Η ιστορία ενός Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας

Η μορφή του Μεγάλου Βασιλείου στην Ελληνορθόδοξη παράδοση και στην κουλτούρα της δυτικής κοινωνίας

Άγιος Βασίλειος ο Μέγας (330-379 μ.Χ.)

Ο Μέγας Βασίλειος ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας. Έζησε σε μια εποχή που ο παλιός ειδωλολατρικός κόσμος έδυε οριστικά και ένας νέος κόσμος, ο χριστιανικός ανέτειλε. Αυτός, μαζί με τους άλλους μεγάλους Πατέρες του 4ου μ.Χ. αιώνα, υπήρξε ένας από τους φορείς αυτού του νέου κόσμου. Και ακόμη περισσότερο: ο μεγάλος αυτός άνδρας, συνέβαλε καθοριστικά στην ομαλή μετάβαση στην νέα πολιτισμική πραγματικότητα. Αξιολόγησε με θαυμαστό τρόπο τα θετικά στοιχεία του αρχαίου κόσμου, τα οποία ενέταξε στη νέα πίστη και στον νέο αναδυόμενο χριστιανικό πολιτισμό. Χρησιμοποίησε με καταπληκτική δεξιότητα την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, μέσω των οποίων εξέφρασε τις αιώνιες και σώζουσες αλήθειες της Θείας Αποκαλύψεως. Υπήρξε, τέλος, ο κατ’ εξοχήν θεοφόρος Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος κατέστησε την χριστιανική πίστη τρόπο ζωής και πολιτείας και τους πιστούς αληθινό «βασίλειον ιεράτευμα», όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιο της εορτής του! (Λάμπρος Σκόντζος, «Μέγας Βασίλειος: ο Κορυφαίος Πατέρας της Εκκλησίας μας», απόσπασμα)

Κι όμως σήμερα, ο Μέγας Βασίλειος, τούτος ο στήλος της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Βασίλειος των χριστιανών ορθοδόξων, αποτελεί ένα κραυγαλέο παράδειγμα αλλοτρίωσης… Η εικόνα του ασκητικού Ιεράρχη, που συνδέθηκε με την εορτή της Πρωτοχρονιάς, αντικαταστάθηκε σιγά – σιγά από την πληθωρική μορφή του δυτικού Santa Claus, όχι βέβαια για λόγους πνευματικούς, αλλά προς εξυπηρέτηση υλικών – καταναλωτικών αναγκών και επιχειρηματικών συμφερόντων… O ευρωπαίος και αμερικανός Άγιος Βασίλης δείχνουν το όνειρο μιας κοινωνίας που στηρίζεται στην ευημερία, στην αφθονία, στην καλοπέραση, στην ευδαιμονία και στη μακροημέρευση του ανθρώπου.

Ουρανοφάντωρ…

Κατανοώντας ο Άγιος Βασίλειος τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και στον κλήρο και στο λαό, να παρακολουθήσουν τη μακρά Θεία Λειτουργία και τις ευχές προς τον Θεό, στην όλη ακολουθία του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, παρακάλεσε τον Κύριο με νηστεία και προσευχή να του φανερώσει τον τρόπο να βοηθήσει τους πιστούς. Ο τρόπος, θαυμαστός, όπως μόνο σε έναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα και Άγιο της Εκκλησίας θα ταίριαζε. Σε οπτασία, λοιπόν, είδε ο Άγιος, ο σοφότατος Βασίλειος, τον Κύριο με τους Αποστόλους να τελούν τη Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τις ευχές όχι όπως ακριβώς είναι γραμμένες στη Θεία λειτουργία του αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά συντετμημένες με τέτοιο τρόπο, όπως τις συνέθεσε κατόπιν ο Άγιος στη Θεία Λειτουργία του. Επειδή δε ο Μέγας Βασίλειος αξιώθηκε και είδε αυτά τα θαυμαστά και την τέλεση της θείας Λειτουργίας στους ουρανούς απεκλήθη «Ουρανοφάντωρ», δηλαδή εκείνος που λάμπει σαν τον ουρανό, αλλά και εκείνος στον οποίον ο ουρανός φανερώθηκε, αποκαλύφθηκε.

Το έθιμο της Βασιλόπιτας

Στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη, όταν το Βυζάντιο κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία, ο Ιουλιανός πέρασε με τον στρατό του από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Τότε διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοι της Καισάρειας αναγκάσθηκαν να δώσουν ό,τι είχε ο καθένας σε χρυσαφικά και νομίσματα. Όμως ο Ιουλιανός σκοτώθηκε σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες και δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια.

Τότε ο Άγιος Βασίλειος έδωσε εντολή από τα συγκεντρωμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος στις ανάγκες των ιδρυμάτων της «Βασιλειάδας» και τα υπόλοιπα να μοιραστούν και να επιστραφούν στους κατοίκους. Επειδή όμως ήταν πλέον ανέφικτο να λάβει καθένας αυτά που είχε δώσει, ο Μέγας Βασίλειος σκέφτηκε να γίνει η μοιρασιά με έναν πρωτότυπο τρόπο: έδωσε εντολή να ζυμώσουν μικρά ψωμιά και μέσα σε καθένα τοποθέτησε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό και κατόπιν τα μοίρασε σε όλα τα σπίτια.

Έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά έβρισκαν μέσα κάποιο από τα αφιερωθέντα τιμαλφή. Με τον τρόπο αυτό γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε «Βασιλόπιτα», από το όνομα του Αγίου, στην οποία βάζουμε ένα φλουρί σε ανάμνηση εκείνης της πρώτης μοιρασιάς που έκανε ο Μέγας Βασίλειος. Εκείνος, στου οποίου το κομμάτι θα βρεθεί το φλουρί, θεωρείται ότι είναι τυχερός και θα έχει μια καλή χρονιά.

Με τον τρόπο αυτό το πρωτοχρονιάτικο έθιμο της βασιλόπιτας συνδέεται με τον άγιο Βασίλειο στην παράδοση του τόπου μας και από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Η Βασιλόπιτα, Αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται έτσι από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την αγάπη και την καλοσύνη του Μεγάλου Αγίου της Πίστεώς μας.

Απολυτίκιο (ήχος α’)
Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένην τον λόγον σου δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας, την φύσιν των όντων ετράνωσας, τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσθαι ημίν το μέγα έλεος.

Η κοίμησις του Αγίου Βασιλείου

Η πραγματική ιστορία για τον Άγιο Βασίλειο – Μύθοι και πραγματικότητα

Κωνσταντίνος Σχοινοχωρίτης, υπ. Δρ. Ιστορικός, Αρχειονόμος – Βιλιοθηκονόμος

Η παρούσα εργασία σκοπό έχει την ανάδειξη και παρουσίαση των πραγματικών ιστορικών στοιχείων που αφορούν το πρόσωπο του Μεγάλου Βασιλείου και τις διαφορές του από άλλα «μυθικά πρόσωπα» της δυτικής παράδοσης.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η κάθε εποχή προσφέρει πάντοτε ερεθίσματα, στα οποία ανταποκρίνονται διάφορες ιστορικές μορφές, ποικίλου μεγέθους και σημασίας, καθώς επίσης θέτει και μια σειρά από ερωτήματα στα οποία απαντούν. Οι μεγάλες όμως μορφές υπερβαίνουν την εποχή τους, τη διαμορφώνουν, την καθοδηγούν και κάποιες φορές την ανατρέπουν. Επιπλέον, ζουν μέσα σε αυτήν, αποδέχονται όσα τους προσφέρει αλλά και της προσφέρουν από τον πλούσιο εσωτερικό τους κόσμο.

Κάποιες φορές η εποχή δεν είναι έτοιμη, ενδεχομένως επειδή δεν είναι αρκετά ώριμη, να αξιοποιήσει όλα όσα της προσφέρουν ορισμένες μεγάλες μορφές, γι’ αυτό και επωφελείται από το έργο τους μεταγενέστερα. Σε αυτό τον κύκλο των μεγάλων ιστορικών μορφών ανήκει και ο Μέγας Βασίλειος της Καισαρείας, του οποίου η ζωή και η δράση δεν σημάδευσε μόνο τη δική του εποχή, αλλά και τις επόμενες από αυτή. Πόσοι όμως από εμάς γνωρίζουμε την πραγματική ιστορική ταυτότητα του Μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού ανδρός;

Οι Άγιοι Βασίλειος και Αικατερίνη εκατέρωθεν
της λάρνακας του Αγίου Σπυρίδωνος (veliotis.wordpress.com)

Ειδικότερα, τις τελευταίες δεκαετίες, οπότε παρατηρείται η εισχώρηση στην Ελλάδα μορφών, στοιχείων ή εθίμων δυτικής προελεύσεως και καταβολής, τα οποία έχουν οδηγήσει στην αλλοτρίωση συνειδήσεων και παραδόσεων. Κι αυτό συμβαίνει σήμερα σε ένα μεγάλο ποσοστό, διότι ο Έλληνας λειτουργεί, εργάζεται και δημιουργεί ως μέλος μιας σύγχρονης τεχνολογικά ανεπτυγμένης αστικοβιομηχανικής κοινωνίας.

Μέσα σε μια τέτοια κοινωνία υλιστική, επιστρατεύθηκαν ήθη, έθιμα, παραδόσεις, ακόμα και Άγιοι της Ορθοδοξίας με σκοπό την προώθηση και την ικανοποίηση των υλικών αναγκών της. Από την άλλη, η έλλειψη υψηλών νοημάτων και αρχών οδήγησε στην αποξένωση του σύγχρονου Έλληνα από τον ίδιο του τον εαυτό και την ταύτισή του με την υλική αυτή πραγματικότητα.

Ο Άγιος Βασίλειος αποτελεί ένα κραυγαλέο παράδειγμα αλλοτρίωσης. Η εικόνα του σεμνού και ασκητικού Ιεράρχη, που συνδέθηκε με την εορτή της Πρωτοχρονιάς, αντικαταστάθηκε σιγά – σιγά από την πληθωρική μορφή του δυτικού Santa Claus, όχι όμως για λόγους πνευματικούς, αλλά προς εξυπηρέτηση υλικών – καταναλωτικών αναγκών και επιχειρηματικών συμφερόντων.

Μέσα από τη μελέτη αυτή θα επιχειρηθεί η διάκριση ανάμεσα στον Ορθόδοξο Μέγα Ιεράρχη Άγιο Βασίλειο και στις δυτικές εκδοχές του. Θα δούμε ότι η ιστορία του Αγίου Βασιλείου έχει υποστεί ουσιώδεις αλλαγές από την ορθόδοξη παράδοση. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στον βορειοευρωπαίο και βορειοαμερικανό Santa Claus φαίνεται πως πέρασε στην αστική κυρίως τάξη κατά τη δεκαετία του 1950 και 1960 από τους συγγενείς μετανάστες, οι οποίοι με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Αη Βασίλη.

Ο Μέγας Βασίλειος (330-379 μ.Χ.)

Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας από τους Πατέρες και Αγίους της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπήρξε εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα, σπουδαίος ιεράρχης και κορυφαίος θεολόγος. Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, το 330 μ.Χ., από εύπορη οικογένεια χριστιανών και μεγάλωσε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Οι σύγχρονοί του, ενώ ζούσε ακόμη, τον ονόμασαν «Μέγα», τόσο για την πίστη και τη σωφροσύνη του, όσο και για τη γενναιοδωρία του.

Ονομάστηκε από την Εκκλησία «Μέγας Οικουμενικός Διδάσκαλος» και «Ουρανοφάντωρ». Υπήρξε η μεγαλύτερη χριστιανική φυσιογνωμία μετά τον Μέγα Αθανάσιο. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό υπήρξε «φίλος σοφώτατος, μεγαλόφρων και έξοχος εις παιδείαν». Ο άγιος Γρηγόριος αποκαλούσε τον Μέγα Βασίλειο ως «τον σπουδαιότερο άνθρωπο της εποχής του».

Ο Μέγας αυτός Ιεράρχης διέθετε μεγάλη παιδεία και ήταν προικισμένος με έξοχες πνευματικές και ηθικές αρετές. Υπήρξε πολύπλευρη προσωπικότητα, αμείλικτος διώκτης κάθε μορφής κοινωνικής αδικίας, υπερασπιστής των αδυνάτων, μέγας διδάσκαλος και θεσπέσιος ρήτορας, άμεμπτος άνθρωπος, αλλά και ένας ακατάβλητος αγωνιστής της πίστεως.

Αξιοποίησε στο έπακρο και κατά τον καλύτερο τρόπο ό,τι διδάχθηκε κατά τους χρόνους της φοίτησής του στις ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, υιοθετώντας ως οδηγό ζωής το Ευαγγέλιο του Χριστού. Με τον Μέγα Βασίλειο έγινε ο εκχριστιανισμός του Ελληνισμού και ο εξελληνισμός του Χριστιανισμού. Προήλθε η Ελληνοχριστιανική παιδεία, η οποία και αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Η οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου

Οσία Εμμέλεια

Η Οσία Εμμέλεια υπήρξε μητέρα δέκα τέκνων, ανάμεσά τους ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Άγιος Πέτρος Σεβαστείας, η Οσία Μακρίνα και ο Όσιος Ναυκράτιος. Θεωρείται μία από τις πιο μορφωμένες και ενάρετες γυναίκες της εποχής της. Η Εκκλησία την ανακήρυξε Αγία και τιμά τη μνήμη της κάθε χρόνο την 1η Ιανουαρίου και στις 30 Μαΐου. Ο πατέρας του Μεγάλου Βασιλείου, ο Βασίλειος, ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ρητορικής στον Πόντο. Οι γονείς του Βασιλείου τον ανέθρεψαν με χριστιανικά ιδεώδη, ενώ φρόντισαν πολύ και για τη μόρφωσή του.

Ο αδελφός του Γρηγόριος ήταν επίσκοπος Νύσσης, ο αδελφός του Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας και ο αδελφός του Ναυκράτιος ασκήτευσε στην έρημο του Πόντου και πέθανε σε νεαρή ηλικία, μόλις 27 χρόνων. Επιπλέον, οι αδελφές του Μεγάλου Βασιλείου ήταν όλες αφιερωμένες στο Θεό και μία από αυτές, η Αγία Μακρίνα, τον επηρέασε βαθιά στη χριστιανική του πορεία.

Οι σπουδές του

Ο Μέγας Βασίλειος κατά το χρονικό διάστημα 341-343 μ.Χ. έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Καισάρεια. Από εκεί, το 346 μ.Χ., πήγε στην Κωνσταντινούπολη για ανώτερες σπουδές, όπου σπούδασε θεολογία και νομική από τον περίφημο εθνικό ρήτορα και σοφιστή Λιβάνιο. Τη χρονική περίοδο 347-350 μ.Χ. μαθήτευσε, πιθανόν κοντά στον ίδιο σοφιστή, στη Νικομήδεια. Αργότερα, κατά το χρονικό διάστημα 351-356 μ.Χ. συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, που την εποχή εκείνη ήταν η Μητρόπολη των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών. Στην Αθήνα ο Βασίλειος διδάχθηκε, επί πέντε χρόνια, φιλοσοφία, ρητορική, αστρονομία, ιατρική, φυσική, φιλολογία, γεωμετρία και μαθηματικά.

Κατά την παραμονή του στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον ανιψιό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, τον Ιουλιανό, που αργότερα έγινε αυτοκράτορας. Επίσης, συνδέθηκε με βαθιά και ισόβια φιλία με τον συμφοιτητή του Γρηγόριο, που αργότερα έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό (μετέπειτα Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός).

Ο μοναχικός βίος και το συγγραφικό του έργο

Όταν ο Βασίλειος επέστρεψε στην Καισαρεία, δίδαξε με επιτυχία τη ρητορική, όμως γρήγορα αποφάσισε να ασπασθεί τον μοναχικό βίο. Επισκέφτηκε τα μεγάλα κέντρα του μοναχισμού στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία, στην Παλαιστίνη και στην Κοίλη Συρία, για να γνωρίσει από κοντά τους ασκητές και να σπουδάσει τον μοναχισμό, που του ασκούσε από πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία.

Υπήρξε ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής. Με συντροφιά τον φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό, συνέταξαν ένα απάνθισμα από τα έργα του Ωριγένη, τη «Φιλοκαλία» και τους μοναχικούς κανόνες που αποτελούν τη βάση του ορθόδοξου μοναχισμού.

Η απαίτηση του λαού του τον έκανε να διακόψει τον μοναχικό βίο και να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Στη μεγάλη πείνα του 368 μ.Χ. κινητοποίησε τους πλούσιους να βοηθήσουν όσους είχαν ανάγκη και καθιέρωσε τη διανομή τροφίμων, ρούχων, χρημάτων και κάθε είδους βοήθειας σε φτωχές οικογένειες απόρων. Παράλληλα, ίδρυσε κοντά στην Καισάρεια μια ολόκληρη πολιτεία από φιλανθρωπικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία και ορφανοτροφεία, που προς τιμήν του ονομάστηκε «Βασιλειάδα».

Το 370 μ.Χ. διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο τον μητροπολίτη Καισάρειας Ευσέβιο και αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων της Εκκλησίας και στη φροντίδα του ποιμνίου του. Φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του. Προς ανακούφιση των δεινοπαθούντων μερίμνησε να χτιστούν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία.

Ως επίσκοπος Καισάρειας αντιμετώπισε διάφορες αιρέσεις και δογμάτισε για τον Τριαδικό Θεό. Έγραψε δογματικά, ασκητικά, ηθικά, παιδαγωγικά έργα καθώς και ομιλίες, κηρύγματα και επιστολές. Κήρυξε την ελληνοχριστιανική παιδεία, στηριχθείσα στον Απόστολο Παύλο και στον Πλάτωνα. Άσκησε δριμεία πολεμική εναντίον της αίρεσης του Αρειανισμού με λόγους και συγγράμματα. Διακρίθηκε για το ήθος, τη σοβαρότητα και την αξιοπρέπειά του καθώς επίσης για την ευσέβεια, την καλοσύνη και την ανθρωπιά του και παρέμεινε μέχρι το τέλος ακλόνητος στις αρχές και στα πιστεύω του.

Αριστερά: Η τιμία κάρα του Μεγάλου Βασιλείου, αφιέρωμα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους. Δεξιά: Τμήμα από το άφθορο αριστερό χέρι του Αγίου Βασιλείου στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Νέας Φιλαδελφείας Αττικής

Οι πολλές κοινωνικές και εκκλησιαστικές φροντίδες επηρέασαν αρνητικά τον ασθενικό οργανισμό του ασκητικού αυτού Ιεράρχη, που εκδήλωσε οξεία νόσο των νεφρών. Άρρωστος βαριά ο Βασίλειος εγκατέλειψε τα εγκόσμια πάμπτωχος, σε ηλικία μόλις 48 ετών, στις 31 Δεκεμβρίου του 378, αφήνοντας πίσω μεγάλη θλίψη και γενικό πένθος στον λαό. Η ταφή του αγίου λειψάνου του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.

Ο πρωτοχρονιάτικος εορτασμός της μνήμης του μεγάλου Ιεράρχη μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο Ελληνισμό και το φιλανθρωπικό του έργο ενέπνευσε πράξεις αλληλεγγύης και αγάπης. Τη μνήμη του Αγίου ή Μεγάλου Βασιλείου την εορτάζουμε δύο φορές μέσα στον Ιανουάριο, την Πρωτοχρονιά και την 30ή του μηνός με τους Τρεις Ιεράρχες.

Ο Άγιος Βασίλειος της ελληνικής λαογραφίας και της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης

Μέχρι το έτος 732 μ.Χ. η Ελλάδα υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Ρώμη και εόρταζε την Πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου, ενώ η Κωνσταντινούπολη εόρταζε την Πρωτοχρονιά την 1η Σεπτεμβρίου (αρχή της Ινδίκτου, του εκκλησιαστικού έτους). Έτσι δεν δυσκολεύτηκαν οι Έλληνες να δώσουν στη μνήμη του Μ. Βασιλείου πρωτοχρονιάτικο χαρακτήρα.

Μέχρι το 1922 στα χωριά της Καππαδοκίας το βράδυ της παραμονής ξεκινούσε πομπή που κατευθυνόταν στα σπήλαια, μακριά από τον οικισμό, όπου έλεγαν ότι ο Άγιος Βασίλειος είχε περάσει κάποτε από εκεί. Όσοι συμμετείχαν, κρατούσαν αναμμένες δάδες. Επικεφαλής της πομπής πήγαιναν οι ιερείς. Ακολουθούσαν τα μουσικά όργανα, οι νέοι του χωριού κρατώντας τουφέκια και οι νοικοκυρές που κουβαλούσαν δίσκους και ταψιά με διάφορα φαγητά. Όταν έφθαναν στη σπηλιά κρεμούσαν σε ένα δέντρο τα φαγητά, πιστεύοντας ότι θα τα ευλογήσει ο Άγιος. Στη συνέχεια οι Ιερείς τελούσαν ολιγόλεπτη δέηση. Επέστρεφαν στο χωριό αργά τα μεσάνυχτα.

Ο Αη Βασίλης των Ελλήνων απέχει πολύ από το χοντρούλη και εύθυμο Santa Claus της Βόρειας Ευρώπης. Η παράδοση και οι γραπτές μαρτυρίες τον παρουσιάζουν αδύνατο, μελαχρινό, με μαύρα γένια και γελαστό πάντα. Σύμφωνα με την παράδοση αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός μ’ ένα ραβδί στο χέρι, απ’ όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες -σύμβολα δώρων- και περνούσε από διάφορους τόπους. Δεν έφερνε στους ανθρώπους δώρα. Τα δώρα του ήταν περισσότερο συμβολικά: η ιερατική ευλογία του και η καλή τύχη.

Κατά τους χριστιανικούς χρόνους, οι εορταζόμενοι Άγιοι έγιναν προστάτες των αγρών, όπως οι Άγιοι Γεώργιος και Τρύφων ή της κτηνοτροφίας όπως ο Άγιος Μόδεστος και στη μνήμη τους γίνονται εκδηλώσεις -λιτανείες, αγώνες ιππασίας, κουρμπάνια κ.ά. Το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση του Αγίου Βασιλείου που ως ζευγολάτης ή σπορέας πίστευαν ότι τριγυρίζει στους ελληνικούς αγρούς και συμμετέχει στο μόχθο των αγροτών.

Ο Μέγας Βασίλειος είναι δημοφιλής στην ελληνική ύπαιθρο, όχι μόνο διότι συμμερίζεται τον μόχθο και την ταλαιπωρία του αγρότη, αλλά και γιατί είναι πάντοτε κοντά του, τον διδάσκει και τον αγαπά. Οι αγρότες του ζητούν να ακουμπήσει το ραβδί του, όπως οι παλαιοί Ραψωδοί, και να τους πει λόγους παραμυθίας. Χαρακτηριστική είναι και η χαλκογραφία που εικονίζει τον Άγιο ως «Οδοιπόρο» που περιφέρεται από χωριό σε χωριό, στηρίζεται στη ράβδο του φιλοσόφου και κρατάει τα παραδοσιακά εργαλεία της γραφής, δηλαδή «κάλαμο», «καλαμάριον – μελανοδοχείο», «χαρτία».

Οι Άγιοι τρεις Ιεράρχες: Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ο Μηνάς Αλεξιάδης, καθηγητής λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, υποστηρίζει ότι ο Άγιος Βασίλειος είναι «κάτι ανάμεσα στον Μέγα Βασίλειο της Καισάρειας (έναν από τους Τρεις Ιεράρχες) και σε ένα πρόσωπο – σύμβολο του Ελληνισμού, που έφευγε από τα βάθη της Ασίας και έφτανε μέχρι την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία, και από εκεί μέχρι την Κύπρο. Ο δικός μας Άγιος Βασίλης είναι πεζοπόρος, κρατά στα χέρια του ένα ραβδί, συζητά με όλους τους ανθρώπους στο δρόμο και εύχεται καλοτυχία και καλή χρονιά στον κόσμο. Δεν έχει σάκο, ούτε κοφίνι. Δεν φέρνει δώρα, αλλά την καλοχρονιά. Η 1η Ιανουαρίου ήταν η ημέρα θανάτου του Μεγάλου Βασιλείου και έτσι, η ελληνική παράδοση θεώρησε ότι ο Άγιος Βασίλειος είναι εκείνος που φέρνει καλοτυχία και ευλογεί τη χρονιά».

Σύμφωνα με τον Δημήτριο Λουκάκο, καθηγητή της λαογραφίας, ο Άγιος Βασίλειος «ήταν ένας πρωτοχρονιάτικος Άγιος που ξεκινούσε από τα βάθη της Μικράς Ασίας και έφθανε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Ελληνισμού. Δεν κρατούσε στην πλάτη του σακί με δώρα, αλλ’ έφερνε στους ανθρώπους την καλή τύχη και την ευλογία του. Στο χέρι του κρατούσε ραβδί από το οποίο βλάσταιναν κλαδιά και πετούσαν πέρδικες, σύμβολα των δώρων που θα μπορούσε να μοιράζει στους ευνοούμενούς του».

Στην Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση γενικά, ο Άγιος Βασίλειος ήταν μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και σμιχτά φρύδια. Ήταν ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος και φορούσε σκουφί στο κεφάλι και πέδιλα στα πόδια του.

Ο Άγιος Βασίλειος στην παράδοση της Δύσεως και των λαών της Ευρώπης

Οι ρίζες της εορτής της Πρωτοχρονιάς, με την οποία έχει συνδεθεί και η μορφή του Αγίου Βασιλείου, εντοπίζονται κατά την εορτή του χειμερινού ηλιοστασίου που εορταζόταν από την προϊστορική εποχή από όλους σχεδόν τους λαούς της βορειοδυτικής Ευρώπης. Την ημέρα εκείνη οι άρχοντες κάθε τόπου συνήθιζαν να γιορτάζουν μαζί με τους υπηκόους τους στους δρόμους, προσφέροντας δώρα στα μικρά παιδιά, φυτεύοντας και στολίζοντας αειθαλή δένδρα και φτιάχνοντας στεφάνια από τα κλωνάρια τους.

Στις παραδόσεις των λαών της Ευρώπης υπάρχει παντού κάποιο μυθικό πρόσωπο (νεράιδα, ξωτικό ή θεός) που κάποια συγκεκριμένη ημέρα του χρόνου και για κάποιον συγκεκριμένο λόγο μοιράζει δώρα στα μικρά παιδιά.

Ρωμαίοι: Την 25η Δεκεμβρίου γιόρταζαν τα Μπρουμάλεια (η λέξη υποδηλώνει τη μικρότερη ημέρα του χρόνου, dies brevissima > brevma > bruma), όπου τιμούσαν την «ημέρα του αήττητου Ήλιου» (dies natalis invicti solis).

Κέλτες: Στην παράδοσή τους υπάρχει ο καλοκάγαθος γίγαντας Γκαργκάν, ο οποίος κουβαλούσε πάντα ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο δώρα.

Ιταλία: Στην παράδοση των Ιταλών υπάρχει η Λα Μπεφάνα, η οποία μοίραζε δώρα στα παιδιά και αποκάλυπτε στις νέες και τους νέους μυστικά για τον μελλοντικό τους γάμο. Αυτό το έκανε ως τιμωρία, επειδή αμέλησε να ακολουθήσει τους τρεις μάγους κατά την επίσκεψή τους στο νεογέννητο Χριστό.

Ρωσία: Στην παράδοση της προεπαναστατικής Ρωσίας υπάρχει η γριά Μπάμπουσκα, η οποία καταδικάστηκε να τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανίων και να μοιράζει δώρα στα παιδιά, επειδή έδωσε λάθος κατευθύνσεις για τον δρόμο προς τη Βηθλεέμ.

Ολλανδία – Βέλγιο – Γερμανία: Στις χώρες αυτές το πρόσωπο του φορέα των δώρων έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου, αρχιεπισκόπου Μύρων, ο οποίος φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Ο Άγιος Νικόλαος ενέπνευσε τη μυθική μορφή του Sinter Klaas, που τιμάται στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στη Γερμανία.

Κατά τον 12ο αιώνα Γαλλίδες καλόγριες μοίραζαν δώρα στη μνήμη του Αγίου Νικολάου, την 6η Δεκεμβρίου. Αυτή θεωρείται και η απαρχή του εθίμου στη δυτική κουλτούρα. Την ίδια εποχή γίνεται και η σύνδεση του Αγίου Νικολάου με την πληθωρική σκανδιναβική θεότητα Οντίν, ο οποίος διέθετε πλούσια γενειάδα και πετούσε καβάλα σε οκτάποδο άλογο.

Ο Άγιος Νικόλαος στην ορθόδοξη παράδοση – Ο Saint Nicholas στην Ευρώπη

Ο Άγιος Νικόλαος Επίσκοπος Μύρων Λυκίας σε παλαιά ρωσική εικόνα

Στην Ευρώπη, το πρόσωπο του φορέα των δώρων έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου, αρχιεπίσκοπου Μύρων, που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία και τις καλές πράξεις του

Κάρτα Αγ. Νικολάου (Ι.Ν. Αγ. Νικολάου North Walsham, Αγγλία)

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 280 μ.Χ. στα Πάταρα, μια παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, στη σημερινή Τουρκία, από ευσεβείς και πολύ πλούσιους γονείς. Ο Νικόλαος, όμως, τους έχασε σε ηλικία δεκατριών ετών εξ αιτίας ενός λοιμού και έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, την οποία διέθεσε για ν’ ανακουφίσει τους φτωχούς και όσους είχαν ανάγκη. Ο θείος του, που ήταν ιερέας, τον έβαλε σε μοναστήρι, ώστε να γίνει και ο ίδιος ιερέας. Σε ένα ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα, ο Νικόλαος χειροτονήθηκε ιερέας και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε επίσκοπος Μύρων (σημ. το Ντεμρέ της νότιας Τουρκίας), παρ’ όλο που ήταν πολύ νέος. Ήταν γνωστός ως «το αγόρι επίσκοπος».

Την εποχή εκείνη, ο ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα, που όριζε ότι όλοι οι υπήκοοι θα έπρεπε να προσκυνούν τον αυτοκράτορα ως θεό. Η άρνηση του Νικολάου, όπως και χιλιάδων άλλων χριστιανών να υπακούσουν στο διάταγμα, τους οδήγησε στη φυλακή. Ύστερα από δέκα χρόνια ο Νικόλαος και οι υπόλοιποι φυλακισμένοι ελευθερώθηκαν χάρη στον Μέγα Κωνσταντίνο, διάδοχο του Διοκλητιανού.

Το 313 μ.Χ. ο Νικόλαος έγινε και πάλι επίσκοπος Μύρων και απέκτησε ιδιαίτερα καλή φήμη. Έφυγε από τη ζωή σε βαθύ γήρας το 330 ή 333/4 μ.Χ. Σύμφωνα με την Καθολική εκκλησία, πέθανε στις 6 Δεκεμβρίου του 342 μ.Χ. Την 6η Δεκεμβρίου τιμάται η μνήμη του και από τις δύο εκκλησίες, Ανατολική Ορθόδοξη και Δυτική.

Ι.Ν. Αγ. Νικολάου στο Μπάρι

Πώς, όμως, ο επίσκοπος Μύρων έγινε ο Άγιος του Μπάρι; Πώς έγινε και ο θρύλος του προστάτη των ναυτικών εξελίχθηκε σ’ αυτόν που προσφέρει δώρα στα παιδιά; Πώς εμφανίστηκε στη δυτική Ευρώπη το έθιμο της ανταλλαγής και της προσφοράς δώρων στα παιδιά την ημέρα της μνήμης του Αγίου, στις 6 Δεκεμβρίου;

Με το πέρασμα των χρόνων η φήμη του ως θαυματουργού αγίου εξαπλώθηκε στη δύση, ιδιαίτερα μεταξύ των ναυτικών. Το 1087 τρία ιταλικά εμπορικά πλοία από το Μπάρι, επέστρεφαν στην Ιταλία από την Αντιόχεια. Έκαναν στάση στα Μύρα, προσκύνησαν τον τάφο του Αγίου προστάτη των θαλασσινών καθώς και το μέρος απ’ που έβγαινε το «Άγιο μύρο». Παρά τις αντιρρήσεις των ντόπιων χριστιανών, έσπασαν τη σαρκοφάγο του Αγίου και πήραν τα λείψανα με το πρόσχημα ότι θα τα διαφυλάξουν από τους Σελτζούκους που διαφέντευαν την περιοχή.

Η πραγματική αιτία όμως έγκειται στο γεγονός ότι ο τάφος του Αγίου υπήρξε ανέκαθεν τόπος προσκυνήματος και η πόλη που τον φιλοξενούσε απολάμβανε πολλά οικονομικά οφέλη από τους προσκυνητές, που έρχονταν από διάφορα μέρη. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία οι Ιταλοί θέλησαν να κερδίσουν αυτά τα οφέλη.

Οι Ιταλοί ναυτικοί έφτασαν στο Μπάρι έχοντας φτιάξει μια ειδική θήκη για τα λείψανα του Αγίου. Η υποδοχή του λαού υπήρξε θερμή και έγινε μεγάλος εορτασμός, ενώ διαδόθηκαν φήμες ότι εκείνη την ημέρα θεραπεύτηκαν σαράντα επτά άνθρωποι και πολλοί άλλοι ακόμα κατά τις ημέρες που ακολούθησαν. Οι κάτοικοι του Μπάρι έχτισαν προς τιμήν του αγίου έναν μεγαλόπρεπο ναό, για να στεγάσουν το λείψανό του, ο οποίος κηρύχθηκε ιερός τόπος προσκυνήματος από τον πάπα Ουρβανό Β’. Πολύ σύντομα ο ναός έγινε ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά κέντρα στη διάρκεια του μεσαίωνα. Ακόμα και σήμερα, την ημέρα της εορτής του αγίου, γίνεται μεγάλο θρησκευτικό πανηγύρι στο Μπάρι.

Μαζί όμως με τα λείψανα του Αγίου ήρθαν στη Δύση και οι θρύλοι που τον συνόδευαν. Ο θρύλος του Αγίου Νικολάου απέκτησε ιδιαίτερη φήμη και άρχισε να απεικονίζεται με λευκή γενειάδα, να πετάει στον ουρανό πάνω σε ένα λευκό άλογο.

The Feast of Saint Nicholas

Σύμφωνα με έναν γνωστό μύθο, ένας έμπορος στα Πάταρα έχασε την περιουσία του και δεν μπορούσε να ζήσει την οικογένειά του. Οι τρεις κόρες του, για να βγάλουν την οικογένεια από τη δύσκολη θέση, αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο και όποια έβγαινε, θα γινόταν πόρνη για να μαζέψει χρήματα για την προίκα των άλλων δύο αδελφών της. Ο κλήρος έπεσε στη μεγαλύτερη.

Ο Άγιος Νικόλαος έμαθε την τραγική κατάσταση της οικογένειας και θέλησε να βοηθήσει. Έτσι, κατά τη διάρκεια της νύχτας για να μη γίνει αντιληπτός, έριξε χρυσό από την καμινάδα και αυτός προσγειώθηκε μέσα σε μια κάλτσα, που οι κόρες είχαν κρεμάσει στο τζάκι για να στεγνώσει. Έτσι, προέκυψε το έθιμο να μπαίνουν τα δώρα σε κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι. Επίσης, επειδή ο Άγιος Νικόλαος δώριζε στους ανθρώπους ό,τι είχαν ανάγκη, προέκυψε το έθιμο της ανταλλαγής δώρων την παραμονή της ημέρας του θανάτου του. Τα έθιμα αυτά γνώρισαν μεγάλη αποδοχή στη μεσαιωνική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Ισπανία, όπου τα δώρα ήταν συνήθως χειμωνιάτικα φρούτα, καρύδια και γλυκά.

Στην Ορθόδοξη παράδοση ο Άγιος Νικόλαος έγινε ο προστάτης των παιδιών και των ναυτικών. Επιπλέον, είναι ο προστάτης της Μόσχας και της γεωργίας στη Ρωσία αλλά και του ναυτικού στην Ολλανδία. Μάλιστα, στην Ολλανδία, τα χρόνια εκείνα ο Προτεσταντισμός απαγόρευε την αναγνώριση αγίων. Όμως ο Άγιος Νικόλαος επέζησε με το όνομα Sinter Klaas, ο οποίος την 6η Δεκεμβρίου παριστάνεται με ιερατική στολή και επισκοπική ράβδο να μοιράζει δώρα στα παιδιά.

Χρειάστηκε να περάσουν αιώνες για να μεταμορφωθεί η εικόνα του καλού επισκόπου σε αυτήν του Άη Βασίλη με τα κόκκινα. Με τα χρόνια ο Saint Nicholas μετατράπηκε σε Santa Claus και το έθιμο της ανταλλαγής δώρων συνδέθηκε σιγά, σιγά με τα Χριστούγεννα. Να σημειωθεί ότι κατά τον 19ο αιώνα ο Άγιος Νικόλαος θεωρήθηκε σε ολόκληρη περίπου την Ευρώπη το christkindlein, δηλαδή ως «το παιδί του Χριστού».

Από τον Saint Nicholas στον Sinter Klaas

Στα χρόνια της μεταρρύθμισης του προτεσταντισμού, η Καθολική εκκλησία βρισκόταν σε παρακμή. Ο Μαρτίνος Λούθηρος δεν δεχόταν τη λατρεία των αγίων και θεωρούσε ότι η γιορτή του Αγίου Νικολάου ήταν «παιδική και ψεύτικη», με αποτέλεσμα η φήμη του Αγίου να περιοριστεί σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στις Κάτω Χώρες όμως και ιδίως στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, ο Sinter Klaas (Saint Nicholas) εξακολουθούσε να λατρεύεται από τους προτεστάντες ως προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών.

Οι Ολλανδοί, που ήταν ναυτικός λαός, μετέφεραν τη φήμη του Αγίου Νικολάου από την Ιταλία και την Ισπανία στο Άμστερνταμ. Επηρεασμένοι από τη συμμαχία τους με τους Ισπανούς και συμμετέχοντας στις πανηγυρικές τους εκδηλώσεις για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, σύντομα τον συγχώνευσαν με έναν δικό τους παγανιστικό, πληθωρικό τοπικό ήρωα του χειμώνα, τον Wooden, που ήταν γερμανικής και σκανδιναβικής προέλευσης. Η θεότητα αυτή διέθετε πλούσια γενειάδα και πετούσε καβάλα σε ένα οκτάποδο άλογο.

Η νέα μορφή του Αγίου Νικολάου για τους Ολλανδούς δεν είχε πια αυστηρή μαύρη γενειάδα, αλλά ολόλευκη και πολύ μεγάλη. Δεν έμοιαζε με τον αδύνατο, αυστηρό Επίσκοπο των Καθολικών. Αντίθετα, ερχόταν με πλοίο από την Ισπανία, είχε μαζί του ένα μαυριτανό βοηθό τον Zwart Piet (Μαύρο Πητ) και γύριζε τη χώρα καβάλα στο άσπρο άλογό του. Η φιγούρα του Sinter Klaas μπορεί ακόμη να γυρίζει στους δρόμους και στα κανάλια του Άμστερνταμ, όμως το ταξίδι του συνεχίστηκε στην Αμερική.

Από τον Ολλανδό Sinter Klaas στον Αμερικανό Santa Claus

Το όνομα «Santa Claus» αποτελεί μια παράφραση του Ολλανδικού ονόματος «Sinter Klaas». Προέκυψε από το όνομα Claus (Klaas και Claus από το Nicholas ή Nicholaus). Το έτος 1626 Ολλανδοί Καλβινιστές μεταναστεύοντας στην Αμερική πήραν μαζί τους για φυλακτό και την εικόνα του Αγίου Νικολάου (Sinter Klaas). Το Νέο Άμστερνταμ, που αργότερα ονομάστηκε Νέα Υόρκη, ήταν ο επόμενος σταθμός του Αη Βασίλη. Στην Αμερική, ο Άγιος Βασίλειος αλλάζει μορφή και αποκτά αμερικανικά χαρακτηριστικά. Εκεί, για πολλά χρόνια, εξ αιτίας της επικράτησης των αγγλικής καταγωγής μεταναστών, ο Sinter Klaas παρέμεινε στα αζήτητα, ώσπου το έτος 1773 επανεμφανίζεται. Τον Δεκέμβριο του 1773 και του 1774, εφημερίδα της Νέας Υόρκης αναφέρει ότι ομάδες ολλανδικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν την επέτειο του θανάτου του Αγίου Νικολάου.

Sinter Klaas (Άγιος Νικόλαος)

Το 1804 ο John Pintard, μέλος της Ιστορικής Κοινότητας της Νέας Υόρκης (New York Historical Society), μοίρασε ξυλογραφίες με τη μορφή του Αγίου Νικολάου στην ετήσια συγκέντρωση του συλλόγου, στην πόλη της Νέας Υόρκης. Το φόντο της εικόνας περιελάμβανε οικείες εικόνες του Αγίου με έντονες τις αρχικές ορθόδοξες ρίζες της, αλλά και με ένα τζάκι δίπλα του που είχε κρεμασμένες πάνω του κάλτσες γεμάτες δώρα, παιχνίδια και φρούτα. Η εικόνα αυτή υπονοούσε την επίσκεψη του Αγίου στα σπίτια. Επί της εικόνας αναγραφόταν ρητά η εορτή στις 6 Δεκεμβρίου και το πραγματικό ελληνικό όνομα του Αγίου Νικολάου.

Αυτός όμως που ανασκεύασε τον θρύλο, φαίνεται ότι είναι ο Αμερικανός λαϊκός συγγραφέας Washington Irving. Το 1809, γράφοντας την ιστορία της Νέας Υόρκης για λογαριασμό του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, ανέφερε τον Άγιο Νικόλαο ως τον «προστάτη άγιο» της Νέας Υόρκης. Εκεί ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται ως πολεμικός προστάτης των Αμερικανών επαναστατών, ως ένα «αντίβαρο» του Αγίου Γεωργίου, που ήταν ο προστάτης του αγγλικού στρατού. Ο Washington Irving δανείστηκε στοιχεία από την ολλανδική εκδοχή του Αγίου Νικολάου και τον περιέγραψε να έρχεται πάνω στο άλογό του την παραμονή της εορτής του και να μοιράζει δώρα. Αργότερα, το έτος 1812, ο συγγραφέας Washington Irving αναθεώρησε το βιβλίο του και ο Άγιος Νικόλαος εμφανιζόταν μέσα σ’ ένα βαγόνι, το οποίο μπορούσε και πετούσε πάνω από τα δέντρα.

Τον Δεκέμβριο του έτους 1823, ο προτεστάντης αστός καθηγητής Κλέμεντ Κλάρκ Μουρ έγραψε για τις τρεις κόρες του ένα χριστουγεννιάτικο παιδικό ποίημα με τίτλο «Η νύχτα του Άγιου Νικόλα» ή όπως έμεινε γνωστή «The Night before Christmas» (Η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα) και το δημοσίευσε σε μία εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Στο ποίημα αυτό περιέγραφε τον Άγιο Νικόλαο ως καλικάντζαρο που έμπαινε στα σπίτια από την καμινάδα και ταξίδευε με ένα ιπτάμενο έλκηθρο που το έσερναν οκτώ τάρανδοι: Ντάσερ, Ντάνσερ, Μπράνσερ, Βίξεν, Κόμετ, Κιούμπιντ, Ντόντερ και Μπλίτσεν. Έχοντας με αυτό τον τρόπο δανειστεί στοιχεία από τη φιγούρα του Irving, αλλά και από γερμανικούς και σκανδιναβικούς παγανιστικούς μύθους, η αμερικανική εκδοχή του Santa Claus και της δράσης του στη σημερινή παγκόσμια αποδοχή ήταν πια γεγονός…

Thomas Nast (1840-1902)

Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε το 1863, κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, από τον χιουμοριστικό πολιτικό καρτουνίστα Τόμας Ναστ (Thomas Nast, 1840-1902), γερμανικής καταγωγής, ο οποίος εργαζόταν στο Harper’s Weekly, το μεγαλύτερο εικονογραφημένο περιοδικό της εποχής και του είχε ανατεθεί ν’ απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν «Ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο», όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς, ροδαλού άνδρα, στολισμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων.

Ο σκιτσογράφος Τόμας Ναστ δανείστηκε για τη δημιουργία του στοιχεία από τη γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων, αλλά και από την παραδοσιακή μορφή του πλανόδιου Γερμανού εμπόρου. Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του, ο Ναστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, γιατί έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική, αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas μια άλλη διάσταση, που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια της Αμερικανικής κοινωνίας εκείνης της εποχής.

«Ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο», σχέδιο του Τόμας Ναστ
για το εικονογραφημένο περιοδικό Harper’s Weekly, 1863

Μετά το τέλος του Αμερικανικού Εμφύλιου κυκλοφόρησε η πιο γνωστή απεικόνιση του Αγίου, όπου παρουσιάζεται να διακοσμεί ένα έλατο, να φτιάχνει παιχνίδια, να διαβάζει παραμύθια στα παιδιά και να εξερευνά τον κόσμο με το τηλεσκόπιό του προς αναζήτηση σοφών παιδιών. Στη δημοφιλία του Άη Βασίλη συμμετοχή είχε και το παιδικό βιβλίο «The Life and Adventures of Santa Claus», που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το έτος 1902.

Santa Claus, Σχέδιο του Thomas Nast

Santa Claus του Thomas Nast (1840-1902)

Ο Αμερικανός Άγιος Βασίλης δείχνει το όνειρο της τότε αμερικανικής κοινωνίας, η οποία στηριζόταν στην ευημερία, στην αφθονία, στην καλοπέραση, στην ευδαιμονία, στην αγαθοσύνη και στη μακροημέρευση του ανθρώπου. Μια κοινωνία που απέρριπτε την ηθική που δίδασκε ο Χριστιανισμός, δεν καταδίκαζε τους πλούσιους, ούτε απαιτούσε από αυτούς να δίνουν και στους φτωχούς, αντίθετα μοίραζε δώρα και στα πλούσια και στα φτωχά παιδιά χωρίς να διαχωρίζει.

Ο Santa Claus της Coca-Cola

Μέχρι τη δεκαετία του 1930 η στολή του Αη Βασίλη είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου ή αποχρώσεις του πράσινου. Τι έγινε όμως και άλλαξε μορφή; Ποιος τον έκανε έτσι, όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα;

H πρώτη εταιρεία, που χρησιμοποίησε τον Άγιο Βασίλη, ήταν η εταιρεία αναψυκτικών «White Rock Beverages», το έτος 1915, για να πουλήσει μεταλλικό νερό. Η ίδια εταιρία τον ξαναχρησιμοποίησε το 1923 για να πουλήσει το αναψυκτικό τζίντζερ – έιλ. Αν και ο σκιτσογράφος Τόμας Ναστ φαντάστηκε πρώτος την εικόνα του Αη Βασίλη, η εταιρία Coca-Cola αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής. Η Coca-Cola δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Όταν πρωτοδημιουργήθηκε, σκοπός της εταιρείας για το προϊόν της ήταν να λανσαριστεί ως ένα προϊόν με θεραπευτικές ιδιότητες.

Κατά τη δεκαετία του 1930, οι πωλήσεις του προϊόντος είχαν πέσει αισθητά. Η εταιρεία τότε αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Santa Claus στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σ’ έναν άλλον Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Haddon Sundblom (Χέιντον Σάντμπλομ), να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα του δημοφιλούς αναψυκτικού, για να σηματοδοτεί στους καταναλωτές τον συσχετισμό του κόκκινου της Coca Cola και του Άη Βασίλη.

Haddon Sundblom (1899-1976)

H νέα εικόνα περιελάμβανε έναν λευκό άνδρα που φορούσε μαύρες μπότες, μακρύ κόκκινο σκουφί, κόκκινη στολή, είχε λευκή γενειάδα, άσπρη γούνα, έλκηθρο με οκτώ ταράνδους και έφερνε χαρά στην οικογένεια απλά και μόνο με ένα μπουκάλι coca cola… Η Coca Cola χρησιμοποίησε την εικόνα αυτή για να αυξήσει την κατανάλωσή της, κατά τη χειμερινή περίοδο, μέσω των γνωστών της διαφημίσεων. Στη συνέχεια, οι εφημερίδες αναπαρήγαγαν τον μύθο. Αυτή η εικόνα παραμένει μέχρι σήμερα.

Επίλογος

Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο Άγιος Βασίλειος παραμένει μέχρι σήμερα ο αγαπημένος άγιος των παιδιών. Το διαχρονικό ερώτημα που υπάρχει και σχετίζεται με την ύπαρξή του, αφορά κυρίως τη σχέση του ευτραφούς, κοκκινοφορεμένου παππού με την άσπρη γενειάδα με την ελληνική χριστιανική παράδοση και λιγότερο με την προσφορά των δώρων.

Η σημερινή μορφή του Άη Βασίλη αποτελεί μια διεθνή λαογραφική μορφή, η οποία διανέμει δώρα σε παιδιά και ενηλίκους που υπήρξαν «καλοί» κατά τη διάρκεια του έτους. Δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα συνονθύλευμα διαφορετικών μύθων από διαφορετικές εποχές και περιοχές του κόσμου, το οποίο εξελίχθηκε μέσα στον χρόνο σύμφωνα με τις ανάγκες της κάθε εποχής. Σε κάθε περίπτωση, ο σημερινός Άη Βασίλης είναι δημιούργημα του Αγγλοσαξονικού κόσμου και απηχεί τη νοοτροπία του.

Ειδικότερα, για τους Αμερικανούς είναι ο Σάντα Κλάους (Άγιος Νικόλαος), για τους Αγγλοσάξωνες είναι ο father christmas, για τους Γάλλους είναι ο Πέρ Νοέλ, για τους Ολλανδούς είναι ο Σίντερ Κλάας, για τους Γερμανούς ο Βάϊναχτσμαν, για τους Ιταλούς ο Babbo Natale, για τους Κινέζους ο Λαμ Κουνγκ-Κουνγκ (ο καλός γερο-πατέρας) και για τους Ιάπωνες ο Χοτέισο.

Για εμάς τους ελληνορθοδόξους ο Άγιος Βασίλειος, όπως παρουσιάζεται σήμερα, δεν υπήρξε ποτέ, αφού αποτελεί εφεύρεση της Coca Cola. Για εμάς τους Ορθοδόξους, ο Άγιος Βασίλειος είναι ο Μέγας Βασίλειος που έζησε στην Καππαδοκία και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στη βοήθεια προς τον συνάνθρωπο.

Αποτελεί ουσιαστικά το σύμβολο της λιτότητας και της ασκητικής ζωής της Ορθοδοξίας. Είναι ένας ασκητής που ακολουθούσε τα χριστιανικά πρότυπα και ιδεώδη. Στα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς «βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι», για να προσφέρει ως δώρο τη σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης στον σπιτονοικοκύρη. Στην παγκόσμια ιστορία θεωρείται ως ο εμπνευστής, αλλά και ο πρώτος δημιουργός της οργανωμένης φιλανθρωπίας.

Η Ζωή ενός Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας

Το 1979 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας η αφηγηματική βιογραφία του Μεγάλου Βασιλείου του Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Στυλιανού Παπαδόπουλου, με τίτλο «Η Ζωή ενός Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας». Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη απήχηση στο ορθόδοξο χριστιανικό κοινό, έχοντας πραγματοποιήσει έξι επανεκδόσεις και αποδίδοντας μια αγιοπνευματική θεώρηση του βίου και του έργου του μεγάλου Πατέρα της Ορθοδοξίας σύμφωνη με το πνεύμα και τις παραδόσεις της.

Το έργο διαρθρώνεται σε εννέα κεφάλαια, ως εξής: κεφ. πρώτο «Καταγωγή, παιδικά χρόνια, παιδεία», κεφ. δεύτερο «Πάλη με τον εαυτό του», κεφ. τρίτο «Αναχώρηση – Η αρχή της προσφοράς», κεφ. τέταρτο «Ιερέας του Υψίστου», κεφ. πέμπτο «Η εκλογή του σε επίσκοπο. Οι πρώτες φροντίδες», κεφ. έκτο «Για την ειρήνη και την αλήθεια της Εκκλησίας. Για την ανακούφιση του πόνου», κεφ. έβδομο «Το πικρό ποτήρι ξεχειλίζει. Πρωτείο στον πόνο και στην ενότητα», κεφ. όγδοο «Μεγάλες αναλαμπές», και κεφ. ένατο «Το τέλος». Ακολούθως παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον διάλογο του Μεγάλου Βασιλείου με τον έπαρχο Μόδεστο:

Ο Μέγας Βασίλειος. Ένας διάλογος που έμεινε στην ιστορία!

«Μεγαλειότατε νικηθήκαμε» Ὁ Βασίλειος εἶναι Μέγας

Ἡ ὀρθοδοξία τῆς Καππαδοκίας ἔμοιαζε λίγο πολὺ μὲ νησίδα στὴν Ἀνατολή. Ὁ Οὐάλης ἀπέλυσε τοὺς ἀσκοὺς τῆς αἱρέσεως παντοῦ. Συνδυασμένες ἡ βία καὶ ἡ πονηρία τοῦ ἔδωσαν ἀποτελέσματα μεθυστικά. Σάρωσε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔσφιγγε τώρα σὰν τανάλια τὴν Καισάρεια. Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ Καππαδόκες δὲν εἶχαν γνωρίσει καλὰ τὴ βάναυση σκληρότητα τοῦ Οὐάλη. Ἄκουγαν ὅ,τι συνέβαινε ἀλλοῦ. Τοὺς κοβόταν τὸ αἷμα.

Τὰ διάφορα κέντρα τῆς αὐτοκρατορίας ὑποτάχθηκαν πράγματι στὴν πολιτικὴ τοῦ ἀρειανόφρονα. Μὰ τοῦτο ἔγινε γιατί διώχθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι, δημεύθηκαν οἱ περιουσίες τους, ἐξαναγκάσθηκαν, πιέσθηκαν μὲ βίαια μέσα. Καὶ ὅσοι ἀντιστέκονταν ἀντικαταστάθηκαν.

Ἡ θηριωδία καὶ τὸ μίσος δὲν εἶχαν ὅρια. Ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κάψουν… στὴν Νικομήδεια ὀρθόδοξους πρεσβυτέρους μέσα σὲ πλοῖο. Ὅσο πλησίαζαν μάλιστα στὴν Καισάρεια τόσο πιὸ ἄγρια γινόταν ἡ θηριωδία τους. Ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα βεβήλωναν ναούς. Σὲ κάποια πόλη μπῆκαν στὸν ναό, ἀνέβηκαν στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ χόρευαν πάνω σ’ αὐτήν. Σὲ ἄλλο ναό, ποὺ ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τοὺς βέβηλους, σκότωσαν καὶ ἔχυσαν ἀνθρώπινο αἷμα ἐπάνω στὴν ἴδια τὴν ἁγία Τράπεζα. Θῦμα ὁ ἱερέας. Τὰ φοβερὰ τοῦτα σφυροκοποῦσαν κάθε μέρα τ’ αὐτιὰ τῆς ὀρθόδοξης Καισάρειας…

Πρέπει νὰ ἦταν Νοέμβριος – Δεκέμβριος. Οἱ πιέσεις στὸ Βασίλειο διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη. Σήμερα τὸν προσέβαλαν. Αὔριο τοῦ ὑπόσχονταν πολλά.

Πρὶν ἀποφασίσει ὁ Οὐάλης τὴν ὥρα τῆς τελικῆς ἑφόδου δοκίμασε πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ φέρει στὰ νερὰ του τὸν Βασίλειο. Ἔνοιωθε μάλιστα ὅτι καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βασίλειος παραμένει ὀρθόδοξος Μητροπολίτης Καισαρείας ἀποτελεῖ γι’ αὐτὸν ἀποτυχία τῆς πολιτικῆς του, γελοιοποίηση τοῦ Βασιλικοῦ του κύρους… Σημαντικὸ ρόλο στὶς πιέσεις ἔπαιζαν οἱ δικαστικοί, ποὺ εἶχαν κιόλας γίνει πέρα γιὰ πέρα ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα. Δὲν ὑστέρησαν ὅμως καὶ οἱ στρατιωτικοί…

Τὰ τεχνάσματα δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα καὶ ὁ Οὐάλης βιαζόταν. Ἤθελε νὰ τελειώνει ὅσο γινόταν γρηγορώτερα μὲ τὴν τελευταία ἑστία ἀντιστάσεως, μὲ τὸν Βασίλειο. Ἔτσι θὰ ὑποτάσσονταν ἀμέσως Καππαδοκία, Πόντος καὶ Ἀρμενία. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ Βασιλιὰς νὰ παίξει τὸ τελευταῖο του χαρτί. Ἔστειλε προπομπὸ στὴν Καισάρεια τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, τὸν ὕπαρχο τῶν πραιτωριανῶν. Ἤξερε τί ἔκανε.

Ὁ Μόδεστος ἦταν ἀπὸ τὴν ἄθλια ἐκείνη πάστα τῶν ἀνθρώπων ποὺ γίνονται βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως γιὰ νὰ κρατήσουν τὴ θέση τους. Ἀδίστακτος καὶ ἀπάνθρωπος, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀρέσει στὸν ἀφέντη του. Ἡ Ἐκκλησία στὴν Ἀνατολὴ γνώρισε τὴ θηριωδία του ἀπὸ τὴν καλή…

Στὴν Καισάρεια ὁ Μόδεστος ἐγκαταστάθηκε στὸ Διοικητήριο. Ἡ ἀναμέτρηση ὅμως ἔγινε μᾶλλον στὸ δικαστήριο… Διέταξε νὰ τοῦ φέρουν τὸν Βασίλειο, ποὺ ἦταν κιόλας ἕτοιμος.

Ὅλη τὴ νύχτα ὁ ἐπίσκοπος προσευχόταν. Γιὰ κάποια στιγμὴ ἔνοιωσε τὰ γόνατά του νὰ λύνονται ἀπὸ φόβο. Θὰ τὰ κατάφερνε; Θὰ στεκόταν ὅσο χρειαζόταν ἄξιος μπροστὰ στὸ θηρίο; Τὸ πικρὸ ποτήρι μένει πικρὸ καὶ γιὰ τοὺς μεγάλους. Πέρασε ὅμως ὁ φόβος του. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔσφιξε τοὺς ἁρμούς του καὶ ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἀλλοιώτικα…

Καὶ ὁ Μόδεστος; Μόλις τὸν εἰδοποίησαν πῆγε στὴν ἐπίσημη αἴθουσα καὶ ἔκατσε στὸ θρόνο προκλητικά, περισσότερο ἀπειλητικά. Ἔπρεπε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ξαφνιάσει τὸν Βασίλειο. Εἶχε ἀκούσει τόσα πολλὰ γιὰ τὸν ἰσχνὸ τοῦτο ἄνδρα ποὺ τὸν ἔκαναν λιγώτερο σίγουρο. Ἀμηχανία κι ἕνας ἀδιόρατος φόβος καρφώθηκε κάπου στὴν καρδιὰ τοῦ Μόδεστου καὶ δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Γι’ αὐτὸ ἔπρεπε ἀπὸ τὴν ἀρχή νὰ τοῦ πάρει ἀμέσως τὸν ἀέρα μὲ τρόπο ἀπότομο, ἐτσιθελικό, σκληρό. Νὰ τελειώσει μιὰ ὥρα γρηγορώτερα. Λίγο πίσω ἀπὸ τὸν ἔπαρχο στάθηκαν μερικὰ ἐπίσημα πρόσωπα: διοικητής, εὐνοῦχοι, δικαστὲς ξοφλημένοι…

Ἔφεραν στὴν αἴθουσα τὸν Βασίλειο. Προχώρησε στὸν θρόνο ἀγέρωχα, χωρὶς νὰ προκαλεῖ. Εὔχαρης, χωρὶς νὰ γελάει. Ὁ Μόδεστος τεντώθηκε, ἔβαλε πάγο καὶ σίδερο στὴ φωνή του, μίλησε:

Μόδεστος: Βασίλειε, πῶς τόλμησες -μόνο ἐσὺ- νὰ πᾶς κόντρα στὸ θέλημα τοῦ βασιλιᾶ μας; Ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ τόλμησες νὰ τὸν περιφρονήσεις;

Ὁ Βασίλειος κατάλαβε τὴν τακτική: ἐπίθεση κι αἰφνιδιασμός. Δὲν θὰ παρασυρόταν ὅμως. Θὰ ἐπέβαλλε τὸν δικό του ρυθμὸ στὴ φοβερὴ ἀναμέτρηση. Θὰ γινόταν βράχος ποὺ ἐπάνω του θὰ τσακιζόταν ἡ ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῶν αἱρετικῶν. Θὰ ὑψωνόταν σύμβολο γιὰ τὸ ὄρθωμα τῆς Ἐκκλησίας μπροστὰ στὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου. Ζητάει λοιπὸν συγκεκριμένα στοιχεῖα, κατηγορία καθαρή:

Βασίλειος: Γιὰ ποιὸ πράγμα μὲ κατηγορεῖς, ποιὸ εἶναι τὸ σφάλμα μου καὶ δὲν τὸ ξέρω;
Μόδεστος: Δὲν ἔχεις τὴν πίστη τοῦ βασιλιᾶ, τώρα ποὺ ὅλοι ὑποτάχθηκαν.
Βασίλειος: Κάνω ἔτσι γιατί ὁ δικός μου βασιλιὰς δὲ στέργει τὴν πίστη τοῦ Οὐάλη, ποὺ προσκυνᾶ τὸ κτίσμα (οἱ ἀρειανοὶ δέχονταν τὸν Υἱὸ σὰν κτίσμα). Πῶς νὰ τὸ κάνω τοῦτο, ἀφοῦ ἐγὼ ποὺ εἶμαι κτίσμα κλήθηκα νὰ γίνω Θεός. Προσκυνῶ τὸν Υἱὸ σὰν Θεὸ καὶ ὄχι σὰν κτίσμα.
Μόδεστος: Καὶ τότε τί εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ πιστεύουμε ὅπως ὁ αὐτοκράτορας;
Βασίλειος: Τίποτα, ὅσο προστάζετε τέτοια πράγματα!

Ἱδρώτας, ἀγωνία καὶ μαζὺ ὀργὴ χωρὶς ὅρια πάλευαν στὸ ἄρρυθμο πνεῦμα τοῦ ἐπάρχου. Ἄρχισε κιόλας νὰ τὰ χάνει. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀφελής του ἐρώτηση.

Μόδεστος: Γιατί δὲ τὸ ‘χεις γιὰ σπουδαῖο νὰ εἶσαι μὲ τὸ μέρος μας, νὰ μᾶς ἔχεις φίλους;
Βασίλειος: Βεβαίως εἴσαστε κιόλας ἔπαρχοι καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς μὰ δὲ σᾶς ἔχω πιὸ σεβαστοὺς ἀπὸ τὸν Θεό! Καὶ σὰν τέκνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἴσαστε εἶναι σπουδαῖο νὰ σᾶς ἔχω φίλους. Τόσο σπουδαῖο ὅσο νὰ ἔχω φίλους καὶ τοὺς ὑφισταμένους σας. Ὁ χριστιανισμὸς δὲ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν προσώπων. Μὲ τὰ λόγια τοῦτα ὁ Βασίλειος φώτισε μὲ δυνατὸ φῶς τὸν ἰσχυρὸ ἄρχοντα. Τοῦ ἔδειξε πόσο μικρὸς εἶναι καὶ πόσο κωμικὴ γίνεται ἡ αὐθάδειά του.

Ὁ Μόδεστος τὸ κατάλαβε. Ἔνοιωσε νὰ τὸν ξεγυμνώνουν. Νὰ τοῦ παίρνουν τὴ δύναμη, μὲ τὴν ὁποία τρόμαζε τοὺς μικρούς. Ἄναψε λοιπὸν καὶ κόρωσε. Οἱ φλέβες του τινάχθηκαν… Μὲ μιᾶς ὀρθώθηκε στὸν θρόνο καὶ σχεδὸν ἄναρθρα φοβέριζε:

Μόδεστος: Δὲ φοβᾶσαι, λοιπόν, τὴν ἐξουσία μου;
Βασίλειος: Μὰ τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις, τί πρόκειται νὰ πάθω;
Μόδεστος: Τί μπορῶ; Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχω δικαιοδοσία…
Βασίλειος: Ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ πάθω, πέστα μου νὰ τ’ ἀκούσω!
Μόδεστος: Δήμευση τῆς περιουσίας σου, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο.
Βασίλειος: Μὲ ἄλλο τίποτε φοβέρισέ με, αὐτὰ δὲ μὲ νοιάζουν.

Ὁ ἐξαγριωμένος ἔπαρχος ἔνοιωσε τὰ λόγια τοῦτα μαχαίρι στὰ νεφρά του. Τὰ μάτια του ἔγιναν κόκκινα. Ἡ φωνὴ του τσάκισε. Τὰ νεῦρα του ἔκλαιγαν καὶ παραδίνονταν. Ὅλα γύρω του χάνονταν. Ἀπὸ δυνατὰ γίνονται ἀδύνατα. Ἀπὸ ἰσχυρὰ ἀνίσχυρα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος μίκραινε. Γινόταν αὐτὸς ποὺ ἦταν: μικρός. Μάζεψε τὶς δυνάμεις του ὅμως καὶ ψέλλισε:

Μόδεστος: Πῶς γίνεται αὐτό, πῶς καὶ δὲ φοβᾶσαι;
Βασίλειος: Γιατί δὲ φοβᾶται δήμευση αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τριμμένα παλιὰ ροῦχα καὶ μερικὰ βιβλία. Αὐτὰ εἶναι ὅλο τὸ βιός μου, Μόδεστε! Ἡ ἐξορία πάλι δὲ μὲ τρομάζει γιατί δὲν ἔχω τόπο δικό μου. Καὶ ἡ Καισάρεια στὴν ὁποία τώρα κατοικῶ δὲν εἶναι δική μου. Ὅπου λοιπὸν κι ἂν μὲ πετάξετε θὰ εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ κι ἐγὼ θὰ εἶμαι πάροικος καὶ παρεπίδημος. Τὰ βασανιστήρια; Τί νὰ κάνουν κι αὐτὰ σὲ σῶμα σὰν τὸ δικό μου! Ἕνα πρῶτο κτύπημα θὰ δώσεις κι ὅλα τελείωσαν ἀμέσως. Αὐτὸ εἶσαι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνεις. Μὲ ἀπειλεῖς μὲ θάνατο; Θὰ μοῦ γίνεις εὐεργέτης. Αὐτὸ ποθῶ κι ἐγώ, νὰ πάω πιὸ γρήγορα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ ἀγωνίζομαι. Βιάζομαι νὰ φθάσω στὸν Θεό μου, στὸν Πατέρα μου!…
Μόδεστος: Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.

Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ κεραυνοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν κρατήθηκε. Οἱ ὧρες εἶναι μεγάλες, κρίσιμες, ἱστορικές. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς ἐγωϊστή!

Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα (Ὁ Βασίλειος εἶδε τώρα τὸ συντριμμένο ἔπαρχο, μέτρησε καὶ τὸ βαρὺ λόγο ποὺ ξεστόμησε καὶ θέλησε νὰ μαλακώσει τὴν ἀτμόσφαιρα). Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε, εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά, μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις χειρότερα.

Ἦταν ἡ τελευταία ψυχρολουσία ποὺ δέχθηκε ὁ τραγικὸς ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Βασίλειο στὴ φοβερὴ καὶ ἱστορικὴ τούτη ἀναμέτρηση. Μουδιασμένος ὁ Μόδεστος, σὰν τὸ δαρμένο ζῶο ἔκανε νόημα στοὺς φρουροὺς ν’ ἀφήσουν ἐλεύθερο τὸν Βασίλειο…

Τί ἀπέγινε μὲ τὸν Μόδεστο; Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν Βασιλιά, ποὺ ἔφθανε στὴν Καισάρεια. Δὲ δίστασε νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια: «Νικηθήκαμε, βασιλιά μου, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο αὐτῆς ἐδῶ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲ φοβᾶται ἀπειλές. Εἶναι πιὸ σταθερὸς ἀπὸ τοὺς λόγους μας, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὴν πειθώ μας. Ἂς ἀπειλήσουμε κανένα δειλό, ὄχι τὸν Βασίλειο. Ἂν θέλουμε ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ καταφύγουμε στὸν ἐξαναγκασμὸ» (νὰ τὸν ἐξορίσουν δηλαδή).

Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔμαθε τὰ καθέκαστα, ὅσα χρειαζόταν γιὰ νὰ καταλάβει τὴ δύναμη τοῦ Βασιλείου, δὲ συμφώνησε. Εἶχε τὸ κουράγιο νὰ θαυμάζει τὶς ἀρετὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴ χρησιμοποιήσουν βία.

* Από το βιβλίο του Στυλιανοῦ Γ. Παπαδόπουλου «Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας» Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας

Βιβλία με Ορθόδοξη μαρτυρία για τη μορφή, τη ζωή και το έργο του Μεγάλου Βασιλείου συνέγραψαν και οι νεώτεροι Έλληνες συγγραφείς Μυρσίνη Βιγγοπούλου και Βαγγέλης Ηλιόπουλος.

Το βιβλίο της Μυρσίνης Βιγγοπούλου με τίτλο «Μεγαλώνοντας με έναν Άγιο – Μέγας Βασίλειος ο αγαπημένος των παιδιών», από τις εκδόσεις Άθως Παιδικά, διηγείται την ιστορία του μικρού Βασίλη, που μεγαλώνει διαβάζοντας ένα βιβλίο με τη ζωή του Μεγάλου Βασιλείου. Αυτό θα τον συγκινήσει και θα του δώσει θάρρος ν’ αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες της ζωής του, έχοντας για συμπαράσταση το δάσκαλό του τον “κύριο Ακάθιστο” και τον γεμάτο πνεύμα θυσίας ιερέα του χωριού τους. Οι γραφικοί χαρακτήρες των απλών ανθρώπων, τα ήθη, τα έθιμα και οι δοξασίες της κάθε εποχής, ξεδιπλώνονται παράλληλα με τον βίο και τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου.

Το βιβλίο του Βαγγέλη Ηλιόπουλου, από τις εκδόσεις Πατάκη, έχει τίτλο «Ο δικός μας Άγιος Βασίλης» και δίνει τη δική του εκδοχή για την αληθινή μορφή και το έργο του αγίου Βασιλείου. Για τον συγγραφέα, ο «δικός μας Άγιος Βασίλης» δεν είναι εκείνος που περιέγραψε ο αμερικανός Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ με τη μορφή που όλοι ξέρουμε σήμερα, ούτε εκείνος που ζωγράφισε ο Τόμας Ναστ σε μια εφημερίδα, το 1890, παχουλό, με άσπρα γένια και κόκκινη ρόμπα. Δεν είναι καν εκείνος που επισκέφθηκε ένα βράδυ το φτωχικό του μικρού Ιωάννη και έσωσε αυτόν και τις αδερφές του από το κρύο και την πείνα μοιράζοντας μαζί τους γλυκές πίτες με φλουριά σε όλο το χωριό κι έφυγε για να πάει και σε άλλα παιδιά. Την απάντηση για το πώς είναι, στ’ αλήθεια, ο «δικός μας Άγιος Βασίλης» τη βρίσκουν τα παιδιά διαβάζοντας το ξεχωριστό αυτό βιβλίο!

Βιβλιογραφία – Πηγές:
– Γεώεγιος Μέγας, «Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας», Αθήναι 1957.
– Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας», εκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Αθήνα
– Λάμπρος Σκόντζος, «Μέγας Βασίλειος: ο Κορυφαίος Πατέρας της Εκκλησίας μας», σε: impantokratoros.gr
– Διαδικτυακοί τόποι: argolikivivliothiki.gr, apostoliki-diakonia.com.gr, panagia-iladel-eias.webnode.gr, agiosbooks.gr, 24grammata.com, feleki.wordpress.com, livannis.gr, makeleio.gr, vita.gr, sigmalive.com, nomika–epilekta.gr, users.sch.gr
– «Βασίλειος ο Μέγας», σε: el.wikipedia.org
– «Μέγας Βασίλειος – Λόγοι, νομικά και έργα», σε: kimintenia.wordpress.com
– «The Delicate Matter of the Truth About Santa» («Το λεπτό ζήτημα της αλήθειας σχετικά με τον Άγιο Βασίλη), σε: LiveScience.com
– «Βασίλειος ο Μέγας», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τόμ. 13, σελ. 350-352.
– «Η αγία Οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου», σε: kimintenia.wordpress.com
– Ευάγγελος Πονηρός, «Ελληνισμός και χριστιανισμός από την Καινή Διαθήκη έως και τον Μέγα Βασίλειο», εκδ. Γεωργιάδης – Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Αθήνα 2010.
– «”Εζ-Βασίλη”, το κατανυκτικό προσκύνημα στο σπήλαιο του Αγίου Βασιλείου», σε: kimintenia.wordpress.com
– «Βασίλειος ο Μέγας», Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1947, τόμ. 4, σελ. 209-210.
– «Ο Άγιος Νικόλαος Επίσκοπος Μύρων», σε: kimintenia.wordpress.com
– Βαγγέλης Ηλιόπουλος, «Ο δικός μας Άγιος Βασίλης», εκδ. Πατάκη
– Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης Χρυσόστομος Γ’, «Ο ουρανοφάντωρ», σε: romfea.gr
– «Ο Άγιος Νικόλαος και η Μικρά Ασία», σε: kimintenia.wordpress.com
– Περιοδικό «Ζενίθ», βλ. zenithmag.wordpress.com
– «Ο Άη Νικόλας των Ψαράδων», σε: kimintenia.wordpress.com
– Μυρσίνη Βιγγοπούλου, «Μεγαλώνοντας με έναν Άγιο – Μέγας Βασίλειος ο αγαπημένος των παιδιών», εκδ. Άθως Παιδικά.
– «Οι Καππαδόκες Πατέρες», σε: antibaro.gr
– «Άγιος Βασίλειος ο Μέγας», σε: kimintenia.wordpress.com

Πηγή: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη

Σχολιάστε