Η Κοιμάμενη Βασιλοπούλα (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Διαβάζοντας τα «Άπαντα» του αγαπημένου μας κυρ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στάθηκα στα ποιήματά του, τα οποία δεν είχα προσέξει μέχρι τώρα όσο τους αξίζει… Η «Κοιμάμενη Βασιλοπούλα» με συγκίνησε ιδιαίτερα και λόγω του θέματος, αλλά και των αναφορών στη Μεγάλη Ιδέα του Γένους. Ένα γλυκύτατο ποίημα, γραμμένο με αφορμή τον θάνατο της βασιλοπούλας Αλεξάνδρας που εύχεται το ξύπνημά της από ένα Βασιλόπουλο που δεν θα είναι άλλο από τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά.

Η αρχή του ποιήματος αναφέρεται στη συγκεκριμένη τραγική είδηση με που αφορούσε την Πριγκίπισσα της Ελλάδας Αλεξάνδρα (1870-1891), κόρη του Βασιλέως Γεωργίου Α’, που συγκλόνισε το Πανελλήνιο με τον ξαφνικό θάνατό της την 18η Σεπτεμβρίου 1891 στη Ρωσία λίγες ημέρες μετά τη γέννηση του γιού της Δημητρίου, σε ηλικία μόλις 21 ετών. Στη συνέχεια υιοθετώντας ένα προφητικό ύφος που θυμίζει Παλαμά, ο Παπαδιαμάντης ιστορεί τη θρυλική μορφή του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Στους τελευταίους στίχους το ποίημα αναφέρεται στο εθνικής σημασίας κεφάλαιο των θρήνων για την Άλωση της Πόλης που απαντάται στα δημοτικά μας τραγούδια και ποιήματα. Ας το απολαύσουμε…

Λόγγος κι ὀρμάνι γύρω στὸ παλάτι,
καὶ τὸ φυλᾶν ἀόρατα σπαθιά·
κ’ ἐκείνη ἀποκοιμήθηκε βαθιά,
καὶ δὲν τὴν βλέπει ἀνθρώπου μάτι.

Μάγια κακὰ τῆς εἶχαν καμωμένα
νὰ μὴν ξυπνήσῃ χρόνους ἑκατό,
πρὶν ἕνα βασιλόπ’λο ξακουστὸ
ἔρθῃ νὰ τὴν εὑρῇ ἀπ’ τὰ ξένα.

Σ᾿ εἶσ’ ἡ Κοιμάμενη Βασιλοπούλα,
ποὺ ὅλ’ ἡ Ἑλλάς, νανούρισμα γλυκό,
σοῦ στέλνει ἕνα τραγούδι μυστικὸ
καὶ μιὰ χρυσόχλωρη μυρτούλα.

Σ’ εἶσ’ ἡ Κοιμάμενη Βασιλοπούλα·
μὰ δὲν κοιμᾶσαι μοναχή σου σύ·
κι ἄλλος ἐκεῖ δεξιά σου τὴ χρυσῆ
τοῦ Γένους καρτερεῖ αὐγούλα.

Σταυρὸς ἀστράφτει καὶ σπαθὶ σιμά του,
ψυχῶν κοπάδι φτερουγίζει ἐκεῖ.
Ἁγίων μελίσσι γύρω κατοικεῖ
κι Ἀγγέλοι ἀμόνουν στ’ ὄνομά του.

Ἐκειὸς εἶν’ ἡ ἐλπίς μας, ὁ Μεσσίας,
ἐκειὸς τοῦ Γένους ὁ ἐγδικητής,
ὁποὺ κοιμᾶται στὰ ὑπόγεια τῆς
Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας.

Καὶ θὰ ξυπνήσῃ νὰ χαροῦν σιμά του
κ’ οἱ ὅσιοι μὲ τὰ πρόσωπα χλωμά,
κ’ οἱ Μάρτυρες στὰ στήθια τὰ θερμὰ
ἀπ’ τὴν πορφύρα τοῦ αἱμάτου.

Καὶ σὲ ἄμποτε μὲ τόσους πονεμένους,
στὴν ὕστερη ὥρα πρὶν ἀναστηθῇς,
νὰ σ’ ἀξιώσ’ ἡ Χάρις νὰ βρεθῇς
στὴ μυστικὴ χαρὰ τοῦ Γένους.

Ἐκεῖ κοιμᾶτ’, ἐκεῖ, καιροὺς καὶ χρόνια,
κ’ ἡ συντροφιά του θελὰ γίνῃς σύ,
μὰ ἡ ἁγνότης του εἶναι περισσὴ
καὶ πρῶτα κ’ ὕστερα κ’ αἰώνια.

Καὶ σέ, βασιλοπούλα, θὰ σ’ ἁγνίσῃ
Μαρτύρων αἷμα κι ἄχνη καὶ φωτιά,
κ’ ἡ πρώτη τοῦ πολέμαρχου ματιὰ
πρώτη γλυκὰ θὰ σ’ ἐξυπνήσῃ.

Παρηγοριὰ στὴ φτώχεια μας νὰ στείλῃ,
τὸ δουλωμένο Γένος νὰ χαρῇ,
ποὺ ἀπ’ τὴ ματιά του ἥλιο καρτερεῖ
ὥραν τὴν ὥρα ν’ ἀνατείλῃ.

Εφημ. «Εφημερίς», 21 Σεπτεμβρίου 1891

Στα Άπαντα του Αλ. Παπαδιαμάντη (τόμ. Ε’) του εκδοτικού οίκου Χρ. Γιοβάνη και στο κριτικό υπόμνημα, διαβάζουμε: «Στο θάνατο της Βασιλοπούλας Αλεξάνδρας, που τόση συγκίνηση προκάλεσε στον λαό και στον ποιητικό κόσμο της εποχής. Η “Εφημερίς” συνόδευσε το ποίημα με μία χαρακτηριστική εισαγωγή, μεταξύ των οποίων έλεγε: “Το στιχούργημα του κ. Παπαδιαμάντη, ούτινος η ποιητική πεζογραφία μετεσιώρθη άφνης εις μεγαλοϊδεατικήν ποίησην, θα το εχαρακτηρίζαμεν ως προϊόν αληθινής εμπνεύσεως εθνικής, αν η λέξις δεν είχε απολέσει προ πολλού την σημασία της».

Πηγές: antexoume.wordpress.com, papadiamantis.org, όπου και άλλα ποιήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη, Άπαντα του Αλ. Παπαδιαμάντη, τόμος Ε’, εκδ. Χρ. Γιοβάνη, Αθήνα 1972.

Σχολιάστε