Η Παναγία Μεσοσπορίτισσα ή «Παναγίτσα στ’ Αρχαία», όπως τη λένε στην Ελευσίνα, είναι μικρός ναός του 17ου μ.Χ. αιώνα εντός του αρχαιολογικού χώρου στο κέντρο της πόλης της Ελευσίνας, εκεί όπου κατά την αρχαιότητα τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια. Ο ναός εορτάζει κάθε χρόνο στα Εισόδια της Θεοτόκου και σχετίζεται με ένα έθιμο με πολυεπίπεδες αναφορές στην μακραίωνη ιστορία της πόλης και των κατοίκων της.
Ντοκιμαντέρ σε έρευνα και σκηνοθεσία του Βασίλη Χαραλαμπίδη, με κινηματογραφικό υλικό από διάφορες πηγές που παρουσιάζει την αντίσταση των αφανών Ελλήνων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, από την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου το 1968 έως τη δραματική εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο (17 Νοέμβρη 1973). Αφηγείται ο Δημήτρης Παπαχρήστος, ένας από τους τρεις εκφωνητές του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Το υλικό μαζεύτηκε στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας και παίχτηκε σε διάφορες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, ΗΠΑ και Καναδά. Η επεξεργασία του ολοκληρώθηκε με μοντάζ του Βασίλη Κεσίσογλου.
«Bλέπεις αθλητά ηδονικώς το ξίφος, Συν τω ξίφει γαρ έβλεπες και το στέφος»
Ο Άγιος καταγόταν από τη συνοικία του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη και ονομαζόταν Διαμαντής. Είχε ευσεβείς γονείς, τον Κυριακό και την Κυριακή και ήταν ράπτης. Σε νεαρή ηλικία όμως έμεινε ορφανός και ζούσε άστατη ζωή. Κάποια μέρα συνελήφθη από τους Τούρκους για κάποιο αδίκημα που έκανε και για να αποφύγει την ποινή, αρνήθηκε τον Χριστό. Με το πέρασμα των χρόνων όμως συναισθάνθηκε το μεγάλο κακό που έπαθε και έφυγε για το Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου έγινε μοναχός. Έζησε πάνω από δώδεκα χρόνια με πικρή μετάνοια, πολλή άσκηση, υπακοή, νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια, σκληραγωγία, με αποτέλεσμα να υπερβεί στην αρετή πολλούς μοναχούς της εποχής του.
Πολλοί πιστεύουν ότι το Ναύπλιο ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος. Στην πραγματικότητα όμως η Αίγινα ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους το1826, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για την πορεία της Επανάστασης και τη συγκρότηση της πολιτικής οργάνωσης του έθνους. Η επιλογή του νησιού δεν έγινε τυχαία, αλλά αντανακλούσε την ανάγκη για έναν τόπο ασφαλή, πολιτικά ουδέτερο και λειτουργικά κατάλληλο για τη δημιουργία δομών εξουσίας από το μηδέν.
Η Καστοριά σε παλαιά καρτ ποστάλ την εποχή της απελευθέρωσής της
H Καστοριά απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό την 11η Νοεμβρίου 1912. Η ημερομηνία αυτή έμελλε να θέσει τέλος στα 527 χρόνια του τουρκικού ζυγού (1385-1912) της πόλης και να την κατατάξει οριστικά στο Νεοελληνικό Κράτος. Ήταν ημέρα εορτής του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Μηνά, που από την ημέρα εκείνη έγινε πολιούχος άγιος και προστάτης της πόλεως. Η Καστοριά είναι η τελευταία χρονολογικά πόλη της Μακεδονίας που απελευθερώθηκε κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ των συνασπισμένων βαλκανικών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα, ημέρα μνήμης και δοξολογίας για το σπουδαίο εκείνο γεγονός, είναι και η κατάλληλη στιγμή για μια επετειακή αναφορά στο χρονικό της απελευθέρωσης. Σε κανένα βιβλίο δεν γίνεται αρκετά διεξοδική περιγραφή της απελευθέρωσης της πόλης από τους Οθωμανούς.
Η ποιήτρια Μελισσάνθη, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Ήβη Κούγια – Σκανδαλάκη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 1907. Αποτέλεσε μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της υπαρξιακής ποίησης στην Ελλάδα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο με καθηγητή τον Οκτάβιο Μερλιέ, ο οποίος την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την ποίηση. Σπούδασε ακόμη γερμανική φιλολογία στην Abendschule Αθηνών, αγγλικά, μουσική και μελέτησε φιλοσοφία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών, ενώ υπήρξε και συνεργάτιδα του λογοτεχνικού προγράμματος του ΕΙΡ από το 1945 έως το 1955, από το οποίο παρουσίαζε ελληνική και ξένη ποίηση, δικές της εργασίες και θεατρικές διασκευές. Το 1932 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Σκανδαλάκη, δικηγόρο, πολιτικό, βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος και συγγραφέα φιλοσοφικών δοκιμίων.
Στη λογοτεχνία εμφανίσθηκε το 1930 με την ποιητική συλλογή της «Φωνές Εντόμου». Η δεύτερη συλλογή της, οι «Προφητείες» απετέλεσε φιλολογικό γεγονός και μάλιστα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης καυχιόταν ότι παρουσίασε πρώτος «αυτό το ποιητικό “φαινόμενο” που πραγματικά αγγίζει το θαύμα». Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της τιμήθηκε με τον έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη και σημαντικές άλλες διακρίσεις. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Μεξικό, τη Ρουμανία, την Πολωνία, την πρώην Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και έχουν περιληφθεί σε συνολικά 26 ξένες ανθολογίες.
Η ποιήτρια Μελισσάνθη έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή, στις 9 Νοεμβρίου 1991, ενώ έπασχε από καρκίνο και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (31/12/1976) η Μελισσάνθη αποκάλυψε πώς ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την ποίηση: «Οι ερεθισμοί οι δικοί μου ξεκίνησαν από προβλήματα υπαρξιακά, από την οδυνηρή επαφή μου με τον κόσμο και όπως μου άρεσε η ποίηση βρήκαν διέξοδο σ’ αυτήν. Οι συγκρούσεις με το περιβάλλον πρώτα πρώτα. Ένας νέος άνθρωπος σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από τους άλλους, που του είναι αδύνατο να τον παραδεχτεί. Αρχίζει τότε μια πάλη που είτε είναι εξωτερική, στήθος με στήθος, είτε εσωτερική, να εξηγήσει και να παραδεχτεί το σκληρό παιχνίδι που παίζεται γύρω μου. Η δεύτερη αυτή πάλη γίνεται πιο σκληρή όταν αισθάνεσαι την αδυναμία σου να δράσεις εξωτερικά».
Ο θρησκευτικός και υπαρξιακός χαρακτήρας στάθηκαν από την αρχή τα κύρια γνωρίσματα του έργου της Μελισσάνθης. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στο πλαίσιο της παραδοσιακής στιχουργικής και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο, μετά το 1945, επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών.
Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, στοχασμό, αγωνία για τον άνθρωπο και τα προβλήματά του και έτυχε εκτίμησης και αποδοχής από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κόσμου της εποχής της. Αν και συνυπήρξε με τη «Γενιά του ‘30», διατήρησε τη δική της υπαρξιακή ιδιομορφία στο έργο της. Στο ποιητικό της ύφος η προβληματική της ποίησής της ταυτίστηκε με μια μεταφυσική εκδοχή της πρόσληψης της πραγματικότητας, ακόμη και μετά την μεταβολή του ποιητικού της λόγου, το 1965.
Απ’ όλες τις μορφές της τέχνης που σπούδασε, γύρεψε να εκφραστεί με την πιο λυρική μορφή του λόγου, την ποίηση. Μόνο που και σ’ αυτό το είδος της τέχνης θέλησε να πρωτοτυπήσει. Δεν θέλησε ν’ ακολουθήσει τις άλλες ποιήτριες και να χύσει στους στίχους τον πλούτο της γυναικείας ευαισθησίας και τρυφερότητας. Προτίμησε να δώσει στα ποιήματά της βαθιά και ταραγμένη διανοητικότητα.
Ήταν πνευματική ποιήτρια συμβολικής νοοτροπίας, ευαίσθητη και ανήσυχη μπρος στα φαινόμενα της ζωής. Μη βρίσκοντας σαφείς απαντήσεις στις μύχιες σκέψεις της για τη ζωή και τον θάνατο, ζήτησε την εξιλέωση και τη σωτηρία, στην ικεσία, στη δέηση -κάποτε και στην προσευχή. Και όταν θεώρησε πως τα οράματά τους δεν της έδιναν πια ψυχική γαλήνη, εγκατέλειψε την εγκαρτέρηση και ο στίχος έγινε σκληρός, αρνητικός και σατιρικός. Η ιδέα του θανάτου ήταν ο κεντρικός πυρήνας της υποστασιακής και συμβολικής ποίησής της ακόμα και στα τελευταία τραγούδια της.
Ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Ιωάννης Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός της λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης σημειώνει ότι: «Η ποίησή της -και σαν αίσθηση και σαν ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση- είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας “τα εγγύς και τα άπω”».
Είπε…
Για την ελληνική ποίηση:
«Το γεγονός και μόνο ότι έχουμε στην κορυφή έναν-δύο παγκόσμια αναγνωρισμένους ποιητές σημαίνει ότι έχουμε ένα πολύ σημαντικό υπόστρωμα. Πιστεύω ότι η ελληνική ποίηση όχι μόνο στέκεται δίπλα στην ευρωπαϊκή αλλά και προπορεύεται σε ποιότητα, προβληματισμό και θεματικό πλούτο».
Για τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την ποίηση:
«Από μια διαίσθηση, ίσως να βρει το καθαρό του βλέμμα που έχει χάσει στη σκληρή κερδοσκοπική κοινωνία που ζούμε, να δει τα πράγματα στην ιερότητα και στην αγνότητά τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το «τερατώδες» της εποχής μας είναι γέννημα της χρησιμοθηρικής αντίληψης του κόσμου που είναι ταυτόσημη με το πνεύμα της στυγνής εκμετάλλευσης σε όλα τα πεδία. Και να λοιπόν, που σε μια εποχή πέρα για πέρα χρησιμοθηρική, ψυχρά ωφελιμιστική και απάνθρωπη, οι νέοι άνθρωποι του τόπου μας αρχίζουν ν’ αποζητούν αυτό που φαίνεται λιγότερο χρήσιμο: την ποίηση και τον ποιητή! Μέσα σ’ έναν κόσμο θωρακισμένο, οικοδομημένο πάνω στην υλική δύναμη, ο ποιητής -αυτός ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος του πλανήτη- μαθαίνει ξαφνικά ότι τον χρειάζονται. Κι αυτό είναι πολύ – πολύ συγκινητικό».
Για τη σωτηρία του ανθρώπου:
«Ο κόσμος επιζεί από την ισορροπία. Αν υπάρχει κάποια πάλη σήμερα μεταξύ καλού και κακού, φαίνεται ότι υπερισχύει το κακό. Πιστεύω όμως πως όπως σ’ έναν άρρωστο οργανισμό δημιουργούνται αντίθετες δυνάμεις που τον βοηθάνε να επιζήσει, έτσι θα βρεθούνε δυνάμεις τέτοιες που δεν θ’ αφήσουν τον κόσμο να καταστραφεί. Πιστεύω ότι από τον άνθρωπο πάλι θα ‘ρθει η σωτηρία. Η σωτηρία αυτή θα μπορούσε να ‘ρθει και τώρα αν σε μεγάλο ποσοστό οι άνθρωπο έπαυαν να συντηρούν το κακό. Αυτό το κακό που συμβαίνει στην καταναλωτική κοινωνία, η μανία που μας έχει πιάσει όλους ν’ αποκτήσουμε πράγματα περιττά και άχρηστα. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, όπως το συνειδητοποίησαν κάποτε οι χίπις, που δεν έκαναν όμως μια πλήρη επανάσταση, θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν πολλά πράγματα».
Για την ποίησή της:
«Μιλάω έμμεσα, με σύμβολα, αλληγορικά. Θα πρέπει ίσως να σας πω εγώ η ίδια ότι κάποιο ποίημά μου είναι εμπνευσμένο από την Κατοχή ή το Πολυτεχνείο για να το καταλάβετε. Βλέπω το δράμα το ανθρώπινο διαχρονικά. Δεν μ’ ενδιαφέρει να κάνω δημαγωγία. Δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, το κάθε τι που δικαιώνεται σαν ποιητικός λόγος είναι δεκτό. Μιλάω για τη δική μου ποίηση. Δεν έχω κλειστεί σε κανέναν πύργο. Κλείνεται κανένας σ’ έναν πύργο όταν έχει κλειστεί σε μια ιδεολογία. Αυτός μένει αμετακίνητος. Στο μόνο που μένω αμετακίνητη είναι η πίστη μου στον άνθρωπο. Δεν είναι μια ιδεολογία, είναι μια βαθιά πεποίθηση που βγαίνει υπαρξιακά από μέσα μου».
Για την Αθήνα:
«Καμία ίσως πόλη του κόσμου δεν αντικατοπτρίζει την κόλαση του σημερινού κόσμου όσο η Αθήνα!».
Απόσπασμα συνέντευξης της ποιήτριας Μελισσάνθης:
Το Αρχείο της ΕΡΤ, τιμώντας τη μνήμη της Μελισσάνθης, δημιούργησε για εκείνην ένα αφιέρωμα, στο πλαίσιο της εκπομπής «Εποχές και συγγραφείς – Μελισσάνθη», το οποίο προβάλλεται στη διεύθυνση: http://www.ert.gr/arxeio-afierwmata/melissanthi-9-noemvrioy-1990/ Η εκπομπή παρουσιάζει τη ζωή και το έργο της ποιήτριας του Μεσοπολέμου, ενταγμένο στην πολιτιστική ζωή του τόπου και στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής της. Εκτός από αναφορές στην ποιητική συλλογή της «Προφητείες», που το 1931 αναγνωρίστηκε από τον πνευματικό κόσμο της εποχής ως το έργο που την καθιέρωσε ως ποιήτρια, στο πλαίσιο της εκπομπής γίνεται ιδιαίτερη αναφορά και στις συλλογές της «Λυρική Εξομολόγηση» (1945) που εκδόθηκε στο ξέσπασμα του Εμφυλίου πολέμου και «Ανθρώπινο Σχήμα» (1961) που θεωρήθηκε ως «τομή» στο ποιητικό της έργο, εγκαινιάζοντας τη στροφή της προς τον ελεύθερο στίχο. Μέσα από την ανταλλαγή των ιδιόχειρων επιστολών τους, το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί και την ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε η Μελισσάνθη με τον λογοτέχνη Γιώργο Σαραντάρη. Ακόμη ανιχνεύεται πώς η μορφή της Μελισσάνθης ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο να γράψει τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ προβάλλεται σημαντικό αρχειακό υλικό, όπως η έγχρωμη ταινία 8mm του 1950 από το αρχείο του εκδότη Γιάννη Γουδέλη, αποσπάσματα από την εκπομπή της ΕΡΤ «Η περιπέτεια ενός ποιήματος» (1989) και από τη ραδιοφωνική συνέντευξη της Μελισσάνθης στην ΕΡΑ (Σενάριο – σκηνοθεσία: Τάσος Ψαρράς, παραγωγή: 2010).
Εργογραφία:
Ποίηση
«Φωνές εντόμου», εκδ. Αντωνόπουλος, 1930 «Προφητείες», 1931 «Η Φλεγόμενη βάτος», 1935 «Γυρισμός του Ασώτου (1936) «Ωσαννά και Οραματισμός», εκδ. Αντωνόπουλος, 1939 «Λυρική Εξομολόγηση», 1945 «Η εποχή του Ύπνου και της Αγρύπνιας», 1950 «Ανθρώπινο Σχήμα», εκδ. Δίφρος, 1961 «Το Φράγμα της Σιωπής, εκδ. Δίφρος, 1965 «Εκλογή», 1965 «Μικρή εκλογή 1930-1961», 1970 «Εκλογή 1961-1965», 1970 «Εκλογή 1961-1977», 1979 «Τα Νέα Ποιήματα 1974-1982», εκδ. Πρόσπερος, 1982 «Δοκίμιο» «Νύξεις», εκδ. Ρωντάς, 1985
«Πιέρ Γκαρνιέ: Εκλογή», εκδ. Δίφρος, 1965 «Έμιλυ Ντίκινσον: Ποιήματα», εκδ. Η μικρή Εγνατία, 1980 «Πολ Βαλερί: Χορός και Ψυχή», εκδ. Διάττων, 1988
Συγκεντρωτικές εκδόσεις
«Εκλογή. 1930-1950», 1965 «Τα Ποιήματα της Μελισσάνθης 1930-1974», Οι εκδόσεις των Φίλων, 1975 «Οδοιπορικό 1930-1984», εκδ. Καστανιώτης, 1986.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
– Αγγελάκη – Ρουκ Κατερίνα, Αγγελάκης Ανδρέας, Αγγέλου Αθανάσιος, Αθανασιάδης-Νόβας Γεωργ., Αλεξίου Έλλη, Άντζακα Σοφία, Αυγέρης Μάρκος, Βεργή Έλσα, Βρεττάκος Νικηφόρος, Γεωργουσόπουλος Κώστας, Γλέζος Πέτρος, Ζερβού Ιωάννα, Ζήρας Αλέξης, Θέμελης Γιώργος, Ιωάννου Γιώργος, Κακναβάτος Έκτωρ, Καρέλλη Ζωή, Κλάρας Μπάμπης, Κόρφης Τάσος, Κοτζιάς Αλέξανδρος, Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, Μερακλής Μιχάλης, Μιχαηλίδης Κώστας, Μουντές Ματθαίος, Μπεκατώρος Στέφανος, Νάκου Λιλίκα, Νεγρεπόντης Γιάννης, Πάσχος Π.Β., Πέγκλη Γιολάντα, Πλατής Ε.Ν., Ποντιακός Ηλίας, Σταύρου Τατιάνα, Στεργιόπουλος Κώστας, Φράιερ Κίμων, Φωσκαρίνης Θάνος, Χάρης Πέτρος, «Τον όρθρον τον ερχόμενον· Αφιέρωμα στην Μελισσάνθη», Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α, 1985. – Άντζακα Σοφία, «Η πνευματική και ποιητική πορεία της Μελισσάνθης», Αθήνα, 1974. – Αργυρίου Αλεξ., «Μελισσάνθη», Η ελληνική ποίηση· Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ. 226-228 (της εισαγωγής) και 392-394, Αθήνα, εκδ. Σοκόλης, 1979. – Αυγέρης Μάρκος, «Μελισσάνθη», Καινούργια Εποχή, Φθινόπωρο – Χειμώνας 1963, σ. 106-107. – Βαρίκας Βάσος, «Νέες ποιητικές συλλογές. Μελισσάνθης: Ανθρώπινο σχήμα – Τάσου Πορφύρη: Νεμέρτσκα» και «Φωνές εκ βαθέων. Μελισσάνθη: Εκλογή», Συγγραφείς και κείμενα Α’, 1961-1965, σ. 72-74 και 289-292. Αθήνα, Ερμής, 1975 (α’ δημοσίευση: εφημερίδα «Το Βήμα», 4/2/1962 και 20/6/1965). – Ζήρας Αλεξ., «Μελισσάνθη», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987. – Ησαΐα Νανά, «Η μεταφυσική στάση στην εποχή μας», Η λέξη 67, 9/1987, σ. 679-682. – Θέμελης Γιώργος, «Η νεώτερη ποίησή μας ΙΙ», σ. 126-136. Αθήνα, εκδ. Βάκων, 1967. – Καραντώνης Αντρέας, «Μελισσάνθη», Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, σ. 231-234, Αθήνα, εκδ. Δωδώνη, 1976. – Καρβέλης Τάκης, «Μελισσάνθης: Τα Ποιήματα (1930-1974)», Διαβάζω 1, 1-2/1976, σ. 51-52. – Καρέλλη Ζωή, «Ο τρομαγμένος λόγος του σύγχρονου ανθρώπου», Η λέξη 67, 9/1987, σ. 676-677. – Μαλακάσης Μιλτιάδης, «Η ποιήτρια», Κύκλος, 2/1932, σ. 160. – Μαυροειδή – Παπαδάκη Σοφία, «Μελισσάνθη», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, εκδ. Χάρη Πάτση. – Παράσχος Κλέων, «Ήβης Κούγια (Μελισσάνθης): Φωνές εντόμου», Νέα Εστία, 1/7/1930. – Παράσχος Κλέων, «Ήβης Κούγια (Μελισσάνθης): Προφητείες», Νέα Εστία 11, ετ. Στ’, 1η/5/1932, αρ. 129, σ. 497-499. – Παράσχος Κλέων, «Δυο νέες ποιήτριες», Θεατής, 19/3/1932. – Πεντζίκης Γαβριήλ Νίκος, Ανθολογημένη ποίηση Β’, σ. 446, Αθήνα 1980. – Σαραντάρης Γιώργος, «Μελισσάνθη», Καθημερινή, 24/4/1939, 15/5/1939 και 18/7/1939. – «Σ’ αυτό το φως τ’ αμφίβολο της μέρας και της νύχτας· Η Μελισσάνθη μιλάει στον Θάνο Φωσκαρίνη», Διαβάζω 234, 7/3/1990, σ. 67-72. – «Σε β’ πρόσωπο· Μια συνομιλία της Μελισσάνθης με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η λέξη 67, 9/1987, σ. 735-737. – Σκίπης Σωτήρης, «Της Συντάξεως: Μια νέα ελληνίς μεγάλη ποιήτρια», Εργασία, 20/2/1932, σ. 229. – Σκίπης Σωτήρης, Μαλακάσης Μιλτιάδης, Λοβέρδος Σπύρος, Γρυπάρης Ιωάννης, Αθανασιάδης – Νόβας, Ξενόπουλος Γρηγόριος, Χορν Παντελής, Ζεβός Ι., «Έρευνα περί της αξίας του ποιητικού έργου της Ήβης Κούγια», Εργασία, 27/2/1932, σ. 257, 5/3/1932, σ. 203, 12/3/1932, σ. 325, 18/3/1932, σ. 355. – Σταύρου Τατιάνα, «Η Μελισσάνθη», Ελληνίς, 2/1937, σ. 53. – Στεργιόπουλος Κώστας, «Από τη θρησκευτική στην υπαρξιακή αγωνία», Εποχές 33, 1/1966, σ. 63-66. – Ταρσούλη Αθηνά, «Μελισσάνθη», Ελληνίδες ποιήτριες, σ. 176-194, Αθήνα 1951. – Φράιερ Κίμων, «Σύγχρονη ελληνική ποίηση», σ. 156-160, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1982. – Χριστιανόπουλος Ντίνος, «Η κριτική του βιβλίου (Η εποχή του Ύπνου και της Αγρύπνιας)», Νέα Αλήθεια, 18/8/1952. – Χωρεάνθη Ελένη, «Μέσα κι έξω απ’ το φράγμα της σιωπής», Διαβάζω 169, 3/6/1987, σ. 58-61.
Ποιήματα
Καλοκαιρινές ώρες
Ανάβουν οι, ώρες του καλοκαιριού τα πρωινά!.. Πόσα καινούργια πρόσωπα, καινούργια βήματα, νέες φωνές, από παντού καλέσματα, λάμψεις, μηνύματα έρχονται, φεύγουν με το μελτεμάκι, πού ξετρελλαίνει των παιδιών τις λυτές κόμες, καθώς τρέχουν με πέλματα γυμνά στην αμμουδιά!.. Κ’ υστέρα πάει να σπρώξη τα ιστιοφόρα μας καταμεσής του γαλανού πελάγου, Με τόσα αποδημητικά πουλιά διασταυρωνόμαστε, με τόσα σημαιοστόλιστα καράβια!..
Έρχονται, φεύγουν, φορτωμένα χαιρετίσματα, ποτισμένα αλάτι και νοσταλγία θαλασσινή!.. Με την αυγή σαλπάρουν, ξεκινούν σαν τα πουλιά τα μεγάλα ιστιοφόρα παίρνοντας την αρμύρα από τα δάκρυα μας στ’ ανοιχτά πανιά τους, πάνω στων γλάρων τις φτερούγες το χαιρετισμό μας!..
Ανάβουν οι ώρες του καλοκαιριού μες στο καταμεσήμερο φρύγουν τη γη, δονούν τις πέτρες, την καρδιά, πάλλονται με τη δόνηση της φλόγας, ποτίζουν με ήλιο τα ριζά των βράχων πού φύτρωσεν η αρμυρήθρα, τους δροσερούς κόρφους της θάλασσας πού στο παιγνίδι εγκαταλείπεται των δελφινιών, συγκατανεύει στα τολμήματα μας, χαμογελάει σαν μια μητέρα, κρατώντας τις φρεσκοβαμμένες μας βαρκούλες πάνω στην ανοιχτή παλάμη της, σταλάζοντας σπίθες απ’ τα κουπιά μας!..
Κάθε ώρα του καλοκαιριού πάλλεται σα γιορτάσιμη καμπάνα γεμάτη από καλέσματα κι από φωνές, πού στον αντίλαλο τους οι ουρανοί βαθαίνουν.
Κάθε ώρα του καλοκαιριού είναι ένα ανάβλεμμα από τους θεούς στη γη ριγμένο!.. Από παντού όλα φτάνουν, ξεκινούν το μήνυμα της παρουσίας τους να μας φέρουν από όλα τα σημεία συγκλίνοντας του χρόνου στη φλόγα της στιγμής συγκατανεύουν, καίγονται, λαμπαδιάζουν, και το αιώνιο πλάθεται παρόν!..
Ανάβουν οι ώρες του καλοκαιριού, φρύγουν τη γη, δονούν της πέτρας την καρδιά, κι όλα την ύπαρξη τους δοκιμάζουν πάνω στο καρδιοχτύπι του καιρού.
Φλόγα στη φλόγα αναπηδάει η νέα στιγμή, σε κάθε της παλμό το θαύμα συντελείται κ’ υπάρχουμε, υπάρχει ο κόσμος, μας κυκλώνει το φανερό του μυστικό με την ενάργεια του ήλιου με την ενάργεια των κυμάτων με την ενάργεια των βράχων πού δονούνται στην πύρα του μεσημεριού!..
Ανάβουν οι ώρες του καλοκαιριού μες στην εσπέρα τραγουδάει η θάλασσα σαν μια μητέρα ευτυχισμένη με ύπνο ή με θάνατο καθώς μας νανουρίζει το βλέμμα, απρόσεχτο στα νεύματα που όλα τα πράγματα μας στέλνουν, επιστρέφει απ’ την εγρήγορση στον ύπνο.
Τα χείλη κουρασμένα από τόσα χαμόγελα και λάμψεις της ομιλίας το κύμα πισωστρέφουν. Ιδού ότι όλα μένουν να τραγουδηθούν στο αστραποβόλημα της νέας στιγμής να ξαναλάμψουν! Ιδού ότι όλα μένουν να ειπωθούν απ’ την Αρχή!
Απ’ το βασίλειο του Πλούτωνα επιστρέφω Του σκοτεινού μου συζύγου Κρατώντας ένα βλασταράκι για πυρσό Την πυρκαγιά της άνοιξης μ’ αυτό ν’ ανάψω Στον Άδη ψύχος και φωτιά, κύκλος αδιάσπαστης σιωπής Πέρα από κάθε ελπίδα με κρατά δεμένη ζωντανή νεκρή
Στους πεθαμένους πλάι αγρύπνησα Είδα μες στ’ ανοιχτά τους μάτια τον ουρανό απολιθωμένο Κάθε λαμπρότητα του κόσμου να γυρνά σε τέφρα Κανείς δε γίνεται με το θνητό του σώμα Ν’ αντισταθεί σε τόσο ψύχος και φωτιά
Πέφτουν τα δάχτυλα νεκρώνονται Τα μάτια καίγονται στεγνώνουν -μ’ από ‘να δάκρυ του χιονιού κάτω απ’ τα βλέφαρα μπορεί να μείνουν χρόνους φυλαγμένα-
Λόγια δεν έχει ο Αδης να σου μάθει Μόνο αν μπορέσει μια κραυγή να σου αποσπάσει Την ώρα που η φωνή σου σφίγγεται σε σιδερένια μέγγενη Ακίνδυνα κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης Κοιτάχτε αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω Κι αν γίνεται, μαντέψτε ποιο είναι του Άδη το χρώμα.
Νάρκισσος
Κανείς δεν ξέρει την αληθινή ιστορία του Νάρκισσου Ονειρευόταν την ομορφιά Κι έσκυβε πάνω απ’ το νερό Να την γνωρίσει στο πρόσωπό του
Έβλεπε φύλλα κι ανταύγειες Έναν ανάστροφο, υδάτινο ουρανό Σκιές και λάμψεις απατηλές Κι ονειρευόταν πάντα.
Κάποτε τρόμαξε τόσο Σαν είδε την ανάστροφή του εικόνα- μέσα σε κύκλο κλειστό Βλέμμα ακίνητο, παγωμένο Στο θάνατο δοσμένο, πρόσωπο παραμορφωμένο, φαγωμένο από τη σήψη
Τον λύγισε τόσο βαθιά η απελπισία Που πνίγηκε μες στο νερό Σαν φάνηκε το απελπισμένο πρόσωπό του Στο θάνατο ήτανε πράγματι ωραίο Αλλιώτικα ζωντανό.
Γιατί όπως στα όνειρα και στους μύθους Όλα μπορεί να κρύβουν μια διπλή σημασία -κι ο θάνατος να σημαίνει ζωή- Μες στην ψυχή μας, όπως στην ψυχή του κόσμου Όλα καθρεφτίζονται ανάστροφα Καθώς το δέντρο στο ποτάμι.
Στην μνήμη του πατέρα μου
(Πόσο σοφός είν’ ο πατέρας! Πόσα ξέρει! Πόσην ασφάλεια νιώθει στο μεγάλο χέρι! Τίποτε, αν το κρατή, στον κόσμο δεν φοβάται!..)
Ξάφνου, του λέει εκείνο: «- Σαν θα μεγαλώσω…» «- Τότε εγώ πια ένα φτωχός γεράκος θάμαι… Δε θα μπορώ στα χέρια μου να σε σηκώσω, και θα μου λες: ακούμπα πάνω μου να πάμε… Σαν θάρχωνται για να σε παίρνουν έξω οι ξένοι, μόνος στη σκοτεινή γωνίτσα μου θα μένω…» «- Εγώ στην άμαξά μου πάντα θα σε παίρνω!» λέει, έτοιμη η μικρή να κλάψη, κ’ επιμένει.
Νιώθει μια τέτοια ανυπομονησία, σκάει, θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα να γίνη, αν είναι δυνατόν την ώρα αμέσως κείνη, για να του δείξη πόσο θα τον αγαπάη!..
Κι όπως θερμά τον σφίγγη το λιγνό χεράκι, ο κουρασμένος νιώθει τόση εμπιστοσύνη!.. (Έγινε εκείνος τώρα το μικρό παιδάκι, και ο προστατευτικός πατέρας είναι εκείνη…).
Σφαγείο
Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο Κι ο Θεός αίμα διψά και κρέας πεινά Δεν ζούμε ως τ’ ουρανού τα πετεινά Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο «Κι άξιον εστί το εσφαγμένο αρνίο!…» Ψάλλουνε των αγγέλων τα ωσαννά Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο Κι ο θεός τις ίδιες σάρκες του πεινά.
(«Προφητείες», 1931)
Κύκλοι
Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι που αδιάκοπα, η ψυχή μου, θ’ ανεβαίνει -σε ύψη και βάθη αβυσσαλέα χαμένη- μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι σε κύκλους δαντικούς και δαχτυλίδι Τις δυο της άκρες τόξο ουράνιο δένει Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι που όλο η ψυχή μου ανεβοκατεβαίνει.
(«Προφητείες», 1931)
Αφθαρσία
Μα ναι, όλα μού το λένε, ότι είμαι γέννα Θεού. Τα πάθη μου -αφθαρσίας σπόρος- νόμος στο σύμπαν, της θυσίας ο φόρος κι αυτός μου λέει, πως θεϊκή είμαι γέννα Του απείρου ο πόθος κλαίει μες στον υμένα του εγώ μου και του κόσμου ο στενός χώρος όλα μού λένε, πως θεϊκή είμαι γέννα και στους αιώνες μέσα πέφτω σπόρος.
(«Προφητείες», 1931)
Ο Θεός είναι η σιωπή
Υπάρχει γύρω μας και γύρω από τα πράγματα όλα μια σιωπή μεγάλη -είναι ο καμπύλος και βαθύς χώρος- που μας κρατάει στους κόλπους της σαν μια μητέρα Μετράει του κόσμου κάθε χτυποκάρδι τους μυστικούς ψίθυρους, τις φωνές όλα τα βήματα ακροάζεται -Βήματα, βήματα, ομιλίες από αναμέτρητες νύχτες κι αιώνες που πέρασαν ή θα ‘ρθουν (τί σημαίνει;) Χωρούνε, προχωρούνε, ολοένα κατεβαίνουν βουῒζοντας καθώς το ρέμα που κατέβασε η νεροποντή-
Βαθιά στο στήθος μας είναι η Σιωπή κρυμμένη σαν ένα ιερό εκκλησίας Μες στην καρδιά μας η Σιωπή αγρυπνά σαν μια μητέρα μας περιμένει πάντοτε σε κάθε κρίσιμη ώρα Γιατί η Σιωπή είναι η οδός του αιώνιου Γυρισμού κι ο δρόμος της Σιωπής περνάει μέσα απ’ την καρδιά μας
Ο Θεός είναι Σιωπή που υποβαστάζει τους θόλους τ’ ουρανού και του Άδη τους πυλώνες Μέσα της επιστρέφουν όλα, ως επιστρέφει στη γη η βροχή, στο πέλαγο το ρέμα Του χρόνου τα δυο αντίθετα ποτάμια μες στης Σιωπής τον προαιώνιο χώρο σμίγουν- με το νερό η φωτιά κοιμάται φιλιωμένη – στου λιονταριού τα πόδια η ελαφίνα κάθεται – στο λαιμό τού ρύσσου το άσπρο αρνάκι Κι αδερφικά τ’ αντίθετα είναι αγκαλιασμένα Γιατί ο Θεός είναι η Σιωπή και η Αγάπη που τα περιέχει όλα.
(«Η Εποχή του Ύπνου και της Αγρυπνίας», 1950)
Όταν ξυπνήσουμε
«Εαυτών τε και αλλήλων οίει αν τι εωρακέναι άλλο πλην τας σκιάς» Πλάτων Ζ’ Πολ.
Εμείς, τώρα, δεν είμαστε εμείς Είμαστε οι σκιές μας οι άλλοι μας, λείπουμε ακόμα απ’ την ημέρα Καβαλλικεύουμε τον άνεμο και φτάνουμε στο κρύο φεγγάρι Καβαλλικεύουμε την καταχνιά και φτάνουμε στα μεσάνυχτα. Μια καταχνιά σαν το βαμβάκι να πνίγει την περπατησιά του το ένοχο φεγγάρι να πιάνει με μια ξόβεργα την ώρα και να σταματάει ο χρόνος να σταματά το σήμα του κινδύνου μπρος απ’ την άβυσσο.
Εμείς, δεν είμαστε εμείς Είμαστε οι τύψεις μας Κόβουμε ένα λουλούδι και στα χέρια μας μένει καπνός Πιάνουμε ένα χέρι, λυώνει σαν χιόνι Ζυγώνουμε τη φωτιά και εξατμίζεται
Θερίζουμε άνεμο, τρώμε άνεμο
Κι ο άνεμος μας φέρνει, μας παίρνει
Μεσάνυχτα περνούμε το φαράγγι Μια βλάστηση από φυλλωσιές και ύπνο άγρια χλωρίδα, σαρκοβόρα δέντρα κι όνειρα σκοτεινά.
(«Ανθρώπινο Σχήμα», 1961)
Κυκλικό
Ρωτάω το νερό -τί είμαι; Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει Ρωτάω το χώμα -τί είμαι; Χώμα που κρύβει τ’ απογυμνωμένα οστά Ρωτάω τον αέρα -τί είμαι; Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται με τη σιωπή και με το χιόνι Ρωτάω τη φωτιά -τί είμαι; Φωτιά που κατατρώει με και δεν σβήνει Ρωτάω τον ουρανό -τί είμαι; Ουρανός, δροσιά της κόλασής μου.
Το «Άλλοθι»
Όταν πέθανα -πάει τώρα καιρός με θάψαν σε μια φανταστική χρονολογία. Ύστερα κρέμασαν στον τοίχο μια μεγέθυνση φωτογραφίας από τα παιδικά μου χρόνια Όλο έλεγα να τους το σκάσω, να γυρίσω πίσω να βάλω τα πράγματα σε κάποια τάξη να σκίσω μερικά χαρτιά, κυρίως να κρεμάσω όλα τα πεταμένα ρούχα. – Αυτή η μανία με την τάξη είναι σωστό μαρτύριο
Τάχατε, πώς να βρήκαν το δωμάτιο, ύστερα από την εκφορά; Κάποια φορά γύρισα στα κλεφτά Το καρνέ μου από τότε στο τραπέζι επάνω με δυο στήλες επείγοντα γραμμένα από την προτεραία το βράδυ: «Να σολιάσω τα καλοκαιρινά μου». Αλήθεια πώς πέρασε τόσο ο καιρός! Είμαστε τώρα πια στα μέσα του φθινοπώρου. «ν’ αγοράσω Καρφιά». Αδύνατον να θυμηθώ τί ήθελα τόσο να στεριώσω, τότε «Να κάνω τηλεφώνημα του Β». (να μη με περιμέναν στη συγκέντρωση. Φυγομαχία; Θα ‘ταν ίσως καλύτερα να πήγαινα) Κι όμως δεν πήγα. Ήρθαν αυτοί στην εκφορά Είχα ένα τέλειο «άλλοθι». Κι αν έλειψε κανείς τους θα το ‘μαθε αργότερα απ’ τους άλλους. «Ν’ αλλάξει ο υδραυλικός τη βρύση». Ακόμα στάει Ποιος ξέρει με τη διαρροή πόσο ν’ ανέβηκε ο λογαριασμός Κι όμως, τούτος ο ήχος τλοτ… τλοτ… τλοτ… είναι ο μόνος ήχος που ‘χει μέσα μου απομείνει Θαρρείς, ότι με συνεχίζει ακόμα καθώς μετράει την απουσία μου, από τότε Ωστόσο, είδηση κανείς δεν πήρε ότι έχω φύγει -ίσως, μονάχα οι αντικρινοί μου γείτονες- Ήρθαν και μου έφεραν ωραιότατα γαρύφαλλα Μιλούσαν με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτογραφία του τοίχου (ώστε, λοιπόν δεν είχαν καταλάβει ακόμα τίποτε!) Υπάρχουν άλλωστε πολλές φωτογραφίες καθένας τους διαλέγει όποια του αρέσει Ξεγλίστρησα μπρος απ’ τα μάτια τους (γιατί φοβόμουν πάντα να μην τους τρομάξω) «Εσείς, δεν είστε εκεί;» τους άκουσα να λένε απ’ την κουζίνα μιλώντας πάντα στη φωτογραφία και τονίζοντας παράξενα τα λόγια τους σαν να υπήρχε κάποιο υπονοούμενο (ή έτσι να μου φάνηκε). Μα, όπως ξανάμπαινα με τον καφέ στο δίσκο, απάντησα χωρίς να θέλω -«Ναι, όπως βλέπετε, έχω φύγει από καιρό» Και πάλι δεν με κοίταξαν (ποιος μίλησε για τις παραδρομές τις γλώσσας, δεν θυμάμαι Κι όσο για τ’ ατυχήματα, θα ‘ταν περίεργο να σπάζεις ξαφνικά τη ραχοκοκκαλιά σου για να ξεφύγεις μιαν απόφαση). Είχαν σηκωθεί Μπορεί να τρόμαξαν κι από τον πάταγο της πόρτας -ένα ψυχρό ρεύμα όπως φύσηξε- Και φεύγοντας∙ «Αλήθεια, αν πάτε φέτος εξοχή μην παραλείψετε να μας αφήσετε μια διεύθυνση Να μη σας χάσουμε!».
(«Το Φράγμα της Σιωπής», 1965)
Η ώρα είναι κρίσιμη
Λέμε∙ η ώρα είναι κρίσιμη έφτασε η στιγμή που «οι νεκροί ακούσονται» Να σηκωθούμε και να βγούμε έξω ακολουθώντας δίχως πόδια το φως της φεγγαροδροσιάς. Μας δένει ακόμα στη γητειά της η πανάρχαιη θλίψη και σ’ ένα γνέψιμο από φάντασμα αγαπημένο γλιστράει η προσοχή μας, χάνεται καθώς διαβαίνουμε την άβυσσο και ξαναπέφτουμε στα βάραθρα του ύπνου.
Υπόθεση αστυνομικού διηγήματος
Η κλίση μου είναι τ’ αστυνομικά διηγήματα. Μετράω, λόγου χάρη, τις κλίσεις του τηλεφώνου λέω -σήμερα, χτες, προχτές κανείς. Μένω άφωνος, άφαντος, είμαι ο Κανείς. Λοιπόν, ιδού το αίνιγμα; Αν δεν υπάρχει ο άλλος; Πώς υπάρχω; Πώς βρέθηκα; -σ’ άλλους τάχατε χρόνους, σ’ άλλους καιρούς- Η ιστορία βρίθει από ψευδείς μαρτυρίες Από πλαστοπροσωπείες και φόνους φανταστικούς. Αλλά υπάρχουν και τα τεκμήρια -μισά στο ναι, μισά στο όχι- Πριν λίγες μέρες, λόγου χάρη, το τηλέφωνο χτυπούσε. Υπήρχε αυτός που άκουγε από δω υπήρχε κι ο άλλος που ακατάληπτα σιωπούσε απ’ την άλλην άκρη του σύρματος. Μια συρμή από αίμα ή μελάνι μένει ακόμα στο πάτωμα. Τεκμήριο ότι το έγκλημα έχει γίνει ή ότι δεν έγινε. Εδώ, αρχίζει το μεγάλο μυστήριο. Υπάρχει ή δεν υπάρχει το πτώμα; Υπάρχει ή δεν υπάρχει ο Άλλος απ’ την άλλην άκρη του σύμπαντος; -θέλω να πω του σύρματος- Τότε, είμαι ή δεν είμαι μόνος; Κι ο φόνος είναι αληθινός ή φανταστικός;
Όμως πού, πότε, πώς, ποιος σκότωσε ποιον;
Μες στων τυμπάνων τη βοή
Ίσως, να διακρίνουν οι νεκροί τ’ ανομολόγητά μας κίνητρα κι ακινητούν, παγώνουν από φρίκη σαν εννοήσουν έξαφνα ότι υπάρχει τόσος κρυμμένος φόνος στο τυφλό μας βλέμμα Μας βλέπουν να χανόμαστε μες στους καπνούς μιας κίνησης παράλογης κι αδιέξοδης κουφούς από το θόρυβο της μάταιης κι άσκοπης φλυαρίας. Τόσο είναι αφανείς εκείνοι, τόσο άσημοι με τη σιμή τους μύτη, το άσαρκο κρανίο Τόσο είμαστε μεις περήφανοι μες στην εγκόσμια λαμπρότητά μας Πώς γίνεται να μας τρομάζουν έτσι στη μέση άξαφνα του συμποσίου! Ίσως, γιατί μες στων τυμπάνων τη βοή Μας ξεκουφαίνει η σιωπή τους.
Τον Όρθρον τον ερχόμενον
Δελφινιών κολύμπι στ’ ανοιχτά. Κι νύχτα μ’ ενύπνιο μοναδικό το μέγα θήραμα των αλιέων ο Ιχθύς που σπαρταράει καθημαγμένος στις σιδερένιες του Άδου σιαγόνες. Θάλασσα αστρόβλητη, ενάλιος ουρανός πλαγκτόν που εισρέει μέσα απ’ το αδηφάγο στόμα στη σκοτεινιά των σπλάχνων Ακινητεί σε γλυκασμό το Αρχαίο Κήτος ρέει το γάλα της ηδύτητας στον ουρανίσκο του χορταίνει ειρηνικά την «Βρώσιν την αδιάβρωτον μαζί μ’ όλα τα καταβροχθισμένα κόκκαλά μες διάβροχα απ’ την αρμύρα ωκεανών δακρύων γενεών και γενεών. Γλυμένα από το κύμα σε φλάουτα ουρανικά, να ορθρίζουμε τώρα μέσα στο κήτος του Ιωνά τον όρθρον τον Ερχόμενον.
Aurus nostrum
Και ιδού μας τώρα εις χείρας του Μεγάλου Αλχημιστή Μας συνθλίβει εις το τριβείον των μακρόχρονων θλίψεων μας συμπιέζει κάτω από το βάρος των εκατό ατμοσφαιρών μας εισάγει στον άμβυκα των τελικών μεταστοιχειώσεων Οσότου μέσα από αναρίθμητες αποστάξεις ο ανερχόμενος διαυγής χυμός -στο σταυρικό σημείον της εαρινής ισημερίας- σημάνει την κρατεράν Ανάστασιν!
Οι άγγελοι είναι δημιουργήματα του Θεού. Είναι φύσεις νοερές, αεικίνητες, αυτεξούσιες, ασώματες. Υπηρετούν το θεό και είναι κατά χάριν αθάνατοι. Η φύση των αγγέλων είναι πνευματική. Επειδή όμως απολύτως άυλος και ασώματος νοείται μόνο ο Θεός, γι’ αυτό το αγγελικό σώμα νοείται ως αιθέριο, πυροειδές, ταχύτατο και πολύ λεπτότερο από τη γνωστή μας ύλη. Επιτελούν το έργο της δόξας και του ύμνου του Θεού και συχνά προς ωφελεία των ανθρώπων έρχονται σε επαφή με αυτούς. Στην παράδοσή μας έχει σχηματιστεί η εικόνα της ύπαρξης των αγγέλων ως νεανίων με φτερά, αλλά και ιεροπρέπεια, με τη μορφή ενός επουρανίου στρατεύματος.
Οι άνθρωποι που ζουν σε Κράτη, τα οποία ανέκαθεν θεμελιώνονται και διαιωνίζονται με βάση τη βία, έχουν την αντίληψη πως η κατάργηση της εξουσίας της κυβέρνησης θα συνεπάγεται αναγκαστικά και τη μεγαλύτερη καταστροφή.
Οι άνθρωποι που ζουν σε Κράτη, τα οποία ανέκαθεν θεμελιώνονται και διαιωνίζονται με βάση τη βία, έχουν την αντίληψη πως η κατάργηση της εξουσίας της κυβέρνησης θα συνεπάγεται αναγκαστικά και τη μεγαλύτερη καταστροφή.
Υπάρχει μια λαϊκή παράδοση με την οποία σχετίζεται η οικοδόμηση της παλιάς εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Πολύ παλιά λοιπόν, το χωριό Νησί, στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, ήταν διασκορπισμένο σε διάφορα σημεία, 5-10 σπίτια βόρεια, 5-10 σπίτια ανατολικά, άλλα τόσα νότια από τη θέση του σημερινού χωριού. Ήταν εκεί τα σπίτια όπου υπήρχε ξηρά και δεν πλημμύριζαν από τη λίμνη, από τα νερά του Βάλτου.
Ο Νοέμβριος είναι ο ενδέκατος μήνας του Γρηγοριανού Ημερολογίου, με διάρκεια 30 ημερών. Η ονομασία του ετυμολογείται από τη λατινική λέξη «November», η οποία προέρχεται από το αριθμητικό «novem» (εννέα), επειδή στο αρχαίο δεκάμηνο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Νοέμβριος ήταν ο ένατος κατά σειρά μήνας. Στη συνέχεια, με την προσθήκη του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, το ρωμαϊκό ημερολόγιο έγινε δωδεκάμηνο. Ο Νοέμβριος μετακινήθηκε στην ενδέκατη θέση, αλλά διατήρησε την παλιά του ονομασία.
Η Αγία, παρά το νεαρό της ηλικίας της, υπέμεινε με ακλόνητο φρόνημα τα απερίγραπτα μαρτύρια και πριν της κόψουν την κεφαλή, ζήτησε να προσευχηθεί στον Νυμφίο Χριστό. Δεν του ζήτησε κάποια ιδιαίτερη δόξα στον ουρανό, αλλά την ευλογία Του να θεραπεύει τους ασθενείς που θα προστρέχουν ζητώντας τη βοήθειά της. Αντιλαμβάνεται λοιπόν ο καθένας μας πόση αγάπη είχε πλημμυρίσει την καρδιά της για τους πονεμένους ανθρώπους όλων των γενεών που εκείνη τη στιγμή περνούσαν νοερά ενώπιόν της. Ο φιλάνθρωπος Κύριός μας εμφανίσθηκε στους αιθέρες και τη διαβεβαίωσε ότι θα εκπληρωθεί το αίτημά της. Να γιατί η αγία Αναστασία η Ρωμαία είναι θαυματουργός, διότι η ίδια έλαβε ως δωρεά, από το ίδιο το στόμα του Σωτήρα μας Χριστού, το χάρισμα να θεραπεύει κάθε ασθένεια.
Σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες και πολύβουες γειτονιές της Αθήνας στη συνοικία των Κάτω Πατησίων, το γκρίζο και αφιλόξενο αστικό τοπίο που συνθέτουν οι τόνοι από μπετόν και τα εκατοντάδες αυτοκίνητα που διέρχονται καθημερινά τη λεωφόρο Στρατηγού Καλλάρη -είτε με κατεύθυνση προς τη λεωφόρο Πατησίων είτε προς τον κόμβο «Τρεις Γέφυρες»- διασπάει η ήρεμη και όμορφη εικόνα ενός λευκόχρωμου μικρού ιερού ναού που μαγνητίζει τη ματιά και ξυπνά νοσταλγικά τη συλλογική μνήμη… Ενός ναού που φέρει ένα όνομα μοναδικό σε ολόκληρο τον Χριστιανικό κόσμο και αποτελεί εδώ και αιώνες αέναη πηγή Ορθόδοξης λατρευτικής παράδοσης και αγιοπνευματικής ζωής, αλλά και λίκνο που έθαλψε μερικές από τις πιο ένδοξες και σημαντικές πτυχές της ιστορίας αυτής της πόλης. Ο «Άγιος Δημήτριος των Όπλων» είναι σίγουρα ένα προσκύνημα ξεχωριστό για κάθε πιστό!
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Μ' αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ' τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια... [Νίκος Χουλιαράς]