Τα Χριστούγεννα στην νεοελληνική Ποίηση

Για τους φίλους του ιστολογίου, μία συλλογή ποιημάτων με θέμα τη γέννηση του Θεανθρώπου. Κάθε ποιητής και ποιήτρια, με τη δική του ή δική της ευαισθησία, εκφράζεται γι’ αυτό το ανεπανάληπτο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας. Η συλλογή είναι ενδεικτική καθώς η Γέννηση του Χριστού ενέπνευσε και εμπνέει τους καλλιτέχνες κάθε εποχής. Τα Ποιήματα που ανθολογούνται είναι, κατά σειρά, τα ακόλουθα:

Κωστής Παλαμάς, «Χριστούγεννα», «Ένας θεός», «Ονειρεμένη προσευχή», «Αστέρι θεϊκό»
Τάκης Παπατσώνης, «Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία», «Κατά την γέννησιν του Κυρίου», «Τα Χριστούγεννα των δακρύων»
Κώστας Κρυστάλλης, «Ξημέρωναν Χριστούγεννα»
Τέλλος Άγρας, «Χριστούγεννα», «Είδα χτες βράδυ στ’ όνειρό μου»
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, «Χριστούγεννα του χωριού»
Ανωνύμου, «Το αστεράκι»
Γεώργιος Δροσίνης, «Νύχτα Χριστουγεννιάτικη»
Άγγελος Σικελιανός, «Στον ξενώνα της Βηθλεέμ», «Η γέννηση»
Κώστας Βάρναλης, «Οι πόνοι της Παναγιάς»
Στέλιος Σπεράντζας, «Χριστούγεννα»
Μίλτος Σαχτούρης, «Χριστούγεννα 1948», «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών»
Ζωή Καρέλλη, «Παραμονή της Γέννησης», «Το ταξίδι των μάγων»
Τάκης Βαρβιτσιώτης, «Χριστούγεννα»
Τάσος Λειβαδίτης, «Παραμονή Χριστουγέννων», «Η γέννηση»
Γιώργος Θέμελης, «Η φάτνη»
Νικηφόρος Βρεττάκος, «Η Γέννηση», «Το παιδί με τη σάλπιγγα»
Οδυσσέας Ελύτης, «Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος»
Κώστας Μόντης, «Χριστουγεννιάτικες κάρτες»
Μιχάλης Γκανάς, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία»
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Ο γηραιότερος των τριών μάγων», «Εφύμνιον Χριστουγέννων του 1914»
Δημήτρης Καλοκύρης, «Η ερμηνεία των μάγων (III)»
Μαρίκα Συμεωνίδου, «Αλλαγή».

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός λογοτεχνίας. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Υπήρξε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880 και ένας εκ των πρωτοπόρων της «Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής».

Νυμφαίο Φλώρινας

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «Χριστούγεννα»

Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.

Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.

Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «Ένας Θεός»

Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή·
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι…

Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ’ άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.

Δεβλινάκι Ιωαννίνων

Φέρτε μου Μάγοι -θεία βουλή το γράφει-
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!

Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου -στην κούνια του- σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.

Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός·
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «Ονειρεμένη Προσευχή»

Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου,
Στην φάτνη βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δος μου.
Κι όσο θα ‘ρθει από Σε σταλτός ο χάρος να με πάρει,
κάμε συ, βρέφος, να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη.
Και κάμε λόγια τα έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα,
προφητικά, φεγγοβόλα κάμε τα σαν εκείνα,
της νύκτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν και γρηκούσαν.
Τους ουρανούς ολάνοικτους που σε δοξολογούσαν.

Η Γέννηση του Χριστού, Καρυές Αγίου Όρους (agioritikesmnimes.blogspot.com)

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «Αστέρι θεϊκό»

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε για
τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το
φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια
θάτρεμαν… Αστέρι, σε ποια χώρα του
απέραντού σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην
έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν
το Χριστό σου;

Κώστας Μπαλάφας, Ήπειρος

Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ
στα χώματά μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν
είναι η ματιά μας…
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους
Μάγους έχει φέρει;

ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (Αθήνα 1895 – Αθήνα, 26 Ιουλίου 1976) Ποιητής και ακαδημαϊκός. Υπήρξε Πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Πινακοθήκης κατά τα έτη 1953-1964, Αντιπρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου τα έτη 1955-1964 και Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής το 1963 και το 1966, αντίστοιχα. Βραβεύτηκε με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής το 1920, ενώ του απενεμήθη και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1963 για την ποιητική του Συλλογή «Εθνεγερσία». Το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, «Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία» (1914)

Εξωτικός στην άκρια των κοιλάδων
περίμενα τη σημερινή γιορτή στο σκότος των λαμπάδων
απόκληρος της φωταψίας των ημερήσιων ήλιων
γονατιστής, και νηστευτής, και αποβλητής των χίλιων
δαιμονικών ταξιαρχιών…

Μ’ άδικα εταλαιπώρουν
τη θύελλα των νοημάτων μου, τη ρώμη των γονάτων,
γιατί -το ξέρω αλίμονον!- τις πανοπλίες εφόρουν
τα εκατομμύρια των λαών, που ερείπια στρατευμάτων
κατάντησαν τα ελεεινά…

Και θλίβω των ματιών σου
το φέγγος με το πίκραμα των λυπηρών δακρύων
που ο αμαρτωλός εσώριασα στων άλλων των δεινών μου
τα πλήθη και το πιο φριχτόν: το ίδιο άβουλο θηρίον
αντίς πανήγυρη ευλαβή να στήσω και ιερουργίαν
αρμονικήν, υμνητική της θείας καλωσύνης
να διαλαλώ, εγώ δέχομαι με ανόητη απαραξία
τον Άρχοντα, το Άλφα και Ωμέγα της Χριστιανοσύνης!..

Αλίμονο· των άγριων λαών η ορμητική αντάρα
και την ειρήνη τάραξε της μέσα μου ευλογίας,
κ’ αιστάνομαι απειλητικά του θεού μου την κατάρα
και μακρυνάμενο από με το Τέκνο της Μαρίας…
Και ο ανελέητος ασκητής τρέμω μην τάχα σφάλλω·
μην ενωθώ με τους θνητούς πολεμιστές και γίνω
του Σατανά η συνέργεια -που τότε πια θα ψάλω
όχι ύμνο των Χριστουγέννων, μα θρήνο!…

Μαρία Πωπ, «Κάλαντα στην παλιά Αθήνα»

ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, «Κατά την Γέννησιν του Κυρίου»

Ποιμένας ταπεινότατος, και όχι αυλητρίδα εταίρα,
και θεάρεστη και συνετή κάμνω του αυλού μου χρήση,
αλλά έπαψεν απόψε πια η γαλήνη των προβάτων
νάναι ο σκοπός της γλυκερής μου εσπερινής λατρείας,
και ούτε η πομπή του Ωρίωνα, ούτε η όψη της Κασσιόπης
δεν μούθηκαν παραμικρή διανόηση στ’ όραμά μου.

Μ’ ελκύει το κάτι Απώτερο, που παιδεμός ναν’ τόβρω,
αλλά, και χάρη περισσή το στέφει, ώστε να λέω,
Ας μου χαθούν κι ένα και δυο από τα βοσκήματά μου,
και ας πλανηθούν δυσεύρετα στο σκότος της Σελήνης,
και ας κράζουσι τα υπόλοιπα σαν Αστραπές της Νύχτας,
αλλά είναι κάτι Αλλόκοτον εμένα η προσμονή μου:
δεν περιμένω να ορθωθεί το Εωθινό Φεγγάρι,
ούτε του τάδε, ούτε του δείνα Αστερισμού το αχνάρι.

Δεν περιμένω την οσμή καμίας σπανίας βοτάνης,
αλλά το Υπερουράνιο, που, θεέ μου, θα με ράνεις,
και θα φανώ ποιμενικόν θαύμα, θα φανώ φάσμα,
που φέρνει το Αρχαγγελικό της νύχτας τούτης άσμα.
Παρ’ όλα τα τρισκόταδα, λαμπρά το παν διακρίνω,
ώστε και θέλοντας, και μη, κάτι να μεγαλύνω.
Η γενική αναστάτωση των υπεργείων Ταγμάτων,
έκαμε μέτοχο κι’ εμέ, κι’ οι αχτίνες των ομμάτων
φθάνουν αυτού, που πριν λαμπροί οι ταχτικοί αστέρες
με φέρναν σε υπολογισμούς για Έτη, Μήνες, Ημέρες.
Φόβος, ούτε καν φαίνεται, και χαρά με συνέχει
και βλέπω Ηλίους νυχτερινούς, κι’ η Ιδέα μου όλο τρέχει.
Εορτάζω. Μα είμαι πάνσοφος ποιμένας, για τρελάθη
ο λογισμός μου, ώστε να ιδώ παρόμοια ένδοξα λάθη;

ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, «Τα Χριστούγεννα των δακρύων» (1962)

Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,
μου προείπε τί μου είναι γραφτά.
Μαυρίλα πόπεφτε απ’ τα ύψη
άπλωσε γύρω γύρω θλίψη.
Χαρούμενον, με κύκλωνε όμως
ο μεταφυσικός ο τρόμος,
και λίγο λίγο, λίγο λίγο,
ευρύτατο ένα χάος ξανοίγω,
που ούτε να βλέπω ή να θυμούμαι
ή να ονειρεύομαι ως κοιμούμαι
δεν θέλω πλέον, τόσο μου δίδει
φαρμάκι το ανοιχτίρμον φίδι
του Μέλλοντος, που μαρτυριέται
στο σκότος, που ως αστράφτει σβηέται.

Η Γέννηση, 14ος αι., Ι.Ν. Αγ. Νικολάου της Στέγης, Κακοπετριά Κύπρος (peritexnisologos.blogspot.com)

«Μάταια χαράς ζητάς πηγάδι,
όαση μικρή σε άπειρον Άδη
που περιφέρνεσαι, Άδη αμμώδη,
που κάθε βήμα και το πόδι
βουλιάζει πιότερο ώς το γόνα
φέρνοντας κούρασες γι’ αρρεβώνα
του Μέλλοντος που σ’ απαντέχει,
όταν το σώμα δεν αντέχει.
Λίγης βροχής η οπτασία,
δυο τρεις σταγόνες ευλογία,
καινούργιο Βάφτισμα θα σου ήτο,
ελπίδες χίλιες θα σου διηγείτο.
Αλλ’ ενού Ήλιου η περιφορά,
διαρκής, ξεραίνει τη χαρά».

Τί κι’ αν το Βρέφος εγεννήθη
απόψε, ο Θεός μέσα στα πλήθη,
κι’ ο ουρανός αναγαλλιάζει
με μελωδίες αγγελικές·
της Βηθλεέμ τί κι’ αν γιορτάζει
μιαν ερημιά με τ’ άλογά της,
τις στάνες, τα βόδια, τ’ αρνιά της
και τις ποιμενικές χαρές;

Για μένα στήθηκε προχείρως
«Τόπος Κρανίου». Ένας γύρος
σταυροί με ζώσανε, να εκλέξω
τον πιο αλαφρό και νάβγω έξω,
να με κρεμάσουν Ιουδαίες
άνομες, οι Έγνοιες φρικαλέες.

Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,
μου προείπε τί μου είναι γραφτά.
Μου προείπε πώς θα με δροσίσει
μονάχα των δακρύων η βρύση:
στη μοναξιά θαρθούν, θα τρέχουν,
το πρόσωπο να περιβρέχουν
με την παθητικιά λαχτάρα
της Αγάπης.

Τσεβρές Κύπρου

Με τη λαχτάρα
τη μητρική που φλέγει τη όλη
η συγκλόνιση, η πολλή συμπόνια
και δείχνει ολόανθο το περβόλι
της παρηγόριας, με πλεγμένα κλώνια
ελπίδας, πίστης και λατρείας,
τους τρεις κισσούς μονώσεως αιωνίας.

Μου είπεν η Σίβυλλα, «Συλλογίσου
το ποτάμι που ρέει του Παραδείσου
με φλοίσβο εωθινό. Σκέψου το αηδόνι,
να κελαηδά παθητικά τη μόνη
γοητεία, πρωί πρωί, που δίνει
η Αυγή με τη σιγή και τη γαλήνη.

Το Φεγγάρι, που χλωμαίνει, που χλωμαίνει,
αλλά, με όλον τον Ήλιο, παραμένει
και φαίνεται σαν νέφος. Το αεράκι,
που σκορπίζει της αχλύος τα ράκη.
Το ποταμόπλοιο τέλος με τριπλοανοιχτά
τα ολόλευκα λαμπρά πανιά,
που, σιγανό αλλ’ ασφαλές, δεν παύει
να πλέει προς σένα, να σε παραλάβει».

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ (Συρράκο Ιωαννίνων, 1868 – 22 Απριλίου 1894) Ποιητής και πεζογράφος της Νέας Αθηναϊκής σχολής. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Το 1887 δημοσίευσε το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου», που αναφερόταν στην Ελληνική Επανάστασης του 1821. Εξ αιτίας του διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα, ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε εικοσιπενταετή εξορία. Προσεβλήθη από φυματίωση και απεβίωσε στην Άρτα, σε ηλικία 26 ετών.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ, «Ξημέρωναν Χριστούγεννα»

Συρράκο Ιωαννίνων

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!

Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!

Κώστας Μπαλάφας, Μέτσοβο

Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύραπου ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες. Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.

Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (Καλαμπάκα, 1899 – Αθήνα, 12 Νοεμβρίου 1944) Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου. Ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1923. Το 1918 βραβεύτηκε στο «Σεβαστοπούλειο Διαγωνισμό», ενώ απέσπασε και το βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Εσπερία», στο Λονδίνο. Διετέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Νέα Εστία». Το 1940, η ποιητική Συλλογή του «Καθημερινές» τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Στις 11 Οκτωβρίου 1944 τραυματίστηκε στο πόδι από αδέσποτη σφαίρα των αλληλοσυγκρουόμενων Ταγμάτων Ασφαλείας και του ΕΑΜ. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου έναν μήνα μετά, πέθανε από σηψαιμία.

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ, «Χριστούγεννα»

Η Γέννηση, Καρυές Αγίου Όρους (agioritikesmnimes.blogspot.com)

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.

Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!

Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.

Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ, «Είδα χθες στ’ όνειρό μου»

Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.

Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.

Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι’ έμοιαζε τ’ άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.

Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι’ έψελναν γύρω του «ωσαννά».

Μα κι’ από αγγέλους κι’ από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό – ζεστό φιλί.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (Αγρίνιο, 11 Μαΐου 1868 – Μπρίντιζι, Ιούλιος 1920) Μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Αποφοίτησε από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1897 έλαβε μέρος, ως έφεδρος αξιωματικός, στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Αρχοντικό της Κοζάνης

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, «Χριστούγεννα του χωριού»

Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.

Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.

Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.

Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.

ΑΝΩΝΥΜΟΥ, «Το αστεράκι»

Χιονονιφάδα, Πισοδέρι Φλώρινας

Πάνω σε νέφι γαλανό
ένα αστεράκι ουράνιο αγνό
κλαίει που αγάπη δεν μπορεί
σ’ ανθρώπινη καρδιά να βρει.

Λιώνει τ’ αστέρι από καημό
χαρίστε του αναπαμό
με μια σταλαγματιά δροσιά
γλυκάνετέ του την καρδιά.

Σεις της αγάπης κυνηγοί
φέρτε στη φάτνη ταπεινοί
μες στις ανθρώπινες καρδιές
νεροσταγόνες καθαρές.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ (Αθήνα, 9 Δεκεμβρίου 1859 – Κηφισιά, 3 Ιανουαρίου 1951) Ποιητής και πεζογράφος, από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Υπήρξε διευθυντής του περιοδικού «Εστία». Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν το «Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων» και το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926 και τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ, «Νύχτα Χριστουγεννιάτικη»

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.

Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!

Καστοριά

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.

Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.

Κι όποιος το βρει μες στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (Λευκάδα, 14 Μαρτίου 1884 – Αθήνα, 19 Ιουνίου 1951) Ένας από τους μείζονες Έλληνες ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο. Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα τον απασχόλησε βαθιά και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας, ικανός να συνδέσει τις αντιθέσεις των λαών (Δελφική Ιδέα), σκοπός για τον οποίον εργάστηκε άοκνα από κοινού με την σύζυγό του, Εύα Πάλμερ. Για το έργο του αυτό, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε, το 1929, αργυρό μετάλλιο. Επίσης, του απενεμήθη το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Πήλιο

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, «Στον Ξενώνα της Βηθλεέμ»

Στην παραστιά του φτωχικού ξενώνα ακουμπημένη,
σαν η μεγάλη Δήμητρα π’ ακούμπαε σκεφτική
στην Πέτρα την Αγέλαστη, ασάλευτη απομένει
η Μαριάμ, κι ο Ιωσήφ σκυμμένος, παρακεί,
απ’ του σπιτιού τον άνθρωπο το λόγο περιμένει,
τι ακόμα απλώνει γύρα του γαλήνη μυστική…

Μ’ από τη θύρα στέκοντας, αυτός κρατάει στημένη,
σαν το γεράκι, απάνω τους ματιά προσεχτική,
κι όπως, τ’ αχείλι σκώνοντας, μυρίζεται στ’ αγέρι
τη μυρουδιά του θηλυκού το ζώον από μακρά,
λοξά κοιτώντας στου Ιωσήφ τη ζώνη το κεμέρι,
φτενό όπως είναι, μισοκλεί τα μάτια του μικρά.

Πήλιο

Δισταχτικός, αργοπορεί, να φέρει να μη φέρει
κανένα ξύλο στη φωτιά, τι η νύχτα είναι πολλή,
κι αποβραδίς την πλερωμή τηνε ζητάει στο χέρι.
Μα, παίρνοντάς τη, πρόθυμα και τη μιλιά του λεί:
Ποιοι ‘ναι, ρωτάει, πουθ’ έρχονται; Να του το πουν, να ξέρει…

Τώρα κρατούν του καθενός τ’ αχνάρι, όπου πατεί.
Τι, λίγο φάνηκε καιρό, στον ουρανό εν’αστέρι,
π’ ουδ’οι προφήτες ξέρουνε, μήδε κανείς, γιατί
τρόμο σκορπάει στους άρχοντες, κι ως στο φεγγάρι οι σκύλες
οπ’ αλυχτάνε αφρίζοντας σε αφύσικο σπασμό,
απ’ των Ρωμαίων τα Ιερά κοιτώντας το οι Σιβύλες
σπαράζουνε στον Τρίποδα, να πούνε ένα χρησμό.

Κέντημα της Πάφου

Τ’ ανθρώπου ο Γιος θα γεννηθεί τρανός από τη Μοίρα
(έτσι το λέω, πως το ‘πανε πολλοί περαστικοί),
τι ο Μέγας Ήλιος έσκυψε και φίλησε την Ήρα,
απολογιέται ατάραχη μονάχα η Δελφική.
Με τ’ αστρολάβι, τ’ ουρανού τα ξωτικά σημεία
μετράν οι Μάγοι, πάσκοντας να ιδούνε κάποιο φως.
Μα ήρθ’ ο καιρός της κάταρας πικρής του Ιερεμία,
κι ο ποταμός, που απάντεχα ξεσπάει, είναι κρυφός….

Έγβαλε διάτα ο Καίσαρας, που πιάνει σ’ όσους τόπους
Απλώνετ’ η κυβέρνια του: να στείλουν, με σπουδή,
όλα γραμμένα, τα χωριά, τα σπίτια, τους ανθρώπους,
να ξεδιαλύνει μόνος του το πράμα και να ιδεί.
Κι αλί σ’ αυτόν που στοχαστεί το σπλάχνο του να κρύψει!
Τι τέτοια πήγε στο στρατόν ολούθε διαταγή:
Κι αν βρει στου κύκνου τη φωλιά το αυγό, να το συντρίψει,
κι όπου δεν φτάν’ η διάτα του, να προλαβαίν’ η οργή!»

Η Γέννηση του Χριστού, Σπήλι Ρεθύμνου

Της παραστιάς τ’ αντίφεγγο στο δώμα ως δυναμώνει,
κι ανάρια ρίχνει αναλαμπές μεγάλες το δαυλί,
σα να σημάδευε το φως σ’ εκείνη απάνω μόνη,
της Μαριάμ ξεχύνεται στην όψη ανατολή.
Γοργά στα μάτια το πλατύ μαντίλι χαμηλώνει,
δύναμη τόση μέσα τους αστράφτει σιωπηλή,
που να τα σκώσει δε βολεί και κάτου τα στυλώνει,
και, καθώς είναι ασάλευτη, στον άνθρωπο μιλεί:
«Περαστικοί διαβαίνουμε σ’ άλλο χωριό πιο πέρα,
τι ρογιαστήκαμε κ’ οι δυο σε μακρινή δουλειά …».
«Και τι τον έχεις», τη ρωτά, «τον γέροντα;» «Πατέρα …»
κι άλλη απ’ αυτή τα χείλη της δεν βγάνουνε μιλιά.

Όλα σιγάνε. Του σπιτιού μανταλωμένη η θύρα.
Άλλο το δώμα γύρω τους δε βγάνει ανασασμό…
Μα αυτή, σα να τη σκέπασε στην κλίνη θεία πορφύρα,
κρατεί τα μάτια ολάνοιχτα σε αιώνιο βυθισμό.

Πώς μεγαλώνουνε το νουν οι νύχτες του χειμώνα
σα φεύγει ο ύπνος μόνος του σαν κύμα απ’ το κορμί,
κ’ είναι τα μέλη ατάραχα, τα φρένα ανοίγουν μόνα,
κι ωσάν ποτάμι ξέχειλο με νέα κινάν ορμή,
του λογισμού της, π’ αγρυπνά στα σκοτεινά, η σημαία
ανοίγετ’ όλη διάπλατη στους νύχτιους ουρανούς,
κι αν η Σιβύλλα η Λιβυκή κι αν η τρανή Κουμαία
σπαράζουνε στον Τρίποδα, ο απάρθενός της νους
φτερώνεται στο απέραντο, με το φτερό που απλώνει
σαν το κουπί στα κύματα, κ’ η αστέρευτη πηγή
που σιγανάβραε μέσα της, θεϊκά τηνε κυκλώνει
και ξεχειλάει με κύματα τεράστια τη σιγή.

Αμοργός

Θαρρεί το σκότος τρίσβαθο που ολόγυρα τη ζώνει,
σαν τα ποτάμια π’ άμετρα τραβά ο ωκεανός,
στα στήθη της ατάραχη το πάει και το μαζώνει
όλο αστραπές και σύννεφα, σα να ‘αν ο ουρανός.
Τι, πια, σκιρτά στα βάθη της και της ανάβει το αίμα
το Βρέφος που μεσάνυχτα σηκώθει και πατεί
το Δαχτυλίδι, το Σπαθί, το Σκήπτρο και το Στέμμα,
και μες τη φούχτα Του τη γη, χρυσόμηλο, κρατεί!
Μα έστειλε διάτα ο Καίσαρας, που πιάνει σ’ όσους τόπους
Απλώνετ’ η κυβέρνια του: να στείλουν, με σπουδή,
όλα γραμμένα, τα χωριά, τα σπίτια, τους ανθρώπους,
να ξεδιαλύνει μόνος του το πράμα και να ιδεί.

Σκιάθος

Κι αλί σ’ αυτόν που στοχαστεί το σπλάχνο του να κρύψει!
Τι τέτοια σκόρπισε παντού στο πλήθος διαταγή:
Κι αν βρει στου κύκνου τη φωλιά το αυγό, να το συντρίψει!….
Μα ω να!… λογιάζει εμύρισε στον άνεμο η αυγή!
Λογιάζει μύρισεν η αυγή… Κι από βαθιά της, πάλι,
το σκίρτημα σφοδρότερο τη σπρώχνει να σκωθεί,
μ’ ένα παλμό να μετρηθεί για την τεράστια πάλη,
ν’ αναζωστεί στη μέση της τον πόνο σαν σπαθί!
Τον ώμο σπρώχνει του Ιωσήφ αγάλι, να ξυπνήσει:
«Λύχνος σαλεύει στου σπιτιού τα βάθη, κ’ είν’ αργά,
τι ακούω τον άνθρωπο τα ζα που πάει για να παχνίσει …»
Κι αυτός τον ίσιο λόγο της αμίλητος νογά.

Κορυσχάδες Ευρυτανίας

Σε μυστικό ζυγιάζοντας το πνέμα τους στατέρι,
μιαν ίδια γνώμη σκώνουνε στον όρθρο σιωπηλοί,
απ’ την ψυχή κι απ’ το κορμί, σαν της αυγής το αστέρι
οπού κυλάει τις φλόγες του πριν έβγει ανατολή.
Σα να τους σπρώχνει ρυθμικά από Θεού ένα κύμα,
δεν περπατούνε, λάμνουνε στην άσπρη ανηφοριά,
αναμετράει την άβυσσο το αγγελικό τους βήμα,
κι όλο χτυπάει το χάραμα στην άγια τους θωριά,
στων θαμπογάλανων βουνών τον αυγινό νιφτήρα
απ’ την κορφή ως να λούζονται στα πόδια, προβοδούν,
κάθε κλεισούρα, από μακρά, φαντάζει ουράνια θύρα,
κι όλα σιγά αρματώνονται, και φέγγουν, κ’ ευωδούν…

Θα βρούνε τάχα ακούμπημα ποτέ και κατατόπι;
Στα βλογημένα φρένα τους δε βάνουν συλλογή.
Μα ως το τσαμπί του Χαναάν, που το ‘σκωναν δυο ανθρώποι,
ίδια σηκώνουν βάρητα κ’ ίδια κρατάν σιγή.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, «Η Γέννηση»

Κέντημα ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς

Αργά, σαν παίρνει το ξερό κομμάτι απ’ το ταγάρι,
κι απλώνεται ξανάσαση στο σπλάχνο του γλυκιά,
ο βοϊδολάτης που έσπρωξε στον όργο το ζευγάρι,
τ’ αλέτρι του γυρίζοντας για τη στερνή αυλακιά,
τι, πια, όσο σπόρον έριξεν, η γη τον έχει πάρει,
κ’ είν’ η ψυχή του αγνάντια της βουβή και δεητικιά,
λογιάζοντας και μέσα του κάποιο αγαθό να εσπάρει,
την ώρα που μιαν άμετρη γαλήνη μυστικιά
κρατεί τα πάντα ατάραχα, κι ουδέ κλαδί σαλεύει,
ουδ’ ανασαίνει αντίφωνο στα βάθη του βραδιού,
μ’ από τα βάθη τ’ ουρανού κάτι λευκό παλεύει
να βγει, κ’ είναι το χνότο του σαν του μικρού παιδιού,
κ’ είναι η ανάσα του Θεού, π’ απ’ την αρχή στοιχειώνει,
κάθε φορά τον άμετρον αγώνα του Παντός,
για να χυθεί η αγάπη Του στα πάντα με το χιόνι,
που ‘ναι κουνιά και σάβανο, σεντόνι και ξαντός,
κι ότι στον κύκλο της βαθιά έχ’ η ζωή μας θρέψει
το ξαναφέρνει ολάκερο στην άμετρη σιγή,
για να ξανοίξει μέσα του μιαν υπερούσια γέψη,
στην πρωτινήν ανέκφραστη γυρίζοντας πηγή,
κι ο Ιωσήφ και η Μαριάμ, μες στο γαλήνιο νέφος
που τους τυλίγει απέραντο, μηδέ λογιάζουν πως
οι μέρες πάει να κλείσουνε που μέσα της το Βρέφος
με τη σιγήν εκρέμασεν ολάκερος καρπός.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Πύργος Ανατ. Ρωμυλίας, βλ. Μπουργκάς, 1884 – Αθήνα, 16 Δεκεμβρίου 1974) Λογοτέχνης και ποιητής. Σπούδασε στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Παρίσι. Έλαβε μέρος στον β’ Βαλκανικό πόλεμο και στην Εθνική Αντίσταση την περίοδο της Κατοχής. Δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη δ/νση του Δημήτρη Γληνού. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, «Οι πόνοι της Παναγιάς» (1927)

Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας. Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.

Παναγία Αψινθιώτισσα, Κύπρος

Σπιτάκι μου -στανάχωρο, και κάμαρά μου,- χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.

Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πεύκος ο βαθύς,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!

Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.

Γιάννης Κόττης, Ροδιά (pinterest)

Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.

(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου)

Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς,
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
καν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς
-πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;

Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, για φλάμπουρο για κρίνο
-χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!-
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.

Κώστας Μπαλάφας, Μέτσοβο

Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
…………………………………………….……………………………….
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.

Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακούω, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
-Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ (Σμύρνη, 1888 – Αθήνα, 8 Ιουνίου 1962) Καθηγητής της Οδοντιατρικής, λογοτέχνης και ποιητής κυρίως παιδικών ποιημάτων, λογοτεχνικών βιβλίων και τραγουδιών. Το 1933 εξελέγη καθηγητής της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1901 τιμήθηκε με το Α’ βραβείο για την συγγραφή του ύμνου του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Το γνωστότερο μελοποιημένο ποίημα του είναι το χριστουγεννιάτικο «Χιόνια στο Καμπαναριό».

Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου, Κωνσταντινούπολη

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ, «Χριστούγεννα»

Στην γωνιά μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι
Τούφες χιόνι πέφτουνε στο παραθυράκι!
Όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό!

Έλα, Εσύ που Αρχάγγελοι σ’ανυμνούνε απόψε
πάρε από την πίτα μας, που ευωδιά και κόψε!
Έλα κι η γωνίτσα μας καρτερεί να ‘ρθεις…
Σου ‘στρωσα, Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς!

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ (29 Ιουλίου 1919 – 29 Μαρτίου 2005) Δισεγγονός του ναυάρχου και αγωνιστή του ’21 Γεωργίου Σαχτούρη από την Ύδρα και ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές μας. Τιμήθηκε με το Α’ βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό ποίησης της Ιταλικής Ραδιοφωνίας το 1956, με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1962, με τη χορηγία του Ιδρύματος Φορντ το 1972 και με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1987.

Η Γέννηση, Μονή Βατοπεδίου, Άγιον Όρος, μικρογραφία σε περγαμηνή, 13ος αι. (orthodoxoegolpio.blogspot.com)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, «Χριστούγεννα 1948» (1952)

Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των Ποιητών»
στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη

Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Α! ναι είναι πάρα πολλά.

Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ (Θεσσαλονίκη 1901-1998) Φιλολογικό ψευδώνυμο της Χρυσούλας Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη. Της απενεμήθη το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή της «Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα» και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα «Ποιήματα 1940-1973». Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ως το 1981 και της Ακαδημίας Αθηνών από το 1982.

Χριστούγεννα στο Σοχό Θεσσαλονίκης, παλαιά καρτ-ποστάλ

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, «Παραμονή της Γέννησης» (1940)

1ο

Στον όγκο του χρόνου υπάρχει η στιγμή.
Επίσημη την τοιμάσαμε, τη θελήσαμε,
τοιμάσαμε την έκσταση, θελήσαμε τον θαυμασμό.
τοιμάσαμε την ανάταση, θελήσαμε τη χαρά,
τοιμάσαμε τη γιορτή, θελήσαμε τον εαυτό μας
γεμάτον έκσταση, θαυμασμό και χαρά.

«Εν ανθρώποις ευδοκία».
Βγαίνουν οι άνθρωποι,
λαλούν οι άνθρωποι στην παγερή έναστρη νύχτα
που λάμπει ιώδης και μαύρη,
κρυστάλλινη, διαυγής, διάφανη, άυλη.

Οι άνθρωποι είναι πολλοί μαζί
και μιλούν, γελούν κι απαντούν ο ένας στον άλλο,
πηγαίνουν ν’ ακούσουν και δεν ακούν
τη φωνή του ανθρώπου καν μέσα τους.
Ήσυχοι, κουρασμένοι, ανύποπτοι,
στέκονται και περπατούν, διαβαίνουν.
Οι άνθρωποι είναι γελαστοί.

Αύριο είναι γιορτή,
αύριο είναι διασκέδαση,
αύριο είναι ανάπαψη.
Οι άνθρωποι χαίρονται, χαίρονται,
πηγαίνουν, περπατούν, διαβαίνουν,
βλέπουν ό,τι έμαθαν να βλέπουν.

2ο

Θρακιώτικο κέντημα (λεπτομέρεια)

Δάκρυα εμποδίστε μου το βλέμμα.
Δάκρυα κλείστε μου τα μάτια.
Δάκρυα σκοτίστε μου το κοίταγμα.

Ψυχή χτυπημένη,
νικημένη απ’ τον ίδιον εαυτό μου,
ψυχή μου αφανισμένη απ’ το βάρος,
του ανθρώπινου σώματος δύσκολο βάρος,
δεν έχεις φωνή, ψυχή μου, ν’ ακουστεί,
για ν’ ακούσεις στης νύχτας το φέγγος
υπερούσια λόγια, ψυχή μου, δεν τοίμασες
συνοδεία αγγέλων στη νύχτα του σκότους δεν τοίμασες,
συνοδεία μέσ’ τη νύχτα για σένα δεν τοίμασες.

Παραδοσιακό κέντημα

Σωπαίνεις και δεν ακούς
τη φωνή της έναστρης νύχτας ακόμα,
κινούνται τάστρα, το φέγγος κινείται
ιώδες και μαύρο, γαλάζιο,
κινούνται τακίνητα πάντα ακόμα,
ψυχή μονάχη, δίχως φωνή
παραμένεις, δίχως ακοή περιμένεις ακόμα
δεν έχεις φωνή να φωνάξεις
τον εαυτό σου στους άλλους
ανάμεσα να χαθείς, να βρεθείς
να μην είσαι μονάχη, ψυχή μοναχή.

3ο

Γέλια και μιλήματα,
φωνές γλυκές παιδιάτικες,
ψιλές φωνές γυναικείες
και βαρειές αντρικές.

Ακούν όλοι∙ εκκλησία
τους κλείνει η έκκληση,
κα
λούν το παιδί
που υπάρχει υπέροχο,
την ασώματη υπερέχουσα ύλη
που το γεννά απείραχτη,
άφθαρτη, αειπάρθενη, διαρκής
παρθένος στους αιώνες των αιώνων.

4ο

Αμήν αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε την αδυναμία μου,
χώρον χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση
της ψυχής μου. Συγχώρεσε
την σκληρή κατάπτωση,
της σκληρότητας ψυχρής την κατάσταση,
της στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της ψυχής τη στειρότητα.

Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, «Το ταξίδι των Μάγων» (1955)

Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;

Κώστας Μπαλάφας, Μέτσοβο

Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Έργο της Σοφίας Καλογεροπούλου (pinterest)

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;

Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.

Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ (Θεσσαλονίκη, 1916 – Αθήνα, 1 Φεβρουαρίου 2011) Ποιητής από τους πλέον πολυμεταφρασμένους και πολυβραβευμένους. Τιμήθηκε με τις ακόλουθες διακρίσεις: Βραβείο Ποίησης Ομάδας των Δώδεκα το 1959, Βραβείο Ποίησης Δήμου Θεσσαλονίκης το 1959, Βραβείο Ποίησης Ακαδημίας Αθηνών το 1977, Χρυσό Μετάλλιο της πόλεως Λουβαίν το 1980, Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1985, Χρυσό Μετάλλιο Συνδέσμου Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας το 1986, «Βραβείο Ουράνη» Ακαδημίας Αθηνών το 1987, Χρυσό Μετάλλιο Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου το 1987, Παγκόσμιο Βραβείο Μυστικιστικής Ποίησης Ιδρύματος Φερνάντο Ριέλο ΟΗΕ το 1988, Τίτλο και Παράσημα Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών το 1989, Χρυσό Μετάλλιο Υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης το 1989, Αργυρό Μετάλλιο Δήμου Θεσσαλονίκης το 1989, Χρυσό Βραβείο Μουσικής Εταιρείας Βόρειας Ελλάδας το 1990, Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων το 1992, Διεθνές Βραβείο Χέρντερ Παν/μίου Βιέννης το 1994, Διάσημα Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος της Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας το 1995, Χρυσό Μετάλλιο τιμής Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1995, Διεθνές Βραβείο Ίμπλα: «Μία γέφυρα για την Ευρώπη» το 1997, Μακεδονικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 1997 και Βραβείο Φρειδερίκου Μάθιους το 1999. Εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1998. Το 1995 αναγορεύτηκε μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Μιχαήλ Εμινέσκου και το 1999 Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Κωνστ. Μαλέας, «Σπίτι στη Λέσβο»

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ, «Χριστούγεννα» (1955)

Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα
Έθαψαν το μαντήλι της μητέρας
Που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντήλι το λεκιασμένο απ’ το αίμα

Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
Τ’ αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι

Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή

Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ’ αδέρφια τους μετρούνε
Τους μετρούν και κλαίνε.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (Αθήνα, 20 Απριλίου 1922 – Αθήνα, 30 Οκτωβρίου 1988) Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Φυλακίστηκε και εξορίσθηκε για την αντιστασιακή δράση του. Τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο Ποίησης στο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία το 1953, με το Α’ Βραβείο Ποίησης του Δήμου Αθηναίων το 1957, με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1976 και με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1979. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από σπουδαίους Έλληνες συνθέτες.

Βέροια

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, «Παραμονή Χριστουγέννων» (1956, γραμμένο στην Μακρόνησο το 1950)

Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει

Ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο.

Το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει -αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.

Ξεκινάνε τα φορτηγά.

Έργο της Σοφίας Καλογεροπούλου

Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.

Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
πως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.

Η Γέννηση, Άγ. Νικόλαος Ορφανός, Θεσσαλονίκη, 14ος αι. (peritexnisologos.blogspot.com)

Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.

Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.

Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.

Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.

Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοί μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.

Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.

Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα -όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.

Τάκης Τλούπας, Μέτσοβο

Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.

– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.

– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.

Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

Μακρόνησος 1950

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, «Η Γέννηση» (1983)

Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες-μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία! Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ (Σάμος, 23 Αυγούστου 1900 – Θεσσαλονίκη, 17 Απριλίου 1976) Ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της «Νέας Εστίας» το 1927, με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1956, με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1962 και με το Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης το 1960. Το 1971 εξεδόθη Τιμητικός Τόμος για τη ζωή και το έργο του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ, «Η Φάτνη» (1961)

Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της

– Μας φανερώνεται.

Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα

– Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.

Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,
Τ’ αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι
Σταματημένοι σε μια πτήση
Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.

Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.

Φλώρινα, Χριστουγεννιάτικο καραβάκι στον Σακουλέβα

Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,
Με σιωπή απόλυτη, μουσική.

(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ
Αυτής της μουσικής, της σιωπής,
Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).

Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,
Στον άλλο χώρο∙ αντλούν
Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,
Αγάπη απ’ την αγάπη μας.

Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.

Η Μάνα στέκει κοντά τους ακίνητη,
Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.

Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.

Τι τώρα, τι πάντα.

Ω καθαρότατη ψυχή,
Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.

Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.

Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε
Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν
Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (Κροκεές Λακωνίας, 1 Ιανουαρίου 1912 – Πλουμίτσα Λακωνίας, 4 Αυγούστου 1991) Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, όπου κινδύνευσε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας και αργότερα υπήρξε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ως μέλος του ΕΑΜ. Αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του ΕΚΠΑ το 1991. Το 1974 η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε με το «Βραβείο Ουράνη». Επίσης τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης τα έτη 1940, 1956 και 1982, με το «Βραβείο Knocken» και με το Βραβείο της Εταιρείας Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών το 1980, με το Αριστείο Γραμμάτων από την Ακαδημία Αθηνών το 1982, με το Βραβείο του Τιμίου Σταυρού του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής το 1984 και με το Μετάλλιο του Χρυσού Πηγάσου από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το 1989. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νοbel λογοτεχνίας. Τιμήθηκε από πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα, ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Γιώργο Βαλέτα το 1984, επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά καθώς και επίτιμο μέλος του Συλλόγου «Παρνασσός».

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «Η γέννηση» (1961)

Πάνος Παπανάκος, Μανιάτικο χωριό

Τι άνεμος, Θεέ μου! Πώς μούσκεψες έτσι;
Πώς μπλέχτηκαν έτσι τα μαλλιά σου, Μαρία;
Τι στέκεις στην πόρτα; Πέρασε μέσα.
Έχω λίγη φωτιά. Θα σου κάνω ένα τσάι.
(Ο μισθός μας μικρός κι’ οι φίλοι μας άμισθοι.
Αυτός είναι ο κόσμος μας). Περισσεύει ένα σάλι.
Το σπίτι είναι ανάστατο. Κοιτάζεις περίεργα.
Πέρασε μέσα.
Λίγο πριν έρθεις,
σε τούτη τη φάτνη, εγεννήθη ένα ποίημα.
Λίγο πριν έρθεις ήρθε και γέννησεν

η λύπη του κόσμου.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, «Το παιδί με τη σάλπιγγα» (1969)

Σπύρος Παπαλουκάς, «Αγιάσος»

Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα
-στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού.
Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων.
Εγώ μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.

Να την κάνεις αγάπη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (Ηράκλειο Κρήτης, 2 Νοεμβρίου 1911 – Αθήνα, 18 Μαρτίου 1996) Φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Κορυφαίος Έλληνας ποιητής και δοκιμιογράφος, μέλος της λογοτεχνικής «Γενιάς του ‘30». Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, χαρίζοντας στα Ελληνικά γράμματα το δεύτερο βραβείο Νόμπελ, που απέσπασε Έλληνας λογοτέχνης, μετά τον Γιώργο Σεφέρη. Η ποίησή του και γενικά το έργο του αποτέλεσαν τομή στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της χώρας μας και μία απαράμιλλη προσφορά που αποτύπωσε την συνολική πορεία του Ελληνισμού μέσα από μια μοναδική γλωσσική απόδοση των νοημάτων και των συμβολισμών της παράδοσης και της ιστορίας του λαού μας. Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησε πλήθος τιμητικών διακρίσεων, μεταξύ των οποίων η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιού Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Ο ήλιος ο ηλιάτορας» (1971)

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί.

Μα ‘ρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα

Υφαντό Καππαδοκίας

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βίος

κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά

του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που ‘ναι οι Δυνατοί!

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ (Αμμόχωστος, 18 Φεβρουαρίου 1914 – Λευκωσία, 1 Μαρτίου 2004) Ένας από τους σημαντικότερους Ελληνοκυπρίους ποιητές και συγγραφείς. Έλαβε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-59). Υπήρξε Πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης το 1968, με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου το 1973 για τη συνολική προσφορά του, με το Α’ Κυπριακό κρατικό βραβείο ποίησης το 1976, με το Α’ Κυπριακό Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1979 και με τον τίτλο «Poete Laureate» από την Παγκόσμια Ακαδημία Τεχνών και Πολιτισμού, το 1980. Το 1984 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου και το 2001 επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το έτος 2014 ανακηρύχθηκε στην Κύπρο, προς τιμήν του, «Έτος Μόντη».

Άγιος Αρσένιος Κυπερούντας, Κύπρος

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, «Χριστουγεννιάτικες κάρτες» (από τη Συλλογή «Και τοτ’ εν ειναλίη Κύπρω», 1974)

Και πάλι λες δεν είναι δυνατό
όλες αυτές οι ευχές να ψεύδονται
και πάλι λες δεν είναι δυνατή
τέτοια πανταχόθεν σύμπτωση,
δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν συμπαιγνία.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ Γεννήθηκε το 1944 στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει τιμηθεί με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 2011 βραβεύτηκε για το σύνολο του ποιητικού του έργου από την Ακαδημία Αθηνών. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους συνθέτες.

Πάπιγκο, Τζουμέρκα

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» (1989)

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Φλώρινα

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Φλώρινα

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.

Άγγελοι του θρόνου, τοιχογραφία σε αψίδα από τον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Άσσιας, Κύπρος (biodiversitycyprus.blogspot.com)

Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ (Άχνα Αμμοχώστου, 31 Ιανουαρίου 1940) Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Κυπρίους ποιητές. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1989 και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Ελλάδος το 1996. Το 1997 έλαβε το Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας και το 1998 το «Έπαθλο Καβάφη». Το 2003 του απενεμήθη το Βραβείο «Κώστα και Ελένης Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών και το 2006 το Βραβείο Πολιτιστικής Προσφοράς Τεύκρου «Ανθία – Θοδόση Πιερίδη». Το 2007 τιμήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών. To 2013 έγινε Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Τοιχάρμαρο με Αγγέλους, Ακανθού 19ος αι., Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου (cypriotstudies.blogspot.com)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, «Ο γηραιότερος των τριών Μάγων»

Τώρα που είναι τα λιβάδια σκεπασμένα
πρόσχαρους ήλιους και τα λούλουδα είν’ ολάνθιστα
με τρυφερά πουλιά, ελάτε οι μέρες του Μαγιού
να προσκυνήσουμε απάνω στ’ άλογά μας
το νιόβλαστο Σωτήρα. Μην τη φοβηθούμε,
λέω την Αγάπη, μόλο που τα δώρα της
θωρώ αφημένα στο σανό. Άλλωστε, Κύριε,
στης αδειανής ψυχής μας την κασέλα
ελάχιστος πια πόνος απομένει.

Και ξέρεις που εγώ, σαν ο πιο γέρος
από τους τρεις εκείνους του παραμυθιού,
φόρεσα τα καλά μου και τη σμύρνα μου
για τ’ άχραντο ποδάρι σου. Και ξέρεις που εγώ,
ντυμένος αυτοκράτορας Μανουήλ,
κατέβηκα από τ’ άλογο.
Κύριε, σώσε
το βασιλέα σου και δώσ’ μου τα καλύτερα
του κόσμου κυνηγάρικα σκυλιά.

Κωνσταντινούπολη, Παναγία Βλαχέρνα

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, «Εφύμνιον Χριστουγέννων του 1914»

Κόκκος σταριού στη σέντρα του αυταπόδεικτου.
Των αντιμάχω οι αγκωνιές αρμόζονταν
προς του φωτός τις θημωνιές π’ ανέκρουαν
«ανέστη ο Κύριος».

Οι στρατιώτες του δέκατου τέταρτου
χρόνου του αιώνος μπήκαν στο αγώνα
με ξέφρενα χτυπήματα ευφροσύνης
γιατί -κακά τα ψέματα- όλοι λέγαν
«ανέστη ο Κύριος».

Το Χριστόψωμο

Σε σπήλαιο σκοτεινότερο κι από τον ήλιο
γεμάτο με φτερά βοδιού και μουλαριού
τα σύμπαντα ξεχύνονταν σ’ ένα ποτήρι,
τις βέρες ανταλλάζαν κεραυνοί,
«Χριστός γεννάται», ανέκραζαν, «ανέστη ο Κύριος».

Μόνο που ήρθαν ξάφνω οι στρατηγοί
των δυο πλευρών και πιάσαν τις φωτογραφίες
επ’ αυτοφώρω και τσακίσαν τα κουμπιά
των δυο στρατών κι αφήσανε τον Κύριο
π’ ανέστη απαρηγόρητο σε τάφο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ (1948, Ρέθυμνο) Το 1996 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το φαντασμαγορικό του σύγγραμμα «Η ανακάλυψη της Ομηρικής» και το 2014 με το βραβείο του «Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Λιβίσι Μικράς Ασίας

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, «Η ερμηνεία των μάγων (III)» (1979)

Κι άστην να ζει σ’ ένα σοκάκι και να ονειρεύεται
ένα πλεχτό που το Σαββατοκύριακο θα τελειώσει
ένα λουσάτο νυφικό, πολύχρωμα λαμπιόνια,
τη βέρα, αιωνίως να της εξαργυρώνει το δάχτυλο
το καντηλάκι να διανυκτερεύει στα εικονίσματα
για τον νυμφίο του αντίπερα κόσμου
ένα ακριβό μυρωδικό
για να εξουδετερώνει τον ιδρώτα της
στις γόνιμες ολονυκτίες του Απριλίου
και την απέραντη και τρυφερή της ερημιά
που θα ποτίζει στο ζυμάρι,
το κονιάκ και τα μπαχαρικά
τη μαύρη κότα των Χριστουγέννων.

ΜΑΡΙΚΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1972 και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Με τα μάτια των άλλων» (2010), «Πλάνη 18» (2014), «Παράξενη εξήγηση 22» (2018) και «Ξέρεις πού οδηγεί» (2020) καθώς και την συλλογή διηγημάτων «Ζωή» (2014). Στο ιστολόγιο έχουμε την ξεχωριστή τιμή και χαρά να μοιραζόμαστε την εκλεκτή φιλία και την αγάπη της και της ευχόμαστε κάθε καλό και επιτυχίες στη νέα Χρονιά!

ΜΑΡΙΚΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ «Αλλαγή»
(από την ποιητική συλλογή «Με τα μάτια των άλλων», 2010)

Κάθε στιγμή και κάθε ώρα προδίδεσαι,
ντύνεσαι το φθινόπωρο και πετώντας
περιμένεις το «ωσαννά».

Μέσα από το σίδερο
φαίνεται η λάβα
μέσα από το γυαλί
η άμμος
ο καιρός χάνεται
η φωτιά μένει.

Καλή Πρωτοχρονιά! Ευτυχισμένος ο νέος Χρόνος!

Πηγές:
Ηρακλής Ψάλτης, σε: argolikivivliothiki.gr
antonispetrides.wordpress.com

kimintenia.wordpress.com

Σχολιάστε