20 Ιουνίου

«Ἁγίων συμμέτοχος σαφῶς ἐγένου
Ζωὴν βιώσας Νικόλαε ἁγίαν.
Νικολέω θεοῖο φέρτατον κῦδος ᾄσμασιν ὕδω»
Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1322 και ήταν ανεψιός του Νείλου Καβάσιλα, ο οποίος χρημάτισε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Χαμαετός, κράτησε όμως το μητρικό επώνυμο Καβάσιλας προφανώς λόγω της ισχυρής παρουσίας του Θείου του. Έκανε λαμπρές σπουδές ρητορικής, Θεολογίας, φιλοσοφίας και φυσικών επιστημών στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη. Για ένα διάστημα διετέλεσε σύμβουλος του αυτοκράτορα Κατακουζινού ο οποίος στα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκάρη μοναχός και διέμενε στην περιώνυμη Μονή των Μαγγάνων.
Ο Άγιος ασπάσθηκε τις απόψεις και ιδέες του Γρηγορίου Παλαμά για τον ανατολικό μυστικισμό και το ησυχαστικό πνεύμα. Υπήρξε πολυγραφότατος και πληθωρικός συγγραφέας αξιολογότατων Θεολογικών, ερμηνευτικών, λειτουργικών, ασκητικών και διδακτικών έργων, ως και περίφημων πανηγυρικών λόγων, επιστολών, επιγραμμάτων και κειμένων πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου. Μετά από πολλές περιπέτειες για τις απόψεις του περί ορθοδόξου μοναχισμού και δη κατά των Βαρλαάμ και Ακινδύνου, εκοιμήθη ειρηνικά λίγο μετά το 1391. Η Αγιοκατάταξή του έγινε στις 19 Ιουλίου του 1983.
Ἀπολυτίκιον (Ἦχος δ’ – Ταχὺ προκατάλαβε)
Ὡς θεῖος διδάσκαλος, καὶ ὑποφήτης σοφός, δογμάτων τῆς πίστεως, καὶ ἀρετῶν ἱερῶν, Νικόλαε Ὅσιε, ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ βίου καὶ λόγου. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τῇ σῇ δόξῃ καυχάται, καὶ πόθῳ ἑορτάζει, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Κοντάκιον (Ἦχος β’ – Τοῖς τῶν αἱμάτων σου)
Λόγῳ ἐνθέῳ ἀνύων τὸν βίον σου, περιφανὴς ἐν σοφίᾳ καὶ χάριτι, καὶ ἐν λόγου δυνάμει γενόμενος, τῆς εὐσεβείας διδάσκαλος πέφηνας· διὸ σὲ ὑμνοῦμεν Νικόλαε.
Ο συμβολισμός της Θείας Λειτουργίας
Αγίου Νικολάου Καβάσιλα

Όχι μόνο οι ψαλμωδίες και τα αναγνώσματα, αλλά και οι ίδιες οι πράξεις της ιερουργίας έχουν αυτό το ιδίωμα: Το καθένα γίνεται για την παρούσα περίπτωση, αλλά συγχρόνως συμβολίζει και κάτι από τα έργα ή τις πράξεις ή τα πάθη του Χριστού.
Όπως για παράδειγμα η εισαγωγή του Ευαγγελίου στο θυσιαστήριο, κατόπιν η εισαγωγή των τιμίων δώρων. Αυτά γίνονται για την ανάγκη, το μεν Ευαγγέλιογια να αναγνωσθεί, τα δε τίμια δώρα για να τελεσθεί η θυσία. Συμβολίζουν όμως και τα δύο την ανάδειξη και φανέρωση του Σωτήρα. Το πρώτο τη φανέρωση, αμυδρή ακόμη και ατελή, στην αρχή της ζωής Του· το δεύτερο, την τελειότατη και τελευταία φανέρωσή Του.
Εκείνα που γίνονται στην τελετή των τιμίων δώρων, αναφέρονται όλα στην Οικονομία[1] του Σωτήρα. Ο σκοπός τους είναι να βάλουν μπροστά στα μάτια μας τη θεωρία[2] της θείας Οικονομίας για να αγιάζει τις ψυχές μας και έτσι να γινόμαστε κατάλληλοι να δεχθούμε τα ιερά δώρα. Όπως δηλαδή τότε στον καιρό της πραγματοποιήσεώς της η θεία Οικονομία ανέστησε τον κόσμο, έτσι θεωρουμένη πάντοτε κάνει την ψυχή των θεατών της καλύτερη και αγιότερη· μάλλον δε, ούτε τότε θα ωφελούσε καθόλου, αν δεν γινόταν αντικείμενο θεωρίας και πίστεως. Και γι’ αυτό κηρύχθηκε, και για να πιστευθεί χρησιμοποίησε χίλια δυό μέσα ο Θεός. Διότι η Οικονομία αυτή δεν μπορούσε να έχει αποτέλεσμα και να σώζει τους ανθρώπους, αν, ενώ γινόταν, έμενε άγνωστη σ’ εκείνους που έμελλε να σωθούν από αυτήν. Αλλά τότε, καθώς κηρυσσόταν, δημιουργούσε μέσα στις ψυχές των αγνοούντων την ευλάβεια, την πίστη και την αγάπη προς τον Χριστό, οι οποίες δεν υπήρχαν πριν. Ενώ τώρα, που την θεωρούν με ζήλο εκείνοι που ήδη πίστεψαν, δεν βάζει μέσα τους αυτά τα μακάρια πάθη, αλλά, αφού υπάρχουν, τα συντηρεί, τα ανανεώνει και τα αυξάνει· και τους κάνει πιο σταθερούς στην πίστη και πιο θερμούς στην ευλάβεια και την αγάπη. Διότι αυτές τις διαθέσεις, τις οποίες δημιούργησε ενώ δεν υπήρχαν, πολύ ευκολότερα βέβαια μπορεί τώρα να τις διαφυλάξει, να τις κρατήσει και να τις ανανεώσει. Λοιπόν, αυτές είναι οι διαθέσεις με τις οποίες είναι ανάγκη να πλησιάζουμε τα άγια μυστήρια και χωρίς τις οποίες και το να βλέπει μόνο κανείς προς αυτά, είναι τελείως ανόσιο: ευλάβεια, πίστη και πολύ θερμή αγάπη προς τον Θεό.
Να λοιπόν γιατί μια τέτοια θεωρία, η οποία είναι ικανή να εντυπώσει μέσα μας αυτά, έπρεπε να αποτυπωθεί στη διάταξη της θείας λειτουργίας, για να μη συλλογιζόμαστε μόνο με τον νου, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, και να βλέπουμε με τα μάτια μας τη μεγάλη πτωχεία του Πλουσίου (Β’ Κορ. 8:9), την έλευση στον κόσμο Εκείνου που κατέχει κάθε τόπο, τους ονειδισμούς του Ευλογημένου, τα πάθη του Απαθούς· πόσο μισήθηκε και πόσο μας αγάπησε· ποιος ήταν και πόσο ταπείνωσε τον εαυτό Του· τι έπαθε και τι έκανε για να ετοιμάσει μπροστά μας αυτή την τράπεζα. Και αφού έτσι θαυμάσουμε την παράδοξη σωτηρία και μείνουμε έκπληκτοι από το πλήθος των οικτιρμών, να σεβαστούμε Εκείνον που έτσι μας ελέησε και έτσι μας έσωσε, να Του εμπιστευθούμε τις ψυχές μας, να Του παραδώσουμε τη ζωή μας και να ανάψουμε τις καρδιές μας με τη φωτιά της αγάπης Του. Και αφού γίνουμε τέτοιοι, τότε με ασφάλεια και οικειότητα να πλησιάσουμε τη φωτιά των μυστηρίων.
Γι’ αυτό το λόγο επινοήθηκε αυτός ο συμβολισμός, ο οποίος, αφενός δεν περιορίζεται να φανερώσει τα της θείας Οικονομίας μόνο με λόγια, αλλά και θέτει τα πάντα μπροστά στα μάτια μας, αφετέρου είναι ορατός σε όλα τα στάδια της ιερουργίας. Έτσι, με το πρώτο επιδρά ευκολότερα επάνω στις ψυχές μας, για να μη μας γίνει μόνο απλό θέαμα, αλλά να δημιουργήσει μέσα μας και πάθος (πίστη, ελπίδα, αγάπη· βλ. ανωτ.), διότι μια ορατή αναπαράσταση μπορεί να παραγάγει μέσα μας μια εντύπωση πιο δυνατή. Και με το δεύτερο, δεν επιτρέπει διόλου να μας καταλάβει η λησμοσύνη, ούτε αφήνει να στραφεί ο λογισμός μας σε τίποτε άλλο, μέχρι τη στιγμή που θα μας οδηγήσει σ’ αυτή τη θεία τράπεζα. Και τότε, γεμάτοι από αυτές τις σκέψεις και έχοντας άγρυπνη τη μνήμη, θα κοινωνήσουμε τα άγια μυστήρια, βάζοντας μέσα μας αγιασμό επάνω στον αγιασμό, τον αγιασμό δηλαδή της τελετής επάνω στον αγιασμό των θεωριών και «μεταμορφούμενοι από δόξης εις δόξαν» (Β’ Κορ. 3:18), από την κατώτερη δηλαδή στην πιο μεγάλη απ’ όλες τις δόξες.
[1] Θεία Οικονομία ονομάζεται από τους Πατέρες το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ο Θεός ενήργησε την απολύτρωση και τη σωτηρία μας: η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, η ζωή, η διδασκαλία, τα πάθη, η σταύρωση, η ανάσταση, η ανάληψή Του, η ίδρυση της Εκκλησίας Του.
[2] Πατερικός όρος που χρησιμοποιείται συχνά από τον Καβάσιλα και σημαίνει το να μη μένει κανείς στην απλή θέα των τελουμένων, αλλά να μεταβαίνει στο πνευματικό τους νόημα εμβαθύνοντας σ’ αυτά βιωματικά με τη νοερά μελέτη.
* Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας», μτφρ. Αντ. Γαλίτη, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 27.
Πηγή: orthodoxia.online, iellada.gr