Ρέμπραντ: Η πικρία των αιώνιων χωρισμών

Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν
(Rembrandt Harmensz van Rijn)
(15 Ιουλίου 1606 – 4 Οκτωβρίου 1669)
Αυτοπροσωπογραφία, 1661

O Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν (15 Ιουλίου 1606 – 4 Οκτωβρίου 1669), γνωστός ευρύτερα ως Ρέμπραντ, ήταν Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων όλων των εποχών. Το όνομά του συμβολίζει την περίοδο της «Χρυσής Εποχής» της Ολλανδίας, στην οποία ανήκει χρονικά το έργο του. Γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1606 στο Λέιντεν της Ολλανδίας και ήταν το δεύτερο νεότερο από τα παιδιά του Χάρμεν φαν Ράιν (Harmen Gerritsz. van Rijn, π. 1568-1630) και της Κορνηλίας (Νεέλτχεν) φαν Ζόιτμπρουκ (Cornelia (Neeltgen) Willemsdr. van Zuytbrouck, 1568-1640).

Το πρόσωπο του Χριστού

Ο πατέρας του ήταν μυλωνάς και συνιδιοκτήτης, από το 1589, ενός μύλου που έφερε το επώνυμό του, στην όχθη του Ρήνου, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη εύπορου φούρναρη. Μαζί απέκτησαν δέκα παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν τελικά τα επτά. Κύρια πηγή πληροφοριών για τα νεανικά χρόνια του Ρέμπραντ αποτελεί η βιογραφία του Γιαν Γιάνσον Όρλερς (Jan Janszoon Orlers), γραμμένη το 1641, σύμφωνα με την οποία ο Ρέμπραντ σπούδασε στο λατινικό σχολείο της πόλης, όπου διδάχθηκε λατινικά, ελληνικά, κλασική λογοτεχνία και Ιστορία, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας ειδικεύτηκαν ως τεχνίτες ή έμποροι. Τον Μάιο του 1620 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, ωστόσο σύμφωνα με τον Orlers δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του καθώς, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου, ξεκίνησε να εκπαιδεύεται ως ζωγράφος.

Αυτοπροσωπογραφία

Αρχικά μαθήτευσε, για τρία χρόνια, στο πλευρό του διακεκριμένου Ολλανδού ζωγράφου Γιάκομπ φαν Σβάνενμπουρχ (Jacob van Swanenburgh, 1571-1638), ο οποίος διέθετε εργαστήριο στο Λέιντεν και είχε εργαστεί στο παρελθόν στην Ιταλία. Δεύτερος δάσκαλος του Ρέμπραντ, για διάστημα έξι μηνών, υπήρξε ο φημισμένος ζωγράφος Πίτερ Λάστμαν, που εργαζόταν στο Άμστερνταμ. Αν και συντομότερη, η μαθητεία του στο εργαστήριο του Λάστμαν θεωρείται πως επέδρασε αποφασιστικά στην εξέλιξη της τεχνοτροπίας του. Η επιλογή του Ρέμπραντ να παραμείνει στην Ολλανδία μπορεί να θεωρηθεί ασυνήθιστη, καθώς ήταν αρκετά διαδεδομένη πρακτική των νέων και φιλόδοξων ζωγράφων να ταξιδεύουν στην Ιταλία.

Ο Λάστμαν διακρινόταν κυρίως για τις ιστορικές συνθέσεις του, στα πρότυπα του Ραφαήλ, γεγονός που μάλλον μαρτυρά πως ο Ρέμπραντ επιθυμούσε να ακολουθήσει ανάλογη θεματολογία. Οι ιστορικοί πίνακες, αποτελούσαν ένα από τα δυσκολότερα είδη ζωγραφικής, καθώς απαιτούσαν συνδυασμό γνώσεων και ικανότητα σε αρκετά είδη όπως η τοπιογραφία ή οι προσωπογραφίες και η ρεαλιστική αναπαράσταση των ανθρώπινων εκφράσεων και χειρονομιών. Αν και δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς μαθήτευσε στο εργαστήριο του Λάστμαν, τα πρώτα έργα του Ρέμπραντ, που χρονολογούνται το 1625-26, εμφανίζουν σημαντικές επιρροές από την τεχνοτροπία τού δασκάλου του και θεωρείται εξίσου πιθανό να φιλοτεχνήθηκαν στο Λέιντεν, μετά την επιστροφή του από το Άμστερνταμ, ή υπό την εποπτεία του Λάστμαν στο εργαστήριό του. Ο βιογράφος του Ρέμπραντ, Άρνολντ Χαουμπράκεν (1660-1719), αναφέρει επίσης ως δάσκαλό του τον Γιάκομπ Πάινας (Jakob Pynas) (π. 1585-1650).

Το 1626, ο Ρέμπραντ επέστρεψε στο Λέιντεν με σκοπό να εργαστεί ως αυτόνομος ζωγράφος. Το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τα έργα της πρώτης δημιουργικής του περιόδου, στο εργαστήριο που μοιραζόταν με τον Γιαν Λίφενς (1607-74). Είναι πολύ πιθανό πως οι δύο ζωγράφοι άσκησαν επιρροή μεταξύ τους, ενώ το γεγονός πως φιλοτέχνησαν πίνακες της ίδιας θεματολογίας ενδεχομένως να υποδηλώνει πως συνυπήρχε το στοιχείο του ανταγωνισμού. Σύντομα, ο Ρέμπραντ άρχισε να δέχεται αρκετές παραγγελίες, έχοντας αποκτήσει φήμη ως ζωγράφος, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η συνεργασία του με τον έμπορο τέχνης Χέντρικ φαν Όιλενμπουρχ και πιστοποιείται εν μέρει από την επίσκεψη στο εργαστήριό τους, τού γραμματέα του πρίγκιπα Φρέντερικ Χέντρικ, ο οποίος εξελίχθηκε σε σημαντικό μαικήνα του. Στο Λέιντεν, ο Ρέμπραντ ολοκλήρωσε τα πρώτα χαρακτικά έργα του, ενώ απέκτησε επίσης τους πρώτους μαθητές του. Η φήμη και το έργο του Ρέμπραντ αποτελούσαν πόλο έλξης νέων ζωγράφων που επιθυμούσαν να εργαστούν στο εργαστήριό του, κυρίως μετά το πρώτο στάδιο τής βασικής εκπαίδευσής τους. Θεωρείται πιθανό πως ορισμένοι από τους μαθητές του, όπως ο Isack Jourderville (π. 1613-48), υπήρξαν αργότερα βοηθοί του.

Η νυχτερινή περίπολος, 1642

Πιθανώς στα τέλη του 1631 ο Ρέμπραντ εγκατέλειψε οριστικά τη γενέτειρά του με προορισμό το Άμστερνταμ που αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο και αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Σχετικά με την άφιξη του Ρέμπραντ στο Άμστερνταμ δεν είναι κοινά αποδεκτό πως συνέβη το 1631. Ορισμένοι μελετητές του έργου του, υποστηρίζουν πως για ένα διάστημα μοίρασε το χρόνο του μεταξύ Λέιντεν και Άμστερνταμ, χωρίς να έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην ολλανδική πρωτεύουσα. Νωρίτερα, είχε επενδύσει χρήματα στην επιχείρηση του Όιλενμπουρχ και τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια εργάστηκε ο ίδιος στο εργαστήριό του, το οποίο αναλάμβανε πολυάριθμες παραγγελίες για προσωπογραφίες, αντιγραφές και αποκαταστάσεις πινάκων. Εκεί γνώρισε πιθανότατα την Σάσκια φαν Όιλενμπουρχ (1612-42), ανιψιά του εμπόρου έργων τέχνης και κόρη εύπορης οικογένειας, την οποία παντρεύτηκε στις 22 Ιουνίου του 1634 στο παρεκκλήσι της Αγίας Άννας του Φρίσλαντ. Τον ίδιο χρόνο, έγινε μέλος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά στο Άμστερνταμ.

Οι σύνδικοι της συντεχνίας των υφασματεμπόρων, 1662

Το τελευταίο ομαδικό πορτρέτο που ολοκλήρωσε ο Ρέμπραντ αναπαριστά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της συντεχνίας να δίνουν τις αναφορές τους, όπως φαίνεται από το ανοιχτό βιβλίο. Μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου ξεχωρίζει ο ταμίας στα δεξιά του πίνακα, κρατώντας ένα πουγκί, καθώς και ο επιθεωρητής του οίκου, όρθιος στο βάθος. Τα πρόσωπα της σκηνής στρέφονται σε κάποιο σημείο έξω από τον πίνακα, έτσι ώστε κανένα να μην κοιτά κατάματα το θεατή. Προσχέδια του έργου, αλλά και λεπτομερέστερη εξέτασή του με τη βοήθεια ακτίνων Χ, αποδεικνύουν πως ο Ρέμπραντ άλλαξε αρκετές φορές τη θέση και τη στάση του πρώτου όρθιου, από αριστερά συνδίκου. Στην τελική εκδοχή, εμφανίζεται μάλλον τη στιγμή που επιχειρεί να σταθεί όρθιος ή να καθίσει, προκειμένου ν’ απαντήσει σε κάποια ερώτηση που του απευθύνεται ή έχοντας ολοκληρώσει την ομιλία του.

Το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται στην πορεία του χρόνου από εκτεταμένες και βαθιές αλλαγές στο ύφος του, ένδειξη μίας διαρκούς αναζήτησης. Γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίας, φοίτησε στη Λατινική Σχολή και στο πανεπιστήμιο της πόλης, ωστόσο πολύ σύντομα στράφηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική, μαθητεύοντας στο πλευρό διακεκριμένων καλλιτεχνών της εποχής, όπως του Γιάκομπ Ισαάκ φαν Σβάνενμπουρχ και αργότερα του Πίτερ Λάστμαν.

Η Εβραία νύφη, 1665

Το έργο απεικονίζει έναν εβραίο πατέρα που αποχαιρετά την κόρη του που παντρεύεται. Κατ’ άλλους, ο πίνακας απεικονίζει ένα ζευγάρι το οποίο ο Ρέμπραντ ζωγράφισε ως ήρωες από την Παλαιά Διαθήκη. Εικάζεται πως ο πίνακας αναπαριστά τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα. Άνδρας και γυναίκα αγκαλιάζονται τρυφερά, η χειρονομία αγάπης του άνδρα επιστρέφεται με ένα απαλό χάδι. Όταν το 1885 ο Βαν Γκογκ αντίκρισε τούτο το αριστούργημα στο Κρατικό Μουσείο του Άμστερνταμ, είπε στον φίλο του Anton Kerssemakers: «Θα έδινα δέκα χρόνια απ’ τη ζωή μου για να μπορούσα να περάσω δεκαπέντε ημέρες μπροστά σε αυτόν τον πίνακα τρώγοντας μόνο ξερό ψωμί!».

Ο Ρέμπραντ σηματοδότησε την τέχνη της εποχής του επηρεάζοντας σαφώς την εξέλιξη της ευρωπαϊκής τέχνης με τον ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το χρώμα και το φως μέσα στο έργο του, κάτι που του έδινε τη δυνατότητα να διεισδύει στην ίδια την ουσία του θέματος και ν’ ανακαλύπτει τη βαθύτερη δομή και το νόημά του, δημιουργώντας και εφαρμόζοντας τους δικούς του κανόνες και ευρήματα που προσέδιδαν σε αυτό μια ξεχωριστή ευαισθησία. Με κύριο εργαλείο του το χρώμα, που κυμαινόταν από το αστραφτερό λευκό μέχρι τα βελούδινα καφέ και το μαύρο, κατάφερνε να δώσει έναν ξεχωριστό φωτισμό στο έργο του που λειτουργούσε σκηνογραφικά, αποδίδοντας έτσι τις έντονες συναισθηματικές καταστάσεις των θεμάτων του, καταφέρνοντας να δημιουργήσει άχρονες σκηνές, όπως θα τις χαρακτηρίζαμε και στην ανατολική παράδοση. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην πτώχευσή του, παρά το γεγονός πως η φήμη του παρέμενε σχεδόν ακλόνητη ενόσω ζούσε, αλλά και μετά τον θάνατό του.

Μάθημα Ανατομίας του Δρ. Τουλπ, 1632

Φιλοτεχνήθηκε για τη Συντεχνία των Χειρουργών του Άμστερνταμ και αποτελεί παράλληλα ένα είδος ιστορικής καταγραφής των μαθημάτων ανατομίας που παραδόθηκαν τον Ιανουάριο του 1632 από τον Νικολάες Τουλπ. Η συγκεκριμένη σύνθεση του Ρέμπραντ δεν ακολουθεί τα παραδοσιακά πρότυπα των ομαδικών προσωπογραφιών. Απέδωσε τη σκηνή με ξεχωριστό τρόπο, απεικονίζοντας τα πρόσωπα όχι το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά γύρω από το υπό εξέταση πτώμα. Τόσο οι μύες όσο και οι τένοντες του χεριού, απεικονίζονται ρεαλιστικά και σύμφωνα με τις ανατομικές γνώσεις της εποχής. Θεωρείται πιθανό πως ο Ρέμπραντ απέκτησε κάποιες βασικές γνώσεις γύρω από την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, πιθανώς έχοντας μελετήσει το έργο του Αντρέα Βεσάλιους, του οποίου γύψινα εκμαγεία χεριών βρέθηκαν στα υπάρχοντα του Ρέμπραντ μετά τον θάνατό του.

Αρκετοί από τους πίνακες και τα σχέδια ζωγραφικής που αποδίδονται στον Ρέμπραντ βρίσκονται υπό καθεστώς αμφισβήτησης της αυθεντικότητάς τους. Το πρόβλημα της σύνθεσης του καταλόγου των έργων του είναι μικρότερο σε ό,τι αφορά τα χαρακτικά του, τα οποία καταγράφτηκαν με αρκετά μεγάλη ακρίβεια κατά τον 18ο αιώνα, ενώ λεπτομερείς περιγραφές των διαδοχικών εκδοχών τους παρουσιάστηκαν στα μέσα του 20ού αιώνα. Εξαιτίας του πλήθους των μαθητών που είχε ο Ρέμπραντ, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και της πρακτικής που ίσχυε για τους μαθητές της εποχής ν’ αντιγράφουν και να μιμούνται το ύφος του δασκάλου τους, αρκετά από τα έργα που είχαν φιλοτεχνήσει αποδόθηκαν λανθασμένα στον Ρέμπραντ, προκαλώντας αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά την αυθεντικότητα αρκετών πινάκων.

Κεφαλή ανδρός με χρυσή περικεφαλαία, 1650

Παλαιότερα εθεωρείτο ως ένα από τα σημαντικότερα πορτρέτα του Ρέμπραντ, σήμερα ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν αποτελεί δικό του έργο, αλλά ορισμένου μαθητή του Ρέμπραντ από το εργαστήριο του.

Το πρόβλημα αυτό είναι συνυφασμένο επίσης με το γεγονός πως μόνο για ένα μικρό αριθμό τους υπάρχουν ιστορικές αναφορές ή πηγές, που να πιστοποιούν ότι αποτελούν δημιουργίες του ίδιου του κορυφαίου ζωγράφου. Στα τέλη του 20ού αιώνα, η εφαρμογή κατάλληλων επιστημονικών μεθόδων ανάλυσης, πρόσφερε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την τεχνική του, έτσι ώστε τελικά ν’ αναπαραχθεί, στο πλαίσιο μίας περισσότερο εκτεταμένης και συστηματικής έρευνας.

Δύναται να λεχθή ότι ο Ρέμπραντ έζησε δύο φορές, και ότι κάθε μία ζωή του ήτο πλήρης -με τας ιδικάς της χαράς, τους ιδικούς της πόνους και τας ιδικάς της περιπετείας. Και τούτο διότι έζησε μίαν περίεργον διπλήν ζωήν χωρισμένην μεταξύ δύο γυναικών και δύο αντιθέτων τυχών.

Αυτοπροσωπογραφία, 1636

Επειδή ήτο ένας από τους μεγίστους ζωγράφους που εφάνησαν, εγνώρισε την δόξαν και τα πλούτη εις μίαν εποχήν της ζωής που πολλοί άλλοι αγωνίζονται εις την αφάνειαν -και εγνώρισε την χρεοκοπίαν και την αδιαφορίαν όταν θα έπρεπε να είνε ασφαλής διά τον θρίαμβόν του και τα πλούτη του. Υπανδρεύθη όταν οι άλλοι άνθρωποι μόλις γνώριζαν την γυναίκα, και όταν οι άλλοι υπανδρεύονται αυτός έπαιρνε ερωμένην. Αυτή ήτο η ανάστροφος σειρά της υπερόχου και απρονοήτου σταδιοδρομίας του μεγάλου αυτού ζωγράφου, ο οποίος μας αφήκε τόσα αριστουργήματα.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» 16.2.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εις το μουσείον Μεχτενστάιν της Βιέννης υπάρχει το πορτραίτο μιας νέας. Έχει ένα στρογγυλό πρόσωπον, διπλό πηγούνι, χονδρήν μάλλον μύτην και στρογγυλά παιδικά μάτια. Το κεφάλι της το περιβάλλει ένας φωτοστέφανος ξανθών μαλλιών. Είνε το πορτραίτο της Σάσκιας Ύλεμπερχ, συζύγου του Ρέμπραντ, καμωμένο από αυτόν όταν εκείνη ήτο μόνον είκοσι ετών.

Εις το μουσείον του Λούβρου εις το Παρίσι υπάρχει το πορτραίτο μιας νέας γυναικός που κυττάζει έξω από το πλαίσιόν της με μεγάλα, στοχαστικά μάτια. Έχει ωραίο ωοειδές πρόσωπο και τα μαλλιά, κτενισμένα προς τα οπίσω, αφήνουν γυμνό ένα ήρεμο και σοβαρό μέτωπο. Το στόμα της δείχνει εγκαρτέρησιν και η όλη της φυσιογνωμία δίδει την εντύπωσιν μιας ηρέμου αφοσιώσεως. Το πορτραίτο αυτό είνε της Χέντρικγιε Στόφφελς, της υπηρετρίας και ερωμένης του Ρέμπραντ, καμωμένο επίσης από τον ίδιον.

Αι δύο εικόνες είνε ως δύο βιογραφίαι. Εκφράζουν αμέσως τον χαρακτήρα των εικονιζομένων γυναικών και μας δείχνουν τας δύο μεγάλας επιδράσεις τας οποίας υπέστη εις την ζωήν του ο καλλιτέχνης. Η Σάσκια έγινε σύζυγος του Ρέμπραντ όταν αυτός ήτο νεώτατος, μολονότι είχε ήδη γίνη διάσημος και αι παραγγελίαι τον επλημμύριζαν. Η Χέντρικγιε έγινε ερωμένη του όταν ήτο μεγαλείτερος των τεσσαράκοντα ετών, η γυναίκα του είχε αποθάνη και οι δανεισταί τον επεριτριγύριζαν. Η σύζυγός του εμοιράσθη τον θρίαμβόν του, η ερωμένη του την δυστυχίαν του.

Παραμένει μυστήριον εις την ζωήν του Ρέμπραντ εάν ενυμφεύθη ή όχι εν τέλει την Χέντρικγιε. Υπάρχουν λόγοι δι’ αμφότερα τα συμπεράσματα. Αλλ’ είτε έγινε είτε όχι γυναίκα του, αυτό δεν έχει καμμίαν σημασίαν εις την ιστορίαν του έρωτός των. Δεν είνε η ηθική που μας ενδιαφέρει, αλλά τα πράγματα. Και διά να ομιλήσωμεν περί αυτών, πρέπει να επιστρέψωμεν εις την αρχήν.

Η Σάσκια ως Φλώρα, 1641, Staatliche Kunstsammlungen, Δρέσδη

Ο Ρέμπραντ Χέρμανζον Βαν Ριζν (αυτό είνε ολόκληρο το όνομά του) εγεννήθη εις το Λέυδεν της Ολλανδίας το 1606. Ο πατέρας του ήτο εύπορος μυλωνάς, αστός εις όλα του, με τάξιν εις την ζωήν του, προώριζε δε τον νεαρόν Ρέμπραντ διά το πολιτικόν στάδιον. Δι’ αυτό, όταν ούτος εγένετο δεκατεσσάρων ετών, ενεγράφη ως φοιτητής εις το πανεπιστήμιον του Λέυδεν· ενδιεφέρετο όμως πολύ ολίγον διά τας σπουδάς του και έδειχνε ήδη μεγάλην κλίσιν εις την ζωγραφικήν. Όταν οι γονείς του επείσθησαν ότι ή δεν θα εγίνετο τίποτα ή αυτό μόνον, τον έστειλαν να σπουδάση την ζωγραφικήν με τον Ζακόμπ Βαν Σουάνεμπουρχ και αργότερον με τον Πέτερ Λάστμαν.

Ο γιος του Ρέμπραντ, Τίτος με περιβολή μοναχού, 1660

Φθάνομεν έτσι εις την εποχήν κατά την οποίαν ερωτεύθη την Σάσκια. Πού και πότε ακριβώς την συνήντησε διά πρώτην φοράν δεν είνε γνωστόν, πιστεύεται όμως ότι αυτό συνέβη εις την κατοικίαν του Χένδρικ Βαν Ύλεμπερχ, του εξαδέλφου της, εις τον οποίον είχε δανείση χρήματα. Άρχισε να την ζωγραφίζη, κατόπιν την ηγάπησε και, εν τέλει, με την έγκρισιν και των δύο οικογενειών, την ενυμφεύθη. Ο Ρέμπραντ ήτο από «κατωτέραν αστικήν οικογένειαν», ενώ η Σάσκια ήτο καλής καταγωγής· αλλ’ ο νέος είχε ήδη αποκτήση ένα δικό του όνομα διά της μεγαλοφυΐας του.

Πορτρέτο γυναίκας

Ευθύς μετά τον γάμον του ο Ρέμπραντ άρχισε να σπείρη τους σπόρους της μελλούσης του δυστυχίας. Τα έξοδα τα οποία έκαμε επήραν τον χαρακτήρα σπατάλης: αγόραζε σπάνια βιβλία, εικόνες, χαλιά, ταπετσαρίες, σπαθιά, παν τέλος ό,τι ήτο ωραίο, πολύτιμο ή περίεργο. Το 1635 τούς εγεννήθη ένα παιδί, το οποίον όμως απέθανεν εις βρεφικήν ηλικίαν. Ο Ρέμπραντ ησθάνθη μεγάλην λύπην. Τρία χρόνια αργότερα ήλθεν εις τον κόσμον ένα κορίτσι, η Κορνηλία, το οποίον όμως τους άφησε γρήγορα όπως το πρώτο παιδί, και μετά δύο χρόνια ένα άλλο πάλι κορίτσι, ονομασθέν επίσης Κορνηλία, το οποίον δεν έζησε παρά ένα μόνον μήνα. Εν τω μεταξύ αι παραγγελίαι είχαν αρχίση να λιγοστεύουν, μολονότι τα έξοδα δεν ηλαττούντο. Μία σκιά απλώνετο ήδη εις την ζωήν του ζωγράφου -ως ένα σύννεφο μιας τρικυμίας ολοένα ογκουμένης.

Πορτρέτο της Μαρίας Τριπ, 1639

Ένα χρόνο μετά την γέννησι ενός υιού, του Τίτου, ήλθε το κτύπημα το οποίον εχώρισε εις δύο την ζωήν του. Η Σάσκια ησθένει και απέθνησκεν εις ηλικίαν τριάκοντα ετών -και οκτώ μόνον χρόνια μετά τον γάμον τους. Ο Ρέμπραντ είχε ήδη γνωρίση, με τους αλλεπαλλήλους θανάτους των παιδιών του, την πικρίαν των αιωνίων χωρισμών. Ο θάνατος όμως της γυναικός του τον έπληξεν εις τα καίρια. Η Σάσκια και αυτός δεν είχαν παύση να αγαπώνται· του είχεν εμπνεύση τα έργα του· του είχε δημιουργήση μίαν σπιτικήν ζωήν την οποίαν αγαπούσε -και όλα αυτά, εις το άνθος της ηλικίας του, κατεστρέφοντο.

Πορτρέτο αγοριού, 1656

Και ως να μη αρκούσαν αυτά, μία από τας καλλιτέρας εικόνας του -ένα έργον το οποίον και μόνο του θα ήτο αρκετόν να του εξασφαλίση την αθανασίαν- του έφερε την καταδίκην και του εστέρησε την ατομικότητα της οποίας έχαιρε, μολονότι είχε ζωγραφίση τα πρόσωπα τα οποία απεικόνιζε κατά τρόπον ώστε να ικανοποιήται η ματαιοδοξία των. Η Σάσκια είχεν αφήση την διαχείρισιν της περιουσίας τους, η οποία περιήρχετο εις τον υιόν της Τίτον, εις τας χείρας του Ρέμπραντ. Δι’ αυτό όταν ο ζωγράφος άρχισε να έχη οικονομικάς δυσχερείας, η οικογένεια της Σάσκιας εζήτησε να επέμβη όπως εξασφαλίση την περιουσίαν και εδημιούργησεν εις τον Ρέμπραντ πλήθος ζητημάτων.

Από παντού δηλαδή αι δυνάμεις της καταστροφής τον περιεκύκλωναν. Τότε άρχισε αυτό που ωνομάσαμεν η δευτέρα ζωή του Ρέμπραντ -και η πένθιμος παρηγορία του ρομάντζου του με την Χέντρικγιε. Ακούμε κατά πρώτον να γίνεται λόγος δι’ αυτήν το 1649, σχετικώς με κάποιαν μικράν δίκην κατά την οποίαν αύτη κατέθεσε υπέρ του Ρέμπραντ. Την δίκην την είχε προκαλέση μία κάποια Γκέρτζε Ντιρέζ, την οποίαν ο Ρέμπραντ είχε προσλάβη ως παραμάναν διά τον μικρόν του Τίτον. Η γυναίκα αυτή εθεώρησε ότι το να αναστήση το παιδί υπεχρέωνε τον πατέρα να την υπανδρευθή. Έκαμε λοιπόν την διαθήκην της υπέρ του Τίτου διά να ελκύση ακόμα περισσότερον τον Ρέμπραντ, αλλ’ όταν είδε ότι αυτός δεν της έδιδε καμμίαν προσοχήν, έγινε έξω φρενών, εχάλασε την διαθήκην και ενήγαγε τον Ρέμπραντ δι’ αθέτησιν υποσχέσεως εις γάμον. Ο Ρέμπραντ ηρνήθη ότι είχε ιδιαιτέρας σχέσεις μετ’ αυτής και εκέρδιζε την δίκην. Η Γκέρτζε όμως ετρελλάθη κατόπιν αυτού -και είνε χαρακτηριστικόν ότι τα έξοδα της συντηρήσεώς της εις το φρενοκομείον τα επλήρωνε ο Ρέμπραντ, μολονότι έπασχε οικονομικώς.

Ο Ιακώβ ευλογεί τα παιδιά του γιου του Ιωσήφ, 1656

Εν τω μεταξύ είχε εισέλθη εις το σπίτι του Ρέμπραντ η Χέντρικγιε, η οποία ήτο νέα και ωραία και η οποία εγέμισε την ζωήν του επί δεκατρία χρόνια. Είχε έλθει από το Ράνσδορπ της Βεστφαλίας και ήτο είκοσι τριών ετών. Η αφοσίωσις την οποίαν έδειξε εις τον Ρέμπραντ δεν έκρυπτε καμμίαν υστεροβουλίαν, και του έμεινε πιστή καθ’ όλας του τας ατυχίας, θυσιάζουσα το καλό της όνομα και μη ζητούσα τίποτε εις ανταμοιβήν. Το πνευματικόν δικαστήριον της εκκλησίας του Λέυδεν, εις το οποίον την κατηγόρησαν ως παρανόμως συζώσαν με τον Ρέμπραντ, την εκάλεσε ενώπιόν του το 1654 -πέντε έτη αφ’ ότου είχαν αρχίση αι σχέσεις τους- και την επετίμησε. Της απηγόρευσε επίσης να κοινωνή. Έδωσε εις τον Ρέμπραντ δύο παιδιά, αμφότερα κορίτσια, ένα εκ των οποίων απέθανε εις βρεφικήν ηλικίαν. Το δεύτερο κορίτσι, από μίαν περίεργον έλλειψιν λεπτότητος, ωνομάσθη Κορνηλία.

Δανάη, 1656

Το 1656 τα χρέη και η μείωσις των εσόδων συνεπλήρωσαν το έργον τους, και ο Ρέμπραντ εκηρύχθη εις χρεοκοπίαν. Διετάχθη η πώλησις των υπαρχόντων του -και του επήραν παν ό,τι είχε επί μακρά έτη συναθροίση. Σπίτι, καλλιτεχνικοί θησαυροί, εικόνες, έπιπλα, ως και αυτά ακόμη τα εσώρρουχά του -όλα κατεπόθησαν από τους δανειστάς, οι οποίοι το μόνον πράγμα που του άφησαν ήσαν δύο μικρές θερμάστρες.

Εγκατεστάθη εις δύο δωμάτια πανδοχείου και εδοκίμασε να εργασθή. Οι παλαιοί του φίλοι τον εβοήθησαν και του έφεραν μερικές παραγγελίες. Συνέβη τότε κάτι περίεργον: η υπηρέτρια άρχισε να διατρέφη τον κύριόν της. Η Χέντρικγιε, χρησιμοποιούσα μίαν μικράν περιουσίαν την οποίαν είχε, ήνωσε τας δυνάμεις της με τον Τίτον, τον υιόν του Ρέμπραντ, και άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα εικόνων, ξυλογραφιών και αρχαιοτήτων. Ο Ρέμπραντ δεν είχε καμμίαν συμμετοχήν εις αυτό διά να μη δύνανται οι δανεισταί του να βάλουν χέρι και επ’ αυτού. Κατά πόσον η επιχείρησις προώδευσε είνε άγνωστον, εχρησίμευσε όμως για να συντηρήση την ατυχή οικογένειαν.

Αυτοπροσωπογραφία, 1660

Ένα νέο όμως πλήγμα ανέμενε τον Ρέμπραντ, διότι δύο χρόνια μετά το άνοιγμα του καταστήματος η Χέντρικγιε απέθανε και έμεινε διά μίαν ακόμη φοράν μόνος. Ταυτοχρόνως περιέπιπτε εις αφάνειαν και δεν ακούμε πλέον να ομιλούν περί αυτού παρά από καιρού εις καιρόν, και συντόμως. Πιστεύεται ότι η όρασίς του είχε αρχίση να αδυνατίζη και τα έργα του εγένοντο ολοένα σπανιώτερα. Εφέρετο εις το τέλος της μεγαλοπρεπούς εις τας αρχάς και τρικυμιώδους κατόπιν ζωής του· ο θάνατος του παιδιού του συνεπλήρωσε το έργον της καταστροφής. Ο θάνατος τού είχε αφαιρέση τις γυναίκες και τα παιδιά που αγαπούσε, και όταν ο θάνατος τον επεσκέφθη και πάλιν, την φοράν αυτήν ήλθε ως ένα αγαπητό πρόσωπο. Ο Ρέμπραντ άκουσε το κάλεσμά του -και έκλεισε τα μάτια του. Ήτο εξήκοντα τριών ετών.

* Κείμενο – ιστορικό σημείωμα του Άντονυ Πράγκα, που έφερε τον τίτλο «Ρέμπραντ, ο άνθρωπος που έζησε δύο φορές» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», στις 16 Φεβρουαρίου 1928.

Ο Ρέμπραντ (Rembrandt Harmensz van Rijn), διάσημος ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1606 και απεβίωσε στις 4 Οκτωβρίου 1669.

Πηγή: in.gr, perianem.blogspot.com, el.wikipedia.org

Σχολιάστε