
Δημήτρης Σερεμέτης
Ένα βιβλίο καταγράφει την εμπειρία της κράτησης στην ΕΣΑ στη Χούντα
«Θα σε φουντάρω, ρε, αφού δεν μιλάς. Κι έπειτα, σε εκατό χρόνια που θα’ ρθει ο κοινοβουλευτισμός, ας γίνεις πλατεΐτσα στην Κοκκινιά, για να πηδιούνται τα ζευγαράκια».
Όμως, ο Δημήτρης Σερεμέτης δεν έγινε «πλατεΐτσα στην Κοκκινιά», όπως του είχε πει ο διαβόητος ταγματάρχης της ΕΣΑ Δημήτρης Παπαχαραλάμπους, καταδικασθείς στη δίκη των βασανιστών. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου έγινε, υπηρετώντας για πολλά χρόνια τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση. Όμως, το 1973, ως φοιτητής θα συλληφθεί και περάσει μήνες στα χέρια της ΕΣΑ, υφιστάμενος όλο το φάσμα των βασανιστηρίων. Πενήντα χρόνια μετά, χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τις σημειώσεις που κράτησε, λίγο μετά την αποφυλάκισή του, και άλλο υλικό που θα βγει στη δημοσιότητα αργότερα και θα επεξεργαστεί, για να γράψει ένα βιβλίο ακριβώς γι’ αυτή την εμπειρία.

Ο τίτλος του «Βασανιστήρια στην ΕΣΑ – Ένα σενάριο (χωρίς πλατεΐτσα στην Κοκκινιά)» και κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις. Ο ίδιος εξηγεί τους λόγους που θεωρεί ότι πρέπει να ανοίξουμε ξανά το επώδυνο κεφάλαιο των βασανιστηρίων:
«Ο πρώτος είναι να μη χαριστούμε στους βασανιστές που, έτσι κι αλλιώς, στη μεγάλη τους πλειονότητα, απέφυγαν τις ποινικές, ακόμη και τις ηθικές συνέπειες που θα περίμενε κανείς να υποστούν για τα έργα τους. Ο δεύτερος να προστατεύσουμε όλους τους βασανισθέντες -είτε βρίσκονται στη ζωή είτε όχι- από εκείνο το αδηφάγο ήθος του διαδικτύου που εντελώς αυθαίρετα και ανελέητα ταλαντώνεται, εκ του ασφαλούς, από την ηρωοποίηση μέχρι την καρικατούρα ή τη δολοφονία χαρακτήρων».

Συλλήψεις και ξυλοδαρμοί στους δρόμους γύρω από τη Νομική (Φεβρ. 1973)
Το ίδιο το βιβλίο είναι ταυτόχρονα μια αποτύπωση του κλίματος εκείνων των ημερών, σχηματικά της περιόδου λίγο πριν και λίγο μετά την κατάληψη της Νομικής, και του τρόπου που στρατευόταν μια ολόκληρη γενιά, αλλά και μια συγκλονιστική καταγραφή του βιώματος των βασανιστηρίων. Ο αναγνώστης δεν θα βρει πουθενά οποιαδήποτε έπαρση ή προσπάθεια του Σερεμέτη να τονίσει τη δική του «προσφορά». Αυτό που θα βρει είναι, πολύ περισσότερο, είναι μια αποτύπωση του πώς ένας άνθρωπος και το σώμα του υπέστησαν τη βαναυσότητα στα χέρια της ΕΣΑ.
Μ’ έναν πολύ λιτό λόγο ξεδιπλώνεται το τοπίο ενός πραγματικού εφιάλτη με ξυλοδαρμούς, άλλα σωματικά βασανιστήρια, ψυχολογική πίεση στην προσπάθεια να «σπάσει» και να δώσει στοιχεία. Η καταγραφή της ίδιας καθημερινότητας και των διαφόρων λεπτομερειών προσθέτει -όχι απλώς αμεσότητα- αλλά σχεδόν «σωματικότητα» στην αφήγηση. Δείχνει ακόμη τα ηθικά διλήμματα του αφηγητή στην προσπάθειά του ν’ αποφύγει να μιλήσει και να εκθέσει άλλους συναγωνιστές του στον κίνδυνο να συλληφθούν.

Οι πρώην διοικητές του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος
και Νικόλαος Χατζηζήσης στη διάρκεια της δίκης των βασανιστών
Με αυτό τον τρόπο το βιβλίο αυτό αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην ιστορική μνήμη και στην αποτίμηση της δικτατορίας, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα το πραγματικό σθένος των ανθρώπων που υπέστησαν τα βασανιστήρια. Ανθρώπων που δεν ένιωθαν ήρωες, αλλ’ απλώς ότι λογοδοτούσαν πρώτα και κύρια απέναντι στους ίδιους τους συναγωνιστές και τις συναγωνίστριές τους που, συχνά, κατέληγαν να είναι και συγκρατούμενοί τους.
Σε μια εποχή, που η ακροδεξιά σηκώνει και πάλι κεφάλι και διάφορες παραλλαγές ενός ορισμένου ιστορικού αναθεωρητισμού επιστρέφουν, η υπόμνηση της βαναυσότητας της δικτατορίας είναι παραπάνω από απαραίτητη. Και σίγουρα, το βιβλίο του Σερεμέτη είναι σημαντική συνεισφορά σε αυτή την κατεύθυνση. Το ίδιο και η υπενθύμιση ότι αυτή η κουλτούρα της βαναυσότητας, που κυριάρχησε τότε στα σώματα ασφαλείας, με το μεγαλύτερο μέρος των υπαιτίων να μένουν ατιμώρητοι στη μεταπολίτευση, δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ επί της ουσίας ως πρόβλημα. Με στοιχεία αυτής της κληρονομιάς να μείνουν ενεργά για καιρό ακόμη. Ας μην ξεχνάμε ότι οι βασανιστές δεν ήταν ούτε μόνο, ούτε και κυρίως «τέρατα».
Γεννήματα ήταν του θεσμοθετημένου αντικομμουνισμού του μετεμφυλιακού κράτους και γρανάζια του εκτεταμένου μηχανισμού επιτήρησης και καταστολής που διαμόρφωσαν οι νικητές του Εμφυλίου. Πράγμα που σημαίνει ότι όσο τέτοιοι μηχανισμοί αυτονομούνται και στεγανοποιούνται απέναντι στον δημοκρατικό έλεγχο, τόσο πιο πιθανό είναι να ξαναδούμε «τέρατα».

Ο συγγραφέας, σε ηλικία είκοσι ετών, συνελήφθη, στις 9 Μαΐου 1973, μετά από μια ομιλία του κατά της σύλληψης συναδέλφων του φοιτητών που είχαν συμμετάσχει στις δυο εξεγέρσεις της Νομικής, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του ίδιου έτους. Πριν του είχαν «φορτώσει» ένα σάκο με παράνομα έντυπα που αυτός έκρυψε στο σπίτι ενός φίλου του που δεν συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση. Τα κλειδιά αυτού του σπιτιού είχε πάνω του, όταν τον συνέλαβαν. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των βασανιστών να τον κάνουν να ομολογήσει ποιανού είναι αυτά τα κλειδιά, αυτός αρνείται ως το τέλος να τους το αποκαλύψει, γλυτώνοντας έτσι τον φίλο του, ο οποίος δεν ήξερε τίποτα. Ξεκινώ με αυτό το γεγονός, γιατί θέλω να τονίσω πως η ανθρώπινη φιλία ήταν βασικό στοιχείο αυτών των αγωνιστών κατά της χούντας. Ο συγγραφέας μάλιστα δεν ανήκε τότε ούτε στα δυο ΚΚΕ, αλλά ούτε στους «ανδρεϊκούς». Σύμφωνα με την απάντησή του στους βασανιστές του ήταν φιλελεύθερος. Πράγμα δύσκολο, φαντάζομαι, εκείνη την εποχή. Όχι τόσο το να είσαι φιλελεύθερος όσο το να μην ανήκεις σε κάποια από τις μεγάλες ομάδες των αντιστασιακών.
Σκούντημα στη μνήμη
Η αφήγηση των μαρτυρίων στα χέρια της ΕΣΑ και των εσατζήδων βασανιστών ενός νέου είκοσι ετών δεν είναι απλά μια μαρτυρία. Είναι ένα σκούντημα στη μνήμη που αρχίζει να ξεχνάει και στις συνειδήσεις που αρχίζουν «να αμφισβητούν τα γεγονότα και επιχειρούν να τα αναθεωρήσουν, ωραιοποιώντας είτε τη δικτατορία αυτή καθαυτή είτε τον ακραίο αυταρχισμό απέναντι στη νεολαία» (σ. 14). Είναι όμως, θα πρόσθετα, και ένα χαστούκι σ’ αυτούς που ταυτίζουν τα μύρια όσα προβλήματα και ελλείψεις του σημερινού δημοκρατικού κράτους με το κράτος της χούντας.

Ο Δημήτρης Σερεμέτης γράφει στο βιβλίο του «Βασανιστήρια στην ΕΣΑ» (εκδ. Πόλις) για τα όσα πέρασε στις 105 μέρες, από τις 9 Μαΐου έως τις 21 Αυγούστου 1973, στα κρατητήρια και στα στρατόπεδα κράτησης της ΕΣΑ. Αλλά γράφει με δύο όρους, όπως ο ίδιος τονίζει: Ο πρώτος είναι για ν’ αποκαλύψει τους βασανιστές, τους οποίους αναφέρει με το πραγματικό τους όνομα και οι οποίοι, σε πολλές περιπτώσεις, απέφυγαν τις ποινικές, ακόμα και τις ηθικές συνέπειες. Τους βασανιζόμενους συντρόφους του αντιθέτως τους «κρύβει» πίσω από ψευδώνυμα, για να τους προστατέψει από το αδηφάγο διαδίκτυο που είναι έτοιμο να δολοφονήσει κάθε χαρακτήρα που δεν του αρέσει.
«Πρέπει να μάθεις να υπομένεις» είναι η νουθεσία που του δίνουν άλλοι σύντροφοί του που είχαν την ίδια μοίρα με αυτόν. Να υπομένεις για ν’ αντιμετωπίσεις αυτούς που θέλουν να σε εξοντώσουν κυρίως ψυχικά.
Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που έγραψε αυτή τη μαρτυρία, στη βάση σημειώσεων που κράτησε τους μήνες της κράτησής του, αλλά και λίγο μετά την αμνηστία της χούντας. Δεν επιδιώκει ν’ ανοίξει πληγές. Θέλει ν’ αποδοθεί το κλίμα της αντίστασης του φοιτητικού κινήματος στη χούντα, αλλά και ν’ αποκαλυφτούν τα τεκμήρια της δράσης ανθρώπων που «ξέσκιζαν» κυριολεκτικά την αξιοπρέπεια και όχι μόνο το σώμα των ανθρώπων που τόλμησαν ν’ αντιστέκονται στον ολοκληρωτισμό. Γιατί το μείζον που βγαίνει από τις μαρτυρίες του συγγραφέα, που διετέλεσε καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, είναι πως τα βασανιστήρια αποσκοπούσαν όχι τόσο στην άντληση πληροφοριών για τους συμμετέχοντες στην αντίσταση φοιτητές, αλλά στην εξάλειψη κάθε ίχνους αξιοπρέπειας αυτών των ανθρώπων. Αυτός ο εξευτελισμός -και όχι τα βασανιστήρια- δεν αντέχεται λέει ο συγγραφέας σε κάποια στιγμή της κράτησής του.

Ο Δημήτρης Σερεμέτης γεννήθηκε το 1953 στην Κόρινθο. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι και δίδαξε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου από την ίδρυσή του και επί 35 χρόνια, μέχρι το 2020 οπότε και αφυπηρέτησε. Παράλληλα, εργάστηκε σε διάφορες στελεχικές θέσεις του Δημοσίου: ως σύμβουλος υπουργών, στην περιφερειακή διοίκηση του συστήματος υγείας και στο Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Το Μηδέν και το άπειρο
Καθόλου τυχαία δεν είναι η αναφορά του στο Μηδέν και στο άπειρο (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη) του Άρθουρ Κέσλερ που ο σκοπός των ανακριτών του μπολσεβίκου Ρουμπάσοφ δεν είναι η ομολογία της αντικομματικής δράσης του, αλλ’ η εξόντωση της προσωπικότητάς του. Η εξάλειψη της προηγούμενης ζωής του ήταν ο στόχος. Και οι βασανιστές της χούντας στόχευαν πρωτίστως στο να μειώσουν την προσωπικότητα των συλληφθέντων φοιτητών και δευτερευόντως ν’ αποκαλυφτεί το δίκτυο της αντίστασης, το οποίο εν πολλοίς ήδη γνώριζαν. Γι’ αυτό και ακόμη κι όταν δεν ζητούν πληροφορίες, χαστουκίζουν και δέρνουν τους κρατούμενους. «Έτσι για να μη ξεχνιόμαστε», όπως έλεγαν οι ίδιοι.
Ο Σερεμέτης δεν γράφει για να τον αναγνωρίσουμε ως ήρωα. Οι πραγματικοί ήρωες σαν αυτόν δεν έχουν τέτοιες ανάγκες αναγνώρισης. Δεν γράφει για να αποκτήσει τ’ όνομά του «μια πλατεΐτσα στην Κοκκινιά για να πηδιούνται τα ζευγαράκια», όπως περιπαικτικά του λέει ένας βασανιστής του. Γράφει για να δείξει πως η αντίσταση στο κακό είναι χρέος και όχι υποχρέωση. Όταν όμως γράφει πως «ΕΣΑ σημαίνει εξόντωση», φαίνεται να εννοεί πως ΕΣΑ σημαίνει ψυχική εξόντωση, όσο κι’ αν τα βασανιστήρια, οι ξυλοδαρμοί, το μαρτύριο της δίψας, της στέρησης του ύπνου, το ξύλο έτσι χωρίς λόγο και αιτία, όχι μόνο δεν λείπουν από το ρεπερτόριο των βασανιστών, αλλά και αποτελούν τη δική τους ευχαρίστηση. Αυτοί κτυπούν με λύσσα, το γλεντάνε, φανατίζονται.
Προϊόντα του συστήματος
Τι άνθρωποι είναι όμως αυτοί; Μια εύκολη ερμηνεία είναι η ψυχολογική προσέγγιση. Είναι τέρατα; Γεννημένοι σαδιστές; Ο συγγραφέας δεν είναι της ίδιας άποψης. Οι βασανιστές ήταν προϊόντα του συστήματος παραγωγής βασανιστών, ενός συστήματος που πρώτα βασάνιζε τους υπηρετούντες στην ΕΣΑ, για να τους μετατρέψει σε γρανάζια του. Αυτή είναι και η επιστημονική άποψη της Μίκας Χαρίτου Φατούρου την οποία παραθέτει ο Σερεμέτης στο τέλος του συγκινητικού αυτού βιβλίου του. Ο συγγραφέας δεν θέλει να δικάσει τους βασανιστές του, θέλει ν’ αποκαλύψει το σύστημα παραγωγής του χουντικού ολοκληρωτισμού.

Υπηρετούντες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, 1970
Εργάτες αυτού του συστήματος παραγωγής ήταν οι βασανιστές, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μετά τη χούντα «όλα καλά και ωραία». Πως όλα έπρεπε να ξεχαστούν. Και για να μην ξεχαστούν όλα αυτά, γράφει ο Σερεμέτης. Όχι για να εκδικηθεί, αλλά για να δείξει τι πραγματικά είναι χούντα, σε εποχές που κυριαρχούν ανόητα συνθήματα όπως το «η χούντα δεν έπεσε το ‘73». Να ρωτήσουν τον συγγραφέα και ανθρώπους σαν αυτόν, αυτοί οι ανόητοι, για να μάθουν πότε έπεσε η χούντα.
Στο βιβλίο εκτός από τη φωνή του αφηγητή υπάρχει και η φωνή ενός προσώπου που μιλά σαν να είναι κάποιος άλλος, σαν να είναι κάποιο τρίτο πρόσωπο. Αυτός φαίνεται να λειτουργεί σαν να είναι οι τύψεις του συγγραφέα, τύψεις για επιλογές και λάθη του. Ο αναγνώστης όμως καλό είναι να μη «κολλήσει» σ’ αυτές τις τύψεις, αλλά να μείνει στο μεγαλείο της ψυχικής δύναμης και σωματικής αντοχής αυτού του ανθρώπου/αυτών των ανθρώπων.
Αν γράψω εδώ πως το βιβλίο αποτελεί γροθιά στο στομάχι στις σύγχρονες κοινοτοπίες για τη χούντα, δεν θα γράψω τίποτα ουσιώδες. Το βιβλίο δεν αφορά το πόσο κακό πράγμα είναι οι χούντες. Το βιβλίο είναι προειδοποίηση για το πού μπορούμε να φτάσουμε όσο δεν σεβόμαστε τ’ αγαθά που προσφέρουν οι δημοκρατίες. Και να φανταστούμε πως ο αφηγητής, κατά δήλωσή του, αποσιωπά στοιχεία που θα έκαναν ακόμη πιο ζοφερή αυτή τη φρικτή πραγματικότητα. Αξίζει πολλά μπράβο ο Σερεμέτης και κάθε Σερεμέτης. Αν και σήμερα έχουμε, έστω και κουτσουρεμένο, Κράτος Δικαίου, τους έχουμε πάντα ανάγκη τους Σερεμέτηδες. Και τους εκδοτικούς που εκδίδουν τέτοια βιβλία.
Γιώργος Σιακαντάρης
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Έτσι κι αλλιώς, η αφήγηση αυτή δεν αποτελεί παρά μια εκδοχή των πραγματικών γεγονότων. Μια εκδοχή που ο αφηγητής δεσμεύεται πως είναι ειλικρινής ως προς την ουσία. Στηρίζεται σε όσα κατέγραψαν τα μάτια του, τα αυτιά του, όλο του το κορμί και οι μνήμες του. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν στοιχεία που αποσιωπώνται. Κι ο λόγος είναι ότι ο αφηγητής νοιώθει πως δεν έχει τη δύναμη να τα αποτυπώσει στις πραγματικές τους αποχρώσεις. Ή, ακόμη ότι δεν έχει το δικαίωμα να αγγίξει. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η κατανόηση του αναγνώστη. Κατανόηση για το φορτίο του αφηγητή, μιας και «η φρίκη δεν κουβεντιάζεται» (σ. 15).
Πηγή: in.gr, bookpress.gr