
Το μεγαλειώδες άγαλμα του Αγίου Γεωργίου στο Βερολίνο (λεπτομέρεια)
Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου
Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου κι αφέντη μ’ καβαλλάρη
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Άγγελος είσαι στη θωριά και άγιος στη θεότη,
παρακαλώ σε, βόηθα με, Άγιε μου στρατιώτη!
Από το άγριο θεριό, το δράκοντα μεγάλο
Που δεν αφήνει άνθρωπο κάθε πρωΐ και άλλο
Ερίξανε τα μπουλετιά σε μια βασιλοπούλα
Οπού την είχε η μάνα της μία και ακριβούλα.
Σήκω Αγιώρ’ αφέντη μου, και το νερό αφρίζει
και δράκος τα δοντάκια του για μένα τ’ ακονίζει
Σηκώθηκεν κι Αγιώργιος σαν παραλογισμένος.
Μια κονταριά το χτύπησεν σαν που ήταν μαθημένος
Μια κονταριά το χτύπησεν, το πήρε μες στο στόμα
Και παρευτύς το ξάπλωσε χάμω στη γης στο χώμα.
Γεώργιο με λέγουνε κι απ’ την Καππαδοκία
Κι αν θες να κάνεις χάρισμα, χτίσε μιαν εκκλησία
Βάλε δεξιά την Παναγιά, ζερβά έναν καβαλάρη
Αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι!
(Παραδοσιακό Καππαδοκίας)