
Μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά τα χρόνια, ζούσαν ένας νέος και μια νέα. Η νέα έμενε στον πύργο της Ανατολής, ο νέος στον πύργο της Δύσης. Τον νέο τον έλεγαν Ανήλιαγο, γιατί ήταν γραφτό του να μην τον δει ποτέ ο ήλιος. Τη νέα τη λέγανε Αφέγγαρη, γιατί δεν θα την έβλεπε ποτέ το φεγγάρι. Ο νέος θα μπορούσε να γυρίζει μόνο τη νύχτα, η νέα μόνο τη μέρα. Όταν έκανε τον περίπατό του ο Ανήλιαγος τη νύχτα, έβλεπε πίσω από το παράθυρο του πύργου την Αφέγγαρη κι εκείνη πάλι, όταν έβγαινε τη μέρα έβλεπε τον Ανήλιαγο πίσω απ’ τα παράθυρα του δικού του πύργου. Έτσι γινόταν και δεν μπόρεσαν ποτέ ν’ ανταμώσουν, αν και το ‘θελαν τόσο πολύ!

Όλοι είχαν στενοχώρια γι’ αυτούς τους δύο νέους. Κάποιος τραγουδιστής μάλιστα, που πέρασε από κείνα τα μέρη κι άκουσε την ιστορία τους, έκατσε κι έγραψε ένα πονεμένο τραγούδι:
Πάνε μήνες, πάνε χρόνια, πάνε χρόνια, πάν’ αιώνες
Κι εδώ που ‘ναι τα κοτρώνια ήταν πύργοι με κολώνες.
Έτσι λένε τα γραμμένα στο βιβλίο το μεγάλο:
Ο Ανήλιαγος στο ένα κι η Ανήλιαγη στο άλλο!
Αχ είναι γραφτό τους όμως και ποτέ δεν θ’ ανταμώσουν
Αν τους σμίξει ο ίδιος δρόμος, θα χαθούνε, θα πετρώσουν…

Πήγαινε ο τραγουδιστής από χωριό σε χωριό κι από πολιτεία σε πολιτεία κι έλεγε το τραγούδι του που ραγίζανε κι οι πέτρες απ’ τη λύπη. Έμενε λοιπόν ο Ανήλιαγος στον πύργο της Δύσης, στέναζε λυπημένος κι έλεγε:
Όλη μέρα εδώ κρυμμένος, μη με δει του ήλιου αχτίδα
Ζωντανός είμαι θαμμένος, τέτοια συμφορά δεν είδα…
Κι η Αφέγγαρη πάλι από τον πύργο της στην Ανατολή, όπου ήταν κλεισμένη, έλεγε και ξανάλεγε:
Όλη νύχτα μέσα μένω, με διπλό τριπλό κλειδί
Μόνο με τον ήλιο βγαίνω, το φεγγάρι μη με δει…

Μια μέρα η Αφέγγαρη που μπορούσε να βγει με τον ήλιο, πέρασε από τον πύργο της Δύσης. Είδε τα παραθυρόφυλλα κλειστά, είδε κλειστές τις πόρτες γιατί δεν έπρεπε να μπει ούτε μια αχτίδα στον πύργο. Κάποια στιγμή της φάνηκε σα να κουνήθηκε λίγο η βαριά κουρτίνα και σα να είδε το πρόσωπο του Ανήλιαγου.
– Ω, να ‘το το παλικάρι!, ψιθύρισε η Αφέγγαρη. Όποτε έρχομαι το βλέπω εδώ κλεισμένο. Ούτε μια φορά δεν είπε να κατέβει να μιλήσουμε. Ή πολύ ακατάδεχτο είναι ή κάποια αρρώστια το τρώει… Είναι τόσο χλωμό!

Πρόλαβε όμως κι ο Ανήλιαγος κι είδε την Αφέγγαρη που περνούσε και συλλογίστηκε:
– Να ‘την πάλι η κοπελιά! Έρχεται και κάνει περίπατο κάτω από τα παράθυρα του πύργου κι ούτε μια φορά δεν κατέβηκα να την καλωσορίσω. Ή ακατάδεχτο θα με νομίζει ή άρρωστο…
Έτσι γεννήθηκε μέσα τους κάτι πιο δυνατό κι από το φόβο που είχαν για το πέτρωμα. Ήταν η επιθυμία ν’ ανταμώσουν και να μιλήσουν! Και μια μέρα αποφάσισαν να βγούνε από τον πύργο τους και να μείνουν έξω, εκείνος με τον ήλιο κι εκείνη με το φεγγάρι! Κι όπως λέει το τραγούδι από κείνα τα χρόνια:
Βγαίνει εκείνη με φεγγάρι, βγαίνει εκείνος μ΄ αντηλιά
Ππέτρωσε το παλικάρι, πέτρωσε κι η κοπελιά…

Αυτό το τραγούδι ήταν που άκουσε ένα παιδί κι έμαθε την ιστορία τους και παρακάλεσε τον ήλιο και το φεγγάρι μια μέρα που ήταν κι οι δυο μαζί ψηλά στα ουράνια:
– Ήλιε μου, ήλιε μου κι εσύ φεγγάρι μου, φεγγάρι μου, κάντε κάτι! φώναξε το παιδί. Κάντε κάτι ν’ ανταμώσουν ο Ανήλιαγος κι η Αφέγγαρη χωρίς να χαθούν, χωρίς να πετρώσουν!
Άκουσαν ο ήλιος και το φεγγάρι το παρακάλεμα του παιδιού και κάθισαν και σκέφτηκαν μια μέρα που ήταν ξανά μαζί στον ουρανό, ήλιος και φεγγάρι. Κι είπε το φεγγάρι:
Ήλιε που φέρνεις τη χαρά, δες κει κάτω συμφορά!

Ο ήλιος κούνησε το κεφάλι του λυπημένα:
Πέτρωσαν καλό φεγγάρι, κοπελιά και παλικάρι.
Κάτι βρες να ξεπετρώσουν κι οι δυο νέοι ν’ ανταμώσουν!
Σκέφτηκε ο ήλιος κι είπε:
Αυτό μόνο θα γενεί, αν κανείς μας δεν φανεί!
Να ‘μαστε κι οι δυο μας πρέπει, μα κανείς να μη μας βλέπει.
Αν θα γίνει αυτό, μ’ αρέσει! Έμπα εσύ εδώ στη μέση!
Απ’ τη γη μας να με κρύψεις. Μονομιάς εσύ θα λείψεις…
Μα κι εγώ δεν θα φανώ στον γαλάζιο ουρανό!

Μπήκε λοιπόν το φεγγάρι μπροστά κι έκρυψε τον ήλιο. Κι ήταν και δεν ήταν ήλιος και φεγγάρι. Κι οι άνθρωποι το ονόμασαν αυτό έκλειψη ηλίου! Και γίνεται για να μπορούν ν’ ανταμώνουν όλοι οι Ανήλιαγοι κι όλες οι Αφέγγαρες χωρίς να πετρώνουν..!
* Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής, «Το πουλί της γνώσης – Λυρικά παραμύθια», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1980.