Ίδε το έαρ το γλυκύ… (Μάριος Πλωρίτης)

Την ημέρα που το καλαντάρι έδειχνε 1η Μαρτίου, έτυχε να διαβάσω πως το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο του Λονδίνου είχε την ωραία ιδέα να οργανώσει στην αγγλική πρωτεύουσα ένα Φεστιβάλ αφιερωμένο στο Βυζάντιο. Τα δύο αυτά «άσχετα» ­η ημερομηνία και η αναδρομή ξανάφεραν στον νου μιαν από καιρό ξεχασμένη εικόνα: έναν παλιό μακροσυγγενή, που ήταν «βυζαντινός» κι εκείνος, Κωνσταντινουπολίτης δηλαδή, ναυαγός στην Ελλάδα, μετά τον μικρασιατικό όλεθρο και τον ξερριζωμό του εκεί Ελληνισμού. Ιερόθεος ήταν το («αλλόκοτο», για εμάς) όνομά του κι ερχόταν συχνά στο σπίτι ­ επισκέπτης καλόδεχτος και αφηγητής μαγικός, για τα παιδικά μας αυτιά. Αλλά ξεχωριστά τον θυμάμαι στις αρχές της άνοιξης (να ο συνειρμός), να μπαίνει τραγουδώντας μας:

Τότε, νομίζαμε πως το τραγουδάκι ήταν δικό του, και θαυμάζαμε την ποίηση και την καθαρεύουσά του. Πολύ αργότερα, έμαθα πως το δίστιχο αυτό, όχι μόνο «δημιούργημά» του δεν ήταν, αλλά είχε ηλικία πάνω από 11 αιώνων: ήταν η αρχή από ένα «άσμα ευχετήριον» για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, που το αναμέλπανε τα «μέρη» (οι φατρίες, οι Πράσινοι και οι Βένετοι), στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, πριν αρχίσουν οι ανοιξιάτικοι ιππικοί αγώνες ­το λεγόμενο «μακελλαρικόν ιπποδρόμιον» ή «Λουπερκάλιον», από την ομώνυμη ρωμαϊκή γιορτή. Το έχει, κι αυτό, αποθησαυρίσει η ονομαστή Βασίλειος Τάξις[1], το βιβλίο που περιγράφει καταλεπτώς το τυπικό των αμέτρητων βυζαντινών τελετών και εορτών, και που πιστώνεται στον ίδιο τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο (913-959). Κι είχε περάσει, καταπώς φαίνεται, από γενιά σε γενιά, ως τα χείλη του καλού «θείου».

Αλλά τα κατά Ιερόθεον δεν τέλειωναν εκεί. Ο νοσταλγικός επισκέπτης μάς σιγομουρμούριζε κι ένα άλλο, παλιό, ανοιξιάτικο τραγούδι:

Και πρόσθετε πως, την πρωτομαρτιά, τα παιδιά το τραγουδούσαν γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα (όπως στα κάλαντα) και κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, γι’ αυτό και τα τραγουδάκια αυτά ονομάζονταν «χελιδονίσματα». Αργότερα, πάλι, βρήκα πως τα βυζαντινά και νεοελληνικά «χελιδονίσματα» είχαν αρχαιότατη καταγωγή: στη Ρόδο λ.χ. ­καταπώς λέει ο Αθήναιος[2]­ «εχελιδόνιζαν» με στίχους, σχεδόν κατά λέξη όμοιους:

Και η χελιδόνα, με την άσπρη κοιλιά και τη μαύρη ράχη, πέταξε μέσα στους αιώνες απ’ την ειδωλολατρική Ελλάδα στο χριστιανικό Βυζάντιο και σε διάφορες ελλαδικές περιοχές (Θεσσαλία, Θράκη και αλλού) κι ίσως να κελαϊδάει ακόμα.

Γιατί, βλέπετε, οι Βυζαντινοί, όσο πιστοί χριστιανοί κι αν ήταν, άλλο τόσο έμεναν πιστοί στα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά γιορταστικά έθιμα. Αντίθετα απ’ ό,τι πολλοί νομίζουν, οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, ήταν παθιασμένοι φιλοθεάμονες και φιλέορτοι ­τόσο που ο ρητοροδιδάσκαλος του 4ου αιώνα Λιβάνιος έγραφε πως «Πολύς (ο Διόνυσος) «παρ’ ημίν βακχεύει», ενώ έξι αιώνες αργότερα ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος διαπίστωνε πως: «Φιλοθεάμονες των άλλων ανθρώπων [περισσότερο απ’ όλους είναι οι] Βυζάντιοι»…

Κι ίσα-ίσα, μια απ’ τις παγανιστικές γιορτές που συνέχιζαν οι Βυζαντινοί, ήταν ο Εορτασμός της 1ης Μαρτίου, κληρονομημένος απ’ τη Ρώμη, όταν, εκεί, το έτος άρχιζε την πρωτομηνιά της άνοιξης. Μπορεί, το 46 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας να καθιέρωσε ως πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου, αλλ’ ο εορτασμός έμεινε στα λαϊκά έθιμα. «Μεγάλη και καθολική εορτή, ην [την οποία] σύμπασα εορτάζει ανθρωπίνη ζωή», ονομάζει ο εκκλησιαστικός πατέρας Γρηγόριος Νύσσης τον αγερμό για τον ερχομό της άνοιξης. Και οι γιορταστές ανθοστόλιζαν τα σπίτια τους, γλεντούσαν, χόρευαν, τραγουδούσαν, αντάλλαζαν δώρα ­ και τα παιδιά «εχελιδόνιζαν».

Όμως, η Εκκλησία δεν έβλεπε με διόλου καλό μάτι αυτές τις επιβιώσεις των ειδωλολατρικών εορτών, που απλώνονταν σ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του χρόνου: τις Καλάνδες (αρχές Ιανουαρίου, με θορυβώδεις πομπές και μεταμφιέσεις, ακόμα και σε ζώα), τα Βότα ή Βοτά (την ίδια περίπου εποχή), τον Εορτασμό της 1ης Μαρτίου, που αναφέραμε, τα Ροσάλια ή Ροζάλια (ανοιξιάτικα, κι αυτά), τον μαγιάτικο Μαϊουμά (που ήταν, λέει, η πιο «βακχική» απ’ όλες τις γιορτές), τα Βρουμάλια (που κρατούσαν απ’ τις 24 Νοεμβρίου ως τις 17 Δεκεμβρίου!).

Οι εκκλησιαστικοί πατέρες, και ιδιαίτερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, χαρακτήριζαν τις γιορτές αυτές «σατανικάς», «πομπάς δαιμόνων», «εορτάς οργίων Διονύσου και Αφροδίτης», κι έλεγαν πως, στη διάρκειά τους, «εγίνοντο ορχήσεις απρεπείς, παρά τε γυναίων και ανδρών»… «ορχήματα και βεβακχευμένα άλματα και ασχημοσύναι» ­ όπου έπαιρναν μέρος και οι «επάρατοι» θεατρίνοι, μίμοι και ορχηστές… Ακόμα και τους αυτοκράτορες, που οργάνωναν στο «ιερόν παλάτιον» εορταστικά γεύματα, τους αποκαλούσαν (όπως τον Κωνσταντίνο Ε’) «φιλοδαίμονες». Ακόμα και τα χαριέστατα «χελιδονίσματα», ο Χρυσόστομος τα ονόμαζε «τερατωδίας»…

Συνακόλουθα, οι Οικουμενικές Σύνοδοι ­και προπάντων, η πιο «θεατρομάχος» απ’ όλες, η Πενθέκτη εν Τρούλλω Σύνοδος του 691­ απαγόρευσαν συλλήβδην όλες αυτές τις εκδηλώσεις, επειδή γίνονταν στο όνομα «των παρ’ Ελλησι ψευδώς ονομασθέντων θεών» και, ειδικά, του «βδελυκτού Διονύσου»…

Ωστόσο, άλλαι μεν βουλαί Συνόδων, άλλα δε λαός κελεύει… Πολλά απ’ αυτά τα έθιμα έζησαν και επέζησαν ως τις μέρες μας ­απ’ τα κάλαντα ως το χαρτοπαίγνιο της Πρωτοχρονιάς (οι Βυζαντινοί έπαιζαν με μανία ζάρια, ιδιαίτερα στις γιορτές) κι απ’ τους λουλουδένιους «Μάηδες» ως τις κωμικές πομπές και μεταμφιέσεις της Αποκριάς. Όπως στη γλώσσα, έτσι και στα έθιμα, ο λαός είναι «ο μεγάλος νομοθέτης…».

Αλλ’ ο «θείος Ιερόθεος» είχε κι άλλα καλούδια στο πουγγί του. Στο γαμήλιο τραπέζι ενός νεαρού φιλικού ζευγαριού, σηκώθηκε κι απάγγειλε τούτο το βυζαντινό επιθαλάμιο:

«Άνθη εσώρευσα του αγρού, και εις την παστάδα εισήκα εν σπουδή· ζευγόνυμφον ήλιον είδον εις χρυσέντιμον κλίνην· αλλήλα ηγκαλίζοντο ποθητήν επιθυμίαν· χαρά εις τα κάλλη αυτών τα εγγλυκοθέατα, και ρόδα εις τα ροδοεύμορφα· χαρά εις το ζεύγος το χρυσόν».

Δεν θυμάμαι πώς το μετέφρασε ο ανεξάντλητος «θείος», ούτε αν το επιθαλάμιο «σόκαρε» τους συνδαιτημόνες. Θα μπορούσε ν’ αποδοθεί κάπως έτσι:

«Λουλούδια μάζεψα του αγρού, και γοργά τ’ απόθεσα στη νυφική την κάμαρα. Σαν ήλιον είδα το νιόνυφο ζευγάρι στο πολύχρυσο κλινάρι. Μ’ ερωτική αγκαλιάζονταν λαχτάρα. Χαρά στη γλυκοθώρητη ομορφιά τους, και ρόδα στους ροδόμορφους. Χαρά στο ζευγάρι το χρυσό»[3].

Οι Βυζαντινοί ήταν περισσότερο «μουσικοί» και «τολμηροί» απ’ όσο (θέλουμε να) νομίζουμε…

Ο Μάριος Πλωρίτης (το πραγματικό του όνομα ήταν Μάριος Παπαδόπουλος) γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 19 Ιανουαρίου 1919 και ήταν Έλληνας δημοσιογράφος – επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης και θεατρικός σκηνοθέτης. από παιδί έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στα γράμματα. Διάβαζε και έγραφε νυχθημερόν. Ήταν πτυχιούχος της Νομικής, των Οικονομικών και των Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε θεατρικές σπουδές στην Αγγλία, Γαλλία και στις ΗΠΑ. Διετέλεσε κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου στην εφημερίδα «Ελευθερία» (1945-1965), διευθυντής του θεατρικού τμήματος του ΕΙΡ (1950-1952), καθηγητής της Ιστορίας Θεάτρου στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης (1956-1967) και καθηγητής του πανεπιστημίου του Βενσέν στο Παρίσι. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του Θεάτρου Τέχνης μαζί με τον Κάρολο Κουν. Συνολικά σκηνοθέτησε σε διάφορους αθηναϊκούς θιάσους περίπου 20 θεατρικά έργα, κυρίως την περίοδο 1952-1962. Από το 1971 διετέλεσε καθηγητής θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών.

Υπήρξε ένας απίστευτα ευφυής άνθρωπος με ήθος, ευγένεια, εκπληκτική άρθρωση και χειρισμό της ελληνικής γλώσσας, μέσα από μια υπέροχη και καθάρια φωνή που μάγευε τους μαθητές του. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και μιλούσε επίσης γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Η παρουσία του στην πνευματική ζωή χρονολογείται από τα χρόνια της Κατοχής, οπότε, νεαρός ακόμα 23 ετών, συμμετείχε στην ομάδα του Καρόλου Κουν που ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης (1942). Την ίδια εποχή δημοσίευσε και την πρώτη του μετάφραση έργου του Πιραντέλο «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε». Έκτοτε μετέφρασε πάρα πολλά έργα γνωστών συγγραφέων και συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα ως σκηνοθέτης.

Εκτός από τη συγγραφική – καλλιτεχνική δράση του, ο Πλωρίτης επέδειξε ενδιαφέρον και για τα πολιτικά δρώμενα και με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα άσκησε σφοδρή κριτική στις επιλογές των κυβερνήσεων του συντηρητικού χώρου, ιδίως μετά τα Ιουλιανά του 1965. Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος 1967-1974 διέμεινε στο Παρίσι, όπου ανέπτυξε αντιδικτατορική δραστηριότητα. Μετά τη μεταπολίτευση αφοσιώθηκε κυρίως στα πνευματικά του ενδιαφέροντα, ενδιαφερόμενος πάντα για τα διαδραματιζόμενα στον πολιτικό και εθνικό μας βίο.

Παντρεύτηκε τρεις φορές: με την Έλλη Λαμπέτη το 1950 (χώρισαν το 1953), με τη Μαρίκα Ανεμογιάννη το 1964 και με την Κάτια Δανδουλάκη το 1996 με την οποία έζησαν μαζί συνολικά 35 χρόνια. Έφυγε από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου 2006, σε ηλικία 87 ετών.

Τα έργα που μας άφησε ο Μάριος Πλωρίτης είναι πολύτιμα ακόμα και σήμερα, μια μοναδική παρακαταθήκη. Ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο κάνοντας μεταφράσεις έργων μεγάλων συγγραφέων, αλλά έγραψε και έρευνες, δοκίμια, σκέψεις, υπέροχα βιβλία που βοήθησαν και βοηθούν χιλιάδες ανθρώπους. Ήταν ο άνθρωπος που συνέδεσε τον πολιτισμό με την πολιτική σκέψη, που έκανε αναλύσεις, κριτικές για τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Όσο για τις μεταφράσεις του σε θεατρικά έργα, που κάποιες παίζονται και μέχρι σήμερα, έκανε γνωστά στους Έλληνες έργα των Eugene O’ Neill, André Roussin, Rainer Maria Rilke, Georges Feydeau, Terrence McNally, Carlo Goldoni, Harold Pinter, Jean Anouilh, Luigi Pirandello, August Strindberg, Jean Cocteau, Anna Reynolds, Anton Chekhov, Tennessee Williams, Henrik Ibsen, Bertolt Brecht, Peter Weiss, Ugo Betti κ.ά. Υπήρξε ένας άνθρωπος που ήταν βουτηγμένος στα βιβλία και στα γραπτά του και που πρόσφερε στον ελληνικό πολιτισμό και στο θέατρο όσο κανένας άλλος, ήταν αυτός που έκανε γνωστούς στην νεώτερη Ελλάδα όλους τους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς.

Υποσημειώσεις:
[1] Βιβλίο Β’, 82 (73), 27.
[2] Δειπνοσοφισταί, VIII, 360C.
[3] Κι αυτό, από την Βασίλειον Τάξιν, Βιβλ. Β’, 90 (81), 13.

Πηγές:
Γι’ αυτά τα εορταστικά έθιμα, βυζαντινά και νεοελληνικά, βλ.: Στιλπ. Κυριακίδου, «Ελληνική Λαογραφία», τόμ. Α’, 1922, 1965, σελ. 56-57. Φ. Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και Πολιτισμός», Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1948, τόμ. Β’, α’, σελ. 19-23. Γ.Α. Μέγα, «Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας», 1956. Δημ. Λουκάτου, «Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1978, σελ. 262-265. Π. Μαστροδημήτρη, «Η Ποίηση του Νέου Ελληνισμού», Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, 1991, σελ. 30,67.

Πηγές: tovima.gr, parapolitika.gr

Σχολιάστε