μια αισθητική προσέγγιση που ο ίδιος περιέγραφε ως «ποιητικό ρεαλισμό».


Το 1975 ο Σπύρος Ευαγγελάτος, σε νέα παραγωγή του «Εθνικού Θεάτρου» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ενημερωμένος για τη θεωρία του E.R. Dodds, τείνει προς μια γενική ατμόσφαιρα θρησκευτικότητας και μια υπερρεαλιστική διάθεση. Το σκηνικό της παράστασης αποτελείτο από τα σπασμένα μέλη ενός τεράστιου αγάλματος. Δεν υπήρχε μουσική παρά μόνον ο ήχος ενός τυμπάνου.

Το 1986 ο Θεόδωρος Τερζόπουλος παρουσίασε τον θίασο «Άττις» στο αρχαίο στάδιο των Δελφών με την ευκαιρία της «Δεύτερης Διεθνούς Συνάντησης Αρχαίου Ελληνικού Δράματος». Ο Τερζόπουλος είχε αναπτύξει τη λεγόμενη «βιοδυναμική μέθοδο», η οποία πηγάζει από τη διονυσιακή υπέρβαση ενός σώματος, του οποίου τα μέλη ενεργούν αυτόνομα επί σκηνής μέσα από επαναλαμβανόμενες κινήσεις στα πρόθυρα της εξάντλησης. Η μέθοδος είναι επηρεασμένη από τα Αναστενάρια, που πιθανότατα αποτελούν επιβίωση θρησκευτικών πρακτικών από τη λατρεία του Διονύσου. Αποτέλεσε ένα πρωτοφανές παραστασιακό γεγονός που αναζητούσε τη σχέση με εκστατικά φαινόμενα, προσφέροντας στους θεατές μια μεταιχμιακή εμπειρία.
Έργα εμπνευσμένα από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη
Η ιστορική performance «Dionysus in 69» του Richard Schechner ανέβηκε σε γκαράζ της Νέας Υόρκης, το 1968. Ο μύθος των «Βακχών» συντονίζεται με τις πρωτοπορίες της εποχής: χίπηδες, φεμινιστικό – ομοφυλοφιλικό κίνημα, διαδηλώσεις για τη λήξη του πολέμου του Βιετνάμ. Ο Βάκχος συμβολίζει την επιστροφή στο «ζωώδες πάθος» της φύσης, αναδεικνύεται η σχέση τελετουργίας – θεάτρου και η συμμετοχή των θεατών στο θέαμα:



Ο Camille Saint-Saëns (1835-1921) στην όπερά του «Σαμψών και Δαλιδά» (1877) συνέθεσε την «Bacchanale», ένα διάσημο κομμάτι που εκτελείται χορευτικά στην τρίτη Πράξη, έξω από το ιερό των παγανιστών Φιλισταίων, πριν φυλακίσουν εκεί τον Σαμψών. Η μουσική σύνθεση (που παίζεται και μόνη της ως κονσέρτο) είναι γνωστή για τον εξωτικό ήχο του αισθαντικού όμποε και των εμφατικών τυμπάνων που παραπέμπουν στον οργιαστικό χορό του Βάκχου.
Ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας, στη μελέτη του «Ο Διόνυσος στην Άνδρο ή οι μεταμορφώσεις ενός μύθου» (εκδ. Άγρα, 2012) αναφέρεται στο ότι ο Διόνυσος λατρευόταν από τους αρχαίους Ανδριώτες και, κατά τη διάρκεια της γιορτής του, το νερό που ανάβλυζε από την πηγή του ιερού του αποκτούσε την οσμή ή τη γεύση του οίνου. Η χριστιανική Άνδρος εγκατέλειψε την αρχαία πρωτεύουσα του νησιού, τη σημερινή Παλαιόπολη, και ξέχασε τον θεό και το θαύμα του. Χίλια χρόνια αργότερα, ωστόσο, κατά την Αναγέννηση, εμβριθείς μελετητές ξέθαψαν όλα τα σχετικά χωρία και κατέστησαν την αρχαία παράδοση πάλι επίκαιρη.

Tiziano Vecellio, «Η Βακχική γιορτή των Ανδριωτών»
(The Bacchanal of the Andrians), 1523-1526, Museo del Prado, Madrit
Ο ζωγράφος Τισιανός (Tiziano Vecellio, 1485-1576), εμπνευσμένος από σχετικές αναφορές, δημιούργησε ένα από τα πασίγνωστα σε όλη την οικουμένη έργα του, τον πίνακα με θέμα: «Η βακχική εορτή των Ανδριωτών». Η διονυσιακή γιορτή της Θεοδοσίας (δηλαδή του θαύματος του νερού των ποταμών που μετατρέπεται σε κρασί) συμπίπτει με τη χριστιανική γιορτή των Θεοφανίων, στις 6 Ιανουαρίου.
Το σπάνιο έργο «Βάκχαι» του σπουδαίου Ιάννη Ξενάκη ανέβηκε μόνο μία φορά, το 1993, στο Λονδίνο και δεν ηχογραφήθηκε ποτέ. Στις 11-12 Ιουλίου 2018 παρουσιάστηκε σε πανελλήνια πρώτη με τη μορφή παράστασης στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο του κύκλου «Ημέρες Μουσικού Θεάτρου», σε μουσική διεύθυνση Νίκου Βασίλειου και σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα. Πρόκειται για ένα έργο – πρόκληση υψηλών μουσικών και φωνητικών απαιτήσεων, για έναν ερμηνευτικό άθλο που αποτελεί σκηνική μουσική για δεκαεξαμελή γυναικεία χορωδία, έναν βαρύτονο που ερμηνεύει τον ρόλο του Διονύσου και μια εννεαμελή ορχήστρα, αποτελούμενη αποκλειστικά από πνευστά και κρουστά όργανα.

Ο σπουδαίος Μάνος Χατζιδάκις αναφέρεται στον τραγικό ηγεμόνα της Θήβας Πενθέα και στον αρχαίο μύθο των Μαινάδων μέσα από το τραγούδι του «Είμαι της Αγαύης γιος», που συμπεριλαμβάνεται στον δίσκο του «Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» και ερμήνευσε μοναδικά ο Βασίλης Λέκκας με την υπέροχη φωνή του.
* Εύη Μαλλιαρού, από την έρευνα του Μιχάλη Γεωργίου «Μεταμορφώσεις των “Βακχών” στην Ελλάδα, 1950-2014. Μια πρώτη προσέγγιση».

Πηγές: orinadervenoxoria.com, nt-archive.gr, dromena.net, neoplanodion.gr, beeinart.gr/the-bacchanal-of-the-andrians, lifo.gr, www.eens.org/georgiou_michalis.pdf, diastixo.gr, athenianyear.wordpress.com
Αυτή την Παρασκευή 2 Αυγούστου θα έχουμε τη χαρά να παρακολουθήσουμε την παράσταση στην Επίδαυρο από το Εθνικό Θέατρο.Ευχαριστούμε για τις εξαιρετικές όπως πάντα πληροφορίες.ΦιλιάΚΙΚΗ
Μου αρέσει!Μου αρέσει!