
Ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής υπερρεαλιστικής ποίησης, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου 1919. Γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα, αλλά και δισέγγονος του ξακουστού υδραίου ναυμάχου του ’21 Γεωργίου Σαχτούρη, ο Μίλτος σπούδασε νομικά χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Η καταγωγή του από μια σχετικά εύπορη οικογένεια του έδωσε τη δυνατότητα να αφιερωθεί αποκλειστικά στην ποίηση χωρίς το άγχος του βιοπορισμού.
Ο Σαχτούρης πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο των γραμμάτων το 1938, όταν δημοσίευσε (με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης) ένα διήγημα στο περιοδικό «Εβδομάδα». Άρχισε να γράφει ποιήματα την άνοιξη του 1941, ενώ το 1943 γνώρισε τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Η πρώτη εμφάνιση του Σαχτούρη ως ποιητή, κατόπιν παροτρύνσεως του Ελύτη, έγινε το 1944 στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα».
Έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε και η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Η λησμονημένη». Τα ποιήματά του έγιναν αρχικώς δεκτά με επικριτικά σχόλια, και η καταξίωσή του άρχισε να γίνεται πραγματικότητα μόλις από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Σαχτούρη είναι ο αντιλυρικός χαρακτήρας και το παράλογο (θεωρείται εισηγητής της ποίησης του παραλόγου στην Ελλάδα).
Ο άνθρωπος των ποιημάτων του διακατέχεται από αγωνία και ασφυκτιά, μέσα σε έναν κόσμο κλειστό και εχθρικό. Ο λόγος του -λιτός, σοβαρός και εμμέσως πολιτικός- αντλεί τη δύναμή του από την καίρια χρήση της λέξης και του συμβόλου, που αυτονομείται και αποκτά τη δική του, ξεχωριστή οντότητα, καθώς σημαίνει το αναπόδραστο.
Ο Σαχτούρης ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση έργων των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Φραντς Κάφκα, ενώ συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής πορείας του τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα στίγματα» (1963), με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Εκτοπλάσματα» (1987) και με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (2003). Απεβίωσε στην Αθήνα, στις 29 Μαρτίου 2005.

Μίλτος Σαχτούρης
(1919-2005)
Ποιήματα
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Η λησμονημένη»)
Ὁ σωτήρας

Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι
Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη
Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου
Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία
Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους.
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Η πληγωμένη άνοιξη»)
Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη τεντώνει τὰ λουλούδια της
οἱ βραδινὲς καμπάνες τὴν κραυγή τους
κι ἡ κάτασπρη κοπέλα μέσα στὰ γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα τὸ αἷμα
ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε
ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια ποὺ σφάχτηκαν
γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνα πύργος κατακόκκινος
μ᾿ ἕνα ρολόγι καὶ δυὸ μαύρους δεῖχτες
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα σύννεφο
κι οἱ δεῖχτες σὰ σταυρώνουν θά ῾ρχεται ἕνα ξίφος
τὸ σύννεφο θ᾿ ἀνάβει τὰ γαρίφαλα
τὸ ξίφος θὰ θερίζει τὸ κορμί της.
Τὰ δῶρα

Σήμερα φόρεσα ἕνα
ζεστὸ κόκκινο αἷμα
σήμερα οἱ ἄνθρωποι μ᾿ ἀγαποῦν
μιὰ γυναίκα μοῦ χαμογέλασε
ἕνα κορίτσι μοῦ χάρισε ἕνα κοχύλι
ἕνα παιδὶ μοῦ χάρισε ἕνα σφυρί.
Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό.
Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής.
Ὀρυχεῖο

Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ
νυχτερινὴ
φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα
ἕνα βαγόνι περνάει ἀπὸ πάνω μου προσεχτικὰ
ψάχνει τὶς ἀποστάσεις του μὴ μὲ χτυπήσει
ἐγὼ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε
πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιὲς
γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
τὰ μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ
τὸ στόμα μου ἄσπρισε καὶ μὲ πονάει
τὰ χέρια μου εἶναι πέτρινα
τὰ πόδια μου εἶναι ξύλινα
μὲ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρὰ παιδιὰ
δὲν ξέρω πῶς γίνηκε καὶ μὲ φωνάζουν μ ά ν α
Θέλησα νὰ σοῦ γράψω γιὰ τὶς παλιές μας τὶς χαρὲς
ὅμως ἔχω ξεχάσει νὰ γράφω γιὰ πράγματα
χαρούμενα
Νὰ μὲ θυμᾶσαι.
Ὁ οὐρανός

Πουλιὰ μαῦρες σαΐτες τῆς δύσκολης πίκρας
δὲν εἶν᾿ εὔκολο πράμα ν᾿ ἀγαπήσετε τὸν οὐρανὸ
πολὺ μάθατε νὰ λέτε πὼς εἶναι γαλάζιος
ξέρετε τὶς σπηλιές του τὸ δάσος τοὺς βράχους του;
ἔτσι καθὼς περνᾶτε φτερωτὲς σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τὴ σάρκα σας πάνω στὰ τζάμια του
κολλοῦν τὰ πούπουλά σας στὴν καρδιά του
Καὶ σὰν ἔρχεται ἡ νύχτα μὲ φόβο ἀπ᾿ τὰ δέντρα
κοιτᾶτε τ᾿ ἄσπρο μαντίλι τὸ φεγγάρι του
τὴ γυμνὴ παρθένα ποὺ οὐρλιάζει στὴν ἀγκαλιά του
τὸ στόμα τῆς γριᾶς μὲ τὰ σάπια τὰ δόντια του
τ᾿ ἄστρα μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ μὲ τοὺς χρυσοὺς σπάγγους
τὴν ἀστραπὴ τὸν κεραυνὸ τὴ βροχή του
τὴ μακριὰ ἡδονὴ τοῦ γαλαξία του.
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο»)
Ἡ σκηνή

Ἀπάνω στὸ τραπέζι εἴχανε στήσει
ἕνα κεφάλι ἀπὸ πηλὸ
τοὺς τοίχους τοὺς εἶχαν στολίσει
μὲ λουλούδια
ἀπάνω στὸ κρεβάτι εἴχανε κόψει ἀπὸ χαρτὶ
δυὸ σώματα ἐρωτικὰ
στὸ πάτωμα τριγύριζαν φίδια
καὶ πεταλοῦδες
ἕνας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στὴ γωνιά
Σπάγγοι διασχίζαν τὸ δωμάτιο ἀπ᾿ ὅλες
τὶς πλευρὲς
δὲ θά ῾ταν φρόνιμο κανεὶς
νὰ τοὺς τραβήξει
ἕνας ἀπὸ τοὺς σπόγγους ἔσπρωχνε τὰ σώματα
στὸν ἔρωτα
Ἡ δυστυχία ἀπ᾿ ἔξω
ἔγδερνε τὶς πόρτες.
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο κόσμο», 1958)
Τὸ μαρτύριο

Μοσχοβολοῦσε τὸ φεγγάρι
σκύλοι μ᾿ ἄσπρα λουλούδια στὸ κεφάλι
περνούσανε στὸ δρόμο ἐκστατικοὶ
κι ὁ δρόμος κάτω ἔφεγγε ἀπὸ κρύσταλλο
καὶ μέσα φαίνονταν
τὰ σφυριὰ καὶ τὰ μαχαίρια
Μέσα στὰ χέρια μου ἔσπασα τὸ κρύσταλλο
Καὶ τότε εἶδα τὸ κόκκινο τὸ σύννεφο
νὰ μεγαλώνει ν᾿ ἀνάβει τὴν καρδιά μου
καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ γκρίζο σὰν καπνὸς
ν᾿ ἀδειάζει ἀπὸ μέσα μου νὰ φεύγει.
Ἡ Μαρία

Ἡ Μαρία σκεφτικὴ ἔβγαζε τὶς κάλτσες της
Ἀπὸ τὸ σῶμα της ἔβγαιναν
φωνὲς ἄλλων ἀνθρώπων
ἑνὸς στρατιώτη ποὺ μιλοῦσε σὰν ἕνα πουλὶ
ἑνὸς ἀρρώστου ποὺ εἶχε πεθάνει ἀπὸ πόνους προβάτων
καὶ τὸ κλάμα τῆς μικρῆς ἀνεψιᾶς τῆς Μαρίας
ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες εἶχε γεννηθεῖ.
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε ἔκλαιγε
τώρα ἡ Μαρία γελοῦσε
ἅπλωνε τὰ χέρια της τὸ βράδυ
ἔμενε μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ.
Ὕστερα σκοτείνιαζαν τὰ μάτια της
μαῦρα μαῦρα θολὰ σκοτείνιαζαν.
Τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε
τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε.
Τότε ἡ Μαρία
σιγὰ-σιγὰ ἄνοιγε τὰ χέρια της
ἄρχιζε νὰ πετάει
γύρω-γύρω στὸ δωμάτιο.
Ὁ στρατιώτης ποιητής

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου
Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου
Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη»)
Ἡ φεγγαράδα

Ἀπὸ αἷμα πουλιῶν πλημμυρισμένο
κρυμμένο μένει τὸ φεγγάρι
πότε πίσω ἀπὸ δέντρα
πότε πίσω ἀπὸ θηρία
πότε πίσω ἀπὸ σύννεφα
μὲ θόρυβο ποὺ ξεκουφαίνει τὰ φτερὰ ἀγγέλων
κάτι θέλουν νὰ ποῦν κάτι σημαίνει
εἶναι ἀκόμα καλοκαίρι
ὅμως μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ θειάφι φράζει τὸ χειμώνα
δὲν ἔχει οὔτε καρέκλα νὰ καθίσεις
καὶ οἱ καρέκλες ἔφυγαν στὸν οὐρανό
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Το σκεύος»)
Τὰ χελιδόνια μου

Δὲ σᾶς γνωρίζω ἐφέτος
καημένα χελιδόνια μου
πετᾶτε ἄραγε ὅπως ἄλλοτε
ἢ μήπως σὲ ρόδες πάνω νὰ κυλᾶτε
ὅμως τὸ μάτι σας γιατί ἔτσι μεγάλωσε
τεράστιο
τεράστιο καὶ πορφυρὸ
μονάχα ὁ οὐρανὸς σᾶς ἔχει ἀπομείνει
μὰ νά ῾ναι γιὰ σᾶς τώρα Οὐρανός;
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Χρωμοτραύματα», 1980)
Τὰ Γράμματα

Θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
ἔριξες τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι μὲς στὴ
θάλασσα
στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ νεκρὸ κρανίο
κι ὅλα τὰ βουλιαγμένα καράβια βγῆκαν
στὸν ἀφρὸ
κι ὁ καπετάνιος ζωντανὸς
κι οἱ ναύκληροι νὰ χαμογελᾶνε
εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
καὶ στὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου τοῦ προγονικοῦ
ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου
κουνᾶνε τὰ μαντήλια τους καὶ χαιρετᾶνε

τὰ ποιήματά μου ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ
τὰ διαβάσουν
ἔχουν ξεχάσει νὰ διαβάζουν
λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ τὸ δέλτα ἔψιλον
καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέματα
στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κόκκινου γελαστοῦ
κρανίου μὲ ξεγέλασες
γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέλασα
καὶ μὲ πιστέψατε
κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ σκιὲς
πάντα θὰ γράφω ποιήματα
Σὰν Πανηγύρι

Ἡ Κυρα-Λένη ὅλη μέρα τραγουδάει
δὲν τὸ καταλαβαίνει ὅτι κλαίει
Κάθε βράδυ ἡ μάννα μου
μὲ ταΐζει χῶμα
ἔγινα καθὼς φαίνεται
πουλὶ ἱστορικό
νεκρὸ πουλὶ ἀκονίζω τὰ μαχαίρια μου
ἡ Ἱστορία (βλέπετε) δὲν κάνει διάκριση
νεκρὸς ἢ
ζωντανός.
Εὐλογημένη Κυριακὴ
καταραμένη μέρα
ποὺ μ᾿ ἕνα χτύπημα
ὁ θεοκόπος
μ᾿ ἔσπασε στὰ δυό.
Οι απομείναντες

Ὅμως ὑπάρχουν ἀκόμα
λίγοι ἄνθρωποι
ποὺ δὲν εἶναι κόλαση
ἡ ζωή τους
ὑπάρχει τὸ μικρὸ πουλὶ ὁ κιτρινολαίμης
ἡ Fraülein Ramser
καὶ πάντοτε τοῦ ἥλιου οἱ ἀπομείναντες
οἱ ἐρωτευμένοι μὲ ἥλιο ἢ μὲ φεγγάρι
ψάξε καλὰ
βρές τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικὰ
γιατί ὅσο πᾶν καὶ λιγοστεύουν
λιγοστεύουν.
Ο νεκρός τις γιορτές

Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια
σὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα
(αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου
δὲ θέλει δῶρα
δὲ θέλει χρήματα
πάγο καὶ χρόνια
χιόνια καὶ πάγο
σκισμένα ροῦχα
ἀχνὰ παπούτσια
ὁ χρυσὸς νεκρὸς
θὰ βγεῖ ἔξω
δὲν τὸν γνωρίζει κανένας
τὸν ἀλήτη νεκρὸ
θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο
νὰ πιεῖ τὸν καφέ του
κι ὕστερα πάλι
σὲ λίγες μέρες
ἥσυχα θὰ πεθάνει
(ὁ νεκρός)
ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος
κι ὅλες οἱ ρόδες
κόκκινες ὅπως πρῶτα
θὰ γυρίζουν πάλι.
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Καταβύθιση», 1990)
Ησυχάστε

Πρωὶ πρωὶ καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι μου,
εἶδα τὸ ἀγγελτήριο τοῦ θανάτου μου.
«Τὸν ἀγαπημένο μας φίλο…» ἔγραφε.
Ὥστε λοιπὸν δὲν εἶχα συγγενεῖς.
Πῆρα γρήγορα ἕνα ταξὶ κι ἀνέβηκα στὴν Κηφισιά.
Σ᾿ ὅλο τὸν δρόμο ὑπῆρχαν τεράστια πανὼ ποὺ
γράφαν:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».
Στὴν Κηφισιὰ εἶχα ραντεβοὺ μὲ τὸν Διάβολο.
Καθόταν σ᾿ ἕνα καφενεῖο καὶ μὲ μία μαύρη βούρτσα
βούρτσιζε τὰ ροῦχα του.
– Ἐντάξει, μοῦ εἶπε, εἶναι ὅλα κανονισμένα.
– Σᾶς ἐξασφαλίσαμε ἀκόμα καὶ νερό.
– Ἡσυχάστε
– Ἡσυχάστε
– Ἡσυχάστε.
Τα νησιά

Ὁ Ἔρωτας εἶναι ὁ θάνατος
καθὼς περιμένω μέρες καὶ μέρες
γιὰ νὰ γυρίσεις
ἔτσι ποὺ τριγυρίζεις τὰ νησιὰ
νησιὰ θανάτου καθὼς περιμένω
τόσες ἡμέρες κι ὦρες θανάτου
γιὰ νὰ γυρίσεις
γιατί ἔρωτας εἶναι ὁ θάνατος
ἀπ᾿ τοῦ θανάτου τὰ νησιὰ
νὰ ξαναρθεῖς.
(ἀπὸ τὴ συλλογή «Έκτοτε» 1996)
Η Μητέρα

Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦταν
γεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ
πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν.
Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα.
Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη,
μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα
συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας.
Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά…
Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του.
Το σπίτι μου

Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου… Γύρω
Πέφταν μεγάλα ἀγκωνάρια ἀπό τοὺς
τοίχους τῶν ἄλλων σπιτιῶν ποὺ γκρεμίζονταν
καὶ εἶναι θαῦμα πῶς δὲν πέφταν πάνω μου.
Προχωροῦσα λοιπὸν μέσα στὸ βουητὸ καὶ τὸ κακό,
καὶ νά, ξαφνικὰ βρέθηκα
μπροστὰ στὸ σπίτι μου, ποὺ ἦταν ἀκόμη
ὄρθιο.
Στάθηκα λοιπὸν στὴν ἐξώπορτα καὶ
καθὼς προχώρησα πρὸς τὴ μεγάλη
πόρτα τοῦ σαλονιοῦ, εἶδα τὸ Χριστό,
μέσα σὲ λάμψη, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα
στὰ πλάγια νὰ μὲ κοιτάζει αὐστηρά.
Ἀνατρίχιασα, κοπῆκαν τὰ πόδια μου,
ἔγειρα καὶ ἔπεσα κάτω λιπόθυμος.
Η Αγρύπνια

Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα
καὶ τόση μαύρη πίκρα.
(από τη συλλογή «Μη κατανεμημένα»)
Οι εχθροί της Άνοιξης

Ἔρχεται φέτος κουρασμένη
ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι
στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.
Αὐτὴ ὅμως
μὲ κρότο
ἀνάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.
Ποιήματα (1945-1971)
(εκδ. Κέδρος, 2000)

Ἕνας μεγάλος οὐρανὸς γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αἴθουσες δωρικὲς κολῶνες
τὰ πεινασμένα τὰ φαντάσματα
καθισμένα σὲ καρέκλες στὶς γωνιὲς
νὰ κλαῖνε
τὰ δωμάτια μὲ τὰ νεκρὰ πουλιὰ
ὁ Αἴγιστος τὸ δίχτυ ὁ Κώστας
ὁ Κώστας ὁ ψαρὰς ὁ πονεμένος
ἕνα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα ποὺ ἀνεμίζουνε
νεράντζια σπᾶνε τὰ τζάμια στὰ παράθυρα
καὶ μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας σκοτωμένος
ὁ Ὀρέστης σκοτωμένος
ὁ Ἀλέξης σκοτωμένος
σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες στὰ παράθυρα
καὶ μπαίνουν μέσα
ὁ Κώστας ὁ Ὀρέστης ὁ Ἀλέξης
ἄλλοι γυρίζουνε στοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πανηγύρι
μὲ φῶτα μὲ σημαῖες μὲ δέντρα
φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει κάτω
φωνάζουν τὴ Μαρία νὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ
τ᾿ ἄλογα τ᾿ Ἀχιλλέα πετοῦν στὸν οὐρανὸ
βολίδες συνοδεύουνε τὸ πέταμά τους
ὁ ἥλιος κατρακυλάει ἀπὸ λόφο σὲ λόφο
καὶ τὸ φεγγάρι εἶναι ἕνα πράσινο φανάρι
γεμάτο οἰνόπνευμα
τότε νυχτώνει ἡ σιωπὴ τοὺς δρόμους
καὶ βγαίνει ὁ τυφλός με τὸ μπαστούνι του
παιδιὰ τὸν ἀκoλουθᾶνε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν
δὲν εἶναι ὁ Οἰδίποδας
εἶναι ὁ Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς
παίζει μίαν ἐξαντλητικὴ θανάσιμη φλογέρα
εἶναι ὁ νεκρὸς Ἠλίας τῆς λαχαναγορᾶς.
Φθινόπωρο

Τί γυρεύει τὸ κορίτσι
στὸ σκοτάδι τῆς καρέκλας;
γρήγορα
καθὼς νυχτώνει τὸ φθινόπωρο
γδύνεται
μὲ σύννεφα μπροστὰ στὰ μάτια
μὲ τὴ βροχὴ μέσ᾿ στὸ κεφάλι
μὲ τὴ βελόνα στὴν καρδιὰ
βγάζει τὶς κάλτσες
βγάζει τὰ λουλούδια
πετάει τὸ φωτοστέφανο
ἔξω τὰ φύλλα τοῦ καιροῦ βάφονται μέσ᾿ στὸ αἷμα.
Τὸ καναρίνι
Τὸν ἔστησαν ἐκεῖ ὅπου φυσάει ὁ πιὸ
ἄγριος ἄνεμος τὸν ἔταξαν στὶς παγωνιὲς
τοῦ δῶσαν ἕνα φόρεμα μαῦρο καὶ μία γραβάτα κόκκινη
ἕναν ἥλιο τρυπημένο μὲ καρφὶ
νὰ στάζει μαῦρα γυαλιὰ αἷμα πάνω στὸ δηλητήριο
ἕνα κοντάρι κι ἕνα καναρίνι
τὸν ἔστησαν ἐκεῖ ὅπου τινάζεται ὁ πόνος
τὸν ἔδωσαν στὸ θάνατο νὰ λάμπει ἀσημένιος
Ὁ Ἅγιος
Αὐτὸς κοιτοῦσε βαθιὰ
βαθιὰ
μεσ᾿ στὸ πηγάδι
τὸ βάθος του
δὲν τελείωνε
σὲ τούτη τὴ ζωὴ
οἱ σάρκες ξεκολλούσανε κι ἔπεφταν μία-μία
σε λίγο δὲ θὰ τοῦ ἔμενε παρὰ ὁ σκελετὸς
Τὸ πῆρα ἀπόφαση -ἔλεγε- τὸ πῆρα πιὰ ἀπόφαση
θὰ ζήσω μέσα στοὺς πνιγμένους καὶ μέσα στοὺς λεπρούς.
Ὁ Ἐλεγκτής
Ἕνας μπαξὲς γεμάτος αἷμα
εἶν᾿ ὁ οὐρανὸς
καὶ λίγο χιόνι
ἕσφιξα τὰ σκοινιά μου
πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω
τ᾿ ἀστέρια
ἐγὼ
κληρονόμος πουλιῶν
πρέπει
ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερὰ
νὰ πετάω.
Μακάρι νὰ βρεῖ πέννα καὶ χαρτὶ ἐκεῖ ποὺ πάει…
Τὸ Ψωμί

Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια φραντζόλα ζεστὸ ψωμί,
εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μαχαίρι
ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω,
ὅμως καὶ μία μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγελος.
κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί,
ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε οὐρανό!
Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε.
Διψᾶμε γιὰ οὐρανό.
Τοῦ θηρίου
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια
Θὰ σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
Θὰ σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νὰ παίζεις.
Θὰ σὲ φέρω σ᾿ ἄλλα λιμάνια
Νὰ δεῖς τὰ βαπόρια πῶς τρῶνε τὶς ἄγκυρες
Πῶς σπάζουν στὰ δυὸ τὰ κατάρτια
Κι οἱ σημαῖες ξάφνου νὰ βάφονται μαῦρες.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ ἴδιο κορίτσι
Νὰ τρέμει δεμένο στὸ σκοτάδι τὸ βράδυ
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σπασμένο μπαλκόνι
Καὶ τὸ σκύλο οὐρανὸ
Ποὺ βαστοῦσε τὴ βροχὴ στὸ πηγάδι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τοὺς ἴδιους στρατιῶτες
Αὐτὸν ποὺ χάθηκε πᾶν τρία χρόνια
Μὲ τὴν τρύπα πάνω ἀπ᾿ τὸ μάτι
Κι αὐτὸν ποὺ χτυποῦσε τὶς νύχτες τὶς πόρτες
Μὲ κομμένο τὸ χέρι.
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σάπιο Μῆλο
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια.
Η Παρουσία
στὸν Χρῆστο Μπράβο

Τὸ ποίημα
κάθεσαι καὶ τὸ ξενυχτᾶς
σὰν τὸν νεκρό
Στις δώδεκα καὶ μισὴ
τὴ νύχτα
τὴν ἴδια ὥρα καὶ συγχρόνως
φάνηκε στὸν μεγάλο καθρέφτη καὶ στὸ παράθυρό μου
ὁ Ντύλαν Τόμας μ᾿ ἕνα ἀναμμένο κόκκινο κερὶ στὸ στόμα
νεκρὸς βέβαια
κι ἅγιος
καὶ τρελὸς
ὅπως τόχω ξαναπεῖ
Ἔλα ἀδερφέ, μοῦ λέει, μαζί μου
σάπισες ἐδῶ πέρα
ἔλα στὰ βορινὰ φαράγγια τῆς πατρίδας μου
ἐδῶ ζεῖς σ᾿ ἕνα σάπιο τόπο ποὺ σὲ κοροϊδεύουν
ἐκεῖ χαιρετᾶνε τοὺς τρελοὺς καὶ οἱ παπάδες
κι ἡ πάπια δὲ γενάει πιὰ πάγο
γενάει κόκκινο αὐγό
Αὐτὰ τὰ λίγα μοῦ εἶπε ὁ μεγάλος ποιητὴς
ὄχι πιὰ στὸν καθρέφτη καὶ στὸ παράθυρό μου
ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὰ ψηλὰ χορτάρια τοῦ θανάτου του
μισὸς ἀπὸ τὴ μέση κι ἀπάνω στὸ φῶς, ἔξω ἀπὸ τὸ χορτάρι
μισὸς ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω στὸ σκοτάδι
κάτω ἀπὸ τὸ φῶς.
15 Αὐγούστου ῾81
τῆς Παναγίας
Οι καμπάνες

Εἶναι πουλιὰ
ποῦ δὲν πετᾶνε
εἶναι πουλιὰ
θαμμένα
μέσ᾿ σὲ κουτιά
Εἶναι δωμάτια
καὶ εἶναι λέξεις
ποὺ σκίζουνε τὸ κεφάλι
σὰν καρφιά
Εἶναι καρφιὰ
ποῦ δὲν πονᾶνε
εἶναι καρφιὰ
π᾿ ἀνακουφίζουν
Ὅταν χτυπήσουν
πάλι οἱ καμπάνες
θὰ πεταχτοῦμε
σὰν τὰ πουλιά
Ιστορία

Ὅταν ἄνοιξε ἡ σκουριασμένη πόρτα σὰν αὐλαία
ἔτρεξε
ὅπως σάπιο καράβι σὲ κακὸ λιμάνι
πρόβαλε γελασμένο τὸ πρόσωπο τοῦ κοριτσιοῦ
μέσα στὸ ἄρωμα τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ καπνοῦ
ἡ φωνή της
σὰ σκοτεινὴ αἴθουσα κινηματογράφου
πρόβαλε γελασμένη
κι ἐγὼ
ἕνα πουκάμισο στὸν ἀέρα μέσα στὸ χαλασμὸ
κρεμασμένο
ἑτοιμαζόταν νὰ πετάξει
τὸ κορίτσι
ἕνα ζωντανὸ λουλούδι
ἕνα λουλούδι ἀναμμένο
ἕνα ὡραῖο τέρας
ἀνάποδα γυρισμένο τὸ στόμα
τὰ μάτια
τὰ φρύδια
ἕνα ὡραῖο τέρας
ποῦ χτυποῦσε
σὰ μαγικὸ ρολόι
τὸ βράδυ αὐτὸ τὸ μαγικό
τέλος προχώρησε
ἡ νύχτα
τὸ κορίτσι ἔσπασε μέσα στὸν καθρέφτη
ὕστερα
φάνηκαν πάλι
τεράστια
τὸ πρόσωπό μου
τὸ πρόσωπό της
παραμορφωμένα
ἄγρια ματωμένα
σὰν κινηματογράφος.
Η Ύδρα

Ἡ Ὕδρα εἶναι μία φραγκοσυκιὰ
γεμάτη πυρετὸ ὄνειρα καὶ ἀγκάθια
κι ὅπου γυρίσω βλέπω ὅλα κίτρινα
καὶ δὲ μπορῶ νὰ κοιτάξω τὰ παράθυρα
γιατὶ μέσα περνοῦνε
βάρκες φαντάσματα
φαντάσματα καΐκια
κι ὅλο γυρίζουν
κι ὅλο μὲ κοιτάζουνε
μάτια ἀνάστροφα καὶ τρομαγμένα.
Τ᾿ αδέρφια μου
Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο
εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό

καὶ νὰ ὁ μεγαλύτερος
μὲ μιὰ ἀνοιξιάτικη μαύρη γραβάτα
ποῦ χάθηκε μέσα σὲ σπηλιὲς θεόστραβες
καθὼς κυλοῦσε παίζοντας
πάνω σὲ ἀνεμῶνες κόκκινες
γλίστρησε
μέσ᾿ τοῦ θηρίου τ᾿ ἄγριου τὸ ματωμένο στόμα
ὕστερα ὁ ἄλλος μου ἀδερφὸς ποὺ κάηκε
πουλοῦσε κίτρινα βεγγαλικὰ
πουλοῦσε κι ἄναβε κίτρινα βεγγαλικὰ
Ὅταν ἀνάβουμε -ἔλεγε- φωτιὰ
θὰ διώξουμε ἀπὸ τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
θὰ πάψουν νὰ μολύνουν τοὺς κήπους τὰ φαντάσματα
Ὅταν ἀνάβουμε -ἔλεγε- κίτρινα βεγγαλικὰ
μιὰ μέρα θ᾿ ἀνάψει ὁ οὐρανὸς γαλάζιος
κι ὕστερα ὁ τρίτος ὁ πιὸ μικρὸς
ποὺ ἔλεγε πὼς εἶναι νυχτερίδα
γι᾿ αὐτὸ ἀγαποῦσε τὰ φεγγάρια
καὶ τὰ φεγγάρια μία νύχτα τὸν ἐζώσανε
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔκλεισαν
κόλλησαν γύρω-γύρω καὶ τὸν ἔπνιξαν
τὸν ἕλιωσαν γύρω-γύρω τὰ φεγγάρια
Τ᾿ ἀδέρφια μου ποὺ χάθηκαν ἐδῶ κάτω στὸν κόσμο
εἶναι τ᾿ ἀστέρια ποὺ τώρα ἀνάβουν ἕνα ἕνα στὸν οὐρανό.
Όπως τα τριαντάφυλλα

Δύσκολα χρόνια
τρομαγμένα παιδιὰ
σιάχνουν μὲ χαρτὶ κοκοράκια
τὰ βάφουν μαῦρα
σὰ σβησμένα κεριὰ
τὰ βάφουν κόκκινα
σὰ ματωμένα λουλούδια
κι ἀποροῦν οἱ μανάδες
ποὺ ὕστερα ἔρχεται
ὁ μεγάλος φίλος
ὁ κατάμαυρος φίλος
μὲ τὰ χρυσὰ χέρια
καὶ τὰ παίρνει
Κάτω από τον ουρανό

Μέσ᾿ τὸ δωμάτιο
μιὰ βροχὴ ἀπὸ κάτουρο
πετοῦν ἁγνὲς κοπέλες μὲ φτερὰ
ψοφίμια μὲ ρὸζ στὴν καρδιά τους οὐρανὸ
κι ἄνθρωποι μ᾿ οὐρανὸ γεμάτο σάπιο αἷμα
κρέμονται κι ἀνεμίζουν τ᾿ ἄσπρα πόδια τους
ἀπὸ τὰ μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια
τεράστιες μαῦρες ἀνεμῶνες φυτρώνουνε
στὸ στῆθος τους
καθὼς πετᾶνε σφάζουν κι ἀγκαλιάζονται
οἱ ἁγνὲς κοπέλες τὰ ψοφίμια οἱ σάπιοι
ἄνθρωποι
κάτω ἀπὸ ἕναν κατουρημένο οὐρανό
Δάσος παράξενο μαγεύει τὴ φωνή μου
κάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα
ὅλο μου τὸ τραγούδι ἕνα δέντρο
ἀπὸ τὸ αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων
χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα
δάσος παράξενο ποὺ μαγεύει τὴ φωνή μου
Πηγές:
– Βαγγέλης Στεργιόπουλος, «Μίλτος Σαχτούρης: Ο καθένας μας με τη σειρά του», σε: in.gr
– «Μίλτος Σαχτούρης – Ποιήματα», σε: users.uoa.gr