
Αγία Μαρίνα, Αίγινα
Τα τζιτζίκια είναι οι πρωταγωνιστές του ελληνικού καλοκαιριού και φορείς μιας πανάρχαιας συναρπαστικής ιστορίας
Τα τζιτζίκια
Η Παναγιά τα πέλαγα
κρατούσε στην ποδιά της.
Την Σίκινο, την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της.
Ε! σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
Ζει και ζει και ζει…
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες.
Ε! σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
Ζει και ζει και ζει…
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
Ε! σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.
Ζει και ζει και ζει…
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.
Οδ. Ελύτης, 1972

Οι τροβαδούροι του καλοκαιριού με την πανάρχαια ιστορία
Ένα από τα ορόσημα αυτής της εποχής, που μας φέρνει μνήμες από τα πιο ανέμελα καλοκαίρια της ζωής μας, είναι τα τζιτζίκια, αυτοί οι ακούραστοι τραγουδιστές! «Σκάει ο τζίτζικας» είναι η χαρακτηριστική φράση όταν έχει πολλή ζέστη. Τι ξέρουμε όμως για το κατ’ εξοχήν σύμβολο του καλοκαιριού; Ποιο είναι το σπάνιο έντομο που ζει μέσα στην γη σαν ταπεινό σκουλήκι για 17 χρόνια και αναδύεται από το χώμα για να μεταμορφωθεί σε φτερωτή προνύμφη με διάφανα φτερά και μια συρτή μονότονη φωνή, αναζητώντας το θηλυκό του ταίρι για να ολοκληρώσει τη σύντομη ζωή του;

Άγγελοι των Μουσών
Για τους αρχαίους Έλληνες τα τζιτζίκια ήταν οι άγγελοι των Μουσών στη γη, ενώ στην αρχαία Αθήνα ο περίφημος «τέττιξ των Αθηναίων» ήταν περήφανο σύμβολο της αυτόχθονης Αθηναϊκής καταγωγής την οποία οι Αθηναίες καταδείκνυαν φορώντας περόνες (καρφίτσες) και άλλα στολίδια, που απεικόνιζαν τον Χρυσό Τέττιγα, ως στόλισμα στα μαλλιά τους.

Ο Πλάτωνας, στον Φαίδρο, μας λέει ότι «όταν ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι των Μουσών πάνω στη γη, οι άνθρωποι τόσο αναστατώθηκαν που βάλθηκαν να τις μιμούνται σε σημείο που ξέχναγαν να φάνε και να πιούνε. Τόσο, που πέθαναν χωρίς να το καταλάβουν. Και από εκείνους γεννήθηκε τότε το είδος των τζιτζικιών». Στα σημερινά αυτιά το τραγούδι των τζιτζικιών ακούγεται περισσότερο επίμονο και μονότονο παρά μαγευτικό. Είναι όμως φανερό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν το άκουγαν με το ίδιο αυτί, αλλά για εκείνους το τραγούδι των τζιτζικιών ήταν φορέας ανάμνησης και πάνω απ’ όλα φορέας μηνύματος. Γιατί τα τζιτζίκια ήταν οι άγγελοι των Μουσών πάνω στη γη και διαβίβαζαν στους θεούς τα σέβη των ανθρώπων.

Το εσωτερικό Αττικής οριζόντιας ραβδωτής φιάλης με πήλινο τζιτζίκι
στον ομφαλό της. Στο εξωτερικό της φέρει την υπογραφή του αγγειοπλάστη
Σωτάδη (ca 460 π.Χ.) Σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Βοστώνη, ΗΠΑ

Το τραγούδι τους, έστω και μεσημεριανή ώρα, όταν ζέστη και αντηλιά κάνουν το χώμα ένα ζωντανό μαγκάλι και τον ίσκιο ένα ζωτικό καταφύγιο, ήταν ένα τραγούδι εγρήγορσης, που κατά κάποιον τρόπο έλεγε στον άνθρωπο: «Εγέρσου – ξύπνα, εγέρσου – ξύπνα …». Φασαριόζικα, σίγουρα, βλέπε εκνευριστικά, μα και άγρυπνοι φύλακες και ως και διδακτικά, τέτοια ήταν για τους αρχαίους Έλληνες η φύση και ο λόγος ύπαρξης των τζιτζικιών. Για εκείνους που στην εποχή τους το γνώριζαν, ο μύθος του Πλάτωνα θα έπρεπε ιδίως να έχει ένα ηθικό και φιλοσοφικό νόημα.
Ο Αίσωπος για τον Τζίτζικα


Ιδιαίτερα γνωστός έγινε όμως αυτός ο μικρός ήρωας του καλοκαιριού και μέσα από τον περίφημο και διδακτικό μύθο του Αισώπου «Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας» όπου ο σοφός Αίσωπος περιγράφει το τζιτζίκι ανέμελο και επιπόλαιο, να περνά ολόκληρο το καλοκαίρι διασκεδάζοντας και τραγουδώντας, σε σχέση με το προνοητικό και συνετό μυρμήγκι που κατά τη διάρκεια του θέρους συλλέγει και αποθηκεύει ακούραστα την τροφή του για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του στον σκληρό χειμώνα που ακολουθεί.
Ο αρχαίος μύθος του Τιθωνού

Η Ηώς καταδιώκει τον Τιθωνό

Οι πρόγονοί μας συνήθιζαν να ερμηνεύουν το ανεξήγητο με κάποιον μύθο στον οποίο, κατά κανόνα, οι θεοί έπαιζαν επικίνδυνα με τους ανθρώπους και τους ξεγελούσαν με ερωτική ιερή μανία, οδηγώντας τους νομοτελειακά στο αδιέξοδο της θνητής τους μοίρας. Έτσι έπλασαν οι αρχαίοι Έλληνες συναρπαστικά και τον μύθο της θεάς της αυγής Ηούς και του πανέμορφου νέου Τιθωνού. Ο Τιθωνός ήταν πρίγκιπας της δοξασμένης Τροίας, κατά μία εκδοχή αδερφός του βασιλιά της Πριάμου και κατ’ άλλη, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, κόρης του θεού ποταμού, ή της Πλακίας, κόρης του Οτρέα, ή της Λευκίππης, όπως ιστορείται από τον Απολλόδωρο.

Francesco Solimena, Ηώς και Τιθωνός, 1704 (Μουσείο Getty)
Η Ηώς (λατ. Aurora) ερωτεύτηκε παράφορα τον Τιθωνό και τον απήγαγε, προκειμένου να ζήσει μαζί του το πάθος της, χαρίζοντάς του την αθανασία για την ανταπόκρισή του στον έρωτά της. Με τον Τιθωνό η Ηώς απέκτησε δύο γιούς, τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα. Όμως, κυριευμένη από το πάθος, η Ηώς παρέλειψε να ζητήσει από τον παντοδύναμο Δία να εμφυσήσει στον εραστή της την αιώνια νιότη. Έτσι το ανελέητο γήρας άρχισε να φθείρει τον άλλοτε ωραίο και δυνατό Τιθωνό και να τον συρρικνώνει, μετατρέποντάς τον σε ένα γερασμένο και ανήμπορο άντρα με γλυκιά μελωδική φωνή και καλή καρδιά. Όμως η φθαρμένη εικόνα του απωθούσε πια ερωτικά την αθάνατη «ηριγένεια θεά» που ήταν αθάνατη και πάντα νέα.

Ηώς και Τιθωνός
Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς δεν μπορούσε πια να τον βλέπει, όμως τον λυπήθηκε και ζήτησε από τον Δία να τον μεταμορφώσει σε ζαρωμένο έντομο που μιλά ακατάπαυστα και που δεν είναι άλλο …από το τζιτζίκι. Με τον τρόπο αυτό ο δεινός αοιδός του καλοκαιριού μεταλλάσσεται από σκουλήκι σε έντομο με φτερά και μονόχορδη φωνή, που τραγουδάει ακατάπαυστα λίγο πριν ζευγαρώσει, για να πεθάνει αμέσως μετά, βιώνοντας και ενσαρκώνοντας τις αέναες μεταμορφώσεις του κύκλου της ζωής, της φύσης, της δημιουργίας και του θανάτου. Έτσι έμεινε και ως τις μέρες μας η φράση «ὑπὲρ τὸν Τιθωνὸν ζῆν» που λέγεται για άνθρωπο που παραμένει στη ζωή αν και έχει φθάσει σε πολύ βαθιά γεράματα.
Το τζιτζίκι στη φύση

Ο τζίτζικας είναι έντομο της οικογένειας των τετιγιδών και υπάρχουν πολλά είδη του. Αν και έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για έντομα (2-5 εκ.) είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα τζιτζίκια, γιατί το χρώμα τους είναι παρόμοιο με το χρώμα των κορμών των δένδρων και έτσι καταφέρνουν να περνούν απαρατήρητα μέσω αυτού του είδους του «καμουφλάζ». Το σώμα του εντόμου είναι πεπλατυσμένο, το κεφάλι του κοντό και πλατύ, έχει πέντε μάτια, δύο μεγάλα, κανονικά και τρία μικρότερα, βοηθητικά. Τα φτερά του είναι φτιαγμένα από λεπτή διαφανή μεμβράνη και τα πόδια του λεπτά και μακριά. Το χρώμα του σε γενικές γραμμές είναι μαύρο. Όμως διακρίνουμε σ’ αυτόν και διάφορες αποχρώσεις κίτρινου και καφέ.

Ο τζίτζικας είναι κουφός. Αυτό το απέδειξε ένας δήμαρχος του Μαγδεμβούργου τον περασμένο αιώνα, πυροδοτώντας ένα κανόνι κάτω από ένα πλατάνι της πλατείας πάνω στο οποίο τερέτιζαν χιλιάδες τζιτζίκια, χωρίς εκείνα να σταματήσουν από τον εκκωφαντικό κρότο. Το αρσενικό τζιτζίκι τραγουδά και το θηλυκό γεννά άπειρες νύμφες που επιστρέφουν στη γη για να μεταμορφωθούν και να ολοκληρώσουν τον αέναο κύκλο της Φύσης που αναγεννάται.

Πράγματι, κάθε Ιούλιο και Αύγουστο τα θηλυκά τζιτζίκια γεννούν τ’ αυγά τους μέσα σε τρύπες που κάνουν στους μαλακούς βλαστούς των δέντρων. Στο τέλος του καλοκαιριού γεννιούνται οι προνύμφες που κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν τρύπες μέσα στη γη και εκεί ζουν ως σκουλήκια από 4 έως 17 χρόνια (ανάλογα τη ράτσα). Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν τουλάχιστον 2.500 είδη τζιτζικιών, τα οποία μπορούν να χωριστούν χονδρικά σε τρεις κατηγορίες. Κάποια ζουν 17 χρόνια κάτω από τη γη, άλλα 13 και κάποια μόνο 4. Τα έξι είδη τζιτζικιών που συναντάμε στην Ελλάδα, είναι από αυτά που ζουν 4 χρόνια κάτω από τη γη.

Τα τζιτζίκια δεν μπορούν να δαγκώσουν ούτε να τσιμπήσουν. Η μόνη τους άμυνα είναι ότι αναδύονται κατά εκατομμύρια (πρόκειται για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εντόμων στη γη) και το μοναδικό τους μέλημα είναι, σκαρφαλώνοντας, ν’ αναζητούν ασφαλές μέρος να κουρνιάσουν στο οποίο θα μεταλλαχθούν, ξεκινώντας έτσι τις λιγοστές τελευταίες εβδομάδες της 17χρονης ζωής τους.

Αν καταφέρουν να επιβιώσουν μεταμορφώνονται σε νύμφες βγαίνουν στην επιφάνεια, σκαρφαλώνουν στα δέντρα, βγάζουν φτερά και αρχίζουν να τραγουδούν. Ένα τραγούδι – ερωτικό κάλεσμα (που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο δυνατούς ήχους της φύσης) και, ταυτόχρονα, μια αντίστροφη μέτρηση έως τον θάνατο, περίπου 6 εβδομάδες μετά. Ωστόσο, αρκετά από αυτά δεν επιζούν για να βρουν το ταίρι τους, γιατί έχουν παγιδευτεί στα κουκούλια τους είτε έχουν ανωμαλία στα φτερά τους, με αποτέλεσμα να γίνονται τροφή για άλλα ζώα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τζιτζίκι για τον ιδιαίτερο ηχητικό σχηματισμό που υπάρχει ανάμεσα στον θώρακα και την κοιλιά του μέσω του οποίου παράγεται το ιδιόμορφο τερέτισμα, που είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των τζιτζικιών και ακούγεται αδιάκοπα τις ζεστές καλοκαιρινές ημέρες. Ο σχηματισμός αυτός αποτελείται από δύο κοιλότητες που χωρίζονται από λεπτή, τεταμένη μεμβράνη που ονομάζεται «τερετίζων υμένας». Κάθε φορά που δονείται η μεμβράνη αυτή, παράγεται ο χαρακτηριστικός ήχος.

Αφού λοιπόν ολοκληρώσουν τη σκληρή εργασία τους ως σκουλήκια κάτω από τη γη, επί 4 έως 17 χρόνια, τα τζιτζίκια αλλάζουν φορεσιά, μεταμορφώνονται στο γνωστό μας καλοκαιρινό έντομο και πάνε διακοπές για 4 έως 6 εβδομάδες, στο τελευταίο καλοκαίρι της ζωής τους. Στις διακοπές τους οι αρσενικοί θέλουν να ζευγαρώσουν. Έτσι τραγουδούν δυνατά (γιατί είναι κουφοί) καλώντας τον ερωτικό τους σύντροφο τη θηλυκιά (που είναι βουβή). Αμέσως μετά το ζευγάρωμα, τα θηλυκά γεννούν τ’ αυγά τους σε τρύπες (στα κλαδιά που έχουν ανοίξει νωρίτερα σκάβοντάς τα) και αποθηκεύουν εκατοντάδες αυγά στο εσωτερικό τους. Με αυτή τους την πράξη η ζωή τους φτάνει στην ολοκλήρωση και έκτοτε πεθαίνουν φθάνοντας στο τέλος του κύκλου της ζωής τους.
Πηγή: familytime.gr, justanumber.gr, kaliterilamia.gr, viannitika.gr