
«Η άνοιξη μιας γυναίκας, δροσερή, ελπιδοφόρα και ανήσυχη,
ένα καινούργιο ταξίδι της ομορφιάς μες στη ζούγκλα των ανθρώπων»
Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ
Θάλεια Καραβία – Φλωρά, Κοπέλα που διαβάζει, Εθνική Πινακοθήκη

Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905 και πέθανε στην Αθήνα το 1966. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής πεζογραφίας και της γενιάς του ’30, της οποίας έθεσε τη θεωρητική βάση για την ελληνικότητα. Υπήρξε πολυγραφότατος και ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Το δίτομο μυθιστόρημά του «Αργώ» κυκλοφόρησε το 1936. Αποτελεί μια καταγραφή της Ελλάδας του Μεσοπολέμου που συνταρασσόταν από ποικίλες ιδεολογίες, από τις συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής και από τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα που ξεσπούσαν κάθε τόσο. Το πλήθος των ηρώων της Αργούς κινείται γύρω από τον ίδιο βασικό πόλο: τις τάσεις μιας γενιάς αισιόδοξης και δημιουργικής που οι συνεχείς εθνικές καταστροφές την οδήγησαν σε μια βαθειά απογοήτευση. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η ηρωίδα αναλογίζεται τις αγωνίες και τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι γονείς για την ανατροφή των παιδιών τους, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, παρακολουθώντας την κόρη της που από παιδί έχει πια μεταμορφωθεί σε νεαρή γυναίκα.
Η κυρία Δελατόλλα γυρισε στο σαλόνι και βυθίστηκε σε μια πολυθρόνα, κουρασμένη από τις δουλειές της ημέρας, τα τρεχάματα και τις βίζιτες. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς περνά η μέρα», είπε. «Ζούμε με μια αναπνοή και δε μας μένει πια καιρός να σκεφτούμε τίποτα. Κ’ έχουμε τόσα πράγματα να σκεφτούμε!». Κοίταξε την κόρη της, που είχε ξανακαθήσει στο πιάνο και φυλλομετρούσε τις νότες της, μα δε φαινότανε πως είχε όρεξη να παίξει. Ήθελε μονάχα ένα πράμα όλην εκείνη τη βραδιά, να κλειστεί μόνη στην κάμαρά της για να μπορέσει να σκεφτεί. Κι είχε πράγματι τόσα να σκεφτεί.
Η κ. Δελατόλλα κοίταζε το σώμα της, σχεδόν σχηματισμένο, το στήθος, ορθωμένο και σφιχτό κάτω από το ύφασμα, σαν άγουρο, τραγανό φρούτο, τα μπράτσα της, σφιχτοδεμένα κι’ αυτά, δροσερά, ολοκαίνουργια, τα ατημέλητα μαλλιά (δεν είχανε μπει ακόμα στις αυστηρές πειθαρχίες της κοκεταρίας), το παιδικό ύφος της, που το διέψευδε όμως ένα βλέμμα τόσο βαθύ, σοβαρό και μακρινό, που θαρρείς αναμετρούσε κιόλας τα μεγαλεία και τις μιζέριες της ζωής. Η άνοιξη μιας γυναίκας, δροσερή, ελπιδοφόρα και ανήσυχη, ένα καινούργιο ταξίδι της ομορφιάς μες στη ζούγκλα των ανθρώπων. «Τι γρήγορα που μεγαλώνουν τα παιδιά!» συλλογίστηκε η κ. Δελατόλλα. Ξανάβλεπε τώρα τη Μόρφω μωρό -σα να είτανε χτες- ένα μωρό στρουμπουλό, άσπρο – άσπρο, με κόκκινα μάγουλα και ανοιχτά καστανά μαλλιά, σχεδόν ξανθά, και κοντοφάρδουλες γαμπίτσες, που με πολύ κόπο μπορούσανε να το σηκώσουνε.
Αναπόλησε την απλή, γελαστή φωνή του παιδιού με τους λιγοστούς, άναρθρους ήχους της. Τα πρώτα λόγια του και, ακόμα πιο πριν, τα πρώτα χαμόγελά του. Ποτέ δε θέλησε να πάρει παραμάνα. Είχε γάλα περισσότερο από ό,τι χρειαζότανε. Μα τι βάσανο τα κλάματα του μωρού τη νύχτα, στην πλαϊνή κάμαρα, του μωρού που πεινά. Κάθε νύχτα… Κι η νταντά, που δεν ξυπνούσε. Ο Φραγκίσκος, που γρίνιαζε. Μία νύχτα, που το παιδί έπεσε από την κούνια κ’ έμπηξε κάτι φωνές! Της είχανε μείνει για πάντα στα αυτιά αυτές οι σπαραχτικές τσιριξιές, που ξεσκίζανε άγρια το σκοτάδι. Σηκώθηκε σαν τρελλή, νόμιζε πως το παιδί τελείωνε. «Τέλος – πάντων δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κοιμηθούμε χωρίς επεισόδιο;» γρίνιαζε ο Φραγκίσκος αγουροξυπνημένος… Ύστερα οι παιδικές αρρώστιες, η ιλαρά, η ευλογιά, οι δίαιτες, οι υπερτροφίες… «Τι τρομερό πράμα να μεγαλώνεις ένα παιδί!».

Μια αδιάκοπη φροντίδα, μια ακατάπαυστη ανησυχία, κάθε μέρα ολόκληρα χρόνια. Να πάει το παιδί στο σχολείο; Μα αν κουραστεί; Δεν είναι καλύτερα να δυναμώσει πρώτα λιγάκι; «Δεν εννοώ ν αέχω μια κόρη αγράμματη» γρίνιαζε ο Φραγκίσκος. «Πρέπει να πάει να διαβάσει Όμηρο, Πλάτωνα, Σοφοκλή, όπως όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι, να μάθει ιστορία και γεωγραφία, να γνωρίσει παιδιά, να παίξει, να γελάσει …». – «Θα μορφωθεί καλύτερα στο σπίτι» κλαθμύριζε η Αντιγόνη. «Δε μορφώνουνται στο σπίτι» αποκρινότανε ο Φραγκίσκος. «Είναι άλλο πράμα το σχολείο -η άμιλλα, η ομαδική εργασία, το ακόνισμα του μυαλού και της θέλησης- μια μικρογραφία της κοινωνίας». Το σχολείο, καινούργιο βάσανο. Να ξυπνήσει το παιδί στην ώρα του. Να της έχουν έτοιμο το γάλα της. Και ποιος θα την πάει; Ποιος θα τη φέρει; Γιατί δε γύρισε ακόμη; Πώς θα γυρίσει μ’ αυτόν τον καιρό; Άραγε θερμαίνεται καλά η τάξη της; Το παιδί κουράζεται. Το παιδί αδυνατίζει. Το παιδί θα πάθει τίποτα…
Ως ότου μια μέρα αρχίζουν οι αδιαθεσίες, οι κεφαλόπονοι, τα δέκατα, που σε καίνε και σε εξαντλούνε σιγά σιγά με την πιο κρυφή, την πιο ανεπαίσθητη φωτιά -η επικίνδυνη ηλικία των κοριτσιών, γύρω στα δεκάξη, τι φοβερή εποχή! Η πρόωρη ανάπτυξη, οι αδένες, το στήθος, το φάντασμα της φθίσης… Ούφ! Τι μαρτύριο να μεγαλώνεις ένα παιδί! Ο καημένος ο Φραγκίσκος ποτέ δεν κατάλαβε. Ούτε τα παιδιά καταλαβαίνουν. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει αυτήν την υπόκωφη και αδιάκοπη αγωνία. Και τώρα, που επιτέλους το νέο δέντρο σχηματίστηκε σχεδόν, με τόσο κόπο, τόση φροντίδα, τόση στέρηση, τόσους φόβους, τώρα που στέκεται πια στα πόδια του, στερεό και ακμαίο, τώρα νέες ανησυχίες, νέο μαρτύριο. Το κορίτσι θα φύγει, μοιραία, θα πάει να κάνει τη δική του ζωή κάτω από άλλη στέγη -και πού θα πάει; Σε ποια χέρια θα πέσει Θεέ μου! Θα έρθει ένας ξένος, ένας άγνωστος, με άγνωστες κληρονομικότητες, άγνωστες προθέσεις, θα την πάρει, θα την χαρεί, θα γίνει ο εραστής της, ο αφέντης της, θα ρυθμίσει τη ζωή της ολόκληρη, την ευτυχία της ή την καταστροφή της… Ω τι δύσκολη, τι κουραστική που είναι η ζωή!
Η Αντιγόνη αναστέναξε βαθιά. Αισθανότανε κατάκοπη, εκείνην τη στιγμή, με το πνεύμα βαρύ, παραφορτωμένο φροντίδες, ανησυχίες, βάσανα. Ήθελε να κοιμηθεί μερικές ώρες να τα ξεχάσει όλα αυτά.
Πηγή: Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ, τόμ. ΙΙ, ενδεκάτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 69-71.