8 Αυγούστου

Ο Άγιος Μύρων ανήκει στη χορεία των αρχαίων αγίων της Κρήτης. Η ζωή και το έργο του είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την αρχαία πόλη της Ραύκου, η οποία υπήρξε η πατρίδα του αγίου και προς τιμήν του μετονομάστηκε αργότερα «Άγιος Μύρωνας». Η αρχαία Ραύκος τοποθετείται νότια της Κνωσού και κοντά στη Γόρτυνα. Σήμερα το χωριό Άγιος Μύρωνας είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Μαλεβιζίου και οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Κτισμένος πάνω στην κορυφή ενός διάσελου, σε υψόμετρο 140 μ., ο Άγιος Μύρωνας δεσπόζει σε ολόκληρη την επαρχία και η θέα που αντικρίζει κανείς προς όλη την περιοχή είναι πανοραμική.
Η γέννηση του Αγίου Μύρωνος στη Ραύκο τοποθετείται περί το 250 μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου και η κοίμησή του περί το 350 μ.Χ. Ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Γορτύνης περί το 320-330 μ.Χ. Ωστόσο εδώ η παράδοση διχάζεται, καθώς έχει γεννηθεί ζήτημα, αν υπήρξε Επίσκοπος Γορτύνης, δηλαδή πρόεδρος Κρήτης ή ήταν απλώς Επίσκοπος Κνωσού. Και αυτό, γιατί τα παλαιότερα κείμενα τον φέρουν ως Επίσκοπο (Γορτύνης) Κρήτης, ενώ τα νεώτερα ως Επίσκοπο Κνωσού. Οι περισσότεροι ιστορικοί κλίνουν μάλλον προς την άποψη ότι υπήρξε Επίσκοπος (Γορτύνης), δηλ. Κρήτης. Σε ό,τι αφορά δε τη νεότερη αγιολογική παράδοση που τον φέρει ως Επίσκοπο Κνωσού, αυτή φαίνεται να οφείλεται στη μεταφορά της παλαιάς επισκοπής Κνωσού στην πόλη Ραύκο, δηλαδή στον Άγιο Μύρωνα κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο στο νησί.

Ο ιερός ναός Αγίου Μύρωνος, Άγιος Μύρωνας Ηρακλείου
Ο Άγιος γεννήθηκε από γονείς ευγενείς και ευσεβείς. Η γέννηση και η ανατροφή του συνέπεσε με τα δύσκολα χρόνια των διωγμών του Δεκίου, γι’ αυτό άλλωστε και οι γονείς του προσπάθησαν με μεγάλη επιμέλεια να τον αναθρέψουν σωστά και να τον προφυλάξουν από τις αμαρτωλές επιδράσεις τις ειδωλολατρίας της εποχής εκείνης. Ήδη από την παιδική του ηλικία ήταν εμφανής η μελλοντική εξέλιξή του στους κόλπους της εκκλησίας, γιατί ήταν φρόνιμος και συνετός, απέφευγε τις παιδικές επιπολαιότητες και συνήθειες και έδειχνε υπακοή στους γονείς του. Από μικρό παιδί φάνηκε ο φιλανθρωπικός χαρακτήρας του καθώς και οι θαυματουργές ικανότητές του, γεγονός που αποδεικνύεται από τα πάμπολλα θαύματα που έκανε.
Ένα χαρακτηριστικό είναι το θαύμα με τα σταφύλια και το κρασί. Κάποια χρονιά, λέει η παράδοση, μοίρασε στους φτωχούς όλα τα σταφύλια από τα αμπέλια της οικογένειάς του. Η μητέρα του έκανε την παρατήρηση πως όλο τον χρόνο κόπιαζαν για το αμπέλι εκείνο και τώρα δεν έμειναν σταφύλια για να κάνουν κρασί. Εκείνος όμως χωρίς να αντιμιλήσει στην μητέρα του της είπε χαρακτηριστικά: «Εφύλαξεν και για μας ο θεός, μητέρα!». Πήγε στο αμπέλι και βρήκε μόνο ένα τσαμπί σταφύλι με τρεις ρόγες. Το έφερε στο σπίτι και το έβαλε στο ποτήρι. Αμέσως άρχισε να τρέχει ο μούστος, έως ότου γέμισαν τα βαρέλια της οικογένειας καθώς και όλου του χωριού.

Ο Άγιος Μύρωνας Ηρακλείου Κρήτης
Όταν ο Μύρων μεγάλωσε εξασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Και σε αυτήν την περίοδο της ζωής του εξακολούθησε να βοηθάει όλους τους ανθρώπους με όποιον τρόπο μπορούσε. Χόρταινε τους πεινασμένους, έντυνε τους γυμνούς, φρόντιζε τις χήρες και τα ορφανά, υποδεχόταν τους ξένους και γενικά προσέφερε κάθε είδους βοήθεια στους αναξιοπαθούντες.
Ένα βράδυ ο Άγιος αντιλήφθηκε ότι είχαν πάει κλέφτες να κλέψουν το σιτάρι από το αλώνι του. Οι κλέφτες νόμιζαν ότι κοιμάται. Γέμισαν τα σακιά και ο ένας με τη βοήθεια του άλλου τα φορτώθηκαν στον ώμο τους και έφυγαν. Ο τελευταίος όμως δεν είχε βοήθεια και δυσκολευόταν να σηκώσει το σακί στον ώμο του. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε και με τα ίδια του τα χέρια έβαλε το σακί στον ώμο του κλέφτη. «Ο θεός να σας συγχωρήσει», είπε ο Άγιος και ο κλέφτης έφυγε κατάπληκτος. Το δεύτερο περιστατικό είναι παρόμοιο με το πρώτο. Κλέφτες προσπαθούσαν να κλέψουν από το χωράφι του ρεβίθια. Όταν ο Άγιος τους αντιλήφθηκε αντί να τους καταδιώξει, τους ευλόγησε και δίνοντάς τους τα ρεβίθια τους έστειλε σπίτια τους παραγγέλλοντάς τους να μην κάνουν λόγο σε κανένα για το συμβάν.

Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου ο Μύρων, παντρεύτηκε μία γυναίκα ευσεβή και πιστή. Γρήγορα όμως η σύζυγός του πέθανε και εκείνος αφιερώθηκε απερίσπαστος στο Θεό. Μελετούσε καθημερινά τα ιερά κείμενα, νήστευε και προσευχόταν, ενώ παράλληλα συνέχιζε το φιλανθρωπικό του έργο. Επειδή έγινε γνώστη η αρετή του, χειροθετήθηκε πρώτα Αναγνώστης και στη συνεχεία Πρεσβύτερος. Στα χρόνια που ακολούθησαν, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν πλέον σταμάτησαν οι διωγμοί, ο Μύρων επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στο κήρυγμα του ευαγγελίου, διδάσκοντας όχι μόνο με τα λόγια του αλλά κυρίως με τα έργα του και την αρετή του.
Η φήμη του γρήγορα απλώθηκε παντού, γι’ αυτό όταν πέθανε ο Επίσκοπος Κρήτης, όλοι, κλήρος, άρχοντες και λαός στράφηκαν σε εκείνον και τον παρακάλεσαν να αναλάβει τη διαποίμανση των ψυχών τους. Έτσι ο Μύρων χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κρήτης και με αυτό το αξίωμα πλέον συνέχισε τη θαυματουργή δράση του και το φιλανθρωπικό έργο του. Οι Χριστιανοί γέμιζαν τις Εκκλησίες, προκειμένου να τον δουν να ιερουργεί και να ακούσουν τα θεία κηρύγματά του. Ήθελαν να θαυμάσουν από κοντά τη γλυκιά φυσιογνωμία του και το σεβάσμιο πρόσωπό του, που φανέρωνε όλη την καλοσύνη της ψυχής του.
Κάποτε, ενώ περιόδευε -σύμφωνα με τη συνήθεια των αρχιερέων- την επαρχία του, έπρεπε να περάσει το ποτάμι που λεγόταν τότε Τρίτων, το σημερινό Γιόφυρο. Όμως ήταν χειμώνας και το ποτάμι είχε πλημμυρίσει. Όταν έφτασε, σταύρωσε τα νερά με την αρχιερατική του ράβδο και σταμάτησε η φυσική ροή του ποταμού, ώστε να περάσει με τη συνοδεία του. Στη συνέχεια έδωσε στο διάκο του τη ράβδο και του είπε να σταυρώσει τα νερά. Έτσι το ποτάμι συνέχισε να τρέχει.
Η γενέτειρά του είχε την ατυχία να απειλείται από ένα άγριο θηρίο που όταν έκανε την εμφάνισή του σκορπούσε τον τρόμο και το θάνατο παντού. Οι κάτοικοι τρομαγμένοι, έσπευσαν να συναντήσουν τον Άγιο και με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν να τους βοηθήσει. Εκείνος αμέσως τους υποσχέθηκε ότι θα τους βοηθήσει, αφού προηγουμένως τους απόσπασε την υπόσχεση να παραμείνουν πιστοί στο Σωτήρα μας Χριστό. Έτσι, όταν κάποτε ο Άγιος λειτουργούσε στο αγαπημένο του εκκλησάκι, του Σωτήρα Χριστού, οι κάτοικοι έντρομοι με την παρουσία του θηρίου έσπευσαν να εξαφανιστούν. Το θηρίο ανηφόριζε προς την Εκκλησία αφού το χωριό είναι χτισμένο επάνω σε δυο λόφους και η πρόσβαση σε αυτό είναι ανηφορική. Ο Άγιος, κατάλαβε τους Χριστιανούς που βρίσκονταν μέσα στην Εκκλησία, να έχουν θορυβηθεί. Αφού, πρώτα τους καθησύχασε λέγοντάς τους να μη φοβούνται, έστειλε το Διάκονό του κρατώντας την ποιμαντορική του ράβδο να σταματήσει το θηρίο στη θέση που βρίσκονταν «στο όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού».

Ο Διάκονος, πιστός στην εντολή που του έδωσε ο Επίσκοπός του, κατηφόρισε αμέσως το λόφο τρέχοντας, προκειμένου να το προφθάσει χαμηλά για να το σταματήσει. Έτσι, μόλις το πλησίασε, το ακούμπησε με την Επισκοπική ράβδο και το θηρίο έπεσε κάτω στο έδαφος, νεκρό. Όταν δε, τέλειωσε και η λειτουργία, ο Άγιος με το εκκλησίασμα, είδαν προς μεγάλη τους έκπληξη το θηρίο ξαπλωμένο και νεκρό στην αρχή της πλαγιάς του λόφου. Ο Άγιος έριξε μια πέτρα επάνω του και αμέσως, πέσανε επάνω του τόσες πέτρες που σκέπασαν το θηρίο. Οι πέτρες δημιούργησαν ένα μεγάλο βράχο που έκλεισε το θηρίο μέσα του, σήμερα δε, φέρνει την ονομασία «ο βράχος του Δράκου».

Για τους κατοίκους της περιοχής, ο βράχος αποτελεί μοναδικό φαινόμενο πρόγνωσης καιρικών φαινομένων. Έτσι, όταν από τις σχισμές του βράχου βγαίνουν μικρές λευκές φυσαλίδες και ακούγεται ένα φύσημα σημαίνει ότι ο χειμώνας που έρχεται θα είναι πολύ βαρύς. Αν δε, κατά την διάρκεια του χειμώνα παρουσιαστούν αυτά τα φαινόμενα και συνοδεύονται από βροντές και αστραπές, τότε πρόκειται για βαρυχειμωνιά. Πολλοί είναι οι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα, αλλά δεν μπορούν να δώσουν την ερμηνεία τους στο σπάνιο και μοναδικό φαινόμενο. Αυτό το σπάνιο δώρο φρόντισε ο Άγιος να χαρίσει στους κατοίκους της κωμόπολης του Αγίου Μύρωνα. Φρόντισε όμως να τους χαρίσει και το Αγιασμένο Του σώμα, γιατί ζήτησε να ενταφιαστεί στην γενέτειρα και αγαπημένη Του Ραύκο ή Άγιο Μύρωνα, όπως λέγεται σήμερα.
Ο Άγιος Μύρων έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Υπολογίζεται ότι κοιμήθηκε περίπου εκατό ετών, στις 8 Αυγούστου, οπότε εορτάζεται από την Εκκλησία μας, έχοντας αφήσει ένα τεράστιο ποιμαντικό και χριστιανικό έργο και προετοιμάζοντας παράλληλα το δρόμο για την είσοδο στην χριστιανική ζωή εκατοντάδων ανθρώπων από τότε ως σήμερα. Οι κάτοικοι του Αγίου Μύρωνα αλλά και της ευρύτερης περιοχής τιμούν και αποδίδουν ξεχωριστή τιμή στον Άγιό τους. Είναι ο προστάτης Άγιος της κωμόπολης, όπου η κάθε οικογένεια φροντίζει, να βαπτίζει ένα της παιδί, με το όνομα του Αγίου. Αυτό θεωρούν σαν ελάχιστο φόρο τιμής για τον Άγιο, που τόσο πολύ ευεργέτησε και εξακολουθεί να ευεργετεί τον τόπο που τον γέννησε.

Μάλιστα δε, στο κέντρο περίπου του χωριού φρόντισαν να κατασκευάσουν Βυζαντινό Ναό που είναι αφιερωμένος στο Άγιο Όνομά Του, όπου υπάρχει ο τάφος Του με το Άγιο Λείψανό Του. Όσοι δε, με πίστη προσέρχονται να το προσκυνήσουν φεύγουν ευχαριστημένοι, από την Αγία Του Χάρη. Τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά την κοίμησή Του, πάμπολλα είναι τα θαύματα τα οποία αποδίδονται στο πρόσωπό Του. Ορισμένα από αυτά χρονολογούνται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας:
Το 1826 λοιπόν, οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου (Ηράκλειο), με επικεφαλής τον Χασάν Πασά, εκστράτευσαν εναντίον των χωριών της επαρχίας Μαλεβιζίου. Αφού συνέλαβαν πολλούς από τους κατοίκους τους οδήγησαν στο χωριό Άγιο Μύρωνα και τους κράτησαν αιχμάλωτους δίπλα στο Ναό του, πάνω στη στέγη κάποιου σπιτιού με σκοπό να τους μεταφέρουν την επομένη στην Πόλη και άλλους να τους θανατώσουν κι άλλους να τους Τουρκέψουν. Για να εμποδίσουν μάλιστα τυχόν απόδρασή τους τοποθέτησαν κατά τη διάρκεια της νύχτας και δεύτερη φρουρά.
Όλη τη νύχτα οι αιχμάλωτοι προσεύχονταν και επικαλούνταν τη βοήθεια του Αγίου. Κατά τα μεσάνυχτα παρουσιάστηκε ένα εκτυφλωτικό φως στον ουρανό και σαν πύρινες γλώσσες κατέβηκε και στάθηκε πάνω στο ναό. Ταυτόχρονα ακούστηκαν δυνατές βροντές και εκκωφαντικός θόρυβος. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι χριστιανικός στρατός τους είχε περικυκλώσει και επειδή τους κατέλαβε πανικός, έφυγαν τρέχοντας, ενώ οι κάτοικοι του χωριού έσπευσαν να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους, οι όποιοι ευχαριστούσαν τον Άγιο Μύρωνα για τη σωτηρία τους.
Το 1826 αναφέρονται ακόμα δύο επίσης σημαντικά θαύματα, τα οποία επιτέλεσε ο Άγιος και μάλιστα σε Τούρκους. Ο Χουσεΐν Αγάς από τις Αρχάνες, ο οποίος είχε λάβει μέρος σε πολλές σφαγές κατά των χριστιανών, είχε τυφλωθεί. Δεν είχε αφήσει μάγο ή γιατρό που να μην τον είχε επισκεφτεί, προκειμένου να θεραπευτεί. Φίλοι του Χριστιανοί τον συμβούλεψαν να πάει στην Τήνο, αλλ’ η Ευαγγελίστρια θέλησε να δοξαστεί ο Άγιος Μύρωνας και ο Χουσεΐν γύρισε από εκεί τυφλός. Όταν ο Χουσεΐν πληροφορήθηκε ότι ο Άγιος Μύρωνας κάνει θαύματα, ζήτησε και τον έφεραν στο χωριό. Μπήκε στην εκκλησία και γονάτισε μπροστά στον τάφο του Αγίου. Όλη την ώρα της θείας Λειτουργίας έμεινε γονατιστός. Όταν ο ιερέας διάβαζε το ευαγγέλιο, φώναξε ο τυφλός: «Δόξα να ‘χει ο θεός και τιμή ο Άγιος Γέροντας, βλέπω …!». Πράγματι μετά το τέλος της λειτουργίας, ο Τούρκος Αγάς κατέβηκε στη σπηλιά όπου ασκήτευε ο Άγιος, έπλυνε τα ματιά του με το θαυματουργό αγίασμα και έγινε τελείως καλά. Από τότε μέχρι και το 1859, οπότε πέθανε, επισκεπτόταν πολύ συχνά το χωριό και τον ναό του Αγίου και προσέφερε δώρα.

Την ίδια χρονιά ένας άλλος Τούρκος, ο Μπεντρή Εφέντης, παρά τη σκληρότητά του, έδωσε στους κατοίκους του χωριού την άδεια να επισκευάσουν το ναό του Αγίου, μολονότι κάτι τέτοιο δύσκολα επιτρεπόταν στα χρόνια εκείνα. Ένας άλλος όμως Οθωμανός, ο Χατζή Μουσταφάς, πληροφορούμενος το γεγονός απαγόρευσε τη διαδικασία ανακατασκευής και μάλιστα θέλησε να μετατρέψει το ναό σε τζαμί. Θανάτωσε λοιπόν τον Μπεντρή και απαγόρευσε στον μοναχό Μελέπο να ξαναμπεί στο ναό. Ενώ όμως έφευγε από το χωριό για το Ηράκλειο, αρρώστησε από δυσεντερία και πέθανε.Έτσι, με τη θαυμαστή επέμβαση του Αγίου διασώθηκε ο ναός του από τη βεβήλωση.
Την ίδια περίοδο, οι Οθωμανοί αποθήκευσαν στο ναό του Αγίου εφόδια και τροφές και τοποθέτησαν φρουρά για τη φύλαξή τους. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας ακούστηκαν δυνατές βροντές και φοβερός θόρυβος. Είδαν έντρομους τους Τούρκους φρουρούς να φεύγουν και να φωνάζουν ότι ο Ευλιάς, ένας γέροντας με λευκή γενειάδα και χρυσά ενδύματα τους έδειχνε. Την επομένη μέρα απομάκρυναν από το ναό τα πολεμοφόδια και τον παρέδωσαν στους Χριστιανούς για να τελούν απρόσκοπτα τη λατρεία τους.
Το καλοκαίρι του 1861 ήρθε στον Άγιο Μύρωνα από το Ηράκλειο ο Γεώργιος Κολυβάκης μαζί με τη σύζυγό του Μαριγώ, η οποία σύμφωνα με τη διάγνωση των γιατρών, έπασχε από σοβαρή νευρική ασθένεια. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο χωριό η κατάστασή της χειροτέρεψε και οι συγγενείς της, ελπίζοντας στη θεραπευτική δύναμη του Αγίου, την έφεραν στο Ναό του. Προσκάλεσαν τους ηγουμένους των μονών Ιερουσαλήμ Μάξιμο και Ελεούσας Μελέπο, τον εφημέριο του χωριού Άνω Ασίτες Γεώργιο και τους εφημέριους του ναού Εμμανουήλ και Χατζή-Μιχαήλ.
Οι ιερείς για πέντε ολόκληρες ημέρες έκαναν δεήσεις δίπλα στον τάφο του Αγίου και μαζί με αυτούς πολλοί κάτοικοι του χωριού νήστευαν και προσεύχονταν. Καθημερινά τελούσαν τη Θεία Λειτουργία, ενώ από τον τάφο του αγίου σκορπιζόταν θαυμαστή ευωδία, με την οποία γέμιζε ο Ναός. Κατά τη νύχτα της Τετάρτης παρουσιάστηκε στην ασθενή ο Άγιος και την πληροφόρησε ότι την Παρασκευή θα απαλλασσόταν από την επήρεια του πονηρού πνεύματος. Την Παρασκευή, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και ενώ ο ιερέας εκφωνούσε το «εξαιρέτως …», η ασθενής φώναξε δυνατά, τινάχτηκε και έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα πάνω στο έδαφος σα νεκρή! Ύστερα από λίγο σηκώθηκε, υγιής πια, δοξολογώντας το Θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο για τη θεραπεία της.
Απολυτίκιο
Ὡς θεῖον ἀλάβαστρον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, πιστῶς Ἱεράτευσας, τὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καὶ χαίρων ἐνήθλησας, ὅθεν τὴ εὐωδία, τῶν ἐν σοῖ χαρισμάτων, Μύρων Ἱερομάρτυς, τῶν παθῶν τὸ δυσῶδες, ἀπέλασαν ἀνενδότως, ἐκ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Πηγή: agios-myronas.gr, orthodoxfathers.com, agiatriadaher.com