Τα τείχη της Πόλης

Η αρχική οχύρωση της Κωνσταντινούπολης οφείλεται στον ιδρυτή της, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α’ (307-337). Σύμφωνα με την παράδοση, ο ίδιος χάραξε τη γραμμή που θα ακολουθούσαν τα χερσαία τείχη της Πόλης. Όμως, ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα, η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού της Βασιλεύουσας δημιουργούσε προβλήματα έλλειψης χώρου και ευνοούσε την τάση να επεκταθεί ο πολεοδομικός ιστός της εκτός των τειχών του Κωνσταντίνου. Παράλληλα, η εμφάνιση του κινδύνου των Ούννων στο βόρειο σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις αρχές του 5ου αιώνα, κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή ισχυρότερης αμυντικής γραμμής, καθώς το δυτικό τμήμα της οχύρωσης της Κωνσταντινούπολης ήταν το πλέον ευάλωτο σε μαζική επίθεση από την πεδιάδα της Θράκης.

Ως «Θεοδοσιανά τείχη» της Κωνσταντινούπολης είναι γνωστά τα χερσαία τείχη με τα οποία ο Θεοδόσιος Β’ τείχισε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 408 υπό την επίβλεψη του επάρχου της Ανατολής Ανθεμίου, ενώ μετά από έναν σεισμό επισκευάστηκαν και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 447. Η ισχυρή διπλή σειρά τειχών προστάτευσε την Πόλη και κατά συνέπεια, την Αυτοκρατορία, από τις πολιορκίες διαμέσου των αιώνων, δίνοντας έτσι στα τείχη της Βασιλεύουσας την προσωνυμία «Θεοφύλακτα». Η μόνη φορά που διασπάστηκαν από εχθρό τα τείχη της Κωνσταντινούπολης με τη χρήση ισχυρού πυροβολικού, ήταν το 1453 όταν οι Οθωμανοί την κατέλαβαν, καταλύοντας έτσι τη χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Μορφολογία

Από την εποχή που ο επώνυμος Μεγαρέας ιδρυτής της πόλης του Βυζαντίου, ο Βύζας, έφτασε στη περιοχή το 667 π.Χ., διέκρινε τη στρατηγική σημασία της τοποθεσίας καθώς και την ευκολία που παρείχε στην άμυνα, καθώς περικυκλωνόταν από τη θάλασσα σε τρεις πλευρές. Συγκεκριμένα, βρεχόταν από τον Κεράτιο κόλπο από το βορρά, από τον Βόσπορο στα ανατολικά και από τη Θάλασσα του Μαρμαρά στον νότο, ενώ επικοινωνούσε με την ξηρά από τα δυτικά προς τη Θρακική πεδιάδα. Προς την πλευρά της Θράκης λοιπόν χτίστηκε το πρώτο τείχος της Πόλης. Τα τείχη του Βυζαντίου ήταν σαφώς μικρότερα των επομένων που θα κτιστούν για την Κωνσταντινούπολη, καθώς και η ίδια η Βασιλεύουσα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Τα τείχη επεκτάθηκαν πρώτα από τον Ρωμαίο Σεπτίμιο Σεβήρο και ύστερα από τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο και τελικά πήραν την τελική τους μορφή επί Θεοδοσίου Β’.

Τα τείχη του Θεοδοσίου Β’

Τα τείχη

Τα αρχικά τείχη είχαν μέγεθος έξι (6) χιλιομέτρων. Η οχυρωματική γραμμή που έχτισε ο Θεοδόσιος Β’, 1.500 μέτρα δυτικά του Κωνσταντίνειου τείχους, ένωσε την τειχισμένη περίμετρο της περιοχής των Βλαχερνών, από τον βορρά κάθετα προς τον νότο, με το άκρο των θαλασσίων τειχών που βρισκόταν στην πλευρά της Προποντίδας. Για την ανέγερσή τους εργάστηκε το σύνολο των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, ενώ το κόστος κατασκευής καλύφθηκε από χρηματικές εισφορές των ευπόρων πολιτών και των δήμων. Το ένα τρίτο των εσόδων από τη φορολογία της Πόλεως αποφασίστηκε να καλύπτει τα έξοδα συντήρησής τους.

Τα χερσαία τείχη

Τα χερσαία τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων και είχαν χτιστεί με σύνθετο τρόπο, ως μια διπλή οχυρωματική γραμμή. Δηλαδή οι εισβολείς συναντούσαν πρώτα μια αμυντική τάφρο και ύστερα το έξω τείχος, γνωστό και ως Μικρόν τείχος, ενώ εάν περνούσαν το πρώτο συναντούσαν το μεγαλύτερο έσω τείχος, γνωστό και ως Μέγα τείχος (ή κυρίως τείχος). Η τάφρος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21 μέτρα και απείχε από το έξω τείχος 15 με 17 μέτρα. Το 447 το τείχος υπέστη σοβαρές ζημιές από ισχυρό σεισμό, ο οποίος κατέστρεψε 57 πύργους.

Η στρατηγική κατάσταση την περίοδο εκείνη ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη καθώς την Κωνσταντινούπολη την απειλούσαν οι Ούννοι υπό την ηγεσία του Αττίλα. Έτσι, με πρωτοβουλία του επάρχου των πραιτορίων Κωνσταντίνου, οι πολίτες έσπευσαν να επισκευάσουν το τείχος, εργασία που ολοκληρώθηκε σε διάστημα δύο μηνών. Το έξω τείχος προστέθηκε στις επισκευές του 447 και είχε πάχος 2,5 μέτρα και ύψος 7 μέτρα χωρίς επάλξεις και 8 με 8,5 μέτρα με τις επάλξεις. Κάθε 50 μέτρα υψώνονταν τετράγωνοι πύργοι, ύψους περίπου 10 μέτρων ο καθένας. Κατασκευάστηκαν συνολικά 96 πύργοι.

Ανάμεσα στο έξω τείχος και στο έσω τείχος υπήρχε περίβολος πλάτους 15 με 20 μέτρων. Το έσω τείχος είχε πάχος 5 μέτρα και ύψος 10 μέτρα χωρίς τις επάλξεις, ενώ με τις επάλξεις έφτανε τα 13 μέτρα. Ανά 60 με 70 μέτρα ορθώνονταν τετράγωνοι ή οκτάγωνοι πύργοι που έφταναν τα 19 μέτρα ύψους, συνολικά είχε 96 πύργους, όπως το έξω τείχος, ενώ ανάμεσα σε δύο πύργους του έσω τείχους παρεμβαλλόταν ένας του έξω τείχους.

Περιγραφή των τειχών του Θεοδοσίου

Το κυρίως τείχος

Το έσω τείχος θεμελιώθηκε πάνω σε φυσικό βράχο, είχε πάχος 5 μ., ύψος 10 μ. και επάλξεις ύψους 2 μ. Οι δύο εξωτερικές όψεις του είχαν κατασκευαστεί από προσεκτικά τετραγωνισμένους δόμους από ασβεστόλιθο, ενώ ο πυρήνας αποτελείτο από λατύπη (γέμισμα από μικρούς αδρούς λίθους και συνδετικό κονίαμα). Ανά διαστήματα υπήρχαν ζώνες με πέντε στρώσεις από πλίνθους ερυθρού χρώματος, οι οποίες διέσχιζαν το πάχος του τείχους από την εξωτερική έως την εσωτερική όψη του, χρησιμεύοντας ως συνδετικός αρμός και προσδίδοντας ένα ευχάριστο αισθητικό αποτέλεσμα.

Το Επταπύργιο (Γιεντί Κουλέ) στη βορειοδυτική πλευρά των τειχών της Βασιλεύουσας

Περίπου ανά 60-70 μ. στο τείχος υπήρχε πύργος. Οι περισσότεροι από τους πύργους ήταν τετράγωνοι, ενώ 20 ήταν πολυγωνικοί, κυρίως οκτάγωνοι. Στο νότιο τμήμα τετράγωνοι και οκτάγωνοι πύργοι εναλλάσσονταν, ενώ στο μεσαίο οι πύργοι ήταν σχεδόν όλοι τετράγωνοι. Οι πύργοι είχαν ύψος περί τα 15-16 μ. και προέβαλλαν περί τα 10 μ. πάνω από το τείχος. Η τοιχοδομία τους (συμπαγείς τοίχοι πάχους 2 μ.), η οποία δεν συνδέεται με το τείχος, δείχνει ότι ανεγέρθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του περιβόλου.

Οι πύργοι διέθεταν δύο επίπεδα τα οποία, για λόγους ασφαλείας, δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Το ισόγειο χρησίμευε ως αποθήκη ή φυλάκιο είτε ακόμη παραχωρείτο προς χρήση σε πολίτες, ενώ ο άνω όροφος ήταν προσβάσιμος μόνον από τον περίδρομο του τείχους και εκεί πιθανότατα ήταν τοποθετημένες βλητικές μηχανές (καταπέλτες). Η οροφή του πύργου διέθετε επάλξεις.

Το προτείχισμα

Σε απόσταση 13,5 μ. από το έσω τείχος (η οποία μειωνόταν σε λιγότερο από 4 μ. στους πύργους) βρισκόταν το εξωτερικό τείχος ή προτείχισμα. Πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μετά το σεισμό του 447 για να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης άμυνα της πόλης σε περίπτωση καταστροφής του μεγάλου τείχους από νέο σεισμό (το χαμηλό ύψος του προτειχίσματος το έκανε περισσότερο ανθεκτικό στις δονήσεις). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη (5ος αιώνας) η ύπαρξη προτειχίσματος ήταν συνηθισμένη στις οχυρώσεις των πόλεων (όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη και τη Νίκαια).

Το εξωτερικό τείχος είχε ύψος 4 μ. από το επίπεδο του «περιβόλου» (του χώρου μεταξύ των δύο τειχών), αλλά, καθώς ο χώρος εμπρός από το προτείχισμα ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, το ύψος του στην εξωτερική πλευρά ήταν διπλάσιο. Είχε πάχος 4,5 μ., από τα οποία το 1,3 ήταν συμπαγές και το υπόλοιπο αποτελείτο από περίπου 2.500 ανακουφιστικά αψιδώματα, στο τύμπανο καθενός από τα οποία ανοιγόταν τοξοθυρίδα. Τα αψιδώματα στήριζαν τον περίδρομο, που φυλασσόταν με επάλξεις.

Χερσαία Θεοδοσιανά τείχη

Οι πύργοι του προτειχίσματος ήταν τετράγωνοι και πεταλόσχημοι εναλλάξ, τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε πίσω τους να βρίσκονται τα μεταπύργια (συνδετικό τείχος ανάμεσα σε δύο πύργους) του κυρίως τείχους, ενώ αντίστοιχα οι πύργοι του κυρίως τείχους βρίσκονταν απέναντι από τα μεταπύργια του προτειχίσματος. Αυτό προφανώς σχεδιάστηκε από την αρχή, έτσι ώστε τα δύο τείχη να αλληλοκαλύπτονται.

Οι πύργοι ήταν μόλις 0,5 μ. υψηλότεροι του προτειχίσματος και προεξείχαν περί τα 5 μ. από αυτό. Στους τοίχους του ορόφου, στο ύψος του περίδρομου του τείχους, ανοίγονταν τοξοθυρίδες, ενώ η οροφή επιστεφόταν με επάλξεις. Ορισμένοι τετράγωνοι πύργοι είχαν και ισόγειο χώρο με μικρή θύρα προς τα έξω, για να διευκολύνονται οι έξοδοι των αμυνομένων.

Η τάφρος

Περί τα 20 μ. από το προτείχισμα (ο ενδιάμεσος χώρος ονομαζόταν «παρατείχιον») βρισκόταν η τάφρος, η πρώτη γραμμή άμυνας των Θεοδοσιανών τειχών. Είχε πλάτος 15-20 μ. και βάθος 5-7 μ. Οι πλευρές της ήταν χτισμένες με λίθους, ενώ ανά διαστήματα υπήρχαν λίθινοι υδατοφράκτες για να εμποδίζουν το νερό να κυλάει προς τον Κεράτιο λόγω της υψομετρικής διαφοράς. Πάνω από το εσωτερικό χείλος της τάφρου υψωνόταν χαμηλός τοίχος ύψους περίπου 2 μέτρων.

Οι πύλες

Κατά μήκος του χερσαίου τείχους υπήρχαν 10 πύλες -εναλλάξ, μία πολιτική και μία στρατιωτική- ενώ υπήρχε και μία επίσημη για την είσοδο του αυτοκράτορα. Αυτή η πύλη ήταν η λεγόμενη «Χρυσή Πύλη» (προϋπάρχουσα θριαμβική αψίδα που ενσωματώθηκε στο τείχος του Θεοδοσίου), η πιο περίλαμπρη από όλες, στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το οχυρό Επταπύργιο (τουρκ. Γιεντί Κουλέ). Οι υπόλοιπες πολιτικές πύλες ήταν οι πύλες του Αγίου Ρωμανού, του Ρηγίου (ή Ρουσίου ή Ρησίου), της Σηλυβρίας (ή Ζωοδόχου Πηγής ή Μελαντιάδος) (από το σημείο αυτό εισήλθαν στην Πόλη οι στρατιώτες του Αλεξίου Στρατηγόπουλου τον Ιούλιο του 1261), του Χαρισίου ή Πολυανδρίου, που μένανε ανοικτές όλο το πρωί μέχρι το μεσημέρι.

Οι στρατιωτικές πύλες οδηγούσαν μόνο στον περίβολο μεταξύ των τειχών, και ήταν αριθμημένες, από νότο προς βορρά: η Πύλη του Πρώτου ή αλλιώς Πύλη του Χριστού, η Πύλη του Δευτέρου, η Πύλη του Τρίτου, η Πύλη του Τετάρτου και η Πύλη του Πέμπτου. Επίσης υπήρχαν κάποιες μικρότερες πύλες γνωστές ως πυλίδες που χρησίμευαν στους στρατιώτες για ν’ ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη, στους αγγελιαφόρους ή τους μυστικούς καλεσμένους ή επισκέπτες του αυτοκράτορα και στους μοναχούς που τις χρησιμοποιούσαν για να πηγαινοέρχονται στα μοναστήρια.

Η Κερκόπορτα

Μία από αυτές τις πυλίδες ήταν και η γνωστή -για τον τραγικό της ρόλο στην άλωση της Πόλης το 1453- Κερκόπορτα ή όπως λεγόταν αλλιώς Ξυλόκερκος πόρτα. Οι πύλες ανοίγονταν τόσο στο έσω όσο και στο έξω τείχος σε ευθεία γραμμή. Στον εσωτερικό περίβολο πλαισιώνονταν από ισχυρούς τετράγωνους πύργους, εκτός από την Πύλη του Χαρισίου, όπου οι πύργοι ήταν ημικυκλικοί.

Τα χερσαία τείχη της Πόλης σε παλαιά φωτογραφία

Τα παράκτια τείχη

Τα τείχη στη θάλασσα ήταν μικρότερα, αλλά χτισμένα ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, ώστε να μην μπορεί να αποβιβαστεί ο εχθρός, σε περίπτωση που επιχειρούσε από θαλάσσης επίθεση. Τα θαλάσσια τείχη ήταν μονά σε όλο τους το μήκος, με εξαίρεση τη συνοικία του Πετρίου στον Κεράτιο. Είχαν πάχος 3 με 4 μέτρα, ενώ το ύψος τους ήταν 10 μέτρα στον Κεράτιο κόλπο και 13 με 15 μέτρα στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Και στα παράκτια τείχη υπήρχαν πύργοι, ύψους περίπου 13 με 15 μέτρων, αλλά ορθώνονταν σε ακαθόριστα διαστήματα πάνω στα τείχη.

Οι πύλες του παράκτιου τείχους ήταν μικρότερες του χερσαίου τείχους και λειτουργούσαν κυρίως ως εμπορικές για τους εμπόρους και για εφοδιασμό για τα στρατεύματα μέσω της θαλάσσιας οδού. Για την ασφάλεια του Κερατίου κόλπου οι Βυζαντινοί έκλειναν το στόμιο του κόλπου με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα που εκτεινόταν μέχρι τη συνοικία του Γαλατά.

Πηγή: «Κωνσταντινούπολη η Πόλη μας»

Σχολιάστε