«Κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει…» Μια αναδρομή στη δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-1974)

Επιμέλεια: Σοφία Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος

«Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο
θερίζει την αυγή ωκεανό
μαύρα πουλιά του δείχνουνε το δρόμο…»
Μάνος Ελευθερίου

Πώς φθάσαμε στην 21η Απριλίου 1967 και στην κατάλυση του Συντάγματος

Το πρωί της Παρασκευής, 21 Απριλίου του 1967, όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί στην Αθήνα μετέδιδαν στρατιωτικά εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια, ενώ στα κεντρικά σημεία της πόλης ήταν σταθμευμένα άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα. Ήταν η αρχή του κακού.. Στις 06:30 το πρωί όλοι πάγωσαν στο άκουσμα της είδησης: «Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβεν την διακυβέρνησιν της χώρας»! Μέσα σε μία και μόνο πρόταση, η αυστηρή ανδρική φωνή είχε συμπυκνώσει όλα όσα θα ακολουθούσαν τις επόμενες 2.650 ημέρες. Η πολύπαθη χώρα μόλις είχε μπει σε νέες περιπέτειες. Ένα δεύτερο διάγγελμα από τη συχνότητα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας ενημερώνει, λίγες ώρες αργότερα, τον ελληνικό λαό πως το δικτατορικό καθεστώς, «λόγω της εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφάλειας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων», αναστέλλει σειρά άρθρων του Συντάγματος. Παράλληλα, επιβάλλει στρατιωτικό νόμο.

Με τον τρόπο αυτό, την 21η Απριλίου 1967 και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου του ιδίου έτους, ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του συντ/ρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού, του συντ/ρχη Νικολάου Μακαρέζου και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα. Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη, προκειμένου ν’ αποφευχθεί η επικράτηση του κομμουνισμού και η αναρχία την οποία, όπως ισχυρίζονταν, σχεδίαζαν και υποκινούσαν κεντροαριστερές πολιτικές ομάδες. 

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος κατά τη διάρκεια ομιλίας του. Πίσω του
οι συνεργάτες του Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος

Την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα πρέπει να την δούμε σε συνάφεια με ολόκληρο το πολιτικό κλίμα που είχε επικρατήσει κατά τη χρονική περίοδο που προηγήθηκε στη χώρα. Κατά τις εθνικές εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και το κόμμα του, η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (ΕΡΕ), πέτυχαν την τρίτη συνεχή εκλογική νίκη τους σχηματίζοντας αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, που ηγείτο της Ενώσεως Κέντρου, αρνήθηκε κατηγορηματικά να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών καταγγέλλοντάς το ως προϊόν βίας και νοθείας. Με τον τρόπο αυτό εγκαινιάζεται από τον Γεώργιο Παπανδρέου η πολιτική του «Ανένδοτου Αγώνα», με σκοπό την επικράτηση της δημοκρατικής νομιμότητας στην πολιτική ζωή της χώρας.

Γρηγόρης Λαμπράκης
Ο θάνατός του, στις 27 Μαΐου 1963, προκάλεσε αγανάκτηση
στην κοινή γνώμη, πολιτική κρίση και διεθνή κατακραυγή

Την 27η Μαΐου 1963, η δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του βουλευτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) Γρηγόρη Λαμπράκη (33 Απριλίου 1912 – 27 Μαΐου 1963), κατέδειξε με τον πιο αδιάσειστο τρόπο τον ρόλο του παρακράτους που μετεμφυλιακά καθόριζε και χειραγωγούσε παρασκηνιακά την πολιτική ζωή στην Ελλάδα. Το πρωί της 23ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φθάνοντας στο πολιτικό του γραφείο, λίγες ώρες μετά τη δολοφονική επίθεση, ανεφώνησε τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτή τη χώρα;». Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έπειτα από πέντε περίπου μήνες εκλογική ήττα της ΕΡΕ και του Κωνσταντίνου Καραμανλή που κατηγορήθηκε ευθέως από την αντιπολίτευση ως ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Λαμπράκη. Η κατακραυγή ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε σε παραίτηση της κυβερνήσεως Καραμανλή μέσα σε λιγότερο από τρεις βδομάδες από το έγκλημα, την 11η Ιουνίου 1963. Σχηματίστηκε τότε νέα κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Πιπινέλη. Τον Σεπτέμβριο του 1963 ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης, σε συμφωνία με τον εισαγγελέα Δελαπόρτα, διέταξε την προφυλάκιση των ανωτάτων αξιωματικών της χωροφυλακής που κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία Λαμπράκη και τον Νοέμβριο διεξήχθησαν εθνικές εκλογές, τις οποίες κέρδισε η Ένωση Κέντρου. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας πρώτος πρόεδρος εξελέγη ο Μίκης Θεοδωράκης ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μετά την εκλογική του ήττα, μετέβη στο Παρίσι αφού προηγουμένως οι σχέσεις του με το παλάτι είχαν διαρραγεί οριστικά.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, πρώτος Πρόεδρος της «Νεολαίας Λαμπράκη»

Η πολιτικά ταραγμένη εποχή που ακολούθησε καθορίστηκε αφ’ ενός από την ενεργό ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ που, όπως και οι γονείς του, δεν επιθυμούσε απλώς να βασιλεύει σύμφωνα με το Σύνταγμα, αλλ’ εννοούσε και να κυβερνά, αφ’ ετέρου από την παραίτηση της Κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Ιούλιο του 1965 και την εν γένει απαξίωση των πολιτικών δυνάμεων και των δημοκρατικών θεσμών της χώρας που προκλήθηκε από την εναλλαγή των κυβερνήσεων αποστασίας μεταξύ των ετών 1965-1967. Την πολιτική ανωμαλία ακολούθησε κοινωνική αναταραχή με συνεχείς διαδηλώσεις και επεισόδια στους δρόμους της πρωτεύουσας, συγκρούσεις με τις κρατικές δυνάμεις, βία, τρομοκρατία και αυθαιρεσία που κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή του τόπου της εποχής από κοινού με την ισχυρότατη επιρροή του ξένου παράγοντα, αλλά και την τουρκική απειλή στην περιοχή που είχε επίσης οξυνθεί σημαντικά την περίοδο εκείνη, δημιουργώντας ένα εκκρηκτικό κλίμα.

Τανκς έξω από τη Βουλή των Ελλήνων

Φθάνουμε έτσι στην 21η Απριλίου του 1967, οπότε το Σύνταγμα, ο κατασταστικός Χάρτης της Πολιτείας, και μαζί με αυτό το δημοκρατικό πολίτευμα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες των Ελλήνων καταλύθηκαν από ομάδα στρατιωτικών που κατέλαβε την εξουσία με τη βία. Στην Ελλάδα επεβλήθη δικτατορία, η οποία κράτησε επτά χρόνια, από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974. Η χούντα των συνταγματαρχών βύθισε τη χώρα -που μόλις ανέκαμπτε από τα δεινά των πολέμων που είχαν προηγηθεί, σε μία ακόμα πιο δεινή και σκοτεινή περίοδο ανελευθερίας και τρομοκρατίας, που στιγμάτισε τραγικά ολόκληρη τη μεταπολεμική ιστορία και την πορεία της στο σύγχρονο κόσμο. Ακόμα και στην εκπνοή του το καθεστώτος της Απριλιανής δικτατορίας επέφερε ένα ακόμα ανυπολόγιστο πλήγμα σε ολόκληρο τον Ελληνισμό, μεθοδεύοντας και προκαλώντας το έγκλημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο, με την ανατροπή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την επιβολή πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 1974.

Επάνω: Τα Βασιλικά Διατάγματα 280 και 281 της 21ης Απριλίου 1967 (ΦΕΚ Α’ 58/21.04.1967)
περί κηρύξεως της Χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, αναστολής άρθρων του Συντάγματος
και ιδρύσεως Εκτάκτων Στρατοδικείων, με τα οποία καταλύθηκε το Σύνταγμα του 1952
και εγκαθιδρύθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών

Επάνω: Οι Α’ και Β’ Συντακτικές Πράξεις της 6ης Μαΐου 1967 περί ασκήσεως της Συντακτικής και Νομοθετικής εξουσίας, περί κηρύξεως της Χώρας σε κατάσταση Πολιορκίας και περί αναστολής της ισχύος διατάξεων του Συντάγματος, επί των οποίων στηρίχτηκε εν συνεχεία η άσκηση και λειτουργία του καθεστώτος της Απριλιανής δικτατορίας

Αποστασία, αδιαλλαξία, ανωμαλία, εκτροπή…

Της επιβολής του δικτατορικού καθεστώτος είχε προηγηθεί, όπως είδαμε, η «περίοδος της αποστασίας», όπως έμεινε στην ιστορία της Ελλάδος η εποχή πολιτικής ανωμαλίας που ακολούθησε την παραίτηση της κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου, στις 15 Ιουλίου 1965 (Ιουλιανά) έως την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967. Συγκεκριμένα, η Ένωσις Κέντρου είχε νικήσει στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964 με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία των ελληνικών εκλογών (52,72%), ο δε πρόεδρός της Γεώργιος Παπανδρέου είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Αφορμή για την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου από την πρωθυπουργία, τον Ιούλιο του 1965, υπήρξε η διαμάχη του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Αμύνης και του αρχηγού ΓΕΣ, που συνοδεύτηκε από τη μεταξύ τους ανταλλαγή μιας σειράς οξύτατων σχετικών επιστολών, οι οποίες δυναμίτισαν ακόμα πιο πολύ το ήδη τεταμένο κλίμα της αδιαλλαξίας και της αντιπαράθεσης. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επιθυμούσε ν’ αντικαταστήσει τον έως τότε υπουργό Εθνικής Αμύνης Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι, με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Εξέφρασε μάλιστα την πρόθεσή του να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, επικαλούμενος ως αιτιολογία τη φημολογούμενη εμπλοκή του γιου του Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέα, στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου προέβαλε ότι ήταν απαράδεκτο ο πρωθυπουργός να μην μπορεί να αναλάβει όποιο υπουργείο επιθυμούσε και θεωρώντας εαυτόν ως «πρωθυπουργό υπό απαγόρευσιν», παραιτήθηκε.

Επάνω από αριστερά προς τα δεξιά: ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’. Κάτω από αριστερά προς τα δεξιά: ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας και ο Σπύρος Μαρκεζίνης. Πρόσωπα που, με την παρουσία και τη δράση τους, καθόρισαν την πολιτική ιστορία του τόπου την περίοδο της αποστασίας, ορισμένοι δε και στα χρόνια που ακολούθησαν

Μετά την παραίτηση Παπανδρέου σχηματίστηκαν κυβερνήσεις από μέλη της Ενώσεως Κέντρου παρά τη σφοδρή αντίθεση του αρχηγού της Γεωργίου Παπανδρέου και της πλειοψηφίας των βουλευτών της. Οι πρωθυπουργοί και υπουργοί αυτών των κυβερνήσεων, καθώς και οι βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου που τις στήριξαν, χαρακτηρίστηκαν «αποστάτες», καθώς διάχυτη ήταν η εντύπωση, ότι η στήριξη που παρείχαν δεν πήγαζε από πολιτική ή ιδεολογική συμφωνία, αλλ’ ήταν προϊόν προσωπικής φιλοδοξίας και παρασκηνιακών υποσχέσεων για την ανάληψη κυβερνητικών αξιωμάτων και την ανταπόδοση σημαντικών ανταλλαγμάτων. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις πενήντα λεπτά μετά την προφορική δήλωση παραιτήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου και χωρίς να υπάρχει έγγραφη παραίτηση της κυβερνήσεώς του, ορκίστηκε ο πρώτος «αποστάτης» Πρωθυπουργός, ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, μέλος της Ενώσεως Κέντρου, ο οποίος είχε ήδη ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος. Επειδή η ορκωμοσία του ήταν προφανώς προαποφασισμένη και προσυνεννοημένη με τον βασιλιά, ονομάστηκε «κατεψυγμένος πρωθυπουργός». Στο μεταξύ ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε κηρύξει «ανένδοτο αγώνα» κατά της συνταγματικής εκτροπής. Στους δρόμους γίνονταν ογκώδεις διαδηλώσεις οργανωμένες από την Ένωση Κέντρου και την αριστερή ΕΔΑ και συγκρούσεις με την αστυνομία. Στις πορείες ακούγονταν έντονα αντιβασιλικά συνθήματα με κυρίαρχο το: «Δε σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος!».

Δημοσίευμα εφημερίδας της εποχής για την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα (δεξιά)

Σε μια τέτοια σύγκρουση, στις 21 Ιουλίου 1965, δολοφονήθηκε ο 23χρονος φοιτητής και στέλεχος της Αριστεράς Σωτήρης Πέτρουλας. Το ψευδές επίσημο πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης, που έκαναν αστυνομικοί με στολές ιατρών, έκανε λόγο για θάνατο που προκλήθηκε από ασφυξία λόγω δακρυγόνου. Ωστόσο η εκδοχή αυτή αφήνει ανεξήγητα τα ολικά σχισίματα στο λαιμό του νεκρού που διαπίστωσαν οι δικοί του όταν τον παρέλαβαν. Παρ’ ότι η επίσημη αφήγηση των γεγονότων δεν άλλαξε ποτέ, μεταγενέστερη ιατροδικαστική εξέταση από ιατρούς της οικογένειας έδειξε πως ο Σωτήρης Πέτρουλας στραγγαλίστηκε.

Τελικά η κυβέρνηση Νόβα κατέρρευσε μετά την αποτυχία της να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Μετά την παραίτηση Νόβα και την άρνηση σχηματισμού Κυβερνήσεως του Στεφάνου Στεφανόπουλου, ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως, στις 18 Αυγούστου 1965, στον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος μαζί με τους Στεφανόπουλο, Νόβα και Κ. Μητσοτάκη επεχείρησαν να εξασφαλίσουν τη στήριξη πολιτικών της Ενώσεως Κέντρου. Ωστόσο ούτε και αυτή η κυβέρνηση μπόρεσε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή και κατέρρευσε, ενώ στους δρόμους οι ταραχές συνεχίζονταν. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1965 ο Στέφανος Στεφανόπουλος σχημάτισε κυβέρνηση στην οποία μετείχαν οι Ηλίας Τσιριμώκος και Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας ως αντιπρόεδροι και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως υπουργός Συντονισμού και Οικονομικών. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου θα παραμείνει στην εξουσία ως την 21η Δεκεμβρίου 1966.

Μια σπάνια έγχρωμη φωτογραφία της 22ας Απριλίου του 1967,
την οποία τράβηξε Ιταλός τουρίστας από το ξενοδοχείο Χίλτον της Αθήνας
και την έστειλε στο πρακτορείο Associated Press, όταν πλέον είχε μεταβεί
στο εξωτερικό. Τεθωρακισμένο άρμα στρατού στη Λ. Βασ. Σοφίας (news247.gr)

Γ. Παπανδρέου, ο «Γέρος της Δημοκρατίας»

Στις αρχές του 1967, η εφημερίδα «Ελευθερία» του Π. Κόκκα έφερε στη δημοσιότητα ένα «Μνημόνιο» του Π. Κανελλόπουλου, όπου αναφέρονταν σχέδια για βασιλική δικτατορία. Ανάμεσα στους πρωτεργάτες της συνωμοσίας ήταν ο ίδιος ο Κανελλόπουλος, ο αρχηγός του Πολιτικού Γραφείου των ανακτόρων Μπίτσιος, ο Π. Πιπινέλης κ.ά. Όλοι κατηγόρησαν τον Κόκκα για συκοφαντία, ωστόσο δεν υφίσταται αμφιβολία για την ύπαρξη της εν λόγω συνωμοσίας, ανάμεσα σε άλλες που ελάμβαναν χώρα την ταραγμένη εκείνη εποχή. Ο ίδιος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παραδέχτηκε την ύπαρξη ενός άλλου «μνημονίου», ανάμεσα σε εκείνον, τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον βασιλιά, με τη συγκατάθεση του αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, Τάλμποτ. Το περιεχόμενο της συμφωνίας ήταν η δέσμευση για συνεργασία ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου και στον Π. Κανελλόπουλο με τη σύμπραξή τους μετά τις εκλογές, όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα, για τον σχηματισμό κυβέρνησης κεντροδεξιάς. Η συμφωνία ήταν γνωστή στην ΚΥΠ του μετέπειτα δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, στη CIA και στον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Ντιν Ρασκ. Τον Δεκέμβριο του 1966, κατόπιν συμφωνίας των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον διοικητή της Εθνικής Τραπέζης, Ιωάννη Παρασκευόπουλο, με σκοπό τη διενέργεια εκλογών τον Μάιο του 1967.

Εν τω μεταξύ, τον Μάρτιο του 1967 στη Βουλή εκφράστηκαν έντονες αντιδράσεις, όταν η Ένωση Κέντρου κατέθεσε τροπολογία που αφορούσε την παράταση της βουλευτικής ασυλίας αναφορικά με τις διώξεις των πολιτικών προσώπων. Η ΕΡΕ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου την απέρριψε. Μέσα στο γενικότερο κλίμα που επικράτησε, έπεσε στο κενό και η προσχεδιασμένη -από τον βασιλιά, την ΕΚ και την ΕΡΕ- ιδέα της οικουμενικής κυβερνήσεως. Μετά την άρση της υποστήριξης της ΕΡΕ προς την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, η τελευταία παραιτήθηκε στις 30 Μαρτίου 1967. Στις 4 Απριλίου 1967, παρά την άρνηση τόσο του Γ. Παπανδρέου όσο και του Στ. Στεφανόπουλου να στηρίξουν την ΕΡΕ, ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ενέργεια η οποία χαρακτηρίστηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου ως «πραξικοπηματική» εκ μέρους του βασιλιά και ο ίδιος ο μονάρχης ως «κομματάρχης της ΕΡΕ». Τελικά προκηρύχθηκαν εκλογές για την 28η Μαΐου 1967 οι οποίες, ωστόσο, δεν έγιναν ποτέ…

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τα μέλη της δικτατορικής κυβέρνησης
αμέσως μετά την ορκωμοσία της, την 22α Απριλίου 1967

Η περίοδος της αποστασίας χαρακτηρίστηκε από έντονη πολιτική αυθαιρεσία και αστάθεια, κοινωνικές εντάσεις, αλλά και από την καθοριστική ανάμιξη του βασιλιά Κωνσταντίνου στα πολιτικά πράγματα της χώρας κατά παράβαση του Συντάγματος του 1952. Το πολιτικό κλίμα που επικράτησε καθ’ όλη την ταραγμένη εκείνη περίοδο συνέτεινε καταλυτικά σε μία γενικότερη απαξίωση του πολιτικού βίου της εποχής στη χώρα καθώς και στην αποδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, παράγοντες που τελικά άνοιξαν τον δρόμο για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και για την πολιτειακή εκτροπή.

«Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;»

(Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη, 1974)

Η επιβολή του καθεστώτος της Απριλιανής δικτατορίας

Όπως περιγράφει ο Πάνος Πικραμμένος, στο βιβλίο του «Το Πραξικόπημα. Ο Σχεδιασμός και η Επιχείρηση, 21η Απριλίου 1967» (2006): «Ήταν απόγευμα της 20ής Απριλίου, όταν σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη, στο σπίτι του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου, 14 συνταγματάρχες και αντισυνταγματάρχες επικύρωναν μια απόφαση που έμελλε να είναι καθοριστική για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Συμμετείχαν οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Γεώργιος Παπαδόπουλος, Νικόλαος Μακαρέζος, Iωάννης Λαδάς, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, Μιχαήλ Ρουφογάλης, Δημήτριος Ιωαννίδης, Μιχαήλ Μπαλόπουλος, Αντώνιος Μέξης, Αλέξανδρος Λέκκας, Νικόλαος Γκαντώνας, Στέφανος Καραμπέρης, Δημήτριος Σταματελόπουλος, Iωάννης Αναστασόπουλος και ο ταξίαρχος τεθωρακισμένων Στυλιανός Παττακός. Επίσης, παρευρέθηκε ο Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Ζωιτάκης. Στη συνάντηση, υπό την πιεστική παρότρυνση του ταξιάρχου Στ. Παττακού, οι συνωμότες επικύρωσαν την απόφαση για άμεση πραγματοποίηση του πραξικοπήματος που σχεδίαζαν από καιρό. Οι λόγοι της βιασύνης τους ήταν αρκετά πειστικοί: στους συνωμότες συνταγματάρχες ήταν γνωστό ότι οι στρατηγοί προετοίμαζαν δικό τους πραξικόπημα λίγο πριν τις εκλογές. Η ώρα «μηδέν» ορίστηκε στις 2.00 τα ξημερώματα της Παρασκευής 21ης Απριλίου 1967. Όλα θα γίνονταν μέσα σε έξι ώρες …».

Αθήνα, πρωινό 21ης Απριλίου 1967, τα τανκς έξω από τη Βουλή των Ελλήνων

Πράγματι, στις 2.15 στη διασταύρωση της λεωφόρου Κηφισίας με την Αλεξάνδρας ξεπρόβαλαν μουγκρίζοντας τα πρώτα άρματα μάχης Μ47. Είχαν ξεκινήσει από το Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στο Γουδή, δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα, και προχωρούσαν αργά στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Πέρασαν εμπρός από την Αμερικάνικη Πρεσβεία και συνέχισαν με κατεύθυνση προς τη Βουλή των Ελλήνων. Την παράξενη πομπή ακολουθούσαν μοτοσικλετιστές. Επικεφαλής της φάλαγγας είναι ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός, που όρθιος στον πυργίσκο του άρματος, κοίταζε την άδεια λεωφόρο με τα κιάλια και μιλούσε στον ασύρματο: «Ουδαμού συνάντησα εχθρόν. Προελαύνω προς Ραδιοφωνικόν Σταθμόν, Βουλήν, Ανάκτορα και Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών» διαμυνούσε…

Ο Στυλιανός Παττακός

Τη νύχτα της 20ής προς 21η Απριλίου 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ενημερώθηκε τηλεφωνικά για το στρατιωτικό πραξικόπημα και ακολούθως είχε και άλλες τηλεφωνικές συνομιλίες από τα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου, όπου διέμενε. Από το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών και τους χειρισμούς του, που ακολούθησαν, συνάγεται ήδη από τις πρώτες εκείνες ώρες της Απριλιανής δικτατορίας, η έκδηλη αναποφασιστικότητα και η πλήρης αδυναμία του τέως μονάρχη ν’ αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση, όπως διαμορφωνόταν, και να υπερασπιστεί το πολίτευμα και τη δημοκρατική νομιμότητα στη χώρα. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα, ο βασιλιάς ξύπνησε από το τηλεφώνημα του Αθανασίου Σπανίδη, απόστρατου ναυάρχου, ο οποίος βρισκόταν στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας και αφού ενημέρωσε τον βασιλιά για τα γεγονότα, εισηγήθηκε τον απόπλου του στόλου για την Κρήτη και τον εκεί σχηματισμό κυβερνήσεως. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον Κωνσταντίνο και ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Ράλλης, από το Κέντρο Αμέσου Δράσεως της Χωροφυλακής, στο Μαρούσι. Και εκείνος με τη σειρά του εισηγήθηκε στον Κωνσταντίνο να μετακινηθούν από την επαρχία νομιμόφρονες στρατιωτικές δυνάμεις κυρίως της αεροπορίας, όπου οι κινηματίες δεν είχαν ερείσματα, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Και στις δύο ως άνω προτάσεις ο βασιλιάς ήταν κατηγορηματικά αντίθετος.

Τεθωρακισμένα άρματα του στρατού στη συμβολή
των οδών Πανεπιστημίου και Πατησίων στο κέντρο
της Αθήνας. Στο βάθος διακρίνεται η πλατεία Ομονοίας

Έτσι, όταν στις 5.30 το πρωί ο Κωνσταντίνος δέχτηκε τους επικεφαλής του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, οι συνομιλίες του μαζί τους περιορίστηκαν σε έναν καθαρά διαπραγματευτικό χαρακτήρα και στο θέμα της συνθέσεως της νέας δικτατορικής κυβερνήσεως. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ακολούθησε τελικά τη συμβουλή του τρίτου συνομιλητή του, του πολιτικού Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού συντηρητικού πολιτικού κόμματος, να επιδιώξει τη συνδιαλλαγή με τους δικτάτορες. Η όλη αντίδραση του βασιλιά Κωνσταντίνου προς τη χούντα των συνταγματαρχών τουλάχιστον κατά τις πρώτες εκείνες ώρες, σύμφωνα με όσα ο ίδιος ισχυρίστηκε αργότερα, εκφράστηκε κατά τη …φωτογράφιση της «επαναστατικής» νέας κυβερνήσεως, οπότε ο βασιλιάς φωτογραφήθηκε ανάμεσα στα μέλη της σκυθρωπός, και όχι χαμογελαστός όπως συνήθιζε… Στη δε προσφώνησή του στις 26 Απριλίου 1967, για το νέο καθεστώς της Χούντας, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δήλωσε: «Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς Δημοκρατίας».

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ φωτογραφίζεται συνοφρυωμένος ανάμεσα στα μέλη
της δικτατορικής νέας κυβέρνησης που είχε μόλις ορκίσει, την 22α Απριλίου 1967,
στα ανάκτορα. Το ύφος του αυτό στη φωτογραφία εξέφραζε, κατά τους μετέπειτα
ισχυρισμούς του, και την αντίδρασή του στη Χούντα των Συνταγματαρχών…

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος

Εν συνεχεία απομακρύνθηκε αντικανονικά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β’, ο οποίος τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου 1967, κατά την περιφορά του Επιταφίου, εξαναγκάστηκε να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο σπίτι του. Λίγο αργότερα, άτομα που ισχυρίστηκαν ότι ήταν ιατροί, νοσοκόμες και αστυνομικοί, τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να ετοιμαστεί για εισαγωγή στο νοσοκομείο. Παρά τη σθεναρή άρνησή του και τη διαβεβαίωση του προσωπικού του ιατρού, ότι δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα υγείας, η χούντα τον μετέφερε στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, όπου τελικά εξαναγκάστηκε να παραμείνει πλέον του ενός μηνός χωρίς να είναι ασθενής. Τελικά στις 6 Μαΐου 1967, αξιωματούχος των Ανακτόρων παρέδωσε στον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο δύο προτάσεις επιστολής παραίτησης για να διαλέξει ποια θα υπέγραφε. Σε επιστολή του προς τον τότε βασιλιά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωσε την πλήρη άρνησή του να παραιτηθεί, παρ’ όλα αυτά η αντικανονική απομάκρυνσή του συντλέστηκε με τη μεθόδευση του βασιλιά και των δικτατορικών αρχών. Στη θέση του νομίμου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, μετά την αντικανονική απομάκρυνσή του, εξελέγη νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο αρχιμανδρίτης των ανακτόρων, Ιερώνυμος Κοτσώνης. Ενδεικτικό της αντικανονικότητας της καταστάσεως ήταν το γεγονός πως η χειροτονία του Ιερωνύμου έγινε στις 4 Μαΐου 1967, χωρίς ωστόσο να έχει προηγουμένως παραιτηθεί ο νόμιμος αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ο οποίος τελικά εξαναγκάστηκε σε παραίτηση μερικές ημέρες μετά, την 11η Μαΐου 1967.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, τον οποίο επέβαλε η Χούντα το 1967, με τον Στ. Παττακό

Επάνω: Το Βασιλικό Διάταγμα 296 της 13ης Μαΐου 1967 περί ορισμού του νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών

Άρματα μάχης διέρχονται την οδό Όθωνος στο Σύνταγμα (Απρίλης 1967)

Η ανάρρηση του Ιερωνύμου Κοτσώνη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αποτελεί την πρώτη και κυριότερη πράξη επιβολής του πραξικοπήματος και στον χώρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην οποία συνέβαλε το Παλάτι. Όπως προκύπτει από το Ημερολόγιο του τότε Αυλάρχη των ανακτόρων Λεωνίδα Παπάγου, υπήρχε άμεση επικοινωνία, καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, μεταξύ Συνταγματαρχών και βασιλιά Κωνσταντίνου Β’. Ο χουντικός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης υπήρξε ένας από τους πολλούς μεσολαβητές μεταξύ του βασιλιά και της ηγεσίας της χούντας και μάλιστα, ήταν εκείνος που διαβίβαζε τα προσωπικά μηνύματα του Γ. Παπαδόπουλου και δεχόταν τις απαντήσεις του Κωνσταντίνου προς τον δικτάτορα.

Επάνω: Τα Βασιλικά Διατάγματα 277, 278 και 279 της 21ης Απριλίου 1967 (ΦΕΚ Α’ 57/21.04.1967) περί διορισμού Προέδρου, Αντιπροέδρου και Υπουργών της δικτατορικής Κυβερνήσεως

Επάνω: Το Βασιλικό Διάταγμα 282 της 22ας Απριλίου 1967 (ΦΕΚ Α’ 59/22.04.1967) περί διορισμού Υπουργών και Υφυπουργών της δικτατορικής Κυβερνήσεως

«Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί …»

(Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος,
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λιζέττα Καλημέρη,
Δημήτρης Υφαντής)

Το αντικίνημα του μονάρχη και η εγκατάλειψη της Χώρας

Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επεχείρησε αντικίνημα για την ανατροπή της δικτατορίας. Για τον σκοπό αυτό συμβουλεύτηκε την κυβέρνηση Τζόνσον των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί κράτησαν φαινομενικά ουδέτερη στάση, αν και σε επίπεδο κυβέρνησης προσδοκούσαν την επικράτηση του βασιλιά. Όμως η CIA φαίνεται να εμπόδισε πολιτική ή άλλου είδους βοήθεια στις ενέργειές του, ενώ παράλληλα ενημέρωσε ενδεχομένως και τον ίδιο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο για τις βασιλικές προθέσεις. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήθελε τον βασιλιά στην Ελλάδα για να στηρίξει την αναγνώριση των πραξικοπηματιών και όχι με εξόριστη κυβέρνηση στην Κύπρο να δρα για την ανατροπή της, όπως ο ίδιος σχεδίαζε να πράξει, σε περίπτωση αποτυχίας του αντιπραξικοπήματος. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε να ενεργήσει άμεσα στο αντιπραξικόπημα που σχεδίαζε. Είχε άλλωστε ήδη καθυστερήσει να ενεργήσει οτιδήποτε ανεπανόρθωτα, υπογράφοντας στο μεταξύ όλα τα βασιλικά διατάγματα που έθετε ενώπιόν του η χούντα των συνταγματαρχών με τα οποία εγκαθίδρυσε το καθεστώς της και τους μηχανισμούς της στη Χώρα, από την 21η Απριλίου 1967 και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει…

Στιγμιότυπο από τους βασιλικούς γάμους του Κωνσταντίνου
και της Άννας Μαρίας στην Αθήνα (18 Σεπτεμβρίου 1964)

Έτσι λίγες ημέρες μετά τον επαναπατρισμό της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, που μεθόδευσε η χούντα, ο βασιλιάς επεχείρησε το αντικίνημά του, στις 13 Δεκεμβρίου 1967. Οι στρατιωτικές δυνάμεις στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη ετάχθησαν υπέρ της δικτατορίας, αλλ’ η στρατιά της Λάρισας και το Γ’ Σώμα Στρατού στη Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς και το σύνολο σχεδόν του ναυτικού και της αεροπορίας ετάχθησαν με το μέρος του βασιλιά. Αυτό αποτελεί σοβαρότατη ένδειξη ότι οι απριλιανοί δεν είχαν ακόμη εδραιώσει την εξουσία τους στο στράτευμα, όπως διατείνονταν και όπως ισχυρίστηκε μετά την αποφυλάκισή του ο Στ. Παττακός. Εξηγεί επίσης αρκετές από τις επιλογές του Πρωθυπουργού Κωνστ. Κόλλια, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των απριλιανών, τόσο όσον αφορά τα πρόσωπα της κυβερνήσεως, όσο και τον χειρισμό της κρίσεως στο Κυπριακό. Χαρακτηριστικά ως προς αυτό είναι και τα εν πολλοίς άγνωστα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην 114 ΠΜ, στην Τανάγρα, την Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου του 1967, κατά τις μεταμεσημβρινές ώρες, και αφορούν τη μάχη των F104 κατά των τανκς του καθεστώτος, στην πύλη της Τανάγρας, με τη σθεναρή άμυνα που προέβαλε η συγκεκριμένη μονάδα υπέρ του αντικινήματος του βασιλιά, με επικεφαλής τον τότε Επισμηναγό Δ/ντή Επιχειρήσεων Ευστράτιο Καμπιώτη, έναντι ομάδας 10 αρμάτων που επιχειρούσαν εκ μέρους του καθεστώτος, προκειμένου να καταστείλουν την αντίσταση που προέβαλε η Μονάδα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας η μονάδα ενημερώθηκε για την αποτυχία του κινήματος και την επιθυμία του βασιλιά να μην συνεχισθεί η αντίσταση. Μετά το επεισόδιο αυτό ο Καμπιώτης συνελήφθη και κρατήθηκε επί 10 περίπου ημέρες, μαζί με άλλους αντιστασιακούς αξιωματικούς, σε ειδικά διαμορφωμένα κρατητήρια μέσα στο στρατόπεδο του Πενταγώνου, υπό την επιτήρηση της ΕΣΑ. Ελευθερώθηκε με προσωπική εντολή του Παπαδόπουλου, σε μια προσπάθεια του δικτάτορα να μειώσει τον συμβολισμό στον οποίο παρέπεμπε το περιστατικό και ν’ αποφύγει την ηρωοποίηση των αντιστασιακών.

Γεώργιος Βαγιακάκος, Τάσος Μήνης και Ευστράτιος Καμπιώτης: τρεις αξιωματικοί της αεροπορίας με αντιδικτατορική δράση

Το σχέδιο του Κωνσταντίνου δεν προέβλεπε καμία συνεργασία με πολιτικά πρόσωπα ούτε με τον ίδιο τον ελληνικό λαό, αλλά στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στα όποια ερείσματα διατηρούσε ακόμα ο μονάρχης στο στράτευμα. Οι ίδιες οι σχέσεις της Χούντας με τον βασιλιά ήταν αμφίρροπες από την πρώτη στιγμή. Η Χούντα ήταν απρόθυμη να δώσει απτές αποδείξεις πως η επέμβασή της ήταν ένα προσωρινό στάδιο, οι δε στρατιωτικοί δεν φαίνονταν πρόθυμοι να προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή στη Δημοκρατία. Αντίθετα, προσεκτικά και μεθοδικά, έδιωχναν ανθρώπους του βασιλιά απ’ όλες τις κρίσιμες θέσεις στον στρατό, υποβάλλοντας τακτικά νέες καταστάσεις αποστρατείας αξιωματικών που επέμεναν να υπογράψει ο βασιλιάς. Ήταν φανερό πως ετοιμάζονταν για μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία. Ο βασιλιάς ελάμβανε καθημερινά προειδοποιήσεις από το περιβάλλον του πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόταν να πάρει θέση και ν’ αρνηθεί να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του Γεωργίου Παπαδόπουλου που είχαν στόχο την αποσύνθεση της ισχύος και την αποδυνάμωση της θέσεως του βασιλιά. Έπρεπε λοιπόν να βιαστεί, πριν αποστρατευθούν από τις Ένοπλες Δυνάμεις όλοι οι δικοί του αξιωματικοί.

Οι πρωτεργάτες της Απριλιανής δικτατορίας, από αριστερά
προς τα δεξιά: Νικόλαος Μακαρέζος, Γεώργιος Παπαδόπουλος
και Στυλιανός Παττακός, έξω από το Κοινοβούλιο

Τον Σεπτέμβριο του 1967 κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα, στο Κογκρέσο, στις 11 Σεπτεμβρίου, πολλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί τον έφεραν σε αμηχανία, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις για την καταπίεση του λαού και των ελεύθερων θεσμών στην Ελλάδα από τη δικτατορία. Ο βασιλιάς αρκέστηκε να δηλώσει ότι: «Δεν είναι η Κυβέρνησίς μου». Μόλις επέστρεψε από τις ΗΠΑ, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος του παρουσίασε μία κατάσταση τετρακοσίων (400) αξιωματικών για αποστρατεία. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υπογράψει αλλ’ ο Παπαδόπουλος πίεσε σκληρά και τελικά έφθασαν σε συμβιβασμό μειώνοντας την αποστρατεία σε 144 αξιωματικούς. Την ίδια περίοδο ο βασιλιάς άρχισε τις προετοιμασίες του αντικινήματός του και ζήτησε και πήρε τις ευλογίες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.

Η ηγεσία της δικτατορίας με τη βασιλική οικογένεια
στη βάπτιση του διαδόχου Παύλου (29 Ιουνίου 1967)

Η οργή ωστόσο του βασιλιά για τον Παπαδόπουλο και η ελπίδα του να τον ανατρέψει δημιουργούσαν καθημερινά προστριβές που προκαλούσαν κωλύματα στο «εποικοδομητικό» πρόγραμμα της Χούντας. Η λύση για τη χούντα ήταν να ενθαρρυνθεί ο βασιλιάς να «παίξει το χαρτί του». Σίγουρα θα έχανε και έτσι θ’ απαλλασσόταν η χούντα από ένα ενοχλητικό είδος αντιπολίτευσης. Με αφορμή τη σύνταξη του νέου Συντάγματος ο βασιλιάς κινήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1967. Εάν το αντικίνημά του πετύχαινε, τότε ο βασιλιάς θα καλούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος είχε μεταβεί στο Παρίσι, να σχηματίσει μεταβατική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα κατάρτιζε νέο Σύνταγμα και θα προκήρυσσε εκλογές για το 1969.

Αρχικά ο βασιλιάς σχεδίαζε να κατευθυνθεί στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο πληροφορούμενος ότι οι χουντικές δυνάμεις είχαν ήδη συλλάβει αξιωματικούς του κινήματός του, αποφάσισε να προσγειωθεί στην Καβάλα, όπου προσπάθησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του για την ολοκλήρωση του εγχειρήματός του. Την ίδια ημέρα (13 Δεκεμβρίου 1967) ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απηύθυνε προς τον Ελληνικό λαό το ακόλουθο διάγγελμα:

Διάγγελμα βασιλέως Κωνσταντίνου Β’
13 Δεκεμβρίου 1967

Κρίσιμοι στιγμαί μου επιβάλλουν να απευθυνθώ προς τον ελληνικόν λαόν και να ζητήσω την αμέριστον συμπαράστασίν του προς αντιμετώπισιν εθνικής κρίσεως.

Έλληνες,
Επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνήν του Βασιλέως σας. Μέχρι σήμερον υπήρξεν αδύνατον να επικοινωνήσω μαζί σας, διά να σας καταστήσω γνωστά τα γεγονότα, τας σκέψεις και τας ανησυχίας μου, καθώς και τας ελπίδας μου διά το μέλλον. Ζητώ από τον ελληνικόν λαόν να πύκνωση τας τάξεις του προς ενίσχυσίν μου.
Το εθνικόν συμφέρον απαιτεί την εκ μέρους μου εκδήλωσιν πρωτοβουλίας, διά να αποτρέψω τας καταστρεπτικάς συνεπείας εκ της παρατάσεως της παρούσης ανωμάλου καταστάσεως. Το αυτό εθνικόν συμφέρον μου επιβάλλει να επιτρέψω την κατάλληλον προετοιμασίαν, ίνα η χώρα επανέλθη εις την δημοκρατικήν ομαλότητα. Διά τους λόγους αυτούς εζήτησα τον ανασχηματισμόν της κυβερνήσεως, απηλλαγμένης όμως των ακραίων στοιχείων τα όποια δεν εγγυώνται ομαλήν εξέλιξιν.
Την κατάστασιν της 21ης Απριλίου, η όποια επλαστογράφησεν ακόμη και το όνομα μου, ηναγκάσθην να δεχθώ ως τετελεσμένον γεγονός, διά να αποφύγω άσκοπον αιματοχυσίαν. Επίσης έτρεφον την ελπίδα ότι δι’ ήπιων μέσων θα επετύγχανον την επαναφοράν της χώρας εις την νομιμότητα.
Δεν είμαι πλέον διατεθειμένος να διακινδυνεύσω μίαν μονιμοποίησιν της παρούσης καταστάσεως υπό το κράτος δευτέρας απειλής όπλων, στρεφομένων εναντίον του λαού μου και εμού. Αι σημεριναί εν Βορείω Ελλάδι προϋποθέσεις μου επιτρέπουν την εκ Μακεδονίας ελευθέραν άσκησιν της πρωτοβουλίας μου όπως δώσω νέαν κυβέρνησιν εις την χώραν.
Εις την λήψιν της αποφάσεως μου εβάρυνον τα έξης γεγονότα:
Παρά την φαινομενικήν εν τη χώρα τάξιν και ασφάλειαν, υπεκρύπτετο μία συνεχής προσπάθεια σταθεροποιήσεως εις την εξουσίαν των στασιαστών, δημιουργούσα τον κίνδυνον εγκαθιδρύσεως ολοκληρωτικού καθεστώτος. Διά το νέον Σύνταγμα υπάρχει πλήρης αβεβαιότης και σύγχυσις ως προς τας προθεσμίας εφαρμογής του. ‘Εν τούτοις ή ανάγκη αναθεωρήσεως του Συντάγματος αποτελεί πραγματικότητα και κοινήν συνείδησιν των ορθοφρονούντων πολιτών. Αι σχετικαί εργασίαι πρέπει να επισπευσθούν με μοναδικόν στόχον το συμφέρον της χώρας. Ελπίζω ότι ή εφαρμογή του νέου Συντάγματος θα σημείωση και την απαρχήν ενός νέου υγιούς ξεκινήματος δια την κοινοβουλευτικήν μας ζωήν.
Επιθυμώ να αποκαταστήσω την πειθαρχίαν εις το στράτευμα, διότι έχει σοβαρώς διασαλευθή. Ή ηγεσία του στρατεύματος δέον να παραμείνη απερίσπαστος, στιβαρά και άξια. Την ηγεσίαν του στρατεύματος ανευρίσκω μόνον εις την ιεραρχίαν και την δεδοκιμασμένην κορυφήν. Ταύτην δεν δύναται να υποκαταστήση αυτοσχέδιος ηγεσία, όσον δυναμική και αν εμφανίζεται, διότι καταλύει την πειθαρχίαν και διανοίγει τον επικίνδυνον δρόμον των προσωπικών φιλοδοξιών και των ατομικών συμφερόντων.
Ας διαφύλαξη ο στρατός τας δάφνας του πάντοτε νωπάς, διότι είναι μεγάλη ή εθνική αποστολή ή όποια τον βαρύνει. Ό στρατός, το ναυτικόν, ή αεροπορία και τα σώματα ασφαλείας ευρίσκονται παρά το πλευρόν μου. Έλληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται, έχετε την απεριόριστον εμπιστοσύνην μου. Σύσσωμον το έθνος προσβλέπει εις σας.
Επίσης επισήμανα ότι ή εσωτερική κατάστασις της χώρας ήλθεν εις τελείαν αντίθεσιν με την επιβεβλημένην εξωτερικήν θέσιν της Ελλάδος. Έχομεν ανάγκην συμμαχιών εντός του Δυτικού κόσμου. Έχομεν ακόμη ανάγκην συμπαραστάσεως οικονομικής και στρατιωτικής, διά να συνεχισθή ή ανοδική πορεία του έθνους. Ταύτα πάντα διακυβεύθησαν σοβαρώς, παρ’ ολίγον δε να εμπλακώμεν εις ρήξιν μετά τής γείτονος Τουρκίας. Και η αντίθεσις αύτη του εξωτερικού, αντί να χαλαρωθή με την πάροδον του χρόνου, τουναντίον επετάθη, εις τρόπον ώστε να εμφανίζωνται εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις διά την χωράν μας.
Διά τής επερχόμενης σήμερον μεταβολής Δεν πρόκειται να κυριάρχηση πνεύμα εκδικήσεως ή μνησικακίας έναντι των υποπεσόντων εις σφάλματα. Επιθυμώ όμως να είναι εις πάντας σαφές ότι Δεν θα ανεχθώ πλέον ουδεμίαν ανυπακοήν ή παρεκτροπήν, οι οποίαι θα παταχθούν αμειλίκτως.
Επίσης δηλώ απεριφράστως ότι ουδεμία συννενόησις θα υπάρξη με τους απεργαζομένους τον εθνικόν όλεθρον κομμουνιστάς. Καθ’ όλην την διάρκειαν τής τελευταίας εικοσιπενταετίας ή κομμουνιστική μειοψηφία δεν απέβλεπε παρά εις την ανατροπήν του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος μας διά μέσων βίαιων και ύπουλων. Έπεσώρευσε καταστροφάς και ερείπια, μολύνει την νεολαίαν και θέτει εις κίνδυνον την υπόστασιν τής φυλής μας.
Σήμερον θέτω τέρμα εις την ανωμαλίαν και την βίαν. Ζητώ από το σύνολον του ελληνικού λαού να με βοηθήση διά να επαναφέρω εις τον τόπον μας τας ηθικάς εκείνας αξίας, αι οποίαι εγεννήθησαν εις την χώραν αυτήν και από τας όποιας όλοι οι πολιτισμένοι λαοί αντλούν την ηθικήν και πνευματικήν των δύναμιν. Ελευθερία και δημοκρατία είναι λέξεις τας όποιας ημείς επροικίσαμεν με αιώνιον νόημα. Με την λαμπράν αυτήν κληρονομίαν ας προχωρήσωμεν εις την δημιουργίαν εθνικής ζωής αντάξιας ενός συγχρόνου λαού, αγωνιζομένου με το σύνθημα τής αναγεννήσεως διά την κοινωνικήν, την οικονομικήν και την πνευματικήν του ανέλιξιν.
Πιστεύω εις την αναγέννησιν και θα υποστηρίξω κάθε προσπάθειαν τείνουσαν εις αυτήν, διότι γνωρίζω ότι τούτο σήμερον αποτελεί αίτημα πανελλήνιον. Ή φρόνησις ας ενδυναμώνη την θέλησιν όλων μας δι’ ένα ευτυχές, παραγωγικόν και αντάξιον της φυλής μας μέλλον.

Έλληνες,
Ακολουθήστε με εις τον δρόμον τής εθνικής αναγεννήσεως.
Με αγάπην, πίστιν και σύνεσιν ας προχωρήσωμεν ηνωμένοι.
Ζήτω η Ελλάς!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β.

Το χρονικό του βασιλικού αντικινήματος

Στις 09.30 το πρωί, της 13ης Δεκεμβρίου 1967 έφτασε στο Τατόι με τις αποσκευές του ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας. Στις 09.50 π.μ. ο Αρχηγός της Αεροπορίας Πτέραρχος Αντωνάκος, πέταξε στη Λάρισα για ν’ αναλάβει τη διοίκηση της μοίρας που στάθμευε εκεί και να κάνει επαφή με τον Στρατηγό Κόλλια, Διοικητή τη Α’ Στρατιάς, που επρόκειτο να συμμετάσχει στο βασιλικό Αντικίνημα. Στις 10.20 π.μ. δίνεται το σύνθημα της αναχώρησης από το Τατόι. Ο βασιλιάς, μαζί με τη συνοδεία του (τον Πρωθυπουργό, τον Αυλάρχη Λεωνίδα Παπάγο, τη βασιλική οικογένεια, τον ιατρό Βασίλειο Κουτήφαρη, τον Στρατηγό Δόβα, δύο νοσοκόμες, δύο υπηρέτες και έναν σκύλο) απογειώθηκαν από το αεροδρόμιο του Τατοΐου, με κατεύθυνση την Καβάλα όπου θα έδρευε και το Αρχηγείο του. Ενώ ο βασιλιάς πετούσε προς την Καβάλα, ο Στρατηγός Μανέττας επισκέφθηκε τον Αρχηγό του ΓΕΕΘΑ Οδυσσέα Αγγελή και του έδειξε μία επιστολή του βασιλιά, που έδινε τη διαταγή παράδοσης της διοίκησης του ΓΕΕΘΑ στον Μανέττα. Ωστόσο ο Μανέττας ούτε καν οπλοφορούσε και έτσι ο Αγγελής τον έθεσε γρήγορα υπό κράτηση. Αμέσως έδωσε το σήμα γενικού συναγερμού και ζήτησε από τις Ένοπλες Δυνάμεις να μείνουν πιστές στο καθεστώς. Οι επικοινωνίες με τις στρατιωτικές μονάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας είχαν όμως αποκοπεί με ενέργειες φιλοβασιλικών στρατιωτικών. Η Χούντα, που ανησύχησε ιδιαίτερα με αυτό, αντέδρασε με ταχύτητα στην περιοχή της Αττικής. Μονάδες τανκς περικύκλωσαν τα αεροδρόμια Τανάγρας και Ελευσίνας, τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και το κτήριο της Βουλής.

Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος με τη βασιλική οικογένεια στο αεροδρόμιο
της Ρώμης, την 14η Δεκεμβρίου 1967, έχοντας πλέον εγκαταλείψει τη χώρα μας

Ο βασιλιάς έφθασε στην Καβάλα στις 11.30 π.μ. Οι στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν εκεί προσχώρησαν αμέσως στο Αντικίνημα. Στη Λάρισα, ο βασιλιάς είχε επιτυχία στην αρχή, αλλά στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά για εκείνον. Ο Αντιστράτηγος Λιαράκος, πιστός στον βασιλιά, πήρε στα χέρια του τη διοίκηση των βασιλικών Δυνάμεων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Θεσσαλονίκης που παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ταξιάρχου Πατίλη. Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετέδωσε το μήνυμα της Χούντας το οποίο έδιδε την εντύπωση, στην Αθήνα και αλλού, πως το Κίνημα του βασιλιά είχε αποτύχει στη βόρειο Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, το Διάγγελμα του βασιλιά μεταδόθηκε από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Λάρισας, έναν Σταθμό που ακουγόταν αμυδρά μόνο στην Αθήνα. Στη συνέχεια ο Πατίλης κατόρθωσε να συλλάβει τον Λιαράκο και ν’ αναλάβει τη διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού.

Γ. Ζωιτάκης

Στις 2.00 το απόγευμα, δύο αεριωθούμενα που ανήκαν στις δυνάμεις του βασιλιά, πέταξαν πάνω από την Αθήνα και σκόρπισαν αντίγραφα του Διαγγέλματός του. Στις 4.00 το απόγευμα, ο βασιλιάς έφυγε με ελικόπτερο για την Κομοτηνή, όπου θα συναντούσε τον Στρατηγό Περίδη. Μόλις έφθασε, πληροφορήθηκε πως ο Στρατηγός Κόλλιας είχε κιόλας συλληφθεί από νεώτερους αξιωματικούς που ήταν πιστοί στη Χούντα. Απογοητευμένος επέστρεψε στην Καβάλα όπου, και εκεί, τα πράγματα είχαν πάρει τροπή προς το χειρότερο. Ο Στρατηγός Περίδης και ο Ταξίαρχος Έρσελμαν είχαν επίσης συλληφθεί από νεώτερους αξιωματικούς, ενώ ο Ταξίαρχος Ζαλοχώρης είχε διαφύγει περνώντας τα σύνορα στην Τουρκία. Η ΙΧ Μεραρχία της Καβάλας τέθηκε κάτω από τις διαταγές της Χούντας. Τα άλλα δύο Όπλα, το Ναυτικό και η Αεροπορία ήσαν ακόμα πιστά στον βασιλιά, ωστόσο ο βασιλιάς δεν ήξερε πια πώς να τα χρησιμοποιήσει. Ο άμεσος κύκλος του και μερικοί σύμβουλοί του, τον συμβούλεψαν ν’ αποφύγει κάθε πράξη που θα κατέληγε σε αιματοχυσία και σε πλήρη αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία.

Μπροστά στην αποτυχία του αντικινήματός του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τότε κάθε προσπάθεια και μαζί τη χώρα και το λαό του στην πιο κρίσιμη και δύσκολη στιγμή της μεταπολεμικής ιστορίας του… Την 14η Δεκεμβρίου 1967, στις 3.00 το πρωί, ο Κωνσταντίνος ανεχώρησε από την Ελλάδα με προορισμό τη Ρώμη, μαζί με τα λοιπά μέλη της βασιλικής οικογένειας που τον συνόδευαν και τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια. Στη Ρώμη ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση. Μόλις στις 20 Δεκεμβρίου 1967 ο βασιλιάς προέβη σε δηλώσεις, στις οποίες ανέφερε ότι θα επέστρεφε στην Ελλάδα μόνον όταν θα είχαν αποκατασταθεί πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί.

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος

Ο Ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδιδε πως «Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη. Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της Εθνικής Επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την Επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον». Η 13η Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί, στην ουσία, το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα, μετά από 104 χρόνια με μικρά διαλείμματα. Μετά την αποτυχία του βασιλικού αντικινήματος, η χούντα στην Ελλάδα ισχυροποιήθηκε και παγιώθηκε ακόμα πιο πολύ. Το καθεστώς κυβέρνησε για τα επόμενα επτά χρόνια, κατήργησε και τυπικά τη βασιλεία την 1η Ιουνίου 1973, ακόμα δε και στην εκπνοή του, οδήγησε τη Χώρα στην τραγωδία της Κύπρου, το 1974. Ενώ ο βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30 το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου 1967, ο νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος όρκισε τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως Αντιβασιλέα και ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ν’ αναλάβει καθήκοντα Πρωθυπουργού. Αξιωματικοί του Χούντας εξαγριωμένοι κατέβασαν τις φωτογραφίες των βασιλέων από όλα τα κυβερνητικά κτήρια.

Πορτραίτα του βασιλικού ζεύγους που κοσμούσαν δημόσιους χώρους

Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος θέλησε αρχικά ν’ αποστασιοποιηθεί από τους συνταγματάρχες. Δήλωνε επανειλημμένως ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του, ότι τον εκβίαζαν απειλώντας τον για τη ζωή των μελών της οικογενείας του, ότι εξέφρασε εξ αρχής την αντίθεσή του στο πραξικόπημα ..ποζάροντας συνοφρυωμένος στη φωτογραφία ορκωμοσίας της χουντικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ποζάρει χαμογελαστός, και ότι μέσω αυτής της φωτογραφίας έστελνε το μήνυμα της δυσαρέσκειάς του στον ελληνικό λαό! Πολλοί υποστηρίζουν ότι η σχετική δυσφορία του Κωνσταντίνου προς τους πραξικοπηματίες οφειλόταν στο γεγονός ότι εμπόδισαν την πραγματοποίηση άλλου πραξικοπήματος, σχεδιασμένου να εκτελεστεί από τους στρατηγούς, στο οποίο ο Κωνσταντίνος θα είχε μεγαλύτερο έλεγχο. Ο στρατηγός Σόλων Γκίκας, ιδρυτής του ΙΔΕΑ και υπουργός Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση Καραμανλή, είχε αναφέρει το 1974: «Οι στρατηγοί ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα… που θα γινόταν για λογαριασμό του βασιλέως και των συντηρητικών».

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος επιθεωρεί το στράτευμα

Από την άλλη ο Κωνσταντίνος εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γεώργιο Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα «επί τη διασώσει», μετά την απόπειρα δολοφονίας του από τον Αλέκο Παναγούλη. Κατά τη διάρκεια του επομένου έτους η χούντα διαπραγματεύτηκε με τον Κωνσταντίνο μέσω μεσαζόντων τους όρους της επιστροφής του στην Ελλάδα. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος επέμενε στην πλήρη αποκατάσταση των συνταγματικών δικαιωμάτων του ως αναγκαίου όρου της επιστροφής του, γεγονός που δεν έβρισκε σύμφωνη την ηγεσία της χούντας. Εν τω μεταξύ το καθεστώς εκπόνησε νέο Σύνταγμα τον Νοέμβριο του 1968, που διατήρησε μεν τον θεσμό της μοναρχίας, αλλά τον απογύμνωνε της ισχύος του και προέβλεπε μόνιμη αντιβασιλεία έως ότου επέλεγε να δεχτεί ο Κωνσταντίνος τη νέα κατάσταση. Αυτό συνεχίστηκε έως το 1972, οπότε ο Παπαδόπουλος απομάκρυνε τον Ζωιτάκη και αναγορεύτηκε ο ίδιος Αντιβασιλέας.

Η ορκωμοσία της χουντικής Κυβερνήσεως, αποσπάσματα συνεντεύξεων του τ. βασιλιά Κωνσταντίνου και του Στ. Παττακού και σπάνιο αρχειακό υλικό, στην εκπομπή «Νέοι Φάκελοι» του Αλέξη Παπαχελά (2012):

Το 2006 η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε σημαντικά νέα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η εικόνα του βασιλέα που μάχεται στην εξορία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα του και τηρεί εχθρική στάση προς τους πραξικοπηματίες υπήρξε ένας μύθος. Τα νέα στοιχεία, που προέρχονται από τις αποχαρακτηρισμένες αναφορές Γερμανών και Αμερικανών αξιωματούχων προς τα προϊστάμενα υπουργεία των χωρών τους, δείχνουν αντίθετα έναν Κωνσταντίνο που δέχεται να επιστρέψει στην Ελλάδα υπό οποιουσδήποτε όρους. Τα έγγραφα ερευνήθηκαν συστηματικά από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Μόενς Πελτ (Mogens Pelt) στη μελέτη του «Προσδένοντας την Ελλάδα στη Δύση» (Tying Greece to the West) και σε αυτή τη μελέτη βασίζεται και το σχετικό άρθρο της «Ελευθεροτυπίας».

Από τα νεώτερα αυτά στοιχεία προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη δικτατορία και ιδιαίτερα με τον Παπαδόπουλο μέσω του Γερμανού και Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα για να καταστήσει σαφές ότι ήταν πρόθυμος «να επιστρέψει άνευ όρων» και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες. Δεχόταν μάλιστα, όταν θα επέστρεφε, να τεθεί υπό εικοσιτετράωρη καθημερινή επιτήρηση από ανθρώπους έμπιστους της δικτατορίας… Ήταν επίσης αντίθετος με κάθε διεθνή πίεση προς τη δικτατορία για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Στις πιέσεις αυτές συμπεριλαμβάνονταν η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διακοπή της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Ο Κωνσταντίνος προσφερόταν μάλιστα να εργαστεί για την αναστολή κάθε διεθνούς κριτικής εναντίον της επανάληψης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Χαρακτήρισε «αντιπατριωτική πράξη» κάθε τέτοια κριτική από Έλληνες. Αποδεχόταν το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 και το θεωρούσε ως ένα «ικανοποιητικό πλαίσιο άσκησης των πολιτικών ελευθεριών». Προκύπτει ακόμα από τα νέα αυτά στοιχεία, ότι ο τέως βασιλιάς ουδόλως σκόπευε ν’ αποκαταστήσει τους αξιωματικούς που τον είχαν υποστηρίξει στο «αντιπραξικόπημα» του Δεκεμβρίου 1967 και ότι επεδίωκε, με κάθε τρόπο, συνάντηση με τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο εκτός Ελλάδος για τον διακανονισμό της επιστροφής του.

Η Γυάρος (ή Γιούρα) αποτέλεσε τόπο εξορίας και βασανιστηρίων σε διάφορες περιόδους της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας, από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι την πτώση της χούντας των Συνταγματαρχών, το 1974. Το 1947 κατασκευάστηκε η φυλακή της Γυάρου, που χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς κρατουμένους, οι οποίοι μεταφέρονταν εκεί, κλείνονταν σε κελιά και υποχρεώνονταν σε καταναγκαστικά έργα. Κανείς δεν έφευγε από το νησί, αν δεν υπέγραφε «δήλωση φρονημάτων». Σε πέντε όρμους της Γυάρου δημιουργήθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, διανοίχτηκαν δρόμοι και κατασκευάστηκαν κτήρια από τους ίδιους τους φυλακισμένους, που εξαναγκάστηκαν να χτίσουν τις ίδιες τις φυλακές τους, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος εξαναγκάζεται να σκάψει τον τάφο του… Υπολογίζεται ότι 22.000 άνθρωποι πέρασαν συνολικά από τις φυλακές της Γυάρου, βασανίστηκαν και υπέφεραν γιατί παρέμειναν πιστοί στις αρχές και στα φρονήματά τους (πηγή: greece.terrabook.com)

Δέκα χρόνια αργότερα σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ παραδέχτηκε πως αν γυρνούσε τον χρόνο πίσω, θα όρκιζε ξανά τη Χούντα! Παγερά και χωρίς καμία αναστολή επίσης παραδέχτηκε την πλήρη αδυναμία του να αντιδράσει στην τότε πολιτική κατάσταση προς όφελος του λαού του και όπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «Οπωσδήποτε θα την όρκιζα [τη χούντα], οπωσδήποτε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, διότι μη ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στο άγνωστο και όταν λέω άγνωστο εννοώ ότι κανένας δεν είχε εξουσία εκείνη τη στιγμή, ο μόνος που είχε εξουσία εάν ήθελε να την ασκήσει ήμουν εγώ, αλλά και ποιος με άκουγε εκείνη τη στιγμή, ήταν πολύ περίεργη η κατάσταση, αλλά θα την όρκιζα την κυβέρνηση». Τέλος ερωτηθείς, αν έχει αισθανθεί την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη για τις εξορίες, τους διωγμούς, τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια που έλαβαν χώρα κατά τη βασιλεία του πατέρα του, απήντησε κυνικά: «Δεν αξίζει να ζητήσεις συγνώμη για κάτι το οποίο δεν γνωρίζεις…!».

Απόκομμα της εφημερίδας «Μακεδονία» για την πάνδημη κηδεία του Γρηγόρη Λαμπράκη

«Τα παιδιά μας εγίναν πετρώματα
πολιτείες θαμμένες και μάρμαρα
αεράκι που φέρνει αρώματα
μες στα χρόνια που έρχονται βάρβαρα.
Ρίξε Απρίλη δυο νερά, φέξε και συ φεγγάρι,
άνοιξε γη να ξαναβγεί
το μέγα άνθος της φυλής
εκδίκηση να πάρει»

(Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης, Μουσική: Δημήτρης Λάγιος,
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου, Δίσκος: «Ο Άη-Λαός» 1983)

Το Κίνημα του Ναυτικού και το τέλος της Βασιλείας στην Ελλάδα

Μέχρι το 1973 είχε αυξηθεί η αντίδραση του λαού προς το στρατιωτικό καθεστώς. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Βραδυνή» o Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωνε ότι μόνη λύση ήταν η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, η ανάθεση σχηματισμού της κυβέρνησης σε πολιτικούς και η προκήρυξη εκλογών. Την ίδια εποχή, περί τα τέλη Μαΐου, εκδηλώθηκε το «Κίνημα του Ναυτικού», μια συνωμοτική ενέργεια ομάδας αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού για την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το Κίνημα του Ναυτικού, που ετοίμαζαν από το 1969, ωστόσο δεν εκδηλώθηκε, γιατί προδόθηκε στις 22 Μαΐου 1973. Ακολούθησαν αθρόες συλλήψεις και βασανισμοί.

Το Αντιτορπιλικό «Βέλος»

Το Ναυτικό, στρατιωτικό σώμα με φιλελεύθερη παράδοση, δεν έλαβε ενεργά μέρος στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αυτό φάνηκε και από την παραίτηση του αρχηγού του Κωνσταντίνου Εγκολφόπουλου, αμέσως μετά την επικράτηση των συνταγματαρχών. Η πρώτη αντίδραση του Ναυτικού στη Χούντα εκδηλώθηκε στο αποτυχόν κίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου (13 Δεκεμβρίου 1967), όταν ο Στόλος εξήλθε στο Αιγαίο. Αμέσως μετά, στελέχη του Ναυτικού της τάξεως του 1940, όπως οι Πλωτάρχες Παππάς, Σέκερης και Μάλιαρης, άρχισαν να οργανώνουν έναν συνωμοτικό πυρήνα εντός του στρατεύματος, με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Από τις αρχές του 1969 ο μικρός πυρήνας των στελεχών αυτών άρχισε να μεγαλώνει, με τη συστηματική μύηση αξιωματικών στο κίνημα οι οποίοι έδιδαν όρκο ότι θα αγωνιστούν για την ανατροπή της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα.

Τελευταία φωτογραφία των πρωταγωνιστών του Κινήματος
του Ναυτικού ως αξιωματικών, μετά την ανάκρισή τους
ενώπιον του συμβουλίου που τους απέταξε (kathimerini.gr)

Στο πλαίσιο αυτό είχαν εκπονηθεί διάφορα σχέδια: από την απαγωγή του Γεωργίου Παπαδόπουλου κατά τη διάρκεια της άσκησης του Στόλου με την επωνυμία «Θρίαμβος» (Αύγουστος 1969), μέχρι την κατάληψη της Κρήτης, της Μήλου και άλλων νησιών και τον εκεί σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με την επάνοδο και του Βασιλιά Κωνσταντίνου (Ιούνιος 1969). Στην πράξη όμως τα σχέδια αυτά ποτέ δεν υλοποιήθηκαν. Τρία χρόνια αργότερα, ο κύκλος των κινηματιών είχε μεγαλώσει, ενώ επίλεκτα μέλη του είχαν καταλάβει καίριες θέσεις στην Ιεραρχία του Ναυτικού. Οι Παππάς, Παπαδόγκωνας, Μάλλιαρης, Γκιόγκεζας, Κουσουρής κ.ά. ήταν όλοι τους διοικητές σε μεγάλα αντιτορπιλικά, έχοντας μυήσει και ανώτερα στελέχη κάθε πλοίου, ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να πάρουν τα πλοία και να εξεγερθούν κατά της χούντας. Στο Κίνημα είχαν μυηθεί και αξιωματικοί από τον Στρατό και την Αεροπορία, πολίτες, μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και απόστρατοι αξιωματικοί.

Μετά την εξέγερση της Νομικής, τον Φεβρουάριο του 1973, οι κινηματίες πήραν το λαϊκό μήνυμα και αποφάσισαν να δράσουν. Την απόφασή τους αυτή την κοινοποίησαν στον Ευάγγελο Αβέρωφ και μέσω αυτού στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Το σχέδιό τους προέβλεπε τον αποκλεισμό του Πειραιά και άλλων μεγάλων λιμανιών και την κατάληψη της Σύρου, που θα ήταν το ορμητήριό τους. Στο νησί υπήρχε η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Στρατού, την οποία, αφού καταλάμβαναν, θα τοποθετούσαν διοικητή τον απόστρατο ταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, που ήταν μυημένος στο Κίνημα. Μόλις επικρατούσαν, θα καλούσαν πολιτικούς όλων των κομμάτων για να σχηματίσουν κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.

Επικεφαλής αξιωματικοί του Κινήματος του Ναυτικού

Ως ημερομηνία για την εκδήλωση του κινήματος ορίσθηκε η 22α Μαΐου, όταν στο Αιγαίο θα έπλεε μοίρα Νατοϊκών πλοίων, παρά τις αντιρρήσεις των Παππά, Σέκερη και Παπαθανασίου, που προτιμούσαν την 18η Μαΐου, όταν τρία αντιτορπιλικά θα απέπλεαν σε προγραμματισμένες ασκήσεις με σχεδόν όλη τη δύναμη των Πεζοναυτών. Πρότειναν να κυκλώσουν με τα αντιτορπιλικά τους τα πλοία με τους πεζοναύτες και είτε να τους πάρουν με το μέρος τους, είτε να τους χρησιμοποιήσουν ως ομήρους για να εκβιάσουν τη Χούντα. Η πρότασή τους δεν έγινε αποδεκτή.

Νίκος Παππάς

Την παραμονή της εκδήλωσης του κινήματος, οι μυημένοι αξιωματικοί υποψιάστηκαν ότι το σχέδιό τους είχε γίνει αντιληπτό από τη Χούντα και αποφάσισαν την αναβολή του. Το βράδυ της 22ας Μαΐου, στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Οδυσσέα Αγγελή περικύκλωσαν τον Ναύσταθμο, ενώ από το πρωί της 23ης Μαΐου αρχίζουν οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις και οι βασανισμοί. Η Χούντα με ανακοίνωσή της έκανε λόγο για «οπερέτα ναυτικού κινήματος ολίγων αποστράτων αξιωματικών», αποκρύβοντας το πραγματικό μέγεθος του κινήματος, που το γνώριζε πολύ καλά. Σε ηρωική μορφή του Κινήματος του Ναυτικού ανεδείχθη ο απόστρατος ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, ο οποίος βασανίστηκε απάνθρωπα στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ επί 47 ημέρες και έμεινε ανάπηρος σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Στις 25 Μαΐου 1973, το πολεμικό πλοίο «Βέλος», με κυβερνήτη τον Νίκο Παππά, έναν από τους πρωτεργάτες του Κινήματος, αποχώρησε από την άσκηση του ΝΑΤΟ, που διεξαγόταν στα ανοικτά της Σαρδηνίας και κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, όπου κυβερνήτης και πλήρωμα ζήτησαν πολιτικό άσυλο, ρίχνοντας με αυτό τον τρόπο την αυλαία του Κινήματος του Ναυτικού. Η ενέργειά του αυτή έλαβε μεγάλη δημοσιότητα διεθνώς και κατέδειξε ότι η αντίθεση στη Δικτατορία ήταν μεγάλη και μέσα στο στράτευμα.

Το σύνολο των συλληφθέντων στο Κίνημα του Ναυτικού ήταν 79 άτομα. Από αυτούς, οι 63 ήταν αξιωματικοί του Ναυτικού (60 εν ενεργεία και τρεις απόστρατοι), πέντε του Στρατού ξηράς (τρεις απόστρατοι και δύο εν ενεργεία), πέντε της Αεροπορίας (εν ενεργεία) και έξι ιδιώτες. Όλοι τους αφέθηκαν ελεύθεροι έως τις 27 Αυγούστου 1973 και κανείς τους δεν οδηγήθηκε σε δίκη, αφού έλαβαν αμνηστία. Προφανώς η χούντα θα απέφευγε ν’ αντιπαρατεθεί με ένα ολόκληρο Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων.. Το Κίνημα του Ναυτικού μπορεί να απέτυχε οργανωτικά, αλλά πέτυχε πολιτικά. Διότι έκανε φανερό ότι το καθεστώς των Απριλιανών κλονιζόταν στη βάση του, που ήταν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας. Το καθεστώς Παπαδόπουλου προσπάθησε στη συνέχεια να δείξει ένα «φιλελεύθερο» πρόσωπο, αλλά μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου ανετράπη από τους σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς του Δημ. Ιωαννίδη.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απέφυγε να πάρει δημοσίως θέση για το Κίνημα του Ναυτικού και να το καταδικάσει. Ο Παπαδόπουλος εκδικούμενος προέβη στην ανακήρυξη της Ελλάδας σε «Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία», την 1η Ιουνίου 1973, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από σχετικό δημοψήφισμα – παρωδία τον Ιούλιο του ιδίου έτους. Πριν το δημοψήφισμα εκδηλώθηκε μεγάλη εκστρατεία της δικτατορίας υπέρ του «ΝΑΙ» (εναντίον δηλαδή της μοναρχίας). Την 1η Ιουνίου 1973 έπαψε και τυπικά ο Κωνσταντίνος να είναι Βασιλεύς της Ελλάδος. Οι πολιτικοί δεν αναγνώρισαν την αλλαγή του πολιτεύματος και δήλωσαν, με σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος, όταν θα αποκαθίστατο η Δημοκρατία στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας διορίζοντας ταυτόχρονα μία κυβέρνηση πολιτικών προσώπων με επικεφαλής τον παλαιό αρχηγό του Κόμματος των Προοδευτικών Σπύρο Μαρκεζίνη, σκοπεύοντας σε φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Τον Νοέμβριο όμως του 1973, μετά τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ανετράπη από τον Ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, τον αποκαλούμενο «αόρατο δικτάτορα» και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.

Μιχ. Βαρδάνης

Μεταξύ των αξιωματικών που συνελήφθησαν τότε από τις ένοπλες δυνάμεις ήταν και ο ίλαρχος Μιχάλης Βαρδάνης, γεννηθείς το 1936 στην Απείρανθο της Νάξου, ο οποίος υπέστη επί μήνες απάνθρωπα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Επίκαιρα» στις 4 Σεπτεμβρίου 1974 είχε δηλώσει: «Όσα έχω υποστεί δεν αξίζει καν να αναφερθούν, όταν υπάρχουν ο Σπύρος Μουστακλής, το ζωντανό αυτό μνημείο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ, ο ανάπηρος συνταγματάρχης Δημ. Οπρόπουλος και όταν θυμάμαι τα θύματα των βασανιστών που δεν επέζησαν για να γίνουν μάρτυρες της θηριωδίας των εγκαθέτων της χούντας». Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ ο Βαρδάνης υπέστη πρωτοφανή σε σκληρότητα βασανιστήρια από τη γνωστή ομάδα των βασανιστών (ταγματάρχη Σπανό, λοχία Πέτρου, λοχαγό Μπέλο, Χατζηζήση, Κόφα ιατρό, Αντωνόπουλο). Του ζητούσαν να πει ό,τι γνώριζε για το κίνημα του ναυτικού και για την οργάνωση ΑΕΝ. Αρχιβασανιστής του ήταν ο λοχίας Μ. Πέτρου. Ο ίδιος αφηγείται: «Από την 1η μέχρι τις 14 Ιουνίου 1973, αρχίζει η σκληρότερη εμπειρία της ζωής μου με το άγριο ξύλο, το μαρτύριο της ορθοστασίας στο ένα πόδι, που ήταν ένα μαρτύριο καινούριο και εξοντωτικό. Μόλις παρέλυε το πόδι και έπεφτε, αυτοί ορμούσαν κυριολεκτικά να με κατασπαράξουν», το ηλεκτροσόκ, οι παραισθήσεις, το κτύπημα στις πατούσες κ.λπ.» και συνεχίζει: «Μια κουστωδία δημίων με οδηγούσε σε μια αγχόνη. Μια στήλη ηλεκτρικού φορτίου υπήρχε εκεί. Πολεμούσαν με κάθε μέσο να με ακουμπήσουν. Έβλεπα τον αφανισμό μου και προσπαθούσα να παρασύρω τουλάχιστον έναν απ’ αυτούς. Αυτό το κατάλαβα όταν άκουσα μια κραυγή, του Μιχάλη ίσως, που φώναζε: «Άτιμε πήρα κι εγώ». Αυτό ήταν από κει κι ύστερα βρήκα πάλι τον εαυτό μου, αλλά ετοιμοθάνατο πλέον. Αισθανόμουν πως είχα παραμορφωθεί. Άκουγα όμως καθαρά φωνές από τους τοίχους «Βαρδάνη θα πεθάνεις». Ούρλιαζα και για να σταματώ τις κραυγές, ο «καλός» μου Μιχάλης έβαζε μοχλό το γκλοπ του στο στόμα μου φωνάζοντας: «Έχεις βρε κερατά και γερά δόντια». Ο Μιχάλης Βαρδάνης παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον Αύγουστο 1973, οπότε αποφυλακίστηκε (24 Αυγούστου) με τη γενική αμνηστία που έδωσε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος. Μετά την απόταξή του, συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του και ξεκίνησε να ασκεί τη δικηγορία. Απεβίωσε το 2014.

Αναμφίβολα, η πλέον εμβληματική μορφή του Κινήματος του Ναυτικού και εν γένει του Αντιδικτατορικού αγώνα είναι ο ηρωικός ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, Σπύρος Μουστακλής (Μεσολόγγι 1926 – Αθήνα, 28 Απριλίου 1986), ο οποίος βασανίστηκε άγρια από τη Χούντα των Συνταγματαρχών με αποτέλεσμα την παράλυσή του, αλλά και τον θάνατό του, σε ηλικία 60 ετών. Ο Σπύρος Μουστακλής αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1948. Κατετάγη εθελοντής στην Εθνική Αντίσταση, στην οργάνωση ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ με στρατηγό τον Ναπολέοντα Ζέρβα, στις 2 Απριλίου 1943 μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ως μέλος της οργάνωσης έλαβε μέρος στις παρακάτω μάχες: α) 4 Ιουλίου 1943 στη Γέφυρα Αχελώου κατά των Ιταλών, β) 16-17 Ιουλίου 1943 στη Μακρυνόρο, Σαραντίνα Κρίκελο κατά των Ιταλών, γ) 2-3 Οκτωβρίου 1943 στον Άγιο Γεώργιο Καστανοχωρίου (Τσακνοχώρι) κατά των Γερμανών, δ) 16-17 Οκτωβρίου 1943 στους Χαλκιοπούλους Βάλτου κατά των ΕΛΑΣιτών, ε) 21 Οκτωβρίου 1943 στη μάχη Τετρακώμου κατά των Γερμανών, στ) 3-7 Σεπτεμβρίου 1944 στο Κορφοβούνι και Φιλιππιάδα κατά των Γερμανών, ζ) 21 Δεκεμβρίου 1944 στον Προφήτη Ηλία Άρτας κατά ΕΛΑΣιτών, όπου τραυματίσθηκε (συντριπτικό κάταγμα περόνης) και διακομίσθηκε για νοσηλεία στο Συμμαχικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο (Polish General Hospital) στο Μπάρι Ιταλίας. Έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο (1948-1949) ως ανθυπολοχαγός (Μάχες Βελούτας, Τούρκα Βάλτου, Γέφυρα Κόρακα Τριχωνίδος, Τρίκορφο κ.λπ.) και στη συνέχεια συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας ως υπολοχαγός.

Επάνω: Ο Σπύρος Μουστακλής σε νεαρή ηλικία και με τη σύζυγό του Χριστίνα. Στο κέντρο: Με τη στρατιωτική στολή του και σε αναπηρικό αμαξίδιο μετά τον βασανισμό του από τη χούντα. Δημοσιεύματα εφημερίδων για τον θάνατό του, στις 28 Απριλίου 1986. Κάτω αριστερά: Ταΐζοντας ένα ελαφάκι στην αγαπημένη του ασχολία, το κυνήγι και στους ώμους της νέας γενιάς στους εορτασμούς για την επέτειο της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Κάτω δεξιά: Με τον συναγωνιστή του στο Κίνημα του Ναυτικού, ναύαρχο Λεωνίδα Βασιλικόπουλο

Το 1967 η Χούντα έθεσε σε διαθεσιμότητα 4.000 αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων και τον Σπύρο Μουστακλή, με την ποινή της «απόταξης με ενδείξεις». Για την απόταξή του προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο ωστόσο απέρριψε την αίτησή του, οπότε απετάχθη οριστικά από τον Ελληνικό στρατό, στις 13 Νοεμβρίου 1967 με τον βαθμό του ταγματάρχη, ως δημοκρατικός και αντίθετος του καθεστώτος της Δικτατορίας. Τότε ουσιαστικά ξεκινά η αντιδικτατορική δράση του. Το 1969 συνελήφθη, για πρώτη φορά, για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή ομάδα «Ελεύθεροι Έλληνες» και οδηγήθηκε από την Ασφάλεια σε ένα ξενοδοχείο στη Βαρυμπόμπη, το οποίο οι χουντικοί είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Το Πάσχα του 1970 εστάλη εξορία στη Σαμοθράκη και έπειτα από περίπου έναν χρόνο, στο χωριό Καστρί του νομού Αρκαδίας και πάλι στη Σαμοθράκη. Στις 21 Δεκεμβρίου 1971 με διάταγμα που εκδόθηκε από το καθεστώς, αφέθηκαν ελεύθεροι όλοι κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και εκείνος.

Τον Μάιο του 1973 ο Σπύρος Μουστακλής υπήρξε ένας από τους λίγους αξιωματικούς του στρατού ξηράς που συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού. Συνεργάστηκε με τους αξιωματικούς του ναυτικού ως ταγματάρχης, καθώς όμως το κίνημα του Ναυτικού προδόθηκε πριν την εκδήλωσή του, μεταξύ των λοιπών αξιωματικών συνελήφθη και ο ίδιος, στις 22 Μαΐου 1973 και φυλακίστηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ επί 47 ημέρες, όπου βασανίστηκε άγρια. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων που του έγιναν, από ομάδα υπό τον βασανιστή Αναστάσιο Σπανό, τα πολλαπλά και βάναυσα χτυπήματα στην περιοχή της καρωτίδας του προκάλεσαν εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να διακομιστεί, με καθυστέρηση πολλών ωρών, στο 401 ΓΣΝΑ, όπου εισήλθε με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης» και με αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον Ιππόδρομο», προκειμένου να προκληθεί σύγχυση και να μη γίνει αντιληπτό το συμβάν. Από τα χτυπήματα του προκλήθηκε ολική παράλυση των δεξιών του άνω και κάτω άκρων και απώλεια της ικανότητάς του για ομιλία. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών και ακολούθως στο ΚΑΤ, για να υποβληθεί σε φυσικοθεραπείες για την αποκατάσταση της υγείας του. Κατάφερε μετά από τιτάνια προσωπική του προσπάθεια και με επισταμένη ιατρική βοήθεια να περπατήσει, χωρίς όμως ποτέ ξανά να καταφέρει να μιλήσει.

Δεκάλεπτο απόσπασμα από ντοκιμαντέρ για τη Χούντα, που προβλήθηκε το 1994 από την κρατική τηλεόραση. Μιλά η σύζυγος του Σπύρου Μουστακλή, Χριστίνα, εκ μέρους του συζύγου της, για τις διώξεις και τα βασανιστήρια που υπέστη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Προβάλλονται επίσης απόσπασμα συνεντεύξεως του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου από τη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τα τέλη του 1967 καθώς και σπάνια πλάνα από τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (Νοέμβριος 1973)

Ο Σπύρος Μουστακλής απεβίωσε στις 28 Απριλίου 1986. Μετά τον θάνατό του, του απενεμήθη τιμητικά ο βαθμός του Αντιστρατήγου και το όνομά του στο κέντρο νεοσυλλέκτων του Μεσολογγίου (2/39 Σύνταγμα Ευζώνων), όπου υπάρχει και η προτομή του. Προτομή του επίσης έχει ανεγερθεί στα πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ (σήμερα πάρκο Ελευθερίας) στην Αθήνα. Ακόμη, υπάρχουν πάρκο και πλατεία με την προτομή του, στην Ερμούπολη Σύρου και στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής, αντίστοιχα. Το όνομά του έχει δοθεί σε οδούς στην Πυλαία και στις Συκιές Θεσσαλονίκης και στη συνοικία της πόλης Τριανδρία, στην Καλαμαριά, στην Ερμούπολη και στη Βάρη της Σύρου, στις Σέρρες, στα Χανιά, στη Σητεία, στο Ηράκλειο Κρήτης, στην Παραλία Πατρών, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στην Κομοτηνή, στη Λαμία, στη Λάρισα, καθώς και εντός του Πολεοδομικού συγκροτήματος Αθηνών – Πειραιώς, στο Ίλιον, στη Λυκόβρυση, στο Ηλιακό Χωριό Πεύκης, στο Μαρούσι, στη Νέα Ερυθραία, στο Αιγάλεω και στην Άνω Νεάπολη Νίκαιας.

Η κα Χριστίνα Μουστακλή σε μία συνέντευξη – ιστορικό ντοκουμέντο σκιαγραφεί με έναν μοναδικό τρόπο τη ζωή και τους αγώνες του συζύγου της και ηρωικού ταγματάρχη του Ελληνικού στρατού, Σπύρου Μουστακλή. Η αφήγησή της συγκλονίζει, 46 χρόνια μετά τα άγρια βασανιστήρια, στο κολαστήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ, που κατέστησαν τον σύζυγό της ανάπηρο αλλά και παντοτινό σύμβολο της αντίστασης στην τυραννία. Μία συνέντευξη που καθήλωσε χιλιάδες τηλεθεατές:

Η κα Χριστίνα Μουστακλή – Δημητρακάκη

Μια Γυναίκα – σύμβολο, σύζυγος του ήρωα αγωνιστή του αντιδικτατορικού Αγώνα Σπύρου Μουστακλή και συνοδοιπόρος του σε κάθε δοκιμασία, σε κάθε διωγμό, στις πιο σκληρές ώρες της φρίκης και της πάλης. Γυναίκα, σύζυγος, μητέρα, επιστήμονας, εργαζομένη, πολίτης. Τίμησε και εξακολουθεί να τιμά υποδειγματικά κάθε ρόλο της με απαράμιλλη αξιοπρέπεια, ήθος, καρτερία, ευγένεια. Αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της υγείας του συζύγου της μετά τον απάνθρωπο βασανισμό του από τη χούντα, για τη διατήρηση άσβεστης της ιερής μνήμης του, για τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία, την ελευθερία, την ιστορία, την αλήθεια. Την τιμούμε και την ευχαριστούμε γι’ αυτό που είναι και σημαίνει για όλους εμάς, για κάθε Έλληνα, για κάθε άνθρωπο!

Η νεκρώσιμος ακολουθία του Σπύρου Μουστακλή στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών και η ταφή του στο Μεσολόγγι, την 30ή Απριλίου 1986:

Κατάλυση του Συντάγματος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών

Η περίοδος 1967-1974 υπήρξε η πιο επώδυνη θεσμικά και συνταγματικά περίοδος της συνταγματικής μας ιστορίας και πρέπει να μας υπενθυμίζει πάντα την αξία της περιφρούρησης και της διαφύλαξης του θεμελιώδους νόμου της Πολιτείας. Το Σύνταγμα και η δημοκρατική αρχή, οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ο δικαστικός έλεγχος, οι ατομικές ελευθερίες, η πολιτική ισότητα καθώς και κάθε έννοια δημοκρατικής νομιμότητας παραβιάσθηκαν, καταλύθηκαν, καταστρατηγήθηκαν και αποστεώθηκαν από το καθεστώς που επιβλήθηκε στη χώρα μας από τη χούντα των συνταγματαρχών.

Στην κατάλυση του Συντάγματος από την Απριλιανή δικτατορία το 1967 έχει γίνει δεκτό ότι συνέτεινε τόσο ο αυταρχικός χαρακτήρας του Συντάγματος του 1952 όσο και η σταδιακή επικράτηση στον Συνταγματικό βίο της χώρας του λεγόμενου «Παρασυντάγματος». Συγκεκριμένα, το ισχύον μέχρι την 21η Απριλίου 1967 Σύνταγμα του 1952 περιελάμβανε ρητή πρόβλεψη δυνάμει της οποίας επιτρεπόταν η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας όχι μόνο λόγω εξωτερικής απειλής, αλλά και για την αντιμετώπιση των εσωτερικών εχθρών της διασάλευσης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Τούτο, σε συνδυασμό με την απουσία αυστηρών προϋποθέσεων για την ενεργοποίηση της κατάστασης πολιορκίας, δημιούργησε μια de facto πραγματικότητα διαρκούς κατάστασης ανάγκης, υπό το πρόσχημα τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών εχθρών. Η δυνατότητα αυτή που επέτρεπε το Σύνταγμα του 1952 νομοθετικά εκφράστηκε κυρίως με την παράλληλη ισχύ των Συντακτικών πράξεων και των Ψηφισμάτων της περιόδου 1944-1952, αλλά και με την κάμψη της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και τη σταδιακή υποκατάστασή της από τα νομοθετικά διατάγματα και από έναν αξιοσημείωτο αριθμό αντισυνταγματικών πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδίδονταν δίχως καμία νομοθετική εξουσιοδότηση.

Πομπή τεθωρακισμένων οχημάτων του στρατού κατεβαίνει
την οδό Πατησίων στο ύψος του Πολυτεχνείου (21 Απριλίου 1967)

Επάνω: Το Βασιλικό Διάταγμα 287 της 27ης Απριλίου 1967 (ΦΕΚ Α’ 62/29.04.1967) περί αναθέσεως σε δικαστικούς λειτουργούς καθηκόντων εκτάκτων στρατοδικών

Διαμορφώθηκε έτσι το λεγόμενο «Παρασύνταγμα» της περιόδου 1952-1967, που κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση καθιστούσε διάτρητο το Σύνταγμα του 1952, αφού διαμόρφωνε ουσιαστικά δύο παράλληλες έννομες τάξεις: μία στην οποία ίσχυαν οι συνταγματικές διατάξεις και μία στην οποία ίσχυαν -δυνάμει του Συντάγματος- οι αντισυνταγματικές διατάξεις των ποικίλων Συντακτικών Πράξεων και Ψηφισμάτων. Όλα αυτά λειτούργησαν ως νοσηρά συμπτώματα της συνταγματικής κρίσης της περιόδου 1952-1967, κατά την οποία οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες είτε παρακάμπτονταν συστηματικά και απροκάλυπτα είτε βρίσκονταν στον αστερισμό μιας διαρκούς, υποτιθέμενης «καταστάσεως ανάγκης». Έτσι, ενώ τα νομοθετικά διατάγματα προβλέφθηκαν ως νομοθετικοί μηχανισμοί εξαιρετικού χαρακτήρα, τελικά την περίοδο εκείνη αποτέλεσαν τον κανόνα, γεγονός που αναμφίβολα συνέτεινε στην τελική συνταγματική εκτροπή που επέβαλε η δικτατορία των συνταγματαρχών τον Απρίλη του 1967. Ενδεικτικό της καθυπόταξης του νομοθετικού σώματος στις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας είναι ότι κατά την περίοδο 1952-1967 εκδόθηκαν συνολικά 964 νόμοι κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία έναντι 1.358 νομοθετικών διαταγμάτων! Παρομοίως δε και η νομολογία της εποχής εκείνης επιβεβαιώνει την αδυναμία ακόμα και του δικαστικού ελέγχου αυτών των νομοθετικών διαταγμάτων ως προς τη συνδρομή των λόγων «εξαιρετικής σημασίας» που δικαιολογούσαν την έκδοσή τους. Συμπερασματικά, το Σύνταγμα του 1952 υπήρξε ένα αυταρχικό και συντηρητικό σύνταγμα ακριβώς επειδή αποτέλεσε αντανάκλαση του ίδιου του μετεμφυλιακού κράτους το οποίο υπήρξε βαθύτατα αυταρχικό κράτος, σε βαθμό που, πολλές φορές, έγγιζε τα όρια του αστυνομικού τύπου κράτους.

Επάνω: Ο Αναγκαστικός Νόμος 12 της 20ής Μαΐου 1967 (ΦΕΚ Α’ 76/20.05.1967) περί δυνατότητας διορισμού δικαστικών και εν γένει δημοσίων λειτουργών, αξιωματικών του στρατού και δικηγόρων σε θέσεις του υπουργικού συμβουλίου κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων

Η δικτατορία που εγκαθιδρύθηκε την 21η Απριλίου 1967 ψήφισε δύο ψευδεπίγραφα «συνταγματικά» κείμενα, τα οποία, σε καμία περίπτωση, δεν δύνανται να θεωρηθούν «Συντάγματα» με όρους συνταγματικής νομιμότητας και δημοκρατίας, καθώς καμία απολυταρχία δεν δύναται να συνταγματοποιηθεί.. Το πρώτο από τα δικτατορικά Συντάγματα ήταν το «Σύνταγμα» του 1968 το οποίο επεβλήθη μετά από σχετικό δημοψήφισμα – παρωδία της 29ης Σεπτεμβρίου 1968, που διεξήγαγε το καθεστώς χωρίς καμία δημοκρατική νομιμοποίηση. Στο δημοψήφισμα εκείνο απαγορεύτηκε η ψήφος σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους καθώς και σε όσους είχαν συλληφθεί ή εκτοπιστεί από τον Απρίλιο του 1967 έως τότε. Το δημοψήφισμα του 1968 προκηρύχθηκε στο ΦΕΚ Α’ 170/5.8.1968, το δε «Σύνταγμα» του 1968 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 267/15.11.1968 (βλ. ακολούθως).

Επάνω: H προκήρυξη του Δημοψηφίσματος της 29ης Σεπτεμβρίου 1968

Ενδεικτικό της ανελευθερίας είναι το άρθρο 24 του δικτατορικού Συντάγματος του 1968, με το οποίο οριζόταν ότι όποιος «καταχράται» το άσυλο της κατοικίας, της ελευθερίας εκφράσεως των στοχασμών ιδίως διά του Τύπου, του απορρήτου της ανταποκρίσεως, της ελευθερίας της συναθροίσεως, της ελευθερίας ιδρύσεως συνεταιρισμών και ενώσεων προσώπων και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για να αγωνιστεί εναντίον του καθεστώτος, στερείται των δικαιωμάτων του αυτών ή και του συνόλου των δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα(!). Ομοίως αξιοσημείωτες είναι και οι διατάξεις του άρθρου 25 του Συντάγματος του 1968, που κατοχύρωναν την εξουσία του βασιλιά, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου (δηλ. της χουντικής κυβερνήσεως), να αναστέλλει την εφαρμογή των άρθρων του Συντάγματος που προέβλεπαν θεμελιώδεις ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα, να θέτει σε εφαρμογή τον νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας και να συστήνει έκτακτα δικαστήρια, για λόγους που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, σοβαρή διαταραχή ή έκδηλη απειλή της δημόσιας τάξης και ασφάλειας του Κράτους από εσωτερικούς κινδύνους, όπως η χούντα θα ερμήνευε εν συνεχεία αυτούς τους «εσωτερικούς κινδύνους» για το καθεστώς της!

Μια εικόνα χίλιες λέξεις.. Από τη στρατοκρατούμενη Αθήνα του Νοέμβρη 1973

Επάνω: Το επίσημο κείμενο του δικτατορικού Συντάγματος του 1968

Από τη σφοδρή προπαγάνδα της χούντας υπέρ του ΝΑΙ κατά το δημοψήφισμα του 1973

«Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια»

(Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος,
Ερμηνεία: Χαράλαμπος Γαργανουράκης)

Το δεύτερο «Σύνταγμα» της χούντας ήταν εκείνο του 1973, που προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος και συγκεκριμένα την προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η αλλαγή της πολιτειακής καταστάσεως της χώρας προέκυψε ως μια «φιλελεύθερη» αντίδραση του καθεστώτος ενόψει της φοιτητικής εξέγερσης της Νομικής (Φεβρουάριος – Μάρτιος 1973) και του Κινήματος του Ναυτικού της 23ης Μαΐου 1973, που είχε εκδηλωθεί για την ανατροπή της Χούντας. Το «Σύνταγμα» του 1973 (βλ. κατωτέρω) χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους τους χουντικούς ως «επαναστατικό», δεδομένου ότι αντέβαινε στο άρθρο 137 παρ. 1 του προηγουμένου δικτατορικού Συντάγματος του 1968, το οποίο ανέφερε ότι «οι θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, καθώς και εκείνες που ορίζουν τη μορφή κυβερνήσεως ως Βασιλευομένης Δημοκρατίας δεν μπορούν ποτέ να αναθεωρηθούν». Για την ψηφισή του το καθεστώς είχε προβεί ήδη από τον Ιούλιο του 1973 στη διεξαγωγή ενός ακόμα, επίσης αυθαιρέτου δημοψηφίσματος για την κατάργηση ή μη της μοναρχίας στην Ελλάδα, παρ’ όλο που η κατάργηση της μοναρχίας και η κήρυξη του βασιλιά «εκπτώτου» είχαν ήδη συντελεστεί από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο με Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973 (βλ. κατωτέρω). Η κατάργηση της μοναρχίας με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973 θεωρήθηκε ως μια μορφή «τιμωρίας» από το καθεστώς του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος από το εξωτερικό, όπου είχε μεταβεί ήδη από τα τέλη του 1967, δεν προέβη ρητά σε καταδίκη του Κινήματος του Ναυτικού, γεγονός που εξελήφθη από τη χούντα ότι σήμαινε πως σιωπηρώς το στήριζε εναντίον του καθεστώτος.

Επάνω: Η Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973 (ΦΕΚ Α’ 118/01.06.1973) περί καθορισμού της μορφής του Πολιτεύματος της Χώρας ως Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας

Με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Ιουνίου 1973, η Χούντα είχε -ήδη από τότε- καθιερώσει τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, με προσωρινό πρόεδρο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, πολύ πριν το ζήτημα τεθεί στην κρίση του Ελληνικού λαού με το δημοψήφισμα που ακολούθησε. Παρ’ όλα αυτά το δημοψήφισμα, αν και παντελώς αυθαίρετο, διεξήχθη και επικύρωσε a posteriori το νέο Σύνταγμα και την αβασίλευτη μορφή του Πολιτεύματος, με ποσοστό 21,56% των Ελλήνων να υποστηρίζει τη μοναρχία και 78,44% να ψηφίζει υπέρ της καταργήσεώς της. Το «Σύνταγμα» του 1973 δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α’ 266/4.10.1973, δεν εφαρμόστηκε ποτέ και μετά την πτώση του καθεστώτος, τον Ιούλιο του 1974, αντικαταστάθηκε από το σημερινό Σύνταγμα της Ελλάδος του 1975, όπως ψηφίστηκε και ισχύει, μετά και τις αναθεωρήσεις που συντελέστηκαν, καθ’ όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης έως και σήμερα.

Επάνω: Το επίσημο κείμενο του δικτατορικού Συντάγματος του 1973

Επάνω: Το διάγγελμα που απηύθυνε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος προς τον Ελληνικό λαό, τον Ιούνιο του 1973, ενόψει της ψηφίσεως του νέου Συντάγματος και της καταργήσεως της βασιλείας

Λογοκρισία και Αντίσταση

Το καθεστώς, που έμεινε γνωστό ως «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» ή ως «Χούντα* των Συνταγματαρχών» ή «Επταετία», προχώρησε από τις πρώτες ώρες της 21ης Απριλίου 1967 σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης και σε απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και στην καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Κάθε άρθρο εφημερίδας, κάθε έργο τέχνης, έπρεπε να έχει την έγκριση των αξιωματικών της αρμόδιας επιτροπής που έδρευε στο Υπουργείο Τύπου, επί της οδού Ζαλοκώστα.

Αριστερά: Η Ελένη Βλάχου στο γραφείο της. Το 1967 διέκοψε αυτόβουλα την έκδοση όλων των εντύπων της ως διαμαρτυρία στη Χούντα. Δεξιά: Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει στο Ανόβερο για τη Χούντα (29 Απριλίου 1970) (news247.gr)

Οι εφημερίδες «Καθημερινή», «Μεσημβρινή» και «Ελευθερία» αποφασίζουν να διακόψουν την έκδοσή τους το 1967, αντιδρώντας στη στρατιωτική δικτατορία. Η χούντα επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό στην εκδότρια της «Καθημερινής», Ελένη Βλάχου, αλλ’ εκείνη, στις 15 Δεκεμβρίου του 1967, δραπέτευσε πηδώντας από την ταράτσα του σπιτιού της σε διπλανή οικία. Στη συνέχεια διέφυγε στο εξωτερικό και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Από εκεί εξέδιδε το περιοδικό «Hellenic Review» στο οποίο δημοσιεύονταν κείμενα και σκίτσα κατά της δικτατορίας.

(* Η λέξη «Χούντα», η οποία έχει επικρατήσει για να υποδηλώνει τα δικτατορικά καθεστώτα ανά τον κόσμο, προέρχεται από την ισπανική λέξη «Junta», που σημαίνει «σύνδεσμος» ή γενικότερα «επιτροπή διοίκησης», «συμβούλιο διοίκησης»).

Υπολογίζεται ότι το καθεστώς λογοκρισίας, που επεβλήθη από τη χούντα, απαγόρευσε με διατάγματα την κυκλοφορία 1.046 έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, αρχίζοντας μάλιστα από τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς: Αισχύλο, Ευριπίδη, Σοφοκλή, Αριστοφάνη και καταλήγοντας σε νεώτερους ξένους συγγραφείς, όπως ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Τόμας Μαν, ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Αλμπερ Καμύ και ο Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Φυσικά ούτε συζήτηση για τα έργα του Κώστα Βάρναλη, του Γιάννη Ρίτσου, του Βασίλη Ρώτα, του Μάρκου Αυγέρη και πολλών άλλων Ελλήνων λογοτεχνών με αριστερό προσανατολισμό. Επίσης, απαγορεύτηκε ρητά η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε η Μελίνα Μερκούρη, οι ταινίες του Κώστα Γαβρά και πολλές άλλες ακόμα.

Την περίοδο της επταετίας, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων διανοουμένων, πολιτικών και καλλιτεχνών κατέφυγαν στο εξωτερικό, κυρίως στο Παρίσι, που προσέφερε έναν ιδανικό χώρο για την ανάπτυξη πολιτικού αγώνα και για την εξ αποστάσεως στήριξη της αντίστασης και του αντιδικτατορικού αγώνα στην Ελλάδα. Το 1971 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της Μελίνας Μερκούρη, όπου, μεταξύ άλλων, η διεθνούς φήμης Ελληνίδα ηθοποιός αναφέρει: «Θα πολεμήσω τη Χούντα ώσπου να πεθάνω!». Στο απόγειο της δόξας της, όταν θριάμβευε στο Broadway πρωταγωνιστώντας στη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή», θα εγκατέλειπε τα πάντα, για ν’ αφοσιωθεί -ψυχή τε και σώματι- στον αντιδικτατορικό αγώνα. Κατά τη διάρκεια της επταετίας πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα. Έδωσε συναυλίες, διοργάνωσε πορείες αντιδικτατορικού χαρακτήρα, συνάντησε πολιτικούς και πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποιήσει ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών. Σε βάρος της έγιναν απόπειρες δολοφονίας και το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα οργανώθηκε, ώστε να την αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο.

Μελίνα Μερκούρη

«Μια φορά κι έναν καιρό
στη φωτιά και στον αγώνα.
Την αντίκρισα θαρρώ
σαν μια κόκκινη σταγόνα …»


(Στίχοι: Νίκος Γκάτσος, Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη)

«Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν, Απαγορεύομεν …»

«Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία / κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία / κι έπειτα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία / πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία / εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά …»

Δαχτυλογραφημένοι σε μια κόλλα χαρτί οι στίχοι της Κωστούλας Μητροπούλου και από κάτω χειρόγραφα: «Απερρίφθη υπό της Α/θμίου Επιτροπής διότι δια της προφανούς μεταφορικής εννοίας των στίχων προσβάλλεται η ιδέα της ελευθερίας (παρομοίωσις με μάντρα παλαιών υλικών κ.λπ.)», με την υπογραφή του Τμηματάρχη Κ. Δημητρίου. Ο «Δρόμος» του αείμνηστου Μάνου Λοΐζου είναι ένα μόνο από τα αμέτρητα τραγούδια που λογοκρίθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Και δεν ήταν μόνο τα τραγούδια, ήταν και κινηματογραφικά έργα και θεατρικές παραστάσεις και εφημερίδες και βιβλία… «Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν, Απαγορεύομεν …», λέξεις που κυριαρχούσαν στο καθεστώς της ασφυκτικής προληπτικής και κατασταλτικής λογοκρισίας που επέβαλε στον Τύπο, στην εκπαίδευση και σε κάθε εκδοχή της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στη χώρα η επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών.

Μίκης Θεοδωράκης

Λίγο μετά την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, αρχηγού τότε τη Νεολαίας Λαμπράκη, απαγορεύθηκε σε όλη την ελληνική Επικράτεια, με το υπ’ αριθ. 13/1-6-1967 ειδικό διάταγμα του αρχηγού του επιτελείου ελληνικού στρατού Οδυσσέα Αγγελή, με την αιτιολογία ότι «εξυπηρετούσε τον κομμουνισμό». Σύμφωνα με το διάταγμα, όποιος εκτελούσε ή ανατύπωνε μουσικά έργα του Μ. Θεοδωράκη ή έστω τραγουδούσε τραγούδια της κομμουνιστικής νεολαίας (η οποία είχε ήδη διαλυθεί από τη χούντα με το διάταγμα της 6ης Μαΐου 1967) που εθεωρούντο ότι «υποκινούσαν πάθη και διενέξεις», παραπεμπόταν άμεσα στο στρατοδικείο και καταδικαζόταν «σύμφωνα με τις διατάξεις της έκτακτης νομοθεσίας». Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, οι Έλληνες έχαναν την προσωπική τους ελευθερία, καταδικάζονταν από τα στρατοδικεία της χούντας και φυλακίζονταν υπό απάνθρωπες συνθήκες αντιμέτωποι με εκτοπίσεις και βασανιστήρια, επειδή ..τραγουδούσαν..!

Το Ειδικό διάταγμα Αγγελή με το οποίο απαγορεύτηκε η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αναζητώντας προκάλυμμα νομιμότητας, εκμεταλλεύτηκε το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο «έκτακτης ανάγκης» και «προληπτικής λογοκρισίας» ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις διασταλτικά και κατά το δοκούν. Παράλληλα, προχώρησε στον επανέλεγχο κινηματογραφικών ταινιών που είχαν παραχθεί πριν από την 21η Απριλίου, συγκρότησε λίστα με απαγορευμένα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, ενώ επέβαλε και προληπτική λογοκρισία στον Τύπο και τις εκδόσεις μέχρι το 1969. Τροποποιήσεις έγιναν και στο νομικό πλαίσιο επιβολής λογοκρισίας, ιδίως στη σύσταση των επιτροπών ελέγχου, που αποτελούνταν μετά το 1969 όχι μόνο από ανώτερα στελέχη της δημόσιας διοίκησης και της αστυνομίας, αλλά και από ιδιώτες, όπως σκηνοθέτες, κινηματογραφικούς παραγωγούς, μουσικοσυνθέτες, θεατρικούς συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίου, νομικούς, λογοτέχνες κ.ά.

Γιάννης Μαρκόπουλος, Κωστούλα Μητροπούλου, Διονύσης Σαββόπουλος, Μάνος Λοΐζος. Τα έργα τους λογοκρίθηκαν από τη Χούντα

Σφραγίδα λογοκρισίας

Στις επιτροπές, ιδίως την περίοδο 1967-1969, κυριαρχούσαν οι στρατιωτικοί, με τον συνταγματάρχη Βρυώνη επικεφαλής των υπηρεσιών λογοκρισίας. Οι διατάξεις του νομικού πλαισίου προληπτικής λογοκρισίας καθιστούσαν προφανές το τι λογοκρινόταν, αν και τα σχετικά ντοκουμέντα αποδεικνύουν ότι η φαντασία και ο παραλογισμός των λογοκριτών ήταν ανεξάντλητα! Το 1970 η Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών υπήχθη στον πρωθυπουργό και μετονομάστηκε Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών. Στο απριλιανό καθεστώς, η περίοδος 1967-1969 αποτέλεσε τη σκληρότερη φάση της λογοκρισίας που επεβλήθη από τους συνταγματάρχες, ενώ έγινε πιο ελαστική το 1969-1973 στο πλαίσιο ενός ψευδεπίγραφου δημοκρατικού «ανοίγματος» του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Την περίοδο του Ιωαννίδη ο κύκλος κλείνει με την αυστηρότητα του «λογοκρίνειν» να επανέρχεται.

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ο αντικομμουνισμός μετατράπηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της κυρίαρχης ιδεολογίας του κράτους και της άρχουσας τάξης, λαμβάνοντας θεσμικό χαρακτήρα. Οι νικητές του εμφυλίου ήθελαν να θωρακίσουν το αστικό πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο εξαλείφοντας οποιαδήποτε υπαρκτή ή φανταστική κομμουνιστική απειλή και αποκόπτοντας τους κομμουνιστές από τα μέσα προπαγάνδας της ιδεολογίας τους. Έτσι, ταινίες, θεατρικά κείμενα, λογοτεχνικά έργα κ.λπ. με αναφορές στον κομμουνισμό και εν γένει στην αριστερή ιδεολογία, απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν.

Κατάλογος λογοκριθέντων κινηματογραφικών ταινιών

«Απερρίφθη … διότι εκδηλώνει σαφώς αντίθεσιν προς τα όνειρα, τα ιδανικά της φυλής μας», γράφει ο λογοκριτής για τους στίχους του τραγουδιού «Οι Έλληνες έναν καιρό» του Κ.Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου). Και κάτω από το «Ζεϊμπέκικο» το γνωστό «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια», του Διονύση Σαββόπουλου, έγραψε: «Απερρίφθη… διότι δεν συνεμμορφώθη με τας υποδείξεις». Το «Ο» δίπλα από τον τίτλο του τραγουδιού, που περνούσε από λογοκρισία, σήμαινε «ακατάλληλο» και το «Δ» «διφορούμενο». Βιβλία λογοκρίθηκαν γιατί είχαν κόκκινο εξώφυλλο ή επειδή το επώνυμο του συγγραφέα είχε κατάληξη σε «-ώφ». «Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί το κλίμα της δικτατορίας. Ήταν τεράστια η αγραμματοσύνη. Σε συνδυασμό με όλο εκείνο το πλέγμα της εθνικοφροσύνης δημιουργούσε απίστευτα φράγματα», αναφέρει ο ιστορικός Νίκος Καραγιαννακίδης.

Θ. Αγγελόπουλος

Οι κινηματογραφικές ταινίες, που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αντιμετώπιζαν συνεχώς παρεμβάσεις της λογοκρισίας. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος δημιούργησε μέσα στη χούντα δύο σπουδαίες ταινίες: Την «Αναπαράσταση» (όπου ακούγεται και η ιστορική φράση «Αριστερά, όλο αριστερά!»), γυρισμένη στα Ζαγοροχώρια, που αναφέρεται στο έγκλημα δύο παράνομων εραστών. Ωστόσο ο Αγγελόπουλος υπαινίσσεται μέσα από αυτό, τη θηλιά που έβαλαν οι συνταγματάρχες στο λαιμό της χώρας. Το ελλειπτικό τέλος καθορίζει και την αδυναμία ν’ αναπαρασταθεί ένα έγκλημα, του οποίου οι ηθικοί αυτουργοί βρίσκονταν εκτός κάδρου. Το 1972 ο Αγγελόπουλος γυρίζει τις «Μέρες του ‘36», οι οποίες αναφέρονται στο κοινοβουλευτικό χάος που επικρατούσε στη χώρα λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά. Όλοι οι νοήμονες ένιωσαν ωστόσο πως οι «Μέρες του ‘36» αναφέρονταν στη Χούντα των Συνταγματαρχών του ‘67. Οι λογοκριτές ωστόσο, σίγουροι για την επιτυχία του καθεστώτος, όχι μόνον δεν κατάλαβαν τίποτα, αλλ’ ισχυρίστηκαν πως το φιλμ περιέγραφε …τα χάλια του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα… Αλλά και από το σενάριο της ταινίας «Ο Θίασος» του Θ. Αγγελόπουλου διαγράφηκαν από τη λογοκρισία αναφορές στην ελευθερία και στη Γαλλική Επανάσταση.

Π. Βούλγαρης

Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης ήταν φυλακισμένος στη Γυάρο, όταν ένας συγκρατούμενός του τον βρήκε και τον ρώτησε συγκλονισμένος: «Εσύ γύρισες μια ταινία «Το Προξενιό της Άννας;»». «Ναι», απάντησε ο Βούλγαρης. «Μόλις βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Βερολίνου, το ξέρεις;». Ο Βούλγαρης δεν το γνώριζε. Και ο άλλος του είπε: «Βραβεύτηκες εκεί και εσύ είσαι εδώ;», και έβαλε τα κλάματα. «Τον κάθισα», θυμάται ο σκηνοθέτης, «του έφτιαξα καφέ και τον παρηγόρησα»… Η λογοκρισία της Χούντας απαγόρευσε επίσης ακόμα και την εκτός Ελλάδος(!) προβολή της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Ο Κλέφτης».

Από τη λογοκρισία δεν γλύτωσαν ούτε ταινίες με μεγάλη εμπορική επιτυχία, όπως η «Υπολοχαγός Νατάσσα» και «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάνδρες» διαγράφηκε η φράση: «Τώρα έχουμε δημοκρατία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει». Πολλοί άλλοι Έλληνες σκηνοθέτες μέσω των ταινιών τους τόλμησαν ωστόσο ακόμα και σαφή επίθεση κατά της δικτατορίας. Κλασικό παράδειγμα παραμένει η βραβευμένη ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη με τον Θανάση Βέγγο «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση» (1971). Σαφώς υπάρχει μία χρονική μετάθεση 30 χρόνων. Δεν είναι οι Γερμανοί τελικά, αλλ’ η εσωτερική κατοχή της χώρας που επιχειρεί να βρει την ελεύθερη έκφραση και πληροφόρηση (τα πλάνα στο τέλος με το παράνομο ραδιόφωνο είναι χαρακτηριστικά). Σαφείς αναφορές κατά της Χούντας συναντάμε και στις ταινίες «Τα χρώματα της ίριδας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου και η «Δίκη των δικαστών» του Γιώργου Γλυκοφρύδη.

Σκηνή από την ταινία «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» που λογοκρίθηκε από τη Χούντα

Η πράξη λογοκρισίας της ταινίας «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»

«Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967-1974» είναι ένα ανέκδοτο ντοκιμαντέρ του βραβευμένου Έλληνα σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, διάρκειας 37 λεπτών. Περιέχει σπάνιο αρχειακό υλικό από την κηδεία των Γεωργίου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη έως τις δίκες του Αλέκου Παναγούλη και άλλων αγωνιστών:

Στο παρακάτω βίντεο μια από τις αξέχαστες σκηνές με τον Θανάση Βέγγο, από την ταινία «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», του 1976. Η Χούντα έχει «πέσει», ωστόσο στην ταινία παρακολουθούμε μια ανεπανάληπτη αναφορά στον τρόπο που λειτουργούσε η λογοκρισία στην Επταετία: Παίζοντας στη διαπασών και τραγουδώντας με πάθος τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» του Μίκη Θεοδωράκη, ο Βέγγος περνά μέσα από ένα χωριό στο οποίο οι χουντικοί πραγματοποιούν εκδήλωση. Τότε συνειδητοποιεί πως η κασέτα συνδέεται με το μεγάφωνο του φορτηγού που οδηγεί και τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη ακούγονται «απ’ άκρη σ’ άκρη!». Μια σκηνή με πολλά κωμικά, αλλά ταυτόχρονα και τραγικά στοιχεία, που αποδίδει αντιπροσωπευτικά το κλίμα της λογοκρισίας που επικρατούσε επί Χούντας:

«Ηλέκτρα» του Μ. Κακογιάννη

Από τη λογοκρισία δεν ξέφυγαν ούτε τα έργα δημιουργών ή με ηθοποιούς που είχαν εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή τους στην απριλιανή δικτατορία, όπως η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, ο Μιχάλης Κακογιάννης. Έτσι, το 1970 απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας «Ηλέκτρα» (1962) του Μιχ. Κακογιάννη, με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παππά και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Γενικότερα κατά την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας οποιαδήποτε νύξη στην πολιτική κατάσταση της χώρας και οι αναφορές στη δημοκρατία και την ελευθερία απαγορεύονταν και, ως εκ τούτου, λογοκρίνονταν. Έτσι, από την ταινία «Σπάρτακος» του Κιούμπρικ κόπηκε ο διάλογος: «Δέχομαι λίγη δημοκρατική διαφθορά μαζί με λίγη ελευθερία. Δεν δέχομαι όμως δικτατορία χωρίς καθόλου ελευθερία». Από μια ταινία του «Ρομπέν των Δασών» του 1967, κόπηκε από τη λογοκρισία η φράση «στο Βασιλιά Ριχάρδο σύντομα να γυρίση να απαλλάξουμε τον τόπο από τον πρίγκιπα Ιωάννη, το Νόττιγχαμ και όλους τους τυράννους», ενώ η ταινία Χουαρέζ του 1939 που αναφέρεται στη μεξικανική επανάσταση του 19ου αιώνα απαγορεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1967, διότι «αι ιδέαι περί δημοκρατίας απαιτούν ανεπτυγμένον κοινόν ίνα μη παρεξηγηθούν υπό τας παρούσας συνθήκας». Το 1968 οι επιτροπές λογοκρισίας δεν έδωσαν, αρχικά, άδεια στον Κάρολο Κουν ν’ ανεβάσει το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ θεωρώντας ότι «το έργο διαστρεβλώνει τη σύστασιν μιας υγιούς αστικής κοινωνίας».

Ν. Κούνδουρος

Και η ταινία «Μαγική πόλις» του Νίκου Κούνδουρου κρίθηκε ακατάλληλη να προβληθεί στο εξωτερικό, για τον λόγο ότι παρουσίαζε εικόνες μιζέριας. Το 1972 η αρμόδια επιτροπή ενέκρινε το σενάριο «Ο δρόμος» του Κατσουρίδη με την προϋπόθεση της αντικατάστασης των σκηνών του χωριού που παρουσίαζαν «γενικήν αθλιότητα» με σκηνές που «δεν θα προπαγανδίζουν οικονομικήν κατάστασιν μη γνώριμον σήμερον πλέον εν Ελλάδι». Για την περίοδο της δικτατορίας, η λογοκρισία έπρεπε να διαφυλάξει την εικόνα ενός ιδεατού κρατικού μηχανισμού απαλλαγμένου από φαινόμενα διαφθοράς, ασυδοσίας και παρακμής. Στον χώρο του τραγουδιού ανατρεπτικά χαρακτηρίστηκαν από τη λογοκρισία το «Χασάπικο» του Σταύρου Κουγιουμτζή, ο «Μέρμηγκας» του Μάνου Λοΐζου και το «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου. Μεγάλος πονοκέφαλος για τους λογοκριτές της Χούντας ήταν οι θεατρικές επιθεωρήσεις, αφού η απουσία σταθερού σεναρίου και οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών καθιστούσαν ανεφάρμοστη την έννοια της προληπτικής λογοκρισίας.

Οι Πράξεις λογοκρισίας της ταινίας «Ηλέκτρα» του Μιχ. Κακογιάννη και του «Χασάπικου» του Στ. Κουγιουμτζή

Εκτός από τη θεσμική και εξωθεσμική πολιτική περιστολής της ελευθερίας της έκφρασης, η άσκηση πολιτικών προληπτικής λογοκρισίας αναδεικνύει ένα κράτος πανεπόπτη που, λειτουργώντας πατερναλιστικά, όριζε για τον πολίτη τις επιτρεπόμενες ιδεολογίες, τις υγιείς κοινωνικές του παραδόσεις ακόμη και το αισθητικό του κριτήριο. Η κοινωνία αντιμετωπιζόταν ως ανώριμο παιδί που έπρεπε να προστατευτεί μέσω της λογοκρισίας από επιβλαβείς εικόνες, παραστάσεις, στίχους και αναγνώσματα. Ο φόβος και μόνο της ύπαρξης της λογοκρισίας, μπορούσε να οδηγήσει την κοινωνία σε μια συνειδητή παραλυσία απέναντι στον αυταρχισμό και την απώλεια δικαιωμάτων και ελευθεριών, σε αυτολογοκρισία δηλαδή, αποτελώντας ένα από τα ισχυρότερα όπλα επιβολής, αφού η λογοκρισία έχει το πλεονέκτημα να μην αφήνει ίχνη, όπως άλλες μορφές άσκησης βίας και αυταρχισμού.

Το φθινόπωρο του 1967, ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος κατορθώνει να σπάσει το φράγμα σιωπής και στέλνει στον ξένο Τύπο μαγνητοφωνημένες δηλώσεις εναντίον της δικτατορίας, προκαλώντας διεθνώς μεγάλο ενδιαφέρον. Δύο ημέρες αργότερα τίθεται σε κατ’ οίκον κράτηση. Ήδη από τους πρώτους μήνες της κατάλυσης της δημοκρατίας, είχαν κάνει την εμφάνισή τους και οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) και η Δημοκρατική Άμυνα, στελεχωμένες από κεντρώους και αριστερούς πολίτες. Ειδικά στη Γαλλία, ο λαός, οι διανοούμενοι και ο Τύπος τάχθηκαν σύσσωμοι στο πλευρό των Ελλήνων αντιστασιακών και καταδίκασαν τη Χούντα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με την κυβέρνηση Ντε Γκολ, η οποία χορήγησε αλλεπάλληλα δάνεια στους «Απριλιανούς». Τον Ιανουάριο του 1968 n Χούντα αναγνωρίστηκε από τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία και την Τουρκία…

«Περιπολία στους δρόμους
και κάποια φωνή που διατάζει
Κι εσύ ησυχάζεις το δάχτυλο βάζεις
να βρεις την πληγή.
Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι.
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι.
Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς»

(Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος,
Μουσική – Ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος)

Το Μεγάλο μας Τσίρκο

«Το Μεγάλο μας Τσίρκο» είναι μια μαρτυρία για τη διαχρονικότητα της εθνικής μας περιπέτειας. Ένα λαϊκό έπος στο οποίο διαγράφονται ανάγλυφα οι αρετές αλλά και οι παθογένειες της φυλής, οι ανατάσεις και οι πτώσεις, οι αγώνες και οι αγωνίες ενός λαού, που φορτωμένος τη βαριά του ιστορία, δοκιμάζει τον βηματισμό του προς τον χρησμό ενός αμφίσημου μέλλοντος. Μια καταβύθιση του Πατριάρχη της μεταπολεμικής δραματουργίας στη «θεία κωμωδία» του ανελέητου ελληνικού αφηγήματος. Την παράσταση ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο Κώστας Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια έφτιαξε ο Φαίδων Πατρικαλάκης. Τα τραγούδια της παράστασης έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Η κίνηση και η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχτηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε το χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973, στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων. Αμέσως αγαπήθηκε από το κοινό και έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της Χούντας.

«ΡΩΜΙΟΣ: Αρκετά!… Και τώρα μια τελευταία διευκρίνιση. Είπα ότι το έργο μας είναι κωμωδία. Αλλά δεν είναι απλώς διότι έτσι γράφτηκε ή διότι το λέμε εμείς. Είναι κωμωδία για έναν άλλο σοβαρότερο και πολύ πιο έγκυρο λόγο: Το δηλώσαμε ως κωμωδία, το υποβάλαμε στη λογοκρισία ως κωμωδία και ενεκρίθη ως κωμωδία δια της υπ’ αριθμόν 199 αποφάσεως. Δε θέλω με τούτο να πω ότι δυνάμει του νόμου τάδε είστε υποχρεωμένοι να γελάσετε. Κάθε άλλο! Επισημαίνει απλώς ότι οποιαδήποτε ομοιότης της κωμωδίας μας με δράμα είναι τελείως συμπτωματική»

Αλληγορικά γραμμένο «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» κατάφερε να περάσει τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Κάθε βράδυ γινόταν κοσμοσυρροή στο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών. Όπως έλεγε η Τζένη Καρέζη: «Έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη… και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες… και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. Όλα αυτά όμως θα ‘πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θα ‘πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν».

Το σκοτεινό και αποκρουστικό πρόσωπο της χούντας των συνταγματαρχών, μέσα από τις συνεντεύξεις της θρυλικής «διαφωτίστριας» της δικτατορίας, Τελέσιλας Λαμπέα και του Σπύρου Ζουρνατζή, υφυπουργού Τύπου του χουντικού καθεστώτος, ο οποίος υπήρξε και ιδρυτικό μέλος του εθνικιστικού κόμματος ΕΠΕΝ. Στην εκπομπή Made in Greece της Σεμίνας Διγενή, το 1992, μιλούν επίσης ο Δημήτρης Παπαχρήστου και ο Ανδρέας Λεντάκης καθώς και φοιτητές που συμμετείχαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και βασανίστηκαν άγρια στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Οι εορτασμοί της Χούντας

Στιγμιότυπα από τις εορτές της Χούντας στο Καλλιμάρμαρο στάδιο

Χαρακτηριστικό της επταετίας ήταν η στροφή προς την παράδοση (με τους χουντικούς να σέρνουν τον χορό στα βήματα του τσάμικου και του καλαματιανού σε κάθε ευκαιρία), την αρχαία Ελλάδα και τις γιορτές που ξεχείλιζαν από λαϊκίστικο θέαμα και κιτς αισθητική. Κάπως έτσι η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» απέκτησε κάθε 29η Αυγούστου την καθιερωμένη εορτή της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων», σήμα κατατεθέν του χουντικού κιτς που εύλογα προκαλούσε (μυστικά τότε) και συνεχίζει ελεύθερα (πλέον) να προκαλεί άφθονο γέλιο.

Παπαδόπουλος και Ιωαννίδης, όταν ακόμα το γλεντούσαν μαζί…

Το πανηγύρι που θυμίζει αρκετά τις σημερινές καρναβαλικές εκδηλώσεις ελάμβανε χώρα στο Καλλιμάρμαρο στάδιο της Αθήνας καθώς και στο Καυταντζόγλειο στάδιο της Θεσσαλονίκης. Οι εορτασμοί ξεκινούσαν από το πρωί με κανονιοβολισμούς από τον Λυκαβηττό. Αρχικά, έβγαζε λόγο κάποιος από τους συνταγματάρχες μπροστά σε χιλιάδες πολίτες που είχαν κατακλύσει από νωρίς το κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ακολουθούσε η παρέλαση των Ενόπλων Δυνάμεων και ένα φαντασμαγορικό θέαμα γεμάτο χουντικά σύμβολα, συνθήματα, πυροτεχνήματα και άθλια, τραγελαφικά σόου μιας άνευ προηγουμένου κακογουστιάς.

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ως πρωτεργάτης αλλά και ως …πρωτοχορευτής της χούντας!

Από τα πιο χαρακτηριστικά των εορτών ήταν τα ακροβατικά τσίρκου που πραγματοποιούσαν οι μοτοσικλετιστές της ΕΣΑ, οι οποίοι όταν δεν ξυλοφόρτωναν τον κόσμο, σχημάτιζαν πάνω στις μοτοσικλέτες τους ανθρώπινες πυραμίδες ή έκαναν άλματα περνώντας μέσα από πύρινα δαχτυλίδια. Επίσης ξεχώριζαν οι άντρες των ειδικών δυνάμεων που έκαναν γυμναστικές ασκήσεις ή έπεφταν από ελικόπτερα με αλεξίπτωτα, ενώ μεγάλη ατραξιόν αποτελούσαν οι μεταμφιέσεις σε αρχαίους Έλληνες, Βυζαντινούς και αρματολούς της Επανάστασης του ‘21. Εκ των πρωταγωνιστών βέβαια ήταν και η «Ελλάς», η οποία στεκόταν πάνω σε άρμα σε στάση προσοχής μπροστά στο «πουλί» της χούντας, φορώντας αρχαιοπρεπή χιτώνα και στεφάνι στο κεφάλι. Μέσα σε όλο αυτό τον αχταρμά του παραλογισμού και της ασχήμιας έκανε την εμφάνισή του και ο Δούρειος Ίππος με τους Έλληνες και τους Τρώες να μάχονται γύρω του ανελέητα, ο Μέγας Αλέξανδρος με όλο το ασκέρι του, οι 300 του Λεωνίδα και πολλοί άλλοι.

Καθώς ακόμα και οι πιο γλαφυρές περιγραφές ωχριούν μπροστά στην εικόνα, παρακολουθήστε, όσο αντέχει η αισθητική σας, μερικά από τα στιγμιότυπα της «Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων» στο βίντεο που ακολουθεί. Πλάι στους βασικούς εκπροσώπους του δικτατορικού καθεστώτος στις κερκίδες του Καλλιμάρμαρου, το παρόν δίνουν το τότε βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος, Κωνσταντίνος και Άννα Μαρία καθώς και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος:

Διώξεις, εκτοπίσεις, δολοφονίες και βασανιστήρια

Νικηφόρος Μανδηλαράς

Από την πρώτη ημέρα που ανέβηκαν στην εξουσία οι συνταγματάρχες έβαλαν μπρος ένα σχέδιο εξόντωσης των πολιτικών τους αντιπάλων και φίμωσης κάθε διαφορετικής φωνής, κάποιες φορές ακόμα και με τον θάνατο. Από τις πρώτες ώρες της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 μια γιγαντιαία επιχείρηση, με αρχηγό τον συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο 15χρονος μαθητής Βασίλης Πεσλής και η 24χρονη Μαρία Παλαβρού υπήρξαν τα πρώτα -και μάλλον τυχαία- θύματα, που έπεσαν την ίδια τη νύχτα του πραξικοπήματος. Τις αμέσως επόμενες ημέρες και μήνες θα δολοφονηθούν και άλλοι συνάνθρωποί μας -σκόπιμα αυτή τη φορά: Ο αντιστασιακός Παναγιώτης Ελής δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στον Ιππόδρομο Φαλήρου όπου είχαν συγκεντρώσει οι καθεστωτικοί αγωνιστές και αριστερούς με προοροσμό τη Γυάρο και άλλους τόπους εξορίας. Αυτόπτυς μάρτυρας της δολοφονίας Ελή υπήρξε ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, που έτυχε να βρίσκεται -συλληφθείς και ο ίδιος από τη Χούντα- στο σημείο του εγκλήματος την ώρα που συντελέστηκε. Ομοίως στις 22 Μαΐου δολοφονήθηκε ο δικηγόρος Νικηφόρος Μανδηλαράς ο οποίος υπήρξε συνήγορος υπερασπίσεως στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και στις 5 Σεπτεμβρίου 1967, ο Γιάννης Χαλκίδης, Θεσσαλονικιός και μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη. Τον επόμενο χρόνο, στις 9 Μαΐου 1968, θα σκοτωθεί, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, και ο πρώην βουλευτής της ΕΔΑ Γεώργιος Τσαρουχάς.

«Πάλης ξεκίνημα / νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας / οι πρώτοι νεκροί.
Όχι άλλα δάκρυα / κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα / οι πρώτοι νεκροί.
Λουλούδι φωτιάς / βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν / οι πρώτοι νεκροί.
Απάντηση θα πάρουν / ενότητα κι αγώνα
για νά ‘βρουν ανάπαυση / οι πρώτοι νεκροί»

(Στίχοι: Αλέκος Παναγούλης,
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη)

Σε ολόκληρη την Ελλάδα υπολογίζεται ότι συνελήφθησαν από τις στρατιωτικές δυνάμεις στα σπίτια τους 6.135 άνθρωποι. Η διαδικασία ήταν απλή και περιγράφεται στο βιβλίο του δημοσιογράφου Γιάννη Κάτρη, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα»: «Η ηλικία, το φύλο, η θρησκεία ή η κατάσταση υγείας δεν έπαιζαν κανέναν ανασταλτικό ρόλο. Γέροι 70 και 75 χρόνων στοιβάχτηκαν με νέους και κορίτσια 16 και 17 χρόνων μέσα σε στρατιωτικά καμιόνια σαν σαρδέλες κονσερβαρισμένες… Ο επικεφαλής αξιωματικός χτυπούσε την πόρτα και, αν δεν άνοιγε αμέσως, την έσπαζαν με τσεκούρια. Συνήθως η οικογένεια ξυπνούσε έντρομη. Τα παιδιά τσίριζαν καθώς έρχονταν αντιμέτωπα με την αγριάδα των νυχτερινών επισκεπτών και τις ξιφολόγχες τους. Τους έδιναν προθεσμία δύο λεπτών για να ντυθούν. Πολλοί σύρθηκαν με τις πιτζάμες και τα εσώρουχα… Όταν υπήρχε εντολή να συλληφθούν και οι δύο γονείς, η μητέρα έπαιρνε μαζί το πιο μωρό …».

Οι φυλακές της Γυάρου την περίοδο της επταετίας

Όσοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους παραπέμπονταν σε έκτακτα στρατοδικεία. Πολλοί συλλαμβάνονταν χωρίς δικαστικό ένταλμα, κρατούνταν χωρίς την απαγγελία κατηγοριών και αντιμετώπιζαν βασανιστήρια. Παρά τις εξαγγελίες τους, οι δικτάτορες προετοίμαζαν το έδαφος για μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία, προβαίνοντας σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων ή υπόπτων σε πολλούς τομείς, στη δημόσια διοίκηση, στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, σε οργανισμούς και στις ένοπλες δυνάμεις. Στη δίκη των βασανιστών της Χούντας, πολλοί ήταν οι μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν ότι δεν γνώριζαν για ποια αιτία είχε γίνει η σύλληψη και η προσαγωγή τους ή ότι ρώτησαν συγκρατούμενό τους τον λόγο της κρατήσεώς του και δεν γνώριζε ν’ απαντήσει κάτι συγκεκριμένο.. Όπως επίσης ιστορεί ο Γ. Κάτρης: «Τα καμιόνια μετέφεραν τους συλληφθέντες στον Ιππόδρομο, στο τέλος της λεωφόρου Συγγρού, και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα. … Η επιχείρηση συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες και είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη πολιτών που θεωρούνταν κομμουνιστές, αριστεροί ή, γενικώς, «επικίνδυνοι». Η κύρια ομάδα δράσης ήταν του Κέντρου Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων υπό τις εντολές του Παττακού. Η δύναμή του ανερχόταν σε 2.500 άντρες, από τους οποίους οι 250 ήταν αξιωματικοί, εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι. Διέθετε άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και μεγάλο αριθμό φορτηγών των 3 τόνων. Η μονάδα αυτή εκτέλεσε συνολικά 26 αποστολές».

Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες εξορίστηκαν στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της νήσου Γυάρου. Η επιλογή του τόπου δεν ήταν τυχαία. Η Γυάρος (ή Γιούρα) διέθετε τις απαραίτητες «υποδομές»: μία φυλακή που είχε χτιστεί από τους αριστερούς εξορίστους της μετεμφυλιακής περιόδου (1949-1958), οπότε και «πρωτοαξιοποιήθηκε» το νησί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μέσα στους πρώτους 20 μήνες του χουντικού καθεστώτος ο Στυλιανός Παττακός ισχυριζόταν πως είχαν σταλεί εκεί 6.138 ψυχές… Ο συνολικός αριθμός όμως των εξορισθέντων, όπως δημοσιεύτηκε σχετικά πρόσφατα (2009) από την «Ελευθεροτυπία», έφτασε ως το τέλος της επταετίας τους 7.840.

«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά,
μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
Γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
Γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος
Πιο κοντά, πιο κοντά μουσκεμένα χιλιόμετρα
μαζεύονται γύρω τους»

(Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος, Μουσική: Χρήστος Λεοντής,
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, 1975)

Έλλη Παππά

Συγκλονιστική είναι και η περιγραφή της μεταγωγής της στη Γυάρο της Έλλης Παππά, από το βιβλίο της «Μαρτυρίες μιας διαδρομής» (Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, 2010, σελ. 154): «Στο Ναύσταθμο του Σκαραμαγκά περίμενε το αρματαγωγό … Μας στοιβάξανε στην τεράστια κοιλιά του, κάπου 1.500 Αθηναίους και Πειραιώτες που είχαν συγκεντρώσει στα δύο γήπεδα -στο γήπεδο της ΑΕΚ η Χωροφυλακή, στον Ιππόδρομο του Φαλήρου η Αστυνομία της Αθήνας και του Πειραιά. Τις πρώτες ώρες η τρομοκρατία ήταν ασφυκτική, η φρουρά απαγόρευε κάθε μετακίνηση. Συνεχώς ακουγόταν από το μεγάφωνο η φωνή του αξιωματικού, που είχε αποκτήσει ξαφνικά δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω μας: «Προσοχή! Προσοχή! Σας ομιλεί ο επικεφαλής των Δυνάμεων Ασφαλείας. Απαγορεύεται να κινείσθε. Όστις κινηθεί θα τυ-φε-κί-ζε-ται..». Μόνο την αναπνοή δεν απαγόρευε ο επικεφαλής των Δυνάμεων Ασφαλείας, αλλά αυτή ήταν απαγορευμένη εκ των πραγμάτων. Αέρας για τους 1.500 κρατουμένους έμπαινε μόνο από τη μπουκαπόρτα του αρματαγωγού που την είχαν αφήσει μισάνοιχτη και ήταν και ο μοναδικός «χώρος υγιεινής» για τους 1.500: Μια κουβέρτα ριγμένη σε ένα σκοινί κάλυπτε όποιον κατέφευγε εκεί για τις φυσικές του ανάγκες, αν έβρισκε τρόπο να σταθεί και να ισορροπήσει. Κατάσταση κτηνώδης. … Όλοι είμασταν παλιοί γνώριμοι, φίλοι, συναγωνιστές, σύντροφοι. Όλοι περασμένοι από τις φυλακές και τις εξορίες. Η γενιά της Αντίστασης, χρόνια «φακελωμένη» ήταν και πάλι το πιο πρόχειρο θύμα. … Ξημέρωνε και το αρματαγωγό ακόμη ταξίδευε. Οι υποθέσεις πέφτανε βροχή. Από την αρχή περιμέναμε ή Μακρόνησο ή Γιούρα. Τώρα η Μακρόνησος έπρεπε μάλλον να αποκλειστεί, άρα μας πηγαίνανε στα Γιούρα».

Αριστερά: Διατηρητέα κτήρια του αρχηγείου του ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) στο Πάρκο Ελευθερίας, επί της Λεωφ. Βασ. Σοφίας, στην Αθήνα, και δεξιά: Η πολυκατοικία της οδού Μπουμπουλίνας 18, εκεί όπου άλλοτε στεγαζόταν η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών με την «ταράτσα – σφαγείο»: Δύο κτήρια – κολαστήρια της Χούντας, όπου βασανίστηκαν ανηλεώς εκατοντάδες συνάνθρωποί μας κατά τη διάρκεια της επταετίας

Αριστόβουλος Μάνεσης

Τον Νοέμβριο του 1968, παράλληλα προς τη δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη, διεξήχθησαν δύο σημαντικές δίκες: της «Δημοκρατικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη και ομάδας αντιστασιακών φοιτητών στην Αθήνα. Η πλειονότητα των κατηγορουμένων καταδικάστηκε με βαριές ποινές. Συγκεκριμένα, στις 13 Νοεμβρίου 1968 από το έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης καταδικάστηκαν οι: Στέλιος Νέστωρ σε ποινή 16 ετών, Παύλος Ζάννας σε ποινή 10 ετών, Γ. Σιπιτάνος σε ποινή 7 ετών, Σ. Δέδες, Κ. Πύρζας και Αργύρης Μαλτσίδης σε ποινή 5 ετών. Αντιστοίχως, στις 23 Νοεμβρίου το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τους φοιτητές Α. Αθανασίου, Ν. Γιανναδάκη, Ν. Κιάο και Π. Κλαυδιανό σε ποινή 21 ετών, τους Κ. Καρυωτάκη και Κ. Γούργο σε ποινή 16 ετών, τους Α. Μαργαρίτη και Α. Σαββάκη σε ποινή 14 ετών, τους Γ. Μπυζάκη και Α. Θεοδωρίδη σε ποινή 10 ετών και τον Ν. Σταματάκη σε ποινή 5 ετών. Παράλληλα, πολλές χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι και εκπαιδευτικοί απολύθηκαν ως «μη νομιμόφρονες». Τον Ιανουάριο οι απολύσεις επεκτάθηκαν και σε δεκάδες καθηγητές πανεπιστημίου. Ανάμεσα στους απολυμένους και οι μετά την πτώση της χούντας εκλεγέντες ακαδημαϊκοί Γεώργιος Τενεκίδης, Γεώργιος Βλάχος, Μιχ. Σακελλαρίου και Αριστόβουλος Μάνεσης. Μάλιστα ο Αριστόβουλος Μάνεσης, καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόλαβε να μιλήσει ανοιχτά εναντίον της χούντας στο τελευταίο του μάθημα, στις 18 Ιανουαρίου, ενώπιον 800 φοιτητών. Άλλοι καθηγητές παραιτήθηκαν, άλλοι συνελήφθησαν και βασανίστηκαν (όπως ο Δημήτρης Μαρωνίτης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και άλλοι εκτοπίστηκαν (μεταξύ αυτών και ο Δημήτριος Ευρυγένης, επίσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου).

Εξουδετερώνοντας αμείλικτα κάθε είδους αντίθεση απέναντί της, η χούντα, ισχυρή και απτόητη, προχώρησε στο νόθο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, στις 29 Σεπτεμβρίου. Το ποσοστό που εμφάνισε ήταν 92,21%. Ο Γ. Παπαδόπουλος διακήρυξε ότι το αποτέλεσμα αποτελούσε «δικαίωσιν της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου».

Η δίκη της οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα» στη Θεσσαλονίκη (6-12 Νοεμβρίου 1968). Στην πρώτη σειρά, οι κατηγορούμενοι (από αριστερά): Παύλος Ζάννας, Γιώργος Σιπητάνος, Στέλιος Νέστορας. Πίσω (από αριστερά): Κωστής Πύρζας, Σωτήρης Δέδες, Αργύρης Μαλτσίδης (in.gr)

Στο βίντεο που ακολουθεί η Μελίνα Μερκούρη τραγουδάει το μελοποιημένο ποίημα «Με το λύχνο του άστρου» από «Το Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, σ’ ένα απόσπασμα από το φιλμ «Η Δοκιμή» (The Rehearsal), που γυρίστηκε τον Απρίλιο του 1974, στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για μια παραγωγή της Nike Films, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Jules Dassin, φωτογραφία του Alan Metzger, μουσική των Μίκη Θεοδωράκη και Γιάννη Μαρκόπουλου, με τους: Μελίνα Μερκούρη, Μίκη Θεοδωράκη, Στάθη Γιαλελή, Γιάννη Μαρκόπουλο, Laurence Olivier, Lillian Helman, Maximillian Schell, Arthur Miller, Olympia Dukakis κ.ά. Ο Ντασέν, η Μερκούρη και οι συνεργάτες τους παρουσιάζουν τις πρόβες και τα γυρίσματα μιας φανταστικής ταινίας με θέμα τα γεγονότα της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973 και τα βασανιστήρια των αντιχουντικών. Ακούγονται τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη και Γ. Μαρκόπουλου, ενώ διάσημοι καλλιτέχνες διαβάζουν και δραματοποιούν ποιήματα, γράμματα φυλακισμένων και άλλα ντοκουμέντα της εποχής. Παρεμβάλλονται κινηματογραφημένα επίκαιρα και μαρτυρίες:

Το 1969, οι δυνάμεις ασφαλείας προσήγαγαν στα δικαστήρια του καθεστώτος εκατοντάδες αντιστασιακούς, πολλοί από τους οποίους καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές, αφού προηγουμένως είχαν περάσει από τα άντρα βασανιστηρίων του Στρατού, της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης αναστάτωσε και πάλι το δικτατορικό καθεστώς, καθώς κατόρθωσε να αποδράσει στις 6 Ιουνίου, συνελήφθη όμως τρεις ημέρες αργότερα. Η εντύπωση που προκάλεσε η αναγγελία της δραπέτευσης στην ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη ήταν μεγάλη. Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν πασίγνωστος για την παράτολμη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου, που πραγματοποιήθηκε στη Βάρκιζα, στις 13 Αυγούστου του 1968.

Ο Αλέκος Παναγούλης υποδεικνύει το σημείο της δολοφονικής απόπειρας
κατά του Γ. Παπαδόπουλου στην παραλιακή λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου

Σχέδιο που αναπαριστά την απόπειρα δολοφονίας του Γ. Παπαδόπουλου την 13η Αυγούστου 1968 (eleftherostypos.gr)

Καταδικασμένος δις εις θάνατον από το στρατοδικείο, στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας όπου υπέστη σκληρά βασανιστήρια. Σταθμίζοντας τις επαπειλούμενες διεθνείς αντιδράσεις, ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εκτέλεσή του και τον μετέφερε στις φυλακές του Μπογιατίου. Η απόδρασή του αποτέλεσε οδυνηρό ράπισμα για τη χούντα, αποδεικνύοντας ότι η αντιδικτατορική αντίσταση ήταν ικανή να διαπεράσει και αυτά τα τείχη των φυλακών. Μάλιστα, μαζί με τον Παναγούλη είχε δραπετεύσει και ο δεσμοφύλακάς του, δεκανέας Γιώργος Μωράκης, ενώ υπήρξαν ενδείξεις συμμετοχής και άλλων φρουρών στο εγχείρημα.

Ο Αλέκος Παναγούλης κατά τη σύλληψή του μετά την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου

«Μέσα στο Μάη σκοτώθηκες, το αίμα σου μαβί,
έβαψε μαύρο τον ουρανό, κόκκινο τον καιρό.
Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν, όνειρα, ιδανικά,
γίναμε όλοι φαντάσματα, ζούμε συμβατικά.
Κόκκινο τριαντάφυλλο, κόκκινο το δειλινό»

(Στίχοι – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας)

Κυκλοφόρησε το 1976, σε δίσκο 45 στροφών,
στη μνήμη του Αλέκου Παναγούλη

Αμέσως μετά την απόδραση, που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουνίου, η χούντα εξαπέλυσε ένα άνευ προηγουμένου ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη του δραπέτη. Σε μια απόπειρα να εμφανιστεί κύριος της κατάστασης, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος κάλεσε εσπευσμένα σε συνέντευξη Τύπου τους πολιτικούς συντάκτες και τους ξένους ανταποκριτές την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε η απόδραση (7 Ιουνίου). Αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο με τις προσδοκίες του. Στη διάρκεια της συνέντευξης, ο Παπαδόπουλος αναγνώρισε τη σύλληψη 15 απότακτων αξιωματικών με την κατηγορία της συνωμοσίας για την ανατροπή της χούντας και αποκάλεσε «ψυχοπαθείς, με πιστοποιητικό φρενοκομείου» τους συντάκτες του ευρείας κυκλοφορίας αμερικανικού περιοδικού Look, που έκαναν λόγο για όργιο βασανιστηρίων στην Ελλάδα, υποσχόμενος ότι, εάν του προσκομισθούν αποδείξεις βασανιστηρίων, θα εκτελούσε προσωπικά στην πλατεία Συντάγματος τους πρωταίτιους. Όσο για την υπόθεση Παναγούλη, ο δικτάτορας επικαλέστηκε, ως απόδειξη ανθρωπιστικού πνεύματος, το γεγονός ότι επικήρυξε το δραπέντη ζώντα «και ουχί την κεφαλήν του, όπως συνέβαινε παλαιότερον με τους ληστάς».

Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Ιουνίου 1969, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Παναγιώτης Τζεβελέκος κάλεσε επειγόντως τους δημοσιογράφους στο υπουργείο Τύπου, όπου τους γνωστοποίησε περιχαρής τη σύλληψη του Παναγούλη. Ο υπουργός συνοδευόταν από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής Καραμπέτσο και Μαυροειδή, οι οποίοι, όπως ανακοινώθηκε, συνέλαβαν τον Παναγούλη, «με τη συνδρομή πολιτών» σε διαμέρισμα πολυκατοικίας της οδού Πάτμου 51, στην πλατεία Κολιάτσου. Στη συνέχεια, οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι μεταφέρθηκαν με πούλμαν στην υποδιεύθυνση της Ασφάλειας, στη Νέα Ιωνία Αττικής, για να δουν και να φωτογραφήσουν τον Παναγούλη προτού αυτός παραδοθεί για τα περαιτέρω στους άνδρες της ΕΣΑ. Τα όργανα της χούντας δεν επέτρεψαν καμία ερώτηση στους δημοσιογράφους. Την επομένη, ανακοινώθηκε η σύλληψη και του δεκανέα Μωράκη, ενώ η Ασφάλεια επέτρεψε στους δημοσιογράφους να επισκεφθούν το κρησφύγετο του Παναγούλη: Ένα σχεδόν άδειο δυάρι, με δύο σουμιέδες, μία καρέκλα, μία πλαστική ντουλάπα, δύο βαλίτσες, λίγα φλυτζάνια του καφέ, ένα ραδιόφωνο και ένα ημερολόγιο τοίχου, ανοιγμένο στο μήνα Οκτώβριο, με μια μεγάλη φωτογραφία της Κόκκινης Πλατείας της Μόσχας -σε μια προφανέστατη «αισθητική παρέμβαση» του υπευθύνου προπαγάνδας του καθεστώτος Γεώργιος Γεωργαλάς.

Από τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (Νοέμβρης 1973)
(φωτ. Β. Καραμανώλης, αρχείο Αντιδικτατορικής Νεολαίας)

Γ.-Α. Μαγκάκης

Μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 1969 προκλήθηκαν περίπου 300 εκρήξεις βομβών και συνελήφθησαν 450 πολίτες. Οι εκρήξεις συνήθως δεν προκαλούσαν θύματα, με σοβαρότερη εξαίρεση τον φόνο περαστικής γυναίκας έξω από την τότε έδρα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στη γωνία Σωκράτους και Ζήνωνος στην Αθήνα. Στις 26 Μαΐου 1969, το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τα μέλη της κεντρώας οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα» Βασίλη Φίλια σε φυλάκιση 19 ετών, Στέργιο Αγγελίδη σε 12 έτη, Σπύρο Πλασκοβίτη σε 5 έτη και Λένα Δουκίδου σε 5 έτη με αναστολή. Ο ίδιος ο ηγέτης του καθεστώτος, Γεώργιος Παπαδόπουλος, ανακοίνωσε στις 8 Ιουνίου τη σύλληψη 15 αποστράτων αξιωματικών επειδή σχεδίαζαν «διατάραξη της τάξεως». Αίσθηση προκάλεσε στην κοινή γνώμη, στις 17 Ιουλίου 1969, η έκρηξη βόμβας που σημειώθηκε στα χέρια του Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάκη Καράγιωργα τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Η έκρηξη σημειώθηκε μέσα στο σπίτι του καθηγητή, σε προάστιο των Αθηνών. Μαζί του ήταν ο υφηγητής Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο δε Καράγιωργας συνελήφθη.

Αριστερά: Ανδριάντας του Αλέκου Παναγούλη στην Πλατεία Τερτσέτη – Πολυζωΐδη, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Σανταρόζα στο κέντρο της Αθήνας, έργο του γλύπτη Αχιλλέα Βασιλείου. Στο κέντρο: Γλυπτό μνημείο του Σπύρου Μουστακλή στο Πάρκο Ελευθερίας στον Περίβολο του Μουσείου Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης (πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ όπου βασανίστηκε), έργο του γλύπτη Αγγέλου Βλάσση. Δεξιά: Χαρακτικό του Α. Τάσσου για τον Σπύρο Μουστακλή που σήμερα κοσμεί το κελλί όπου βασανίστηκε απάνθρωπα από τη χούντα

Στις 30 Αυγούστου, το καθεστώς ανακοίνωσε συλλήψεις φιλοβασιλικών και άλλων, μεταξύ των οποίων και 35 αποστράτων αξιωματικών. Δεν έλειψαν και οι καταδίκες για «πεπραγμένα παρελθουσών εποχών». Στις 28 Σεπτεμβρίου το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών καταδίκασε τον Γρηγόρη Φαράκο, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, για τη δράση του στην περίοδο 1947-1951… Τον Οκτώβριο καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης 16 ετών ο 39χρονος λοχαγός εν αποστρατεία Αλέκος Αρχάκης και 10 ετών και 6 μηνών ο έμπορος Δημήτρης Λέκκας, κατηγορούμενος για εκρήξεις βομβών. Λίγες μέρες αργότερα καταδικάστηκαν σε ακόμη βαρύτερες ποινές τέσσερις αντιστασιακοί που κατηγορήθηκαν για την τοποθέτηση βομβών: Γεώργιος Μυλωνάς (33 χρόνια), Γιώργος Ανωμερίτης (25 χρόνια), Δημ. Παπαϊωάννου (25 χρόνια) και Δημοσθένης Δώλας (25 χρόνια). Στις 5 Νοεμβρίου οι Τάκης Μπενάς και Λ. Κολοβός καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά για παράβαση του αντικομμουνιστικού νόμου 509 και σε 10 χρόνια κάθειρξη ο Λεων. Γιαννακόπουλος. Σε 20 χρόνια κάθειρξη καταδικάστηκαν την επομένη ο Αντ. Αρκάς, σε 16 χρόνια ο Τρ. Καραγεωργίου και σε 5 χρόνια η Σ. Κυπριώτου. Δεν περνούσε μέρα σχεδόν που να μην υπήρχαν καταδίκες αντιστασιακών από τα έκτακτα στρατοδικεία της χούντας.

«Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το ‘χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ‘χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος

Θεέ μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θεέ μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση»

(Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Το Άξιον Εστί, 1964)

Βασανιστήρια

Από όλες τις πρακτικές του χουντικού καθεστώτος καμία δεν προκάλεσε περισσότερη πολεμική, όσο η χρήση βασανιστηρίων στα μπουντρούμια της Ασφάλειας και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα – Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) στο οποίο επικεφαλής ήταν ο συμπλεγματικός και παρανοϊκός δικτάτορας Δημ. Ιωαννίδης. Τα βασανιστήρια στη μαύρη δικτατορία δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά και παρεκτροπές των σωμάτων ασφαλείας, αντίθετα αναπτύχθηκαν στη βάση ενός συστηματικού σχεδίου του καθεστώτος, μαζί με τις εξορίες και τα στρατοδικεία, για τη σωματική, ηθική και πολιτική εξόντωση των αντιπάλων του.

Το εξώφυλλο του τεύχους Αυγ/Σεπτ. 1974 του περιοδικού «Επίκαιρα» με εκτενές ρεπορτάζ για βασανισμούς κρατουμένων

Οι πρώτες καταγγελίες για χρήση βασανιστηρίων από το καθεστώς ξεκίνησαν από τους αυτοεξόριστους Έλληνες στο εξωτερικό. Οι πραξικοπηματίες διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους απέναντι στις κατηγορίες, τις οποίες απέδιδαν σε ψίθυρο των ανθελλήνων και δάκτυλο κομμουνιστών. Η καμπή έγινε τον Δεκέμβριο του 1967, όταν ο Τζέιμς Μπέκετ, δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας κατέφθασε στην Ελλάδα, με σκοπό να καταγράψει το εύρος του ζητήματος. Όσα διαπίστωσε τον άφησαν άναυδο… Ο έντιμος Μπέκετ, την ώρα που ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, «ουδέν είδε».., συνέταξε αποκαλυπτική έκθεση για τα θύματα και τους τρόπους βασανισμού, η οποία οδήγησε στην αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την απομόνωση του καθεστώτος στην οποία πρωτοστάτησαν συγκινητικά, οι Σκανδιναβικές χώρες. Στο κατηγορητήριο, περιλαμβάνεται ο φάκελος «Βασανιστήρια» που είχε εκδώσει η επιθεώρηση Athènes-Presse Libre, το 1969 και η ανατριχιαστική μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση που δημοσιεύθηκε επώνυμα στο περιοδικό «Look», τον Μάιο του 1969.

Εν αρχή, ήταν οι συλλήψεις που γίνονταν συνήθως νύχτα και, στην πλειοψηφία τους, χωρίς εντάλματα. Πολλοί μάλιστα συλλαμβάνονταν χωρίς καν να τους απαγγελθεί κατηγορία και κρατούνταν στην Ασφάλεια για μέρες ή μήνες ή προληπτικά, με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να δώσουν «διευκρινήσεις». Πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 87.000 κρατουμένους χωρίς κατηγορίες… Πολλοί συλληφθέντες οδηγούνται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη διαβόητη «Μπουμπουλίνας», στο σκοτεινό βασίλειο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου. Επρόκειτο για ένα σύγχρονο κολαστήριο, στο οποίο ανακρίνονταν, με συστηματική χρήση βασανιστηρίων, χιλιάδες συλληφθέντες Αριστεροί και, γενικότερα, πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος.

Εκείνη την περίοδο όλη η γειτονιά ανατριχιάζει από τις οιμωγές των βασανισμένων στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, αναφέρουν μαρτυρίες. «Η ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας 18 έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Ασφαλίτικη επινοητικότητα με τα πιο μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια δημιούργησαν μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας», θα γράψει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες», που αποτελεί προσωπική μαρτυρία. Το «πανηγύρι» στη διεστραμμένη αργκό των βασανιστών, δηλαδή το ανέβασμα στην ταράτσα, αποτελούσε την έναρξη των συστηματικών και απάνθρωπων βασανιστηρίων, που τελούνταν ενώ οι συλληφθέντες ήταν δεμένοι στον πάγκο. Οι ανακριτικές αρχές, χρησιμοποιούσαν τεχνικές ανάκρισης που κυμαίνονταν από απλή εξέταση, έως βασανισμό μέχρι θανάτου:

Προφορικές μέθοδοι: Στο προοίμιο, ο κρατούμενος δέχεται λεκτική επίθεση με αισχρολογίες, ψέμματα και απειλές, ανήμπορος να απαντήσει. Κλασσικό το υπόδειγμα:
– «Τι κάνει αγόρι μου η μάνα σου η πουτάνα;»
– «Που να δεις τη γυναίκα του, που ανακουφίζει τον πάσα ένα στους δρόμους».
– «Θα τις φέρουμε και τις δύο εδώ να τις γαμήσουμε. Θα του αρέσει να παίρνει μάτι».
– «Τέτοια “αδελφή” που είναι σίγουρα θα του αρέσει».
– «Τι συμβαίνει “αδελφή”; Δεν είσαι άντρας εσύ; Δεν λες τίποτε που βρίζει τη μάνα και τη γυναίκα σου; Ξέρεις ότι είναι αλήθεια έτσι;».

Απειλές: Από την πρώτη στιγμή το θύμα απειλείται ότι θα το κρεμάσουν, θα το σκοτώσουν, θα το εκπαραθυρώσουν, βιάσουν, ευνουχίσουν, ακρωτηριάσουν και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς στην κλίμακα του φόβου και της διαστροφής.

Σωματικά βασανιστήρια: Αν τα «προκαταρκτικά» δεν πιάσουν ακολουθεί ο σωματικός πόνος, με πρώτο στη σειρά, το ξυλοκόπημα. Η συνηθέστερη μορφή εδώ, είναι ο «φάλαγγας». Αν και δεν αφήνει γενικώς μόνιμη αναπηρία, επιτυγχάνει τον μέγιστο δυνατό πόνο, επειδή επί πολύ μεγάλο διάστημα, το θύμα έχει συνείδηση. Το θύμα, ακινητοποιημένο σφιχτά πάνω σε ένα πάγκο, δέχεται χτυπήματα στα πέλματα -«φιστίκια» στην αργκό των ανθρωποφυλάκων. Οι παραλλαγές κι εδώ ήταν πολλές. Για να μην ακούγονται οι φωνές, έβαζαν σε λειτουργία μια μηχανή, ή έκλειναν το στόμα του θύματος με ένα πανί βουτηγμένο σε ούρα, ή του έριχναν νερό στο στόμα προκαλώντας συνθήκες πνιγμού. Το βασανιστήριο αυτό, απαιτεί τη σωματική συμμετοχή του βασανιστή. Οπότε γεννούσε την ελπίδα μέσα στον παραλογισμό στο θύμα ότι κάποτε μπορεί να κουραστεί και να σταματήσει…

Ηλεκτρονικά συστήματα: Ηλεκτροσόκ στα ευαίσθητα σημεία, όπως πόδια, χέρια, λαιμό, γεννητικά όργανα. Χρήση μέγγενης που πιέζει το κεφάλι, εκτόξευση υπό πίεση νερού στον πρωκτό ή στο αιδοίο. Η Ασφάλεια Πειραιά, που δεν μπορούσε να λυγίσει τον αγωνιστή Χρήστο Παπαγιαννάκη εγκατέστησε ένα εκκωφαντικό κουδούνι έξω από το κελί του, το οποίο είχε διαστάσεις τηλεφωνικού θαλάμου, και χτυπούσε απροειδοποίητα μέρα και νύχτα.

Κάψιμο με τσιγάρο παντού, στα χέρια, τα πόδια, τα γεννητικά όργανα, κρέμασμα επί πολλές ώρες από το ταβάνι ή δένδρα και βασανιστήρια σεξουαλικού προσανατολισμού που έχουν ισχυρή σωματική, αλλά και ψυχολογική επίδραση. Τα ανδρικά γεννητικά όργανα χτυπιούνται με μαστίγιο από ατσάλινη πλεξούδα και λεπτές σακούλες γεμάτες άμμο, ενώ στις γυναίκες χτυπούν το στήθος και σφηνώνουν βίαια, ραβδιά, περίστροφα και δάχτυλα στον κόλπο. Μια νεαρή φοιτήτρια διακορεύθηκε με βέργα, από την οποία στη συνέχεια την κρέμασαν στον τοίχο. Ύστερα από αυτό, βρισκόταν σε κατάσταση κλονισμού, ανίκανη να αντιδράσει σε οποιονδήποτε εξωτερικό ερέθισμα παρά μόνο με δάκρυα.

Χημικά μέσα: Απορρυπαντικό (Tide) ρίχνεται στα μάτια, τη μύτη και το στόμα του θύματος, αλάτι ρίχνεται στις πληγές ή του δίνουν χλωρίνη όταν ζητά νερό. Στις πληγές του σεμνού και αλύγιστου κομμουνιστή Κώστα Κάππου που βασανίστηκε απάνθρωπα, έριξαν ασβέστη και δεν έκλεισαν ποτέ.

Άλλοι τρόποι: Ξεριζώνονται τρίχες από το κεφάλι, τις μασχάλες και τα γεννητικά όργανα και τις βάζουν στο στόμα του θύματος. Στο Διόνυσο άγρια σκυλιά ξαμολήθηκαν μέσα στα κελιά των θυμάτων. Στο ίδιο στρατόπεδο θύματα αφέθηκαν γυμνά στο χειμωνιάτικο κρύο και δέχονταν παγωμένο νερό. Συνηθισμένη επίσης πρακτική, η ταφή μέχρι το λαιμό, η παραμονή επί ώρες σε θέση γονατιστή, σπάσιμο των δαχτύλων και χειροπέδες στενές, που μετά από ώρες μπήγονται στη σάρκα, ενώ τα χέρια πρήζονται αφύσικα και αλλόκοτα.

Θόρυβος: Παρ’ ότι είναι σωματικός, προκαλεί εντούτοις ισχυρή ψυχολογική επίδραση. Στη Θεσσαλονίκη μηχανές έξω από τα κελιά, δυνατά κουδούνια στη Μπουμπουλίνας και τον Πειραιά, φρουροί που χτυπούν δαιμονισμένα μεταλλικές πόρτες και άλλα αντικείμενα, όλα εξαντλούν τα ψυχικά και σωματικά αποθέματα του κρατουμένου.

Γύμνια: Η ανάκριση ανδρών και γυναικών γυμνών, τους αφαιρεί, άλλη μια ψυχολογική άμυνα.

Εκμετάλλευση ψυχολογικών αδυναμιών: Ένας φοιτητής αντιστάθηκε θαρραλέα σε κάθε είδους μαρτύριο. Όταν στο διαμέρισμά του ανακάλυψαν ερωτικές επιστολές προς την αρραβωνιαστικιά του και διαβάζοντάς τες φωναχτά μέσα σε ειρωνείες, απειλούσαν ότι θα την έφερναν εκεί να την βιάσουν και θα την έστελναν στη συνέχεια σε οίκο ανοχής που είχε φτιάξει ο Παπαδόπουλος για στρατιώτες, «έσπασε» και έδωσε ονόματα.

Ακούγοντας άλλους να βασανίζονται: Εκείνοι που το βίωσαν θεωρούν ότι είναι χειρότερο από το να βασανίζονται οι ίδιοι. Ο εξαναγκασμός να ακούει κάποιος τις κραυγές, τα ουρλιαχτά και τα βογκητά των άλλων, έχει προκαλέσει απελπισία σε σημείο νευρικού κλονισμού.

Εικονικές εκτελέσεις: Σκηνοθετούνται πειστικά και περιλαμβάνουν συχνά ιερέα και εκτελεστικό απόσπασμα που ρίχνει άσφαιρα. Στη Μπουμπουλίνας, το έργο περιλάμβανε γκρέμισμα από (χαμηλό) ύψος με τα μάτια δεμένα.

Απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας, μέσω της συστηματικής προσπάθειας να πειστεί το θύμα πως είναι παράφρων, πως οι πληγές που βλέπει δεν είναι αληθινές, ή πως στο δωμάτιο όπου υπήρχαν φρουροί, δεν υπήρχε κανείς, με συνέπεια τον νευρικό κλονισμό.

Υπογραφή: Η κορύφωση του δράματος. Και μια από τις πιο εξευτελιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι αρχές. Όπως είπε ένας κρατούμενος «ή καταστρέφεσαι σωματικά με τα βασανιστήρια ή καταστρέφεσαι ηθικά υπογράφοντας». Με διαδοχικές υποχωρήσεις το θύμα δηλώνει ότι δεν είναι κομμουνιστής, εν συνεχεία αποκηρύσσει τη δράση του ΚΚΕ και της ΕΔΑ και στο τέλος υπογράφει και μια δήλωση υποστήριξης της χούντας που δημοσιεύεται στον Τύπο.

Οι περισσότεροι βασανιστές, ειδικά της ΕΣΑ, ήταν χωριατόπαιδα που αποκτηνωθήκαν στη βασική εκπαίδευση με σκληρά καψώνια και οι περισσότεροι, απογοητεύθηκαν με την πτώση της χούντας, γιατί έχασαν τα προνόμια που τους δόθηκαν. Η μεταδικτατορική Ελλάδα, στάθηκε πάντως εξόχως επιεικής. Ελάχιστοι βασανιστές κάθισαν στο «σκαμνί» και όσοι τιμωρήθηκαν σύντομα αφέθηκαν ελεύθεροι… Στις 11 Νοεμβρίου του 1975 ξεκίνησε στη Χαλκίδα η δίκη των αρχιβασανιστών της χούντας Μάλλιου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη και Κραβαρίτη -ίσως της πλέον διεστραμμένης ομάδας του καθεστώτος, μαζί με στελέχη, όπως το δίδυμο Θεφιλογιαννάκου – Χατζηζήση του ΕΑΤ ΕΣΑ. Εμβρόντητη η κοινή γνώμη άκουσε τους δικαστές να τους αθωώνουν, αναγνωρίζοντας, ότι «οι αστυνομικοί Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και Κραβαρίτης ήταν ικανότατοι και εκτελούσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους»… Κατά τη διάρκεια της δίκης – παρωδία, η συμπεριφορά των κατηγορουμένων, όπως καταγράφει ο Τύπος της εποχής, υπήρξε «θρασσυτάτη». Πήραν τον ρόλο του ανακριτή, υποβάλλοντας προκλητικές ερωτήσεις στους μάρτυρες, ενώ διατείνονταν πως οι κακώσεις που έφεραν τα θύματά τους ήταν αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού…

Έναν χρόνο αργότερα, η δολοφονία των Μάλλιου – Μπάμπαλη από τη νεοεμφανιζόμενη, τότε, οργάνωση «17 Νοέμβρη» ανοίγει, αιματηρά, έναν νέο πολιτικό κύκλο στην Ελλάδα. Η ανάπηρη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία που βγήκε από τις στάχτες της δικτατορίας και της εθνικής τραγωδίας που αυτή προκάλεσε στην Κύπρο, απεδείχθη ανίκανη και απρόθυμη να ικανοποιήσει το αίτημα για Δικαιοσύνη, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό που έσπευσε να καλύψει η τρομοκρατία και οι παρασκηνιακές δυνάμεις που κρύβονταν πίσω της…

Η δήλωση Καραμανλή

Κωνσταντίνος Καραμανλής

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1969, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επεχείρησε βαρυσήμαντη παρέμβαση στα ελληνικά πολιτικά πράγματα από το Παρίσι, μέσω εκτενέστατου κειμένου δηλώσεών του στην ελβετική εφημερίδα Journal de Genève. Κατηγόρησε τη χούντα για «τυραννική πολιτική», υπογραμμίζοντας ότι «η αυθαιρεσία έγινε καθεστώς και η αγανάκτησις του λαού απεκορυφώθη», ενώ η δικτατορία επιπροσθέτως «με την τυραννική της πολιτική, τους κομπασμούς και τας ασυναρτησίας της εδημιούργησεν κλίμα εκρηκτικόν εν Ελλάδι και κατέστησε τη χώρα διεθνώς ανυπόληπτον. Με την αντιφατική δε και ασυνάρτητον αυτήν πολιτικήν της, εδημιούργησε ένα τυραννικό και νόθο καθεστώς μέσα εις το οποίον σήπεται και αυτή και η χώρα. Διότι, το καθεστώς των Αθηνών, στερούμενον, εκτός των άλλων, και ιδεολογικού προσανατολισμού, εις ουδεμίαν μορφήν πολιτεύματος ανταποκρίνεται. Ουδέ καν της κλασσικής Δικτατορίας. Και δεν αναπληροί βέβαια την έλλειψιν αυτή ούτε η μεσαιωνική περί πολιτείας θεοκρατική αντίληψις ούτε το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», όταν μάλιστα αμφότερα εκφράζονται με μεθόδους ελάχιστα χριστιανικάς». Στη συνέχεια προσπάθησε να πείσει τους δικτάτορες να παραδώσουν την εξουσία. Και η δήλωση Καραμανλή κατέληξε με την προσφορά του να ηγηθεί του καθεστώτος ειρηνικής μετεξέλιξης της χούντας, απευθύνοντας ταυτόχρονα έκκληση ανατροπής της προς τους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων.

Πρόσωπα του Αντιδικτατορικού αγώνα

Είναι τεράστιος ο αριθμός των ανθρώπων που κατά την περίοδο της Επταετούς δικτατορίας προσήχθησαν, κρατήθηκαν παράνομα και κακοποιήθηκαν βάναυσα -σωματικά και ψυχολογικά- στα κρατητήρια της Ασφάλειας Αθηνών, του ΕΑΤ-ΕΣΑ και των κατά τόπους φυλακών και τόπων εξορίας της Χούντας. Επώνυμοι ή ανώνυμοι συμπολίτες μας που πλήρωσαν με το αίμα τους και με ανείπωτα μαρτύρια την πίστη τους στη δημοκρατία και την ελευθερία. Όλοι τους συνέβαλαν με τον αγώνα τους και τη θυσία τους στην πτώση της χούντας και στην αποκατάσταση της δημοκρατικής και Συνταγματικής νομιμότητας στην πατρίδα μας. Επειδή ωστόσο ο εξαιρετικά περιορισμένος χώρος ενός διαδικτυακού αφιερώματος δεν επιτρέπει εκτενέστερη παρουσίαση, επιλέξαμε και αποτολμούμε εδώ μια σύντομη αναφορά σε επτά μόνον εμβληματικές προσωπικότητες που, με τη ζωή, τη δράση και το έργο τους, σφράγισαν τον Αντιδικτατορικό Αγώνα: α) Στον Κώστα Γεωργάκη, τον Έλληνα φοιτητή που αυτοπυρπολήθηκε το 1970, αρνούμενος να ζήσει με την τυραννία της δικτατορίας. β) Στον Ανδρέα Λεντάκη, επειδή μέσα από το τραγούδι που του αφιέρωσε ο Μίκης Θεοδωράκης έγιναν ευρύτερα και άμεσα γνωστά τα φρικτά βασανιστήρια που ελάμβαναν χώρα επί χούντας στην ταράτσα της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών επί της οδού Μπουμπουλίνας αριθ. 18. γ) Στον Αλέκο Παναγούλη, για τα θηριώδη μαρτύρια που υπέμεινε ακλόνητος και για το θάρρος και το αδούλωτο φρόνημα το οποίο επέδειξε ακόμα και μετά την πτώση της χούντας, σε κάθε στιγμή του αγώνα του για την εμπέδωση της ελευθερίας και της δημοκρατίας από την Ελληνική κοινωνία και την πολιτική ζωή του τόπου. δ) Στον Σπύρο Μουστακλή, τον ανδρείο αξιωματικό στον οποίο η χούντα προκάλεσε μόνιμη, βαριά αναπηρία από τους βασανισμούς που υπέστη χωρίς ωστόσο να κάμψει το ψυχικό και ηθικό σθένος του και χωρίς ποτέ να καταφέρει να του αποσπάσει την παραμικρή πληροφορία για τους συντρόφους του και τον αγώνα τους. ε) Στον Τάσο Μήνη, τον γενναίο αεροπόρο με τη θαυμαστή αντιστασιακή και αντιδικτατορική δράση που υπέστη φοβερά μαρτύρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ χωρίς ποτέ να λυγίσει. Στο πρόσωπο του Τάσου Μήνη αποδεικνείεται περίτρανα ότι ο ελληνικός στρατός δεν αποτελείτο στο σύνολό του από φιλοχουντικά στοιχεία, αλλ’ ανέδειξε και σπουδαίους δημοκράτες αγωνιστές. στ) Στον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο, επειδή είναι εκείνος που -πέρα από την προσωπική ταλαιπωρία των βασανιστηρίων, των διώξεων και των εκτοπίσεων που υπέστη, βίωσε και το αβάσταχτο για έναν γονιό μαρτύριο, να δει να βασανίζουν το ίδιο το παιδί του στον χώρο όπου εκρατείτο και εκείνος. Τέλος, ζ) στον Παναγιώτη Κανελλάκη, τον δικηγόρο που, με τη σοφή κρίση και τους εύστοχους χειρισμούς του, στάθηκε ο ακούραστος πρωτεργάτης των αγώνων των φοιτητών και της νεολαίας της εποχής του ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών και ο οποίος κρατήθηκε επί 147 ημέρες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου και βασανίστηκε.

Η μνήμη όλων τους -όπως και κάθε ανθρώπου, που αγωνίστηκε
ενάντια στη χούντα- είναι αιώνια, άσβεστη και ιερή!

α) Κώστας Γεωργάκης (1948-1970)

Κ. Γεωργάκης

Ο Κώστας Γεωργάκης (23 Αυγούστου 1948 – 19 Σεπτεμβρίου 1970) ήταν Έλληνας φοιτητής που αυτοπυρπολήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και ήταν μέλος της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου. Σπούδαζε γεωλογία στην Ιταλία, όταν το 1970 ανώνυμα σε συνέντευξή του αποκάλυψε ότι η χούντα είχε διεισδύσει στις ελληνικές οργανώσεις της Ιταλίας. Φοβούμενος ότι η χούντα αργά ή γρήγορα θα ανακάλυπτε την ταυτότητά του, αποφάσισε να προβεί σε μια πράξη διαμαρτυρίας κατά της Χούντας, η οποία δεν θα έδινε τη δυνατότητα στο καθεστώς να προβεί σε αντίποινα προς την οικογένειά του, που ζούσε στην Ελλάδα.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1970, ξημερώματα, στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας, μπροστά από το δικαστικό μέγαρο, περιέλουσε τον εαυτό του με βενζίνη και αυτοπυρπολήθηκε, φωνάζοντας: «Το έκανα για χάρη της Ελλάδας, ζήτω η δημοκρατία, όλοι οι Ιταλοί ας αναφωνήσουν: Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα». Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου και πέθανε μετά από λίγες ώρες.

Η είσοδος του δικαστικού μεγάρου στην πλατεία Ματεότι
της Γένοβας, αμέσως μετά τη θυσία του Κώστα Γεωργάκη

Ο πατέρας του εκλήθη να ταξιδέψει από την Κέρκυρα, όπου έμενε, στην Ιταλία μετά από ένα τηλεφώνημα που τον πληροφορούσε ότι ο γιος του έπεσε θύμα αυτοκινητιστικού ατυχήματος: «Ο Κώστας νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σαν Μαρτίνο. Πρέπει να έρθετε αμέσως εδώ». Την αλήθεια την έμαθε αργότερα στον αεροδρόμιο του Μπρίντιζι τυχαία από έναν υπάλληλο που είχε μάθει τα νέα. Την επομένη ημέρα, στη Γένοβα, έπρεπε να πάει στο νεκροτομείο. Η μαρτυρία του τραγικού πατέρα στον ερευνητή της υπόθεσης Κωνσταντίνο Παπουτσή είναι συγκλονιστική: «Ήρθε η ώρα αυτή και με συνόδευσε στο νεκροτομείο ο ιερέας. Μου ζήτησε ο ιατροδικαστής να κάνω αναγνώριση. Ήταν καμένος, δηλαδή κάρβουνο, καμένος μέχρι και τρία εκατοστά βάθος. Ναι, αυτό είναι το παιδί μου… Αυτός είναι ο Κώστας μου. Έκανα τον σταυρό μου, τον φίλησα και κατέρρευσα», θυμάται.

Η κηδεία του Κώστα Γεωργάκη έγινε στη Γένοβα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1970. Το περιστατικό αποσιωπήθηκε από τη δικτατορία, προκάλεσε όμως έντονη αίσθηση στη διεθνή κοινότητα. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα με καθυστέρηση τεσσάρων μηνών, λόγω εσκεμμένων κωλυσιεργιών της Χούντας, και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο. Σήμερα στο σημείο που αυτοπυρπολήθηκε υπάρχει αναμνηστική πλάκα με την επιγραφή στα ιταλικά: «Al giovane Greco Constantino Georgakis che à sacrificato i suoi 22 anni per la Libertà e la Democrazia del suo paese. Tutti gli Uomini Liberi rabbrividiscono davanti al suo Eroico Gesto. La Grecia Libera lo ricorderà per sempre», που μεταφράζεται: «Στον νεαρό Έλληνα Κωνσταντίνο Γεωργάκη που θυσίασε τα 22 χρόνια του για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία της πατρίδας του. Όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι σκιρτούν μπροστά στην ηρωική του χειρονομία. Η Ελεύθερη Ελλάδα θα τον θυμάται για πάντα».

Αναθηματική πλακέτα στο σημείο θυσίας του Κ. Γεωργάκη

Στη γενέτειρά του Κέρκυρα υπάρχει πλατεία με το όνομά του και με τον ανδριάντα του. Στη Θεσσαλονίκη οδός φέρει το όνομά του, στη συνοικία της Ανάληψης. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος αναφέρεται στη θυσία του σε ένα από τα ποιήματά του:

Αυτοπυρπόληση
Νικηφόρος Βρεττάκος

Στον φοιτητή που αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα το 1970

Ντύθηκες γαμπρός
φωταγωγήθηκες σαν έθνος.
Έγινες ένα θέαμα ψυχής
ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα.
Είσαι η φωτεινή περίληψη
του δράματος μας, τα χέρια μας
προς την Ανατολή
και τα χέρια μας προς τη Δύση.
Είσαι στην ίδια λαμπάδα
τη μια τ’ αναστάσιμο φως
κι ο επιτάφιος θρήνος μας.

(Συλλογή «Η θέα του κόσμου»)

Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 και την ανασύσταση της Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας (ΕΔΗΝ) από τον Αλέκο Παναγούλη, διοργανώθηκε το 1975 εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Γεωργάκη. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Κώστας Γεωργάκης, σε επιστολή του προς τον πατέρα του: «Εγώ δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ένα ελεύθερο άτομο. Η γη μας, που γέννησε την ελευθερία, θα εκμηδενίσει την τυραννία!».

β) Ανδρέας Λεντάκης (1935-1997)

Α. Λεντάκης

Ο «Ανδρέας» είναι ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, που γράφτηκε για τον αγωνιστή Ανδρέα Λεντάκη (1935-1997), ο οποίος κατά τη διάρκεια της επταετίας κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια και βασανίστηκε φρικτά στην ταράτσα του κτηρίου της οδού Μπουμπουλίνας 18. Όντας κρατούμενος κατήγγειλε τη βαναυσότητα της χούντας στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, ενώ η περίπτωσή του έγινε θέμα συζήτησης και στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η δράση, οι αγώνες του και η αντοχή του ενέπνευσαν στον συγκρατούμενό του, στο διπλανό κελί, Μίκη Θεοδωράκη, μερικά από τα ωραιότερα επαναστατικά τραγούδια του. Με τον Μίκη Θεοδωράκη ο Ανδρέας Λεντάκης είχαν επινοήσει έναν μυστικό κώδικα επικοινωνίας με χτυπήματα στον μεσότοιχο του κελιού τους, απ’ όπου και οι στίχοι του τραγουδιού που ο Μίκης αφιέρωσε στον Ανδρέα: «τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ …». Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης είχε δηλώσει: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό από το ν’ ακούς τους συγκρατούμενούς σου να παίρνουν κουράγιο τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια μέσα απ’ τα κελιά τους».

Το κτήριο της Υποδ/νσης Ασφαλείας Αθηνών επί των οδών Μπουμπουλίνας 18 και Τοσίτσα

Έτσι δημιουργήθηκαν «Τα τραγούδια του Ανδρέα» που αποτελούν έναν φόρο τιμής στον φίλο, συναγωνιστή και συγκρατούμενο του Μίκη στο ανατριχιαστικό κτήριο της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας, ως «ένα ελάχιστο δείγμα της αγάπης και του θαυμασμού μου στο πρόσωπό του», όπως έλεγε ο Μίκης. Ο Θεοδωράκης θυμόταν στο αυτοβιογραφικό του έργο «Το χρέος»: «ΚΕΛΙ ΑΡ.3. Το κελί των γυναικών. Στον τοίχο κολλημένες φωτογραφίες παιδιών. Το γυναικείο άρωμα κρέμεται από το ταβάνι. Πλησιάζω το παράθυρο. Ο φωταγωγός. Η ταράτσα. Ο θόρυβος των γραφείων. Οι άγριες φωνές. Χτυπώ. Πλάι στο αποχωρητήριο, το πρώτο μου κελί. Ο ιούδας ανοιχτός. Βάζω βιαστικά το μάτι. Ο Αντρέας! Υποχωρώ. Ένα μάτι με παρατηρεί. Μετά μεγαλώνει. Μπαίνω στο “μέρος’’. Χτυπώ τον τοίχο συνθηματικά. Ξαναβγαίνω. Μια γρήγορη ματιά. Ο Αντρέας καθισμένος κατάχαμα, χορεύει! Μεσ’ στο κελί ετοιμάζω το Μορς των φυλακών». Και συνεχίζει: «Μετά ξαπλώνω πλάι στον τοίχο κι αρχίζουμε το κουβεντολόι. Ο Αντρέας μου διηγήθηκε τη δράση του και τη σύλληψή του. Τις ανακρίσεις και το μαρτύριό του πάνω στην ταράτσα. “Με χτυπούσαν με μικρούς σάκκους γιομάτους με άμμο στο κεφάλι, γιατί γνώριζαν πως είχα μετατραυματική επιληψία …’’».

Ο Ανδρέας Λεντάκης υπήρξε σημαντικό στέλεχος της Αριστεράς με πλούσια αντιδικτατορική δράση καθώς και μέλος του φοιτητικού κινήματος και πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπέστη τα πάνδεινα από τη Χούντα των Συνταγματαρχών ως ιδρυτικό στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη. Στη φυλακή και στην εξορία παρέμεινε τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μεταπολιτευτικά, ήταν ιδρυτικό μέλος και βουλευτής του Συνασπισμού και δήμαρχος Υμηττού. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο. Έφυγε από καρδιακή προσβολή το 1997, σε ηλικία 62 ετών. Θα τον θυμόμαστε πάντα από αυτό το «τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ», που όπως μας λέει ο Μίκης «πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή βαστάω γερά, κρατάω καλά».

Στο ακόλουθο βίντεο ακούγονται τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη «Είσαι Έλληνας», «Ανδρέας» και «Σφαγείο», που αναφέρονται στην κράτησή του στην Ασφάλεια και στον Ανδρέα Λεντάκη, σε απόσπασμα συναυλίας που δόθηκε το 1974, μετά τη λήξη της δικτατορίας. Στο τέλος ακούγεται ο κόσμος που βροντοφωνάζει: «Δώστε τη χούντα στο λαό!», ένα από τα κορυφαία συνθήματα που επικρατούσαν αμέσως μετά την πτώση της χούντας:

«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα / μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα / τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ.
Που πάει να πει / σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή / βαστάω γερά, κρατάω καλά.
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι / και το κελί μας κόκκινο ουρανό»

(Στίχοι – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης)

γ) Αλέξανδρος Παναγούλης (1939-1976)

Αλέκος Παναγούλης

Ο Αλέκος Παναγούλης, σπούδασε στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων – Μηχανολόγων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, πέρασε στην παράνομη δράση κατά της χούντας, αφού πρώτα λιποτάκτησε από τον στρατό, όπου υπηρετούσε τη θητεία του. Πνεύμα ελεύθερο και δημοκρατικό, εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στην «Ένωση Κέντρου» (Ε.Κ.) του Γεωργίου Παπανδρέου και συγκεκριμένα στην οργάνωση της νεολαίας του κόμματος -Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου» (ΟΝΕΚ) που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε «Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (ΕΔΗΝ), της οποίας την προεδρία ανέλαβε μετά τη μεταπολίτευση, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974.

Υπήρξε ο ουσιαστικός ηγέτης της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση» και ο αρχηγός του ΛΑΟΣ (Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ). Επεχείρησε χωρίς αποτέλεσμα να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, στις 13 Αυγούστου 1968 στη λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου, κοντά στο Λαγονήσι, οπότε συνελήφθη και οδηγήθηκε στα κρατητήρια της ΕΣΑ, όπου βασανίστηκε με απάνθρωπη σκληρότητα. Όπως σημειώνει η σύντροφός του Οριάνα Φαλάτσι στη συνέντευξη της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη, μετά την απελευθέρωσή του, η πράξη του ήταν μια πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. Η Φαλάτσι αναφέρει πως ο ίδιος ο Αλέκος Παναγούλης είχε δηλώσει στη συνέντευξή του εκείνη: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».

Στην ανατριχιαστική του κατάθεση στη δίκη των βασανιστών της Χούντας, ο Αλέκος Παναγούλης, μεταξύ άλλων είχε καταθέσει για την περίοδο που εκρατείτο στο ΕΑΤ-ΕΣΑ: «Από την πρώτη στιγμή και παρουσία των Λαδά, Τζεβελέκου, Καραμπάτσου και άλλων ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών ο βασανιστής Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος άρχισε με τα χέρια δεμένα πίσω να μου κάνει εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβάει τα μαλλιά και να μου χτυπάει το κεφάλι ωρυόμενος. Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος ο ίδιος προσωπικά με χτύπησε με ένα καλώδιο, κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη. Ήταν παρών και όταν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης μου είχαν περάσει σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα και εθέρμαιναν το εκτός της ουρήθρας μέρος …». Στη συνέχεια ο Παναγούλης περιγράφει πως οι βασανιστές του έκλειναν το στόμα, ώστε να μην μπορεί να αναπνεύσει μέχρι που δάγκωσε τον Θεοφιλογιαννάκο και έκτοτε χρησιμοποιούσαν κουβέρτα και μαξιλάρια για να τον εμποδίζουν να αναπνέει.

Από πάνω προς τα κάτω: Ο Αλέκος Παναγούλης με τη μητέρα του Αθηνά και τον αδερφό του Στάθη. Πάνω δεξιά, κέντρο δεξιά και δεύτερη φωτογραφία κάτω: Ενώπιον του στρατοδικείου. Κέντρο αριστερά: Γραμματόσημο με τον Αλέκο Παναγούλη. Κάτω αριστερά: Κατά την απονομή του δειθνούς βραβείου λογοτεχνίας Βιαρέτζιο. Κάτω δεξιά: Με την Οριάνα Φαλάτσι. Το αυτοκίνητο του Αλέκου Παναγούλη μετά το θανατηφόρο τροχαίο την Πρωτομαγιά του 1976

Στις 17 Νοεμβρίου 1968 ο Αλέκος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Αθηνών, όμως η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε χάρη στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης. Παρέμεινε επί πέντε χρόνια έγκλειστος στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου, απ’ όπου στις 5 Ιουνίου 1969 δραπέτευσε, αλλά συνελήφθη μετά από προδοσία και κλείστηκε στην απομόνωση των φυλακών.

Την Πρωτομαγιά του 1976 βρήκε τραγικό θάνατο κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, όταν το αυτοκίνητό του εξετράπη της πορείας του και έπεσε σε υπόγειο κατάστημα. Ο Τύπος της εποχής έγραψε ότι κάποιοι ήθελαν να τον «βγάλουν από τη μέση», επειδή είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα της δικτατορίας που έδειχναν τις σχέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων της μεταπολιτευτικής περιόδου με τη χούντα.

Από την κηδεία του Αλέκου Παναγούλη με μια λαοθάλασσα να τον συνοδεύει…

«Όταν χτυπήσεις δυο φορές ύστερα τρεις και πάλι δυο
Αλέξανδρέ μου, σκέφτομαι το φευγιό σου
Σε βλέπω σε κελί στενό να σέρνεις πρώτος το χορό
πάνω στο θάνατό σου …»

(Στίχοι – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη)

δ) Σπύρος Μουστακλής (1926-1986)

Ο Αντιδικτατορικός αγώνας, που έλαβε χώρα κατά την επταετία, είχε ως κορυφαίες στιγμές του την απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, το 1968, από τον Αλέκο Παναγούλη, το Κίνημα του Ναυτικού το 1973 με την ηρωική μορφή του Σπύρου Μουστακλή και τις φοιτητικές εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, επίσης το 1973.

«Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε.
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη.
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας.
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε»

(Στίχοι: Μανώλης Αναγνωστάκης, Μουσική:
Μίκης Θεοδωράκης, ερμηνεία: Μαργαρίτα Ζορμπαλά)

Ο αξιωματικός Σπύρος Μουστακλής (Μεσολόγγι 1926 – Αθήνα 1986) συμμετείχε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας σε αντιδικτατορικές οργανώσεις, οπότε συνελήφθη και φυλακίστηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ επί 47 ημέρες, όπου βασανίστηκε άγρια. Οι βασανιστές του με δυνατά χτυπήματα του προκάλεσαν παράλυση, με αποτέλεσμα να διακομιστεί, με καθυστέρηση πολλών ημερών, στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, με το ψευδώνυμο «Μιχαηλίδης» και με αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον Ιππόδρομο»… προκειμένου το περιστατικό να μην υποπέσει στην αντίληψη κανενός.. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, στο ΚΑΤ και σε νοσοκομεία του εξωτερικού, όμως παρά τις προσπάθειες των ιατρών δεν κατάφερε ποτέ ξανά να μιλήσει, ενώ δύο χρόνια μετά τον βασανισμό του κατάφερε και πάλι να βαδίσει, όμως με πολλή δυσκολία.

Όπως θυμάται η σύζυγός του Χριστίνα Μουστακλή: «Ο Σπύρος ήταν στο Κίνημα του Ναυτικού και όταν υποψιάστηκε ότι το κίνημα προδόθηκε, έφυγε εκτάκτως για την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μεσολόγγι. Πήρε κάτι σάκους τους έβαλε στο αυτοκίνητο από το βράδυ και νωρίς τα ξημερώματα της Κυριακής 20 Μαΐου έφυγε για το Μεσολόγγι. Προφανώς, αν και αυτό δεν το έμαθα ποτέ, ήθελε να κρύψει και να καταστρέψει αρχεία. Ίσως αν έμενε εκεί θα μπορούσε να είχε αποφύγει τη σύλληψη. Όμως είχαμε ένα ατύχημα με την κόρη μας που κάηκε στο χέρι και στο πρόσωπο από ένα φλιτζάνι ζεστού καφέ, οπότε ήθελε να είναι δίπλα της. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα τον συνέλαβαν το απόγευμα, γύρω στις 5-6, της Τρίτης 22 Μαΐου 1973 για τη συμμετοχή στο Κίνημα του Ναυτικού. Παρακολουθούσαν κάθε κίνησή του, τα πάντα. Τον πήγαν πρώτα στη Γενική Ασφάλεια και τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 26 Μαΐου, τον πήγαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου και υπέστη τα φρικτά βασανιστήρια, ώστε την επομένη να τον στείλουν στο νοσοκομείο. Εγώ, τον επισκέφθηκα στις 11 Ιουλίου 1973 στη νευρολογική πτέρυγα συνοδευόμενη από τον επίατρο του ΕΑΤ-ΕΣΑ Δημήτρη Κόφα και τον διευθυντή της νευρολογικής κλινικής του 401 Ανδρέα Δαβαρούκα. Στις 9 Ιουνίου 1973 φύγαμε από το 401 και πήγαμε στην Πολυκλινική Αθηνών, όπου διέμεινε έως τις 24 Αυγούστου. Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά ο Αλέξανδρος Παναγούλης και η Οριάνα Φαλάτσι.

Όσο καιρό μετά τη σύλληψή του δεν είχα νέα του, ήταν σαν να είχε ανοίξει η γης και να τον κατάπιε. Ψάξαμε σε όλα τα νοσοκομεία, τηλεφωνούσα παντού, μα πουθενά. Από την ημέρα που τον πιάσανε πήγαινα είτε στη Γενική Ασφάλεια στην οδό Μπουμπουλίνας, είτε στην πύλη του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ρωτούσα για τον Σπύρο και μου λέγανε ότι δεν υπήρχε τέτοιο όνομα. Πήγαινα επί 47 ημέρες και έφευγα χωρίς να μου πουν πού βρίσκεται ο άνδρας μου. Ακόμη και διεθνή Μέσα, όπως η Deutsche Welle και το BBC, αναρωτιόνταν: “Πού είναι ο Μουστακλής;” και “Χάθηκε ταγματάρχης στην Ελλάδα”. Κάποιος από το νοσοκομείο θα μπορούσε να τον είχε αναγνωρίσει και να έπαιρνε ένα ανώνυμο τηλέφωνο να μας ειδοποιήσει, αλλά φοβόνταν όλοι τότε. Κάποτε, έρχεται ο ταγματάρχης Γκίζας και μου λέει να πάω από Δευτέρα, διότι είχε πληροφορίες. Έφυγα και στο μυαλό μου στριφογύριζε ότι κάτι κακό συνέβαινε. Τελικά μου ανακοίνωσε ότι ο Σπύρος βρισκόταν στο νοσοκομείο. Όταν τον αντίκρισα για πρώτη φορά μετά από τόσες ημέρες αναζήτησης συνέβη το εξής οξύμωρο: Αν και ήμουν πανευτυχής που βρέθηκε μετά από 47 ημέρες, από την άλλη η εικόνα που τον πρωτοείδα μου έχει μείνει για πάντα χαραγμένη. Όταν μπήκα στον θάλαμο και είδα τον Σπύρο, φώναξα. Είχε παντού κατάμαυρα σημάδια, ήταν σαν ένα κομμάτι συκώτι. Έκανα τρεις μέρες να κοιμηθώ.

Ο Σπύρος υπέστη άγρια βασανιστήρια από το καθεστώς της δικτατορίας στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Σ’ αυτόν τον χώρο με αποκορύφωμα τα βασανιστήρια στον Σπύρο καταπατήθηκαν όλες οι ανθρώπινες αξίες. Τα χτυπήματα των ΕΣΑτζήδων έφτασαν να προκαλέσουν την παράλυσή του και την απώλεια της ομιλίας του. Το μοιραίο χτύπημα δόθηκε στην αριστερή καρωτίδα και ήταν σαν να έπαθε εγκεφαλικό. Έπεσε κάτω, έμεινε παράλυτος, αλλά δεν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Τον άφησαν όλη τη νύχτα του Σαββάτου μέσα στα αίματα και τα ούρα και τον πήγαν στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο στις 9 το βράδυ της Κυριακής. Μετά από 20 και πλέον ώρες… Όταν πίστευαν ότι έχει πεθάνει. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός αξιωματικού του Ναυτικού, τον φώναξαν κατά τις 12 τη νύχτα να τον δει και του είπαν οι ΕΣΑτζήδες: «Κοίτα τον φίλο σου έτσι θα σε κάνουμε κι εσένα» και όπως θυμάται ήταν χάλια, πληγωμένος, με αίματα παντού και ένα πατσαβούρι στο στόμα.

Οι βασανιστές εκτελούσαν εντολές, τους έλεγαν «βαράτε» και χτυπούσαν αλύπητα, αυτή ήταν η δουλειά τους, πέτρες να χτυπούσαν ή ανθρώπους ήταν το ίδιο και το αυτό. Τους είχαν κάνει τεράστια πλύση εγκεφάλου ότι πρέπει να τους τιμωρήσουμε επειδή είναι μεγάλη απειλή για την πατρίδα μας. Όμως, για μένα χειρότεροι από τους βασανιστές, ήταν οι επιστήμονες που γνώρισα. Εγώ πιο πολύ ρίχνω το φταίξιμο στους γιατρούς που παρέβησαν τον νόμο του Ιπποκράτη. Όλοι τους συμμετείχαν σε όλη αυτή την περιπέτεια. Μάλιστα, όταν έκαναν στον Σπύρο εισαγωγή έγραψαν ως επίθετο «Μιχαηλίδης» και ότι είχε έρθει από τροχαίο ατύχημα στον ιππόδρομο. Έκαναν ό,τι ήθελαν σε έναν ανήμπορο άνθρωπο, δεν ειδοποίησαν ποτέ κανέναν συγγενή του για την κατάστασή του και επί 47 ολόκληρες ημέρες έκρυβαν έναν ζωντανό νεκρό, συνωμοτώντας με τους δικτάτορες και καλύπτοντας του δημίους του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ούτε και εκείνοι ζήτησαν μια συγνώμη όλα αυτά τα χρόνια, επιστήμονες άνθρωποι. Σε όλο εκείνο το διάστημα της δικτατορίας, γνώρισα τον τρόπο συμπεριφοράς αξιωματικών, όπως ο Χατζηζήσης, ο Σπανός, αλλά και στο νοσοκομείο τους γιατρούς. Δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο Παττακός, ο οποίος είπε για τον Σπύρο «καλά του κάναμε»… Άλλωστε αυτός ήταν και στην ηγεσία της χούντας. Δεν εκπλήσσομαι από την απάνθρωπη συμπεριφορά του, τους είχα ζήσει. Σε όλη αυτή την περιπέτεια με κορόιδευαν και με ειρωνεύονταν. Θυμάμαι να μου κάνουν πόλεμο νεύρων λέγοντάς μου “Εσύ τον διάλεξες, καλά να πάθει δεν αγαπούσε την οικογένειά του»».

ε) Τάσος Μήνης (1919-2005)

Τάσος Μήνης

Γεννημένος στην Νέδουσα Μεσσηνίας το 1919, ο Αναστάσιος Μήνης εισήχθη το 1940 στη Σχολή Ικάρων. Πολέμησε στη Μέση Ανατολή και τραυματίστηκε για πρώτη φορά στη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Έπεσε με αλεξίπτωτο στην κατεχόμενη από τις δυνάμεις του Άξονα Ελλάδα με πολεμική αποστολή. Τραυματίστηκε άλλες τρεις φορές πέφτοντας με το αεροπλάνο του κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1952 τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα με το βαθμό του σμηναγού λόγω του σοβαρού τραυματισμού του στη σπονδυλική στήλη. Για τη δράση του τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας και με το βρετανικό παράσημο B.E.N.

«Οι Χουντικοί είχαν θορυβηθεί με τον πατέρα μου, διότι ήταν παρασημοφορεμένος από τους Βρετανούς, o μοναδικός Έλληνας αξιωματικός της αεροπορίας που είχε λάβει το συγκεκριμένο παράσημο για κατασκοπεία και σαμποτάζ», αναφέρει ο Πάνος Μήνης έχοντας μελετήσει εξονυχιστικά τον φάκελο της Ασφάλειας για τον πατέρα του. «Πήρε τηλέφωνο ο ίδιος ο Παπαδόπουλος τον πρέσβη της Αγγλίας». Ο «φάκελος» ωστόσο έγραφε και άλλα πράγματα που εξόργιζαν τους Συνταγματάρχες. Στην περίφημη Δίκη των Αεροπόρων το 1953, ο Τάσος Μήνης ήταν ο μοναδικός που εμφανίστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης μιας ομάδας αξιωματικών που κατηγορήθηκαν ως κομμουνιστές «από μια κλίκα παρακρατικών, πρακτόρων και σκευωρών στην Πολεμική Αεροπορία». Από το 1963, ο Τάσος Μήνης συμμετείχε δυναμικά στους αγώνες κατά του αστυνομικού κράτους και της βασιλικής αυθαιρεσίες μέσα από το προοδευτικό τμήμα της τότε Ένωσης Κέντρου.

Ο Τάσος Μήνης συγκρότησε την ΑΑΑ στα τέλη του 1968 μαζί με τον επιστήθιο φίλο του, τραγικό ταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, ο οποίος αργότερα θα έμενε ανάπηρος από τα χτυπήματα των βασανιστών μέσα στα ίδια κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Στην οργάνωση συμμετείχαν ακόμα ο τότε ίλαρχος Μιχάλης Βαρδάνης, ο αείμνηστος ναύαρχος Γιάννης Μασουρίδης, ο τότε βουλευτής Γιάννης Αλευράς και πολύ αργότερα ο αγαπημένος του φίλος, παιδίατρος Στέφανος Παντελάκης. Το 1969, ο Μήνης είχε φτιάξει και 15 βόμβες για την οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα», μία εκ των οποίων εξερράγη από λάθος χειρισμό στα χέρια του Σάκη Καράγιωργα.

Στις 13 Μαΐου 1972, ο Τάσος Μήνης μεταφέρεται στην Ασφάλεια Προαστείων στον Κορυδαλλό, όπου προφυλακίζεται εν αναμονή του Στρατοδικείου. Ένα μήνα μετά όμως, στις 15 Ιουνίου, ο Τάσος Μήνης μεταφέρεται αυθαίρετα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ για συνέχιση της ανάκρισης, κατά παράβαση οποιουδήποτε κώδικα δικονομίας, ακόμα και αυτών της Χούντας… Κατά τις 111 μέρες που έμεινε στην ΕΣΑ, ο Τάσος Μήνης δεν αποκάλυψε τίποτε. Καταφέρνει ωστόσο να καταγράψει τη μαρτυρική εμπειρία από το ΕΑΤ-ΕΣΑ, υλικό από το οποίο προέκυψε το βιβλίο του «111 μέρες στην ΕΣΑ – Ημερολόγιο βασανιστηρίων του Τάσου Μήνη» που αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα και πλέον συγκλονιστικά ντοκουμέντα για το τι συνέβαινε στα φρικτά κρατητήρια.

Ο Τάσος Μήνης δίνοντας συνέντευξη έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του Σοφία

Στο διάστημα της κράτησής του στο ΕΑΤ-ΕΣΑ παρέμεινε σε απόλυτη απομόνωση χωρίς να του επιτραπεί οποιαδήποτε έξοδος από το κελί του και βασανίστηκε ανελέητα με αποκορύφωμα το στήσιμο σε απόλυτη ορθοστασία, δερνόμενος ταυτοχρόνα με γκλομπς κατά βάρδιες, επί 11 ημέρες. Από τις 2 έως τις 10 Ιουλίου και από τις 17 έως τις 21 Αυγούστου, οπότε και υπέστη τον πιο άγριο ξυλοδαρμό. Ο ίδιος γράφει στο ημερολόγιό του:

«- Ακούστε κ. Μήνη, σας εμελέτησα πριν σας φωνάξουν, από τότε που γεννηθήκατε. Γνωρίζω τα πάντα για σας, γνωρίζω όλες τις ασχολίες σας και όλες σας τις παρέες. … Λοιπόν, για πόσο καιρό ακόμα νομίζετε ότι θα μείνει η Επανάστασις;
– Δεν έχω στοιχεία και δεν μπορώ να κάνω το μάντη.
– Ε, σας γνωρίζω ότι θα μείνει εκατό χρόνια και θα έπρεπε να έχει γίνει πριν δεκαπέντε χρόνια. Γι’ αυτό εδώ θα μας τα πείτε όλα σχετικά με την οργάνωσή σας.
– Ό,τι είχα να πω, τα είπα στην Ασφάλεια Προαστείων.
– Καλά αυτοί δεν ξέρουν από οργανώσεις, χωροφύλακες είναι. Από οργανώσεις μόνο εμείς ξέρουμε. Λοιπόν, θα μείνετε εδώ, θα πάτε στο κελί σας και θα μας γράψετε ό,τι ξέρετε. Σας θυμίζει τίποτα το όνομα Οδυσσεάς;
– Τον ήρωα του Ομήρου».

Το σπίτι του Αντισμήναρχου Τάσου Μήνη στου Παπάγου.
Όσο κρατούσε το καθεστώς Ιωαννίδη, επί 8,5 μήνες, δεν το
πλησίασε καθώς οι ΕΣΑτζήδες τον περίμεναν οπλισμένοι
(περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Όπως ακόμα διαβάζουμε στο ημερολόγιο που κράτησε ο Τάσος Μήνης για τις 111 Μέρες που κρατήθηκε στην ΕΣΑ, Οδυσσέας ήταν το ψευδώνυμό του και ήταν γνωστό μόνο σε μερικούς συνεργάτες του. Όπως επιβεβαιώνει σήμερα η οικογένειά του, η ΑΑΑ δεν ήταν μια υπόθεση μεταξύ του ιδίου και του Παντελάκη. «Αν ένας άνθρωπος λεύτερος στενάζει στο κελί, σ’ οποιοδήποτε σημείο της γης, η ευθύνη πέφτει σε μας τους δειλούς και τους βολεμένους», γράφει ο Γιάννης Μανιατέας, στη «Σφηκοφωλιά της επταετίας». O Μανιατέας ήταν ο μοναδικός δεσμοφύλακας που δεν άγγιξε τον Τάσο Μήνη. Στο βιβλίο του τον αποκαλεί «το αλύγιστο κυπαρίσσι», ενώ ο Μήνης, για να μην τον προδώσει, στο ημερολόγιό του τον αποκαλεί «O Άλλος»:

Ο Θεοφιλογιαννάκος τον είχε προειδοποιήσει: «Από εδώ θα φύγεις ή φίλος ή σακάτης». Ο ίδιος ο διευθυντής της ΕΣΑ, ο συνταγματάρχης Ιωαννίδης, τον είχε επισκεφθεί για να του ξεκαθαρίσει ότι «τον παράγοντα άνθρωπο τον βάζομεν σε 2η και 3η μοίρα», αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η «Επανάστασις» διένυε τότε τον έκτο χρόνο, ενώ στην αρχή δεν της έδιναν παρά έξι μήνες ζωής. «Αν τον παράγοντα άνθρωπο τον βάζαμε σε πρώτη μοίρα, θα είχαμε πέσει», του είπε. Όμως το «κυπαρίσσι» εξακολουθούσε να στέκει «αλύγιστο» στον «πράσινο κύκλο»…

Αφού τα βασανιστήρια δεν απέδιδαν, η ΕΣΑ επιστράτευσε έναν φρουρό προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μήνη και να αποδράσουν μαζί με την ελπίδα ότι θα τον οδηγήσει στους συντρόφους του στην ΑΑΑ. «Για ένα λεπτό κάποιος να μην σε βασάνιζε τον θεωρούσες ευεργέτη», συνήθιζε να λέει αργότερα ο Μήνης. Τον πίστεψε λοιπόν στην αρχή και τον έστειλε στο σπίτι του στο Χαλάνδρι να συναντήσει τη γυναίκα του και να της παραδώσει ένα σημείωμα. Σε αυτό το σημείωμα της έγραψε για πρώτη φορά ότι βασανίστηκε:

«Σοφουλάκι μου,
Τώρα που σου γράφω είμαι πάρα πολύ καλά. Εβασανίσθηκα, εβασανίσθηκα πολύ, πάρα πολύ. Αγάπη μου, μην ανησυχείς είμαι εντελώς καλά. Να προσπαθήσεις να εξυπηρετήσεις τον φέροντα το σημείωμα, είναι πολύ καλό παιδί.
Με απέραντη αγάπη και αξιοπρέπεια, Τάσος».

«Στις 8.15 φτάνω με την κλούβα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Με οδηγούν σε ένα γραφείο που γράφει “Ταγματάρχης Χατζηζήσης Νικ.”. Σε λίγο έρχεται ένας βλογιοκομμένος με πολιτικά, μου συστήνεται: Θεοφιλογιαννάκος, διοικητής της μονάδος». Η κυρία Μήνη περιγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν ως εξής: «Ο Βλάσης ήρθε πρώτη φορά στο σπίτι μας στο Χαλάνδρι. Τη δεύτερη συνάντηση όμως την κάναμε στην πλατεία Κάνιγγος. Από πίσω μου ήταν και παρακολουθούσε ο Σπύρος ο Μουστακλής. Ο Σπύρος εξακολουθούσε να έρχεται στο σπίτι μας, απλά έβαζε το αυτοκίνητό του πιο μακριά για να μην δίνει στόχο. Ήξερε για τον Βλάση και με ακολούθησε χωρίς να το γνωρίζω. Συναντιέμαι λοιπόν με τον Βλάση, από πίσω ήταν η ΕΣΑ που παρακολουθούσε εμένα, από πίσω ο Σπύρος και πίσω από τον Σπύρο παρακολουθούσε η ΚΥΠ. Ο Βλάσης φορούσε ένα κασκετάκι όπου είχε κρύψει το μαγνητοφωνάκι του για να καταγράψει την όλη μας συζήτηση. Του είπα, “Βλάση αν όλο αυτό είναι παιχνίδι, αν κάτι προσπαθείς να δημιουργήσεις, όταν το μάθω θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια”. Αλλά είχε γίνει ήδη η ζημιά».

Ο Τάσος Μήνης με τον επιστήθιο φίλο του και συναγωνιστή
του Σπύρο Μουστακλή (mixanitouxronou.gr)

«Με καλέσανε στην ΕΣΑ και με κρατήσανε εκεί όλη μέρα. “Τα ξέρουμε όλα”, “πήγες να εξαγοράσεις” κ.λπ. Από πάνω να ακούγονται ποδοβολητά, μια αναστάτωση, να μου λένε ότι ο Τάσος δεν είναι εκεί, ότι θα τον σκοτώσουν. Κάποια στιγμή έβαλα τα κλάματα, ξέσπασα, “έχετε τον άνδρα μου εδώ και με βασανίζετε, έχω δυο μικρά παιδιά”. Φτερό στον άνεμο ήμουν εκείνη την ώρα. Γιατί ήξερα την όλη ιστορία. Tο δράμα μου ήταν ότι γνώριζα, γνώριζα τους πάντες και τα πάντα, είχα τοποθετήσει και δύο βόμβες στο Χίλτον». «Δεν θα ξεχάσω ποτέ, ωστόσο, τα λόγια του δικηγόρου, συμβούλου και επιστήθιου φίλου μου, Γ.Α. Μαγκάκη», συνεχίζει η κυρία Μήνη. «Είχαμε πάει να τον επισκεφθούμε με τα παιδιά, όταν ο Τάσος είχε πλέον επιστρέψει στον Κορυδαλλό, και τους είπε: “Nα είστε περήφανοι για τους γονείς σας, γιατί ενώ όλες οι άλλες οργανώσεις ξηλώθηκαν σαν δαντέλα, η ΑΑΑ ήταν η μόνη που δεν ξηλώθηκε και έμεινε σφιχτή”».

Στις 4 Οκτωβρίου 1972, χωρίς να έχουν καταφέρει να αποσπάσουν ούτε μια λέξη από τον Τάσο Μήνη για τους συνεργάτες του και τις επαφές του στο εξωτερικό, αναγκάστηκαν να τον μεταφέρουν και πάλι στις φυλακές Κορυδαλλού. Γράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του: «Τελείωσε η έρευνα. Μου ανοίγουν την εξωτερική πόρτα της φυλακής. Επί τέλους ελεύθερος, μπαίνω στο χώρο της Ελευθερίας. Από μέσα με περιμένουν οι φίλοι μου. Φιλιά, δάκρυα χαράς, μεγάλη στιγμή. Επί τέλους, βλέπω ανθρώπους». Το ημερολόγιο της μεγάλης δοκιμασίας των ημερών στην ΕΣΑ, ο Τάσος Μήνης κατόρθωσε να το καταγράψει έχοντας για γραφίδα τη μύτη ενός μολυβιού, κρατώντας κρυπτογραφημένες σημειώσεις στις σελίδες του μοναδικού βιβλίου που του επέτρεψαν να έχει και το οποίο του είχε στείλει η σύζυγός του Σοφία. Με βάση αυτό το πρωτογενές υλικό, όταν επέστρεψε στον Κορυδαλλό έγραψε το βιβλιαράκι «111 Μέρες στην ΕΣΑ».

Ο Τάσος Μήνης περιγράφει τα βασανιστήρια και τις απειλές που υπέστη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

«Το έγραψε σε πάρα πολύ λεπτές σελίδες, τις οποίες δίπλωσε με αριστοτεχνικό τρόπο, πήρε ένα πακέτο τσιγάρα, το άδειασε, έβαλε όλο αυτό το ντοκουμέντο μέσα, και έκοψε δύο φίλτρα να φανεί ότι είναι γεμάτο πακέτο με τσιγάρα. Σε επισκεπτήριο στον Kορυδαλλό, κατάφερε να το περάσει στα παιδιά, διότι τα παιδιά μπορούσε να τα αγκαλιάσει. Συγκεκριμένα το έδωσε στον Θανάση. Μου είχε πει να του ράψω μια τσέπη εσωτερική στο μπουφάν του και όπως τον αγκάλιασε, έβαλε μέσα το πακέτο», αφηγείται η κυρία Μήνη. Κάπως έτσι, το ντοκουμέντο φυγαδεύτηκε εκτός φυλακής και κατόπιν εκτός Ελλάδος, στη Γερμανία, όπου μεταδόθηκε από τη Deutsche Welle. «Επί δύο εβδομάδες το διάβαζαν σε συνέχειες», θυμάται ο Πάνος Μήνης. «Έγινε χαμός εκείνες τις ημέρες στην Αθήνα. Δεν είχε και πολλά πράγματα να ακούσεις τότε το ραδιόφωνο, όλη μέρα εμβατήρια, οπότε πολύς κόσμος έβαζε ξένους σταθμούς, κυρίως Εδώ Παρίσι, BBC και Deutsche Welle».

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Τάσου Μήνη (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

«Ήταν Ιούλιος του 1973 όταν εκφωνήθηκε το ημερολόγιο του πατέρα μου. Αν εξαιρέσεις το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε για τα βασανιστήρια, τους “Ανθρωποφύλακες” του Περικλή Κοροβέση, το 1968, δεν νομίζω ότι είχε κυκλοφορήσει κάτι άλλο. Ήταν πολύ δύσκολο τότε να βγει προς τα έξω το θέμα των βασανιστηρίων. Η Διεθνής Αμνηστία έλεγε κατά καιρούς ότι μάθαινε για τρομερά πράγματα που συμβαίνουν στην Ελλάδα, στην Ασφάλεια και στην ΕΣΑ, η Χούντα όμως διέψευδε τα πάντα. “Είναι όλα ψεύδη των εχθρών της Ελλάδας, εδώ υπάρχει δημοκρατία και ανθρωπισμός”. Οπότε αυτά ήταν μαχητικά ντοκουμέντα και ήταν ελάχιστα όσο ήταν η Χούντα στην εξουσία», συμπληρώνει ο γιος του Τάσου Μήνη. «Κατόπιν, το βιβλιαράκι εκδόθηκε στα Γερμανικά μαζί με το σημείωμα του Στέφανου Παντελάκη και στη συνέχεια μεταφράστηκε σε πολλές ακόμα γλώσσες», καταλήγει η κυρία Μήνη. «Γι’ αυτό το έγραψε ο άνδρας μου, για να μάθουν στο εξωτερικό τι συνέβαινε σε αυτόν τον τόπο».

Ο πρώτος αντάρτης

«Κάτω απ’ της βίας τη σημαία
στέκει η Ελλάδα σιωπηλή
Τι τετραπόταμοι θυμοί βρουχιούνται
κι αστράφτεις εσύ
Ο πρώτος μου αντάρτης
Ελλάδα τόλμη στην ψυχή
Λιακάδα θάλασσα πουλιά στα μάτια σου
Η λευτεριά»

(Στίχοι: Αλέκος Ξένος, Μουσική και
Ερμηνεία: Δημήτρης Λάγιος)

στ) Γιάννης Χαραλαμπόπουλος (1919-2014)

Γ. Χαραλαμπόπουλος

O Γιάννης Χαραλαμπόπουλος υπήρξε ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και αξιωματικός εν αποστρατεία με τον βαθμό του Συνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης καθώς και αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως, επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου. Ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση, οπότε φυλακίστηκε στη Γυάρο, ενώ υπήρξε και αρχηγός του ΠΑΚ στην Ελλάδα. Η μαρτυρία του είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση»:

«Tο βράδυ του πραξικοπήματος είχα μια συγκέντρωση φίλων στο σπίτι μου, που ήταν τότε στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, ακριβώς απέναντι από το άγαλμα του Τρούμαν. Και μείνανε οι φίλοι μου μέχρι τα μεσάνυχτα διότι την επομένη θα πήγαινα στη Μεσσηνία για να αρχίσει η προεκλογική μου περιοδεία. Κάθισα στο γραφείο μου, τακτοποιούσα ορισμένα χαρτιά, και κατά τις 2:00 η ώρα άκουσα θόρυβο. Πέρναγε ένα τάνκ μπροστά από το σπίτι και πήγαινε προς τα κάτω, προς το Στάδιο. Πάω να σηκώσω το τηλέφωνο, κλειστό το τηλέφωνο. Κατάλαβα ότι επρόκειτο περί πραξικοπήματος. Αφού κατέστρεψα ορισμένα χαρτιά τα οποία εγώ θεωρούσα ότι δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια τους, έφυγα μέσα σε λίγα λεπτά και πήγα στη Ν. Σμύρνη, σε ένα φιλικό σπίτι. Έτσι, δεν συνελήφθηκα το πρώτο βράδυ. Διότι, μετά από λίγο, πήγαν στο σπίτι μου να με συλλάβουν. Και για ένα διάστημα, περίπου για ένα μήνα, πήγαινα από φιλικό σπίτι σε φιλικό σπίτι.

«Από τη σχισμή της πόρτας στο κελί μου, μια μέρα βλέπω και τον γιο μου
τον οποίο κτυπάγανε και βρίζανε, μπροστά στα μάτια μου. Άκουσα μέσα
στη νύχτα τη φωνή του παιδιού μου που το βασάνιζαν …». Από τη συγκλονιστική
μαρτυρία του Γ. Χαραλαμπόπουλου (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Κάποια στιγμή, είχα βρεθεί στην Λ. Αλεξάνδρας, σε ένα φιλικό σπίτι όπου εκεί ήρθε και με συνάντησε ο μακαρίτης τώρα, ο Τάσος Μήνης, για να συνεννοηθούμε για το πώς θα οργανωθούμε. Ήταν ένας γενναίος αξιωματικός έκανε πάρα πολλά με την οργάνωση που έφτιαξε κατά τη διάρκεια της αντίστασης εναντίον της δικτατορίας. Τον πρώτο μήνα συναντηθήκαμε και με άλλους φίλους της ομάδας του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως ήταν ο Αντώνης Λιβάνης, ο Λευτέρης Βερυβάκης, ο Παναγιώτης Κρητικός, ο Σάκης Πεπονής, ο Τάκης Κατσικόπουλος στο σπίτι του Σπύρου Νικολάου, στο τέρμα 3ης Σεπτεμβρίου, για να δούμε τι θα κάνουμε. Εκεί ιδρύσαμε την οργάνωση ΕΚΔΑ, το Εθνικό Κίνημα Δημοκρατικής Αντίστασης. (…) Εν τω μεταξύ, εμένα με συνέλαβαν, γιατί πήγα στο σπίτι νύκτα για να πάρω ορισμένα πράγματα και με περίμεναν. (…) Έμεινα φυλακή ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, και μετά με έστειλαν εξορία στην Κατούδα της Αιτωλοακαρνανίας, όπου έμεινα μόνος μου εκεί για ένα χρόνο. Και μετά μας μαζέψανε τους μισούς στην Μακρακώμη Φθιώτιδας και τους άλλους μισούς στο Θέρμο της Αιτωλοακαρνανίας. Το 1971, μας άφησαν τότε σχεδόν όλους από την εξορία, και το 1972 απεσύρθη ο Γιάννης Αλευράς από την ηγεσία του ΠΑΚ εσωτερικού για λόγους υγείας. Εγώ διατηρούσα μια επαφή με τον Ανδρέα Παπανδρέου μέσω της Αμαλίας Φλέμινγκ, η οποία ήταν στενή μου φίλη. Την είχαν απελάσει και είχε πάει στο Λονδίνο. Με είχε πάρει, λοιπόν, τηλέφωνο τότε και μου είπε ότι «ο Ανδρέας θα ήθελε να αναλάβεις την ηγεσία του ΠΑΚ εσωτερικού». Εγώ δέχτηκα και ανέλαβα το 1972. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, λόγω των μετέπειτα εξελίξεων. (…)

Επιστρέφοντας από την εξορία στη Γυάρο

Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου εγώ είχα συλληφθεί βέβαια, είχε συλληφθεί και ο γιος μου και δεν γνώριζα ότι έπεσε ο Παπαδόπουλος, ήμουνα μέσα στην ΕΣΑ. Το έμαθα μετά ότι ανετράπη ο Παπαδόπουλος και ότι ανέλαβε ο Γκιζίκης, Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Ανδρουτσόπουλος πρωθυπουργός. Στην ΕΣΑ ήταν επικεφαλής, εκτός του Θεοφιλογιαννάκου, ένας Νικολόπουλος, ταγματάρχης. Εγώ όταν ήμουν στον στρατό, ήμουνα καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων, δίδασκα το μάθημα της Θερμοδυναμικής. Ο Νικολόπουλος λοιπόν, ήταν μαθητής μου. Εγώ ήμουν τότε ή ταγματάρχης ή αντισυνταγματάρχης και αυτός ήταν ανακριτής. Με καλεί στο γραφείο του για να με ανακρίνει. Αυτός καθόταν στην καρέκλα και μου λέει, «είμαι σε δύσκολη θέση που σας καλώ, σας είχα καθηγητή». Και άρχισε να με ρωτάει διάφορα. Εκεί, άρχισε να μου κατηγορεί τον Μαρκεζίνη και τον Παπαδόπουλο, χωρίς να μου πει όμως ότι έπεσε ο Παπαδόπουλος. Και μου λέει, «δεν θα αφήσουμε εμείς οι νέοι αξιωματικοί, που κάναμε την επανάσταση, να χαθεί αυτή η ευκαιρία για να αλλάξει η Ελλάδα. Και είμαστε διατεθειμένοι να σκοτώσουμε ακόμη και πέντε χιλιάδες ανθρώπους για να γλιτώσουμε την Ελλάδα από τους αναρχικούς και από τους κομμουνιστές και από τους Αριστερούς». Μου είπε αυτό το πράγμα σε μένα που ήμουν κρατούμενος, και καθηγητής του και βουλευτής και αξιωματικός.

Σε μια στιγμή, μου λέει, «πώς σας φέρονται εδώ;». Εγώ του είπα για τα βασανιστήρια που μου κάνανε. Αυτοί στέλνανε αργά τη νύχτα, στις 2:00 ή στις 3:00, τέσσερις με πέντε ΕΣΑτζήδες, ανοίγανε την πόρτα του κελιού και κτυπάγανε όπου βρίσκανε. Με κτυπήσανε στο κεφάλι πολλές φορές. Δεν μου κάνανε ατομικό βασανιστήριο όπως κάνανε στον γιο μου, αλλά με έδερναν μέσα στη νύκτα τρεις, τέσσερις, δήθεν μεθυσμένοι, και με βρίζανε. Το κάνανε αυτό τέσσερις με πέντε φορές. Όταν του το είπα, λέει, «λοιπόν, θα καλέσω τον αρχιφύλακα και θα του πω να σέβεται τον κ. Συνταγματάρχη» και κάτι τέτοια. Το ίδιο βράδυ, ήρθαν και με κτυπήσανε πάλι. Δηλαδή, με κορόιδευε. Που σημαίνει ότι τα βασανιστήρια που γίνονταν στον καθένα ατομικά, ήταν κατόπιν διαταγής, κατόπιν εντολής.

Αμαλία Φλέμινγκ

Ο γιος μου ήταν φοιτητής της Νομικής και στην ηγεσία του φοιτητικού κινήματος. Αλλά η χούντα είχε τότε διακόψει την αναβολή σε πενήντα περίπου συνδικαλιστές φοιτητές, μεταξύ των οποίων και στον γιο μου. Και ήταν φαντάρος κάπου στα σύνορα. Αλλά όταν ήρθε ο Μαρκεζίνης, τους απέλυσε αυτούς ώστε να ξαναέρθουν στα πανεπιστήμια. Έτσι, δεν πρόλαβε να φθάσει στο «Πολυτεχνείο» ο γιος μου, ήταν καθ’ οδόν, ερχόταν από τα βόρεια σύνορα προς την Αθήνα όταν έγινε η εξέγερση. Ένα βράδυ, λοιπόν, ήρθαν εδώ πέρα να τον συλλάβουν. Εγώ όμως τον είχα ειδοποιήσει, κι ένας συγγενής μου τον περίμενε στο σταθμό του τρένου, τον πήρε και τον έκρυψε. Δεν τον βρήκαν. Την πρώτη βραδιά, λοιπόν, ήρθαν για τον γιο μου και τη δεύτερη βραδιά ήρθαν για μένα. Μπήκε μέσα ένας ταγματάρχης με το πιστόλι στο χέρι και με πήραν και με πήγαν στην Ασφάλεια. Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, έβλεπα από μια σχισμή της διαβρωμένης πόρτας του κελιού μου, ότι φέρνανε σωρηδόν παιδιά από το «Πολυτεχνείο», τα κτυπάγανε, τα κλωτσάγανε, τους βάζανε και γλείφανε το πάτωμα και τα λοιπά. Τους φέρνανε κατά ομάδες, να τους τρομοκρατήσουν. Αυτοί ήταν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Πέρασαν πάρα πολλοί και μια μέρα βλέπω και τον γιο μου, τον οποίο κτυπάγανε και βρίζανε, μπροστά στα μάτια μου. Δηλαδή, εγώ ήμουνα μέσα αλλά τον έβλεπα από τη χαραμάδα.

Για μια στιγμή λοιπόν, κάποιος από αυτούς με πήρε χαμπάρι και μου ανοίγει την πόρτα. Διότι υπήρχε κι ένα συρτάκι που το ανοίγανε αυτοί απέξω και βλέπανε τι κάνεις εσύ μέσα. Ανοίγουν, λοιπόν, το συρτάκι και με βλέπουν εμένα που είχα κολλήσει το μάτι στη σχισμή της πόρτας, και μπαίνουν μέσα, δεν με κτυπήσανε βέβαια, αλλά με βρίσανε, μου δώσανε μερικές κλωτσιές. Αυτή ήταν η επαφή με τον γιο μου στην Ασφάλεια. Να τον βλέπω να τον βασανίζουν. Δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω καθόλου με τον γιο μου στην Ασφάλεια. Ούτε φυσικά να τον συναντήσω. Τον βασανίσανε δε τόσο πολύ που τον είχαν υποχρεώσει να υπογράψει δήλωση ότι με απαρνείται εμένα και τις ιδέες μου. Και βρέθηκε σε μια πίεση άνευ προηγουμένου μετά από τα βασανιστήρια. Στην ΕΣΑ της Νέας Φιλαδέλφειας βρήκε στην τουαλέτα μισό ξυραφάκι από αυτά που βάζαμε για να ξυριστούμε, και τραβάει μια ξυραφιά, κάπου οκτώ εκατοστά σε μήκος και δυο εκατοστά σε βάθος, ως εκ θαύματος ζει, δηλαδή. Έτρεχε το αίμα, προχώρησε αυτός, βγήκε έξω από την πόρτα της τουαλέτας κι έπεσε κάτω. Κι ευτυχώς, βρέθηκε κάποιος από τους φύλακες, είδε το αίμα, τον πήρανε και τον πήγανε στο νοσοκομείο όπου τον υπέβαλαν σ’ εγχείρηση. Τον κρατήσανε αρκετό καιρό.

Πεντέμισυ από τα επτά χρόνια της χούντας ο βουλευτής
Γ. Χαραλαμπόπουλος τα πέρασε στην εξορία, στα κρατητήρια
και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Εγώ δεν ήξερα τίποτα, γιατί εγώ ήμουν τότε στην Γυάρο, όπου με έστειλαν στις 23 Δεκεμβρίου του 1973. Εκείνη τη μέρα ήρθε η γυναίκα μου και μου έφερε μια βαλίτσα. Λέω, θα με πηγαίνουν στον Κορυδαλλό για δίκη για το ΠΑΚ, γιατί μου το είχε πει καθαρά ο Νικολόπουλος. Αλλά δεν με πήγανε για δίκη. Με πήρανε το βράδυ και με πήγανε στην Ασφάλεια, στον Περισσό, όπου εκεί είχαν φέρει μερικούς από τις στρατιωτικές φυλακές του Μπογιατίου, μεταξύ των οποίων, ο Νίκος Κιάος, ο Σαγιάς, ο Μανιός, ο γιατρός και άλλοι μεγαλύτεροι. Και με βάλανε σ’ ένα κελί, τι κελί δηλαδή, δεν είχε ούτε κρεβάτι ούτε τίποτα, όρθιος ήμουν, με τους εμετούς κάτω στο πάτωμα, με τέτοια πράγματα. Και κατά τις 4:30 το πρωί, μας πήρανε, μας βάλανε σε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, αλλά δεν μας περάσανε από κάποιο γνωστό σημείο, ώστε να καταλάβω που μας πάνε, μας πηγαίνανε προς την κατεύθυνση του Κορυδαλλού αλλά δεν πήγαμε στον Κορυδαλλό, τελικά πήγαμε στον Πειραιά. Όπου εκεί, τα ξημερώματα περίπου, μας βάλανε σε ένα μεταγωγικό του στρατού. Ήμασταν όλοι-όλοι 26 και μας βάλανε κάτω στο αμπάρι. Σε αθλία κατάσταση όλοι, άλλοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν όπως ο Κιάος που ζαλιζόταν, τον είχαν τσακίσει στα βασανιστήρια. Ήταν και άλλοι μεγάλοι του ΚΚΕ, όπως ο Γιώργος Τρικαλινός, ο παλαιός δικηγόρος από τον Βόλο. Του λέω, «Πού μας πάνε;». Δεν ξέρανε, αλλά με τις ώρες που προχωρούσε το καράβι, κατάλαβε ο Τρικαλινός και οι άλλοι ότι πάμε μάλλον στη Γυάρο, γιατί αυτός είχε εξοριστεί και άλλη φορά στη Γυάρο. Ήταν η δεύτερη ή η τρίτη φορά που πήγαινε στη Γυάρο ο Γιώργος Τρικαλινός.

Εγώ αρρωσταίνω στη Γυάρο, στράβωσε το στόμα μου και αναγκαστήκανε να με πάνε στο νοσοκομείο της Σύρου, στην Ερμούπολη. ..Έρχομαι λοιπόν στην Αθήνα συνοδεία αλλά αυτοί δεν με πήγανε στο νοσοκομείο αλλά στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. (…) Την τρίτη ημέρα εμφανίζεται ο Κόφας, ο περιβόητος γιατρός, ο οποίος με είδε και μου λέει, «θα σας πάμε στο νοσοκομείο». Περνάνε δυο ημέρες, δεν με πάνε. Την τρίτη ημέρα, με πάνε στο νοσοκομείο της Αεροπορίας (…). Μου κάνανε καρωτιδογράφημα που ήταν πολύ επικίνδυνο, από ό,τι έμαθα εκ των υστέρων, μήπως υπήρχε κάποια βλάβη στον εγκέφαλο, αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα, και με ξαναγυρίσανε πάλι στην ΕΣΑ μετά από λίγες ημέρες. Εκεί λοιπόν, πρέπει να το πω αυτό, για να δείξουμε ότι υπήρξαν και άνθρωποι τολμηροί την εποχή εκείνη, ήταν ένας γιατρός νευρολόγος, αρχίατρος την εποχή εκείνη, ο Αγγελίδης, ο οποίος όταν μπήκε μέσα να με εξετάσει λέει, έτσι αιφνιδίως, στον έναν ΕΣΑτζή που καθόταν δίπλα μου: «Πήγαινε φέρε μου», δεν ξέρω τι. Και για μια στιγμή απομακρύνθηκε ο ΕΣΑτζής. Μου λέει τότε ο γιατρός, «Ο γιος σας είναι καλά και άμα θέλετε, μπορείτε μέσω εμού να στείλετε μήνυμα στην οικογένειά σας»». Εγώ από το κεφάλι υποφέρω ακόμα. Έχω κάνει τα πάντα, αλλά υποφέρω, ιδίως όταν αλλάζει ο καιρός. Διότι με κτυπήσανε πίσω πολλές φορές, κτυπάγανε όπου βρίσκανε αδιακρίτως, φως δεν υπήρχε μέσα, μπαίνανε μέσα και κτυπάγανε. Αλλά ο λαός δεν ήταν μαζί τους ποτέ. Βέβαια, τι μπορούσε να κάνει; Και αυτό που έχει σημασία είναι ότι την πλήρωσαν ανώνυμοι άνθρωποι. Δεν μιλάμε για τους επωνύμους, γιατί εγώ ήμουνα βουλευτής, μπορεί να πει κανείς ότι υπήρχε και ένα έννομο συμφέρον, αλλά ένας απλός άνθρωπος γιατί να ρισκάρει να υποστεί βασανιστήρια, να πάει φυλακή; Εκεί φαίνεται το μεγαλείο της ζωής. Στους ανώνυμους. Όχι στους επώνυμους, σε μένα. Δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν. Τελικά, καταλήγει κανείς ότι αν δεν χυθεί αίμα δυστυχώς, αγώνες δεν γίνονται, αυτής της μορφής δηλαδή εναντίον μιας δικτατορίας. Εάν δεν υπάρξουν και αυτοί που θα πληρώσουν με τη ζωή τους ακόμα».

«Πότε θα κάμει ξαστεριά,
πότε θα φλεβαρίσει,
να πάρω το ντουφέκι μου,
την έμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στον Ομαλό,
στη στράτα του Μουσούρου,
να κάμω μάνες δίχως γιους,
γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά,
να κλαιν’ δίχως μανάδες»

(Ριζίτικο Κρήτης, Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης)

ζ) Παναγιώτης Κανελλάκης (1942-2009)

Ο Παναγιώτης Κανελλάκης γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της Ολυμπίας το 1942, μέσα στον πόλεμο. Ο πατέρας του, Γεώργιος Κανελλάκης, ήταν τότε αξιωματικός του ιππικού, ίλαρχος και αργότερα εργάστηκε στο Παλάτι, στην προσωπική υπηρεσία του βασιλέως Παύλου και στη συνέχεια, και του Κωνσταντίνου. Η μητέρα του, Giselle Vivier, καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας της Μαρασλείου Σχολής και του Γαλλικού Ινστιτούτου, υπήρξε φορέας μιας αντιαυταρχικής παιδείας, έχοντας αφήσει το πολύτιμο αποτύπωμά της στην προσωπικότητα μιας σειράς μαθητών που διδάχθηκαν κοντά της τις ανθρωπιστικές σπουδές και τα φιλελεύθερα πνευματικά ιδεώδη. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο το 1959 στη Σχολή Αναβρύτων, ο Παναγιώτης Κανελλάκης ακολούθησε Νομικές Σπουδές και έγινε δικηγόρος. Σπούδασε στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στο Αμβούργο, όπου το 1967 απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα του Δικαίου. Στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε συνήγορος υπερασπίσεως σε πολιτικές δίκες διωκωμένων αγωνιστών. Στα τέλη του 1969 και αρχές του 1970 γίνεται ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της οργάνωσης «Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων» (ΕΚΙΝ), που πρόλαβε να συσπειρώσει έναν μεγάλο αριθμό φοιτητών και εν γένει νέων ανθρώπων στους κόλπους της και γύρω από τη δράση και τις εκδηλώσεις της πριν διαλυθεί από το δικτατορικό καθεστώς το 1972.

Με τη Μεταπολίτευση, το καλοκαίρι του 1974, χρημάτισε, επί ένα τετράμηνο, ειδικός σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας, μετέχοντας στην προσπάθεια του τότε υφυπουργού Δημήτρη Τσάτσου για κάθαρση στον χώρο της ανωτάτης παιδείας από τα κατάλοιπα της Χούντας. Είναι το μοναδικό δημόσιο πόστο από το οποίο πέρασε. Μανιώδης της ιδιωτικής ζωής, διατηρούσε πάντα αποστάσεις από τον δημόσιο βίο, χωρίς να διεκδικήσει θέσεις, ψήφους ή αξιώματα στον χώρο του Δημοσίου, της πολιτικής ή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Υπήρξε επαγγελματίας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, έχοντας χειριστεί εξαιρετικά απαιτητικές υποθέσεις, όπως τις τρεις εμβληματικές περιπτώσεις καταζητουμένων Ευρωπαίων πολιτών, του Ρολφ Πόλε το 1976, του Μαουρίτσιο Φολίνι το 1987 και του Ενρίκο Μπιάνκο το 1998. Στην αγόρευσή του, το 1976, στον Άρειο Πάγο, που εξέταζε το αίτημα των γερμανικών αρχών για την έκδοση του Πόλε, ο Κανελλάκης θα δώσει τον δικό του ορισμό για την πολιτική: «Πολιτική είναι μία ενέργεια όχι μόνο όταν επιφέρει ένα θεαματικό αποτέλεσμα μέσα σ’ ένα Κοινοβούλιο ή σ’ έναν διεθνή οργανισμό, αλλά κυρίως εκείνη η ενέργεια που διαμορφώνει πολιτικές συνειδήσεις, κατά τρόπο θετικό ή αρνητικό· αυτό είναι θέμα πολιτικής τοποθέτησης». Αυτήν την πεποίθησή του εφάρμοσε ο ίδιος με αυταπάρνηση την περίοδο της δικτατορίας.

Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ενεργός πολίτης με ποικίλα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες, κυρίως γύρω από θέματα σχετικά με την τρομοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το φυσικό περιβάλλον, τα ναρκωτικά αλλά και την ξυλουργική που αγαπούσε ιδιαίτερα να εξασκεί. Το 1990 υπήρξε συνιδρυτής της LIA (Διεθνής Αντιαπαγορευτική Ένωση). Διετέλεσε συνιδρυτής, με τον Γιώργο Βερνίκο, και πρώτος πρόεδρος του ελληνικού γραφείου της διεθνούς οικολογικής οργάνωσης Greenpeace και το 2007 αντιπρόεδρος του ΟΚΑΝΑ. Με βάση σχετικό έγγραφο της Ασφάλειας, που δημοσιεύτηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1995 στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», παρέμενε ένας από τους 251 πιο επικίνδυνους πολίτες της χώρας! Έφυγε από τη ζωή το 2009, σε ηλικία 67 ετών, ενώ βρισκόταν στη Ρώμη, από ανεύρυσμα αορτής.

Ανάμεσα στις πολύτιμες παρακαταθήκες που μας άφησε ο Παναγιώτης Κανελλάκης, ξεχωριστή θέση έχει η «Μαρτυρία» του, το ματωμένο του Ημερολόγιο που κατάφερε να τηρεί τις ημέρες της κράτησής του και το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας ήδη από τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης αποτελώντας έκτοτε ένα μοναδικό και αδιάσειστο ντοκουμέντο για τα βασανιστήρια που ελάμβαναν χώρα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλά και ένα συγκλονιστικό ψυχογράφημα για τον πόνο, τον φόβο, τον πανικό, την απόγνωση και τις κάθε είδους προσβολές που βίωναν όσοι κρατήθηκαν και βασανίστηκαν εκεί. Η «Μαρτυρία» αναφέρεται σε όσα υπέστη ο Κανελλάκης μετά τη δεύτερη σύλληψή του, τον Μάρτιο του 1973, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος μετά από από 147 ημέρες βασανιστηρίων.

Αριστερά: Η ανακοίνωση της Ασφάλειας για τη σύλληψη του Παναγιώτη Κανελλάκη δημοσιευμένη στις εφημερίδες Νέα Πολιτεία και Τα Νέα της 6ης Μαΐου 1972. Δεξιά: Ανακοίνωση για την πρώτη σύλληψη του Παναγιώτη Κανελλάκη στο ΔΣ της ΕΚΙΝ (από το βιβλίο του Γιώργου Βερνίκου «Όταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα») (styga.gr)

Είχε προηγηθεί, τον Μάιο του 1972, η πρώτη σύλληψή από τα όργανα της χούντας. Ο Κανελλάκης ήταν ήδη μάχιμος δικηγόρος και έπαιρνε μέρος σε δίκες ως υπερασπιστής πολιτικών αντιπάλων της χούντας. Η χούντα όμως θεωρούσε πάντοτε ότι έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη του μαζικού φοιτητικού κινήματος, το οποίο ξεκινούσε εκείνη την περίοδο σε διάφορες σχολές, μεταξύ των οποίων και η Νομική. Στην πραγματικότητα, εκείνο που κυρίως καταλόγιζαν στον Κανελλάκη οι χουντικές υπηρεσίες ασφαλείας ήταν το γεγονός ότι είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία μιας καθ’ όλα «νόμιμης» αντιστασιακής οργάνωσης, η οποία δημιουργήθηκε καθόλα νόμιμα και διέθετε εγκεκριμένο καταστατικό. Η εν γένει δράση της ΕΚΙΝ, όσο και αν από πρώτη ματιά δεν είχε άμεσες πολιτικές αναφορές, στην πραγματικότητα ήταν ασύμβατη με τους όρους που είχε θέσει η χούντα στον πολιτισμό και την παιδεία. Παράλληλα όμως η ΕΚΙΝ είχε άμεση σχέση με τους πρώτους πυρήνες του φοιτητικού κινήματος, τον χώρο του Πανεπιστημίου και ειδικά της Νομικής Σχολής. Η δημιουργία της ΕΚΙΝ δεν αντιμετώπιζε μόνο τους κινδύνους από τη χουντική καταστολή. Καμιά παρόμοια οργάνωση δεν είχε δημιουργηθεί έως τότε. Και ήταν εντελώς αχαρτογράφητα τα νερά που διέπλεε αυτή η μικρή ομάδα νέων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμπεριλάβει στους κόλπους της όλες τις πολιτικές τάσεις του αντιδικτατορικού φάσματος που είχαν ωστόσο ως κοινό στόχο τους την ανατροπή της.

Οι διαδηλώσεις της 21ης και της 29ης Απριλίου 1972, στο κέντρο της Αθήνας, έπεισαν τη χούντα ότι πίσω από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις κρυβόταν η ΕΚΙΝ. Μετά τη σύλληψη του προέδρου της Παναγιώτη Κανελλάκη, στις αρχές Μαΐου 1972, η χούντα προχώρησε στη διάλυση του Συλλόγου, με την αιτιολογία ότι: «Υπό την “αθώαν” προσωνυμίαν “Ελληνο-ευρωπαϊκή Κίνησις Νέων” η υπό διάλυσιν οργάνωσις απεπειράτο να διασπάση την ενότητα, η οποία έχει σφυρηλατηθή μεταξύ της Επαναστάσεως και του κόσμου των νέων, να διαβρώση την σκέψιν των με ανατρεπτικάς και αντεθνικάς ιδέας, να τους παρακίνηση εις αμέσους ή εμμέσους αντικαθεστωτικάς ενεργείας …». Ο Κανελλάκης έμεινε τότε επί 33 ημέρες στην Ασφάλεια στη λεωφόρο Μεσογείων, χωρίς να υποστεί βία. Όπως εξηγεί στη δική του μαρτυρία ο Νικήτας Λιοναράκης, ενώ στην πλειονότητά τους οι φοιτητές που συνελήφθησαν εκείνες τις ημέρες υπέστησαν άγρια κακομεταχείριση, τους τέσσερις που προόριζαν οι αρχές της χούντας για παραπομπή σε δίκη ως «οργανωτές», δεν τους άγγιξαν καν: Παναγιώτη Κανελλάκη, Νικήτα Λιοναράκη, Μιχάλη Σαμπατακάκη, Α. Φωτεινού. «Θυμάμαι τον απίθανο Κανελλάκη», γράφει ο Λιοναράκης, «να κάνει άνω-κάτω τη φυλακή (έκλεβε τα μάνταλα από τις πόρτες, έκλεψε μέχρι και το όπλο του αστυφύλακα φρουρού!)».

Το Πρακτικό του ΔΣ της ΕΚΙΝ μετά την πρώτη κλήση του Παναγιώτη Κανελλάκη στην Ασφάλεια την 7η Ιουλίου 1971 (από το βιβλίο του Γιώργου Βερνίκου «Όταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα») (styga.gr)

Ο Κανελλάκης θα συλληφθεί για δεύτερη φορά την 1η Μαρτίου 1973, μία εβδομάδα μετά την ιστορική κατάληψη της Νομικής, το διήμερο 21-22 Φεβρουαρίου 1973, της οποίας υπήρξε βασικός υποκινητής και οργανωτής από κοινού με τον Γιώργο Βερνίκο, τον Νίκο Μεγγρέλη και τον Νίκο Μπίστη. Μπορεί η ΕΚΙΝ να είχε διαλυθεί, αλλά το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα στις αρχές του χρόνου είχε αρχίσει να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Θα επακολουθήσουν για πέντε μήνες όσα καταγράφει στη «Μαρτυρία» του. Στις 25 Ιουλίου 1973 ο Κανελλάκης θα απελευθερωθεί από την ΕΣΑ. Λίγες ημέρες αργότερα ο Παπαδόπουλος θα εξαγγείλει γενική αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατουμένους. Ήταν η περίοδος που η χούντα είχε επιλέξει τη νόθα «πολιτικοποίηση» που θα κατέληγε στο φιάσκο Μαρκεζίνη. Έναν μήνα μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973, ο Παναγιώτης Κανελλάκης και ο Γιώργο Βερνίκο, θα διαφύγουν στη Γενεύη, με πλαστά διαβατήρια. Στην Ελλάδα ο Παναγιώτης Κανελλάκης θα επιστρέψει στις 25 Ιουλίου 1974.

Μεγάλο μέρος της «Μαρτυρίας» του Παναγιώτη Κανελλάκη δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» από τον Ιανουάριο του 1975, πριν καν ξεκινήσουν οι δίκες των πρωταιτίων και των βασανιστών της Χούντας, ενώ το 1996 εκδόθηκε και σε βιβλίο από τις εκδόσεις Όμβρος και το 2017 κυκλοφόρησε με την Εφημερίδα των Συντακτών, με αφορμή την επέτειο 50 χρόνων από την Απριλιανή δικτατορία. Εδώ μεταφέρουμε ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό, απόσπασμα της συγκλονιστικής αφήγησης του Παν. Κανελλάκη από το κείμενο της «Μαρτυρίας» του:

10 Μαρτίου 1973, Σάββατο

(…) Σε λίγο ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Πέτρου. Χαμογελάει χαιρέκακα. «Πας για στήσιμο», μου λέει, «ακολούθα» και μου παίρνει τα φάρμακα που ‘χω για το στομάχι μου. Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. Με οδηγεί απέναντι στο κελί No 6, που είναι τεράστιο και άδειο. Μοναδικό έπιπλο ένα μικρό σιδερένιο κομοδίνο στον τοίχο. Κρεβάτι δεν υπάρχει. Εδώ περιμένουν δυο άλλοι εσατζήδες. Με τοποθετούν στη μέση του δωματίου, έτσι που να απέχω από τον κάθε τοίχο τουλάχιστον δύο μέτρα και με την πόρτα του κελιού πίσω μου. «Θα σταθείς εδώ», μου λένε, «σε στάση προσοχής, τα χέρια τεντωμένα κάτω και θα κοιτάζεις το ταβάνι. Αν κάνεις πως κουνιέσαι ή πως ξύνεσαι, χάθηκες». Από πίσω μου, ακουμπισμένος στον τοίχο, στέκεται ένας εσατζής μ’ ένα κλομπ στο χέρι. «Κάθε φορά που θα λυγίζεις ένα πόδι», μου λέει, «θ’ αρπάζεις κι από μια διάσειση». (…)

Με βάζουν πάλι στο ίδιο σημείο, στην ίδια στάση. Αρχίζουν να περνάνε οι ώρες. Ένας σκοπός με κλομπ, που αλλάζει κάθε δύο ώρες, στέκεται συνέχεια πίσω μου. Κάθε λίγο δέχομαι χτυπήματα επειδή κουνήθηκα. Πονάει το κεφάλι μου κι έχω ζαλάδες. Ζητάω φάρμακα για το στομάχι μου αλλά δεν μου δίνουν. «Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνεις», μου λένε. Είναι φανερό πως χρησιμοποιούν τη στέρηση των φαρμάκων και τους πόνους του στομαχιού σαν πρόσθετο μέσο για να με κάνουν να μιλήσω. (…) Διψάω πολύ. Ζητάω νερό. Χαμογελάνε με νόημα. «Πρώτα θα μιλήσεις», μου λένε, «και μετά θα πιεις νερό». (…)

11 Μαρτίου 1973, Κυριακή

(…) Σε λίγο κάποιος μου τραβάει απότομα την καρέκλα και με ρίχνει κάτω. Είναι ο Πέτρου. «Στήσου για να μην πεθάνεις» μου λέει. (…) Ξαναρχίζει η ορθοστασία, ο εφιάλτης. Είμαι σε απόγνωση. Πόσο θα με κρατήσουν ακόμα; (…) Ο σκοπός πίσω μου βγάζει φοβερές κραυγές. «Σήκω απάνου κερατά». Αισθάνομαι το κλομπ του στα νεφρά μου. Συγχρόνως ορμάει μες στο κελί ο Τσέλιγκας. Σαν να την περίμενε αυτή τη στιγμή. Νιώθω έναν δυνατό πόνο στο κρανίο. Κάποιος με πατάει με αρβύλα στο κεφάλι και τη στριφογυρίζει όπως σβήνουν το τσιγάρο. Αισθάνομαι τους κροτάφους μου να παραμορφώνονται κάτω απ’ το βάρος. Δεν αντέχω. Φωνάζω. Με σηκώνουν πάλι όρθιο. Ο Τσέλιγκας συνεχίζει να με χτυπάει με μπουνιές και χαστούκια. (…)

Ξαναρχίζει η ορθοστασία. Αυτή τη φορά με χτύπησαν άσχημα. Το κλομπ με βρήκε στη σπονδυλική στήλη και πονάει. Η αριστερή πλευρά του προσώπου μου είναι πρησμένη και με καίει. Δεν μ’ αφήνουν ν’ ακουμπήσω ούτε το πρόσωπό μου με το χέρι μου. Είμαι πραγματικά εξαντλημένος.(…) Έχω μείνει κάπου 20 ώρες όρθιος. (…)

Στην τουαλέτα μου επιτρέπουν να πάω τρεις φορές την ημέρα, πριν από κάθε φαγητό. Πάντα όμως κάτω από παρακολούθηση, για να μην πιω νερό από τη βρύση έξω από την τουαλέτα. Απόψε ζητάω να πάω στην τουαλέτα εκτάκτως. Ο δεσμοφύλακας, ο Πέτρου, λείπει εκείνη τη στιγμή. Ισχυρίζομαι πως έχω επείγουσα ανάγκη. Ο σκοπός μου διστάζει αλλά τελικά με οδηγεί στην τουαλέτα λέγοντάς μου να κάνω γρήγορα. Μπαίνω μέσα, κλείνω πίσω μου την πόρτα, πέφτω στο πάτωμα (ο καμπινές είναι τούρκικος) και πίνω νερό μέσ’ από τη λεκάνη. Φοβάμαι να πιω πολύ, μήπως πάθω τίποτα. Μετά μένω ξαπλωμένος κάτω ανάσκελα, κάπου 2 ολόκληρα λεπτά. Ακουμπάω τα πόδια μου ψηλά στον τοίχο για να κατεβεί λίγο το αίμα και να ξεπρηστούν. Είναι απίστευτη η ηδονή.

Ο σκοπός όμως μου χτυπάει την πόρτα να τελειώνω. Ξανασηκώνομαι με δυσκολία. Το σακάκι μου έχει μουσκέψει απ’ το νερό στο πάτωμα του μπάνιου. Το βλέπει ο σκοπός, καταλαβαίνει ότι ξάπλωσα κάτω και αρχίζει να με χτυπάει. (…) Σε λίγο ξαναπέφτω. Ο Πέτρου με χτυπάει μ’ όλη του τη δύναμη. Ο σκοπός το ίδιο. Έχουν και οι δύο κλομπ. Με σηκώνουν όρθιο και συνεχίζουν να με χτυπάνε. Βλέπω το κλομπ να κατεβαίνει με τέτοια δύναμη πάνω στο κεφάλι μου, που είναι αδύνατον να πιστέψω πως δεν θα τ’ ανοίξει στα δύο. Σε μια στιγμή το κλομπ του Πέτρου σπάει διαγώνια στα δύο. Αν δεν το ‘βλεπα δεν θα το πίστευα. Έσπασε πάνω στην πλάτη μου και το μισό κομμάτι πετάχτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου.

13 Μαρτίου 1973, Τρίτη

(…) Λίγο αργότερα έρχεται στο κελί ο Πέτρου μαζί με 2-3 άλλους. «Θα μιλήσεις, ναι ή όχι;», μου λέει, «για να τελειώνουμε». Δεν απαντάω. Κλείνει την πόρτα. Με βάζει με την πλάτη στον τοίχο. Ανάβει έναν αναπτήρα του γκαζιού και μου τον βάζει κάτω από το σαγόνι. Έχω δύο εβδομάδων γένια. Τα μυρίζω που καίγονται. Αισθάνομαι τη φλόγα στο σαγόνι μου. Το κάψιμο δεν πονάει όσο φανταζόμουν. Νιώθω το δέρμα μου να πληγιάζει. Μου βάζουν τον αναπτήρα κάτω απ’ τη μύτη σβηστό, έτσι που ν’ αναπνέω το γκάζι. Απότομα τον ανάβουν. Δεν καταλαβαίνω πια τι μου γίνεται. Νιώθω πως έχει καεί η μύτη μου από μέσα. Πονάω καθώς αναπνέω. Μου κάηκαν τα τσίνορα. Τώρα ο Πέτρου παίρνει τσιγάρα. Βρέχει με λίγο νερό τα γένια μου και σβήνει επάνω τους το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κάθε τόσο φωνάζει «κάτω τα χέρια».

Φαίνεται πως προσπαθώ να προφυλαχτώ με τα χέρια μου. Ακούω τον θόρυβο που κάνουν τα τσιγάρα, καθώς σβήνουν στα γένια μου. Φωνάζω από τον πόνο. Έχουν πληγιάσει τα μάγουλά μου. Ένας εσατζής παίρνει το κλομπ. Βάζει ένα πιάτο κάτω απ’ το σαγόνι μου. «Για τα αίματα», λέει και ετοιμάζεται να μου σπάσει το κόκαλο της μύτης. Δεν έχω καμία δύναμη να αντιδράσω. Ο Πέτρου φεύγει για μια στιγμή και γυρίζει μ’ ένα πιστόλι. Είναι ένα μεγάλο Colt σαρανταπεντάρι. «Αφήστε τον», λέει, «αφού δεν μιλάει, μας είναι άχρηστος». Οπλίζει. «Για τελευταία φορά σε ρωτάω, θα μιλήσεις, ναι ή όχι». Μένω ακίνητος. Με σημαδεύει ίσια μες στα μάτια. Ακούω το «κλικ» της σκανδάλης. Δεν είχε σφαίρα. Όλοι γελάνε. Δεν τον είχα πιστέψει.

Η νύχτα προχωράει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ν’ αντέχω ακόμα. Ακούω απ’ έξω τη φωνή του λοχαγού Τσάλα. (…) Σε λίγο έρχεται και σε μένα. Κοιτάζει τα πόδια μου. «Και να φύγεις από δω κάποτε», μου λέει, «θα είσαι ανάπηρος». (…) Η ώρα θα κοντεύει δέκα το βράδυ. Στο κελί μου μπαίνει ο Πέτρου μαζί μ’ άλλον έναν εσατζή κοντό με ασπρόμαυρα μαλλιά. Αρχίζουν να με χτυπάνε. (…) Δεν χρησιμοποιούν ούτε κλομπ ούτε ζωστήρα. Μόνο μπουνιές και κλοτσιές. Το ξύλο κράτησε πάνω από δύο ώρες, δηλαδή περισσότερο από τη δίωρη βάρδια του σκοπού. Όπου με χτυπάνε, το σώμα μου είναι ήδη χτυπημένο και μελανιασμένο. (…) Κάθε χτύπημα συνοδεύεται από μια βρισιά. Το βρισίδι το ‘χουν ανάγκη για να αισθάνονται δικαιωμένοι. (…) Έρχεται νέος σκοπός. Με βάζει πάλι στη μέση του δωματίου, σε στάση προσοχής και με το κεφάλι ψηλά. Έτσι θα περάσω κι αυτή τη νύχτα.

15 Μαρτίου 1973, Πέμπτη

(…) Αρχίζουν να με χτυπάνε με το κλομπ. Το βρίσκω παράλογο να με χτυπάνε μετά απ’ όλη την ταλαιπωρία που ’χω υποστεί. Κάποια στιγμή τους διακόπτω. Λέω στον Πέτρου πως θέλω να του μιλήσω ένα λεπτό. Σταματάει. «Τι θες;» μου λέει. Τον ρωτάω πώς είναι δυνατόν να με χτυπάει, αφού του είμαι τελείως άγνωστος, δεν ξέρει καν τι έχω κάνει κι ακόμη ξέρει πως δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Μου απαντάει ήρεμα και χαμογελαστά: «Μα εγώ είμαι σαδιστής, δεν το ξέρεις; Δεν μ’ ενδιαφέρει ποιος είσαι και τι έχεις κάνει· εμένα η χαρά μου είναι να σε βλέπω να πονάς». Και συνεχίζει το ξύλο. Φοβάμαι πως λέει την αλήθεια. (…)

***

Βγήκα από την ΕΣΑ στις 25 Ιουλίου του 1973. Με τα ξεφαντώματα της απελευθέρωσης το ημερολόγιο ξεχάστηκε. Το μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε στο πλυντήριο. Πλύθηκε κατά λάθος μαζί με το σακάκι που το έκρυβε στις φόδρες του. Τυχαία σώθηκε το παραπάνω κομμάτι, που αναφέρεται στις 16 πρώτες ημέρες της κράτησής μου. Ήταν μία περίοδος μεστή σε εμπειρίες και βιώματα. Στα βιώματα αυτά δεν είναι εύκολο να αναφερθεί κανείς, φιλοδοξώντας να τα εκφράσει· να τα διατυπώσει δηλαδή έτσι ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση εκείνη.

Το παράγωγο της τρομοκρατίας, το προϊόν της επιβολής του κράτους του τρόμου, είναι ο πανικός. Η αποτελεσματικότατα της τρομοκρατίας μετριέται από την ένταση του πανικού που παράγει. Και η τρομοκρατία στην ΕΣΑ, κεκλεισμένων των θυρών, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Είχε πετύχει το καθεστώς να κατασκευάσει ένα γκέτο, έναν χώρο στεγανό, όπου βασίλευε η αίσθηση του πανικού. Ο πανικός του κυνηγημένου ζώου, που ψάχνει μάταια κάτω από διαρκή καταδίωξη μια γωνιά να κρυφτεί, να αισθανθεί λίγη ασφάλεια. Έναν χώρο όπου δεν αναγνωριζόταν η ανθρώπινή σου υπόσταση, δεν ακουγόταν η φωνή σου. Ξεχνούσες αξίες, απόψεις, συναισθήματα, όλα εκείνα τα πράγματα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να συνεννοούνται και να συνδέονται μεταξύ τους.

Ζούσες μέσα σε μια αγριότητα ασταμάτητη, που διαπερνούσε ατόφια ακόμη κι εκείνους από τους συγκροτούμενους, που για κάποιους λόγους είχαν εξαιρεθεί από τη σωματική βία με τη στενή έννοια. Ο πανικός ήταν το αίσθημα με το οποίο έπρεπε να ζεις όλο το εικοσιτετράωρο. Να κοιμάσαι και να ξυπνάς μαζί του. Και σχεδόν πάντα να ξυπνάει αυτός πριν από σένα και να σε περιμένει.

Ο διαρκής πανικός σε παραμόρφωνε, σου διέλυε την προσωπικότητα, σε γερνούσε, σου αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά. Την έκφραση του προσώπου σου έπαυες να την ορίζεις. Δεν υπήρχε μια στιγμή ιδιωτική, να βρεθείς λίγο μόνος με τον εαυτό σου, να πάρεις μιαν ανάσα. Δεν είχες κάπου ν’ ακουμπήσεις, να βρεις κουράγιο για να συνεχίσεις. Ήσουν αποκομμένος από κάθε τι το αληθινό ή το ανθρώπινο. Κι επιπλέον δεν είχες καμία πληροφορία. Δεν ήξερες τι συμβαίνει έξω ή δίπλα σου· τι γίνεται στην Αθήνα ή στο διπλανό κελί. Δεν είχες ποτέ καμία επαφή μ’ έναν κοινό, μ’ έναν κανονικό άνθρωπο.

Το βίωμα του πανικού δεν είναι απλά μια κατάσταση του ανθρώπινου ψυχισμού. Κυρίως είναι μια υπόθεση εσωτερικών εκκρίσεων. Μια υπόθεση ξεχωριστής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού. Έτσι αποτυπώθηκε στη δική μου συνείδηση. Ως μία ειδική μορφή «ζην», που δεν αφορά μόνο το μυαλό ή το σώμα αλλά την ύπαρξη, την υπόσταση του ανθρώπου συνολικά.

Σήμερα, όλα αυτά αποτελούν μνήμες από μια ζωή μακρινή, μια ζωή ξένη αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανή και οικεία, που ώρες ώρες, ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, αναρωτιέμαι πώς ήταν εκείνος που τα ‘ζησε αυτά. Τι κοινό μπορεί να έχει με μένα σήμερα. Πόσο έχω αποξενωθεί από τη συνείδηση κι απ’ το πετσί εκείνου.

Η αναζήτηση απαντήσεων σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όμως υπάρχει το όνειρο. Αυτή η ελευθεριότητα του νου, που όχι σπάνια έρχεται τη νύχτα σαν καταλύτης να επιβεβαιώσει την υπαρξιακή συνέχεια. Εκεί στον ύπνο, κάπου παραμονεύει η συνείδηση ή το υποσυνείδητο του δεσμώτη. Παραμονεύουν εκείνο το κελί, εκείνες οι φάτσες, εκείνες οι φωνές. Καιροφυλακτεί η γνώριμη αυτή γεύση της παραλυσίας. Του φόβου πως τα βήματα που ακούγονται απ’ έξω, στην πόρτα του ονείρου, οδηγούν στο κελί μου, σε μένα. «Έρχονται για μένα πάλι». (…)

Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται το ημερολόγιο ακέραιο, χωρίς παρεμβολές και σχόλια. Χρειάστηκε να ξεπεράσω δισταγμούς μιας εικοσαετίας για να πάρω την απόφαση να εκθέσω στην αδιάφορη βουλιμία ενός απροσδιόριστου αναγνωστικού κοινού ένα τόσο προσωπικό κομμάτι από τη ζωή μου.

Πάντως, σίγουρα η παρούσα έκδοση δεν αποτελεί εκπλήρωση κάποιου «χρέους». Τα «χρέη» γενικά τα αποφεύγω. Το μόνο που ίσως χρωστούσα στον εαυτό μου ήταν η απόσβεση εκείνης της διακινδύνευσης -διόλου αμελητέας- που συνεπαγόταν η καταγραφή του ημερολογίου και η διαφύλαξή του κάτω από τις συνθήκες εκείνες. Εξάλλου, χρήσιμο είναι τέτοιες μικρές μαρτυρίες από τις μαύρες σελίδες της νεοελληνικής πολιτικής Ιστορίας να μη μένουν για πάντα στο συρτάρι.

Είναι ακόμη μια προσωπική, αντανακλαστική κίνηση μπροστά στην άχρωμη κι επίπεδη γραμμικότητα που σημαδεύει τη σημερινή ζωή. Είναι ο μόνος φθόγγος που μπορώ να εκφέρω σχεδόν αυθόρμητα, παρακολουθώντας το κενό που ζωγραφίζεται σε νεαρά πρόσωπα, καθώς συνωστίζονται παθητικά και άβουλα μπροστά στο face control ενός νυχτερινού κέντρου.

Βίος αβίωτος, τότε και τώρα..
Τότε λόγω της έντασης του βιωμένου.
Τώρα λόγω απουσίας εντάσεων στα βιώματα.

Κυρίως όμως πρόκειται για μια πράξη περίπου αντιστασιακή απέναντι στην ευτέλεια που χαρακτηρίζει τη σημερινή ενασχόληση με τα κοινά. Μια ενθύμηση προς ορισμένους από τους συντρόφους της εποχής εκείνης, τα πρόσωπα των οποίων άθελά τους αλλοιώθηκαν, σχεδόν παραμορφώθηκαν από την αυταρέσκεια της πολιτικής εξουσίας που επάξια κατέλαβαν, εξαργυρώνοντας βιώματα όπως εκείνα.

Π.Κ. (1996)

«Είμαστε δυο, είμαστε δυο,
η ώρα σήμανε οχτώ
κλείσε το φως, χτυπά φρουρός,
το βράδυ θά ‘ρθουνε ξανά
Έμπα μπροστά, έμπα μπροστά
και οι άλλοι πίσω ακολουθούν
μετά σιωπή και ακολουθεί
το ίδιο τροπάρι το γνωστό
Βαράνε δυο, βαράνε τρεις,
βαράνε χίλιοι δεκατρείς
Πονάς εσύ, πονάω εγώ,
μα ποιος πονάει πιο πολύ
θά ‘ρθει καιρός να μας το πει»

(Στίχοι – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη)

Τα κολαστήρια της Χούντας

Η ισχύς του δικτατορικού καθεστώτος μπορεί να στηριζόταν στον στρατό και οι ανακρίσεις των σημαντικότερων υποθέσεων αντίστασης να πέρασαν από ένα σημείο και έπειτα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλ’ η καθημερινή διαχείριση του κατασταλτικού μηχανισμού, η διαρκής τρομοκράτηση των πολιτών, το κυνηγητό, οι κακοποιήσεις, οι συλλήψεις και οι περισσότερες ανακρίσεις και βασανισμοί ήταν κυρίως έργο των σωμάτων ασφαλείας, με αιχμή του δόρατος τη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Ήδη από την πρώτη στιγμή ο ρόλος της ΥΓΑΑ (Υποδιεύθυνσις Γενικής Ασφαλείας Αθηνών) υπήρξε κομβικός στην επιτυχία του πραξικοπήματος, καθώς τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 προχώρησε στη σύλληψη περισσοτέρων των 600 πολιτών (των οποίων το παρελθόν άφηνε περιθώρια να υποθέσει κανείς ότι θα επιχειρούσαν να κινητοποιηθούν), παραλύοντας έτσι κάθε δυνατότητα άμεσης οργανωμένης αντίδρασης στην περιοχή της πρωτεύουσας. Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες εξορίστηκαν στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της νήσου Γυάρου.

Η ταράτσα της Ασφάλειας Αθηνών επί της οδού Μπουμπουλίνας 18

Επακολούθησε ένα διάστημα βαθμιαίας εδραίωσης του καθεστώτος, κατά το οποίο ο ρόλος της ΥΓΑΑ υπήρξε εξ ίσου αποφασιστικός, εξαπολύοντας απηνή διωγμό εναντίον κάθε απόπειρας αντίστασης (ή και απλής αντίδρασης) εναντίον της δικτατορίας. Κατά την περίοδο εκείνη δεν χρειαζόταν καν να συμμετέχει κανείς σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση προκειμένου να μπει στο στόχαστρο. Πολίτες συλλαμβάνονταν από την Ασφάλεια και οδηγούνταν στα έκτακτα στρατοδικεία για λόγους όπως διασπορά «ψευδών και ανησυχητικών» ειδήσεων, «πολιτικολογία ενώπιον θαμώνων καφενείου», κατοχή απαγορευμένων δίσκων του Θεοδωράκη, ακρόαση εκπομπών ξένων ραδιοσταθμών, φιλοξενία ατόμων χωρίς δήλωσή τους στην αστυνομία και, βεβαίως, εξύβριση της «εθνικής κυβερνήσεως», απείθεια σε διαταγή στρατιωτικής αρχής, άρνηση δηλώσεως στοιχείων σε στρατιωτική περίπολο κ.ο.κ.

(περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Ήδη όμως είχε ξεκινήσει και η δράση των πρώτων αντιδικτατορικών οργανώσεων, πολλά από τα μέλη των οποίων συνελήφθησαν από τη Γενική Ασφάλεια, βασανίστηκαν και στη συνέχεια καταδικάστηκαν από τα στρατοδικεία σε μακρόχρονες ποινές φυλάκισης. Η φάλαγγα παρέμενε η συνηθέστερη μέθοδος βασανισμού, ενώ είχαν προστεθεί τα κτυπήματα στο κεφάλι, το ξερίζωμα τριχοφυΐας, το βγάλσιμο νυχιών, η κακοποίηση γεννητικών οργάνων κ.ά. Αρκετά από τα θύματα έπαθαν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους. Το κακόφημο στίγμα της οδού Μπουμπουλίνας διασώζεται περισσότερο στη δημόσια μνήμη εξ αιτίας της ευρείας δημοσιότητας που πήρε από πολύ νωρίς, χάρη στο σθένος ορισμένων κατηγορουμένων που κατήγγειλαν την κακοποίησή τους κατά τη διάρκεια της δίκης τους, χάρη σε άλλους που δημοσίευσαν επώνυμα τις εμπειρίες τους στο εξωτερικό ήδη από την εποχή της δικτατορίας ή και μετά την πτώση της χούντας, αλλά και χάρη στο διάσημο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Το σφαγείο», με την αναφορά του στη διαβόητη ταράτσα, όπου βασανίζονταν οι κρατούμενοι. Τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας είχαν αποτελέσει εξ άλλου αντικείμενο έρευνας διεθνών οργανώσεων, με ανάλογα δημοσιεύματα την ίδια περίοδο, ενώ υπήρξαν και μία από τις βασικές κατηγορίες (αν όχι η βασικότερη) που οδήγησαν το καθεστώς στο εδώλιο του κατηγορουμένου και κατέληξαν στην καταδίκη του από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την αποπομπή της Ελλάδας από τον οργανισμό.Όπως εύστοχα είχε υποστηριχθεί σε σχετικό αφιέρωμα στο περιοδικό Επίκαιρα (τεύχ. 317/Αύγ. 1974), «οι εκπληκτικές αποκαλύψεις των βασανισθέντων επιβεβαιώνουν εκείνο που επανειλημμένα είχε τονιστεί από διεθνείς οργανισμούς: ότι για τη χούντα της Ελλάδος τα βασανιστήρια ήταν μια μέθοδος διακυβερνήσεως».

«Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ’ αίματα!
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!»

(Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτη, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης,
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)

ΕΑΤ – ΕΣΑ

Πολύ περισσότεροι από τους εξορισθέντες ήταν οι βασανισθέντες. Χιλιάδες άνθρωποι που είχαν συλληφθεί ως «ύποπτοι αριστερών φρονημάτων» ή απλά ως αντικαθεστωτικοί, περνούσαν από τις εγκαταστάσεις του διαβόητου ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) για ανάκριση. Βρισιές, ξύλο, ξερίζωμα μαλλιών, σπάσιμο δαχτύλων και πολλά άλλα -μεταξύ των οποίων ακόμα και εικονικές εκτελέσεις– περιελάμβανε το φρικιαστικό «μενού». Πολλά θύματα που είχαν συλληφθεί μιλάνε μέχρι και σήμερα για τις σκοτεινές εκείνες ημέρες που έζησαν στα κελιά της φυλακής. Η εξύβριση, η τρομοκράτηση και ο ξυλοδαρμός ήταν, όπως λένε, απλά η αρχή του βασανισμού τους, διότι στη συνέχεια χρησιμοποιούνταν χειρότερες μέθοδοι ανάκρισης. Η πιο γνωστή ήταν η διαβόητη «φάλαγγα», κατά την οποία οι βασανιστές χτυπούσαν τις πατούσες των φυλακισμένων μέχρι να πρηστούν τόσο πολύ, που να μη χωράνε στα παπούτσια τους. Όπως δηλώνουν, ο πόνος ήταν τρομαχτικός, διαπερνούσε όλο τους το σώμα και δεν τους επέτρεπε να περπατάνε φυσιολογικά. Συνηθέστερα οι βασανιστές τους κουβαλούσαν πίσω στο κελί τους μέσα σε μια κουβέρτα, ενώ για πολλές μέρες ήταν αναγκασμένοι να πηγαίνουν στην τουαλέτα έρποντας.

Σχεδιάγραμμα των εγκαταστάσεων του ΕΑΤ ΕΣΑ την περίοδο της δικτατορίας (Αρχείο Αντ. Λιοναράκη)

Επίσης χρησιμοποιήθηκε το μαρτύριο της σταγόνας, που τότε πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα, και το ηλεκτροσόκ στα πιο ευάλωτα σημεία του σώματος, βασανιστήριο που οι πρώην κρατούμενοι περιγράφουν ως επίπονο και ατελείωτο. Το μεγαλύτερο όμως φόβο αποτελούσε η σεξουαλική κακοποίηση, γυναικών αλλά και ανδρών, η οποία αποτελούσε μια μόνιμη απειλή. Πολλοί από τα βασανιστήρια υπέστησαν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους και στη σωματική τους ακεραιότητα, όπως ο Σπύρος Μουστακλής, υπόδικος για το αποτυχημένο «κίνημα του ναυτικού», ο οποίος έμεινε παραπληγικός. Ή η Αμαλία Φλέμινγκ, που έπαθε μόνιμη ταχυκαρδία. Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί και ξεψύχησαν στα χέρια των βασανιστών τους. Ο βουλευτής Θεσσαλονίκης της ΕΔΑ (Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς), Γιώργος Τσαρουχάς, ήταν ένας από τους πρώτους που είχαν αυτή την κατάληξη, το 1968.

Το κελί του Σπύρου Μουστακλή στο ΕΑΤ-ΕΣΑ
(Αρχείο Αντ. Λιοναράκη)

Κάτω: Ένα σπάνιο και συγκλονιστικό ντοκουμέντο: Ο Αλέκος Παναγούλης καταθέτοντας ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των βασανιστών της Χούντας, μιλά για τα ανείπωτα μαρτύρια, στα οποία υπεβλήθη από τους βασανιστές και δημίους του ΕΑΤ-ΕΣΑ κατά την κράτησή του: Ψυχολογικά, σωματικά αλλά και φρικτά σεξουαλικά βασανιστήρια με σκοπό να κάμψουν το ηθικό του και να του αποσπάσουν πληροφορίες και ομολογία για την αντιδικτατορική δράση του.

Ο παιδίατρος Στέφανος Παντελάκης (1929-2017) που βρέθηκε στα χέρια των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ θυμάται: «Την ημέρα της σύλληψης ήμουν στη δουλειά, στο νοσοκομείο Παίδων. Ήρθαν και με ζητήσανε στα εργαστήρια. Τους λέω πρέπει να ενημερώσω τον διευθυντή μου, αφήνω το τμήμα μου, αφήνω άρρωστα παιδιά και πρέπει να ξέρει. Με άφησαν λοιπόν και πήγα στον διευθυντή μου τον Δοξιάδη και του είπα: Με συλλαμβάνουν, ειδοποίησε τη Ντόρα. Με πήραν και με πήγαν στην Ασφάλεια στον Περισσό. Ακολούθησαν βασανιστήρια». Ήταν πρωί Σαββάτου, 22 Απριλίου 1972. Ο 43χρονος τότε παιδίατρος Στέφανος Παντελάκης είχε μόλις ολοκληρώσει ένα μάθημα σε φοιτητές, όταν του ζήτησαν να μεταβεί στην Ασφάλεια για ένα «επείγον θέμα».

Η πρώτη επείγουσα σκέψη που έκανε ήταν να ειδοποιηθεί η σύζυγός του, Ντόρα, μητέρα των τριών παιδιών τους, του 18χρονου τότε Νίκου, της 16χρονης Αριέττας και του 10χρονου Αλέξανδρου. Σε λίγη ώρα, ούτε η σκέψη της οικογενειακής θαλπωρής στο σπίτι τους στη Φιλοθέη δεν θα μπορούσε να τον ανακουφίσει από τον πόνο των βασανιστηρίων. Αυτό του είπε ο ταγματάρχης Κλωνάρης, όταν τον υποδέχτηκε στην Ασφάλεια Προαστείων μαζί με τον μοίραρχο Κωνσταντόπουλο και τον αντισυνταγματάρχη Φαβατά. «Και μην νομίζεις ότι μας πειράζει ότι θα βγεις στη δίκη και θα πεις ότι σε βασανίσαμε. Καρφί δεν μας καίγεται ούτε για τα συμβούλια της Ευρώπης, ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Στέφανος Παντελάκης

Πίσω από τις κλειστές πόρτες της Ασφάλειας και της ΕΣΑ, οι αξιωματικοί της Χούντας έλεγαν απερίφραστα όσα αρνούντο δημοσίως, φερόμενοι ως εκφραστές ενός φιλάνθρωπου κράτους που δεν βασανίζει, σεβόμενο τις διεθνείς συμβάσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κεκλεισμένων των θυρών, οι χειρότερες απειλές τους γινόντουσαν πράξη. Εν προκειμένω, έγιναν πράξη στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στον Περισσό, μέσα σε μια αίθουσα διαλέξεων, διαμορφωμένη σε σωστό κολαστήριο. «Στο βάθος της αίθουσας υπήρχε ένας ξύλινος μπάγκος» περιγράφει ο Παντελάκης. «Με είχαν παραδώσει στους βασανιστές».

Κατά την ανάκριση, ο Στέφανος Παντελάκης παραδέχθηκε τη συμμετοχή του σε αντιδικτατορική οργάνωση, αλλά βασανίστηκε αρνούμενος να αναφέρει ονόματα συνεργών. Ούτε στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό να σπάσει. Υπήρξε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Γενεύης, διακεκριμένος ιατρός, ένας «παιδίατρος της υψηλής κοινωνίας» -όπως τον αποκαλούσαν- που εμφανιζόταν τότε στην ΥΕΝΕΔ για ιατρικά θέματα, αλλά και κάτοχος μετέπειτα μιας σειράς διευθυντικών θέσεων σε νοσοκομεία και φορείς Υγείας και Πρόνοιας. Μόλις πρόσφατα μίλησε για πρώτη φορά για όσα συνέβησαν τότε. Όταν ρωτήθηκε: «Γιατί δεν μιλήσατε όλα αυτά τα χρόνια;», απάντησε: «Να πω τι;» διερωτήθηκε. «Μίλησε στη δίκη και είπε αυτά που έπρεπε. Tα βασανιστήρια καταγράφηκαν. Από εκεί και πέρα δεν υπήρχε κάτι να εξαγοράσει ούτε να εξαργυρώσει», πρόσθεσε η κόρη του Αριέττα.

Φωτογραφία του Αντ. Λιοναράκη (1976) από τα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ (lefterianews.wordpress.com)

Ο Στέφανος Παντελάκης αναφέρεται σε ένα ασημόχαρτο από αυτά που βρίσκει κανείς μέσα στα πακέτα των τσιγάρων, πάνω στο οποίο κατέγραψε τα βασανιστήρια που υπέστη, όταν πλέον είχε μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού. Ένα ντοκουμέντο πάνω στο οποίο βασίστηκε η κατάθεσή του στο Στρατοδικείο, ένα ντοκουμέντο ιστορικής μνήμης. Τα όσα καταθέτει συγκλονίζουν: «Ενώ με έβριζαν με τις χυδαιότερες εκφράσεις και με κορόιδευαν μου έβγαλαν το σακάκι, με ξάπλωσαν ανάσκελα στο μπάγκο, μου κατέβασαν παντελόνι και σώβρακο, με έδεσαν σφιχτά πόδια χέρια σώμα με ένα σφικτό σχοινί και μου έβαλαν μια πετσέτα στο στόμα για να μην βλέπω. Τώρα όλοι γελούσαν, έλεγαν πως είμαι πούστης ξεφτιλισμένος και ξεκολιάρης. (…) Μου είπανε ότι είχα άλλα 5 λεπτά για να μιλήσω πριν αρχίσει η περιποίηση. Και επειδή δεν μιλούσα άρχισα ξαφνικά να αισθάνομαι ένα αιχμηρό αντικείμενο να γδέρνει το κάτω μέρος της κοιλιάς. Και σε λίγο με ένα παράγγελμα που έδωσε κάποιος μπήκε το μηχάνημα μπρος και άρχισαν να αισθάνομαι κάτι τρομακτικούς πόνους. Νόμιζα ότι μου ξέσχισαν το κρέας, τιναζόμουν ολόκληρος. Αυτό όλο και γινόταν πιο δυνατό, το πήγαιναν σε όλο το υπογάστριο και τα γεννητικά όργανα. Ούρλιαζα από τους πόνους. Νόμιζα ότι μου έκοβαν τα γεννητικά μου όργανα. Επειδή φώναζα μου δίνανε κτύπους στο κεφάλι και προσπαθούσαν να μου κρατήσουν το στόμα μου κλειστό, εγώ όμως εσπαρταρούσα με τέτοια δύναμη που το αριστερό μου χέρι λύθηκε από το σχοινί και προσπαθούσα να αμυνθώ. Τότε το έπιασαν και με μοχλό την πλάτη του πάγκου το πίεζαν λυσσασμένοι, νόμιζα ότι θα το σπάσουν, παρ’ όλα αυτά το χειρότερο ήταν κάθε φορά που το αιχμηρό αντικείμενο περιφερόταν στην κοιλιά μου».

Επί δύο εβδομάδες η Ντόρα Παντελάκη δεν γνώριζε με βεβαιότητα πού ακριβώς βρισκόταν ο άνδρας της. «Εκεί είχα τη μεγαλύτερη αγωνία. Ήθελα να ξέρω γιατί είχαμε και τα προηγούμενα με τον Μανδηλαρά». Προκειμένου λοιπόν να μάθει, η κυρία Παντελάκη, εγγονή του τέως πρωθυπουργού Αλέξανδρου Διομήδη, αξιοποίησε όλες της τις γνωριμίες, ακόμα και από την άλλη πλευρά. «Πήγα και βρήκα έναν φίλο, ο οποίος όμως ήταν από την αντίθετη πλευρά, ήταν χουντικός, και μου αποκάλυψε ότι ο Στέφανος βρισκόταν στην Ασφάλεια Προαστείων. Όταν όμως πήγα να δω τον άνδρα μου, ορκίστηκαν στα παιδιά τους ότι δεν ήταν εκεί. Τους λέω “ξέρω ότι είναι εδώ από άνθρωπο δικό σας”. Μετά το μάθαμε πια επισήμως από την ανακοίνωση της Αστυνομίας».

Η ανακοίνωση της Αστυνομίας δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες στις 4 Μαΐου 1972: «19 βόμβας είχον τοποθετήσει 3 συλληφθέντα μέλη οργανώσεως» διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ακρόπολις» που εστιάζει στον αριθμό των εκρηκτικών μηχανισμών, ενώ το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τα Νέα» εστιάζει στις ιδιότητες των συλληφθέντων: «Συνελήφθησαν για τοποθέτηση βομβών, γιατρός, αντισμήναρχος και αρχιτέκτων (…) Ούτοι εμφανίζοντο ως οργάνωσις υπό την επωνυμίαν “ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ – ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ – ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ” (ΑΑΑ) και δια τηλεφωνημάτων προς τους εν Αθήναις ανταποκριτές των πρακτορείων του ξένου Τύπου, αναλάμβαναν υπέρ της οργανώσεώς των την ευθύνην των σημειούμενων εκρήξεων».

Από αριστερά, η Ντόρα και ο Στέφανος Παντελάκης με τα παιδιά τους
Αλέξανδρο, Αριέττα και Νίκο (news247.gr)

Οι αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, τοποθετήθηκαν μέσα σε διάστημα 14 μηνών, από τον Φεβρουάριο του 1971, συνήθως σε «σταθμεύοντα αμερικάνικα αυτοκίνητα», «εις τα γραφεία της Αρχιεπισκοπής», «πλησίον της Γαλλικής Πρεσβείας κατά την επίσκεψιν του Γάλλου υφυπουργού των εξωτερικών» και αλλού. Ο Παντελάκης είχε συλληφθεί μαζί με τον ξάδερφό του Αλέκο Ζάννο και τον ιδρυτή της οργάνωσης, αντισμήναρχο εν αποστρατεία, Τάσο Μήνη. Ευθύνη για την κατασκευή των βομβών ανέλαβε ο Μήνης, ενώ η τοποθέτησή τους γινόταν από κοινού με τον Παντελάκη. Ο Ζάννος ήταν αυτός που γνώρισε τους άλλους δύο γύρω στα τέλη του 1970. Δεν είχε όμως καμία συμμετοχή στη δραστηριότητα με τις βόμβες και αφέθηκε ελεύθερος ελλείψει στοιχείων.

«Δεν ήταν φίλοι από πριν, τους ένωσε η επιθυμία να κάνουν κάτι εναντίον της Χούντας. Ήθελαν να γίνει ντόρος, να εμπεδωθεί στο εξωτερικό ότι κάποιοι αντιδρούν και αντιστέκονται με αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό χτυπούσαν διεθνείς στόχους. Ήταν μια ευαισθητοποίηση προς τα έξω, ότι “προσέξτε εδώ κάτι γίνεται”. Και βέβαια οι εκρηκτικοί μηχανισμοί ήταν μικρής ισχύος, προσεκτικά τοποθετημένοι ούτως ώστε να μην είναι δυνατόν να προκαλέσουν θύματα», εξηγούν τα παιδιά του Στέφανου Παντελάκη.

«Ο Στέφανος είναι ένας υπέροχος ευφυέστατος άνθρωπος και κορυφαίος παιδίατρος», μας λέει από πλευράς της η Σοφία Μήνη, χήρα του Τάσου Μήνη για τον φίλο και συνεργάτη του άνδρα της. «Πώς αυτός ο άνθρωπος, με αυτήν την καριέρα, με αυτόν τον κύκλο σε Ελλάδα και εξωτερικό, δέχθηκε να μπλεχτεί σε μια τέτοια υπόθεση;», διερωτάται ο γιος της Πάνος. «Είναι δυνατόν να τα ρισκάρει όλα και να βάζει βόμβες; Πώς τον έπεισε ο πατέρας μου;». «Ο Τάσος δεν ρίσκαρε να ανοίξει τα χαρτιά του σε όποιον κι όποιον», προσθέτει η κυρία Μήνη. «Ήταν στρατιωτικός από 18 χρονών, ήξερε από συνωμοσία πέρα για πέρα. Κατάλαβε ότι ο Στέφανος είναι άνθρωπος έτοιμος. Και έγιναν αχώριστοι».

Ο Τ. Μήνης με τον Στ. Παντελάκη

Ο Τάσος Μήνης και ο Στέφανος Παντελάκης παραπέμφθηκαν τον Φεβρουάριο του 1973 στο έκτακτο στρατοδικείο. Στις φωτογραφίες από τη δίκη που κατέκλυσαν τις εφημερίδες της εποχής, αίσθηση προκαλεί το χαμόγελο στα πρόσωπά τους και η αγέρωχη στάση τους. «Είχαν έρθει συγγενείς και φίλοι, ο πατέρας μου με τον Στέφανο ήταν χαλαροί, χαμογελαστοί», θυμάται ο Πάνος Μήνης. «Μάλιστα, μου λέει ο πατέρας μου, “αν με αθωώσουν θα χαρείς;”. Και του λέω “όχι πατέρα, προς Θεού”. Και ενθουσιάστηκε! Μα θυμάμαι τον Μαγκάκη που τον είδε να έρχεται και λέει: “Βρε κοίταξέ τον, κατεβαίνει με τα χέρια δεμένα και είναι σαν λιοντάρι ο άνθρωπος και χαμογελάει κιόλας!”, προσθέτει η Σοφία Μήνη. «Το θέμα τους ήταν να γίνει γνωστό το ζήτημα των βασανιστηρίων για ν’ αντιδράσει το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Διεθνής Αμνηστία κ.λπ. Με αυτή τη λογική αντιμετώπισαν τη δίκη», επισημαίνει από πλευράς του ο γιος του Στέφανου Παντελάκη, Νίκος. «Δηλαδή, οι μάρτυρες υπεράσπισης και των δύο ήταν γνωστές προσωπικότητες της πολιτικής, ήρθαν και ξένοι, καθηγητές από Αγγλία και Αμερική ως μάρτυρες υπεράσπισης του μπαμπά, που τον γνωρίζανε ως άνθρωπο και επιστήμονα».

Διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Απογευματινή» από την 20ή Φεβρουαρίου 1973: «Μάρτυρες υπερασπίσεως κατέθεσαν τέως Πρωθυπουργοί, υπουργοί, στρατηγοί, πτέραρχοι, και ειδικά κληθέντες ξένοι καθηγηταί Πανεπιστημίων, οι οποίοι υποστήριξαν: “Η δίκη είναι καθαρά πολιτική. Οι δύο κατηγορούμενοι εξέχοντα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας -δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά να εκφράσουν με αυτόν τον τρόπο την πικρία τους για τη συνεχιζόμενη παράταση της εκτροπής”. Χαρακτήρισαν τον αντισμήναρχο κ. Μήνη σαν ήρωα πολέμου και τον κ. Παντελάκη σαν επιστήμονα με διεθνή προβολή και είπαν: “Δεν είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να έγιναν ξαφνικά εγκληματίες του Κοινού Ποινικού Δικαίου”.

Ο Αμερικανός καθηγητής κ. Μπλάτμαν Σαούλ, μάλιστα προέβη στην εξής δήλωσι στο δικαστήριο: “Το Πανεπιστήμιο του Ντάρθρμουθ με εξουσιοδότησε να προσφέρω μια θέσι στον κατηγορούμενο Παντελάκη”. “Μας είχαν πει ότι πρέπει να καταγραφεί ότι ο Στέφανος καταγγέλλει βασανιστήρια” επισημαίνει η σύζυγος του κυρίου Παντελάκη, Ντόρα, ενώ η κόρη τους Αριέττα, η οποία ήταν επίσης παρούσα στη δίκη, περιγράφει πώς διεκπεραίωσε την ειδική αποστολή που της είχε ανατεθεί: “Για να δημοσιοποιηθεί το ζήτημα στο εξωτερικό, έπρεπε να υπάρχει η μαρτυρία του μπαμπά και του Μήνη. Δεν ξέραμε όμως αν θα τους αφήσουν να μιλήσουνε στο Στρατοδικείο για τα βασανιστήρια, προκειμένου να κινητοποιηθούν άμεσα οι έξω για να τα δημοσιοποιήσουν. Οπότε μπήκαμε μέσα με τη μαμά, κι εγώ σε αυτή την ηλικία που ήμουν, είχα το καθήκον μόλις ακούγαμε για τα βασανιστήρια να κάνω ότι λιποθυμάω και θέλω να πάρω αέρα, να βγω από την αίθουσα, να πάω να ειδοποιήσω τους έξω (κινητά δεν είχαμε τότε βλέπετε) και να ξαναμπω μέσα να παρακολουθήσω. Έτσι και έγινε”.

Στην απολογία του ο Στέφανος Παντελάκης αναφέρει: «Είναι ψευδές ότι με εμύησε ο κ. Μήνης και ότι δεν εγνώριζα πού έβρισκε τις κροτίδες. Καθ’ υπαγόρευση εγραφησαν αυτά στην απολογία μου. Εστράφην εναντίον ενός τυραννικού καθεστώτος που φιμώνει το λαό και εκπαιδεύει βασανιστές». «Δεν τα θέλω αυτά», τον διακόπτει ο Πρόεδρος. «Πώς δεν τα θέλετε;», συνεχίζει ο Παντελάκης. «Δεν θα προέβαινα πότε σε τέτοιες πράξεις κάτω από ένα ελεύθερο καθεστώς. Είπε ο Κ. Γιαννικόπουλος ότι είμαι αναρχικός. Είναι ψέμα. Ιδεώδη έχω. Πιστεύω στην ελεύθερη έκφραση σκέψεως και την εκλογή των ηγετών από το λαό». Και προσθέτει: «Ακούσατε ότι το 1967 μου εδόθη η δυνατότης να σταδιοδρομήσω στο εξωτερικό. Μετά από ώριμη σκέψη και ανάμεσα στους τρεις δρόμους, της φυγής από τον τόπο αυτό, της παραμονής στον τόπο αυτό με το κεφάλι σκυφτό και της παραμονής στον τόπο αυτό με το κεφάλι ψηλά, προτίμησα την τελευταία λύση».

Συγκλονιστική ήταν και η απολογία του Τάσου Μήνη, παρά τις προσπάθειες του προεδρείου να μην τον αφήσει να μιλήσει: «Ως αξιωματικός ορκίστηκα να τηρώ το Σύνταγμα. Και το τελευταίο άρθρο του Συντάγματος λέει ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Θεώρησα σωστό να τηρήσω τον όρκο μου. Ευτυχώς για τους κρατούντας, ήμουν σε πολεμική διαθεσιμότητα στις 21 Απριλίου 1967. Αν ήμουν διοικητής βάσεως, θα χτυπούσα. Θα σήκωνα όσα αεροπλάνα είχα. Και να είσθε βέβαιοι ότι αυτή η δίκη δεν θα είχε γίνει». Σε άλλο σημείο ο Μήνης ξεκαθαρίζει ότι δεν επιθυμεί μειωμένη ποινή ή επιείκεια ούτε επικαλείται τον πρότερο έντιμο βίο του: «Θεωρώ το διάστημα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο το καλύτερο της ζωής μου». Όταν ο Μήνης αρχίζει να μιλά για τα βασανιστήρια, διακόπτεται επανειλημμένα από το προεδρείο. «Ύψωσες το κορμί αγέρωχα στους στρατοδίκες και έγινες η φωνή ενός λαού που δεν τολμούσε να φωνάξει», γράφει η Δάφνη Μαχαίρα, στο ποίημα «Η Δίκη». Μετά την απολογία του στο Στρατοδικείο, ο Τάσος Μήνης έλαβε δεκάδες ποιήματα και γράμματα θαυμασμού και υποστήριξης.

«Δεν τα θέλωμε αυτά», φωνάζει ο πρόεδρος. «Διαπίστωσα ότι ο Ελληνικός Στρατός βασανίζει», επιμένει ο Μήνης.
ΠΡ.: Δεν τα θέλωμε σας είπα.
ΜΗΝΗΣ: Να βασανίζομαι από αξιωματικούς και…
ΠΡ.: Σταματήστε. Δεν τα θέλουμε.
ΜΗΝΗΣ: Έμεινα 111 μέρες στην ΕΣΑ. Με είχαν 11 ημέρες όρθιο. Με κτυπούσαν από τα πόδια έως το κεφάλι…
ΠΡ.: Κύριε Μήνη, δεν τα θέλουμε. Σταματήστε. […] Δεν επέτρεψα ποτέ εις καμμίαν περίπτωσιν να μιλήσουν δια βασανιστήρια. Δεν θα κάνω διάκρισιν τώρα. Κάνατε μίαν δημοσίευσιν…
ΜΗΝΗΣ: Επολέμησα κ. πρόεδρε, τραυματίσθηκα, αλλά αυτά που πέρασα στην ΕΣΑ θα τα θυμάμαι εγώ και τα παιδιά μου για όλη μας τη ζωή. Συνήθισα όρθιος…
ΠΡ.: Σταματήστε.
ΜΗΝΗΣ: Σχεδόν φύτρωσα. Με κτυπούσαν παιδιά 20 χρονών. Για όνομα του Θεού. Πού θα τα πω αυτά;».

Την επομένη ημέρα, στις 21 Φεβρουαρίου 1973, το Έκτακτο Στρατοδικείο επέβαλε ποινές κάθειρξης, 9 χρόνια και 10 μήνες στον Τάσο Μήνη και 7 χρόνια και 8 μήνες στον Στέφανο Παντελάκη. Οι δυο τους θα αφεθούν τελικά ελεύθεροι με την αμνηστία και θα περάσουν στην παρανομία από τη στιγμή που έκαναν την εμφάνισή τους τα τανκς του Ιωαννίδη και μέχρι τη Μεταπολίτευση.

«Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
Όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους
Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα»

(Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος, Μουσική –
Ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης)

Στο βιβλίο του «Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας», ο Γιάννης Σεργόπουλος καταθέτει το δικό του συγκλονιστικό βίωμα από την κράτησή του και το βασανισμό του στο χουντικό κολαστήριο. Γεννημένος το 1950 στην Αθήνα, ο Γιάννης Σεργόπουλος συμμετείχε στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Συνελήφθη και κρατήθηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας: «Κάθε χρόνο στις 23 Ιουλίου πραγματοποιείται μια σεμνή τελετή στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, άλλοτε τόπο βασανιστηρίων και σήμερα Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης. Στο προαύλιο βρίσκεται η προτομή του Σπύρου Μουστακλή. Πολιτικά κόμματα και φορείς καταθέτουν στεφάνια. Ακολουθεί μια βουβή περιήγηση στον χώρο των κελιών και η εκδήλωση ολοκληρώνεται με μια σύντομη ομιλία. Έπειτα από τόσες δεκαετίες, ξανάρχεται στο μυαλό το ίδιο ερώτημα: Αξιζε τον κόπο;».

«Το ΚΕΣΑ ήταν ένα θέατρο του παραλόγου βασισμένο στην αισθητική της βίας. Παραγωγός ο διοικητής του, ο ταξίαρχος Δημήτρης Ιωαννίδης, και βασικός σκηνοθέτης ο στρατονόμος Νίκος Καίνιχ (Έλληνας με καταγωγή από τους Βαυαρούς του Όθωνα). Οπωσδήποτε σαλεμένος (…). Την επόμενη μέρα οι πόρτες του λυσσιατρείου άνοιξαν από τις δέκα η ώρα το πρωί περίπου, και ο Καίνιχ ξεχύθηκε με την κουστωδία του στα κελιά μας. Το κλείστρο της πόρτας μου τούτη τη φορά ήταν ελαττωματικής κατασκευής και όταν έκλεινε δεν εφάρμοζε καλά, αφήνοντας μια χαραμάδα που μου επέτρεπε να παρακολουθώ τι συμβαίνει στον διάδρομο. Άνοιξαν το πρώτο κελί αριστερά, αυτό που ήταν δίπλα στην τουαλέτα, και πλάκωσαν τον δόλιο κρατούμενο στο ξύλο. Βάραγαν όλοι μαζί, έδιναν σκαμπίλια, μπουνιές και μαστίγωναν με τους ζωστήρες· όσο ο κρατούμενος κραύγαζε από τον πόνο ή έλεγε ικετευτικά «φτάνει, φτάνει πια», τόσο αυτοί συνέχιζαν. Έδερναν ενώ ταυτόχρονα έβριζαν χυδαία, και ο συνδυασμός αυτός τους έφτιαχνε. Το θύμα πρέπει να ήταν ένας αξιόλογος συμφοιτητής μου, που δεν ζει πια, ο Νικήτας Λιοναράκης.

Αυτό βαστούσε πάνω από δεκαπέντε λεπτά. Στη συνέχεια έβγαιναν από το κελί, έπαιρναν μια ανάσα και συνέχιζαν στον επόμενο. Για μένα η διαδικασία αυτή στάθηκε το μεγαλύτερο μαρτύριο. Η αναμονή του βασανισμού και οι φωνές απελπισίας και πόνου των άλλων με έκαναν ράκος. Άλλος φώναζε «μάνα μου, αχ μάνα μου», άλλος φώναζε «πονάω, έλεος», αλλά αυτά τα κτήνη δεν καταλάβαιναν τίποτα. Έλεγα χίλιες φορές καλύτερα να ήμουν στο πρώτο κελί, τώρα θα είχα ξεμπερδέψει, το να περιμένω να έρθει η σειρά μου ακούγοντας τους βασανισμούς τρίτων αυτό με ξεπερνούσε. Υπέφερα ψυχικά πάρα πολύ, δεν το άντεχα.

Εκείνη την ημέρα σταμάτησαν στους πέντε απέναντι. Σωστά μάντεψα ότι την επομένη θα ήταν η τιμητική μας. Ήρθαν την ίδια ώρα, άρχισαν με την ίδια σειρά και εγώ, δυστυχώς, ήμουν ο τελευταίος. Είχα την ελπίδα ότι θα είχαν κουραστεί, αλλά δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Σκαρφίστηκα και τους είπα: «Παιδιά, το κεφάλι μου δεν είναι καλά. Αύριο θα έρθει ο Κόφφας να με πάρει για αξονική». Προσποιήθηκαν ότι δεν έδωσαν σημασία και άρχισαν να με χτυπάνε με ζωνιές. Ο Καίνιχ μου έδωσε κάποιες μπουνιές στο στήθος. Έπεσα κάτω και δεν σηκωνόμουνα. Αυτό τους ξεβόλευε και μου ρίχνανε κλωτσιές με τις αρβύλες στον κώλο. Πάντως, το κεφάλι το είχα γλιτώσει. Για όσο έμεινα κρατούμενος στην ΕΣΑ και μέχρι την απόλυσή μου ποτέ δεν έβγαλα τα ρούχα μου. Με το παντελόνι και το πουκάμισο κοιμόμουνα, με αυτά ξυπνούσα, γιατί δεν ήθελα να με αιφνιδιάσουν και να με βρουν με το σλιπ και να νιώθω σε μειονεκτική θέση. Και πράγματι, η σκέψη μου αυτή ήταν σωστή, γιατί ο Καίνιχ έμπαινε μεσάνυχτα στα κελιά με ένα φακό και ένα μαστίγιο ιππασίας και μας έριχνε μερικές, αλλά περισσότερες έριχνε σ’ αυτούς που τους έβλεπε με τα σώβρακα. Στο ΚΕΣΑ τα φώτα των κελιών έκλειναν το βράδυ».

Ακόμα ένας δικηγόρος Αθηνών, ο Διονύσης Μπουλούκος, συμμετείχε ενεργά στο φοιτητικό κίνημα, στους κόλπους της νεολαίας της Αριστεράς. Υπήρξε συνήγορος υπεράσπισης πολλών αγωνιστών καθώς και κατηγορουμένων για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Κρατήηκε και βασανίστηκε βάναυσα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η μαρτυρία του στο περιοδικό Επίκαιρα, (τεύχ. 317/Αύγ. 1974) επίσης συγκλονίζει. Μεταξύ άλλων καταγγέλει ότι υπέστη ανελέητους ξυλοδαρμούς εξ αιτίας των οποίων πρήστηκε ολόκληρο το σώμα του, ενώ υπεβλήθη και στο μαρτύριο της ορθοστασίας αλλά και σε αδιάκοπους ψυχολογικούς εκβιασμούς και απειλές με σκοπό την κάμψη του ηθικού του:

Από τους πρωτεργάτες του φοιτητικού κινήματος, ο Γιώργος Βερνίκος, ανέπτυξε σημαντική αντικτατορική δράση από νεαρή ηλικία. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε, ενώ για τους αγώνες του έχει τιμηθεί από τη Βουλή των Ελλήνων. Κατά τη σύλληψή του, στις 7 Μαΐου 1973, ήταν φοιτητής της Νομικής και εκλεγμένο μέλος της Επιτροπής Νομικής. Επίσης υπήρξε Γενικός Γραμματέας της Ελληνοευρωπαϊκής Κινήσεως Νέων (ΕΚΙΝ). Στη μαρτυρία του, που σοκάρει, δίνει τη δική του συγκλονιστική εκδοχή για όσα έζησε στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μεταξύ άλλων, καταγγέλλει ανηλεείς ξυλοδαρμούς που υπέστη, απειλές και ψυχολογική βία από τον διοικητή Χατζηζήση, φάλαγγα, σπάσιμο των οστών του, στέρηση του πόσιμου νερού επί εικοσιτετράωρα και κράτηση κάτω από άθλιες συνθήκες. Ομοίως καταγγέλλει ότι μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στην οποία συμμετείχε, κρυβόταν για να αποφύγει τη σύλληψη. Τότε οι ΕΣΑτζήδες, επειδή δεν βρήκαν τον ίδιο συνέλαβαν και βασάνισαν, αντ’ αυτού(!), τον αδερφό του και την και αρραβωνιαστικιά του (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974):

Η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών της Λεωφόρου Μεσογείων 14-18

Η Γενική Ασφάλεια, που υπήρξε η αιχμή του δόρατος στον κατασταλτικό μηχανισμό του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, έδρευε αρχικά στην οδό Μπουμπουλίνας 18 και από το 1971 μεταστεγάστηκε στη λεωφόρο Μεσογείων 14-18. Το πρώτο κτήριο δεν υπάρχει πια, αλλά το κακόφημο στίγμα του διασώζεται σε μεγάλο βαθμό στη δημόσια μνήμη, εξ αιτίας της ευρείας δημοσιότητας που πήρε από πολύ νωρίς, χάρις στις καταγγελίες των κρατουμένων, όπως αποτυπώθηκαν και στα συγκλονιστικά βιβλία  του Περικλή Κοροβέση και της Κίττυς Αρσένη», λέει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), ο οποίος υπογράφει το βιβλίο «Μεσογείων 14-18, η υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών στα χρόνια της Δικτατορίας (1971-1974)» και προσθέτει: «Αντίθετα, η ανάμνηση της Μεσογείων έχει ξεθωριάσει σχεδόν τελείως, παρά το γεγονός ότι εκεί ανακρίθηκαν και κακοποιήθηκαν βάναυσα περισσότεροι από τρεις χιλιάδες αντίπαλοι του καθεστώτος, στη πλειοψηφία τους νεαροί φοιτητές και φοιτήτριες, καθώς η περίοδος εκείνη συμπίπτει με τη ραγδαία ανάπτυξη του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος στα πανεπιστήμια. Η σύμπτωση ότι αυτό το κτήριο, όχι μόνο υπάρχει ακόμη, αλλ’ επιπλέον στεγάζει τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, ενώ στο υπόγειο γκαράζ διασώζονται δύο κελιά από την εποχή εκείνη, στάθηκε η αφορμή να αναρτηθεί μια πλακέτα ιστορικής μνήμης το 2017, με πρωτοβουλία της Γενικής Γραμματέως Πατρίτσιας Κυπριανίδου. Η ίδια μας ανέθεσε και τη διεξαγωγή μιας έρευνας γύρω από την ιστορία του κτήρίου, που κατέληξε στην έκδοση του βιβλίου».

Το κτήριο της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών επί της Λεωφ. Μεσογείων αριθ. 14-18 (amna.gr)

Η μεταστέγαση της Ασφάλειας από τη Μπουμπουλίνας ήταν ζητούμενο ήδη από την επαύριο του πραξικοπήματος. Έτσι, όπως γράφει στην ενδελεχή έρευνά του ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «το καλοκαίρι του 1970 εκμισθώθηκαν στο ελληνικό δημόσιο δύο πολυκατοικίες που βρίσκονται στη λεωφόρο Μεσογείων 14-18, “προς στέγασιν της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών”, έναντι συνολικού μηνιαίου μισθώματος μισού εκατομμυρίου δραχμών! Την εποχή εκείνη ένα τριάρι διαμέρισμα στην Πατησίων νοικιαζόταν 2.200 δραχμές και ένα κατάστημα 90 τ.μ. στη Φωκίωνος Νέγρη 4.000 δραχμές… Ακριβούτσικο το ενοίκιο, αλλά η υπηρεσία είχε ανάγκες και το καθεστώς τις κατανοούσε… προφανώς! Η μετακόμιση έγινε στις 15 Ιουλίου 1971. Και ο “υπουργός” Δημόσιας Τάξης, στρατηγός Τζεβελέκος εγκαινιάζοντας “τον Αστυνομικόν τούτον οίκον… σύμβολον της ισχύος του κράτους και εγγύησις της ασφαλείας του”, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι στον νέο χώρο θα αναπτυχθεί “έτι περαιτέρω η έξοχος ήδη και λίαν επιτυχής” δραστηριότητα των οργάνων της τάξεως».

Εκτιμάται ότι από το 1971 μέχρι τη μεταπολίτευση στο κτήριο της Ασφάλειας Αθηνών, επί της Λεωφόρου Μεσογείων αριθ. 14-18, ανακρίθηκαν και κακοποιήθηκαν βάναυσα περισσότεροι από 3.000 αντίπαλοι του καθεστώτος, μεταξύ των οποίων στελέχη πολιτικών κομμάτων και αντιδικτατορικών οργανώσεων αλλά και απλοί πολίτες. Στην πλειονότητά τους ωστόσο οι προσαγόμενοι στο κτήριο της οδού Μεσογείων ήταν νεαροί φοιτητές και φοιτήτριες, καθώς η περίοδος εκείνη συμπίπτει με τη ραγδαία ανάπτυξη του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος στα πανεπιστήμια. Στο κτήριο της Μεσογείων 14-18 κατέληγε συνήθως κάποιος με δύο διαφορετικούς τρόπους: είτε συλλαμβανόταν απ’ ευθείας, στο πλαίσιο οργανωμένου κτυπήματος της Ασφάλειας σε αντιστασιακές οργανώσεις ή κατά τη διάρκεια αντιδικτατορικών εκδηλώσεων, διαδηλώσεων, καταλήψεων κ.λπ. είτε εξαναγκαζόταν να προσέλθει ο ίδιος, προκειμένου να παραλάβει το δελτίο ταυτότητάς του που του είχε αφαιρεθεί στο πλαίσιο αστυνομικών ελέγχων ή διότι είχε λάβει το περίφημο έγγραφο που τον καλούσε να παρουσιαστεί στην Ασφάλεια «δι’ υπόθεσίν του». Σε όλες τις περιπτώσεις διεξαγόταν μια κατ’ αρχήν ανάκριση, που άλλοτε κατέληγε στην απόλυσή του σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τις κατάλληλες «νουθεσίες» και άλλοτε στη συνέχιση της κράτησής του για περαιτέρω «δραστικότερες» μεθόδους ανάκρισης, που ενδεχομένως κατέληγαν στην παραπομπή του σε δίκη.

Οι ανακρίσεις αυτές συνοδεύονταν κατά κανόνα από βιαιοπραγίες, το εύρος των οποίων περιγράφεται με μια γραφειοκρατική αλλά σαφή γλώσσα στο πόρισμα της δικαστικής έρευνας που διεξήχθη μετά τη μεταπολίτευση. Ξεκινούσαν από «ισχυρά γρονθοκοπήματα εις την κεφαλήν, το πρόσωπον και το στήθος», «λακτίσματα εις τους πόδας και τα γεννητικά όργανα», «κτυπήματα διά ξυλίνου ροπάλου ή γκλομπ ή καλωδίου ή μαστιγίου εις το σώμα», «εκρίζωσιν των τριχών της κεφαλής και του υπογενείου» και στη συνέχεια «πάτημα διά των τακουνίων ή κτύπημα διά σφυρίου επί των ονύχων των ποδών», «ισχυρά πίεσις των βολβών των οφθαλμών» κ.λπ. Οι κακοποιήσεις αυτές λάμβαναν χώρα καταρχήν στα γραφεία των «ανακριτών» στον 4ο όροφο και συνεχίζονταν κατά περίπτωση εντός των κελιών του 5ου ορόφου, στους διαδρόμους έξω από τα κελιά, ακόμη και στις τουαλέτες. Συχνά, ωστόσο, ακολουθούσε μεταφορά του κρατουμένου στο υπόγειο γκαράζ, «πρόσδεσις επί του αυτόθι υπάρχοντος πάγκου εν υπτία θέσει και κτυπήματα επί των πελμάτων διά καδρονίου ή σιδηράς ράβδου, μέχρι απωλείας των αισθήσεων (βασανιστήριον της φάλαγγας)», «πρόσδεσις σχοινίου εις τα γεννητικά όργανα και έλξις αυτών», «έμπηξις ροπάλου εις τον πρωκτόν», «πυρ εις τας τρίχας των γεννητικών οργάνων δι’ ανημμένου τεμαχίου χάρτου» κ.λπ. Σε περιπτώσεις νεαρών φοιτητριών καταγράφονται επιπλέον κακοποιήσεις σεξουαλικής υφής, όπως «εκρίζωσις των τριχών του εφηβαίου», «περίσφιξις των γεννητικών οργάνων» και «έντονος έλξις των μαστών», συνοδευόμενες από απειλές ομαδικού βιασμού, ενώ μαρτυρούνται και δύο πραγματικές απόπειρες βιασμού κατά τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας.

Στις 18 Οκτωβρίου 1971, ενώ βρίσκονταν ακόμη στην Ασφάλεια, οι εξαδέλφες Αγριαντώνη μεταφέρθηκαν εσπευσμένα από τα μεμονωμένα κελιά τους σε ένα από τα μεγάλα πλαϊνά κελιά (πιθανότατα το υπ’ αρ. 4), όπου βρέθηκαν μαζί με τις συγκρατούμενές τους Ειρήνη Κελαϊδήτου και Ζωή Χριστοφίδου. Η αιτία αυτών των μετακινήσεων έγινε αντιληπτή λίγο αργότερα, όταν άκουσαν «ποδοβολητά» καθώς μεταφέρονταν εκείνη τη νύχτα στα υπόλοιπα κελιά οι 32 συλληφθέντες ως μέλη του ΚΚΕ Εσωτερικού. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν σημαντικά στελέχη, όπως ο 68άχρονος παλαίμαχος κομμουνιστής ηγέτης Μήτσος Παρτσαλίδης και ο 55άχρονος γενικός γραμματέας του κόμματος Μπάμπης Δρακόπουλος.

Οι συλληφθέντες κρατήθηκαν στην Ασφάλεια για περίπου έναν μήνα και κακοποιήθηκαν στη διάρκεια των ανακρίσεων, κυρίως από τα μεσαία στελέχη. «Με χτυπούσαν στο κεφάλι, στο κορμί, με γροθιές και με βούρδουλα από ηλεκτρικό καλώδιο», αναφέρει η τότε 26άχρονη Γερμανίδα δικηγόρος Χανελόρε Ρουνφτ (Hannelore Runft), συμπληρώνοντας: «Προσπάθησαν να με φοβίσουν με κάθε μορφής απειλές. Μου έλεγαν “μη νομίζεις ότι θα σε σεβαστούμε επειδή είσαι ξένη, θα σου κάνουμε τα ίδια που κάνουμε και στους Έλληνες”. Είχα ακούσει στην Ευρώπη τα βασανιστήρια που κάνουν στους Ελληνες πολίτες και τώρα ξαφνικά βρισκόμουν απροστάτευτη στα χέρια τους. Τις νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τις κραυγές των ανθρώπων που βασάνιζαν».

«Ο Μπάμπαλης με κτυπούσε με γροθιές, κλοτσιές και με ένα μαστίγιο από στριμμένα καλώδια, ενώ με απειλούσε “θα σε λειώσω, όπως και την Παπαθανασοπούλου”» καταθέτει ο τότε 37χρονος απόστρατος υποπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού και γιατρός Γιώργος Γρηγοριάδης, ο οποίος έπαθε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς από τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια, προσθέτοντας: «Με ρημάξανε στο ξύλο πιστεύοντας ότι θα μιλήσω. Τους είπα από την αρχή “Εγώ δεν θα μιλήσω. Δεν πρόκειται να σας πω τίποτα. Είμαι αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού” (…) Μετά με άρχισαν και με χτυπάγανε εβδομάδες. Ξύπνησα στο νοσοκομείο πια, όπου η γυναίκα μου είχε κινητοποιήσει τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και με βρήκε». Ερωτώμενος στο δικαστήριο πού στόχευε κατά τη γνώμη του αυτή η συμπεριφορά των ανακριτών, εκτίμησε ότι τα βασανιστήρια είχαν σκοπό να αποσπάσουν ομολογίες και να δημιουργήσουν κατηγορίες εκεί που δεν υπήρχαν, εξ αιτίας της ανικανότητας των αστυνομικών – βασανιστών να συλλέξουν με μεθοδικό τρόπο στοιχεία σε βάρος των αντιστασιακών οργανώσεων και να τις εξαρθρώσουν.

Η Παπαθανασοπούλου, την οποία ο Μπάμπαλης ανέφερε στον Γρηγοριάδη καυχώμενος ότι την είχε λειώσει, ήταν η 47χρονη τότε καθηγήτρια φιλόλογος Ασπασία Παπαθανασοπούλου, που είχε επίσης συλληφθεί τότε και είχε βρεθεί στην Ασφάλεια της Μεσογείων, όπου μια ομάδα αστυνομικών με επικεφαλής τον υπαστυνόμο Ευάγγελο Γιαννικόπουλο την κακοποίησαν επανειλημμένα «με γροθιές και κλοτσιές», ενώ ο Μπάμπαλης την απειλούσε με ένα περίστροφο. Στη συνέχεια την απομόνωσαν σε ένα κελί, αφήνοντάς την χωρίς τροφή επί είκοσι μέρες: «Αποτέλεσμα αυτών ήταν να εξαντληθώ τελείως και στην κυριολεξία να σέρνομαι».

Τον Φεβρουάριο του 1972 εκδόθηκε το βούλευμα που παρέπεμπε σε δίκη δεκαεννέα από τους τριάντα τρεις αρχικώς συλληφθέντες. Από τους παραπεμπόμενους προφυλακίστηκαν οι οκτώ στις φυλακές Κορυδαλλού, ενώ οι υπόλοιποι κρίθηκαν προσωρινά αποφυλακιστέοι. Στη δίκη που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 1973 (έπειτα από προφυλάκιση ενός χρόνου, τριών μηνών και δέκα ημερών) καταδικάστηκαν τελικά σε ποινές μεταξύ ενός και δώδεκα ετών ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Μπάμπης Δρακόπουλος, η Ασπασία Παπαθανασοπούλου, ο εργάτης Γεράσιμος Αντωνίου, ο οικοδόμος Δημήτρης Βολοβίνης, ο τραπεζικός υπάλληλος Νίκος Δημάκος, η Χανελόρε Ρουνφτ και η Ζωή Βέη. Οι δύο τελευταίες αποφυλακίστηκαν καθώς ο χρόνος προφυλάκισής τους υπερέβαινε την ποινή τους.

Ενώ βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη οι προσαγωγές κατηγορουμένων για συμμετοχή στο ΚΚΕ Εσωτερικού, οδηγήθηκαν στις 20 Οκτωβρίου 1971 στην Ασφάλεια και άλλα τέσσερα άτομα. Επρόκειτο για το τρίτο κτύπημα των καταδιωκτικών αρχών μέσα σε έναν μήνα και αυτήν τη φορά αφορούσε τον πυρήνα μιας από τις πλέον εμβληματικές οργανώσεις της δυναμικής αντίστασης, του Κινήματος 20ής Οκτώβρη. Συνελήφθησαν ο 24χρονος φοιτητής της Ιατρικής Νίκος Μανιός, ο 23χρονος φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Γιώργος Σαγιάς, ο 34χρονος φοιτητής της Ανωτάτης Γεωπονικής Νίκος Χρυσανθόπουλος και ο 30χρονος υδραυλικός Απόστολος Μανωλάκης, ενώ επικηρύχθηκαν ως καταζητούμενα άλλα δύο άτομα που διέφυγαν.

Κελί που διατηρήθηκε στον υπόγειο μουσειακό χώρο
της Λεωφ. Μεσογείων 14-18 (amna.gr)

Αμέσως μετά τη σύλληψή του ο Γιώργος Σαγιάς οδηγήθηκε στον 4ο όροφο της Μεσογείων, στο Τμήμα Πνευματικής Κινήσεως: «Ο Καραπαναγιώτης άρχισε να με κτυπά με τα χέρια του, και σε συνέχεια κάποιος άλλος με κτυπούσε με ένα χοντρό, διπλό καλώδιο. Ήταν αρκετοί μέσα στο γραφείο του Καραπαναγιώτη. Άρχισαν να με βρίζουν και να με κτυπούν όλοι μαζί, άλλος με κλωτσιές, άλλος μου πατούσε τα δάχτυλα των ποδιών με τα τακούνια του, άλλος πιάνοντάς με από τα μαλλιά μου κτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο». Μετά τη συνεχιζόμενη άρνησή του να απαντήσει στις ερωτήσεις τους, έξι με επτά ασφαλίτες, με επικεφαλής τους υπαστυνόμους Κραββαρίτη και Σμαΐλη, τον κατέβασαν στο υπόγειο: «Με υποχρέωσαν να γδυθώ τελείως, με ξάπλωσαν σε έναν πάγκο και με έδεσαν έτσι που να μην μπορώ να κουνηθώ, μου σκέπασαν τα μάτια και με κτυπούσαν με μια σωλήνα στις πατούσες και στα γεννητικά μου όργανα. Ταυτόχρονα, αυτός που μου έκλεινε τα μάτια μου τα πίεζε με τους αντίχειρές του και ένιωθα να βουλιάζουν μέχρι μέσα. Όταν με ανέβασαν ξανά, δεν μπορούσα να σταθώ μόνος μου, με βαστούσαν συνέχεια».

Ανάλογη τύχη περίμενε και τον σύντροφό του Νίκο Μανιό: «Το ίδιο βράδυ κιόλας με πήραν από το κελί μου όπου κοιμόμουν -στο πάτωμα-, με κατέβασαν με κλωτσιές και χαστούκια στο υπόγειο, αφού προηγουμένως μου έδεσαν τα μάτια. Εκεί με υποχρέωσαν να γδυθώ, στη συνέχεια με έδεσαν πάνω σ’ έναν πάγκο, κάποιος άρχισε να με κτυπά στα πέλματα με έναν σωλήνα. Ενώ ένας άλλος είχε δέσει το πέος με νάιλον νήμα και το τραβούσε. Εκείνος που περνούσε φάλαγγα με χτύπαγε κατά διαστήματα στους όρχεις με τον σωλήνα. Όλοι μου έλεγαν πως θα με αχρηστεύσουν για πάντα. Ένας τρίτος με κτυπούσε στην κοιλιά και στο πρόσωπο. Σταμάτησαν για λίγο να με κτυπούν και με απειλούσαν για χειρότερα βασανιστήρια. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ και η φάλαγγα ξανάρχισε, ώσπου σε μια στιγμή με έπιασε κάποιος από τον λαιμό και τη μύτη και προσπαθούσε να με πνίξει, πιέζοντας με δύναμη τον λάρυγγά μου. Τα κτυπήματα στα πόδια και στους όρχεις επαναλήφθηκαν για μία ακόμη φορά. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό το μαρτύριο. Ύστερα με σήκωσαν και μ’ έτρεχαν γυμνό και με δεμένα μάτια γύρω γύρω και μου χτυπούσαν το κεφάλι στους τοίχους».

Ο Γιάννης Μουρίκης (πάνω αριστερά), φοιτητής του Πολυτεχνείου κατά τη σύλληψή του και μέλος της Αντιδικτατορικής Εθνικής Φοιτητικής Ενώσεως Ελλάδος, έζησε την κόλαση των βασανιστηρίων στο κτήριο της Ασφάλειας Αθηνών αλλά και στις φυλακές Μπογιατίου και Κορυδαλλού, για την αντιδικτατορική δράση του. Μεταξύ άλλων καταγγέλλει ότι στην ασφάλεια υπέστη άγριο βασανισμό με τη μέθοδο της φάλαγγας μετά το πέρας της οποίας τον υποχρέωναν να τρέχει, ενώ ο ίδιος αδυνατούσε ακόμα και να σταθεί στα πόδια του. Αναφέρει ακόμα ότι τουλάχιστον για μισό μήνα, δεν μπορούσε να περπατήσει, ενώ ουρούσε αίμα και ένιωθε πόνους στο συκώτι. Κατά την κράτησή του υποχρεώθηκε να μείνει επί μέρες στην απομόνωση με την απειλή όπλου, ενώ το έκλεισαν -γυμνό και πληγωμένο σοβαρά απ’ τους ξυλοδαρμούς- σε ένα θεοσκότεινο μπουντρούμι, χωρίς καθόλου παράθυρα, με 2-3 πόντους νερό στο πάτωμα και με μια πλαστική λεκάνι για τουαλέτα. Μέσα στο κελί δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από ένα σιδερένιο κρεβάτι βασανισμού, ωστόσο υποχρεώθηκε να παραμείνει εκεί επί μέρες χωρίς ρούχα, χωρίς κουβέρτα και χωρίς στρώμα. Αφού τον έδεσαν σφιχτά στο σιδερένιο κρεβάτι επί μέρες, χωρίς νερό και τροφή, του έριχναν παγωμένο νερό, ενώ κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του δέκα βασανιστές που άρχισαν στην κατάσταση αυτή να τον χτυπούν αλύπητα, επί μία ώρα, με ξύλα, παλούκια και ό,τι άλλο είχαν. Ο Γ. Μουρίκης υπεβλήθη επίσης και στο φρικωδέστατο βασανιστήριο της διαρκούς επίκυψης: Έδεσαν τα γεννητικά του όργανα με το κεφάλι του με λεπτό νάυλον νήμα, έτσι ώστε να είναι αναγκασμένος να παραμένει σκυμμένος μόνιμα, η δε παραμικρή κίνηση του προξενούσε αφόρητους πόνους.

Σοκαριστική είναι και η αναφορά του τελειόφοιτου της Αρχιτεκτονικής Στ. Πάντου – Κίκκου, ο οποίος κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια για τη συμμετοχή του στις φοιτητικές κινητοποιήσεις ως μέλος εκλεγμένης συνδικαλιστικής επιτροπής της σχολής του και της φοιτητικής συνδικαλιστικής οργάνωσης Αντιδικτατορική ΕΦΕΕ. Όπως καταγγέλλει: «Ο Παύλου άρχισε να με χτυπά με λύσσα και να με βρίζει χυδαιότατ. Με έριξε κάτω βγάζοντάς μου αρκετά μαλλιά και με κλωτσούσε με μανία σε όλα τα μέρη του σώματός μου. … Με τρομοκρταούσαν. … Με κατέβασαν στο υπόγειο. Σε μια γωνιά του γκαράζ με ξάπλωσαν ανάσκελα σε έναν ξύλινο πάγκο δένοντάς με με σκοινί ως το λαιμό. Άρχισαν να με χτυπάνε στις πατούσες με χοντρά καδρόνια. Οι πόνοι ήσαν αφόρητοι. Προσπαθώντας να μην φωνάζω έβγαζα συνεχώς αφρούς από το στόμα. … Όταν άρχισα να χάνω πια τις αισθήσεις μου, με έλυσαν, με πέταξαν χάμω και μου έριξαν έναν κουβά νερό. Σέρνοντάς με σαν σακκί, με έστελναν ο ένας στον άλλον με κλωτσιές και γροθιές. Με χτυπούσαν πάνω στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα της Ασφάλειας. Με απειλούσαν και με έβριζαν χτυπώντας το κεφάλι μου στους τοίχους. Καθώς ήμουν πεσμένος, μου έβαζαν ένα παλούκι από πίσω. Τα ρούχα μου είχαν σκιστεί και άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου. Ό,ως συνέχιζαν να με χτυπάνε, να μου πατάνε τα πρησμένα από τη φάλαγγα πόδια μου και να χοροπηδούν πάνω στο σώμα μου. Μου έριξαν ακόμα έναν κουβά νερό και με ξανάδεσαν πάνω στον πάγκο μέχρι τη μέση. Σηκώνοντας το κεφάλι και την πλάτη μου δέσανε τα χέρια πίσω με χειροπέδες και ξανάρχισαν να μου κάνουν φάλαγγα.. Μου έριχναν συνεχώς νερό για να μη λιποθυμήσω. Όταν κουραζόταν ο ένας συνέχιζε ο άλλος με περισσότερο μίσος. Μου κατέβασαν το παντελόνι όταν μισολιπόθυμο με έλυσαν και ένας από τους βασανιστές μου τραβούσε τα γεννητικά μου όργανα και μου τα έστριβε. Κάποτε σταμάτησαν να με χτυπάνε και με ανέβασαν σηκωτό στο κελλί μου όπου με πέταξαν με κλωτσιές. Για μέρες δεν μπορούσα να σταθώ στα πόσια μου … Την άλλη μέρα, 12 του Μάρτη μπήκαν οι βασανιστές μου στο κελλί μου και μου είπαν να ετοικαστώ να πεθάνω στο υπόγειο. Στις 11 του Απρίλη μεταφερθήκαμε στο Μπογιάτι. Μας έγδυσαν τελείως και μας έκαναν εξονυχιστική έρευνα, Κάθε βράδυ ακούγονταν οι φωνές των αγωνιστών που βασανίζονταν … Το μαρτύριο της πείνας και της δίψας είχε μπεί σε εφαρμογή. … Μου έβαλαν μια ειδική ζώνη βασανισμού στο ύψος του θώρακος με δύο χειροπέδες στα πλάγια. Αφού κλείδωσαν τη ζώνη σφιχτά με λουκέτο μου πέρασαν τις χειροπέδες. Μετά με έδεσαν πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι με χοντρό σκοινί μπρούμυτα μέσα σε ένα μικρό κελί 1,5×2,00 μ. τελείως σκοτεινό χωρίς κανένα παράθυρο. Μ’ έδεσαν τόσο σφιχτά που δεν μπορούσα να κουνηθώ και για να γυρίσω το πρόσωπό μου από την άλλη μεριά, έπρεπε να το γδάρω πάνω στο κρεβάτι. Μου έβγαλαν παπούτσια και κάλτσες μου έριξαν έναν κουβά νερό και άρχισαν να με χτυπάνε λυσσασμένα με βούρδουλα, αφού μου πέρασαν ανάμεσα στα δόντια ένα πανί …».

«Μη, μην το πεις οι παλιοί μας φίλοι
μην το πεις για πάντα φύγαν
Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις»

(Στίχοι, Μουσική, Ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος)

Η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών και η ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας

Αριστερά: Το κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας 18 στη μορφή που είχε την εποχή της δικτατορίας. Κέντρο: Ο αρχιβασανιστής της χούντας Λάμπρου φωτογραφίζεται στη γωνία των οδών Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα έξω από το κτήριο της Ασφάλειας Αθηνών. Δεξιά: Τμήμα του κτηρίου στον αριθμό 18 της οδού Μπουμπουλίνας, που σήμερα στεγάζει το Υπουργείο Πολιτισμού

Χτισμένο το 1932, το ιστορικό σήμερα κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας 18 υπήρξε κατοικία του δωσίλογου των Γερμανών, πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου. Στα μέσα του περασμένου αιώνα πέρασε στα χέρια της υπηρεσίας συγκέντρωσης διανομής και επεξεργασίας πληροφοριών και στέγασε τη διαβόητη ΚΥΠ. Εν συνεχεία, στα χρόνια της δικτατορίας μετατράπηκε στο κολαστήριο της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών, ενώ μεταπολιτευτικά φιλοξένησε τα γραφεία του ΚΚΕ, κατά τη δεκαετία του ’80, για να καταλήξει στο Υπουργείο Πολιτισμού από το 1993 έως και σήμερα. Την περίοδο που η δικτατορία έχει ριζώσει για τα καλά στα σώματα ασφαλείας, στο κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας 18 στεγάζεται η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας (κατεδαφισμένη σήμερα) στην οποία έδρασαν οι βασανιστές της χούντας. Το άντρο του Μάλλιου, του Μπάμπαλη και του Λάμπρου, χαράσσεται στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής από τις κραυγές των αντιστασιακών που βασανίζονται στη μονίμως αιματοβαμμένη ταράτσα του. Πολλοί είναι εκείνοι που θα δηλώσουν αργότερα πως τα βασανιστήρια ήταν τόσο απάνθρωπα που ακόμη και ο θάνατος φάνταζε μια κάποια λύση.

Η σύγχρονη πολυκατοικία που ανεγέρθηκε το 1974 στη θέση του κτηρίου της Υποδ/νσης Ασφαλείας Αθηνών στη συμβολή των οδών Μπουμπουλίνας 18 και Τοσίτσα (peternikoltsos2016.wordpress.com)

Κίττυ Αρσένη

Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, η 29χρονη τότε ηθοποιός Κίττυ Αρσένη, συλλαμβάνεται μετά από πληροφορίες για τα αντικαθεστωτικά της φρονήματα και τη δράση. Αρχικά μεταφέρεται στα νταμάρια της Κυψέλης όπου γίνεται μια πρώτη επίδειξη βασανιστηρίων και εκφοβισμού με εικονικές εκτελέσεις. Όταν δεν μιλά, μεταφέρεται στην ασφάλεια. Κάπως έτσι περιέγραφε τη «διαμονή» της στο περίφημο κτήριο σε παλαιότερα συνέντευξή της: «Άρχισε μία περίοδος ανακρίσεων άλλου τύπου, εξοντωτικές, αϋπνίες, αυστηρά απομόνωση, που σήμαινε ότι σε ένα κελί δεν έπινες νερό, δεν έτρωγες, δεν έβγαινες για τις σωματικές σου ανάγκες. Και βεβαίως η επίσκεψη επάνω στην περίφημη ταράτσα. Εκεί ήταν το λεγόμενο «πανηγύρι» το λέγανε. Το λέγανε «το πανηγύρι». Εκεί ήταν πιο συστηματικά τα βασανιστήρια. Δηλαδή ενώ στα Νταμάρια ήτανε κάποιοι άνθρωποι που κτυπούσαν, κλωτσάγανε και είχες την αίσθηση ότι μπορείς και να τους αντιμετωπίσεις, εκεί άρχισαν πιο συστηματικά. Ήταν ο πάγκος, ήταν το δέσιμο πάνω στον πάγκο να είσαι ακίνητος. Ήτανε τα νερά που σου ρίχνανε και δεν μπορούσες ν’ αντιδράσεις και η φάλαγγα, η κανονική, που είναι αυτό το κτύπημα στα πέλματα με ματσούκια. Φαντάζομαι, δεν τα είδα. Το σκοτάδι, οι πατσαβούρες που ήταν πίσω που σου ρίχνανε».

Η ταράτσα του κτηρίου της οδού Μπουμπουλίνας 18, όπου βασανίστηκαν φρικτά δεκάδες άνθρωποι

Ανδρέας Λεντάκης

Εκτός από την Κίττυ Αρσένη εκεί φυλακίζεται και ο Ανδρέας Λεντάκης. Όπως η Κίττυ Αρσένη γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο της «Μπουμπουλίνας 18»: «Εδώ έφεραν και τον Ανδρέα. Μόλις τον πιάσανε τον βάλανε στο δίπλα δωμάτιο και πρόλαβε να μας ρωτήσει: «Βαράνε πολύ;». Κι εμείς τότε δεν προλάβαμε να του απαντήσουμε. Μόνο αρχίσαμε το τραγούδι. Περιμέναμε την ώρα που θα τον ανεβάζανε επάνω, τραγουδάγαμε και του χτυπάγαμε συνθηματικά στον τοίχο. Τον ξεπροβοδίζαμε… Είχε πάθει τρεις διασείσεις. Δεν ξέραμε πώς θα ξανακατέβαινε κάτω. Τα τρανζίστορ άρχιζαν να παίζουν στη διαπασών. Το βασανιστήριο ήταν σίγουρο. Τίποτα δεν μπορούσε να το εμποδίσει. Κι όμως υπήρχε μια μάχη που θα δινόταν. Στην πρώτη γραμμή του πυρός. Τον ανέβασαν και τον κρατήσανε μέχρι να ξημερώσει. Όλο το βράδυ είμαστε μαζί του. Σε μια στιγμή έπαψαν να ακούγονται χτυπήματα ή μοτοσικλέτα… και ακούγαμε μόνο ουρλιαχτά. Τότε δεν αντέξαμε. Η Χρυσή έβαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζόταν από σπασμούς. Εγώ έλεγα και ξαναέλεγα δυνατά: «Να πεθάνει! Να πεθάνει! Να μην βασανίζεται άλλο!». Ακούγαμε τα νερά που του ρίχνανε και το κιούπι που ανεβοκατέβαινε. Τα ξημερώματα ακούστηκε: «Φτάνει, δεν θα αντέξει άλλο!». Τότε πέσαμε και εμείς να κοιμηθούμε. Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου του είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Όταν ο Ανδρέας μας ξανακοίταξε με το παραμορφωμένο πρόσωπό του ανάμεσα στα αίματα και στα γένια, χαμογελούσε, τους είχε νικήσει».

Άλκης Αλκαίος

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1974 συλλαμβάνεται ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης. Μένει στην Ασφάλεια επί 40 ημέρες και στη συνέχεια εξορίζεται. Στην κατάθεσή του ανέφερε τα εξής: «Σωματικές κακοποιήσεις δεν είχα. Μόνο ψυχικές. Είχαν συλλάβει και τη γυναίκα μου. Με ανέκρινε ο Σμαΐλης… Μια μέρα έφεραν στο κελί μου τον Τάσο Παπαδόπουλο. Τον είχαν κακοποιήσει… Τον είχαν κάψει στα γεννητικά όργανα και είχε σημάδια από χαστούκια». Ο κορυφαίος Έλληνας στιχουργός και ποιητής Άλκης Αλκαίος (Βαγγέλης Λιάρος) συμμετείχε επίσης ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Συνελήφθη από τη χούντα το καλοκαίρι του 1972, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια επί πέντε μήνες, πρώτα στη Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες η υγεία του. Ο ίδιος προτιμούσε να μη μιλάει. Ελάχιστοι γνώριζαν. Στο βιβλίο του «Αγύριστο κεφάλι – Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα» (εκδ. Λιβάνη 2013) ο τραγουδοποιός και ερμηνευτής Μίλτος Πασχαλίδης, εκτός από στιγμές της γνωριμίας και της συνεργασίας τους, κατέγραψε πτυχές της αγωνιστικής δράσης του Άλκη Αλκαίου, όπως του τις είχε μεταφέρει ο ίδιος.

Νατάσα Μερτίκα

Αφάνταστοι εξευτελισμοί και μαρτύρια σημειώνονταν και σε κρατούμενες γυναίκες και κορίτσια. Οι δηλώσεις του τότε εισαγγελέα έλεγαν χαρακτηριστικά «ούτε οι ορδές του Αττίλα δεν κακοποιούσαν τραυματίες». Χαρακτηριστικότερη όλων η περίπτωση της Νατάσας Μερτίκα, με καταγωγή από το Λουτρό Κορινθίας, κόρης του Χαράλαμπου Μερτίκα, ενός ήρωα της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ. Την περίοδο της Χούντας, σε ηλικία 24 ετών, η Νατάσα είχε μόλις παντρευτεί και ήταν έγκυος τριών μηνών, όταν τη συνέλαβε η Χούντα και την οδήγησε στη Μπουμπουλίνας. Εκεί, όπως κατέθεσε στη δίκη των βασανιστών, επειδή η εγκυμοσύνη της δεν ήταν ακόμα εμφανής, έδειξε στον Μάλλιο τα σχετικά έγγραφα του γυναικολόγου της που την αποδείκνυαν. Η απάντηση του Μάλλιου, όταν είδε τα έγγραφα, ήταν: «Σιγά μη σε αφήσουμε να κάνεις παιδί σαν και σένα». Στην Ασφάλεια κανείς δεν σεβάστηκε την κατάστασή της. Βασανίστηκε φρικτά και, εξ αιτίας των βασανιστηρίων που υπέστη, έχασε το μωρό της ενώ ακόμα εκρατείτο, αλλά και τη δυνατότητα να γίνει μητέρα στο μέλλον. Μετά από 47 μέρες στην απομόνωση, μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, απ’ όπου κατάφερε να δραπετεύσει και να καταθέσει ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της Χούντας. Η περιπέτειά της είχε διεθνή απήχηση και συνέβαλε σημαντικά σε ένα από τα πρώτα «χαστούκια» που δέχτηκε η Χούντα από ανθρωπιστικούς διεθνείς Οργανισμούς. 

Περικλής Κοροβέσης

Η «Επιστημονική Ανάκριση» της ταράτσας περιγράφεται και στους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση: «Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Η ασφαλίτικη επινοητικότητα, με εντελώς μηδαμινά μέσα -έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια, δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας. Πριν σε πάνε εκεί την ξέρεις. Όταν μπαίνεις έχεις την εντύπωση πως την έχεις ξαναδεί. Αυτό που είναι καινούργιο για σένα, είναι ο πανικός. … Μ’ ανεβάζανε στην ταράτσα. Η γνωστή παρέα κι ο Σπανός. Κάποιος χαφιές που τους είδε να ανεβαίνουν, τους χαιρέτησε λέγοντας: «Από κυνήγι έρχεστε;»» … Η πινακίδα γράφει: “Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος”. … Έμοιαζε με ιεροτελεστία ανθρωποθυσίας. Κανένας δεν μίλαγε πια. Δουλεύανε. Τα βάζανε με κάποιον Μπάμπαλη και με κάποιον Μάλλιο, που είναι τσαπατσούληδες. … Οδηγίες Σπανού προς τον χειρώνακτα βασανιστή: «Δώσε φυστίκι, Κώστα». «Ξύλο, σίδερο;». «Ξύλο και βλέπουμε». «Μάλιστα γιατρέ». Ο Κώστας έφτυσε τα χέρια του, πήρε το ξύλο κι άρχισε. Ο Φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη επικλινή γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’ έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια θα σου ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις από πού έρχεται …».

Ο Περικλής Κοροβέσης κατέγραψε στο βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» τα βασανιστήρια και τις φυλακίσεις επί Χούντας στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα το 1969 σε λίγα αντίτυπα στη Γενεύη και έπειτα, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, φανέρωσε σε ολόκληρο τον κόσμο το πραγματικό πρόσωπο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Βαρύνουσας σημασίας ήταν η κατάθεση του Κοροβέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Χούντα, βέβαιη για την καταδίκη της, έσπευσε ν’ αποχωρήσει από το Συμβούλιο, παραδεχόμενη εμμέσως τις καταθέσεις του Κοροβέση και των άλλων θυμάτων της, που κατόρθωσαν και έφθασαν στο βήμα του Στρασβούργου. Ουσιαστικά επρόκειτο για αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Τα βασανιστήρια και η Μπουμπουλίνας έμειναν από τότε δύο άρρηκτα συνδεδεμένες λέξεις. Οι συλλήψεις γίνονταν συνήθως νύχτα και στην πλειονότητά τους χωρίς εντάλματα. Πολλοί μάλιστα συλλαμβάνονταν χωρίς να τους απαγγελθεί κατηγορία και κρατούνταν στην Ασφάλεια για μέρες ή μήνες, προληπτικά με τη δικαιολογία πως έπρεπε να δώσουν «διευκρινήσεις». Στο σύγχρονο κολαστήριο στο οποίο ανακρίνονταν χιλιάδες συλληφθέντες οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξύλο, φάλαγγα, αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις, ηλεκτροσόκ με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα. Σύμφωνα με μαρτυρίες εκείνη την περίοδο οι ήχοι της ταράτσας ανατρίχιαζαν ολόκληρη τη γειτονιά, ενώ η βιαιότητα των βασανιστηρίων ήταν τέτοια, ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους και άλλα 21 λίγες μέρες μετά ή μέσα σε έναν χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.

Η κτηνωδία της οδού Μπουμπουλίνας αποτυπώθηκε στους τίτλους των εφημερίδων μετά την πτώση της δικτατορίας και κατά τη διάρκεια των δικών των βασανιστών: «Διεστραμμένοι βιαστές και σάτυροι στο άντρο της Ασφάλειας», «Αυτοί δεν ήταν ικανοί να φερθούν με ανθρωπιά», «Η Ασφάλεια ξεπέρασε την ΕΣΑ σε κτηνώδη φαντασία», «Ανασκολόπιζαν και έδερναν αλύπητα και με «επιστήμη»», ήταν κάποιοι τίτλοι που κοσμούσαν τα άρθρα των εφημερίδων, μετά από τις καταθέσεις των θυμάτων. Στη μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση για τους βασανιστές του αναφέρεται: «Είχαν την έκφραση ανθρώπου που αγόραζε καινούργιο ρούχο ή τηλεόραση. Το γλεντάγανε». Όταν οι βασανιστές βρέθηκαν στο εδώλιο του δικαστηρίου αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες που είχαν ειπωθεί εις βάρος τους και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων και τα σημάδια στα κορμιά τους κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας…

Εκδόσεις για τον αντιδικτατορικό αγώνα, τη δικτατορία και τη συνταγματική εκτροπή

Διόνυσος, Κορυδαλλός, Αίγινα, Μπογιάτι…

Εκτός από το ΕΑΤ-ΕΣΑ και τα κτήρια της Ασφάλειας Αθηνών της οδού Μπουμπουλίνας 18 και της Λεωφ. Μεσογείων 14-18, ο κύκλος της φρίκης των βασανιστηρίων της χούντας επεκτεινόταν στους τόπους εξορίας αλλά και στις φυλακές στον Διόνυσο, στην Αίγινα και στο Μπογιάτι, όπου επίσης μαρτύρησαν πολλοί αγωνιστές, μεταξύ των οποίων ο Αλέκος Παναγούλης. Ένα κεφάλαιο της διαδρομής του αγωνιστή Κώστα Κάππου ήταν τα φριχτά βασανιστήρια που δέχτηκε από τα όργανα της χούντας των συνταγματαρχών και τα οποία λίγο έλλειψε να του κόψουν το νήμα της ζωής, αφήνοντας για πάντα τα σημάδια τους σε όλο το κορμί του. Μεταφέρουμε ένα μοναδικό ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αντί», τον Σεπτέμβριο του 1974. Φωτογραφίες από τα σημάδια των βασανιστηρίων στο σώματου Κώστα Κάππου, εικόνες – ντοκουμέντα που μαρτυρούν τη διαστροφική μανία των βασανιστών του, αλλά και την αλύγιστη αντοχή του.

Κώστας Κάππος (1937-2005)

«Ονομάζεται Κώστας Κάππος, είναι ηλικίας 37 ετών, πατέρας ενός ανήλικου αγοριού. Στις 25 Απριλίου 1968 το απόγευμα συνελήφθη. Κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια ένα μήνα και μετά οδηγήθηκε στο Διόνυσο. Βασανίστηκε ένα μήνα εκεί και τον ξανάφεραν στην Ασφάλεια Αθηνών, από όπου οδηγήθηκε στη Λέρο. Καμιά κατηγορία δεν απαγγέλθηκε σε βάρος του. Κανένας μάρτυρας δεν τον κατήγγειλε για τίποτα. Η δουλειά του ήταν λογιστής. Αρτιμελής, καλοφτιαγμένος από τη φύση του… Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του. Αυτή τη δοκίμασε στο Διόνυσο και αργότερα στο Μπογιάτι. Όσοι τον ήξεραν πριν, είδαν ότι τόσο η φυσιογνωμία του όσο και η διάπλασή του είχαν αλλοιωθεί. Τα βασανιστήρια είχαν αλλοιώσει τη διάπλαση και τη μορφή του.

Αριστερά: «Κατά την ιεράν χωράν φέρει βαθείας ουλορικνωτικάς περιοχάς, αποτόκους έπιμολυνθεισών τραυματικών κακώσεων … Μυοτραυματική αρθρίτις κατ’ αμφότερα τα γόνατα μετά πυορροίας, λόγω πιθανής οστεομυελίτιδος, αποτόκου βιαίων πληγμάτων διά θλώντος οργάνου». Δεξιά: «Δύσμορφος, βαθεία ουλή 4 εκατοστών μετ’ ανωμάλων χειλέων, βάθους δύο εκατοστών κατά την αριστεράν ζυγωματικήν χώραν, προκληθείσα προφανώς εξ αμβλέος οργάνου»

Δεκαέξι βασανιστές, εκτός από εκείνους που έδιναν μόνο ξύλο, όργωσαν κυριολεκτικά το κορμί του Κώστα Κάππου. Νοσηρές διάνοιες, σατανικοί εφευρέτες. Τέσσερις στο Διόνυσο, 12 στο Μπογιάτι. Μετά τις 500 περίπου ώρες των βασανιστηρίων, που συνολικά πέρασε σε μπουντρούμια, στις φυλακές, στα κρατητήρια και στις απομονώσεις, είναι τώρα σε θέση να εξηγήσει ένα λεξικό, το λεξικό του μαρτυρίου του:

«ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ»: Έτσι έλεγαν οι δεσμοφύλακες κάτι λαμαρίνες που χτυπούσαν επί 12 ώρες συνέχεια πάνω από το κελί του στο Διόνυσο. Άρχιζαν στις 7 το απόγευμα και τέλειωναν στις 7 το πρωί. Ο Κάππος λέει ότι γι’ αυτή τη δουλειά σχηματίζονταν τέσσερις βάρδιες «χειριστών».

«ΠΑΥΛΟΣ»: Φανατικός βασανιστής. Πιθανόν να πρόκειται για ψευδώνυμο. Ο Κάππος τον συνάντησε μόνο μια βραδιά όταν τον υπόβαλε σε «ειδικά βασανιστήρια». Από τότε, η αναφορά και μόνο στο όνομα αυτό σήμαινε τρόμο. Του έλεγαν: «θα φωνάξουμε τον Παύλο». Κατά την άποψη τού Κάππου, ο βασανιστής αυτός ήταν «περιοδεύων». Πρέπει να επισκεπτόταν πολλούς κρατούμενους. Ήταν ένα είδος «δασκάλου» για τους «άτσαλους» βασανιστές. Μεθοδικός και προσεχτικός.

Αριστερά: «Ουλώδεις ραβδώσεις 10-15 εκατοστών, προκληθείσαι προφανώς εκ τέμνοντος οργάνου … Ουλώδεις ρικνώσεις κατ’ αμφοτέρους τους δείκτας, συνεπεία τραυματισμών αυτών εξ αμβλέως οργάνου … Κατά την αριστεράν λαγόνιον περιοχήν πυορροούσα εξηλκωμένη επιφάνεια εκτάσεως 10-15 εκατοστών και βάθους τριών εκατοστών, λόγω χημικού εγκαύματος εξ εναποθέσεως υδρασβέστου». Δεξιά: «Κατά την αριστεράν κνήμην και τον σύντοχον άκρον πόδα φέρει ελεφαντιασικόν οίδημα»

«ΚΑΡΦΙ»: Ήταν μια από τις μεθόδους του «Παύλου». Του έδεναν με χειροπέδες τα χέρια και τον κρεμούσαν για μισή ώρα από ένα καρφί στον τοίχο. Συνέπειες: Αφυδάτωση και συρροή αίματος στα χέρια, αφού το βάρος του σώματος έπεφτε σ’ αυτά.

«ΛΑΚΚΟΣ»: Ένας λάκκος στο χώμα όσο το μπόι ενός ανθρώπου. Αυτό έγινε στο Διόνυσο. Τον έκλεισαν μέσα και τον σκέπασαν με λαμαρίνες και χώμα. Έξη ώρες έμεινε εκεί και όταν διαπίστωσαν οι φρουροί ότι έχε χάσει τις αισθήσεις του, τον έδεσαν κι έβαλαν μέσα έναν φαντάρο, που άρχισε να τον χτυπάει μέχρι λιποθυμίας.

Δεκαετίες μετά η βαθιά ουλή παρέμενε στο πρόσωπο του Κ. Κάππου

«ΑΚΙΝΗΣΙΑ»: Με έναν σπάγκο έδεσαν το λαιμό με τα γεννητικά του όργανα. Σκυμμένος καθώς ήταν δεν μπορούσε να κάνει καμιά κίνηση ούτε μπρος, ούτε πίσω, ούτε στο πλάι. Το βασανιστήριο αυτό το εφάρμοζαν στο Μπογιάτι και το έλεγαν και «διαρκή επίκυψη».

«ΤΣΙΜΕΝΤΟ»: Από τις 10 το βράδυ του έδεσαν τα χέρια σε μια ζώνη που του φόρεσαν στη μέση. Του έδεσαν τα πόδια και καθώς ήταν μπρούμυτα, δεμένος πάνω σ’ ένα κρεβάτι, έβαλαν στη ράχη του ένα σάκο με τσιμέντο. Κατά τις πρωινές ώρες, είπε ο Κάππος, κόπηκε η αναπνοή του και θα πέθαινε από ασφυξία, αν δεν κατέβαλλε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φέρει το νύχι του μικρού του δάκτυλου στο τσουβάλι, να το σκίσει και μετά από μια ώρα να αδειάσει το τσιμέντο από το τσουβάλι. Ανάπνευσε, αλλά σε λίγο το πήραν είδηση οι φρουροί, τον έλυσαν και τον χτύπησαν.

«ΑΣΒΕΣΤΗΣ»: Τον έσκισαν με ξιφολόγχη στην κοιλιά, τον έδεσαν ανάσκελα στο κρεβάτι, έβαλαν επάνω στην πληγή ένα κομμάτι άσβεστη ξερό. Το έγκαυμα δεν έχει κλείσει ακόμα.

«ΠΕΙΝΑ»: Παροχή νερού.

«ΔΙΨΑ»: Παροχή φαγητού.

Ο Χρήστος Ρεκλείτης (1937-2014) υπήρξε αγωνιστής κατά της χούντας. Σε μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια που υπέστη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, σε απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ «Τα τραγούδια της φωτιάς», του Νίκου Κούνδουρου, περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και καταγγέλλει ονομαστικά τους βασανιστές του, όταν μάλιστα τα γεγονότα ήταν ακόμη πολύ πρόσφατα. Συνελήφθη στην πλατεία Θησείου. Βασανίστηκε με φάλαγγα, του ξερίζωσαν τα νύχια με τανάλια, του έκαναν ηλεκτροσόκ στα γεννητικά όργανα, τον έθαψαν ζωντανό μέσα σε ένα κασόνι. Φυλακίστηκε στον Χολαργό, στην Αίγινα, στου Αβέρωφ, στον Κορυδαλλό, στα Βούρλα και στον λόχο διοικήσεως. Έμεινε στη φυλακή επί τέσσερα χρόνια. Αμνηστεύτηκε τον Αύγουστο του 1973 μαζί με άλλους 350 κρατούμενους. Ο Χρήστος Ρεκλείτης έφυγε από τη ζωή στις 19 Απριλίου του 2014.

Οι εικονικές εκτελέσεις υπήρξαν ακόμα μία φοβερή μέθοδος βασανισμού στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ο Χρήστος Ρεκλείτης περιγράφει τη δική του εμπειρία (περιοδικό Επίκαιρα, τεύχ. 317/Αύγ. 1974)

Οι βασανιστές της Χούντας

Οι αρχιβασανιστές του ΕΑΤ-ΕΣΑ Νικόλαος Χατζηζήσης, Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος
και Αναστάσιος Σπανός κατά τη διάρκεια της δίκης τους μετά την πτώση του καθεστώτος

Η Λιλή Ζωγράφου, στο βιβλίο της «Πώς φθάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής – 17 Νοεμβρίου 1973», αναφερόμενη στους συλληφθέντες φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου που βασανίστηκαν, γράφει: «Από ποιους Έλληνες στρατολογήθηκαν οι χιλιάδες βασανιστές των Ελλήνων; … Γιατί είναι γεγονός ότι τα βασανιστήρια των ναζί ωχριούν μπροστά στα μεθοδευμένα βασανιστήρια των δικών μας βασανιστών. Αν εξαιρέσουμε το κομφόρ της ομαδικής εξόντωσης που διαθέτανε τα γερμανικά στρατόπεδα, εμείς ξεπεράσαμε σε θηριωδία τους ναζί». Επίσης γράφει: «Με ποιον τρόπο, με ποια μέσα νικήσαμε την ανθρωπιά του Ρωμιού; Με ποια επιχειρήματα στραγγαλίσαμε το φυσικό συναισθηματισμό του; Πώς τον μεταβάλαμε από γείτονα, συγγενή, κουμπάρο, σε σαδιστή ψύχραιμο, σε βασανιστή όχι ξένων εισβολέων, όχι αλλόγλωσσων κι αλλόθρησκων;».

Ο θηριώδης Διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ (1970-72) Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος (όρθιος) στη δίκη των βασανιστών

Η απάντηση ήρθε στη Δίκη των Βασανιστών, το 1975. Όπως αποκαλύφθηκε τότε, οι βασανιστές προέρχονταν συνήθως από την επαρχία, είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και επιλέγονταν σύμφωνα με ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα. Αρχικά τους έφερναν στις εγκαταστάσεις του ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου οι υπαξιωματικοί τους παραλάμβαναν και τους οδηγούσαν μπροστά στο έμβλημα της 21ης Απριλίου, για να ορκιστούν σ’ αυτό και τον αρχηγό τους, ταξίαρχο Ιωαννίδη. Η εκπαίδευσή τους ξεκινούσε με ξυλοδαρμό από τους παλαιότερους οπλίτες. Στη συνέχεια υποβάλλονταν σε πολλά βασανιστήρια, όπως κρέμασμα από τα δέντρα και κάλυψη τεράστιων αποστάσεων με τα γόνατα. Φυσικά το «πακέτο» συμπλήρωνε ο ψυχολογικός πόλεμος, δηλαδή η περιφρόνηση, ο χλευασμός, η ειρωνεία και η μόνιμη επιθετικότητα. Στόχος ήταν η αποκτήνωση αυτών των ανθρώπων και η πώρωσή τους, ώστε να κάνουν έπειτα αυτά που είχαν τραβήξει και οι ίδιοι σε άλλους. Για τον σκοπό αυτό άλλωστε, στο τέλος της εκπαίδευσής τους, τους υποχρέωναν να συμμετέχουν σε ομαδικούς ξυλοδαρμούς.

Νικ. Ντερτιλής

Μετά την πτώση της χούντας μηνύσεις κατατέθηκαν εναντίον 150 αστυνομικών – βασανιστών. Ωστόσο το μαχαίρι της αποχουντοποίησης δεν έφτασε στο κόκκαλο και τελικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου οδηγήθηκαν μόλις 16 από αυτούς. Από αυτούς τους ελάχιστους άλλοι αθωώθηκαν από τα Εφετεία και άλλοι καταδικάστηκαν για απλές σωματικές βλάβες, ενώ τους επεβλήθησαν εξαγοράσιμες ποινές. Ακόμη και τα ηγετικά μέλη της ΕΣΑ (Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου) που δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν, δεν εξέτισαν το σύνολο της ποινής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη διάκρεια των δικών οι βασανιστές αντέκρουσαν όλες τις κατηγορίες και δήλωσαν ότι έκαναν απλά το καθήκον τους. Παρά τις μαρτυρίες των θυμάτων κανένας αστυνομικός της Ασφάλειας δεν έδειξε μετανοημένος. Ούτε ένας δεν παραδέχτηκε έστω μια πράξη βίας…

Ενδεικτική της πώρωσης των βασανιστών της χούντας υπήρξε και η περίπτωση του ταξίαρχου εν αποστρατεία Νικολάου Ντερτιλή, ο οποίος καταδικάστηκε στη δίκη των χουντικών σε ισόβια κάθειρξη και διαρκή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για ανθρωποκτονία από πρόθεση του 20χρονου Μιχάλη Μυρογιάννη τις ημέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Τον νεαρό τραυμάτισε θανάσιμα ο Ντερτιλής πυροβολώντας τον στο κεφάλι με το περίστροφό του, στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, ενώ εκείνος προσπαθούσε να ξεφύγει από τον κλοιό των αστυνομικών. Κύριο καταδικαστικό στοιχείο εναντίον του Ντερτιλή αποτέλεσε η μαρτυρία του 21χρονου προσωπικού οδηγού του τότε συνταγματάρχη, Αντώνη Αγριτέλλη, κατά την οποία ο νεαρός στρατιώτης μετέφερε και τα ακριβή και γεμάτα κυνισμό λόγια που φέρεται να είπε προς τον ίδιο ο Ντερτιλής αμέσως μετά τη δολοφονία του νεαρού Μυρογιάννη: «Με παραδέχεσαι ρε; 45 χρονών άνθρωπος και με τη μία στο κεφάλι!». Στο ακροατήριο ο Ντερτιλής εμφανίστηκε αμετανόητος για την πράξη του και αμφισβήτησε ευθέως την κατάθεση Αγριτέλλη.

Το προφίλ του βασανιστή

Ο ιατρός Κόφας

Στη μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση για τους βασανιστές του αναφέρεται: «Είχαν την έκφραση ανθρώπου που αγόραζε καινούργιο ρούχο ή τηλεόραση. Το γλεντάγανε». Η πρωτοποριακή, ψυχολογική και κοινωνική μελέτη της καθηγήτριας Ψυχολογίας, Μίκας Χαρίτου – Φατούρου, για τους βασανιστές του ΕΤΑ-ΕΣΑ (Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας. Ψυχολογικές καταβολές, Ελληνικά Γράμματα, 2003), η οποία παρακολούθησε την πρώτη δίκη των βασανιστών στην Αθήνα, αναδεικνύει το μοντέλο βασανιστή της επταετίας. Επρόκειτο για νέους, πάνω-κάτω 22 ετών, που πέρασαν από τον στρατό στα κέντρα εκπαίδευσης της Στρατιωτικής Αστυνομίας και κατέληξαν στους θαλάμους βασανιστηρίων.

Οι υποψήφιοι βασανιστές, νέοι, κυρίως από φτωχές αγροτικές οικογένειες, με «καθαρό» οικογενειακό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων επιλέχθηκαν από ένα προσεκτικά σχεδιασμένο σύστημα εκπαίδευσης, που τους υπέβαλε σε ξυλοδαρμούς, «καψόνια», ηθική εκμηδένιση, βρισιές, βουρδουλιές, ουρλιαχτά, με τα οποία υποδέχονταν οι παλαιότεροι οπλίτες και εκπαιδευτές τους υποψήφιους της ΕΣΑ. Το μοντέλο αυτό ακολουθήθηκε και από τους βασανιστές της Μπουμπουλίνας. Σε μια συνέντευξή του ο πρώην ΕΣΑτζης Ιωάννης Κοντός έλεγε: «Προσπαθούσαν να διαστρεβλώσουν τον χαρακτήρα μας. Αυτά που η πολιτεία αγωνιζόταν να μας μάθει, με τους γονείς μας, με το σχολείο, με την εκκλησία, αυτοί τα ανέτρεψαν όλα μέσα σε τρεις μήνες. Προσπαθούσαν να ξυπνήσουν τον εγκληματία μέσα μας …». Ύστερα από όλα αυτά και χωρίς πλέον αναστολές οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν δύσκολο να βρουν το κουράγιο και την αντοχή να βασανίζουν και να καταπατούν κάθε ηθική αρχή και ανθρώπινο συναίσθημα. Θύματα μιας εξουσίας κτηνώδους, είχαν και οι ίδιοι αποκτηνωθεί.

«Μας χτυπούσανε αλύπητα, μας κλωτσούσανε, μας ποδοπατούσανε… Μέσα σ’ όλο αυτό το πράγμα εγώ ένιωθα σαν να να ‘μαι κρατούμενος. Φτάσαμε μπροστά στον λόχο (…) μόλις τους είπα ότι είμαι ηθοποιός ήταν ένα σημείο που τους κέντρισε και άρχισαν να με χτυπούν ιδιαίτερα. Και να με ρωτάνε ας πούμε “είσαι κομμουνιστής; Είσαι πούστης; Τι είσαι εσύ;” (…) ήταν έξι εκπαιδευτές που με τραβούσαν, ο ένας με πέταγε στον άλλον, με πετούσαν κάτω, με πατούσαν …». Αυτά τα λόγια δεν ανήκουν σε κάποιον φυλακισμένο. Ανήκουν σε έναν πρώην ΕΣΑτζή, έναν ανθρωποφύλακα, ο οποίος περιγράφει τα όσα πέρασε κατά την τρίμηνη “εκπαίδευση” του, την περίοδο που από απλός φαντάρος, μετατράπηκε σε βασανιστή. Τον Σίμωνα Πάτροκλο. «Το χειρότερο καψόνι ήταν να σε ξυπνήσουν τη νύχτα, να σε βγάλουν στον προθάλαμο με το εσώρουχο, να σου φορτώσουν στον λαιμό το μεγάλο σάκο, αυτός να κρέμεται μπροστά και το σακίδιο στην πλάτη, το κράνος χωρίς το προφυλακτικό μέτρο από μέσα στο κεφάλι, το όπλο στην ανάταση και να χοροπηδάς επί δύο-τρεις ώρες». Η μαρτυρία αυτή προέρχεται από τον διαβόητο βασανιστή του ΕΑΤ-ΕΣΑ, Μιχάλη Πέτρου, επίσης πρώην ΕΣΑτζή, διαβόητο για τα βασανιστήρια του την περίοδο της χούντας. Εδώ και ο ίδιος περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο από “παιδί της διπλανής πόρτας” μετατράπηκε σε βασανιστή.

Οι πρώην διοικητές του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος (αριστερά)
και Νικόλαος Χατζηζήσης (δεξιά), στη δίκη των βασανιστών, τον Οκτώβριο του 1975

Συγκλονιστικές αφηγήσεις των βασανιστών έρχονται από το ντοκιμαντέρ δανικής παραγωγής «Ο γιος του γείτονά σου – Πώς κατασκευάζεται ένας βασανιστής» που γυρίστηκε το 1976 και περιέχει μαρτυρίες τόσο των βασανιστών, όσο και των θυμάτων τους.

«- Όταν βασάνιζες, ήσουν καλός σ’ αυτήν τη δουλειά; Τα κατάφερνες;
– Ναι… Νομίζω ότι ήμουνα καλός. (…)
– Αυτό σε ικανοποιούσε;
– Εκείνη την εποχή, ναι».

Η εκπαίδευση του Μιχάλη Πέτρου ήταν «επιτυχής». Μετατράπηκε σε έναν από τους σκληρότερους βασανιστές. Κατά τη διάρκεια της Δίκης των Συνταγματαρχών δήλωσε μετανιωμένος και περιέγραψε αναλυτικά τα μαρτύρια στα οποία υπέβαλε τους κρατούμενους.
«- Υπάρχουνε μέθοδοι βασανισμού που δεν θα τους έκανες σε καμιά περίπτωση τότε;
– Τότε; Όχι. Όλα θα μπορούσαμε να τα έχουμε κάνει. (…)
– Αν σε βάζανε δηλαδή να βασανίσεις το παιδί του Μήνη (σ.σ. κρατούμενος Αξιωματικός) μπροστά του.
– Ναι. Μπορεί να το έκανες».

«Επεδίωξα να με δούνε οι άλλοι ΕΣΑτζήδες να δέρνω», λέει ο Γιώργος Μπίζιουρας, επίσης ΕΣΑτζής στη χούντα. «Γιατί αυτό ζητούσαν εκεί μέσα. Όχι μόνο να δείρεις, αλλά και να σε δουν να δείρεις. Για να ‘σαι το καλό παιδί γι’ αυτούς».

Ένα ντοκιμαντέρ μίας ώρας, που εκτός απ’ τους βασανιστές και τις μαρτυρίες του Σπύρου Μουστακλή και του Στάθη Παναγούλη, περιέχει και τη δραματοποίηση πολλών σκηνών που εκτυλίχθηκαν στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ και όχι μόνο, με αληθινούς ηθοποιούς. Αρχικά υπήρχε διαθέσιμη μόνο η δανική εκδοχή του 1976, αλλά σήμερα υπάρχει και η αγγλική και η ελληνική απόδοσή του:

Λίγο μετά την πτώση της χούντας η καθηγήτρια Μίκα Χαρίτου – Φατούρου, με τη βοήθεια ενός πρώην βασανιστή που την εμπιστεύθηκε, εντόπισε 16 πρώην βασανιστές της στρατονομίας. Απλά, καθημερινά παιδιά του λαού που έκαναν τη θητεία τους και μετατράπηκαν σε στυγνά εργαλεία της μεσαιωνικής βίας που άσκησε η χούντα, στις ανακρίσεις. Οι συνεντεύξεις δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο της με τίτλο: «Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας», εκδ. Ελληνικά Γράμματα. Τα ονόματα μένουν κρυφά και αναφέρονται με κεφαλαία του λατινικού αλφαβήτου. Οι πρώην πλέον βασανιστές περιγράφουν τις πρώτες μέρες και τα μαρτύρια που οι ίδιοι υπέστησαν κατά την εκπαίδευσή τους στο κέντρο εκπαίδευσης στρατιωτικής αστυνομίας (ΚΕΣΑ). Τα κείμενα που ακολουθούν είναι αποσπάσματα από το βιβλίο:

«Έπρεπε να μάθουμε να αγαπάμε τον πόνο», δήλωσε ο Α., ο πιο απάνθρωπος και αποτελεσματικός βασανιστής που υπηρέτησε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η διαδικασία μύησης των νεοσυλλέκτων ξεκινούσε από το τρένο που τους μετέφερε στο κέντρο εκπαίδευσης. Από την πρώτη στιγμή της εκπαίδευσης μέχρι και την τελευταία, οι εκπαιδευόμενοι γνώριζαν μόνο γιουχαΐσματα, ξυλοδαρμούς και ψυχολογικό πόλεμο. Οι αξιωματικοί παρακολουθούσαν από τα γραφεία τους για να σιγουρευτούν ότι οι εκπαιδευτές δεν «καλόπιαναν» τους νεοφερμένους. Η ψυχολογική και σωματική βία ήταν απαραίτητη για να διαλύσει κάθε άμυνα που μπορούσαν να προβάλουν οι υποψήφιοι. Επιπλέον, δεν τους επέτρεπαν να ικανοποιήσουν τις βιολογικές τους ανάγκες, διέκοπταν συνεχώς τον ύπνο τους και τους ξυλοκοπούσαν αδικαιολόγητα.

Ημίγυμνοι στρατονόμοι της ΕΣΑ, σε ώρα χαλάρωσης. Φορούν τα μπλε πηλίκια της στρατονομίας, εσώρουχα και τη διπλή δερμάτινη λευκή ζώνη στην οποία στερέωναν τα γκλομπ τους (mixanitouxronou.gr)

Θεωρούσαν τεράστια ντροπή για έναν νεοσύλλεκτο να ζητήσει άδεια να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα ή να επισκεφτεί τον γιατρό. Σύμφωνα με μαρτυρία του L.: «Δεν είχαμε καιρό να πάμε ούτε στην τουαλέτα. Κατουράγαμε στις αρβύλες μας ή τα κάναμε πάνω μας τη νύχτα ή χρησιμοποιούσαμε πλαστικές σακούλες». Όσο μεγαλύτερη αντοχή στα βασανιστήρια επεδείκνυε ο εκπαιδευόμενος, τόσο μεγαλύτερο σεβασμό αποσπούσε. Ο όρκος της μύησης ακολουθούσε την ίδια λογική. Οι νεοσύλλεκτοι έπρεπε να διασχίσουν γονατιστοί το στρατόπεδο και όταν έφταναν στο «πουλί», το σύμβουλο της χούντας, να υψώσουν το δεξί τους χέρι και να απαγγείλουν δυνατά τον όρκο: «Ορκιζόμαστε υπακοή και πίστη στην επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967 και να αγαπάμε την πατρίδα μας, τον Παπαδόπουλο και τον Ιωαννίδη». Παράλληλα με τον σωματικό πόνο, οι εκπαιδευόμενοι επιβραβεύονταν με δηλώσεις του τύπου: «Σας επέλεξε η μητέρα – πατρίδα».

Η μαρτυρία του B. περιγράφει ένα συνηθισμένο καψόνι: «Μας ξύπναγαν τη νύχτα για καψόνι. Έβαζαν για παράδειγμα όλη τη διμοιρία να χορεύει και να τραγουδάει καλαματιανό και ξαφνικά άρχιζαν το ξύλο. Τότε ο χορός μεταβαλλόταν σε τραγωδία. Πιστεύω ότι με τα καψώνια, θέλανε να μας δείξουν πως ο ΥΣΑ είναι μηδαμινός, δεν είναι άνδρας, παλικαράς, χορευτής. Είναι θηλυκό ζώο. Είναι η κότα που κάνει το αυγό στο κράνος, το ζώο που βόσκει χορταράκι, που κάνει έρωτα στον σάκο». Οι αξιωματικοί απαιτούσαν τυφλή υποταγή από τους εκπαιδευόμενους. Ο G. αναφέρει μια εντυπωσιακή εμπειρία: «Μια μέρα ο λοχίας μου είπε: “Αν σου πει ο διοικητής να σκοτώσεις τον πατέρα σου ή τη μάνα σου, τι θα κάνεις;”. Όταν απάντησα “Όχι”, εκείνος φώναξε στους άλλους: “Είναι τρελός, ακούστε τον τι λέει. Οφείλει να υπακούσει, αν του δώσει διαταγή ο αξιωματικός”. Με χτύπησε γι’ αυτό». Μία μέρα πριν από την τελετή που σηματοδοτούσε το τέλος της εκπαίδευσης, οι δόκιμοι ξυλοκοπήθηαν άγρια: «Ήταν λες και δεν είχαμε δικαίωμα ούτε να χαρούμε που παίρναμε πηλίκια», είπε ο Β. Αυτοί θα γίνονταν στρατονόμοι. Ανάμεσά τους κάποιοι έπρεπε να επιλεγούν για τα βασανιστήρια των ανακρίσεων.

Αρχιβασανιστές της Χούντας κατά τη διάρκεια της δίκης τους

Για όσους είχαν επιλεγεί να γίνουν βασανιστές, η αρχική εκπαίδευση της ΕΣΑ δεν ήταν επαρκής. Η επιλογή γινόταν ύστερα από αυστηρή εξέταση των κριτηρίων. Σύμφωνα με τον βασανιστή G., επιλέγονταν παιδιά από χωριά, όχι Αθηναίοι. Έπρεπε να είναι και κατώτερης κοινωνικής τάξης, επειδή ήταν πιο πιστοί στους αξιωματικούς. Στη δεύτερη φάση της εκπαίδευσης, οι νεαροί άντρες που είχαν μάθει να υπακούουν τυφλά διαταγές, έπρεπε να μάθουν να βασανίζουν χωρίς έλεος. Εκτός από τις συνηθισμένες αγγαρείες, οι εκπαιδευόμενοι έπρεπε να αναισθητοποιηθούν στον πόνο των άλλων. Στην αρχή, διατάζονταν να πηγαίνουν φαγητό στους κρατούμενος, να καθαρίζουν το αίμα από τα κελιά και περιστασιακά να τους δίνουν και μερικά χτυπήματα. Αφού περνούσαν το πρώτο στάδιο, αναλάμβαναν τη φρούριση των θαλάμων κράτησης, όπου παρακολουθούσαν τα βασανιστήρια των κρατούμενων. Στο τέλος, τους υποχρέωναν να συμμετέχουν σε ομαδικούς ξυλοδαρμούς. Ο Α., που εξελίχθηκε σε έναν απ’ τους αγριότερους βασανιστές, είπε ότι μετά τον πρώτο ξυλοδαρμό που συμμετείχε, πήγε στο σπίτι της ξαδέλφης του και έκλαψε. Ο Β. αρχηγός του Τμήματος Διώξεως και απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής, περιέγραψε τα συναισθήματά του για τα βασανιστήρια: «Όσο περισσότερο βασανίζεις, τόσο περισσότερο θέλεις να βασανίζεις. Μεθάς με την πάροδο του χρόνου… Οι τελευταίοι σπασμοί του κρατούμενου σε κάνουν να σκυλιάζεις περισσότερο».

Ο βασανιστής οπλίτης της ΕΣΑ Πέτρου μετάνιωσε και στη δίκη των βασανιστών εμφανίστηκε απολογητικός. Ήταν αυτός που αποκάλυψε τον σκοτεινό κόσμο της εκπαίδευσης στην καθηγήτρια Μίκα Χαρίτου Φατούρου. Τα βασανιστήρια που επιβάλλονταν στους κρατουμένους ονομάζονταν «Σχέδια» και ήταν αριθμημένα και διαβαθμισμένα ανάλογα με την αυστηρότητά τους. Το «Σχέδιο Ένα» ήταν ήπιο. Πέντε άντρες εισέβαλλαν στο κελί ουρλιάζοντας και κραυγάζοντας. Έσπρωχναν, έβριζαν και χτυπούσαν τον κρατούμενο για να τον φοβερίσουν. Οι βασανιστές αποκαλούσαν το σχέδιο αυτό και «τσάι πάρτι». Στο «Σχέδιο Δύο», γνωστό και ως «Τσάι πάρτι με φρυγανιές», άδειαζαν το κελί από έπιπλα και δύο άντρες χτυπούσαν τον κρατούμενο με γροθιές, κλοτσιές και γκλομπ, ουρλιάζοντας και βρίζοντας. Το «Σχέδιο Τρία» ήταν η περίφημη «Δοκιμασία της ορθοστασίας», όπου υποχρέωναν τον κρατούμενο να σταθεί μέσα σε ένα μικρό κύκλο διαμέτρου περίπου 36 εκατοστών και τον χτυπούσαν αν έβγαινε έξω από τα όριά του. Οκτώ φρουροί σε τρίωρες βάρδιες παρακολουθούσαν προσεκτικά τον κρατούμενο. Το βασανιστήριο διαρκούσε ημέρες, χωρίς να παρέχεται τροφή και νερό στον κρατούμενο. Τον εμπόδιζαν να πιει ακόμη και το νερό από το καζανάκι ή τα ούρα του. Αν οι οπλίτες δεν εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντά τους, έμπαιναν εκείνοι στη μέση του κύκλου και ξυλοκοπούνταν αλύπητα.

Οι βασανιστές της ΕΣΑ περηφανεύονταν ότι δεν χτυπούσαν γυναίκες. Όχι επειδή διέθεταν ιδιαίτερα λεπτούς τρόπους, αλλ’ επειδή ήθελαν να αναδείξουν τη σωματική τους δύναμη. Ήθελαν τα θύματά τους να είναι άνδρες, δυνατοί άνδρες, που μπορούσαν να προβάλουν σθεναρή αντίσταση. Οι βασανιστές θεωρούσαν τους εαυτούς τους «υπεράνδρες», ανώτερους και ισχυρότερους όλων. Όταν ρωτήθηκαν για το τέλος της χούντας, οι περισσότεροι βασανιστές εξέφρασαν συναισθήματα απογοήτευσης, καθώς θα έχαναν τα προνόμια που τους προσέφερε η δουλειά τους και θα έπρεπε να επιστρέψουν στα χωριά απ’ όπου κατάγονταν. Η υποδοχή που τους επιφύλασσαν όμως οι συγχωριανοί τους δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή. Πολλοί εκδιώχθηκαν απ’ τα χωριά τους και κουβαλούσαν το στίγμα του βασανιστή. Όταν ζητήθηκε απ’ τον Α. να συμβουλεύσει έναν νέο που βρισκόταν στην ίδια θέση, έδωσε την εξής απάντηση: “Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει είναι να λιποτακτήσει, να φύγει από τη χώρα, να μην πάει ποτέ στον στρατό. Δεν είναι μόνο ο στιγματισμός σου από μια τέτοια κατάσταση. Είναι ότι από άνθρωπο σε μεταμόρφωναν σε ζώο. Αυτό είναι αρκετό!”

Η δήλωση Σεφέρη κατά της Δικτατορίας

Στις 28 Μαρτίου του 1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Μαγνητοφωνεί μία δήλωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε την Ελλάδα. Η κασέτα φθάνει λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν η δήλωσή του μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε». Η Χούντα, φανερά ενοχλημένη από την εξέλιξη αυτή, θα αφαιρέσει από τον Σεφέρη τον τίτλο του «Πρέσβεως επί τιμή» και το δικαίωμα χρήσεως του διπλωματικού διαβατηρίου του. Θα δικαιολογήσει την πράξη της αυτή με το επιχείρημα ότι η δήλωσή του μεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα συνιστά αντεθνική προπαγάνδα. Στον χορό θα μπει και ο φιλικός της Τύπος, που θα γράψει ότι ο Σεφέρης «πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», ενώ θα τον χαρακτηρίσει κρυφοκομμουνιστή και μίσθαρνο όργανο ξένων κυβερνήσεων. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 γίνεται η κηδεία του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, στην Αθήνα. Χιλιάδες λαού συγκεντρώθηκαν για να συνοδεύσουν τον μεγάλο μας Νομπελίστα Ποιητή στην τελευταία του κατοικία, συγκέντρωση η οποία τελικά εξελίσσεται σε αντιδικτατορική διαδήλωση, με νέους, φοιτητές και μαθητές.

Γιώργος Σεφέρης

Η δήλωση Σεφέρη

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

Καταγγελίες, ποινές και διεθνής αποτροπιασμός

Οι συστηματικές καταγγελίες για χρήση βασανιστηρίων από το καθεστώς ξεκίνησαν από τους αυτοεξορίστους Έλληνες στο εξωτερικό. Οι πραξικοπηματίες διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους απέναντι στις κατηγορίες, τις οποίες απέδιδαν σε ψίθυρο των ανθελλήνων και σε δάκτυλο των κομμουνιστών. Η επίσημη αρχή έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου του έτους 1967, οπότε η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία κατέθεσαν, αντίστοιχα, ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης (Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα) τις Προσφυγές υπ’ αριθ. 3321/67 Denmark v. Greece, 3322/67 Norway v. Greece και 3323/67 Sweden v. Greece, κατόπιν και της σχετικής παροτρύνσεως της οικείας νομικής Επιτροπής, που είχε ήδη εκφράσει την έντονη ανησυχία της για τη συνταγματική εκτροπή στην Ελλάδα πέντε μόλις ημέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Την 27η Σεπτεμβρίου ακόμα μία χώρα, η Ολλανδία, πλαισίωσε τη σκανδιναβική αντιχουντική ομάδα, καταθέτοντας τη δική της Προσφυγή 3344/67 Netherlands v. Greece, ενώ και οι εκπρόσωποι της Ισλανδίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου δήλωσαν αλληλέγγυοι προς τις προσφυγές.

Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1967, ο Τζέιμς Μπέκετ, δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας κατέφτασε στην Ελλάδα ως ερευνητής διμελούς ομάδας της Διεθνούς Αμνηστίας υπό τον Αμερικανό δικηγόρο Άντονι Μαρέκο, με σκοπό να διερευνήσει και να καταγράψει την ευρεία χρήση βασανιστηρίων. Ο Μπέκετ ανέλαβε την έρευνα των περιστατικών και τις επαφές με τα θύματα των βασανιστών. Συνετάγησαν δύο μελέτες. Η δεύτερη κατονόμαζε τα θύματα. Αυτό οδήγησε στην καταγγελία του δικτατορικού καθεστώτος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το 1969 γίνεται καταγγελία εναντίον της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, στην οποία περιλαμβάνεται ο φάκελος «Βασανιστήρια» που είχε εκδώσει η επιθεώρηση Athènes-Presse Libre, το 1969. Η ανατριχιαστική μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση δημοσιεύεται επώνυμα στο περιοδικό Look (Μάιος 1969). Η Κίττυ Αρσένη, η οποία κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια και βασανίστηκε στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας, κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό, όπου και κατήγγειλε τους βασανισμούς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αντίστοιχες καταγγελίες έγιναν και απο τον Ανδρέα Λεντάκη προς τον Ερυθρό Σταυρό καθώς και από άλλους κρατουμένους.

Σύμφωνα με τις υπ’ αριθ. 3321-23/1967 και 3344/1967 προσφυγές τους κατά της Ελληνικής Κυβερνήσεως, που έγιναν στο σύνολό τους αποδεκτές με την απόφαση της 31ης Μαΐου 1968 [δημοσίευση: International Legal Materials
Vol. 7, No. 4 (JULY 1968), Cambridge University Press, pp. 818-842 (25 pages)], η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ολλανδία, αντίστοιχα, κατήγγειλαν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ότι εκατοντάδες άνθρωποι στην Ελλάδα είχαν φυλακισθεί από τη χούντα, για μακρό χρονικό διάστημα, χωρίς προηγουμένως να έχουν παραπεμφθεί ενώπιον οποιασδήποτε νόμιμης δικαιοδοτικής αρχής καθώς επίσης και ότι στην Ελλάδα είχαν συντελεσθεί και εξακολουθούσαν να συντελούνται εκ μέρους του καθεστώτος εκτεταμένες παραβιάσεις των άρθρων 1, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 13 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη μεταχείριση των κρατουμένων.

Περιλήψεις των Εισηγήσεων του Συνεδρίου με θέμα: «The “Greek Case” in the Council of Europe: A Game Changer for International Law and Human Rights?», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 12-14 Δεκεμβρίου 2019:

Γιώργος Τσαρουχάς

Στις 8 Μαΐου 1968 ο Ολλανδός αντιπρόσωπος στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης Μαξ βαν ντερ Στουλ κατήγγειλε και πάλι το καθεστώς για βασανισμούς κρατουμένων, όμως η χούντα δεν πτοήθηκε. Την επομένη, 9 Μαΐου, δολοφόνησε αδίστακτα τον πρώην βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργο Τσαρουχά, τον οποίον όργανά της συνέλαβαν μαζί με άλλους στην εθνική οδό Αθήνας – Θεσσαλονίκης, κοντά στη Λεπτοκαρυά Πιερίας. Από τις 31 Ιανουαρίου 1969 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, έπειτα από εξέταση καταγγελιών της Διεθνούς Αμνηστίας, είχε αποφανθεί ότι, αν ως την άνοιξη του 1969 δεν είχε αποκατασταθεί η Δημοκρατία, τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να αποβληθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης. «Κώνωπα εις κέρατον βοός» χαρακτήρισε περιφρονητικά την απόφαση ο Στυλιανός Παττακός. Στο μεταξύ τα δέκα (10) έκτακτα στρατοδικεία, που είχε συστήσει ανά την επικράτεια η χούντα, δίκαζαν και καταδίκαζαν κάθε αντιτιθέμενο.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στην παρ. 4 της επίσημης Εκθέσεως της Διεθνούς Αμνηστίας που συνετάγη και οδήγησε στην αποπομπή της Ελλάδος από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αναφέρεται ότι: «Πληροφορίες από πρώτο χέρι -πληγές στο σώμα των βασανισθέντων-, μαρτυρίες ειδικών και φίλων, επιτρέπουν στην Επιτροπή να βεβαιώσει ότι τα βασανιστήρια χρησιμοποιούνται επίσημα και κατά βούληση και η χρήση τους είναι ευρέως διαδεδομένη εναντίον των Ελλήνων που θεωρούνται ύποπτοι για ανατρεπτική δράση εναντίον της Κυβέρνησης». Ακολούθως η Αντιπροσωπεία της Διεθνούς Αμνηστίας συνέταξε κατάλογο (παρ. 2 της Εκθέσεως) των διαφόρων τεχνικών των βασανιστηρίων που χρησιμοποιούνταν σε βάρος των κρατουμένων κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Ο Άντονι Μαρέκο, έγινε εν συνεχεία δεκτός (κατόπιν δικής του αιτήσεως), από τον Στ. Παττακό και του ζήτησε να εισηγηθεί τη διενέργεια δημόσιας έρευνας για τα βασανιστήρια από την Ελληνική Κυβέρνηση ή να παραπέμψει σε δίκη ορισμένους έστω κρατικούς λειτουργούς που σχετίζονταν με την υπόθεση των βασανιστηρίων. Ο Παττακός ωστόσο αρνήθηκε κατηγορηματικά την αλήθεια όλων αυτών, θεωρώντας τα ως ένα πλέγμα κομουνιστικής προπαγάνδας. Οι εκπρόσωποι της Διεθνούς Αμνηστίας δεν μπόρεσαν τελικά να ολοκληρώσουν την αποστολή τους, ορισμένοι δε μάρτυρες δεν μπόρεσαν να καταθέσουν ενώπιον της Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόκειται για τους Παναγούλη, Αμπατιέλο, Γρηγοριάδη, Νοταρά, Μάστορα, Ιωσηφίδη, Καλλέργη, Μπάρα, Παπαλεξίου, Τσίλογλου, Καζέλη, Θεοδωράκη.

Το 1969 οι δηλώσεις του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Καραμανλή εναντίον της χούντας -μαζί με τις εξελίξεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης– τάραξαν περιστασιακά το καθεστώς, αλλά δεν το κλόνισαν. Ταραχή προκάλεσε ακόμη στο καθεστώς η συνάντηση του Ιταλού σοσιαλιστή ηγέτη και υπουργού Εξωτερικών της χώρας του, Πιέτρο Νένι, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, και η άρνηση του Συμβουλίου της Επικρατείας να υποταχθεί στα κελεύσματα της χούντας, η οποία απέλυε μη αρεστούς σε αυτήν δικαστικούς. Στις 7 Ιουνίου 1969, όλες οι υπό καθεστώς λογοκρισίας εκδιδόμενες εφημερίδες κυκλοφόρησαν με μία πρωτοσέλιδη φωτογραφία του θανατοποινίτη Αλέκου Παναγούλη, κάτω από την οποία ακολουθούσε η εξής ανακοίνωση των υπουργείων Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης: «Κατά την παρελθούσαν νύκτα εδραπέτευσεν εκ των φυλακών ένθα εκρατείτο ο κατάδικος Αλέξανδρος Παναγούλης. Άπασαι αι αρμόδιαι αρχαί, ειδοποιηθείσαι αμέσως, εκινητοποιήθησαν διά την ανακάλυψιν και σύλληψίν του. Διεξάγονται ανακρίσεις. Ο δραπέτης επεκηρύχθη αντί ποσού 500.000 δραχμών, το οποίον θα καταβληθή εις εκείνον όστις θα συμβάλη αποτελεσματικώς εις την σύλληψίν του». Η γενική κατακραυγή που προκλήθηκε συντέλεσε επίσης στην αποπομπή της Ελλάδος από το Συμβούλιο της Ευρώπης λόγω των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την οποία κατήγγειλαν οι σκανδιναβικές χώρες με ένταση. Ωστόσο τα βασανιστήρια δεν τα είδαν όλοι: ο ερευνητής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Μαρτί δεν βρήκε την ταράτσα της Μπουμπουλίνας, ενώ ο Αμερικανός γερουσιαστής Πουσίσκυ «αφού συνομίλησε με εκατοντάδες κρατουμένων, κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι καταγγελίαι περί βασανιστηρίων ήσαν τελείως αναληθείς και καθαρά μυθεύματα». Το ίδιο ίσχυσε και για τους Εγγλέζους βουλευτές που συμμετείχαν στην αποστολή Φρέιζερ.

Τελικά, στις 12 Δεκεμβρίου 1968, με ομόφωνη απόφασή του, το Συμβούλιο της Ευρώπης αποπέμπει την Ελλάδα για την υπόθεση των βασανιστηρίων. Στην απόφαση αναφέρεται, μεταξύ άλλων ρητά, ότι οι πρακτικές των βασανιστηρίων και σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα σε βάρος πολιτικών κρατουμένων, με συγκεκριμένη μάλιστα αναφορά για βάναυσους βασανισμούς κρατουμένων που συντελούνταν στο κτήριο της Ασφάλειας Αθηνών στην οδό Μπουμπουλίνας. Η Χούντα, σε έναν αντιπερισπασμό, εμφανίζει την εξέλιξη αυτή ως δική της απόφαση να αποχωρήσει η χώρα μας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αρνούμενη να παραδεχτεί σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι στη χώρα συντελούνταν βασανισμοί κρατουμένων και εν γένει σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το πρωινό της 12ης Δεκεμβρίου 1969, η Ελλάδα ξύπνησε -μία ακόμη φορά- με εμβατήρια. Τα προγράμματα του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως είχαν ανατραπεί, καθώς «η Ελλάς» εόρταζε την «περήφανην στάσιν» της Χούντας, η οποία απεφάσισε να αποσύρει τη χώρα από το Συμβούλιο της Ευρώπης του οποίου είχε υπάρξει πλήρες μέλος από τον Αύγουστο του 1949. Το ανακοίνωσε την ίδια ημέρα στο Παρίσι, ο υπουργός Εξωτερικών Π. Πιπινέλης, στο πλαίσιο της Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τα εμβατήρια και τα λογύδρια εθνικής υπερηφάνειας κράτησαν άλλες τρεις ημέρες. Εκείνο που δεν ανακοινώθηκε στον Ελληνικό λαό ήταν πως η Χούντα είχε η ίδια επιλέξει την αποχώρηση, όταν διαβεβαιώθηκε ότι η χώρα θα αποπεμπόταν από το Συμβούλιο λόγω της συστηματικής καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών θεσμών.

Η Μαρία Μπέκετ φωτογραφημένη με τις κόρες της

Η Μαρία Μπέκετ (το γένος Χάρη) ανήκε σε ένα είδος ανθρώπων το οποίο τείνει να εκλείψει: των αστών που παίρνουν μεγάλο ρίσκο για να υπηρετήσουν ευγενείς σκοπούς, χωρίς να προσδοκούν προσωπικά οφέλη. Γεννημένη το 1931, μεγάλωσε σε μεσοαστικό περιβάλλον στην Αθήνα και σπούδασε ιστορία και πολιτικές επιστήμες, χωρίς όμως να πολυπιστεύει στις «συμβάσεις» της ακαδημαϊκής ζωής. Έζησε την Κατοχή και τον Εμφύλιο με απανωτά οικογενειακά δράματα. Όπως η ίδια διηγείτο, η στράτευσή της στον αγώνα για τα δικαιώματα των αδικημένων και των αδυνάτων οφειλόταν σε ένα μάλλον τυχαίο γεγονός: τη γνωριμία της, το 1948, με τον Φόλκε Μπερναντότ, τον μεσολαβητή του ΟΗΕ στην πρώτη αραβοϊσραηλινή διένεξη, τον οποίο δολοφόνησε αργότερα στην Ιερουσαλήμ τρομοκρατική σιωνιστική οργάνωση. Ο Σουηδός διπλωμάτης, που είχε αγωνιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου για την απελευθέρωση χιλιάδων εγκλείστων Εβραίων, είχε εγκατασταθεί στη Ρόδο για τις ανάγκες της αποστολής του. Εκεί, όπως φαίνεται, μετέδωσε στη νεαρή Ελληνίδα συνομιλήτριά του τον κοσμοπολιτισμό που έκτοτε τη διέκρινε, το πάθος για την αλήθεια και την πεποίθηση πως, για να χαρεί κανείς τη ζωή, πρέπει να παίρνει ρίσκο και να αγωνίζεται.

Η επιβολή της δικτατορίας βρήκε τη Μαρία στη Γενεύη. Παντρεμένη με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Τζέιμς Μπέκετ, ήταν εγκατεστημένη εκεί με τις δύο κόρες που είχε αποκτήσει μαζί του. Γι’ αυτήν, η χούντα ήταν ο ορισμός της αδικίας και της χυδαιότητας. Χάρη σε επαφές με Νορβηγούς και Σουηδούς πολιτικούς, βρέθηκε πολύ γρήγορα στο επίκεντρο της προσφυγής που άσκησαν στο Συμβούλιο της Ευρώπης οι σκανδιναβικές χώρες και η Ολλανδία. Με παράνομα ταξίδια στην Ελλάδα, χρήση πλαστών διαβατηρίων και άλλες ριψοκίνδυνες μεθόδους, κατόρθωσε να εξασφαλίσει την αυτοπρόσωπη παρουσία στο Στρασβούργο, το φθινόπωρο του 1968, ορισμένων θυμάτων βασανιστηρίων από την Ελλάδα. Κορυφαία στιγμή της δράσης της εκείνη την εποχή ήταν η «απαγωγή» υπό κινηματογραφικές συνθήκες δύο μαρτύρων του στρατιωτικού καθεστώτος, οι οποίοι κατέθεσαν εναντίον της δικτατορίας.

Η δράση της Μαρίας Μπέκετ εκείνα τα δύσκολα πρώτα χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας είχε τεράστια σημασία. Διότι συνέτεινε στην απομόνωση του καθεστώτος. Σε τούτο συνέβαλαν πολλοί ακόμη Έλληνες και φίλοι της Ελλάδας θυσιάζοντας επαγγελματικές υποχρεώσεις και οικογενειακή ηρεμία, για να τεθούν οι κυβερνώντες προ του διλήμματος: είναι δυνατόν, για λόγους real politik, να ανεχθούν την αναβίωση του φασισμού στη Δυτική Ευρώπη, ούτε 25 χρόνια μετά τη συντριβή του στον πόλεμο; Τον Ιούλιο του 1974, εξ άλλου, χάρη στις στενές επαφές της με τον Γιασέρ Αραφάτ και τις οργανώσεις της παλαιστινιακής αντίστασης, έστησε τον σταθμό Radio Free Cyprus στη Βηρυτό, αμέσως μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Προσωπική φίλη του αρχιεπισκόπου και του Βάσου Λυσσαρίδη, μετείχε έκτοτε ενεργά στις προσπάθειες για την περίθαλψη των θυμάτων της τουρκικής εισβολής και την επίλυση του Κυπριακού.

«Μέρα γεμάτη θλίψη στη Γρανάδα
κλαίνε κι οι πέτρες της ακόμα
σαν βλέπουν να πεθαίνει στην κρεμάλα
γιατί δεν πρόδωσε η όμορφη Μαριάννα»

(Στίχοι: Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,
Μουσική: Χρήστος Λεοντής,
Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς,
Τάνια Τσανακλίδου)

Οι φοιτητικοί Αγώνες και οι εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου

Οργάνωση Ρήγας Φεραίος

Στις 17 Δεκεμβρίου 1967 κυκλοφόρησε η ιδρυτική διακήρυξη της Πανελλήνιας Αντιδικτατορικής Οργάνωσης Σπουδαστών «Ρήγας Φεραίος». Λίγους μόνο μήνες μετά την 21η Απριλίου του 1967, μια ομάδα τεσσάρων σπουδαστών, μελών του Πανελληνίου Αντιδικτατορικού Μετώπου και πρώην μελών της Νεολαίας Λαμπράκη, οι Θανάσης Αθανασίου, Γιώργος Ζεβελάκης, Μπάμπης Θεοδωρίδης και Μίμης Μανωλάκος, συναντήθηκαν σε ένα ημιυπόγειο στην οδό Σπύρου Ολυμπίου, στα Πατήσια, και αποφάσισαν την ίδρυση μιας αντιδικτατορικής οργάνωσης νέων, που θα έφερε το όνομα του επαναστάτη και οραματιστή Ρήγα Φεραίου. Πριν ακόμα από την ιδρυτική διακήρυξη του Ρήγα, το όνομα της οργάνωσης είχε αρχίσει να εμφανίζεται στους τοίχους των πανεπιστημιακών χώρων, γραμμένο με μπογιά ή και με βερνίκι παπουτσιών από την «ομάδα εκδηλώσεων» του Ρήγα Φεραίου, Γιάννη Καούνη και ο Δημήτρη Ντανάκα στη Νομική, Βασίλη Τζαβίδα και ο Θεόδωρο Κομματά στο Χημείο και ο Δημήτρη Ντοκόπουλος στο Πολυτεχνείο.

Η ιδρυτική διακήρυξη του Ρήγα Φεραίου κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1967 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Οκτώ μήνες το μαύρο πέπλο του φασισμού σκεπάζει τον ουρανό της πατρίδας μας …Δολοφόνησαν και δολοφονούν …βασάνιζαν και βασανίζουν … Απαγορεύεται να μιλάμε ελεύθερα. Απαγορεύεται να σκεφτόμαστε ελευθέρα. Απαγορεύεται να τραγουδάμε ελεύθερα… Ο Ρήγας Φεραίος σας καλεί να ακολουθήσετε τη φωνή του χρέους και της τιμής, τη φωνή της συνείδησης …».

Η ιδρυτική διακήρυξη της οργάνωσης του Ρήγα Φεραίου

Τα πρώτα χρόνια δράσης του, πριν την ανάπτυξη μαζικού φοιτητικού κινήματος, ο Ρήγας με τον «Θούριο», την εφημερίδα που εξέδιδε ασταμάτητα μέχρι το 1970, με προκηρύξεις, μαγνητόφωνα και αφίσες, με πανώ που ξεδιπλώνονταν στις αίθουσες, με συνθήματα στους τοίχους, με συζητήσεις με τους φοιτητές και κυρίως με την επίδραση που είχαν στους νέους και τον λαό τα 1.000 χρόνια καταδίκης σε φυλακή των μελών του, κράτησε με ηρωισμό και αυτοθυσία αναμμένη τη φλόγα της αντίστασης.

Το 1968, στην πρώτη δίκη μελών του Ρήγα, ο Νίκος Κιάος (21 χρόνια) αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην απολογία του στο στρατοδικείο: «Είμαι μέλος του Ρήγα Φεραίου …Εβασανίσθην εις την Γενική Ασφάλεια Αθηνών και εις τον Διόνυσο. Από την συνεχή φάλαγγα και το ξύλο εις τα γεννητικά όργανα και εις παν μέρος του σώματος με βούρδουλα, μέχρι τα ηλεκτρικά καλώδια, το κάψιμο των χεριών με τσιγάρα, τας σταγόνας εις το μέτωπον, την εικονικήν εκτέλεσιν, την ταφήν εις τάφρον – λάκκον θεοσκότεινον … Δεν μετανοώ δια τας αντιδικτατορικάς μου πράξεις. Πιστεύω εις την πάλη του λαού. Ο λαός θα συντρίψει τους τύραννους του». Στη δίκη αυτή του Ρήγα Φεραίου, στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του 1968, δικάστηκαν οι: Θανάσης Αθανασίου 21 χρόνια, Νίκος Κιάος 21 χρόνια, Παύλος Κλαυδιανός 21 χρόνια, Νίκος Γιανναδάκης 21 χρόνια, Κώστας Καρυωτάκης 16 χρόνια, Κωστής Γιούργος 16 χρόνια, Ανδρέας Σαββάκης 14 χρόνια, Αντώνης Μαργαρίτης 14 χρόνια, Γιωργός Μποτζάκης 10 χρόνια, Αριστείδης Θεοδωρίδης 10 χρόνια, Νικηφόρος Σταματάκης 5 χρόνια, Φρίντα Λιάππα 6 χρόνια με αναστολή, Νίκος Μαργαρίτης 5 χρόνια με αναστολή, Βασίλης Σβαννάς 3 χρόνια με αναστολή.

Στην ίδια δίκη, ο Θανάσης Αθανασίου (21 χρόνια), αναφέρει: «Κατηγορούμαι για συμμετοχή στην οργάνωση Ρήγας Φεραίος. Δηλώνω ότι η αντίθεσή μου στη δικτατορία υπήρξε η βάση των πράξεών μου… Δηλώνω μεγαλόφωνα ότι είμαι κομμουνιστής… Αυτό που εσείς αποκαλείτε “επανάσταση της 21ης Απριλίου 1967” ήταν ένα πραξικόπημα». Και ο Νίκος Γιανναδάκης (21 χρόνια): «Μ’ έβαλαν να ξαπλώσω σ’ ένα κρεβάτι, όπου μ’ έδεσαν, μου έβαλαν ένα φίμωτρο στο στόμα. Μερικοί από τους συντρόφους μου είχαν φιμωθεί με ένα παπούτσι. Τότε άρχισαν να με χτυπούν. Υπέφερα το μαρτύριο της φάλαγγας». Την ίδια περίοδο, Οκτώβριος του ‘68, καταδικάζονται οι φοιτητές του ΠΑΜ-ΡΦ: Άρης Αλεξάκης 5 χρόνια, Πόλυ Σαβινίδου 4 χρόνια και Σελήνη Σαβινίδου 4 χρόνια.

Νέα δίκη του Ρήγα το 1969, με την απολογία της Πόπης Τζεμπελίκου: «Κατάγομαι από μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω με πολλές δυσκολίες και στερήσεις… Από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας εναντιώθηκα στο στρατιωτικό καθεστώς και αγωνίστηκα για την ανατροπή του μέσα από τις γραμμές του Ρ.Φ. … Αγωνιζόμαστε σαν φοιτητές για την Ελευθερία και την Δημοκρατία, που την κατέλυσε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτόν τον τόσο δύσκολο αγώνα μας. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία κ.κ. στρατοδίκαι» (πρόταση εισαγγελέα: θάνατος. Καταδίκη: 15 χρόνια φυλάκιση). Σε αυτή τη δίκη του Ρήγα Φεραίου στην Αθήνα, τον Γενάρη του 1969, δικάστηκαν οι: Μίμης Δαρειώτης, Πόπη Τζεμπελίκου και Τίτος Μυλωνόπουλος. Ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για τους Μ. Δαρειώτη και Π. Τζεμπελίκου. Καταδικάστηκαν με 15 περίπου χρόνια φυλακή ο καθένας.

Τις ίδιες μέρες και άλλη δίκη του Ρήγα με τη μαρτυρία του Μίμη Δαρειώτη: «Συλλαμβάνομαι στις 16 Απριλίου 1968. Οδηγούμαι στη Γενική Ασφάλεια (Μπουμπουλίνας) όπου και παραμένω εν απομονώσει ως τις 21 Αυγούστου 1968. Σ’ αυτό το διάστημα βασανίστηκα επανειλημμένα με φάλαγγα (χτυπήματα επί ώρες με σιδηροσωλήνα και χοντρά ξύλα στα γυμνά πέλματα ή φορώντας παπούτσια). Υπάρχουν ακόμα οι ουλές και τα σπασμένα δάχτυλα. Με έσερναν στο πάτωμα από τα μαλλιά. Μου ξερίζωναν τα μαλλιά, χτυπήματα με γκλόπς. Γροθιές και κλοτσιές από ομάδα 7-8. Μου χτυπούσαν το κεφάλι στον τοίχο και στην γωνία μιας μεταλλικής ντουλάπας. Μου εξάρθρωναν τα χέρια, μου έδεναν με χειροπέδες τα χέρια πίσω και με άφηναν στο κελί για ημέρες. Με απειλούσαν με πιστόλια» (νέα πρόταση του εισαγγελέα για θάνατο, όπως και για άλλους 3 ακόμη. Καταδίκη 16 χρόνια φυλακή). Σε αυτή τη δίκη του Ρήγα Φεραίου και ΠΑΜ στην Αθήνα -και αυτή το Γενάρη του ’69, τις επόμενες ημέρες από την προηγούμενη- ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για τους: Μίμη Δαρειώτη (2η φορά), Σωτήρη Αναστασιάδη, Χρίστο Ρεκλείτη και Γιάννη Πετρόπουλο (καταδικάστηκαν σε 16 χρόνια φυλάκιση έκαστος).

Η Μαρία Καλλέργη καταδικάστηκε σε 16 χρόνια φυλάκιση. Ο Νίκος Αρμάος σε 5 χρόνια φυλακή. Δικάστηκαν μαζί τους οι: Κώστας Μανταίος, Μπούλη Θεοφυλακτοπούλου και Μάγδα Πίτακα, για τους οποίους ο εισαγγελέας είχε ζητήσει 15 χρόνια φυλακή.

Τη μαρτυρία του Σωτήρη Αναστασιάδη (‘69) «Πιάστηκα το βράδυ της 16-4-68. Βασανίστηκα στην Μπουμπουλίνας. Χρησιμοποίησαν την φάλαγγα, γροθιές πίσω από τ’ αυτιά, βγάλσιμο μαλλιών, χτυπήματα στα γεννητικά όργανα, απομόνωση επί 128 ημέρες σε κελί διαστάσεων 1.90×1,10» (Πρόταση του εισαγγελέα για θάνατο. Καταδίκη 16 χρόνια φυλακή).

Βασανιστήρια με ηλεκτρικό ρεύμα – Νέα δίκη του Ρήγα: Μετά τους 16 αγωνιστές φοιτητές μέλη του Ρήγα Φεραίου που πέρασαν από την κόλαση των βασανιστηρίων της Χούντας, ένα καινούργιο αποτρόπαιο έγκλημα… Τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται οι δύο φοιτήτριες στα υπόγεια της Ασφάλειας είναι ασύλληπτα. Ο Λευτέρης Τσίλογλου βασανίζεται βδομάδες στην κόλαση του Διονύσου, άλλοτε με ηλεκτρικό ρεύμα, άλλοτε με φάλαγγες, άλλοτε με κρέμασμα στα δέντρα. Η δίκη αυτή του Ρήγα Φεραίου γίνεται στη Λάρισα τον Μάιο του 1969 και καταδικάζονται οι: Λευτέρης Τσίλογλου 15 χρόνια, Μαργαρίτα Γιαράλη 10 χρόνια, Πόπη Τζεμπελίκου 10 χρόνια. Μαζί τους δικάζεται και ο Γιάννης Μπανιάς, που εξορίζεται.

Η δίκη των 39 στη Θεσσαλονίκη: Μαρτυρία του Μιχάλη Σπυριδάκη (‘69): «Δούλεψα για τη συγκρότηση του Ρήγα. Πιάστηκα στις 3-4-68. Οδηγήθηκα στο στρατόπεδο ΣΕΔΕΣ αμέσως, όπου υποβλήθηκα επί πολλές ώρες σε πολλά μαρτύρια επανειλημμένα. Όπως φάλαγγα, μαστίγωμα, κάψιμο με φωτιά, κάψιμο με τσιγάρο, γρονθοκόπημα, λακτίσματα, περίλουση με ψυχρό νερό. Ύστερα από επανειλημμένες λιποθυμίες αφού εξαντλήθηκα περιέπεσα σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν με πετάξανε στο πόρτ-παγκάζ ενός αυτοκινήτου και με μεταφέρανε στην “Εθνική” Ασφάλεια… Συνέχισαν την επιχείρηση στην Ασφάλεια κρατώντας με συνεχώς άυπνο μερόνυχτα ερεθίζοντας με, γρονθοκοπώντας και λακτίζοντάς με περιοδικά. Κατόπιν με μεταφέρανε στο Γ’ σώμα στρατού, όπου με υποβάλλανε στο μαρτύριο του ηλεκτροσόκ, με ξαναμαστίγωσαν στο κεφάλι και στο πρόσωπο μέχρι αίματος, μου ξερίζωσαν τα μαλλιά με τινάγματα της κεφαλής, με κρατούσαν συνεχώς δεμένο πισθάγκωνα σε μια καρέκλα έχοντας μου μέρα – νύχτα στο πρόσωπο ένα προβολέα. Με κρατούσαν συνεχώς άυπνο, με υπόβαλλαν στο μαρτύριο της δίψας και επί 8 μέρες μου στέρησαν παντελώς την τροφή …» (16,5 χρόνια φυλάκιση). Στην ίδια δίκη του Ρήγα Φεραίου και του ΠΑΜ, στη Θεσσαλονίκη (Δίκη των 39), τον Μάιο του 1969, ο εισαγγελέας πρότεινε θάνατο για τον Αργύρη Μπάρα. Καταδικάστηκαν σε ισόβια οι: Αργύρης Μπάρας, Αλέξης Παπαλεξίου και Σωκράτης Στεφανίδης. Σε 20 χρόνια περίπου οι: Μιχάλης Σπυριδάκης, Θόδωρος Καζέλης, Γιάννης Γρηγοριάδης, Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης. Σε 10 χρόνια περίπου καταδικάστηκαν οι: Πολύδωρος Βοϊτσίδης, Σωτήρης Τσιακμάκης και Δημήτρης Παπαλεξίου. Σε σε 8 χρόνια περίπου οι: Κώστας Τόμτσης, Ισμήνη Τσούτσια, Γιάννης Γκιρκούδης, Γιώργος Αναστασίου και Μπάμπης Ζιώγας. Σε 5-6 χρόνια περίπου καταδικάστηκαν οι: Γιάννης Πίτυρης, Περικλής Τερζής, Λάκης Προγκίδης, Θωμάς Βασιλειάδης και Βλαδίμηρος Γραμματικόπουλος, και με αναστολή οι: Γιώργος Μπιβολάρης, Γαρ. Δελιγκάς και Γιώργος Δρανδάκης.

Στην ίδια ως άνω δίκη, ο Λάκης Προγκίδης στην απολογία του αναφέρει: «Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, διώξεις φοιτητών, συνδικαλιστών, αγωνιστών, ανθρώπων του δημοσίου βίου, καθηγητών κ.λπ. Φυλακίσεις, βασανιστήρια από μέρους της κυβέρνησης… Οργανώθηκα στο Ρήγα… Τη μη ανάμιξη πια, ή έστω και την εφησύχαση, θεωρούσα προδοσία» (6 χρόνια φυλάκιση). Χαρακτηριστικός και ο διάλογος της Ισμήνης Τσούτσια με τον πρόεδρο του Στρατοδικείου: «Ήταν δυνατόν να μείνουμε αδιάφοροι; Όλα αυτά και η αξιοπρέπεια μου σαν ελεύθερου ανθρώπου και η συναίσθηση της ευθύνης απέναντι σ’ αυτούς που αύριο θα κάτσουν στα ίδια θρανία με μας και θα μας ρωτήσουν -Τι κάνατε όταν καταλύθηκε η Δημοκρατία;». Και ο διάλογός της με τον πρόεδρο του Στρατοδικείου: Πρ. «Πόσους φοιτητές έχει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης; Πόσοι απ’ αυτούς είναι στο Ρήγα;». Κατηγ.: «22.000. Στο Ρήγα ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών άσχετα αν σ’ αυτή την αίθουσα βρισκόμαστε μόνο 17». Απολογία του Γιάννη Γκιρκούδη: «Έδωσα το παρόν στο σάλπισμα της φοιτητικής αντιδικτατορικής οργάνωσης Ρήγας για πάλη ενάντια στη δικτατορία, για ανατροπή της κυβέρνησης που πνίγει τα λαϊκά δικαιώματα, για επάνοδο στο δρόμο της δημοκρατικής ομαλότητας». Απολογία του Κώστα Τόμτση: «Την 21.4.67 μια ομάς στρατιωτικών καταπατεί κάθε ίχνος ελευθερίας και αφαιρεί κάθε συνταγματικό δικαίωμα του λαού. Χιλιάδες άνθρωποι φυλακίζονται και εξορίζονται αποκλειστικά και μόνο δια τα δημοκρατικά τους φρονήματα … με οδήγησε να ενταχθώ στην αντιδικτατορική οργάνωση Ρήγας και μέσα από τις γραμμές της να παλέψω για την ανατροπή της δικτατορίας». Του Γιώργου Αναστασίου: «Πάντα αντίθετος με τη δικτατορία, δεν ήταν δυνατόν να μείνω αδρανής μπροστά σε αυτή τη δύσκολη στιγμή της χώρας μας. Έγινα μέλος του Ρήγα … Βασανίστηκα φρικτά με φάλαγγα».

Νέες δίκες του Ρήγα: Το 1969 ο Γιάννης Καούνης προβαίνει σε καταγγελία στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό: «Με συνέλαβαν επειδή είμαι κομμουνιστής και μέλος του Ρήγα. Στην ανάκριση με βασάνισαν και με κακομεταχειρίστηκαν με διάφορους τρόπους. Το ίδιο έγινε και γι’ άλλους δύο που συνέλαβαν στην ίδια υπόθεση και συγκεκριμένα τον Μπάμπη Γεωργούλα και την Μαρία Αγγελάκη… Με κτύπησαν γροθιές στο κεφάλι τόσο δυνατά, ώστε να χάσω προσωρινά την αίσθηση της όρασης …Με υπέβαλαν στο βασανιστήριο της φάλαγγας… Με γρονθοκοπούσε, με έφτυνε στο πρόσωπο και πατούσε την κοιλιά μου … Μου κρατούσε τα μάτια ανοιχτά για να δείχνει πως δεν έχω λιποθυμήσει. Το στιλιάρι της φάλαγγας έσπασε. Φάλαγγα πέρασε και ο Μπάμπης Γεωργούλης, ενώ η Μαρία Αγγελάκη, μαζί με πολλά άλλα πέρασε και φάλαγγα των δακτύλων των χεριών» (12 χρόνια φυλάκιση).

Άλλη δίκη του Ρήγα Φεραίου γίνεται στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1970 και καταδικάστηκαν οι: Γιάννης Καούνης 12 χρόνια, Μπάμπης Κοβάνης 5 χρόνια, Μπάμπης Γεωργούλας 4 χρόνια, Μαρία Αγγελάκη 4 χρόνια. Από το ίδιο δικαστήριο τις ίδιες ημέρες καταδικάστηκε σε 20 χρόνια ο Μπάμπης Θεοδωρίδης, υπεύθυνος στο ΚΚΕ Εσωτερικού, για τις αντιδικτατορικές οργανώσεις νεολαίας στις οποίες περιλαμβανόταν και ο Ρήγας Φεραίος. Μαζί του καταδικάστηκαν οι: Νίκος Γεωργακόπουλος, Δημήτρης Μαστροδήμος, Μιχάλης Πανταχός και Νίκος Πανώριος

Νέα δίκη και διάλογος με τον πρόεδρο του Στρατοδικείου: «Δεν σας φοβάμαι! Εσείς με φοβάστε». Διάλογος του Προέδρου του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών με τη Μαργαρίτα Γιαραλή και την Πόπη Τζεμπελίκου στη δίκη του Ρήγα Φεραίου, στις 3 Νοεμβρίου 1969:
Γιαραλή: Είναι η τρίτη φορά που έρχομαι εις το στρατοδικείο και είμαι υπερήφανη που ανήκω στις προοδευτικές…
Πρόεδρος: Αφήστε τα αυτά.
Γιαραλή: Παρακαλώ αφήστε με να απολογηθώ.
Πρόεδρος: Για την οργάνωση να μας πείτε.
Γιαραλή: Μάλιστα. Για το Ρήγα. Οι σκοποί της οργάνωσης βγαίνουν…
Πρόεδρος: Αφήστε τους σκοπούς.
Γιαραλή: Θέλω να απολογηθώ παρακαλώ.
Πρόεδρος: Καθίστε κάτω. Παρανομούσατε.
Γιαραλή: Όταν καταπατούνταν τα ανθρώπινα δικαιώματα…
Πρόεδρος: Κάτσε κάτω.
Γιαραλή: Μα να απολογηθώ.
Πρόεδρος: Τι κάνατε να μας πεις.
Γιαραλή: Αυτό θα σας πω. Από της εγκαθιδρύσεως της δικτατορίας στην Ελλάδα…
Πρόεδρος: Κάτσε κάτω. …
Βασιλικός Επίτροπος: Θέλετε να μας κάνετε πλύσιν εγκεφάλου;
Πρόεδρος: Πέρασες στιγμή χωρίς παράνομη δράση, χωρίς να μοιράζεις προκηρύξεις;
Γιαραλή: Ούτε στιγμή. Θεωρώ χρέος μου…
Πρόεδρος: Κάτσε κάτω.
Γιαραλή: Δεν μου επιτρέπετε να καταγγείλω τα βασανιστήρια που στην ασφάλεια…
Πρόεδρος: Θα σε αποβάλω της αιθούσης.
Βασιλικός Επίτροπος: Θέλετε να μεταβάλλετε την αίθουσα σε γιάφκα.
Τζεμπελίκου: Τρίτη φορά έρχομαι εδώ για την αντιδικτατορική μου δράση.
Πρόεδρος: Κάτσε κάτω.
Τζεμπελίκου: Για τρίτη φορά δεν θα με αφήσετε να απολογηθώ.
Πρόεδρος: Κάτσε κάτω.
Τζεμπελίκου: Καταγγέλλω τα βασανιστήρια. Με φέρνουν μετά ένα χρόνο στο δικαστήριο για να μην φανούν τα σημάδια.
Πρόεδρος: Κάτσε κάτω.
Τζεμπελίκου: Να γραφτεί στα πρακτικά ότι δεν με αφήσατε να απολογηθώ. Καταγγέλλω…
Πρόεδρος: Κάτσε κάτω.
Τζεμπελίκου: Δεν σας φοβάμαι! Εσείς με φοβάστε, ακόμα και τώρα που κάθομαι στο εδώλιο της κατηγορούμενης».

Στην ίδια ως άνω δίκη του Ρήγα Φεραίου στην Αθήνα, τον Νοέμβριο του 1969, η Πόπη Τζεμπελίκου καταδικάζεται σε 17 χρόνια φυλάκιση, που μαζί με τις δύο προηγούμενες καταδίκες γίνονται πάνω από 40 και κατά συγχώνευση 25 χρόνια. Η Μαργαρίτα Γιαραλή καταδικάζεται σε 15 χρόνια, που μαζί με τη προηγούμενη καταδίκη της γίνονται 25 και κατά συγχώνευση 17. Ο Νικόλας Βουλέλης καταδικάζεται σε 8 χρόνια.

Η δίκη του Ρήγα στο Εφετείο παίρνει μεγάλη δημοσιότητα. Το 1971 μετά από ισχυρές διεθνείς πιέσεις οι δίκες με βάση τον εμφυλιακό νόμο 509 δικάζονται όχι στα έκτακτα στρατοδικεία αλλά στα εφετεία. Οι ανακρίσεις βέβαια είναι το ίδιο σκληρές. Οι ποινές, όμως, γίνονται πια αρκετά μικρότερες. Τον Αύγουστο του 1971 στο Εφετείο στην Αθήνα γίνεται η νέα δίκη του Ρήγα Φεραίου, που πήρε μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσε ισχυρές εντυπώσεις. Καταδικάζονται οι: Κώστας Κωσταράκος 3 χρόνια, Φώτης Προβατάς 2 χρόνια, Γιώργος Σπηλιώτης 2 χρόνια. Μαζί τους δικάστηκαν οι: Γιάννης Ρέγκας, Δημήτρης Μαρκάκης, Λυκούργος Φλέσσας, Χρίστος Ηλιόπουλος, Ανδρέας Χριστόπουλος, Γιάννης Μπαλάφας, Ελένη Γεωργίκου, Δήμητρα Γεωργίκου, Νίκη Νιανιάρα και Μίλτος Λειβαδίτης.

Η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ) και η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ)

Η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ) και η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ) υπήρξαν δύο σωματεία, που είχαν συγκροτηθεί νομίμως το 1970, και είχαν δραστηριοποιηθεί κυρίως στη διοργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και διαλέξεων σε δημόσιους χώρους, με διάφορα σύγχρονα θέματα. Ιδρυτικά μέλη της ΕΚΙΝ υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Βερνίκος, ο Νικήτας Λιοναράκης, ο Μάκης Παρασκευόπουλος, ο Νίκος Μπίστης, ο Παναγιώτης Κανελλάκης και άλλοι κεντροαριστεροί κυρίως καθηγητές και νεολαίοι. Πρωτεργάτες της ΕΜΕΠ ήταν οι Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Βιργινία Τσουδερού, Ανέστης Παπαστεφάνου, Γεώργιος Κουμάντο, Κώστας Αλαβάνος, Χριστόδουλος Κουρούκλης, Νίκος Κυριαζίδης, Αλέκος Ξύδης και άλλοι. Αξιοσημείωτο κοινό χαρακτηριστικό των δύο σωματείων υπήρξε η εμπλοκή σε αυτά, και μάλιστα από την ιδρυτική τους φάση, ατόμων μεσαίας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλοαστικής προέλευσης, με πολιτικά μετριοπαθές ή και κεντρώο προφίλ. Η ΕΚΙΝ χαρακτηρίστηκε έτσι από τη χούντα ως «περίπου κομμουνιστική». Η θεματολογία των εκδηλώσεων, το προφίλ των εισηγητών, αλλά και η ανταπόκριση του ευρύτερου κοινού δεν άργησαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των διωκτικών αρχών, που δημιούργησαν σταδιακά έναν κλοιό παρακολούθησης και ολοένα εντεινόμενης τρομοκράτησης γύρω από τη δράση τόσο της ΕΚΙΝ όσο και της ΕΜΕΠ. Η παρουσία ασφαλιτών στις συνεδριάσεις αλλά και στις εκδηλώσεις των δύο σωματείων, οι έλεγχοι κατά την προσέλευση του κοινού σε αυτές, η αφαίρεση ταυτοτήτων και η κλήση μελών των σωματείων στην Ασφάλεια «δι’ υπόθεσίν των», έγιναν σύντομα κανόνας.

Σε απόρρητο τότε φάκελο της Διεύθυνσης Εθνικής Ασφαλείας αναφέρεται χαρακτηριστικά για τη δράση της ΕΚΙΝ: «Αύτη, καθοδηγουμένη υπό κομμουνιστών και κεντροαριστερών διανοουμένων, έχει ως κύριον στόχον την σπουδάζουσαν νεολαίαν με προοπτικήν διευρύνσεως τούτου εις ολόκληρον τον χώρον της Ελληνικής Νεολαίας». Μεταξύ των …εγκλημάτων της ΕΚΙΝ συγκαταλέγονται η αντιμετώπιση των φοιτητικών προβλημάτων, η συμμετοχή στην επιστημονική έρευνα και καλλιτεχνική δημιουργία και η προσέγγιση και διάδοση στα ευρύτερα στρώματα της νεολαίας του «συγχρόνου προοδευτικού προβληματισμού»! Άλλα …εγκλήματα, όπως τονίζει το έγγραφο της ασφάλειας, οι ομιλίες ειδικών ομιλητών- «μετά συζητήσεως» μάλιστα όπως αναφέρεται με έμφαση- όπως του Γιάννη Μαρκόπουλου με θέμα «Χρονικόν», του Βασίλη Ραφαηλίδη με θέμα: «Ο κινηματογράφος και οι άλλες τέχνες», του Αναστάση Πεπονή με θέμα: «Η τηλεόραση σα μέσο επικοινωνίας», του Γιωργου Κουμάντου με θέμα: «Κράτος και παιδεία», του Κ. Μουρσελά με θέμα: «Το θέατρον», αλλά και του Κ. Κουλουφάκου με θέμα: …«Τι είναι ποίημα»! Μπροστά σε αυτά βεβαίως ήταν απολύτως λογικό η ασφάλεια να χαρακτηρίζει κομμουνιστικά τα βιβλία που πρότεινε η οργάνωση να μελετώνται όπως του Δ. Χατζή «Το τέλος της μικρής μας πόλης», του Έρνεστ Μαντέλ «Βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας», του Ντάβιντ Χόροβιτς «Από την Γιάλτα στο Βιετνάμ», αλλά και του περιοδικού … «Σύγχρονος κινηματογράφος».

«Οι κομμουνισταί και οι κεντροαριστεροί διανοούμενοι, θέσαντες ως κύριον στόχον των την διάβρωσιν της νεολαίας, συνεκρότησαν από εξαμήνου και πλέον εις Αθήνας οργάνωσιν, ήτις ανέπτυξεν έντονον δραστηριότηταν εις τον χώρον των σπουδαστών και φοιτητών Ανωτέρων και Ανωτάτων Σχολών, διοργάνωσε συγκεντρώσεις και ομιλίες και έθεσεν εις κυκλοφορίαν βιβλία και περιοδικά προπαγανδιστικού περιεχομένου», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο έγγραφο του Γενικού Διευθυντού Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος μάλιστα εγκαλεί τις υπηρεσίες ασφαλείας της πρωτεύουσας, γιατί δεν πήρε είδηση την δημιουργία της οργάνωσης: «Αι αρμόδιαι Υπηρεσίαι Ασφαλείας, ιδίως δε αι τοιαύται της Πρωτευούσης, εις την περιοχήν των οποίων από εξαμήνου και πλέον λαμβάνουσι χώραν διάφοροι εκδηλώσεις, δεν επεσήμαναν, ως διαπιστούται μετά λύπης μου, ούτε την δημιουργίαν της εν λόγω Οργανώσεως, ούτε την δραστηριότητα ταύτης. Το γεγονός τούτο είναι απαράδεκτον και μαρτυρεί, ότι δεν υφίσταται η δέουσα επαγρύπνησις των Υπηρεσιών Ασφαλείας εις τον ζωτικόν χώρον της Νεολαίας και ειδικώτερον εις τους χώρους των Ανωτέρων και Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων …!».

Σε δεύτερο έγγραφο αναφέρονται τα μέλη του Δ.Σ. της Ελληνοευρωπαϊκής Ένωσης Νέων: Πρόεδρος Κανελλάκης Παναγιώτης, Αντιπρόεδρος Ξενοφών Γιαταγάνας, Γενικός Γραμματέας Γιώργος Βερνίκος, Ταμίας Ανδρέας Γιαννακόπουλος, Ειδικός Γραμματέας Σοφία Αναστασιάδου και σύμβουλοι οι Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Αντώνης Φραντζεσκάκης και Νίκος Γουλανδρής. Στο βιβλίο του «Η Άλλη Κρίση – Η Μαρτυρία Ενός Πρέσβη» ο πρέσβης Αλέξανδρος Μαλλιάς θυμάται και αναφέρει: «Δεθήκαμε από τότε με τον Νίκο Αλιβιζάτο και ορισμένους άλλους. Τον Ιούνη του 1970 Ιδρύεται η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων. Γιώργος Βερνίκος, Μάκης Παρασκευόπουλος, Νίκος Μπίστης και οι πρόωρα, μα πολύ πρόωρα χαμένοι Νικήτας Λιοναράκης και Παναγιώτης Κανελλάκης. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν μπόρεσαν με πλαστά διαβατήρια να φύγουν από την Ελλάδα, με συγκίνηση και χαρά φιλοξένησα τον Γιώργο και τον Παναγιώτη για κάμποσο καιρό σε ένα άθλιο φοιτητικό δωμάτιο στη Γενεύη. Οι εκδηλώσεις της ΕΚΙΝ ανοικτές. Οι οδοί Γιάννη Σταθά και Ευέλπιδος Ρογκάκου εξακολουθούν να σημαίνουν πολλά για μας. Η ζύμωση ήταν έντονη και διαρκής. Το καζάνι έβραζε … Στις 22 Μαρτίου 1972, μια ομάδα 42 φοιτητών, που δεν λειτουργούσε ακόμη σαν ομάδα αλλά περισσότερο σαν άθροισμα μονάδων, καταθέσαμε στο Πρωτοδικείο Αθηνών προσφυγή κατά του διορισμένου συμβουλίου της «Θέμιδας». Εκτός από τους Νίκο Αλιβιζάτο, Γιώργο Βερνίκο και Νικήτα Λιοναράκη, μνημονεύω επιλεκτικά και τους Άλκη Κούρκουλα, Νίκο Μεγγρέλη, Όλγα Τρέμη, Αλέξανδρο Αλαβάνο, Ιωάννα Καρυστιάνη και Νίκο Μπίστη. Ορισμένοι το πλήρωσαν με βασανιστήρια και φυλακή. Όπως έδειξαν οι εξελίξεις, το ρήγμα είχε αρχίσει και διευρυνόταν. Στα χρόνια εκείνα, εκτός από την ανάγνωση των εφημερίδων που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε παράθυρο που επέτρεπε η προληπτική λογοκρισία, η ενημέρωση γινόταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το μεσημέρι, γύρω στις 2 η ώρα, αν θυμάμαι καλά, ήταν η ελληνόφωνη εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού Παρισίων. Το βράδυ ξεκινάγαμε με το ΒΒC και τη Ντόιτσε Βέλε από την Κολωνία. Αργά, γύρω στις 11, άκουγα που και που και το Ράδιο Μόσχα, που εξέπεμπε στην ελληνική. Μερικές φορές οι ειδήσεις από τη Μόσχα ήταν πραγματικά ακαταλαβίστικες. Ακόμη και η δημοτική υπέφερε. Αν μου πείτε τώρα, 40 χρόνια αργότερα, τι θυμάμαι από τις εκπομπές αυτές, θα σας πω με σιγουριά το άκουσμα των Λιανοτράγουδων του Θεοδωράκη σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, συνεντεύξεις του Ανδρέα Παπανδρέου, στην Κολωνία νομίζω, και την ανάγνωση από τον σερ Λώρενς Ολιβιέ στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου ενός μηνύματος από τη φυλακή του Γεωργίου – Αλέξανδρου Μαγκάκη. Οι ελληνόφωνες εκπομπές της Κολωνίας, του Λονδίνου και του Παρισιού ήταν η μόνη δυνατότητα ελεύθερης πληροφόρησης, την οποία καθημερινά αποζητούσαμε». Και συνεχίζει: «Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος 1972 -δύσκολες στιγμές. Η χούντα βγάζει το προσωπείο και αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά το αληθινό της πρόσωπο. Κλείνουν την ΕΚΙΝ και την ΕΜΕΠ. Διακόπτεται η αναβολή στράτευσης φοιτητών. Ο Πεσμαζόγλου εκτοπίζεται. Εκτοπίζονται και άλλοι. Η Αικατερίνη Δούκα και το γραφείο της Ζαλοκώστα 4 ενημερώνει συνέχεια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ευαισθητοποιεί τους Επιτρόπους. Ο τότε πρόεδρος της Επιτροπής, Ολλανδός Σίκο Μάνσχολντ, τηρεί σκληρή στάση απέναντι στη χούντα. Κάνει δηλώσεις στο Στρασβούργο. Στέλνει στην Αθήνα σε εμπιστευτική αποστολή τον διευθυντή του γραφείου του Σάουκ Γιόνκερ. …».

Επάνω και στις επόμενες φωτογραφίες: Συλλήψεις φοιτητών
στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών και βίαιες προσαγωγές,
μετά τις διαδηλώσεις της 21ης και 29ης Απριλίου 1972

Κατά την περίοδο που εξετάζουμε οι εκδηλώσεις των δύο σωματείων είχαν πυκνώσει, φτάνοντας τις είκοσι (20) τους πρώτους μήνες του 1972. Ορισμένες από αυτές είχαν προκαλέσει ευρύτερη αίσθηση, όπως ενδεικτικά η διάλεξη της Βρετανίδας οικονομολόγου Τζόαν Ρόμπινσον (Joan Robinson) στις 17 Μαρτίου 1972 (ΕΚΙΝ), που οδήγησε στην απαγόρευση της δεύτερης προγραμματισμένης εμφάνισής της, καθώς και η ομιλία του Γερμανού συγγραφέα Γκίντερ Γκρας (Günter Grass) στις 20 Μαρτίου 1972 (ΕΜΕΠ), που προκάλεσε την έντονη δημόσια αντιπαράθεση του ομιλητή με τον εκπρόσωπο Τύπου του δικτατορικού καθεστώτος. Η διάλεξη του συγγραφέα Βασίλη Ρώτα, με θέμα: «Το νόημα της ελευθερίας», που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της ΕΚΙΝ, στις 29 Απριλίου 1972, και η ανοικτή συζήτηση που οργάνωσε η ΕΜΕΠ στο Θέατρο Άλφα του Στέφανου Ληναίου, στις 8 Μαΐου 1972, με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα υπήρξαν και το κύκνειο άσμα των δύο σωματείων.

Η ΕΚΙΝ είχε άμεση σχέση με τους πρώτους πυρήνες του φοιτητικού κινήματος, τον χώρο του Πανεπιστημίου και ειδικά της Νομικής Σχολής. Η δημιουργία της δεν αντιμετώπιζε, όπως είδαμε, μόνο τους κινδύνους από τη χουντική καταστολή. Καμιά παρόμοια οργάνωση δεν είχε δημιουργηθεί έως τότε. Και ήταν εντελώς αχαρτογράφητα τα νερά που διέπλεε αυτή η μικρή ομάδα νέων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να συμπεριλάβει στους κόλπους της όλες τις πολιτικές τάσεις του αντιδικτατορικού φάσματος που είχαν ωστόσο ως κοινό στόχο τους την ανατροπή της. Οι διαδηλώσεις της 21ης και της 29ης Απριλίου 1972 έπεισαν τη χούντα ότι πίσω από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις κρυβόταν η ΕΚΙΝ. Μετά τη σύλληψη του προέδρου της Παναγιώτη Κανελλάκη, στις αρχές Μαΐου 1972, η χούντα προχώρησε στη διάλυση του Συλλόγου, με την αιτιολογία ότι: «Υπό την “αθώαν” προσωνυμίαν “Ελληνο-ευρωπαϊκή Κίνησις Νέων” η υπό διάλυσιν οργάνωσις απεπειράτο να διασπάση την ενότητα, η οποία έχει σφυρηλατηθή μεταξύ της Επαναστάσεως και του κόσμου των νέων, να διαβρώση την σκέψιν των με ανατρεπτικάς και αντεθνικάς ιδέας, να τους παρακίνηση εις αμέσους ή εμμέσους αντικαθεστωτικάς ενεργείας …».

Πρωτοσέλιδα εφημερίδων της 10ης Μαΐου 1972 για τη διάλυση της ΕΚΙΝ και της ΕΜΕΠ

Ο ίδιος ο Πρόεδρος της ΕΚΙΝ, Παναγιώτης Κανελλάκης, πολύ αργότερα θυμάται: «Ήταν βραδάκι και έριχνε ένα ψιλό χιονόνερο -κάπου αρχές Δεκέμβρη του ’71. Δύο μπάτσοι με στολή και ένας με γκαμπαρντίνα μας σταματάνε έξω από τα γραφεία της Γιάννη Σταθά για εξακρίβωση στοιχείων. Με τη βοήθεια φακού συλλαβίζουν τα ονόματά μας στις ταυτότητες με εκείνη την ασφαλίτικη προφορά του επαρχιώτη που κρύβει την καταγωγή του. Οι κουβέντες είναι κοφτές και τα βλέμματα βλοσυρά. Ως συνήθως. Διαδικασία αποσκοπούσα στην αποθάρρυνση της αθρόας προσελεύσεως των νέων και στην αποφυγή μιάνσεως της νεολαίας με αντεθνικάς ιδέας και ανατρεπτικά πολιτικά συνθήματα.
Απόψε όμως κάτι πάει στραβά. Κάτι τους στενοχωρεί τους μπάτσους. Τραβιούνται λίγο παράμερα και κοιτάνε δύσπιστα μια εμάς και μια τις ταυτότητες. Με ύφος σκοτεινό. Σαν κάτι να τους ξινίζει. Περνάνε στιγμές αμφίπλευρης αμηχανίας. Τι διάολο, πρωτάρηδες είναι; Τη λύση τελικά θα τη δώσει αυτός με την γκαμπαρντίνα που δείχνει να έχει και την πολιτική ευθύνη των χειρισμών. Με μια αποφασιστική κίνηση μας… επιστρέφει τις ταυτότητες, καληνυχτίζει(!), κάνει μεταβολή και χάνεται μαζί με τους άλλους δύο στο σκοτάδι. Μόνο συγγνώμη που δεν μας ζήτησε! (Γιατί μου φάνηκε πως στη φωνή του έπαιζε μια δόση δουλικότητας;).
Μπήκαμε στα γραφεία και κοιταζόμασταν. Δεν μας είχαν μαθημένους οι μπάτσοι σε τέτοιες αβρότητες. Τι είχε συμβεί; Η όλη υπόθεση ήταν αρκετά σκοτεινή και ίσως να έμενε για πάντα ανεξιχνίαστη αν ένας από την παρέα, αυτός που ανέλαβε την αναμοιρασιά των ταυτοτήτων, δεν διάβαζε τα ονόματά μας μεγαλοφώνως. Και τότε, διαμιάς, φωτίστηκαν σε όλο τους το μεγαλείο… οι δισταγμοί του ασφαλίτη. Τα τρία πρώτα ονόματα ήταν: Γουλανδρής Ν., Λάτσης Γ., Βερνίκος Γ. … Σου λέει: «Πού να μπλέκεις τώρα; Ξέρω ‘γώ τι γίνεται; Άσε καλύτερα …
Είχε και η χούντα τα ωραία της. Αλλά και εμείς στην ΕΚΙΝ είχαμε τα δικά μας. Στις παρέες, στους πολιτικούς καβγάδες, στις ταβέρνες, στις εκδρομές -με τα απαγορευμένα άσματα- υπήρχε μια έξαψη, μια ευφορία σε επίπεδο… ελευθεριακής παράνοιας. Χωρίς αυταπάτες. Το κέφι, το χιούμορ, οι πλάκες δεν μας απέλειπαν, ακόμη και τότε που η μάχη με τον φόβο είχε γίνει υπόθεση καθημερινή.
Στην Ασφάλεια που μας καλούσε ο Καραπαναγιώτης, στη Μεσογείων, μπαίναμε ως τεθλιμμένοι συγγενείς αλλά βγαίνοντας τρέχαμε στα γραφεία, με την αδρεναλίνη στα ύψη, να αφηγηθούμε τα ασφαλίτικα σενάρια και τις κουτοπονηριές του Μαΐλη και του Κραβαρίτη, χωρίς να κρύβουμε τις λαχτάρες που πέρασε η καρδούλα μας.
Ήταν ωραίες εποχές και τις ζήσαμε έντονα. Αφού διερωτώμαι καμιά φορά μήπως υπάρχει κάποια νομοτέλεια που θέλει τη διακινδύνευση ως προϋπόθεση της χαράς και της ευφροσύνης.
Αυτό που γέμιζε τις μπαταρίες μας -διατηρώ άθικτη την ανάμνηση- ήταν εκείνος ο μικρός θρίαμβος που έπαιζε στα μάτια του νέου την ώρα που περνούσε το κατώφλι και έμπαινε στα γραφεία της ΕΚΙΝ έχοντας ξεπεράσει τους φόβους του, έχοντας στυλώσει την αυτοεκτίμησή του… Αυτή ίσως ήταν η μεγάλη μας προσφορά.
Μέσα στην οργανωμένη σύγχυση των καιρών σηκώσαμε το δικό μας πρωτοφυές πολιτικό ανάστημα, εύθραυστο και προκλητικό, δίνοντας το δικό μας νόημα στον όρο αντίσταση. Χωρίς να είναι φωνακλάδικη η θεμιτή αντίσταση της ΕΚΙΝ κατάφερε να σπάσει τη γενική σιωπή που στήριζε τη γενικευμένη παρακμή. Συνεδριάζαμε, παίρναμε αποφάσεις, καταστρώναμε σχέδια στρατηγικά, χαράζαμε γραμμή, δημιουργούσαμε γεγονότα, ορίζαμε εξελίξεις. Οι συνεδριάσεις του ΔΣ, με τους χαφιέδες απ’ έξω, υπήρξαν σουρεαλιστικές αλλά και ιστορικές συνάμα.
Ο ιστορικός των καιρών κρατούσε ένα μάτι διαρκώς στραμμένο πάνω μας, το αριστερό. Αλλά η υπόθεση «ΕΚΙΝ» δεν πιστώνεται εξ ολοκλήρου στην Αριστερά. Χωρίς αυτήν, χωρίς τη γόνιμη συμμετοχή της, δεν θα είχαμε ποτέ καταφέρει να ξανοιχθούμε στον χώρο της νεολαίας. Αλλά και χωρίς την αστικοδημοκρατική στελέχωση θα ήταν αδύνατον να στεριώσουμε. Είχαμε κάνει μια σύμβαση -απολύτως σιωπηρή και ιδιαιτέρως αποτελεσματική. Απόδειξη: η χούντα μας τίμησε με το άχτι της. Χωρίς διακρίσεις (Εγώ ήμουν πράκτορας της Αριστεράς αλλά μυστικός της το έκρυβα.)
Όχι να το παινευτούμε αλλά το ‘λεγε η περδικούλα μας. Ήμασταν οι πρωτοπόροι, οι τολμητίες. Και ξέραμε πως θα δικαιωθούμε γιατί ήμασταν οι καλοί. Χωρίς αμφιβολίες και ενδοιασμούς. Οι κακοί ήταν οι άλλοι. Και ήταν πολύ… κακοί. Τελικά νομίζω πως… καλά τη βγάλαμε. Και σχετικά φτηνά. Τουλάχιστον ως την άνοιξη του ’72 που άρχισαν τα δύσκολα μπορώ να πω ότι το διασκεδάσαμε.
Τι καταφέραμε; Κρατήσαμε μερικές συνειδήσεις ξύπνιες -τις δικές μας πρώτα απ’ όλα. Και ακόμη δώσαμε φωνή -αλλά και ήθος- σε ένα κομματάκι της κοινωνίας, το πιο ζωντανό, που πήρε αέρα και πια δεν κρατιόταν.
Ήταν ωραίες εποχές. Πλούσιες σε βιώματα και συναισθήματα. Και τις ζήσαμε γεμάτα. Και να σκεφθεί κανείς πως ακόμη δεν έχει γραφτεί η άλλη, η ερωτική ιστορία της ΕΚΙΝ, που δεν ήταν και μικρή».

Η απεργία των υπομηχανικών και το «Μικρό Πολυτεχνείο»

Η απεργία των σπουδαστών της Ανωτέρας Σχολής Υπομηχανικών ξεκίνησε στις 3 Μαρτίου 1972, με αφορμή την κατάργηση ορισμένων επαγγελματικών τους δικαιωμάτων που σχεδίαζε η δικτατορία, και κράτησε, με ορισμένα διαλείμματα, ολόκληρη εκείνη τη χρονιά. Η μαζικότητα της απεργίας των υπομηχανικών (συμμετείχε το σύνολο των 1.300 σπουδαστών) και οι δημόσιες εκδηλώσεις με πανό και συνθήματα στο μέσον της πρωτεύουσας, όπου βρισκόταν τότε η σχολή τους (Πατησίων 146, γνωστή και ως «Μικρό Πολυτεχνείο»), θορύβησαν το καθεστώς, που προσπάθησε να κάμψει τον αγώνα τους άλλοτε με προσωρινές υποχωρήσεις, μέσω της αναβολής δημοσίευσης του σχετικού διατάγματος, και άλλοτε με απειλές, όπως η κατάργηση της σχολής και η αποβολή του συνόλου των σπουδαστών, αν συνεχιζόταν η απεργία, ενώ επισπεύθηκε και η διαδικασία μεταφοράς της σχολής μακριά από το κέντρο της Αθήνας, στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Με το τέλος του 1971 μπαίνουμε σε μια διαφορετική περίοδο του αντιδικτατορικού κινήματος. Αυτή του μαζικού φοιτητικού κινήματος και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η Ασφάλεια αυτή την περίοδο έχει ν’ αντιμετωπίσει χιλιάδες ανθρώπους. Προβαίνει σε εκατοντάδες ολιγοήμερες συλλήψεις για ξύλο προς εκφοβισμό, χωρίς συγκεκριμένο κατηγορητήριο αλλά και με κανένα αποτέλεσμα. Το φοιτητικό κίνημα της απαντάει με μεγάλες συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και οργανωμένες καταλήψεις. Την 21η Απριλίου του 1972 γίνεται μαζική διαδήλωση φοιτητών στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, στην Αθήνα και ακολουθεί και δεύτερη διαδήλωση στον χώρο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Την άνοιξη του 1972, οι φοιτητικές οργανώσεις προσφεύγουν στα Πρωτοδικεία ζητώντας να υποχρεωθεί το κράτος στη διεξαγωγή νόμιμων εκλογών από τους φοιτητικούς συλλόγους. Την Πρωτομαγιά του 1972 γίνεται απόπειρα ακόμα μίας συγκέντρωσης στην πλατεία Κοτζιά καθώς και η συναυλία στο Σπόρτιγκ με τη διαδήλωση που ακολούθησε στις 15 Μάη. Αντίστοιχες συγκεντρώσεις και πορείες διοργανώνονται και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας (Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα). Η Ασφάλεια κάνει εκατοντάδες συλλήψεις φοιτητών για λίγες μέρες. Βασανίζει και απειλεί χωρίς αποτέλεσμα. Τρεις φοιτητές, οι Ρηγίτες Νίκητας Λιοναράκης και Μιχάλης Σαμπατακάκης και η αναρχική Αγγέλα Φωτεινού καθώς και ο Πρόεδρος της ΕΚΙΝ Παναγιώτης Κανελλάκης, μετά από δίμηνη ανάκριση παραπέμπονται σε δίκη και πάνε στον Κορυδαλλό.

Η Χούντα κλείνει την ΕΚΙΝ και την ΕΜΕΠ. Διακόπτει την αναβολή στράτευσης δεκάδων φοιτητών, ενώ πολλοί αγωνιστές – αντιστασιακοί εκτοπίζονται. Η άνοιξη του 1972 σημαδεύτηκε από μία σειρά γεγονότων που αποτέλεσαν εναρκτήριο λάκτισμα του νέου μαζικού κινήματος, που αναδυόταν και επρόκειτο να χαρακτηρίσει την τελευταία περίοδο της δικτατορίας. Τα γεγονότα αυτά ήταν, κατά χρονολογική σειρά, η έναρξη της πολύμηνης απεργίας των σπουδαστών υπομηχανικών, η πύκνωση των δραστηριοτήτων της ΕΜΕΠ και της ΕΚΙΝ (με αποτέλεσμα τη βίαιη διάλυση των δύο σωματείων), οι πρώτες καθαρά πολιτικές αντιδικτατορικές διαδηλώσεις του Απριλίου και του Mαΐoυ (Προπύλαια Πανεπιστημίου, Μουσείο, συναυλία Σπόρτιγκ κ.λπ.) και, τέλος, οι προσφυγές στα πρωτοδικεία με αίτημα τη διεξαγωγή εκλογών στους φοιτητικούς συλλόγους.

Τα ίδια και το φθινόπωρο του 1972. Είναι η περίοδος των γενικών συνελεύσεων στις σχολές για εκλογές, της εκλογής επιτροπών, των διαδηλώσεων και των εκλογών στους φοιτητικούς συλλόγους με όργιο νοθείας από τη χούντα. Και πάλι πολλές ολιγοήμερες συλλήψεις με ξύλο. Στη Θεσσαλονίκη τέσσερα μέλη του Ρήγα κρατούνται επί ένα μήνα: Οι Πάνος Ερμείδης, Χρυσάφης Ιορδάνογλου, Χρίστος Ζαφείρης και Πέτρος Οικονόμου.

Η μελέτη των 12 της ΑΣΟΕΕ

Ο Μάκης Μπαλαούρας, φοιτητής τότε με ενεργό δράση στις φοιτητικές εξεγέρσεις κατά της χούντας, θυμάται: «Στη σχολή μου κάναμε κάτι παράτολμο. Συγκεκριμένα εκδώσαμε παράνομα ένα έντυπο σε 1.000 αντίτυπα που καταγράφηκε στην ιστορία ως η «μελέτη των 12 της ΑΣΟΕΕ». Στο συγκεκριμένο έντυπο περιγράφαμε την κατάσταση της σχολής. Από τα βιβλία που δεν είχαμε μέχρι τα κεντρικά ζητήματα, όπως ο Νόμος – Πλαίσιο που ετοίμαζε η χούντα και κάναμε έντονη αναφορά σε αυτά. Θεωρώ ότι το κείμενο ήταν τομή για την πορεία του φοιτητικού κινήματος. Αμέσως ακολούθησαν το παράδειγμα μας και άλλες σχολές (Ιατρική, Πάντειος, Βιομηχανική κ.ά.). Όλοι όσοι ήταν άνδρες και είχαν υπογράψει αυτά τα αιτήματα αμέσως μετά στρατεύτηκαν. Στις 25 Ιανουαρίου 1973 μας κάλεσαν στο πειθαρχικό για ν’ απολογηθούμε, επειδή παραβιάσαμε ένα κάρο νόμους και ότι θίξαμε το κύρος της σχολής. Στις 5 Φεβρουαρίου απολογηθήκαμε και αμέσως μετά έγινε η πρώτη μαζικότατη αντιδικτατορική διαδήλωση στην Ελλάδα. Τότε η αστυνομία είχε πει ότι στο προαύλιο της ΑΣΟΕΕ βρίσκονταν 1.500 άτομα. Βγαίνοντας έξω από τη Σύγκλητο, μετά την απολογία μας, μιλήσαμε στους συγκεντρωμένους. Τότε έπεσαν και τα πρώτα συνθήματα και τραγούδια. Εκεί βέβαια ήταν οι διορισμένοι που τους λέγαμε ΕΚΟΦΙΤΕΣ αλλά και ασφαλίτες. Η τιμωρία που εμάς επιβλήθηκε ήταν αστεία και δεν τόλμησαν να μας αποβάλλουν», προσθέτει.

Ο ίδιος είναι ένα από τα πρόσωπα εκείνης της εποχής που εμφανίστηκε σε φωτογραφίες με εμφανή σημάδια κακοποίησης. Όπως λέει ο ίδιος: «Εκείνη την εποχή έγινε και η πρώτη κατάληψη του Πολυτεχνείου η οποία έχει περάσει στα «ψηλά». Στις 14 Φεβρουαρίου παραβιάστηκε το άσυλο και η αστυνομία συνέλαβε 14 φοιτητές. Ανάμεσά τους και εγώ. Η σύλληψή μου πήρε μεγάλη δημοσιότητα γιατί με χτύπησαν πάρα πολύ. Μάλιστα υπάρχουν φωτογραφίες που με δείχνουν με σημαδεμένο μάτι. Ήμουν ο πρώτος -και ίσως να ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος στη δικτατορία- που εμφανίστηκα με σημάδια κακοποίησης. Η χούντα επιμελώς δεν έδειχνε κακοποιημένους. Στην περίπτωσή μου το επέτρεψε, μόνο και μόνο για να τρομοκρατήσει το ανερχόμενο φοιτητικό κίνημα. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της δίκης τα δικαστήρια περιφρουρούνταν από μεγάλη αστυνομική δύναμη, έτσι ώστε να μην τα προσεγγίσουν οι φοιτητές. Δεν άφησαν ούτε τον πατέρα μου να μπει στη δίκη. Ακόμα και ο ήρωας της αντίστασης Αλέκος Παναγούλης δεν εμφανίστηκε ποτέ χτυπημένος. Η δίκη μαζικοποίησε το φοιτητικό κίνημα και πήρε μεγάλη δημοσιότητα διεθνώς. Μάρτυρες υπεράσπισης ήταν και πολιτικοί (όπως ο Μαύρος και ο Ζίγδης), ακαδημαϊκοί, καθηγητές, όπως ο Γιάνγκος Πεσματζόγλου και δικηγόροι μας, όπως ο Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο Αντώνης Βγόντζας, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. Η ποινή μου ήταν έντεκα μήνες με αναστολή. Τις ίδιες μέρες ανακοινώθηκε το προεδρικό διάταγμα για τη στράτευση των φοιτητών. Αμέσως μετά στρατεύτηκα».

Το ιστορικό κτήριο της Νομικής Σχολής, μεταξύ των οδών Σίνα, Σόλωνος και Μασσαλίας στο κέντρο της Αθήνας κατά τη διάρκεια των φοιτητικών καταλήψεων και εξεγέρσεων κατά της δικτατορίας, τους πρώτους μήνες του 1973. Δεξιά διακρίνεται το όμορο κτήριο του Νεκροτομείου Αθηνών που σήμερα δεν υπάρχει πια. Στην ταράτσα της σχολής συγκεντρωμένοι φοιτητές κρατούν πανώ και φωνάζουν συνθήματα που γεμίζουν τον ουρανό της Αθήνας. Στο πάρκο επί της οδού Ακαδημίας παρατεταγμένα όργανα της τάξεως έτοιμα να αναλάβουν δράση…

Η εξέγερση της Νομικής

Φοιτητές στην ταράτσα της Νομικής (Φεβρουάριος 1973)

Η κατάληψη της Νομικής ήταν η πρώτη μαζική αντιπαράθεση του αντιδικτατορικού κινήματος με τη δικτατορία και αποτέλεσε ορόσημο, την κρισιμότερη ίσως καμπή για το φοιτητικό κίνημα που, μετά τα γεγονότα της Νομικής, μαζικοποιήθηκε με πολύ γοργούς ρυθμούς και οδήγησε στα γεγονότα του Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο. Αφύπνισε συνειδήσεις, κινητοποίησε την κοινωνία, ενέπνευσε αισιοδοξία για τη δυνατότητα ανατροπής, ήταν με άλλα λόγια καθοριστική για τη δημιουργία των προϋποθέσεων της λαϊκής εξέγερσης που ακολούθησε.

Ήδη, από το 1972, οι συνθήκες έντασης και αυξημένης οργής μέσα στην κοινωνία ήταν δεδομένες. Αρχίζουν οι πρώτες διαδηλώσεις από φοιτητές (οργανώνονταν μετά από συνεννοήσεις και ραντεβού σε συγκεκριμένα σημεία, είτε με αφορμή διάφορες συναυλίες). Οι πρώτες άξιες λόγου φοιτητικές αντιδράσεις εμφανίσθηκαν στις αρχές του 1972, με τη συγκρότηση των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα (ΦΕΑ), που αμφισβητούσαν ανοιχτά τα διορισμένα από τη χούντα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων. Στα πανεπιστήμια δραστηριοποιούνταν οργανώσεις κατά κύριο λόγο από την Αριστερά («Ρήγας Φεραίος», «Αντι-ΕΦΕΕ», «ΑΑΣΠΕ» κ.ά). Αξιοσημείωτη είναι επίσης για το χρονικό αυτό διάστημα η συγκέντρωση της ΟΤΟΕ και των υπαλλήλων της ΕΤΕ στο Κεντρικό κατάστημα της Εθνικής στις 9 Νοέμβρη 1972, όπου οι συγκεντρωμένοι τάχθηκαν ενάντια στο νομοσχέδιο για την μετατροπή των Ταμείων Υγείας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

Τον Νοέμβριο του 1972 η δικτατορία, θέλοντας να θολώσει τα νερά, προκήρυξε εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, τις οποίες κέρδισαν οι προσκείμενοι σε αυτή φοιτητές. Τα πολλά περιστατικά νοθείας που αναφέρθηκαν, συνετέλεσαν στη δημιουργία ένας μαχητικού και ριζοσπαστικοποιημένου φοιτητικού κινήματος. Από τους πρώτους μήνες του 1973 υπάρχει ένα κλίμα κοινωνικής δυσαρέσκειας και κινητοποιήσεων με χαρακτηριστική την αντίθεση των Μεγαρέων στο υπό ίδρυση διυλιστήριο που θα κατέστρεφε τον κάμπο. Όμως το σημείο αναφοράς των κινητοποιήσεων εξακολουθεί να παραμένει ο σπουδαστικός χώρος. Από την αρχή του 1973 οι φοιτητές βρίσκονταν σε αναβρασμό.

Συλλήψεις διαδηλωτών και άγριος ξυλοδαρμός επί της οδού
Ακαδημίας απέναντι από τη Νομική Σχολή

Το χρονικό της καταλήψεως

30 Ιανουαρίου 1973: Απελαύνεται ο Κύπριος φοιτητής της Φυσ/κής Αθήνας Μιχ. Παπαχρυσοστόμου επειδή είχε καταγγείλει τη νοθεία των πρόσφατων φοιτητικών εκλογών.

1 Φεβρουαρίου 1973: Με κλήση του πρύτανη της ΑΣΟΕ Ι. Χρυσοκέρη καλούνται σε απολογία στο πειθαρχικό οι φοιτητές: Βλάχος, Λουλουδόκης, Μαργώνης, Μαρώλιας, Μπαλαούρος, Μπαστάκης, Μπονέλης, Ξανθόπουλος, Παλούκα, Παπαχρήστου, Τσιμπίδας και Χονδρόπουλος, επειδή συνέταξαν μελέτη με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Σχολή. Δέκα (10) ακόμα φοιτητές παραπέμπονται στον εισαγγελέα για παράβαση του ν. 4000 περί τεντυμποϋσμού με την κατηγορία ότι επιτέθηκαν έξω από το Πανεπιστήμιο εναντίον αστυφύλακα με πολιτική περιβολή.

2 Φεβρουαρίου 1973: Εκδικάζεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων η υπόθεση της πειθαρχικής δίωξης της φοιτήτριας της Φιλοσοφικής Πόπης Βουτσινά βάσει του νόμου 93/69 και της επιβάλλεται η ποινή της «βαρείας επιπλήξεως».

3 Φεβρουαρίου 1973: Καταδικάζονται οι φοιτητές Γ. Σκιάνης (7 μήνες και 25 ημέρες) και Π. Σέμπος (7 μήνες και 15 ημέρες), επειδή την Τετάρτη 31/1/73 επιτέθηκαν και ξυλοκόπησαν τον αστυφύλακα Στέφανο Μπαρκονίκο που με πολιτική περιβολή θέλησε να τους πάρει τις ταυτότητες. Εκδικάζεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων η υπόθεση της πειθαρχικής δίωξης του φοιτητή Σταύρου Κουρεμένου με βάση το νόμο 93/69 και του επιβάλλεται η ποινή της «βαρείας επιπλήξεως».

5 Φεβρουαρίου 1973: Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφασίζουν γενική αποχή από τα μαθήματα. Η Χούντα απαντά στις 13 Φεβρουαρίου με τη δημοσίευση του νομοθετικού διατάγματος 1347, με το οποίο δινόταν η δυνατότητα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να ανακαλεί τις αναβολές στράτευσης των φοιτητών που απείχαν από τα μαθήματά τους. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της επελθούσας φοιτητικής έκρηξης. Την ίδια ημέρα και την επομένη γίνεται συγκέντρωση και διαδήλωση μέσα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η Αστυνομία παραβιάζει το πανεπιστημιακό άσυλο, εισβάλλει στο Ίδρυμα και συλλαμβάνει 100 άτομα και παραπέμπει σε δίκη11 φοιτητές. Σχεδόν αμέσως και παρά τις αντιδράσεις, 88 φοιτητές έλαβαν φύλλο πορείας για να παρουσιαστούν στο στρατό.

8 Φεβρουαρίου 1973: Το ΕΜΠ δέχεται τα αιτήματα των σπουδαστών, όμως η αποχή συνεχίζεται. Καθολική αποχή των δευτεροετών του Φαρμακευτικού Αθήνας.

9 Φεβρουαρίου 1973: Γενικεύεται η αποχή στο Φαρμακευτικό Αθήνας.

10 Φεβρουαρίου 1973: Από τη Γενική ασφάλεια παραπέμπονται στον εισηγητή του Στρατοδικείου Αθήνας έξι (6) σπουδαστές που μοίραζαν προκηρύξεις του Ρήγα Φεραίου.

12 Φεβρουαρίου 1973: Με το νομοθετικό διάταγμα 1347 τροποποιείται το νδ/γμα 7201/1970 περί στρατολογίας και με αυτό «δύναται ο υπουργός Εθνικής Αμύνης να διατάσσει τη διακοπή αναβολής κατατάξεως στο στράτευμα σε σπουδαστές ή φοιτητές που είναι υπαίτιοι αποχής ή προτρέπουν σε αποχή από τα μαθήματα ή τας εξετάσεις κ.λπ.».

14 Φεβρουαρίου 1973: 1.500 σπουδαστές συγκεντρώνονται στο Πολυτεχνείο από τις πρωινές ώρες. Οι σπουδαστές περιμένουν την απόφαση της Συγκλήτου σχετικά με το νδ/γμα 1347 περί διακοπής της αναβολής λόγω Σπουδών. Παράλληλα με τη συνεδρίαση της συγκλήτου και οι συγκεντρωμένοι φοιτητές στο Πολυτεχνείο και στη Νομική εκδίδουν ψήφισμα. Οι φοιτητές της Νομικής επιδιώκουν συνάντηση με τον Πρύτανη, προκειμένου να ζητήσουν αίθουσα για να πραγματοποιήσουν συνέλευση την επομένη. Ο πρύτανης αρνείται να τους δεχθεί. Στη συνέχεια οι φοιτητές της Νομικής συγκροτούν πορεία προς το Πολυτεχνείο. Κυνηγημένοι από τους αστυνομικούς διαλύονται στη Στουρνάρα και λίγοι κατορθώνουν να μπουν στο Πολυτεχνείο.

Στις 12:30 οι πρυτανικές αρχές επισκέπτονται τον Στυλιανό Παττακό και ζητούν να μην εφαρμοστεί το νδ/γμα 1347 για τους απέχοντες και να διακοπούν τα μαθήματα για να αρχίσουν εξετάσεις με σκοπό να «ηρεμήσουν τα πνεύματα». Ο Παττακός δέχεται. Η Σύγκλητος συνεδριάζει ξανά για να συντάξει την απόφαση και στις 2:30 την ανακοινώνει στους συγκεντρωμένους φοιτητές. Όταν όμως, κατά τις 3:00, ορισμένοι φοιτητές προσπαθούν να βγουν συλλαμβάνονται από αστυνομικούς με πολιτικά που βρίσκονται στην Κεντρική είσοδο του Πολυτεχνείου. Σε όλο το διάστημα, από το πρωί μέχρι τις 3:00, συνθήματα και τραγούδια ακούγονταν από τους συγκεντρωμένους φοιτητές. Παράλληλα οι αστυνομικοί με πολιτικά έχουν καταλάβει την είσοδο, ενώ πολυάριθμοι αστυνομικοί με στολή βρίσκονται γύρω από το Πολυτεχνείο. Μετά τη σύλληψη των πρώτων φοιτητών οι υπόλοιποι παραμένουν στο κτήριο και ορισμένοι ζητούν την προστασία του πρύτανη για να φύγουν.

Με αυτόν τον τρόπο φεύγουν γύρω στους 50 φοιτητές. Οι υπόλοιποι παραμένουν τραγουδώντας και φωνάζοντας. Στις 4:00 περίπου οι αστυνομικοί εισβάλλουν στο κτήριο και ακολουθεί άγριος ξυλοδαρμός των φοιτητών. Πολλοί πηδάνε από τα παράθυρα της Κοσμητείας προς τη Στουρνάρα για να γλυτώσουν τον ξυλοδαρμό ή τη σύλληψη. Τελικά το Πολυτεχνείο αδειάζει αφού ξυλοκοπούνται άγρια οι φοιτητές, συλλαμβάνονται εκατό (100) και παραπέμπονται έντεκα (11). Παραιτείται η Σύγκλητος του ΕΜΠ.

15 Φεβρουαρίου 1973: Στρατεύονται τριάντα επτά (37) συνδικαλιστές φοιτητές με βάση το νδ/γμα 1347/1973. Παραπέμπονται στο Αυτόφωρο Τριμελές Πλημμελειοδικείο οι Σπουδαστές που συνελήφθησαν στο Πολυτεχνείο. Αποχή των σπουδαστών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εισβολή των αστυνομικών στο Πολυτεχνείο. Συγκέντρωση στην Εμπορική Σχολή κάτω από την τρομοκρατία των αστυνομικών με πολιτικά, που ζητούν ταυτότητες σε όσους πηγαίνουν. Εκλέγεται τριμελής επιτροπή που δίνει υπόμνημα στον Πρύτανη για την κατάργηση του νδ/τος 93/1969, 180/1969, 1347/1973 κ.ά.

16 Φεβρουαρίου 1973: Δικάζεται στο Στρατοδικείο για ανυποταξία και καταδικάζεται σε 58 μήνες φυλάκιση ο Στάθης Παναγούλης. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης στρατεύονται άλλοι πενήντα ένας (51) συνδικαλιστές φοιτητές. Γύρω στις 12:00 το μεσημέρι ολοκληρώνεται η συγκέντρωση των φοιτητών της Νομικής στον δεύτερο όροφο του κτηρίου. 3.000 άτομα περιμένουν την απόφαση του πρύτανη Τούντα γύρω από τα αιτήματά τους για συνελεύσεις και ανάκληση του διατάγματος για τις στρατεύσεις. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης θα ξεκινούσαν αποχή επ’ αόριστο. Ο Τούντας ανακοινώνει ότι θα δώσει άδεια για τη σύγκληση γενικών συνελεύσεων σε όλες τις σχολές του Πανεπιστήμιου μέσα στην επομένη βδομάδα και ότι θα φροντίσει για την ανάκληση του διατάγματος.

Στο μεταξύ στη Νομική οι συγκεντρωμένοι φωνάζουν συνθήματα και «αντιφρονούντες» φασίστες που έχουν και αυτοί συγκεντρωθεί φωνάζουν και αυτοί συνθήματα όπως: «Έξω οι κομμουνιστές», «Ελλάς – Παπαδόπουλος» κ.ά. Ανάμεσα στις δύο παρατάξεις γίνονται αψιμαχίες, ενώ έχουν κλείσει οι πλαϊνές πόρτες και παραμένει ανοικτή μόνον η είσοδος στο κτήριο της Νομικής Σχολής της οδού Σόλωνος. Οι αστυνομικοί έχουν αποκλείσει τόσο την οδό Σίνα όσο και τους γύρω δρόμους στα οχήματα και καταργούνται προσωρινά οι στάσεις λεωφορείου τόσο επί της οδού Σίνα όσο και επί της οδού Σόλωνος, ακριβώς απέναντι από το κτήριο της Σχολής.

Στη συνέχεια οι «αντιφρονούντες» φασίστες συγκεντρώνονται στο ισόγειο του κτηρίου και δεν επιτρέπουν την είσοδο σε κανέναν. Οι φοιτητές που έχουν συγκεντρωθεί στους άνω ορόφους του κτηρίου της Νομικής το καταλαμβάνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου και υψώνουν μεσίστια τη σημαία στην ταράτσα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σύλληψη και παραπομπή των έντεκα (11). Ζητούν εγγυήσεις για τη σωματική τους ακεραιότητα σε περίπτωση αποχώρησης από το κτήριο. Μετά την αόριστη υπόσχεση του Πρύτανη, οι φοιτητές αποφασίζουν την επ’ αόριστον αποχή στη Νομική και τη Φιλοσοφική Σχολή. Στη συνέχεια δίνουν όρκο ότι θα αγωνιστούν για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, του πανεπιστημιακού ασύλου, της ανάκλησης των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων. Αποφασίζεται νέα συγκέντρωση για τη Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 1973, στις 12:00 το μεσημέρι. Ακολούθως εγκρίνεται ψήφισμα που έχει ως εξής:

«Η σημερινή συγκέντρωση απέδειξε ποια είναι η πλειοψηφία των φοιτητών. Οι φοιτητές ήταν, είναι και θα είναι πάντα ελεύθεροι παρά τις αλλεπάλληλες εκρήξεις βίας. Τα αιτήματά μας είναι:
1) Η κατάργηση όλων των αντιφοιτητικών διαταγμάτων (180/70, 93/69, 1347/73)
2) Άμεση απόλυση όλων των κρατουμένων φοιτητών.
3) Να απολυθούν οι 37 που στρατεύθηκαν.
4) Εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας στον αγώνα όλου του φοιτητικού κόσμου».

Στη συνέχεια εκλέγεται επιτροπή για να έλθει σε επαφή με τον πρύτανη. Η επιτροπή αποτελείται από τις φοιτήτριες: Κλειώ Κοντού, Αγγελική Ξύδη, Τιτίκα Σαράτση, Χ. Σταθάτου, Αριάδνη Αλαβάνου και Βέρα Δαμόφλη. Στο μεταξύ ο πρύτανης Τούντας εμφανίζεται στη Σχολή στις 4:45 μ.μ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι φοιτητές εν χορώ φωνάζουν συνθήματα και ρίχνουν από την ταράτσα και τα παράθυρα της Σχολής εκατοντάδες φύλλα χαρτιού, όπου έχουν γράψει με έγχρωμα μολύβια και μαρκαδόρους, συνθήματα. Παράλληλα, ψάλλουν τον εθνικό ύμνο κρατώντας σημαίες.

Μόλις φτάνει ο Τούντας, χειροκροτείται από τους συγκεντρωμένους στην αίθουσα, 150 περίπου αντιφρονούντες φασίστες, που του φωνάζουν «είμαστε μαζί σου». Ο Τούντας ανεβαίνει σε τραπέζι και απευθύνεται προς αυτούς. Τους λέει ότι και ο ίδιος και η Σύγκλητος ενδιαφέρονται για τα προβλήματα των φοιτητών και ότι τα θέματά τους βρίσκονται στα χέρια του. Οι φασίστες φωνάζουν «έξω ο κομμουνισμός», «είμαστε μαζί σου».

Ο Τούντας άρχισε άμεσα τις επαφές για την αποχώρηση των φοιτητών. Ζητά από τους φασίστες να μείνουν ήσυχοι, να μη φωνάζουν συνθήματα και να μην προκαλούν, χωρίς όμως να τους πείσει. Ταυτόχρονα έρχεται ο εισαγγελέας Κυριαζής και ο διευθυντής αστυνομίας Δασκαλόπουλος που αναφέρουν στον Τούντα ότι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη να αδειάσουν το κτήριο. Τις επαφές με τους φοιτητές αναλαμβάνει ο κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Μπουρπουλίδης. Τελικά, γύρω στις 5:15 ανοίγει η πόρτα της οδού Σίνα και αρχίζουν να βγαίνουν ομαδικά οι φοιτητές. Στο μεταξύ οι «αντιφρονούντες» φασίστες τρέχουν προς την πλευρά εκείνη του κτηρίου και επιτίθενται εναντίον των φοιτητών, που βγαίνουν τελευταίοι. Επεμβαίνει η αστυνομία για να διαλύσει τους φοιτητές. Στα επεισόδια που ακολουθούν δέρνονται μαζί με τους φοιτητές και πολλοί «αντιφρονούντες» φασίστες. Ενώ συμβαίνουν αυτά τα επεισόδια, ομάδα φοιτητών συγκροτεί διαδήλωση ως την Ομόνοια.

Διαδηλωτές, περαστικοί και αστυνομικοί έξω από το παλαιό νομικό βιβλιοπωλείο
του Σάκκουλα στην οδό Σόλωνος τις ημέρες της κατάληψης της Νομικής

17 Φεβρουαρίου 1973: 1.000 φοιτητές της Ιατρικής πραγματοποιούν συγκέντρωση έξω από τη σχολή τους και αποφασίζουν αποχή για τις τρεις (3) επόμενες ημέρες. Αρχίζει η δίκη των έντεκα (11) φοιτητών.

19 Φεβρουαρίου 1973: Εκδίδεται η απόφαση για τους έντεκα (11). Αθωώνονται τρεις (3) και καταδικάζονται οι οκτώ (8) με ποινές 8-11 μηνών με αναστολή. Υποβάλλει και γραπτά την παραίτηση της η σύγκλητος του ΕΜΠ. Παμφοιτητική συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο. Επιτροπή επισκέπτεται τον Τούντα, συναντώνται στην Πρυτανεία με τον Παττακό, που αρνείται κάθε συζήτηση. Αποφασίζεται επ’ αόριστο συνέχιση της αποχής, που εξαπλώνεται σε όλες τις σχολές.

20 Φεβρουαρίου 1973: Η σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθήνας καλεί σε απολογία τους φοιτητές Ν. Κίκο και Χαράλαμπο Γεωργούλα, προκειμένου να απαγορεύσει την προσέλευσή τους στις εξετάσεις. Οι δύο φοιτητές είχαν καταδικαστεί σε διάφορες ποινές για παράβαση του αναγκαστικού νόμου 509, από το έκτακτο στρατοδικείο της Αθήνας.

21 Φεβρουαρίου 1973: Τετάρτη: Γίνεται συνέλευση της Φυσικομαθηματικής σχολής στο Χημείο, εκδίδεται ψήφισμα που αποφασίζει αποχή επ’ αόριστον από τα μαθήματα και 1.000 περίπου φοιτητές πηγαίνουν στην Νομική σχολή όπου υπάρχει προγραμματισμένη συγκέντρωση των φοιτητών της Νομικής και της Φιλοσοφικής. Γύρω στις 4.000 άνθρωποι κατακλύζουν το κτήριο της Νομικής, ενώ στους γύρω δρόμους και ιδιαίτερα στην Ακαδημίας γίνονται διαδηλώσεις, που με την επέμβαση των αστυνομικών διαλύονται. Όσοι βρίσκονται στη Νομική αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα και να ρίχνουν αυτοσχέδια τρυκάκια στους διερχόμενους, που συγκεντρώνονται στους γύρω δρόμους. Οι αστυνομικοί απαγορεύουν στον κόσμο να παραμένει στους γύρω δρόμους και αποκλείονται οι στάσεις λεωφορείων στη Σόλωνος και την Ακαδημίας.

Πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» (Μάρτης – Απρίλης 1973)
για τις φοιτητικές εξεγέρσεις της Νομικής

Οι φοιτητές στο κτήριο της Νομικής τραγουδούν με πάθος τα απαγορευμένα από τη χούντα τραγούδια του Θεοδωράκη, κυρίως το «Ένα το χελιδόνι», αλλά και το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», τον «Εθνικό Ύμνο» και ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι στο ρυθμό του «γιούπι για-για»:

«Γιατί στείλανε φαντάρους τα παιδιά (δις)
Γιατί ήτανε λεβέντες, γιατί ήταν παλικάρια
Και παλεύανε για την ελευτεριά

Ποιος τα έστειλε φαντάρους τα παιδιά (δις)
Ο Γκαντώνας ο αλήτης, που ‘ναι ταγματασφαλίτης
ΕΚΟΦίτης, Χίτης και φασισταράς

Στην Ελλάδα δεν περνάει ο φασισμός (δις)
Με αγώνες και θυσίες, θα ‘χουμε δημοκρατίες
και κυρίαρχος θα είναι ο λαός».

22 Φεβρουαρίου 1973: Μετά από μια νύχτα ταλαιπωρίας και αποκλεισμού από τις αστυνομικές δυνάμεις, οι έγκλειστοι βρίσκονται στην ταράτσα από το πρωί φωνάζοντας συνθήματα στον συγκεντρωμένο στην Ακαδημίας κόσμο. Στη 1:30 γίνεται συνάντηση εκπροσώπων της επιτροπής με δική τους πρωτοβουλία με τον πρύτανη Τούντα. Συμφωνείται δεκαήμερη ανακωχή και αποχώρηση των έγκλειστων από τη Νομική με αντάλλαγμα την ασφαλή έξοδο και την εξασφάλιση δυνατότητας διαπραγμάτευσης με τις αρχές για την ανάκληση του διατάγματος για τη στράτευση.

Η επιτροπή έχει αποφασίσει την έξοδο των φοιτητών από τη Νομική και προσπαθεί να επιβάλλει πραξικοπηματικά τη θέλησή της. Την ίδια στιγμή χιλιάδες κόσμου έχουν συγκεντρωθεί στην Ακαδημίας και τους γύρω δρόμους αλλά σύντομα το πλήθος πλησιάζει μέχρι την Ομόνοια. Μέσα στο κτήριο η αντιπαράθεση της επιτροπής και μεγάλου μέρους των εγκλείστων παίρνει τις διαστάσεις της σύγκρουσης. Αρκετοί είναι αυτοί που έχουν κουραστεί και ζητάνε την αποχώρηση αλλά ακόμα πολλοί είναι και εκείνοι που επιμένουν στην παραμονή στο κτήριο και κύρια όσοι βρίσκονται στην ταράτσα και εμψυχωμένοι από τη μαζική προσέλευση του λαού κραυγάζουν συνθήματα. Στο ισόγειο της Σχολής τα μέλη της επιτροπής Μπίστης, Ματζουράνης και Τζουμάκας προσπαθούν να πείσουν τους κουρασμένους να βγουν από το κτήριο. Όταν οι έγκλειστοι, που βρίσκονται στην ταράτσα, αντιλαμβάνονται την προσπάθεια που γίνεται στο ισόγειο αντιτίθενται με αποτέλεσμα ο τηλεβόας να αλλάζει χέρια από στιγμή σε στιγμή και να δημιουργούνται αψιμαχίες. Όμως τα μέλη της επιτροπής Μπίστης, Τζουμάκας και Ματζουράνης βοηθούμενοι και από ορισμένα μέλη της ΑντιΈΦΕΕ εξαναγκάζουν με τους τηλεβόες και με στήριγμα τους κουρασμένους έγκλειστους να βγουν έξω με πραξικοπηματικό άνοιγμα της πόρτας της Σόλωνος.

Τελικά οι φοιτητές αποχωρούν από το κτήριο και, στη συνέχεια, μαζί με τις χιλιάδες κόσμου που έχουν συγκεντρωθεί συγκροτούν μία πρωτοφανή σε μαζικότητα και παλμό διαδήλωση 30.000 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας με αντιχουντικά συνθήματα. Ακολουθούν συγκρούσεις με την αστυνομία και τραυματίζονται δεκάδες άτομα. Την επομένη οι εφημερίδες δεν αναφέρουν παρά μια ξερή ανακοίνωση της Συγκλήτου. Οι φοιτητές αγανακτισμένοι από τη στάση του Τύπου απέναντι στα γεγονότα καίνε τις εφημερίδες του συγκροτήματος Λαμπράκη τις επόμενες μέρες.

Η συμφωνία με τον πρύτανη Τούντα και τους καθηγητές έπρεπε να τηρηθεί πάση θυσία. Να φύγουν ασφαλείς με αντάλλαγμα δεκαήμερη προθεσμία για απάντηση στα αιτήματα των φοιτητών. Η επιτροπή ολοκληρωτικά ξεκομμένη από την πραγματικότητα, τους φοιτητές αλλά και από την υπόλοιπη επιτροπή και πανικόβλητη, οδήγησε με τη συμπεριφορά της σε κούραση και απογοήτευση πολλούς από τους εγκλείστους με αποτέλεσμα να βοηθηθούν στην προσπάθειά τους για αποχώρηση. Ήταν μια ενέργεια που ουσιαστικά έφερε πιο πίσω το κίνημα.

23 Φεβρουαρίου 1973: Η επιτροπή κατάληψης της Νομικής δημοσιοποιεί καθυστερημένα την ανακοίνωση για την αποχώρηση από τη Σχολή:

«Οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών συγκεντρωθήκαμε στις 21 Φεβρουαρίου 1973, στη Νομική Σχολή με σκοπό να διακηρύξουμε την αντίθεσή μας στο άδικο νομοθετικό διάταγμα περί στρατεύσεως των φοιτητών και να διατρανώσουμε την πίστη μας στις ακαδημαϊκές ελευθερίες και στην αυτονομία των Πανεπιστημίων. Εισακούοντες έκκληση του πρυτάνεως να του δοθεί δεκαήμερη προθεσμία για να επιτύχει, μαζί με τη Σύγκλητο, την ανάκληση του νδ/τος 1347/73 περί στρατεύσεως των φοιτητών, αποφασίσαμε να εκκενώσουμε το κτήριο και να συγκεντρωθούμε, την Τρίτη 6 Μαρτίου 1973, ώρα 12:00 στο κτήριο της Νομικής Σχολής».

Απόπειρες συγκεντρώσεων στη Νομική και σο Χημείο με σκοπό την κατάληψη των κτηρίων, που γίνεται στις αρχές Μάρτη, αντιμετωπίζεται με κλείσιμο των σχολών και συλλήψεις. Στα μέσα του ίδιου μήνα γίνονται συνελεύσεις στη Νομική, στο Χημείο, στο Πολυτεχνείο και στην Ιατρική. Η ασφάλεια συλλαμβάνει τριάντα έξι (36) άτομα.

20 Μαρτίου 1973: Γίνεται προσπάθεια κατάληψης της Νομικής από 2.500 άτομα. Ανεβαίνουν στην ταράτσα φωνάζοντας συνθήματα και ρίχνοντας χειρόγραφες προκηρύξεις. Η Σύγκλητος δίνει προθεσμία να αποχωρήσουν μέχρι τις 5:00 μ.μ. Στη συνέχεια δίνει την άδεια στην αστυνομία να μπει στη Νομική Σχολή. Οι αστυνομικοί μπαίνουν από την ταράτσα με σκάλα και ακολουθεί άγριος ξυλοδαρμός των φοιτητών στην ταράτσα και μέσα στη σχολή. Δεκάδες οι τραυματίες και πάνω από 100 συλλήψεις. Πραγματικό μακελειό.

«Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τούς κυρίευε.
Σάν νά μήν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλακέρη τή γῆ,
γιά νά περάσει ἡ Ἄνοιξη παρά μονάχα αὐτός,
καί νά τόν εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά,
περ’ ἀπ’ τήν ἄκρη τῆς ἀπελπισιᾶς,
τή Γαλήνη πού έμελλαν νά γίνουν,
οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες»

(Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης, «Η Μεγάλη Έξοδος» (Το Άξιον Εστί), Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Αφήγηση: Μάνος Κατράκης)

Φοιτητικές αντιδικτατορικές εκδηλώσεις στην Πάτρα και στα Ιωάννινα

Η «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» του φοιτητικού κινήματος

Τον Μάιο του 1973 έγινε προσπάθεια και για τρίτη «ταράτσα» στη Νομική Σχολή, που όμως διήρκεσε μόνο λίγα λεπτά. Η νύχτα της 8ης Μαΐου 1973 έμεινε στην ιστορία ως η περιβόητη «Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» για το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα καθώς κατά τη διάρκειά της συντελέστηκε το πιο άγριο και ανελέητο ανθρωποκυνηγητό της χούντας κατά των φοιτητών και των παράνομων πολιτικών οργανώσεων. Ήταν ξημερώματα, 8 Μαΐου 1973, όταν ένοπλοι ΕΣΑτζήδες συνέλαβαν περίπου 41 φοιτητές – στελέχη του κινήματος, οι οποίοι υπεβλήθησαν σε ανάκριση και σε φρικώδη βασανιστήρια για περισσότερους από τρεις μήνες μέχρι την αμνηστία του Αυγούστου. Μετά την κατάληψη της Νομικής η χούντα έκρινε ότι η Ασφάλεια είχε αποτύχει και ανέθεσε τον ρόλο της στην ΕΣΑ, η οποία απέτυχε επίσης. Λίγους μήνες αργότερα έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν οι Πόπη Βουτσινά, Ιωάννα Καρυστιάνη, Νικήτας Λιοναράκης, Μιχάλης Σαμπατακάκης, Γιώργος Βερνίκος, Νίκος Μπίστης, Αλέκος Αλαβάνος, Μάκης Παρασκευόπουλος, Στέφανος Τζουμάκας, Χρήστος Λάζος, Διονύσης Μαυρογένης, Δημήτρης Κωσταράκος, Αγγελος Χάγιος, Γιώργος Φιλιππάκης, Γιώργος Μαθιανάκης, Β. Τσεκούρας και άλλοι.

O δρόμος ωστόσο είχε οριστικά ανοίξει… Το φοιτητικό κίνημα γνώριζε πλέον πως αυτό που μπορούσε να κλονίσει τη χούντα και να την ανατρέψει δεν ήταν άλλο από μια μεγάλη κατάληψη. O αιφνιδιασμός και η δημιουργία του μεγάλου ρήγματος ήταν ο στόχος ο οποίος και επετεύχθη μερικούς μήνες αργότερα, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Οι φοιτητές απέναντί τους είχαν μια δικτατορία, ένα αυταρχικό καθεστώς που έπνιγε ελευθερίες και δικαιώματα. Για τον λόγο αυτό, ο τρόπος δράσης του φοιτητικού κινήματος βρήκε απήχηση στην κοινωνία. Οι φοιτητές δεν αντιμετωπίστηκαν τότε ως εκφραστές ενός περιθωρίου ούτε ως ακραία στοιχεία, αλλ’ ως πρωτοπορία, ίσως ακόμα και ως ο μόνος δρόμος που είχε η ελευθερία για να περάσει…

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου (14-17 Νοέμβρη 1973)

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη του 1973, υπήρξε η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση που, ουσιαστικά, προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών και κατέστησε τον αντιδικτατορικό αγώνα κοινή συνείδηση όλων των Ελλήνων δημοκρατών. Ξεκίνησε το πρωί της 14ης Νοεμβρίου και έληξε τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου με την εισβολή στον χώρο του Πολυτεχνείου άρματος μάχης και τη βίαιη καταδίωξη των εξεγερθέντων.

Την 14η Νοέμβρη, το πρωί, φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματά τους, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους και όχι στα τέλη του επομένου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς. Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν. 1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.

Το απόγευμα της 14ης Νοέμβρη ελήφθη η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της Εξέγερσης, που πέρασε στην ιστορία ως η πλέον ιδανική έκφραση των Αγώνων του λαού μας για την ελευθερία του και τη δημοκρατία στα νεώτερα χρόνια. Μέσα στις επόμενες ώρες η φοιτητική εξέγερση έλαβε παλλαϊκή συμμετοχή με τη δυναμική συνδρομή εργατών, οικοδόμων και μαθητών, ενώ πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί και συνεχώς συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και στους δρόμους γύρω από αυτό. Η αστυνομία απεδείχθη ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου.

Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και δύο εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία. Για τον σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί στο Πολυτεχνείο ραδιοφωνικός σταθμός και εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που παρείχαν πληροφόρηση στους φοιτητές και στον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα διερχόμενα τρόλεϊ και στα λεωφορεία, οργανώθηκε εστιατόριο και ιατρείο – νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου.

Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει ελεύθερους σκοπευτές στα γύρω κτήρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από κοντινές οικοδομές άναψαν φωτιές για να εξουδετερώνουν τα δακρυγόνα.

Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να ενεργοποιήσει τον στρατό. Κοντά στον Σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απερρίφθη.

Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλει στο Πολυτεχνείο. Έπεσε πάνω στην κεντρική πύλη του και την έριξε, παρασύροντας στο διάβα του τη φοιτήτρια Πέπη Ρηγοπούλου, που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία, και πολτοποιώντας τα πόδια της. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Ορισμένοι κατάφεραν να σωθούν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2.400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί -ακόμα και βαριά τραυματισμένοι- αρνήθηκαν να διακομιστούν στα νοσοκομεία, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου 1973 ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης ο οποίος επέβαλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου. Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.

«Κάτω η Χούντα», «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία – Λαϊκή κυριαρχία», «Ουαί-ουαί, γραμματείς και Φαρισσαίοι υποκριταί», «Όλοι ενωμένοι», «Ποιους φοβάσαι λαέ;», «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός»… μερικά από τα κορυφαία συνθήματα της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου

«Η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές.
Στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές
Κι εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου,
κι ήσουν φως μου, κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή
Σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή»

(Στίχοι – Μουσική – Ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος)

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»…

Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου ήταν παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός ο οποίος λειτούργησε για ελάχιστες ημέρες, το 1973, το τελευταίο έτος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών με έδρα το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ο σταθμός ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 15 Νοεμβρίου του 1973 ύστερα από την πρωτοβουλία φοιτητών του Πολυτεχνείου για να ξεσηκώσουν τον λαό κατά της χούντας. Η πιο γνωστή φράση του είναι:

«Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζομένων μαθητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων»

Μέσα από αυτή τη συχνότητα οι εκφωνητές του σταθμού φώναζαν συνθήματα κατά της χούντας όπως: «Κάτω η Χούντα», «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», «Εδώ Πολυτεχνείο», «Όλοι ενωμένοι» κ.ά. Λίγη ώρα πριν εισβάλει το τανκ στο Πολυτεχνείο, ο εκφωνητής του σταθμού Δημήτρης Παπαχρήστος έψελνε τον Εθνικό Ύμνο και εκείνη την ώρα η λειτουργία του σταθμού διακόπηκε.

Εκφωνητές:
Μαρία Δαμανάκη
Δημήτρης Παπαχρήστος
Λάμπρος Παπαδημητράκης

«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Ελληνικέ λαέ, το Πολυτεχνείο θα μείνει το προπύργιο και η εστία του αγώνα. Όλος ο λαός να συσπειρώνεται γύρω από τους χώρους του Πολυτεχνείου, να παραμείνει στους δρόμους της Αθήνας και να κατέβει στους δρόμους κάθε μεγάλης πόλης της Ελλάδας. Το Πολυτεχνείο είναι οχυρωμένο με τα στήθη των φοιτητών… Ο αγώνας μας είναι κοινός. Είναι αγώνας αντιχουντικός. Είναι αγώνας αντιδικτατορικός. Είναι αγώνας αντιιμπεριαλιστικός. Κάτω η δικτατορία. Ζήτω η Δημοκρατία…», το ιστορικό σύνθημα, η εκφώνηση που ακούστηκε στο ραδιόφωνο και θα μείνει για πάντα στην ιστορία και στις καρδιές μας.

Η τελευταία εκπομπή του ελεύθερου Ραδιοφωνικού Σταθμού του Πολυτεχνείου, μπροστά στις ερπύστριες των τανκς:

Οι αγώνες του Νοέμβρη του 1973 που κορυφώθηκαν στις 17 στο Πολυτεχνείο, αποτελούν κορυφαία εκδήλωση της εφτάχρονης αντιχουντικής πάλης του λαού και της νεολαίας και μια από τις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας του λαϊκού κινήματος στη χώρα μας. Το Πολυτεχνείο έδειξε ότι όταν ο λαός πιστέψει στη δύναμή του και οργανωθεί, έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει λύσεις προς όφελός του, ακόμα και όταν αυτό φαντάζει αδύνατο. Η μάχη του Πολυτεχνείου, οι αγώνες που προηγήθηκαν και οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν μια γροθιά στην μοιρολατρία και την απογοήτευση του «δεν γίνεται τίποτα, δεν αλλάζει τίποτα» και εμπνέει τους σύγχρονους αγώνες του λαού και της νεολαίας μας.

Στο αφιέρωμά μας παρουσιάζουμε αποσπάσματα από την τελευταία εκπομπή του ελεύθερου Ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου, τη νύχτα της 16 προς 17 Νοέμβρη 1973. Η απομαγνητοφώνηση έγινε από μαγνητοταινία που γράφτηκε μέσα στην αίθουσα του Σταθμού και βρέθηκε δίπλα στο μικρόφωνο των εκφωνητών. Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 17 Νοέμβρη 1974, σε αφιέρωμα της εφημερίδας στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Από το ίδιο δημοσίευμα προέρχεται και το απόσπασμα μαρτυρίας του λογοτέχνη Κώστα Κοτζιά, αυτόπτη μάρτυρα της εισβολής του τανκ στο Πολυτεχνείο. Το αφιέρωμά μας συμπληρώνουν αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Γάτου ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ρεπορτάζ με την ιστορία, σχετικά με τον Ραδιοσταθμό των ελεύθερων – πολιορκημένων φοιτητών και τις τελευταίες στιγμές της εκπομπής του.

«Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων. Αυτή τη στιγμή πρέπει όλοι να μάθετε τι γίνεται στην Ελλάδα μας. Ελληνικέ Λαέ πρέπει να συμπαρασταθείς. Σήμερα, αυτή τη στιγμή, πώς είναι δυνατό να κοιμηθείς όταν τα τανκς έχουν στηθεί στις πύλες του Πολυτεχνείου και σημαδεύουν τα παιδιά σου; Γι’ αυτό αυτή τη στιγμή αγωνιζόμεθα και ακόμα μιλάμε, για να ’ρθεις κοντά μας. Γιατί αν δεν έρθεις αυτή τη στιγμή κοντά μας, αν μας πιάσουν κι αν ακόμα μας σκοτώσουν, δεν φοβόμαστε να πεθάνουμε, γιατί θα πεθάνουμε Λεύτεροι. Έλληνες πρέπει να μάθετε πως τα παιδιά σας γεννήθηκαν λεύτεροι, πως τα παιδιά σας θα ζήσουν λεύτερα. Γιατί πιστεύουν στην προκοπή αυτού του τόπου …».

Ο Σταθμός του Πολυτεχνείου εξακολουθεί να μεταδίδει τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, μηνύματα συμπαράστασης, συνθήματα, από το βράδυ μέχρι το πρωί και από το πρωί μέχρι το βράδυ συνέχεια, πάντα στους γνωστούς 1050 χιλιοκύκλους. «Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των ελεύθερων αγωνιζομένων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζομένων Ελλήνων …».

Από την Πέμπτη που έχει αντικατασταθεί ο παλιός πρόχειρος πομπός με ισχυρότερο, που έφερε στο Πολυτεχνείο ένας ερασιτέχνης ραδιοτεχνικός, η ισχύς του ξεπερνάει τα 40 βατ και ακούγεται τώρα μέχρι τα Σπάτα. Μάλιστα το βράδυ της Παρασκευής είχε σχεδιαστεί να αντικατασταθεί και αυτός με άλλο πομπό, ακόμα ισχυρότερης εμβέλειας, ώστε η φωνή των ελεύθερων – πολιορκημένων να ακούγεται σε ολόκληρη τη χώρα, όμως τα γεγονότα προλάβανε…

«Πρέπει όλοι να μάθουν αυτό που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Να πολεμάνε άοπλα τα τέκνα της, με τα στήθια τους, το μόνο τους όπλο να ’ναι η πίστη για Λευτεριά, μ’ ένα σώμα, με μια ψυχή για να κερδίσουν τη λευτεριά. Για ν’ ανατρέψουν τους δυνάστες τους· που χρόνια τώρα σου ρουφούν το αίμα, ελληνικέ λαέ! Και το ξέρεις πολύ καλά ότι σου ρουφούν το αίμα. Ο αγώνας είναι παλλαϊκός. Ο λαός αγωνίζεται για να γίνει κυρίαρχος στο σπίτι του. Τα τανκς δεν θα σαρώσουν τα στήθια μας, δεν θα ποδοπατήσουν την λευτεριά μας. Ο λαός έχει χυθεί στους δρόμους. Έχει μπει μπροστά στα τανκς και δεν τ’ αφήνει να κινηθούν. Και καλεί τους στρατιώτες να μη σκοτώσουν τ’ αδέλφια τους, να μη χύσουν αδελφικό αίμα, να μη χυθεί ελληνικό αίμα. Αδέλφια μας στρατιώτες δεν θα σηκώσετε όπλο, δεν θα πυροβολήσετε, δεν θα σκοτώσετε τ’ αδέλφια σας. Πώς είναι δυνατό να σκοτώσετε τ’ αδέλφια σας;…».

«Αυτή τη στιγμή τα παιδιά σου έχουν χυθεί στους δρόμους, μπροστά στα τανκς και δεν τ’ αφήνουν να στραφούν εναντίον σου. Αγωνίσου όσο μπορείς! Τα στρατευμένα παιδιά σου δεν πρόκειται να σηκώσουν το όπλο εναντίον σου. Χαρμόσυνο μήνυμα: Από ένα τανκς φαντάρος χαιρέτησε το λαό που ζητωκραύγαζε. Οι φοιτητές είναι σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα και τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο. Το ηθικό όλων είναι ακμαιότατο. Ο ενθουσιασμός θυμίζει λαϊκό πανηγύρι. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα!…».

«Η ώρα είναι 2 και 10 μετά τα μεσάνυχτα. Το Πολυτεχνείο, το μόνο οχυρό της ελευθερίας και η φωνή μας, η μόνη φωνή της αλήθειας, στέλνουν το μήνυμα της Ελευθερίας. Όλοι ενωμένοι. Όλοι αγαπημένοι. Όλοι αδελφωμένοι. Στρατός – Λαός μαζί! Στρατός – Λαός μαζί! Ακούτε αυτή τη στιγμή το σύνθημα από τους φοιτητές: «Όχι αδελφικό αίμα! Λαός και στρατός ενωμένοι στον αγώνα ενάντια στη χούντα που 6 χρόνια τώρα τυραννάει το βασανισμένο ελληνικό λαό! Δεν ανήκει ο στρατός στη χούντα!». Η χούντα στηρίζεται στο μέταλλο. Η καρδιά όμως των φαντάρων μας είναι μαζί μας. Δεν θα στρέψουν το μέταλλο ενάντια στα παιδιά μας. Ο λαός μας δεν μπορεί ν’ ανεχθεί δυνάστες. Έχει χύσει εκατόμβες αίμα για τη Λευτεριά. Δεν μπορεί να ζήσει σκλαβωμένος.

Φοιτητές χορεύουν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στον χώρο του Πολυτεχνείου

Οι καμπάνες σημαίνουν χαρμόσυνα. Στον Άγιο Νικόλαο στα Πευκάκια οι καμπάνες χτυπάνε ενωμένες με τις καμπάνες της Κυψέλης. Παρακαλούμε όσοι βρίσκεστε κοντά σε καμπαναριά να τρέξετε να ηχήσει από το ύψος τους η φωνή της Λευτεριάς. Ας ενωθούν οι χτύποι τους με τους χτύπους της καρδιάς μας. Αυτή τη στιγμή γύρω στο Πολυτεχνείο υπάρχουν τανκς και γίνεται η μεγαλύτερη μάχη χωρίς να χυθεί σταγόνα αίμα!…».

«Μας συγχωρείτε για τη μεγάλη μας συγκίνηση! Μας συγχωρείτε για τα δάκρυά μας! Κλαίμε από χαρά. Κλαίμε από την πίστη στον αγώνα. Ο αγώνας είναι Ιερός. Είναι αγώνας για τη Λευτεριά. Η στρατοκρατία στα 6 χρόνια δεν μπόρεσε να ριζώσει το φόβο μέσα στις καρδιές των Ελλήνων. Ο φόβος έχει εξαφανισθεί. Η λευτεριά έχει αναπτερώσει το ηθικό όλων των Ελλήνων!».

Λίγο πριν το τέλος

«Ελληνικέ Λαέ! Απόψε, εδώ και λίγη ώρα, η χούντα, η δικτατορία έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο. Η σκιά του Στρατιωτικού Νόμου έπαψε πια να ’ναι σκιά. Είδαμε τα τανκς να κυκλοφορούν στους δρόμους της Αθήνας. Λαέ! Η χούντα ξεσκέπασε για άλλη μια φορά το πρόσωπό της! Φάνηκε καθαρά ποιες είναι οι προθέσεις της. Όταν για πρώτη φορά αντιμετώπισε το λαϊκό αγώνα έστειλε σ’ αυτόν τα τανκς. Όμως όλοι ξέρουμε: η χούντα έχει μόνο τα όπλα, δεν έχει τις καρδιές κανενός. Είναι ξενοκίνητη. Και γι’ αυτό δεν την υποστηρίζει καμιά παλλόμενη ελληνική καρδιά!…».

Ο λογοτέχνης Κώστας Κοτζιάς, που έζησε από κοντά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τη νύχτα της σφαγής, περιγράφει τις συγκλονιστικές στιγμές της εισβολής του τανκ στο Πολυτεχνείο:

«… Σε όλα τα σπίτια της Αθήνας ξεσπάει ένας υπόκωφος θρήνος που συνοδεύεται από άγριες ριπές. Το τανκ δίνει από τηλεβόα δέκα λεπτά καιρό στους πολιορκημένους να παραδοθούν. Σπουδαστές τρέχουν προς το βάθος να πληροφορήσουν τη Συντονιστική Επιτροπή. Η Καρυστιάνη, η πρόεδρος των Κρητών σπουδαστών, παίρνει την εντολή να βγει ν’ αναγγείλει τη συνθηκολόγηση. Μα ο αξιωματικός του τανκ έχει κιόλας δώσει εντολή στον φαντάρο να εισβάλλει. Ο φαντάρος ενώνει και ανοίγει τα χέρια του προς τους σπουδαστές που βρίσκονται σκαρφαλωμένοι στην πόρτα, για να καταλάβουν πως θα προχωρήσει και ν’ απομακρυνθούν. Τα παιδιά μένουν στις θέσεις τους φωνάζοντας: “Χτυπάτε αδέλφια, εμπρός!”.

Ο αξιωματικός του τανκ επαναλαμβάνει τη διαταγή στο φαντάρο, αλλ’ αυτός δεν προχωρεί. Τον εκτελούν αστραπιαία και το τανκ ορμά γκρεμίζοντας την είσοδο με τα τρία παιδιά που έχουν μείνει στην κορφή της. Λιώνει την μπλε μερσεντές του Πρύτανη, που πίσω της είναι οχυρωμένα άλλα παιδιά. Λιώνει άλλη μια μερσεντές καθηγητή και σταματά ρίχνοντας τον παμπάλαιο φοίνικα, που στέκει στα Προπύλαια, στο πρώτο κτίριο στο βάθος. Εκεί μπροστά βρέθηκε η Καρυστιάνη που συνελήφθη αμέσως.

Πρώτα μπουκάρει μέσα μια ομάδα αξιωματικών, ύστερα οι λοκατζήδες. Ακολουθούν οι ασφαλίτες και οι αστυνομικοί. Όπου οι τελευταίοι αποδείχνονται περισσότερο βάρβαροι, αδίσταχτοι και αιμοδιψείς από τους πρώτους. Επικρατεί χάος, πανικός, αναταραχή. Αξιωματικοί και ΛΟΚατζήδες και προπαντός ασφαλίτες και αστυνομικοί πέφτουν με λυσσασμένη μανία πάνω στους άοπλους και απροστάτευτους σπουδαστές και χτυπούν τυφλά, όπου βρουν, με ρόπαλα, με γκλομπς, με τις λαβές των περιστρόφων, με τα κοντάκια των ντουφεκιών. Κάποιοι “παληκαράδες” δεν διστάζουν και να πυροβολούν. Οι συγκρούσεις σώμα με σώμα γενικεύονται παντού, στο προαύλιο, στους διαδρόμους, στις σκάλες, στις αίθουσες».

Η Σοφία Βέμπο παρακολουθεί από το μπαλκόνι της τη φοιτητική εξέγερση

«… Ο Σταθμός των ελεύθερων – πολιορκημένων δίνει το τελευταίο μήνυμά του: “Τώρα μπαίνουν μέσα. Βλέπω έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό. Ξέρω τι με περιμένει. Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο… Αγαπητοί ακροατές θα διακόψουμε για λίγο τη μετάδοση. Μείνετε στους δέκτες σας, στο ίδιο μήκος κύματος…”. Ακολούθησε ο εθνικός ύμνος. Μετά ο Σταθμός καταστράφηκε για να μην χρησιμοποιηθεί από το στρατό και την αστυνομία».

Μια τρομακτική σιωπή απλώθηκε από το μέρος των παιδιών, που στέκονταν δεξιά κι αριστερά στον περίβολο … Μια σιωπή τόσο μεγάλη που άκουσε καθαρά τους ήχους από τις αρβύλες των λοκατζήδων που έτρεχαν κυνηγώντας τα παιδιά που έφευγαν, αλλά αμίλητα, βουβά, πετρωμένα σε όγκους που διασκορπιζόντουσαν συσπειρωμένοι προς διάφορες κατευθύνσεις.

Το Χρονικό των τριών Ημερών

Συγκλονιστική παραμένει για τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου, η αφήγηση της Κωστούλας Μητροπούλου στο απόσπασμα που ακολουθεί από το έργο της «Το χρονικό των τριών ημερών»:

«Η νύχτα γέμισε υποσχέσεις. Η νύχτα γέμισε τομές. Κανένας δεν ξέρει πότε και πώς και ως πού θα φτάσει η δύναμη της φωνής στους 1.050 χιλιόκυκλους. Κανένας δεν ξέρει αν θα είναι η ίδια φωνή κι αν το χειροκρότημα θα έρθει αργά, πολύ αργότερα από το κακό.

Ώρα 1.44 π.μ. Πρόσωπα και μάτια και στόματα σε σχήμα τραγουδιού, παρατάχτηκαν απέναντι ακριβώς από τα τανκς. Αναποφάσιστα τανκς απέναντι σε τόσα μάτια ερωτηματικά και μπροστά σ’ αυτή τη γωνιώδη απορία που σχηματίζει το τραγούδι σ’ ένα πρόσωπο παιδικό. Αυτό διαρκεί τρία ολόκληρα λεπτά. Μια ολόκληρη εποχή κυκλική και εύηχη.

Ώρα 1.47 π.μ. Τα γκλομπς, που η ειδησεογραφία της ημέρας θα τα παρουσιάσει στην αυριανή της έκδοση σα «στειλιάρια από κασμάδες», όρμησαν στο χώρο που βρίσκονται κλεισμένα τα παιδιά, σε μήκος κύματος 1.050 χιλιόκυκλων και σε χρόνο μηδέν. Ο χρόνος παραμένει μηδέν όσο διαρκεί αυτή η άκαιρη εισβολή. Έπειτα, σιγά σιγά τα γκλομπς ταυτοποιούνται με τον πανικό και διαχέονται μέσα στο χώρο που δεν τους είναι οικείος και τον κατακτούν βίαια.

Ώρα 1.50 π.μ. Οι 1.050 χιλιόκυκλοι βουβάθηκαν. Η φωνή βγαίνει από κάπου αλλού. Κάπου μέσα στη νύχτα. Κάπου μέσα στο χρόνο. Λέει σταθερά τούτη η φωνή: «Παιδιά, μην πετάξετε τίποτα εναντίον τους. Να τους υποδεχτείτε με τη φράση: «Αδέρφια μας φαντάροι»».

Ώρα 1.57 π.μ. Στους 1.050 χιλιόκυκλους, το τραγούδι πολλαπλασιαζόταν. Τώρα, η φωνή που ξανακούστηκε και ανάγγειλε επίσημα τη βλάβη του πομπού, ήτανε μια φωνή μονοδιάστατη. Σκέτη. Μια φωνή έρημη. Λέει: «Μέσα στο χώρο μας μπήκαν τα γκλοπς. Γιατί όχι οι φαντάροι;»

Ώρα 1.58 π.μ. Σιωπηλά παιδιά και τα φωτίζουν οι προβολείς. Η περιγραφή περισσεύει. Στα χέρια τους κρατάνε αναμμένα φαναράκια ή κάτι σα στυλό. Είναι άοπλα. Παιδά άοπλα και σωπαίνουν. […]

Ώρα 2.57 π.μ. Τρία τανκς ορμάνε μαζί. Το πρώτο, που φαίνεται παράλογα πιο μεγάλο, ρίχνει τη μεγάλη πόρτα με τα κάγκελα. Οι άνθρωποι αραιώνουν. Οι άνθρωποι πάντα σε τέτοιες στιγμές ή χάνονται ή μένουν και πολτοποιούνται. Τα παιδιά τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο».

Μικρός Τύμβος

Ξεκινώντας
δίχως τουφέκι – σπαθί, μονάχα με τον ήλιο
στο μέτωπο λάμπετε τόσο ψηλά
που η ποίηση θα μείνει χρεώστης σας.
Υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί.
Είστε το ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δε φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια σε υψηλό λειμώνα τις μορφές σας
λιτανεύει ο αέρας της αρετής.
Ω παιδιά μου!
Μπροστά σ’ αυτό το Ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Το ιατρείο του Πολυτεχνείου

Στις 14 Νοεμβρίου του 1973 στο Πολυτεχνείο μπαίνουν φοιτητές και οι πρώτες γραμμές των ιστορικών εκείνων ημερών αρχίζουν να γράφονται. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα οι πόρτες του Πολυτεχνείου κλείνουν. Δημιουργούνται επιτροπές περιφρούρησης, καθώς οι φοιτητές φοβούνται ότι μπορεί να παρεισφρήσουν στον χώρο προβοκάτορες, συγκροτείται η Συντονιστική Επιτροπή και αρχίζει η προετοιμασία του ραδιοφωνικού σταθμού. Ήδη από το πρώτο βράδυ της κατάληψης οργανώνεται στο χώρο του πρώτου ορόφου της Αρχιτεκτονικής Σχολής, το πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου για να παρέχει βοήθεια σε μικροατυχήματα και μικροαδιαθεσίες. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε, όπως περιγράφει στον συλλογικό τόμο «Εκ των υστέρων 19+1» με επιμέλεια του Δημήτρη Παπαχρήστου, ο υπεύθυνος του ιατρείου, φοιτητής Ιατρικής τότε, Γιώργος Παυλάκης.

Ο Γιώργος Παυλάκης

«Το πρώτο βράδυ έγιναν και μερικοί τραυματισμοί σε συμπλοκές με τραμπούκους. Δώσαμε τις πρώτες βοήθειες και σκέφτηκα ότι με τόσο κόσμο και τις αναμενόμενες συμπλοκές χρειαζόμασταν ένα οργανωμένο ιατρείο. Πήρα μια μεγάλη αίθουσα στην Αρχιτεκτονική και αρχίσαμε να οργανώνουμε με τον Χαντάτ και τον Καπερώνη ένα στοιχειώδες ιατρείο». Στην πόρτα της αίθουσας που είχε διαμορφωθεί αναγράφεται «Πρώτο Γενικό Λαϊκό Ιατρείο». Όλο και περισσότερα φάρμακα, προμήθειες, τρόφιμα, εφόδια μεγάλης αξίας συγκεντρώνονται στο ιατρείο. Όλο και η ανταπόκριση του κόσμου και η στήριξη αυξάνονται. Μέσα σε αυτό διαμορφώνεται μία αίθουσα αναρρωτηρίου για τις περιπτώσεις των μικροτραυματισμών και αίθουσα αυτοσχέδιου χειρουργείου για τα πιο σοβαρά περιστατικά. Οι φοιτητές που συμμετέχουν στο ιατρείο χρησιμοποιούν τους πάγκους και τα έδρανα ως κλίνες ώστε να ξαπλώνουν οι τραυματίες.

Το ιατρείο του Πολυτεχνείου

«Στο κτήριο Αβέρωφ φτιάξαμε τα έδρανα σαν κρεβάτια και απλώσαμε πάνω χαρτοβάμβακα ή σεντόνια που είχαμε φέρει ώστε να είναι καθαρά», διηγείται στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η φοιτήτρια τότε Φαρμακευτικής, Μέλπω Λεκατσά. Από το απόγευμα της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου οι συγκρούσεις και οι αναταραχές φουντώνουν, τα δακρυγόνα πληθαίνουν και η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο αποπνικτική. Στο ιατρείο καταφθάνουν όλο και περισσότεροι τραυματίες. «Από το πρωί της Παρασκευής και ιδιαίτερα το απόγευμα, το Πολυτεχνείο έπαψε να είναι μία φοιτητική διαμαρτυρία. Μετατρεπόταν σε λαϊκή διαμαρτυρία και εξέγερση, με αίτημα να φύγει η χούντα. Αυτό έγινε γιατί ο κόσμος της Αθήνας ανταποκρίθηκε, γιατί η πλειοψηφία ένιωθε σαν και μας, αν και είχε παραμείνει σιωπηλή για χρόνια. Δώσαμε φωνή στους Έλληνες και πολλοί βγήκαν στους δρόμους. Ο ραδιοσταθμός βοήθησε φοβερά, ήταν η πρώτη ελεύθερη φωνή στην Αθήνα μετά από χρόνια. Την ίδια ώρα ξέραμε ότι το χουντικό καθεστώς θα αντιδράσει, όπως και έκανε, πρώτα με την Αστυνομία και μετά κατεβάζοντας τα τανκς», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Γιώργος Παυλάκης, επικεφαλής του τμήματος Ανθρώπινων Ρετροϊών στο Εθνικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ για τον καρκίνο.

Τραυματισμένος διαδηλωτής στην περιοχή του Πολυτεχνείου

Οι γιατροί που στελέχωναν το ιατρείο χρησιμοποιούσαν ό,τι μέσα είχαν στη διάθεσή τους για να σταματήσουν τις αιμορραγίες. Η προσέλευση μέσα στο χώρο ήταν συνεχής. «Έρχονταν άνθρωποι με εκδορές που φαινόταν ότι είχαν πυροβοληθεί. Δεν είχα δει ξανά στη ζωή μου τόσο τραυματισμένους ανθρώπους. Άρχισα να τρελαίνομαι. Άρχισα να ειδοποιώ τους άλλους φοιτητές στη συντονιστική επιτροπή ότι κάτι συμβαίνει έξω, και ότι θα χρειαστεί να μεταφέρουμε κόσμο από το Πολυτεχνείο. Όλα κυλούσαν με τόσο γρήγορους ρυθμούς που δεν προλαβαίναμε να περιθάλψουμε τον ένα και αμέσως μετά ερχόταν άλλος. Η κατάσταση ήταν εμπόλεμη κι εμείς οι φοιτητές απροετοίμαστοι να δεχθούμε ότι εκείνη την ώρα συνέβαινε αυτό το πράγμα», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Λεκατσά. Οι εικόνες εκείνων των ημερών έχουν καρφωθεί στο μυαλό όσων έζησαν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η κ. Λεκατσά περιγραφεί ένα από τα περιστατικά που έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη της με πρωταγωνιστή έναν μαθητή που η σφαίρα είχε διαπεράσει όλο τον αστράγαλό του. «Το πόδι του κρεμόταν από μία πέτσα. Θυμάμαι μάλιστα τον κουβαλούσαμε τέσσερα άτομα και ο τελευταίος κρατούσε το πόδι με ακατάσχετη αιμορραγία για να μη φύγει. Προσπαθήσαμε να σταματήσουμε την αιμορραγία κι αργότερα τον μεταφέραμε με το ΕΚΑΒ».

Το ιατρείο το πρωινό της 17ης Νοέμβρη 1973, μετά την εισβολή του τανκ

Όσο η αστυνομία πυροβολούσε το πλήθος, ο αριθμός των βαριά τραυματισμένων αυξανόταν, και το κλίμα βάραινε, ωστόσο οι περισσότεροι σύμφωνα με τον κ. Παυλάκη, δεν σκέφτηκαν να φύγουν, αλλά με αυτοθυσία έκατσαν στο πόστο τους για να βοηθήσουν. «Τα παιδιά που κάθισαν για ώρες στα κάγκελα και γύρω από το Πολυτεχνείο αψηφώντας τις σφαίρες, μας γέμιζαν θαυμασμό αλλά και έγνοια. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς το μεγαλείο των συναισθημάτων αυτές τις ώρες», περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Φοιτητές στο προαύλιο του Πολυτεχνείου κατά τη διάρκεια της τριήμερης εξέγερσης

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, το Σάββατο 17 Νοεμβρίου του 1973, η αντίστροφη μέτρηση για την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο είχε ξεκινήσει. Λίγα λεπτά πριν τις 3, τρία άρματα προχώρησαν από την Αβέρωφ και σταμάτησαν μπροστά από την πόρτα του Πολυτεχνείου στην Πατησίων. Καθώς οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη ένα τανκ που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική Πύλη στην Πατησίων, οπισθοχώρησε μερικά μέτρα και παίρνοντας φόρα έπεσε πάνω στην πύλη ρίχνοντας την πάνω στους ανθρώπους που βρίσκονταν από πίσω της και καταπλακώνοντας πολλά κορμιά. Ο κ. Παυλάκης στην προσωπική του μαρτυρία, στον συλλογικό τόμο «Εκ των υστέρων 19+1» με επιμέλεια του Δημήτρη Παπαχρήστου, γράφει χαρακτηριστικά για τη στιγμή που φτάνει στο ιατρείο η φοιτήτρια Πέπη Ρηγοπούλου. … «Μας φέρνουν στα χέρια τη Ρηγοπούλου με λιωμένα τα πόδια. Πιάνω το σκούρο καλσόν της, που είναι ένα με την πολτοποιημένη σάρκα -πεθαίνει, σκέφτομαι- της κάνουμε απανωτές σολουκορτέφ για να μην κολαψαριστεί. Η αφή θα μείνει πάνω μου για καιρό».

«Ο απολογισμός ήταν πάνω από 24 νεκροί και πάνω από χίλιοι τραυματίες, απ αυτούς 124 καταγεγραμμένοι τραυματίες από σφαίρες. Αυτό και μόνο δείχνει το μέγεθος της βίας που ασκήθηκε σε άοπλους διαδηλωτές. Και γι αυτό με γεμίζουν θυμό αυτοί που θέλουν να αναθεωρήσουν την ιστορία και αρνούνται την ύπαρξη νεκρών, ή καταφεύγουν σε σοφίσματα όπως ότι κανένας δεν σκοτώθηκε μέσα στο Πολυτεχνείο, λες και οι εκτός Πολυτεχνείου νεκροί δεν μετράνε», αναφέρει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παυλάκης. Η κ. Λεκατσά μιλάει για τις ώρες που γινόταν αυτόπτης μάρτυρας τέτοιων περιστατικών: «Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Εκείνη τη στιγμή προσέφερα τη βοήθειά μου όπου μπορούσα. Δεν είχα περιθώρια να καθίσω να κρίνω το γεγονός. Το έκρινα εκ των υστέρων».

Οι μνήμες του Πολυτεχνείου 47 χρόνια μετά, μένουν βαθιά ριζωμένες στο μυαλό όχι μόνον εκείνης της γενιάς αλλά και των επομένων αποτελώντας ένα από τα κορυφαία και σημαντικότερα κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και του αγώνα για δημοκρατία.

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ’ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

(Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος, «Ρωμιοσύνη», Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, 1961)

Κάθε Νοέμβρη, ο νους και η καρδιά μας είναι εκεί, στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, στην ηρωική εξέγερση των φοιτητών, της νεολαίας και ολόκληρου του ελληνικού λαού κατά της τυραννίας, τον Νοέμβριο του 1973.

Το Πολυτεχνείο συμβολίζει, όχι μόνο τον ηρωικό αγώνα, αλλά και την ενότητα όλων των δημοκρατών. Οι αγώνες του Νοέμβρη αποτελούν την κορυφαία εκδήλωση της εφτάχρονης αντιδικτατορικής πάλης και μια από τις πιο σπουδαίες στιγμές των αγώνων του λαού μας και της νεολαίας ειδικότερα για την ελευθερία.

Τα ιδανικά της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της ειρήνης, της αγάπης για τη ζωή και τον άνθρωπο, παραμένουν ζωντανά και θα παραμένουν επίκαιρα και αναλλοίωτα, όσα χρόνια κι αν περάσουν από εκείνη την εξέγερση.

Το Πολυτεχνείο ήταν και θα είναι πάντα ένα ζωντανό κάλεσμα για τη δημοκρατία, την ανθρωπιά και την ελευθερία.

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ!

Το προσκύνημα

«Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθινοπώρου
πίσω απ’ τα πετρωμένα στάχυα του καλοκαιριού
Πάμε κι εμείς στα παιδιά που κοιμήθηκαν
κάτω απ’ τα ματωμένα νύχια του περιστεριού
Πάμε να δεις στην αυλή που μεγάλωσαν
Δυο παιδιά ερωτευμένα δυο παιδιά του χαμού
Ορέστη απ’ το Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη,
γυρεύω το γιο μου
Μαρία απ’ τη Σπάρτη, Ορέστη απ’ το Βόλο,
την κόρη μου θέλω
Δυο παιδιά ερωτευμένα, δυο παιδιά του Χαμού»

(Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, Στίχοι: Ι. Καμπανέλλης, Ερμηνεία: Νίκος Δημητράτος)

Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου

Λένα Παππά

Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται
-δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε.
Για να ‘χω εγώ πουλιά – φτερά στα χέρια μου
και συ στο σπιτάκι σου
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.

Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξη του παίζει και δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να ‘χω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ‘χουν τα παιδιά μας τον δικό τους ήλιο.

* Το ποίημα δημοσιεύεται στο βιβλίο του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία» (εκδ. Μεταίχμιο). Εικόνα: Σχέδιο του Bruno Caruso για το πρώτο εξώφυλλο του έργου της Κ. Μητροπούλου, «Το χρονικό των τριών ημερών» (εκδ. Κέδρος).

Βία, τρομοκρατία, αυθαιρεσία, συλλήψεις και διώξεις, καταστολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ανθρωπίνων ελευθεριών.. στην Ελλάδα της χούντας των συνταγματαρχών

Το νέο καθεστώς, που προέκυψε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ήταν ακόμη σκληρότερο από το προηγούμενο. Στο στόχαστρο του δικτάτορα Ιωαννίδη ήταν κυρίως οι φοιτητές και όσοι είχαν πρωταγωνιστήσει στις καταλήψεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Τον πρώτο λόγο φυσικά είχε η στρατιωτική αστυνομία ΕΑΤ-ΕΣΑ. Την 21η Δεκεμβρίου 1973 απεστάλη απόρρητο έγγραφο στο Υπουργείο Παιδείας με το οποίο δινόταν διαταγή να απαγορευθεί η χορήγηση «παντός είδους πιστοποιητικού σπουδών» σε 79 φοιτητές, τα ονόματα και τα στοιχεία των οποίων αναφέρονταν αναλυτικά σε 10 συνημμένες σελίδες. Το απόρρητο έγγραφο έστελνε ο ταγματάρχης Αναστάσιος Σπανός, που τότε ήταν διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ και το υπέγραφε ο λοχαγός Πεζικού Βασίλειος Πολύζος. Εκτός από το υπουργείο Παιδείας κοινοποιείτο επίσης και στο Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της ΕΣΑ. Από τους συνολικά 79 φοιτητές οι 27 ήταν της Νομικής, 9 της Ιατρικής, 9 της Φυσικομαθηματικής, 7 της Οδοντιατρικής, ένας της Φαρμακευτικής, ένας της Φιλοσοφικής, 16 του Πολυτεχνείου, 3 της Ανωτάτης Εμπορικής, 3 της Παντείου, ένας της Γεωπονικής, ένας της Βιομηχανικής Πειραιά και ένας της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων.

Ανάμεσα στους φοιτητές, για τους οποίους απαγορεύτηκε η έκδοση πιστοποιητικού σπουδών ήταν γνωστά σήμερα ονόματα πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, ακαδημαϊκών κ.ά. που στα χρόνια της μεταπολίτευσης διαδραμάτισαν και εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, όπως ο μετέπειτα Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, η πρώην βουλευτής και Ευρωπαία Επίτροπος Μαρία Δαμανάκη, η διεθνώς διακεκριμένη καθηγήτρια στον Τομέα Επιστήμης και Τεχνικής των Υλικών της Σχολής Χημικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π Αντωνία Μοροπούλου, η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη που πρωτοστάτησε στην κατάληψη της Νομικής και βασανίστηκε από τη χούντα, οι δημοσιογράφοι Όλγα Τρέμη, που τότε σπούδαζε στο Οικονομικό της Νομικής και Γιώργος Φιλιππάκης που κατά τη διάρκεια της εξέγερσης ήταν στην Ομάδα Περιφρούρησης του Πολυτεχνείου και αργότερα μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των βασανιστών, ο επίσης δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας, ο υπουργός του ΠΑΣΟΚ Κώστας Λαλιώτης, ο Πρόεδρος του Συνασπισμού για την Αριστερά και την Προόδο Αλέκος Αλαβάνος, ο επιχειρηματίας Γιώργος Βερνίκος, το ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ Σπύρος Καλούδης κ.ά. Τα περισσότερα έγγραφα του αρχείου της διαβόητης υπηρεσίας «εξαφανίστηκαν». Το συγκεκριμένο έφερε στην επιφάνεια πριν από πολλά χρόνια ο πολιτικός και συγγραφέας Ανδρέας Λεντάκης, ο οποίος κατά την περίοδο της χούντας φυλακίστηκε επί 4 χρόνια, του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και υπέστη φρικτά βασανιστήρια.

Η προδοσία της Κύπρου και η πτώση της χούντας

Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 και τη βίαιη καταστολή της, ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, ωστόσο στις 25 Νοεμβρίου 1973, ανετράπη με νέο πραξικόπημα, από τον τότε ισχυρό άνδρα του καθεστώτος Δημήτριο Ιωαννίδη και ομάδα σκληροπυρηνικών αξιωματικών, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την απόπειρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος που επεχείρησε. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, αν και την πραγματική εξουσία ασκούσε ο ίδιος ο Ιωαννίδης παρασκηνιακά για τούτο και τον αποκαλούσαν «αόρατο δικτάτορα».

Ο δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης κατά τη δίκη των Απριλιανών

Στις 15 Ιουλίου 1974, με πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στην Κύπρο, η Χούντα της Αθήνας ανέτρεψε τον Πρόεδρο της Κύπρου Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’. Η ενέργεια αυτή έδωσε αφορμή στην Τουρκία, πέντε ημέρες αργότερα, να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο προβάλλοντας ως δικαιολογία την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Μπροστά στο βάρος των ευθυνών τους και στο ορατό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου, οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων κάλεσαν πολιτικά πρόσωπα της προδικτατορικής περιόδου να σχηματίσουν Κυβέρνηση.

Λίγες μόλις ημέρες μετά τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 και τον εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά και λίγους μόλις μήνες μετά την κατάρρευση της χούντας των συνταγματαρχών, ο ελληνικός λαός κλήθηκε να λάβει μια ακόμη απόφαση μείζονος σημασίας, αναφορικά με τη μορφή του πολιτεύματος και την τύχη της μοναρχίας αυτήν τη φορά. Το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε γι’ αυτόν το σκοπό στις 8 Δεκεμβρίου 1974, με αδιάβλητο κατά κοινή ομολογία τρόπο, έλυσε διά παντός το πολιτειακό ζήτημα που ταλάνιζε την Ελλάδα επί ολόκληρες δεκαετίες και είχε διχάσει κατ’ επανάληψιν τους Έλληνες.

Το διάγγελμα του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’, στις 26 Νοεμβρίου 1974, λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα:

Τους αμέσως επόμενους μήνες, οι πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν στην επαναφορά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη χώρα, στην κατάργηση, μετά από δημοψήφισμα, της μοναρχίας και στην ψήφιση νέου συντάγματος. Η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το Δ’ Ψήφισμα, της 8ης Ιανουαρίου 1975, χαρακτήρισε ρητά την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 ως «πραξικόπημα». Οι τρεις πρωταίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ως στασιαστές, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη με απόφαση της κυβερνήσεως Καραμανλή.

Κωνσταντίνος Καραμανλής
(8 Μαρτ. 1907 – 23 Απρ. 1998)

Φοβάμαι τους ἀνθρώπους που ἑφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ωραία πρωία, μεσούντος κάποιου Ιουλίου, βγήκαν στις πλατείες
με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό»

Μανώλης Αναγνωστάκης

Το Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’

Τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974 στη Μεγαλόνησο, που συνθέτουν εν μέρει την αποκαλούμενη κυπριακή τραγωδία, δεν έπεσαν βεβαίως ως κεραυνός εν αιθρία. Ήδη από τον Δεκέμβριο 1967, δηλαδή από τους πρώτους μήνες που κυβέρνησε τη χώρα και παρά την τουρκική απειλή και την εν Ελλάδι πολιτική αστάθεια, η Χούντα των Αθηνών απέσυρε από την Κύπρο την Ελληνική Μεραρχία, την οποία είχε μυστικά αποστείλει στο νησί ο Έλληνας πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, για την άμυνά του από πιθανή τούρκικη επίθεση. Η στρατιωτική δύναμη που είχε αποσταλεί στην Κύπρο από την Ελλάδα αποτελείτο από 8.500 άνδρες, 3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων. Η μετάβαση της μεραρχίας στην Κύπρο ολοκληρώθηκε ως τις 20 Οκτωβρίου 1964. Παρ’ όλα αυτά η Χούντα απογύμνωσε αμυντικά το νησί ήδη από τους πρώτους μήνες που κυβέρνησε τη χώρα. Μέχρι τις αρχές του 1968, υπολογίζεται ότι είχαν αποχωρήσει και οι τελευταίοι στρατιώτες της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, με όλα τα ολέθρια αποτελέσματα που θα είχε για την Κύπρο η απόφαση αυτή.

Είναι ακόμα πανθομολογούμενο ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ (κατά κόσμον Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος) είχε βρεθεί ευθύς εξαρχής στο στόχαστρο των Απριλιανών. Το θανάσιμο μίσος που έτρεφαν για τον Μακάριο, τον αποκληθέντα από τον Χένρι Κίσινγκερ «Κάστρο της Μεσογείου», ένστολοι και μη στην Ελλάδα και στην Κύπρο είχε εκδηλωθεί με διαφόρους τρόπους πολύν καιρό πριν λάβει χώρα το μοιραίο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Όμως, μετά τη σύντομη αυτήν ανάπαυλα και την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Δημήτριο Ιωαννίδη, ο νέος επικεφαλής της χούντας των Αθηνών έθεσε σε εφαρμογή μια καινούρια επιχείρηση αφανισμού του Μακαρίου, η οποία έμελλε να κορυφωθεί με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Η οριστική απόφαση για το πραξικόπημα στην Κύπρο ελήφθη στο δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου του 1974 από τους Φαίδωνα Γκιζίκη, διορισμένο από το δικτατορικό καθεστώς Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, διορισμένο πρωθυπουργό, Δημήτριο Ιωαννίδη και Γρηγόριο Μπονάνο, τότε Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων.

Εξυφαίνοντας από μακρού χρόνου συνωμοσίες και σκευωρίες εναντίον του, αλλά και καταστρώνοντας σχέδια βίαιης ανατροπής του, οι αντίπαλοι του Μακαρίου στην Ελλάδα και στην Κύπρο αποσκοπούσαν στην εξαφάνισή του από την πολιτική σκηνή ή ακόμα και στη φυσική εξόντωσή του. Η άκρως εχθρική στάση της χουντικής κυβέρνησης των Αθηνών έναντι του Μακαρίου παρέμεινε αμετάβλητη με εξαίρεση ένα βραχύ χρονικό διάστημα, από τον Αύγουστο έως το Νοέμβριο του 1973, όταν ο μεν Γεώργιος Παπαδόπουλος κάλεσε τον Γεώργιο Γρίβα (Διγενή) να διαλύσει την ΕΟΚΑ Β’ και έπαυσε να έχει υπό την προστασία του την κίνηση των τριών κυπρίων μητροπολιτών (Κυρήνειας, Κιτίου και Πάφου) που στρεφόταν κατά του Μακαρίου, ο δε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας επισκέφθηκε την Αθήνα (τον Νοέμβριο), ανταποκριθείς στην κίνηση προσέγγισης των Απριλιανών.

Είχαν προηγηθεί επανειλημμένες διαβουλεύσεις των τεσσάρων ανδρών, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο ή (σύμφωνα με άλλη μαρτυρική κατάθεση) τον Απρίλιο του 1974. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη λήψη της απόφασης διαδραμάτισε φυσικά ο ίδιος ο Ιωαννίδης, ο οποίος υποστήριζε επιμόνως ότι ο Μακάριος ήταν εθνικά απαράδεκτος και επικίνδυνος. Για να κάμψει μάλιστα τους όποιους δισταγμούς των υπολοίπων, ο Ιωαννίδης τους διαβεβαίωνε μετ’ επιτάσεως ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι, και δη οι ΗΠΑ, του είχαν παράσχει εγγυήσεις περί μη στρατιωτικής επέμβασης της Τουρκίας σε περίπτωση εκδήλωσης πραξικοπήματος στην Κύπρο (είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιωαννίδης έκανε κατ’ επανάληψιν λόγο για «πράσινο φως» και «κάλυψη»).

Πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής για την τουρκική εισβολή

Η διαδικασία εκτέλεσης της προαναφερθείσης αποφάσεως άρχισε τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου του 1974, όταν οι Ιωαννίδης και Μπονάνος αφ’ ενός όρισαν την 15η Ιουλίου ως ημέρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος και αφ’ ετέρου επέλεξαν τους αξιωματικούς της Εθνοφρουράς που θα καλούνταν να φέρουν εις πέρας την όλη επιχείρηση: τον ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση, ο οποίος είχε προαχθεί πριν από λίγες ημέρες, και τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κομπόκη. Ακολούθησε σύσκεψη στην Αθήνα, στο γραφείο του ΑΕΔ, το απόγευμα της 2ας Ιουλίου. Σε αυτήν έλαβαν μέρος ο Ιωαννίδης, ο Μπονάνος, ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, κουμπάρος του Ιωαννίδη και τότε διοικητής της 10ης Μεραρχίας (πεγια την οτυρκική εισοριοχή Έβρου), ορκισμένος εχθρός του Μακαρίου, ο Γεωργίτσης και ο Κομπόκης.

Το δράμα των αγνοουμένων της Κύπρου και των συγγενών τους

Ο Μπονάνος ενημέρωσε τους Παπαδάκη, Γεωργίτση και Κομπόκη για την κυβερνητική απόφαση ανατροπής του Μακαρίου με στρατιωτικό πραξικόπημα, καθώς και για την ημέρα και ώρα εκδήλωσης της «ενεργείας» (έτσι αποκαλούσε ο ίδιος το πραξικόπημα). Επίσης, ο ΑΕΔ όρισε τον Γεωργίτση ως αρχηγό του πραξικοπήματος και τον Κομπόκη ως υπαρχηγό. Στην ίδια σύσκεψη καθορίστηκαν από τον Μπονάνο οι συνθηματικές εκφράσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τόσο κατά την έναρξη του πραξικοπήματος όσο και κατά την εξέλιξη αυτού. «Αλέξανδρος εισήχθη κλινικήν» ήταν η δηλωτική της έναρξης του πραξικοπήματος φράση, «Αλέξανδρος πάει καλά» ήταν η φράση που σήμαινε αίσια έκβαση του πραξικοπήματος και «Αλέξανδρος ασθενεί βαρέως» ήταν η φράση που σήμαινε δυσμενή έκβαση του πραξικοπήματος. Σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, ο κύριος όγκος των δυνάμεων που θα χρησιμοποιούνταν για την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος ήταν οι μοίρες Καταδρομών που διοικούνταν από τον Κομπόκη και έδρευαν στον Πενταδάκτυλο.

Στις 9 Ιουλίου 1974, μετά την επιστροφή τους στη Μεγαλόνησο, οι Γεωργίτσης και Κομπόκης συγκάλεσαν ευρεία σύσκεψη με σκοπό τον καθορισμό των λεπτομερειών που αφορούσαν την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος. Όσοι έλαβαν μέρος στη σύσκεψη αυτήν κατέληξαν ομοφώνως στη διαπίστωση ότι το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί, διότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης αλλά και εσωτερικών ταραχών, ενώ οι μονάδες ήταν ουσιαστικά διαλυμένες και η όλη προετοιμασία ήταν ελλιπής.

Το ξεκάθαρο πόρισμα της σύσκεψης αυτής διαβιβάστηκε την επομένη μέσω συνδέσμου – αγγελιαφόρου στους Ιωαννίδη και Μπονάνο. Εκείνοι, όμως, αρνήθηκαν τη ματαίωση ή την αναβολή του πραξικοπήματος και έδωσαν εντολή στους Γεωργίτση και Κομπόκη να εκτελεστεί η ληφθείσα απόφαση για την ανατροπή του Μακαρίου, περιορίζοντας απλώς τον ρόλο της ΕΛΔΥΚ στην επιχείρηση και μεταθέτοντας την ώρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος (8:30 π.μ. αντί 7:30 π.μ.). Μάλιστα, προς παραπλάνηση των Μακαριακών και αποτροπή τυχόν αντιδράσεών τους κλήθηκαν στην Αθήνα, προκειμένου να συμμετάσχουν σε σύσκεψη που θα διεξαγόταν στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, το Σάββατο 13 Ιουλίου, ο στρατηγός Ντενίσης, διοικητής της Εθνοφρουράς (ήταν γνωστό πως εναντιωνόταν σε οποιαδήποτε επιχείρηση ανατροπής του Μακαρίου), ο συνταγματάρχης Νικολαΐδης, διοικητής της ΕΛΔΥΚ, ο συνταγματάρχης Μπούρλος, επικεφαλής του Α2 ΓΕΕΦ, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο, Ευστάθιος Λαγάκος και άλλοι.

Η σύσκεψη όντως πραγματοποιήθηκε και μάλιστα, παρουσία μεγάλου αριθμού επιτελικών στελεχών, αλλ’ είχε πολύ περιορισμένη διάρκεια. Μετά το πέρας της σύσκεψης ο Μπονάνος απαγόρευσε στον Ντενίση να αναχωρήσει για την Κύπρο, για ευνόητους λόγους. Όταν ο τελευταίος μετέβη και πάλι στο ΑΕΔ, το πρωί της Δευτέρας 15ης Ιουλίου και ενημερώθηκε για την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του από τη θέση του επικεφαλής της Εθνοφρουράς. Το χουντικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου εκδηλώθηκε τελικά στις 8:15 π.μ. της Δευτέρας 15ης Ιουλίου 1974.

Οι μονάδες που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση κατά του Προεδρικού Μεγάρου, όπου βρισκόταν εκείνη την ώρα ο Μακάριος, ήταν τρεις Μοίρες Καταδρομών από τον Πενταδάκτυλο (η 31η, η 33η και μία ακόμα πλην ενός λόχου της), δύο τάγματα Πεζικού από την Κερήνεια, τμήματα της 23ης Επιλαρχίας Μέσων Αρμάτων (έδρευε στη Λευκωσία), τμήματα της 21ης Επιλαρχίας Αναγνωρίσεων (έδρευε στη Λευκωσία) καθώς και δύο λόχοι και ένα τμήμα της ΕΛΔΥΚ. Την επιχείρηση για την κατάληψη του Προεδρικού Μεγάρου σχεδίασε και διηύθυνε ο Κομπόκης. Επικεφαλής των δυνάμεων Καταδρομών, που έλαβαν εντολή να αναπτύξουν δράση στον χώρο του Προεδρικού Μεγάρου, ήταν ο ταγματάρχης Δαμασκηνός, των δε τεθωρακισμένων ο επίλαρχος Κορκόντζελος, διοικητής της 21ης ΕΑΝ.

Οι πραξικοπηματίες κατάφεραν τελικά να επικρατήσουν, αλλ’ οι απώλειες για τον ελληνισμό ήταν βαρύτατες. Δεκάδες υπήρξαν τα θύματα, οι νεκροί και οι τραυματίες, της σκληρής εμφύλιας σύρραξης, στην οποία αξίζει να σημειωθεί ότι ενεπλάκησαν επίσης τόσο ομάδες ατάκτων της ΕΟΚΑ Β’ όσο και ορισμένοι απάτριδες που δεν έχασαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με αντιπάλους τους. Πέραν των ανθρώπινων απωλειών, είναι οικτρό το γεγονός ότι στους βανδαλισμούς και τις λεηλασίες που ακολούθησαν έλαβαν μέρος ακόμα και Ελλαδίτες αξιωματικοί.

Το ΡΙΚ ανακοίνωσε, μετά την επικράτηση των πραξικοπηματιών, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν νεκρός. Στην πραγματικότητα όμως ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε καταφέρει να ξεφύγει από τους διώκτες του και κατέφυγε στην Πάφο. Με διάγγελμά του που μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου, ο Μακάριος γνωστοποίησε στους συμπατριώτες του ότι ήταν ζωντανός και τους καλούσε να αντισταθούν και να αποτρέψουν τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, που προωθούσαν οι πραξικοπηματίες. Οι πραξικοπηματίες αποφάσισαν ν’ αποστείλουν στην Πάφο ισχυρή στρατιωτική δύναμη και να βομβαρδίσουν, όχι μόνο τον ραδιοφωνικό σταθμό της πόλεως, αλλά και τμήματα της παραλιακής ζώνης της.

Ο Δ. Ιωαννίδης καταθέτει για την προδοσία της Κύπρου

Στο μεταξύ, νέος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας διορίστηκε, κατόπιν πρωτοβουλίας του Κομπόκη και εν αγνοία των Ιωαννίδη και Μπονάνου, ο Νικόλαος Σαμψών. Ο Σαμψών (την ορκωμοσία του τέλεσε ο μητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος) παρέμεινε τελικά στον προεδρικό θώκο της Κύπρου μόλις οκτώ ημέρες, καθώς εξαναγκάστηκε σε παραίτηση μετά την τουρκική εισβολή, στις 23 Ιουλίου. Τον διαδέχτηκε προσωρινά, μέχρι την επάνοδο του Μακαρίου, ο Γλαύκος Κληρίδης. Μετά την ορκωμοσία του Σαμψών, την καταστροφή του ραδιοφωνικού σταθμού της Πάφου από την ακταιωρό «Λεβέντης» και τη διάλυση της αστυνομικής δύναμης των Μακαριακών από την ΕΟΚΑ Β’ και τις δυνάμεις των πραξικοπηματιών, ο Μακάριος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο και να μεταβεί αεροπορικώς, με τη μεσολάβηση των Βρετανών, στη Μάλτα.

Τουρκική εισβολή και κατοχή

Από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (Ιούλιος – Αύγουστος 1974)

Στις 20 Ιουλίου 1974, μόλις πέντε ημέρες μετά την εκδήλωση του υποκινούμενου από τη Χούντα των Αθηνών Πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, η Τουρκία πραγματοποίησε στην Κύπρο στρατιωτική εισβολή, εκμεταλλευόμενη τη γενική πολιτική αστάθεια που δημιουργήθηκε από το Πραξικόπημα και τις συνέπειές του. Μέσα σε τρεις ημέρες, 20-23 Ιουλίου 1974 (Αττίλας Ι), κατελήφθησαν από τον τουρκικό στρατό η Κερύνεια και τα περίχωρά της, ο Άγιος Ιλαρίωνας με τη διάβαση προς Λευκωσία και τα χωριά του τουρκοκυπριακού θύλακα, που χρησιμοποιήθηκαν ως προγεφύρωμα. Στις 23 Ιουλίου 1974 κηρύχθηκε εκεχειρία και τόσο η Χούντα των Αθηνών όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου κατέρρευσαν. Ακολούθησαν δύο γύροι διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών, στις οποίες η Τουρκία απαίτησε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και τον έλεγχο του 34% των εδαφών της Κύπρου από Τουρκοκυπρίους. Στις 14 Αυγούστου 1974 οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και η Τουρκία προχώρησε στη δεύτερη φάση της εισβολής, μεταξύ 14-16 Αυγούστου 1974 (Αττίλας ΙΙ), οπότε ολόκληρο το βόρειο τμήμα του νησιού, η οροσειρά του Πενταδάκτυλου με τις ιστορικές επαρχίες του και τα χωριά του, μεγάλο μέρος της πεδιάδας της Μεσαορίας και τμήμα της πρωτεύουσας Λευκωσίας, πέρασαν στην κατοχή του τουρκικού στρατού εισβολής και κατοχής.

Η Τουρκία κατέλαβε το 36,2% του νησιού. Συνολικά, 120.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν από τις επί χιλιάδες χρόνια πατρογονικές εστίες τους, ενώ άλλες 20.000 παρέμειναν εγκλωβισμένοι στα κατεχόμενα εδάφη. Σταδιακά υπολογίζεται ότι γύρω στις 150.000-180.000 άνθρωποι (πάνω από το 1/4 του γενικού πληθυσμού και τουλάχιστον το 1/3 των Ελληνοκυπρίων) προσφυγοποιήθηκαν. Έναν χρόνο μετά την εισβολή, 60.000 Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές, στις ελεγχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειες περιοχές της Κύπρου. Περίπου 3.000 Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν. 1.619 είναι ο επίσημος αριθμός των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων. Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι πολέμου μεταφέρθηκαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες σε τουρκικές φυλακές, κυρίως των Αδάνων, από όπου πολλοί δεν επέστρεψαν ποτέ… Κατά τη διάρκεια της εισβολής, Ελληνοκύπριες γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού από Τούρκους στρατιώτες. Ο αριθμός των βιασμών ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ακόμα και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου συγκατατέθηκε προσωρινά στις αμβλώσεις. Ο βιασμός χρησιμοποιήθηκε συστηματικά από τον Τουρκικό στρατό, ως ένα μέσο βίαιου εξαναγκασμού των αμάχων να εγκαταλείψουν τις κατεχόμενες περιοχές.

Τουρκικά άρματα μάχης στην Κύπρο κατά την εισβολή τον Ιούλιο 1974

Με τις προσφυγές 6780/1974, 6950/1975 και 8007/1977 της Κύπρου κατά της Τουρκίας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΕΔΑ), η Τουρκία κρίθηκε ένοχη για συνεχείς, βαρύτατες παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και συγκεκριμένα, για εκτοπισμό πληθυσμού, στέρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, βάναυση μεταχείριση αμάχων και αιχμαλώτων πολέμου, στέρηση του δικαιώματος της ζωής και στέρηση του δικαιώματος της περιουσίας σε βάρος του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Η λέξη «συνεχείς» που χρησιμοποιήθηκε για τις παραβιάσεις, αποδεικνύει ότι στην Κύπρο συντελείται ένα διαρκές έγκλημα, μια διαρκής παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η τουρκική πολιτική βίαιης μετατόπισης του ενός τρίτου του ελληνοκυπριακού πληθυσμού από τα σπίτια του στον κατεχόμενο βορρά, η συστηματική παρεμπόδιση της επιστροφής του στις νόμιμες εστίες του και ο εποικισμός των περιοχών του από Τούρκους, συνιστά εθνοκάθαρση. Το 1994, κατόπιν της προσφυγής 25781/1994 ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η Τουρκία καταδικάστηκε εκ νέου για σωρεία παραβιάσεων των ουσιαστικών διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σε σχέση με τα δικαιώματα των αγνοουμένων, των εκτοπισθέντων και των εγκλωβισμένων στην περιοχή της Καρπασίας Ελληνοκυπρίων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δέχτηκε, με ψήφους 12 έναντι 1, ότι διαπράχτηκαν βιασμοί Ελληνοκυπρίων κοριτσιών και γυναικών από Τούρκους στρατιώτες και βασανιστήρια Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια της εισβολής.

Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι στην Κύπρο το 1974

Το 1981 ιδρύθηκε η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους (ΔΕΑ), υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Το 1983 ανακηρύχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ), το λεγόμενο «ψευδοκράτος», το οποίο κανένα Κράτος στον πλανήτη δεν έχει αναγνωρίσει πλην της ίδιας της Τουρκίας που το δημιούργησε… Την 1η Μαΐου 2004 η Κύπρος κατέστη επίσημο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η διεθνής κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν τα κατεχόμενα εδάφη της ΤΔΒΚ εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό κατοχή. Το 1996, εν καιρώ ειρήνης, δύο άνθρωποι, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού, δολοφονούνται βίαια και εν ψυχρώ. Εκδόθηκαν 11 εντάλματα σύλληψης, ωστόσο κανένα δεν εκτελέστηκε. Κανένας δολοφόνος δεν δικάστηκε, η Τουρκία δεν παραπέμφθηκε ποτέ σε κανένα ποινικό δικαστήριο για τις δολοφονίες αυτές ούτε κανείς φυλακίστηκε για την αφαίρεση της ζωής των δύο αυτών ανθρώπων.

Μέχρι και σήμερα η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει παράνομα μεγάλο μέρος της Κύπρου, συνεχίζοντας καθημερινά, με κάθε μέσο και τρόπο, την τακτική του τρόμου, της βίας, των προσβολών, των παραβιάσεων του διεθνούς και του ανθρωπιστικού δικαίου και της μόνιμης απειλής. Το έγκλημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο παραμένει, έως και σήμερα, ατιμώρητο, μια διαρκής προσβολή σε βάρος του λαού μας και μια αδιάσειστη απόδειξη της τουρκικής βαρβαρότητας στον σύγχρονο κόσμο.

Καρτερούμεν

«Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσει ένας αέρας / σ’ τουν’ τον τόπον πο’ν καμένος τζι’ εν θωρεί ποττέ δροσ̆ιάν / Για να φέξει καρτερούμεν / το φως τζι’ είνης της μέρας / πο’ν’ να φέρει στον καθ’ έναν τζιαι δροσιάν τζιαι ποσπασ̆ιάν»

(Στίχοι: Δημήτρης Λιπέρτης, Μουσική: Δημήτρης Λάγιος, Ερμηνεία: Δώρος Δημοσθένους)

Η δίκη της Χούντας

Οι πρωταίτιοι της δικτατορίας στο εδώλιο (Ιούλ.-Αύγ. 1975)

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ιω. Ντεγιάννης

Η Δίκη των πρωταιτίων της Χούντας διεξήχθη από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού το καλοκαίρι του 1975 (28 Ιουλίου – 29 Αυγούστου 1975) σε βάρος των υπευθύνων του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Οι κατηγορίες, που βάραιναν 24 αποστράτους αξιωματικούς του στρατού ξηράς και της αεροπορίας, αφορούσαν τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης. Είκοσι (20) από τους κατηγορουμένους κάθισαν στο εδώλιο, τρεις (3) φυγοδικούσαν, ενώ ένας, ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, δικαζόταν την ίδια περίοδο στο στρατοδικείο με κατηγορίες βασανισμών και η υπόθεσή του διαχωρίστηκε. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου προσήχθησαν μόνον οι υπαίτιοι του πραξικοπήματος, διότι το αδίκημα χαρακτηρίστηκε «στιγμιαίο» -και όχι συνεχές- με αποτέλεσμα να εξαιρεθεί από τη δίκη η πλειονότητα των στελεχών της δικτατορίας.

Αρκετούς μήνες μετά την πτώση της χούντας οι πρωταίτιοι δεν βρίσκονταν ωστόσο στη φυλακή, αλλά κυκλοφορούσαν ελεύθεροι ή ήταν «κατ’ οίκον περιορισμένοι», όπως ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Καθοριστικά σε τούτο συνετέλεσε το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρα από τις 24 Ιουλίου του 1974, εξέδωσε άμεσα ένα νομοθετικό διάταγμα, βάσει του οποίου χορηγήθηκε μια μάλλον ασαφής αμνηστία για όλα τα πολιτικά εγκλήματα του διαστήματος 21 Απριλίου 1967 – 23 Ιουλίου 1974, και έτσι κατέστη δυνατή η απελευθέρωση και η επιστροφή από τους τόπους εξορίας των φυλακισμένων και εκτοπισθέντων αντιπάλων του δικτατορικού καθεστώτος. Ωστόσο, η διαταγή αυτή υπό τον όρο «πολιτικό έγκλημα» δεν εξαιρούσε τους πραξικοπηματίες, με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι να παραμένουν ελεύθεροι!

Με τη Γ’ Συντακτική της Πράξη, η Βουλή των Ελλήνων επεχείρησε ακολούθως να ερμηνεύσει το διάταγμα, με αποτέλεσμα τα εγκλήματα των χουντικών τελικά να εξαιρεθούν της αμνηστεύσεως, οπότε άνοιξε ο δρόμος για οποιονδήποτε πολίτη το επιθυμούσε, να καταθέσει μηνύσεις εναντίον των πραξικοπηματιών για εσχάτη προδοσία. Την αρχή έκανε μία ομάδα νεαρών τότε δικηγόρων της Αθήνας, μεταξύ των οποίων ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, οπότε κινήθηκε η διαδικασία της ποινικής δίωξης και κατέστη δυνατή η σύλληψη των Απριλιανών.

Στις 23 Αυγούστου του 1975, ο πρόεδρος του 5μελούς Εφετείου Αθηνών Γιάννης Ντεγιάννης εκφώνησε την υπ’ αριθ. 477/1975 απόφαση του δικαστηρίου, το οποίο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές:

Γεώργιος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Στυλιανός Παττακός: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Νικόλαος Μακαρέζος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Γρηγόριος Σπαντιδάκης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Γεώργιος Ζωιτάκης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Οδυσσέας Αγγελής: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Ιωάννης Λαδάς: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Δημήτριος Ιωαννίδης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Νικόλαος Ντερτιλής: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.

Μιχαήλ Μπαλόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Ρουφογάλης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Ασλανίδης: Ερήμην σε ισόβια.
Αντώνιος Λέκκας: Ισόβια.
Γεώργιος Κωνσταντόπουλος: Ισόβια.
Δημήτριος Σταματελόπουλος: Πέντε χρόνια φυλακή (ο Δ. Σταματελόπουλος ήταν ο μόνος από τους καταδικασθέντες, που του αναγνωρίστηκαν τα ελαφρυντικά του προηγουμένου εντίμου βίου και ότι επέδειξε αληθινή μεταμέλεια για τις πράξεις του και για πολύ καιρό μετά τις πράξεις η συμπεριφορά του ήταν καλή.

Παρ’ ότι πρωταίτιος, διαφώνησε σύντομα, μετά την 21η Απριλίου 1967, με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Έγινε ευρύτερα γνωστός από τα άρθρα του στην εφημερίδα «Βραδυνή, στα οποία ασκούσε έντονη κριτική στο δικτατορικό καθεστώς και τα οποία είχαν μεγάλη απήχηση στο αστικό κοινό, οδηγώντας την εφημερίδα σε ρεκόρ κυκλοφορίας. Ο Σταματελόπουλος βοήθησε την αντίσταση. Η προσφορά του καταχωρήθηκε στο ενεργητικό του και γι’ αυτό του αναγνωρίστηκαν σημαντικά ελαφρυντικά. Αποφυλακίστηκε με χάρη, τον Απρίλιο του 1977).
Στέφανος Καραμπέρης: Ισόβια.
Ευάγγελος Τσάκας: Ισόβια.
Νικόλαος Γκαντώνας: Ισόβια.
Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος: Ισόβια (παραπέμφθηκε και στη Δίκη των βασανιστών).
Ερήμην σε ισόβια καταδικάσθηκαν επίσης οι: Ιωάννης Παλαιολόγος και Πέτρος Κωτσέλης.

Από τους υπόλοιπους καταδικασθέντες, σε έξι (6) επεβλήθησαν ποινές από 20ετούς καθείρξεως μέχρι 5ετούς φυλακίσεως, ενώ οι Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, Κωνσταντίνος Καρύδας και έξι (6) ακόμη κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι.

Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, με απόφασή του, μετέτρεψε όλες τις θανατικές ποινές σε ισόβια.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου καταθέτει στη δίκη των πραξικοπηματιών

Οι δίκες των βασανιστών της Χούντας

Οι διαβόητοι αρχιβασανιστές και διοικητές του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος
και Νικόλαος Χατζηζήσης κατά τη διάρκεια δίκης των βασανιστών της Χούντας

Μετά την πτώση του καθεστώτος, ασκήθηκε αυτεπάγγελτη δίωξη εναντίον δεκάδων βασανιστών που είχαν δράσει κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας. Στις Δίκες των βασανιστών της Χούντας κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, με την κατηγορία του βασανισμού πολιτών, δεκάδες αξιωματικοί και οπλίτες, που κατά το διάστημα της δικτατορίας 1967-1974 υπηρέτησαν στην Ειδική Ασφάλεια και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων διεξήχθη τμηματικά, τόσο στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού όσο και στη Χαλκίδα και στην Πάτρα, φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας τα φριχτά βασανιστήρια και τις απάνθρωπες μεθόδους και τακτικές των ανακρίσεων.

Η πρώτη δίκη των βασανιστών ξεκίνησε στις 7 Αυγούστου του 1975, στις Φυλακές Κορυδαλλού, με βασικούς κατηγορούμενους τους Θεόδωρο Θεοφιλογιαννάκο (διοικητή του ΕΑΤ-ΕΣΑ), Νικόλαο Χατζηζήση, Αναστάσιο Σπανό, τον ιατρό Κόφα κ.ά. Το αποτέλεσμά της ήταν καταδικαστικό για περίπου τους μισούς κατηγορουμένους, στους οποίους επεβλήθησαν ελαφρύτατες ποινές, σε σχέση με τη βαρύτητα των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνταν. Σε ξεχωριστή δίκη (δεύτερη) η οποία έλαβε χώρα και πάλι στον Κορυδαλλό, από τις 13 Οκτωβρίου έως στις 9 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, παραπέμφθηκε, μεταξύ άλλων βασανιστών, ο Μιχαήλ Πέτρου. Μία ακόμη παρόμοια δίκη για τους βασανιστές Ευάγγελο Μάλλιο, Πέτρο Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, Κραβαρίτη κ.ά. άρχισε στη Χαλκίδα στις 11 Νοεμβρίου 1975, ενώ παρόμοια διαδικασία ξεκίνησε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, στις 15 Δεκεμβρίου 1975. Οι καταθέσεις των αγωνιστών που μαρτύρησαν στα χέρια των βασανιστών της χούντας συγκλονίζουν και αποτελούν, έκτοτε, μια αδιάσειστη καταγραφή των εγκλημάτων της χούντας:

Νεκρική σιγή βασιλεύει, παρά την πρωτοφανή κοσμοσυρροή, έξω από το κτήριο του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών, στο Ρουφ, το πρωί της Πέμπτης, 7ης Αυγούστου 1975. Είναι 8.30 π.μ. όταν ο Αναστάσιος Μήνης, ένας από τους λίγους που διέσωσαν την τιμή της στρατιωτικής στολής τους κατά τη διάρκεια της επταετίας, υποβαστάζει τον φίλο, συνάδελφό του και ήρωα της αντιδικτατορικής αντίστασης Σπύρο Μουστακλή, οδηγώντας τον προς την αίθουσα του Στρατοδικείου, όπου θα ξεκινήσει, σε λίγο, η πρώτη δίκη για τα βασανιστήρια της χούντας, στο άντρο του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Από αυτό το δαντικό κολαστήριο, βγήκε πριν από λίγους μήνες ως εκ θαύματος ζωντανός, αλλ’ ανάπηρος για όλη του την υπόλοιπη ζωή, ο Σπύρος Μουστακλής. Στην πολύκροτη δίκη, ο μάρτυς και μάρτυρας δεν θα μπορέσει να μιλήσει -συνεννοείται πια μόνο με νεύματα- αλλ’ η ίδια η παρουσία του είναι το πιο εκκωφαντικό «κατηγορώ» για τα ανθρωποειδή του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη. Η πρεμιέρα της νεοελληνικής «κάθαρσης» συγκεντρώνει τα φώτα της παγκόσμιας επικαιρότητας καθώς, όπως σημειώνει η Διεθνής Αμνηστία, πρόκειται για την πρώτη, σε διεθνή κλίμακα, δίωξη για βασανιστήρια, μετά τις δίκες για τα εγκλήματα των ναζί στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Οι αρχιβασανιστές της χούντας στο εδώλιο των κατηγορουμένων κατά τη διάρκεια των δικών τους

Στα εδώλια των κατηγορουμένων πρόκειται να καθήσουν 32 άτομα, 18 αξιωματικοί και 14 πρώην οπλίτες του ειδικού ανακριτικού τμήματος της ΕΣΑ, μεταξύ των οποίων και οι διαβόητοι αρχιβασανιστές Νικόλαος Χατζησήσης, Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος και Αναστάσιος Σπανός. Αλλά την πρώτη μέρα της δίκης, τέσσερις από αυτούς φυγοδικούν για ν’ αποφύγουν ν’ αντικρύσουν, ένα προς ένα, τα θύματά τους, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των 127 μαρτύρων κατηγορίας. Έτσι, ο Θεοφιλογιαννόκος, ο Γκόρος και ο Σπανός προφασίζονται θρασύδειλα «τροφική δηλητηρίαση» για να καθυστερήσουν κατά λίγα εικοσιτετράωρα την άφιξή τους στο στρατοδικείο, ενώ ο Μόγιανος φυγοδικεί στο εξωτερικό.

Κάποιοι άλλοι συνάδελφοί τους, όμως, φαίνεται να μην έχουν χωνέψει τη σοβαρότητα της κατάστασής τους. Όπως, για παράδειγμα, ο αμετανόητος Χατζηζήσης, με την παγερή εγκληματική φυσιογνωμία, που περιφέρεται στους διαδρόμους απειλώντας τον Μήνη, θαρρείς και ζει ακόμα την εποχή της παντοδυναμίας του στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Τις μέρες που προηγήθηκαν διατυπώθηκαν από δημοσιογραφικούς και πολιτικούς κύκλους αρκετές ανησυχίες για τη σύνθεση του στρατοδικείου και τη δυνατότητά του να οδηγήσει το «νυστέρι της κάθαρσης μέχρι το κόκαλο». Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μεταξύ των αξιωματικών με τη μαύρη στολή του στρατοδίκη, που έλαβαν θέσεις στην έδρα, ήταν και ο συνταγματάρχης Καπελούζος, επί χούντας πρόεδρος του στρατοδικείου Χανιών(!), ο οποίος καταδίκασε, μεταξύ άλλων, και τον Κ. Μητσοτάκη, τις τελευταίες μέρες του Ιωαννιδικού καθεστώτος, στις 15 Ιουλίου του 1974.

Κων. Εγκολφόπουλος

Εν πάση περιπτώσει, στις 8.45 π.μ., ο πρόεδρος του στρατοδικείου ταξίαρχος Διγενόπουλος κηρύσσει την έναρξη της ιστορικής δίκης, απαγγέλλοντας το βαρύτατο κατηγορητήριο στους απαθείς επαγγελματίες του τρόμου. Στο ερώτημα, αν αποδέχονται τις κατηγορίες, όλοι απαντούν μ’ ένα στερεότυπο «Όχι», με δύο μόνο εξαιρέσεις: τον Χατζηζήση, ο οποίος δηλώνει εμφαντικά «Τίποτα απολύτως δεν αποδέχομαι» και τον Πέτρου, ο οποίος ξαφνιάζει τους πάντες δηλώνοντας: «Ναι, τις αποδέχομαι». Ο πρώτος κρίκος έχει κιόλας σπάσει…

Για έναν ολόκληρο μήνα, δέκα εκατομμύρια Έλληνες μοιράζονται την ανείπωτη φρίκη που έζησαν οι πρωτεργάτες της αντιδικτατορικής πάλης στα μπουντρούμια της ΕΣΑ. Ξυλοδαρμοί, μαστίγια, φάλαγγες, ηλεκτροσόκ, κάθε λογής μαρτύρια, όπως της σταγόνας, των γεννητικών οργάνων, της ορθοστασίας και της δίψας, μαζί με ψυχολογικά βασανιστήρια -μαγνητοφωνημένες κραυγές πόνου και οιμωγές απόγνωσης, εικονικές εκτελέσεις και παραισθήσεις- κατακλύζουν τις σελίδες του Τύπου ζωντανεύοντας σκηνές που παραπέμπουν σε Ιερά Εξέταση ή στην τελευταία διεφθαρμένη Μπανανία της Λατινικής Αμερικής. Όπως αποκαλύπτει κατά τη διάρκεια της δίκης η Βιργινία Τσουδερού, την αστείρευτη εφευρετικότητα των μηχανικών του πόνου τροφοδοτούσε ειδικό εγχειρίδιο του ΝΑΤΟ, μεταφρασμένο και τυπωμένο στα ελληνικά, το οποίο συμπύκνωνε όλο το απαύγασμα της διεθνούς εμπειρίας στον τομέα των βασανιστηρίων.

Από τους πρώτους μάρτυρες κατηγορίας, ο αρχηγός Ναυτικού αντιναύαρχος Εγκολφόπουλος, δέχεται σκαιότατη επίθεση από τον Χατζηζήση και άλλους συγκατηγορουμένους, όταν περιγράφει τις συνθήκες της κράτησής του στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και το ποιον των βασανιστών. Στέκεται πάντως πιο τυχερός από τον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Ιπποκράτη Σαβούρα, ο οποίος γρονθοκοπείται άγρια από πρώην ΕΣΑτζή, «γορίλα» του Θεοφιλόγιαννάκου. Οι παριστάμενοι και οι δημοσιογράφοι αναρωτιούνται: «Αν φέρονται με τέτοιο θράσος μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, με τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης πάνω από τα κεφάλια τους, πώς άραγε συμπεριφέρονταν στη Γενική Ασφάλεια και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ την εποχή της παντοδυναμίας τους;».

Ο Αλέκος Παναγούλης και η Μελίνα Μερκούρη στις δίκες των αρχιβασανιστών της Χούντας

Οι επόμενοι μάρτυρες κατηγορίας δίνουν την απάντηση. Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος περιγράφει την ΕΣΑ σαν «κρεατομηχανή ανθρώπων» και θυμάται: «Ο Θεοφιλογιαννάκος έξαλλος, με αφρούς στο στόμα, με κτυπούσε με κλωτσιές και γροθιές σ’ όλο το σώμα και στο πρόσωπο, ενώ ο Χατζηζήσης με κτυπούσε από πίσω με χάρακα. (…) Κρούστα αίμα σχηματίστηκε στη γλώσσα μου. (…) Για να κορέσω τη δίψα μου πήγα να πιω νερό από την τουαλέτα. Με αντελήφθησαν οι ΕΣΑτζήδες και μου έβαλαν το πρόσωπο στη λεκάνη». Ο παρ’ ολίγον τυραννοκτόνος Αλέκος Παναγούλης περιγράφει πώς ο Θεοφιλογιαννάκος του έκαιγε το κορμί με αναμμένα τσιγάρα, ενώ ο αδελφός του Στάθης ξαναζεί τους μέχρι αναισθησίας ξυλοδαρμούς του. Ο Στέφανος Τζουμάκας καταθέτει ότι οι ΕΣΑτζήδες τον πατούσαν όλοι μαζί στο στήθος, χτυπούσαν το κεφάλι του στον τοίχο και του έσπασαν το κόκαλο της παρειάς, ενώ ο Μιχάλης Βαρδάνης καταγγέλλει ότι ξερίζωσαν τις φαβορίτες του με τα χέρια.

Ν. Κωνσταντόπουλος

Στο «μενού» των καθαρμάτων και τα ψυχολογικά βασανιστήρια. Ο «αόρατος δικτάτορας» Ιωαννίδης χαμογελούσε σαδιστικά, με μειλίχιο ύφος, στον Μήνη, που είχε ξεχάσει και το όνομά του από τα ατέλειωτα μερόνυχτα των ξυλοδαρμών, απειλώντας τον με ακρωτηριασμό. Ο Θεοφιλογιαννάκος ωρυόταν στην Αμαλία Φλέμινγκ ότι θα της βγάλει ένα-ένα τα δόντια και έβαζε τους ΕΣΑτζήδες να χοροπηδάνε όλο το βράδυ πάνω σε λαμαρίνες για να μην κλείνουν μάτι οι κρατούμενοι. Ο Δημήτρης Τσάτσος υποχρεώθηκε να γίνει αυτόπτης μάρτυρας του βασανισμού του φίλου του Αναστάση Πεπονή, τον οποίο οι γιατροί – συνεργοί των εγκληματιών απειλούσαν ότι θα ζήσει τρία έως πέντε χρόνια με συνεχή βασανιστήρια.

Η συγκίνηση κορυφώνεται όταν, με βουβό σπαραγμό και αλύγιστη αξιοπρέπεια, καταθέτει τη συγκλονιστική εμπειρία της η σύζυγος του Σπύρου Μουστακλή, Χριστίνα: «Με οδήγησαν στο δωμάτιο 23 του ψυχιατρικού τμήματος. Το θέαμα που αντίκρυσα ήταν κάτι το φριχτό. Δεν έβλεπα έναν άνθρωπο αλλά ένα φάντασμα. Έβλεπα μάλλον έναν άνθρωπο – φυτό, με ένα φριχτό ημιπληγικό προσωπείο. Προσπαθούσα να συγκρατηθώ. Δεν περίμενα ότι έπειτα από 48 ημέρες θα με καλούσαν να συναντήσω ένα σωστό πτώμα. Ο άνδρας μου είχε δύο πελώρια τραύματα, ένα στη δεξιά πτέρνα και ένα στον δεξιό ώμο. Όταν μείναμε μόνοι μας, τον ξεσκέπασα. Και είδα τα πόδια, τους γλουτούς, όλο του το σώμα κατάμαυρα. (…) Για τον άνδρα μου, για μένα και την κόρη μας, κύριοι δικαστές, τα βασανιστήρια θα ζουν πάντα ανάμεσά μας».

Στις 12 Σεπτεμβρίου, έπειτα από μια ακροαματική διαδικασία που κράτησε πάνω από έναν μήνα, το Στρατοδικείο ανακοινώνει την απόφασή του: Χατζηζήσης 23 χρόνια, Θεοφιλογιαννάκος 20, Σπανός 20, Τσάλας 15, Κόφας (γιατρός) 7, Αντωνόπουλος 6, Πέτρου 6, Αγγελής 5, Πεταλάς 5, Δεμερτζίδης 4, Καίνιχ 3, Διαμαντόπουλος 2, Παπαχαραλάμπους 2, Οικονόμου 1 χρόνο με αναστολή, Γκόρος 6 μήνες με αναστολή, Γκουτέβας 5 μήνες με αναστολή. Αθωώνονται 15 κατηγορούμενοι. Η προφανής λογική του Στρατοδικείου ήταν να τιμωρηθούν με την προσήκουσα αυστηρότητα οι διοικητές του ΕΑΤ-ΕΣΑ, αλλά να επιδειχθεί επιείκεια για τα εκτελεστικά όργανα των κακουργημάτων.

Μάρτυρας κατηγορίας καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου σε δίκη των βασανιστών

Στις 13 Οκτωβρίου, οι Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος και Σπανός θα ξανακαθήσουν στα εδώλια του Ρουφ, μαζί με άλλους 33 αξιωματικούς και οπλίτες, κατηγορούμενοι για βασανιστήρια κρατουμένων στις φυλακές Μπογιατίου και σε στρατιωτικές μονάδες του νομού Αττικής, καθώς το συνηθισμένο «δρομολόγιο» των κρατουμένων επί χούντας ήταν: Γενική Ασφάλεια – ΕΑΤ/ΕΣΑ – Μπογιάτι. Το υπό τον ταξίαρχο Μπέλκα στρατοδικείο συνεκδικάζει, αυτή τη φορά, 700 μηνύσεις παθόντων και καλείται να εξετάσει περίπου 150 μάρτυρες κατηγορίας απ’ όλο το πολιτικό φάσμα.

Πρώτος καταθέτει ο Ιπποκράτης Σαβούρας, ο οποίος χαρακτηρίζει το ΕΑΤ/ΕΣΑ «κρεματόριο» και αναφέρεται στις επίμονες παραισθήσεις που του προκάλεσαν τα αλλεπάλληλα βασανιστήρια. Στη συνέχεια, η Βασιλική Τσαγκαρέστου καταθέτει ότι ο Θεοφιλογιαννάκος την υπέβαλε στο μαρτύριο της φάλαγγας και την γρονθοκόπησε άγρια, με αποτέλεσμα να της σπάσει οκτώ δόντια. Η κατάθεσή της είναι καταπέλτης για τον κτηνώδη βασανιστή της: «Μου στραμπούληξε τα χέρια και τα δάχτυλα. Έβαλε τα πόδια μου πάνω σε μια καρέκλα και άρχισε να χτυπάει με το γκλομπ. Ταυτόχρονα, άρχισε να βρίζει, πότε εμένα, πότε τη χούντα, πότε τον εαυτό του. Μου φώναζε: “Μαζοχίστρια, τράβα τα πόδια σου, ηδονίζεσαι που σε χτυπάω. Λέγε ό,τι ξέρεις, λέγε… Όχι, μη μου λες. Έτσι μου αρέσεις”. Κάποια στιγμή, αγανάκτησε. Με δίπλωσε στα δύο και με χτύπησε στα νεφρά».

Η διεστραμμένη φαντασία των βασανιστών δεν είχε όρια. Όπως καταγγέλλει ο Διονύσης Τσεκούρας, στην Αγία Παρασκευή εφάρμοζαν «επιστημονικά βασανιστήρια» με ηλεκτρόδια, ηλεκτρομαγνήτες και άλλα όργανα, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσαν την αντοχή του θύματος με πιεσόμετρα και καρδιογράφους. Ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Παύλος Κλαυδιανός, πάλι, δέχθηκε, εκτός από την «καθιερωμένη» φάλαγγα και ένα σωρό ηλεκτροσόκ στα νύχια και στις ρίζες των μαλλιών.

Ο Αντώνης Λιοναράκης καταθέτει στη δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ

Πιο «παραδοσιακοί», οι βασανιστές του Γιώργου Φιλιππάκη, στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, του ξερίζωσαν τα μαλλιά και τα γένεια και τον έβαλαν να τα φάει, ενώ άλλοι ΕΣΑτζήδες έθαψαν ζωντανό μέχρι το λαιμό τον Άγγελο Πνευματικό και τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια τη νύχτα της Ανάστασης. Ιδιαίτερο μένος έδειχναν για τους ένστολους αντιστασιακούς. Χατζηζήσης και Θεοφιλογιαννάκος «περιποιήθηκαν» προσωπικά τον αξιωματικό του Ναυτικού Λεωνίδα Βασιλικόπουλο, ενώ ο ταγματάρχης Γεωργακόπουλος βασάνιζε «ωσάν λυσσών σκύλος» τον αντιπλοίαρχο Θ. Κόκκινο. Ο απόστρατος συνταγματάρχης και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, η οικογένεια του οποίου πέρασε αθροιστικά 11 χρόνια στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, καταθέτει ότι ο γιος του, φοιτητής της Νομικής, τη στιγμή της σύλληψής του αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει μετά το Πολυτεχνείο, καθώς οι βασανιστές του τον πίεζαν να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του επίσης βασανιζόμενου πατέρα του απειλώντας ότι θα τον εκτελέσουν.

Αλλ’ οι πιο ανατριχιαστικές λεπτομέρειές ζωντανεύουν, όταν καταθέτει ο βουλευτής του ΚΚΕ Κώστας Κάππος, ο οποίος συνελήφθη στις 25 Απριλίου του 1968 και, έπειτα από πέντε μέρες στη Γενική Ασφάλεια, μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο στο Διόνυσο: «Με παρέλαβε ένας οπλίτης. Άρχισε να με χτυπάει με ένα συρματόσχοινο και ύστερα με έκλεισε σε ένα κελί. Στο διπλανό κελί ήταν κρατούμενος ο δημοσιογράφος Νίκος Κιάος. Το βράδυ χτυπούσαν λαμαρίνες για να μην μπορούμε να κοιμηθούμε. Την επομένη μέρα ο Παύλος Παναγιωτίδης με κρέμασε με τα χέρια δεμένα στην πλάτη. Σε αυτή τη στάση έμεινα μισή ώρα περίπου, ώσπου τα χέρια μου εξαρθρώθηκαν και λιποθύμησα. Όταν ήμουν λιπόθυμος κάτω, πρέπει να με χτύπησαν στην πλάτη με αγκαθωτό σύρμα. Αργότερα με έδεσαν στο κρεβάτι και μου έκαναν φάλαγγα με μαστίγιο και καλάμια. Έτσι που ήμουν δεμένος ανάσκελα, άρχισαν να με χτυπούν με τα καλάμια στο στομάχι. Το στομάχι μου έγινε μια μεγάλη πληγή. Μετά, μου χαράκωσαν το στήθος με μια ξιφολόγχη. Κάπου – κάπου οι στρατιώτες έκαναν και κανένα διάλειμμα για να καπνίσουν. Αλλά και τα τσιγάρα τους τα έσβηναν στις πληγές μου. (…) Με έγδυσαν, με τύλιξαν σε μία χλαίνη και με έδεσαν. Το αίμα με τη χλαίνη είχε γίνει ένα σώμα. Την άλλη μέρα το πρωί με έδεσαν στο κρεβάτι ανάσκελα. Πάνω από το κρεβάτι υπήρχε ένας κουβάς με νερό, απ’ όπου έσταζε κατά διαστήματα μια σταγόνα νερό στο μέτωπό μου. (…) Αργότερα, μου έβαλαν ασβέστη στην κοιλιά, ο οποίος μου προκάλεσε έγκαυμα το οποίο, παρά την πλαστική εγχείρηση που έκανα, δεν φεύγει».

Οι απολογίες των κατηγορουμένων είναι προκλητικές. Ο πρώην διοικητής του ΕΑΤ/ΕΣΑ Θεοφιλογιαννάκος απολογείται επί τρεις ώρες προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα πάντα στο όνομα της «ερυθρός απειλής». «Η κατάθεση του Κάππου», λέει, «δεν έχει καμιά αξία γιατί είναι… άθεος!». Ο Σπανός, αντί για απολογία, βγάζει πολιτικό λόγο υποστηρίζοντας ότι «η επανάστασις της 21ης Απριλίου» δεν ανετράπη από τους αντιστασιακούς, αλλ’ επροδόθη, όπως και η Κύπρος. Προκλητικότερος όλων, όπως πάντα, ο Χατζηζήσης, δεν διστάζει να ισχυρισθεί ότι στο ΕΑΤ/ΕΣΑ «περισσότερο ταλαιπωρήθηκαν οι ανακριτές παρά εκείνοι που ανεκρίθησαν!».

Ο αρχιβασανιστής διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ Θ. Θεοφιλογιαννάκος επιτιθέμενος σε μάρτυρα κατηγορίας

Αλλά δυστυχώς το θράσος των βασανιστών δεν τιμωρείται. Στις 9 Δεκεμβρίου 1975, ύστερα από μαραθώνια συνεδρίαση 19 ωρών, το στρατοδικείο αθωώνει 14 από τους 36 κατηγορουμένους, επιβάλλοντας επιεικείς ποινές από 3,5 μήνες μέχρι 7 χρόνια στους υπολοίπους. Αναλυτικά οι ποινές που επεβλήθησαν ήταν οι εξής: Θεοφιλογιαννάκος και Χατζηζήσης 7 χρόνια, Σπανός 5, Τσάγλας 4, Γκόρος και Αγγελής 3, Αντωνόπουλος 2 1/2, Μανουσακάκης, Πεταλάς, Δεμερτζίδης και Ζουλινός 2 χρόνια. Είναι μάλλον φανερό ότι υψηλά ιστάμενοι πολιτικοί κύκλοι επιθυμούσαν, μετά τις πρώτες αυστηρές τιμωρίες των πρωταιτίων, να κλείσει όσο γίνεται πιο γρήγορα η υπόθεση τιμωρίας των βασανιστών, με ελαφρές ποινές.

Η υποψία αυτή βαραίνει, από την πρώτη στιγμή, στην τρίτη και τελευταία δίκη των βασανιστών, που αρχίζει στις 11 Νοεμβρίου στο Μικτό Κακουργιοδικείο της Χαλκίδας. Κατηγορούμενοι αυτή τη φορά είναι 15 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της Αστυνομίας, οι οποίοι βαρύνονται με βασανιστήρια στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Ανάμεσά τους οι διαβόητοι αρχιβασανιστές Ευ. Μάλλιος, Π. Μπάμπαλης, Κ. Καραπαναγιώτης, Β. Κραβαρίτης και Κ. Σμαΐλης. Η πολιτική αγωγή, την οποία αποτελούν οι Γ.-Α. Μαγκάκης, Ευ. Γιαννόπουλος και Στ. Κανελλόπουλος, ανησυχεί σφόδρα από τη σύνθεση του δικαστηρίου, καθώς ο πρόεδρός του, εφέτης Αθ. Πούλος, μάλλον δεν φημίζεται για τα δημοκρατικά του αισθήματα. Αν προσθέσει κανείς ότι οι περισσότεροι των μαρτύρων κατηγορίας σ’ αυτή τη δίκη ήταν κομμουνιστές, που συνελήφθησαν από τη χούντα στο μεγάλο «χτύπημα του Φλεβάρη» του 1974, οι προβλέψεις για το αποτέλεσμα της τρίτης και τελευταίας δίκης των βασανιστών διαγράφονται ακόμα περισσότερο σκοτεινές.

Ωστόσο οι μαρτυρίες είναι και πάλι συγκλονιστικές. Από τους βασικότερους μάρτυρες κατηγορίας, ο φοιτητής Θεόδωρος Τζιαντζής, ηγετικό στέλεχος της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ), καταγγέλλει: «Οδηγήθηκα στη Γενική Ασφάλεια στις 14 Φεβρουάριου του 1974. Με πήγαν στου Μπάμπαλη, αυτός πήρε από το συρτάρι του γραφείου ένα ρόπαλο και άρχισε να με χτυπάει. Μου είχαν τυλίξει με το παλτό μου το κεφάλι και είχαν φράξει με το μανίκι το στόμα μου για να μην ακούγονται οι φωνές μου. Ύστερα ο Λουκόπουλος προσπάθησε να μου βάλη το ρόπαλο στον πρωκτό. Ένας σωματώδης άνδρας μου κατάφερε μια γροθιά και μου έσπασε τη μύτη.(…) Μια μέρα με πήγαν στο υπόγειο γκαράζ, μ’ έδεσαν με ένα σπόγγο από τα πόδια ως το λαιμό κι ο Λουκόπουλος με κτυπούσε με ένα καδρόνι στα πέλματα, ενώ ταυτόχρονα μου έριχναν νερό. Το αίμα άρχιζε να πήζει στη μύτη μου και κόντεψα να σκάσω. Μετά ήλθε ένας της Ασφάλειας, μου έβγαλε το παντελόνι, μου έδεσε τα γεννητικά όργανα με ένα σχοινί και τα τραβούσε. Έπαθα σπασμούς και λιποθύμησα».

Παρόμοιες είναι οι καταγγελίες και των άλλων μαρτύρων, επίσης στελεχών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, που παρελαύνουν από το εδώλιο, όπως του Δημήτρη Γόντικα, του Γιάννη Μαρούκη, του Λάκη Σταθάκη και του Κώστα Κάππου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι μαρτυρίες των γυναικών – θυμάτων των βασανιστών, όπως της Νάντιας Βαλαβάνη, της Κατερίνας Παπαγκίκα, της Νατάσας Μερτικά και της Αγγελικής Σωτήρη. Η Νάντια Βαλαβάνη καταθέτει ότι ο Κανέλλος την έπιασε από τα μαλλιά και τη χτυπούσε αλύπητα με το κεφάλι στον τοίχο. Η Αγγελική Σωτήρη θυμάται ότι ο Λουκόπουλος την έδεσε σε έναν πάγκο και τη χτυπούσε με μανία, ενώ στη συνέχεια τη γύμνωσαν, της τραβούσαν το στήθος και της φωνάζαν: «Σκύλα, θα στα ξεριζώσουμε όλα!».

Η Νατάσα Μερτίκα έδειξε στον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη πρόσφατες γυναικολογικές εξετάσεις που έδειχναν ότι είναι έγκυος τριών μηνών, μήπως και συγκινηθούν και σταματήσουν τα βασανιστήρια. Αντί για άλλη απάντηση, αυτοί την έσυραν στην ταράτσα της Ασφάλειας, σε ένα πλυσταριό, όπου τέσσερις άνδρες της έκαναν φάλαγγα και μετά την κλώτσαγαν και την χτυπούσαν. Στις σπαραχτικές κραυγές της παθούσης που παρακαλούσε να λυπηθούν το παιδί της, ο Μάλλιος και η παρέα του απαντούσαν: «Και τι να το κάνεις το παιδί; Να γίνει κι αυτό σαν τα μούτρα σου;».

Οι αρχιβασανιστές της Χούντας

Η συγκεκριμένη ακροαματική διαδικασία είναι η πιο σύντομη από τις τρεις δίκες και στις 30 Νοεμβρίου 1975 το δικαστήριο ανακοινώνει την απόφασή του επιβεβαιώνοντας τις χειρότερες των αρχικών προβλέψεων: Οι 11 από τους 15 κατηγορούμενους αθωώνονται, ενώ οι Μάλλιος, Γώγος, Λουκόπουλος και Παύλου «τιμωρούνται» με τέσσερις έως δέκα μήνες φυλάκισης ο καθένας. Όλες οι «ποινές» είναι εξαγοράσιμες ή με αναστολή και έτσι όλοι οι βασανιστές αποφυλακίζονται και κυκλοφορούν ελεύθεροι. Απολύτως δικαιολογημένα λοιπόν είναι τα διπλόφαρδα χαμόγελα με τα οποία τα χουντικά αποβράσματα υποδέχονται την απόφαση του δικαστηρίου, όπως και οι κραυγές «αίσχος» και «ντροπή» από την πλευρά των θυμάτων τους.

Η απόφαση – σοκ του δικαστηρίου προκαλεί πολιτικό σάλο. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της ΕΔΗΚ Γεώργιος Μαύρος, αν και σημειώνει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, κάνει λόγο για πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης, ενώ πολύ οξύτερος είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος φτάνει στο σημείο να μιλήσει για «κράτος της Δεξιάς, κράτος του Μάλλιου και του Μπάμπαλη». Ιδιαίτερα αυστηρός είναι και ο ηγέτης του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης, κατηγορώντας την κυβέρνηση για μια πολιτική πρακτική «που βασίζεται στην αντίληψη ότι όταν η παραβίαση της νομιμότητας, η βία και οι βασανισμοί στρέφονται σε πολίτες ωρισμένης πολιτικής τοποθέτησης και ιδεολογίας, και συγκεκριμένα στους κομμουνιστές, τότε είναι θεμιτές».

Κατά τη διάρκεια των ακροαματικών διαδικασιών, οι μαρτυρίες που κατατέθηκαν από πρώην στελέχη των ΕΑΤ-ΕΣΑ κ.λπ. υπηρεσιών του καθεστώτος, έφεραν στο φως τις λεπτομέρειες της εκπαίδευσης των βασανιστών, η οποία τους μετέτρεπε σε πειθήνια όργανα της δικτατορίας που βιαιοπραγούσαν έναντι των συλληφθέντων αντιπάλων της κυβέρνησης, χωρίς ν’ αντιμετωπίζουν τύψεις συνείδησης, λόγω προηγούμενης πλύσης εγκεφάλου με μισαλλόδοξη κατεύθυνση, στην οποία είχαν υποβληθεί και οι ίδιοι.

Το κλίμα μερικής ατιμωρησίας που επικράτησε μετά την ετυμηγορία των δικαστηρίων, που δίκασαν τους βασανιστές της χούντας, τροφοδότησε τη λαϊκή οργή, που καλούσε σε πραγματική απόδοση δικαιοσύνης για τους πρωτεργάτες του Απριλιανού Πραξικοπήματος και τα αιματοβαμμένα πρωτοπαλίκαρά τους στα σώματα ασφαλείας. Οι αρχιβασανιστές Ευάγγελος Μάλλιος και Πέτρος Μπάμπαλης, οι οποία είχαν κηρύχθηκαν αθώοι για μια σειρά βαρύτατων κατηγοριών στις δίκες των βασανιστών, δολοφονήθηκαν λίγα χρόνια αργότερα από τρομοκρατικές οργανώσεις: ο πρώτος στις 14 Δεκεμβρίου του 1976 από την οργάνωση «17 Νοέμβρη» και ο δεύτερος στις 31 Ιανουαρίου του 1979 από την οργάνωση «Ιούνης ’78» (αργότερα αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για την οργάνωση «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας -ΕΛΑ»).

Με αφορμή τη μαγνητοσκόπηση δύο πολύ σημαντικών συναυλιών που διοργανώθηκαν με πάνδημη συμμετοχή, το 1974, αυτής στο Στάδιο Καραϊσκάκη με το Μίκη Θεοδωράκη και αυτής στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με το Γιάννη Μαρκόπουλο, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας (Ιούλιος 1974) καθώς επίσης και άλλες μαζικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς για την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, η ταινία αποτυπώνει με γλαφυρότητα και συνέπεια το κλίμα που επικρατούσε, μετά την πτώση της Χούντας. Μιλάει ο αγωνιστής Χρήστος Ρεκλείτης, που έλαβε μέρος στην Αντίσταση εναντίον της δικτατορίας και ο οποίος περιγράφει όλα τα φριχτά βασανιστήρια, στα οποία υπεβλήθη στην Ασφάλεια, κατά τη διάρκεια της επταετίας, κατονομάζοντας στη διήγησή του όλους τους βασανιστές του. Καλλιτέχνες που συμμετείχαν στις συναυλίες: α) Συνθέτες: Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος. β) Ερμηνευτές: Γιώργος Νταλάρας, Μαρία Φαραντούρη, Μαρίζα Κωχ, Μελίνα Μερκούρη, Νίκος Ξυλούρης, Λάκης Χαλκιάς, Αντώνης Καλογιάννης, Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Λιζέττα Νικολάου:

«Kείνοι που επράξαν το κακό -τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!»

Οδυσσέας Ελύτης

Πηγές:
– Σόλων Ν. Γρηγοριάδης, «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974», τ. 7, «Ιουλιανά 1965: Η αρχή του τέλους», σ. 105-108.
– «Ο Κωνσταντίνος και ο ΙΔΕΑ, 1964», σε: users.sch.gr
– «Αλέκος Παναγούλης (1939-1976)», σε: kimintenia.wordpress.com
– Κωστής Γιούργος, Τάκης Καμπύλης, Τζέιμς Μπέκετ (1969), Athenes Press Libre (1969), «Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας – Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του ’67-69», εκδ. Ποταμός, Aθήνα 2009.
– Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «Μεσογείων 14-18. Η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών στα χρόνια της Δικτατορίας (1971-1974)», έκδοση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, β’ έκδοση, Αθήνα 2019.
– Κωστής Κορνέτης, «Τα παιδιά της δικτατορίας», μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, εκδ. Πόλις, ανατύπωση 2020.
– «ΜΑΡΤΥΡΙΑ. Στα κρατητήρια της ΕΣΑ το 1973», σε: styga.gr
– Γιώργος Βερνίκος, «Όταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003
– Πάρις Καρβουνόπουλος, «Ποιοι πρόδωσαν το κίνημα του Ναυτικού», σε: militaire.gr
– «Ο Απρίλης του Αγώνα», σε: kimintenia.wordpress.com
– Κίττυ Αρσένη, «Μπουμπουλίνας 18», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1975.
– «Η Χούντα στόχευε στο μυαλό», Αφιέρωμα, σε: news247.gr
– «Τα κολαστήρια της χούντας στην Αθήνα», σε: alfavita.gr
– «Αλέκος Παναγούλης», σε: sansimera.gr
– «Σπύρος Μουστακλής, ο ύστατος των ελεύθερων πολιορκημένων», σε: makthes.gr
– «Η Κατάληψη της Νομικής», σε: sansimera.gr
– Δημήτρης Παπαχρήστος, «Εκ των υστέρων 19+1», εκδ. Λιβάνη, 1993.
– Χρήστος Δεμέτης, «21η Απριλίου: Τα τσεκούρια, οι πρώτες εκτελέσεις και ο Παττακός που συνέλαβε μέχρι και την ανιψιά του», σε: news247.gr
– «Η αντίδραση των Ελλήνων καλλιτεχνών απέναντι στη χούντα», σε: artycle.gr
– «Για πρώτη φορά: Ανέκδοτες φωτό από Έλληνες εξόριστους στο Παρίσι, στα χρόνια της χούντας», σε: iefimerida.gr
– «Μπουμπουλίνας 18 -Βλοσυρό, πένθιμο κτήριο (τόπος βασανιστηρίων)», σε: lefterianews.wordpress.com, peternikoltsos2016.wordpress.com
– «Η δήλωση Σεφέρη κατά της χούντας», σε: sansimera.gr
– «Δύο μαρτυρίες από τα βασανιστήρια της Χούντας, 50 χρόνια μετά», σε: economy365.gr
– Πάνος Πικραμμένος, «Το Πραξικόπημα. Ο Σχεδιασμός και η Επιχείρηση, 21η Απριλίου 1967», σειρά «Πολεμικές Μονογραφίες» (DefenceNet), 2006
– Θάνος Βερέμης, «Ανατομία της Δικτατορίας», περιοδικό «Κ» της εφημερίδας «Καθημερινή», 2007
– Μίκα Χαρίτου – Φατούρου, «Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας», σε: flash.gr
– Μίλτος Πασχαλίδης, «Αγύριστο κεφάλι. Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα…», Βιβλίο με cd, εκδ. Λιβάνη, 2014
– «The ‘Greek Case’ in the Council of Europe: A Game Changer for International Law and Human Rights?», International conference, Athens, 12–14 December 2019, σε: thegreekcase1969.wordpress.com (βλ. και https://www.facebook.com/TheGreekCase)
– Μαρία Ουρουμίδου, «Διότι δεν συνεμορφώθησαν…», σε: aergites.gr
– Νίκη Παπάζογλου, «Το «σφαγείο» στην οδό Μπουμπουλίνας», σε: newsbeast.gr
– Ηλίας Γκρης, «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοέμβρη 1973 στη Λογοτεχνία», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.
– Κωστούλα Μητροπούλου, «Το χρονικό των τριών ημερών», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1982.
– Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας, «Δικτατορία και Σύνταγμα: Το τυπικό κράτος δικαίου ως μη κράτος δικαίου και η μη γνήσια αυτοθέσμιση της Πολιτείας», σε: syntagmawatch.gr
– «Βασανιστήρια και Βασανισταί», περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχ. 317, 29 Αυγ.-4 Σεπτ. 1974.
– Γιώργης Κρεμμύδας, «Οι άνθρωποι της Χούντας μετά τη Δικτατορία», εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1984
– Γιάννης Κάτρης, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1974 (εξωτερικό 1971)
– «Μελίνα Μερκούρη: «Έχετε κάποια εμμονή; – Τη χώρα μου!», σε: kimintenia.wordpress.com
– «Θανάσης Βέγγος: Η αξέχαστη σκηνή με τα τραγούδια του Θεοδωράκη στη διαπασών!», σε: zox.gr
– «Ο Χρήστος Ρεκλείτης σε μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια που υπέστη από τη χούντα», σε: omadamnimis.gr
– «Σωτήρης Πέτρουλας», σε: el.wikipedia.org
– Κώστας Μπογδανίδης, «Οι τελευταίες ημέρες ενός ανώριμου βασιλιά», σε: cretalive.gr
– «Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο.. Οι μεταδόσεις του σταθμού του Πολυτεχνείου κατά την εξέγερση του Νοέμβρη του 1973», σε: kimintenia.wordpress.com
– Νικόλαος Αλιβιζάτος, «To Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010», εκδ. Πόλις 2012
– «Από το μικρό στο μεγάλο Πολυτεχνείο: Τα πρώτα σκιρτήματα και η μεγάλη εξέγερση», σε: koutipandoras.gr
– Σπύρος Βλαχόπουλος, Δημήτρης Καιρίδης, Αντώνης Κλαψής (επιμ.), «Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Ανατομία μιας Επταετίας», συλλογικό έργο, εκδ. Πατάκη, 2019.
– «Κωνσταντίνος Β’ της Ελλάδας», σε: el.wikipedia.org
– Αριστόβουλος Μάνεσης, «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη», τόμοι 2, εκδ. Σάκκουλα 2007
– Τζαβαλάς Καρούσος, «Γυάρος. Η προσωπική εμπειρία ενός εξόριστου», εκδ. Πλειάς, 1974.
– Γιάννης Γκλαβίνας, «Η οπτική του λογοκριτή: Η λογοκρισία στην Ελλάδα μέσα από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών (1944-1974)», σε: clioturbata.com
– Πηνελόπη Πετσίνη, Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα», συλλογικό έργο, Ίδρυμα Ρόζα Λούξενμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας, Αθήνα 2016.
– Παναγιώτης Κανελλάκης, «Μαρτυρία – Στα κρατητήρια της ΕΣΑ το 1973», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2017.
– Παναγιώτης Κανελλάκης, «ΜΑΡΤΥΡΙΑ. Στα κρατητήρια της ΕΣΑ το 1973», σε: istorika-ntokoumenta.blogspot.com
«Αποστασία του 1965», σε: el.wikipedia.org
– Γεώργιος Κασιμάτης, «Η μετάβαση στη δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2005
– Γιάννης Γκλαβίνας, «[Λογοκρισίες στην Ελλάδα] Εφ’ όπλου «ψαλίδι»: Ο κρατικός μηχανισμός επιβολής λογοκρισίας και το πεδίο εφαρμογής του την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, σε: rednotebook.gr
– «Σύνταγμα», Το επίσημο κείμενο, σε: hellenicparliament.gr
– Μανώλης Χαιρετάκης, «Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου1967 ως τομή για τα ελληνικά ΜΜΕ», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τόμ. 35, Ιούλιος 2010, σε: ejournals.epublishing.ekt.gr
– Αστέρης Μπουζιάς, «Αφιέρωμα – Δικτατορία των Συνταγματαρχών: Οι συνταγματικοί πειραματισμοί (1967-1974)», σε: syntagmawatch.gr
– «Το Κίνημα του Ναυτικού ενάντια στην Χούντα!», σε: athensmagazine.gr
– «Κωνσταντίνος: Θα όρκιζα ξανά τη Χούντα», σε: flash.gr
– «”Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν, Απαγορεύομεν…” μνήμες από τη λογοκρισία της δικτατορίας», σε: in.gr
– Γκλαβίνας Γιάννης, «Η “Κυρά Αναστασία” και οι Συνταγματάρχες: Η λογοκρισία της δικτατορίας των Συνταγματαρχών στον πολιτισμό και τον δημόσιο λόγο μέσα από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών», Νέα Εστία 1864, σελ. 485-498, 2014.
– Γιάννης Θ. Διαμαντής, «Το ημερολόγιο βασανισμού του Παναγιώτη Κανελλάκη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ», σε: in.gr
– «Ποιος ήταν ο Αντρέας που τον χτυπούσαν το βράδυ στην ταράτσα», σε: newsbeast.gr
– «Γεώργιος Παπανδρέου», σε: el.wikipedia.org
– Γκλαβίνας Γιάννης, «Το προληπτικό “ψαλίδι” του κράτους», Εφημερίδα των Συντακτών, 10.04.2016
– «Γρηγόρης Λαμπράκης», σε: el.wikipedia.org
– «Γιατί λογοκρίθηκε η Κόρη μου η σοσιαλίστρια με τη Βουγιουκλάκη», σε: lifo.gr
– «Το ψέμα και το κιτς της χούντας», σε: makthes.gr
– «Απεβίωσε στη Χαλκίδα ο Υποπτέραρχος Ευστράτιος Καμπιώτης», σε: eviainsider.blogspot.com
– «Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος», σε: mixanitouxronou.gr
– «Γυάρος», σε: greece.terrabook.com
– «Μίκης Θεοδωράκης», σε: mikistheodorakis.gr
– Ιωάννα Ηλιάδη, «Το άγνωστο κίνημα των Αεροπόρων κατά της Χούντας», σε: armyvoice.gr
– Κίττυ Αρσένη, «Μπουμπουλίνας 18. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα βασανιστήρια της Χούντας», εφημερίδα «Η Αυγή», 2013, σε: snhell.gr
– «Φοίβος Φολέβας – Μανιάτης, «Το “Παρασύνταγμα” Η έκτακτη νομοθεσία και η εξέλιξη της στη μεταπολεμική περίοδο», σε: academia.edu
– Τζωρτζίνα Ντούτση, «Αρχαίοι Έλληνες και μηχανόβιοι κασκαντέρ στο Καλλιμάρμαρο: Οι κιτς γιορτές της Χούντας», σε: reader.gr
– «Πώς “κατασκεύαζαν” τους βασανιστές στη χούντα», σε: oneman.gr
– Μιχάλης Σκαφίδας, «Αλέκος Παναγούλης: Ένας άνδρας», σε: andro.gr
– «Το κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού», σε: kathimerini.gr
– «Ανεξήγητη επιείκεια για τους βασανιστές», σε: kaliterilamia.gr
– Λιλή Ζωγράφου, «Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής – 17 Νοέμβρη 1973», εκδ. Γραμμή, 1983
– «Στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα», σε: el.wikipedia.org
– «Η κατάθεση του Αλέκου Παναγούλη στη δίκη των βασανιστών», σε: flash.gr
– Παναγιώτης Κανελλάκης, «ΜΑΡΤΥΡΙΑ. Στα κρατητήρια της ΕΣΑ το 1973», istorika-ntokoumenta.blogspot.com
– Κωνσταντίνος Μπορδόκας, «Η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδοπούλου από τον Αλέκο Παναγούλη», σε: eleftherostypos.gr
– Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «Από το μικρό στο μεγάλο Πολυτεχνείο: Τα πρώτα σκιρτήματα και η μεγάλη εξέγερση», σε: koutipandoras.gr
– «Η άγνωστη λίστα των φοιτητών που η χούντα έδωσε εντολή να μην πάρουν πτυχίο…», σε: newsnowgr.com
– Νίκος Αλιβιζάτος, «Μαρία Μπέκετ, μια σημαντική Ελληνίδα», σε: kathimerini.gr
– Αλέξανδρος Μαλλιάς, «40 χρόνια αργότερα», σε: alexandrosmallias.com
– «Τα βασανιστήρια της Χούντας», σε: lefterianews.wordpress.com
– Φώντας Τρούσσας, «Οι βασανισμοί των κρατουμένων επί δικτατορίας μέσα από μαρτυρίες της εποχής. Αποσπάσματα από τα σχετικά βιβλία των Τζαβαλά Καρούσου, Περικλή Κοροβέση, Κίττυς Αρσένη, Αναστάσιου Μήνη και Διονύση Λιβανού», σε: lifo.gr
– Χρίστος Καλουντζόγλου, «Μεσογείων 14-18, Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών», σε: amna.gr
– Έλλη Παππά, «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, 2010, σελ. 154.
– Αναστάσιος Μπασαράς, «13 Δεκεμβρίου 1967: Τί Μέρα και Αυτή; Το κίνημα των Αεροπόρων κατά της Δικτατορίας», σε: ikaros.net.gr
– Νατάσσα Μεταλληνού, «Μπουμπουλίνας 18: Η «ένδοξη» αίθουσα βασανιστηρίων», σε: toperiodiko.gr
– Μιλτιάδης Πασχαλίδης, «Αγύριστο κεφάλι – Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα», εκδ. Λιβάνη, 2013
– «Ανεξήγητη επιείκεια για τους βασανιστές», σε: kaliterilamia.gr
– «Τα βασανιστήρια του Σπύρου Μουστακλή στα κρατητήρια της Χούντας», σε: mixanitouxronou.gr
– Θανάσης Αθανασίου, «Εικόνες της φυλακής 1968-1973», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1986
– Θανάσης Αθανασίου, «Ο δρόμος που περπάτησα», εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2010
– Νίκος Αλιβιζάτος, «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974). Όψεις της ελληνικής εμπειρίας», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1983
– «Έφυγε ο παιδίατρος της υψηλής κοινωνίας», σε: neakriti.gr
– Κίττυ Αρσένη, «Μπουμπουλίνας 18», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1975
– Κωστής Γιούργος, Τάκης Καμπύλης, Τζέιμς Μπέκετ κ.ά., «Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του ‘67-‘69», εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2009
– Μαρία Δαράκη – Μαλλέ, «Οι Εσατζήδες», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1976
– «Πέθανε ο αγωνιστής της Δημοκρατίας Στέφανος Παντελάκης», σε: news247.gr
– Βαγγέλης Καραμανωλάκης (επιμ.), «Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974», συλλογικό έργο, Εφημερίδα «Τα Νέα», Αθήνα 2017
– Λέανδρος Καραμφυλλίδης, «Τα βασανιστήρια της Χούντας δεν αμνηστεύθησαν ούτε παρεγράφησαν: (Τόσον κατά το ισχύον, όσον και κατά το Σύνταγμα 1968/73), γνμδ., Γενικαί εκδοτικαί επιχειρήσεις ΟΕ, Αθήνα 1974
– Περικλής Κοροβέσης, «Ανθρωποφύλακες», Raben & Sjorgen – Επαναστατικές Εκδόσεις, Στοκχόλμη 1969
– Στέλιος Κούλογλου, « Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την αντίσταση», Εστία, Αθήνα 2017
– Λεωνίδας Κύρκος, «Στιγμές ΙΙΙ», εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2009
– Δημήτρης Κώνστας, «Η “ελληνική υπόθεση” στο Συμβούλιο της Ευρώπης, 1967-1969. Θεωρία και πρακτική πολιτικής πιέσεως από διεθνείς οργανισμούς», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976
– Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, «Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974
– Γιάννης Μανιατέας, «Στη σφηκοφωλιά της εφταετίας», ιδιωτική έκδοση, 1975
– Αναστάσιος Μήνης, «111 μέρες στην ΕΣΑ», εκδ. Φυτράκης, Αθήνα 1975
– «Τα βασανιστήρια του Κώστα Κάππου από τη χούντα», σε: argolika.gr
– Γιώργος Μητροφάνης, «Πολιτικοί κρατούμενοι – Μετεμφυλιακό κράτος, Δικτατορία», Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Νικητές και Ηττημένοι, 1949-1974, τόμ. 9, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 121-134.
– Τζέιμς Μπέκετ, « Βαρβαρότητα στην Ελλάδα (1967-69)», μτφρ. Φραγκώ Καράογλαν, εκδ. Το Ποντίκι, Αθήνα 1997
– «Πέθανε ο βασανιστής της χούντας Νίκος Ντερτιλής», σε: news.gr
– Τάκης Μπενάς, «Της Δικτατορίας 1967-1974. Μνήμες νωπές της τρίτης τραγωδίας του τόπου μας και του καιρού μας», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2007.
– Αλέξανδρος Παναγούλης, «Τα Ποιήματα», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2010.
– Anna Papaeti, «Music, Torture, Testimony: Reopening the Case of the Greek Junta (1967-1974)», the world of music (new series), τ. 2, τεύχ. 1/2013, σ. 67-89.
– Περικλής Ροδάκης, «Οι Δίκες της Χούντας: Πλήρη πρακτικά. Οι Δίκες των Βασανιστών», εκδ. Δημοκρατικοί Καιροί, Αθήνα 1976.
– Γιάννης Σεργόπουλος, «Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2019.
– «Φασίστες με γραβάτες κι εξαπτέρυγα», σε: hieronymusbosch1450.wordpress.com
– Συμβούλιου της Ευρώπης, «Έκθεση, Βασανιστήρια, βασανιστές και βασανισμένοι στην Ελλάδα της Χούντας», μτφρ.: Πέτρος Πεντελικός, Γιώργος Γιαννακάκης, εκδ. Μνήμη, Αθήνα 1974.
– «11 τεκμήρια για το Πολυτεχνείο», σε: efsyn.gr
– Αμαλία Φλέμινγκ, «Προσωπική κατάθεση», μτφρ.: Νίκος Φωκάς, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1995.
– «Από το μικρό στο μεγάλο Πολυτεχνείο: Τα πρώτα σκιρτήματα και η μεγάλη εξέγερση», σε: koutipandoras.gr
– Μίκα Χαρίτου – Φατούρου, «Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας. Ψυχολογικές καταβολές», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2012.
– Δημήτρις Γαρρής, «Σχεδίασμα βιβλιογραφίας για τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974)», σε:
– «Μπήκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όρθιος και βγήκε με φορείο. Σακατεμένος», σε: katiousa.gr
– Νίκος Ι. Λεβογιάννης, «Μιχάλης Βαρδάνης – Ο Ίλαρχος που η χούντα βασάνισε βάναυσα», σε: onalert.gr
– «Σπύρος Μουστακλής», σε: el.wikipedia.org
– Μίκα Χαρίτου – Φατούρου, «Ο βασανιστής ως όργανο της κρατικής εξουσίας», εκδ. Ελληνικά Γράμματα
– Γιάννης Σεργόπουλος, «Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας», εκδ. Πόλις, 2019
– «Το τέλος του αρχιβασανιστή της χούντας Θ. Θεοφιλογιαννάκου», σε: liberationpolular.wordpress.com
– «Ανέκδοτες φωτογραφίες από το ΕΑΤ-ΕΣΑ», σε: parapolitiki.com
– Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, «Έβλεπα να βασανίζουν τον γιο μου για να με αποκηρύξει», σε: tvxs.gr
– Στέλιος Κούλογλου, «Μαρτυρίες από τη Δικτατορία και την Αντίσταση», εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2017
– «”Πατέρα συγχώρεσέ με και μην κλάψεις”», το γράμμα του φοιτητή Κώστα Γεωργάκη που αυτοπυρπολήθηκε το 1970 στην πλατεία της Γένοβας για να καταγγείλει τη χούντα…», σε: mixanitouxronou.gr
– «Κώστας Γεωργάκης», σε: el.wikipedia.org
– Γιάννης Σεργόπουλος, «Όσο ικέτευες, τόσο αυτοί σε έδερναν», σε: kathimerini.gr
– Γιώργος Χατζηδημητρίου, «Τα βασανιστήρια της Χούντας», σε: penna.gr
– Μάρκος Νικητάκης, «Η Κατάληψη της Νομικής», σε: mylefkada.gr
– Γιώργος Τσακνιάς, «Ρήγας Φεραίος», σε: dimartblog.com
– Μάκης Μπαλαούρας, «Το Πολυτεχνείο ήταν ο σπινθήρας αντίδρασης στη χούντα», σε: ethnos.gr
– «Το ιατρείο του Πολυτεχνείου», σε: kimintenia.wordpress.com
– «42 χρόνια από τη «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου»: Το χτύπημα της ΕΣΑ στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα», σε: badiera.gr
– Λένα Παππά, «Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου», σε: kimintenia.wordpress.com
– «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο», σε: kimintenia.wordpress.com
– «Η Μεγάλη Έξοδος», σε: kimintenia.wordpress.com
– Γιώργος Γάτος, «Πολυτεχνείο, ρεπορτάζ με την ιστορία», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983.
– «Το Χρονικό των τριών ημερών», σε: kimintenia.wordpress.com
– «Μικρός Τύμβος», σε: kimintenia.wordpress.com
– «Το Πολυτεχνείο ζει», σε: kimintenia.wordpress.com
– «Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου», σε: sansimera.gr
– Βαγγέλης Στεργιόπουλος, «Κύπρος, 15/7/1974: “Αλέξανδρος εισήχθη κλινικήν”», σε: in.gr
– Μπέττυ Ρούνη, «Οι διεργασίες που προηγήθηκαν της εξέγερσης του Νοέμβρη του ‘73», σε: edem-net.gr
– Δήμητρα Σαμίου, «Η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ) και η ιδιαίτερη Συμβολή της στον Αντιδικτατορικό Αγώνα ( 1970-1972), εκδ. Ασίνη και Ίδρυμα Ρόδη Ρούφου – Κανακάρη.
– «Χούντα Συνταγματαρχών: Ποιες αντιστασιακές οργανώσεις έδρασαν στην Επταετία», σε: tanea.gr
– Βασίλης Σκουρής, «Πώς η Χούντα φακέλωνε την Ελληνοευρωπαϊκή Ένωση Νέων», σε: news247.gr
– Παναγιώτης Κανελλάκης, «Τω καιρώ εκείνω», σε: tovima.gr
– «Δίκη των πρωταιτίων της Χούντας», σε: el.wikipedia.org
– «Η Δίκη των βασανιστών της Χούντας», σε: el.wikipedia.org
– «Νατάσα Μερτίκα: Μια ηρωίδα της αντίστασης κατά της Χούντας», σε: raptis-telis.com
– «Ανθρωπιστικές και νομικές παράμετροι της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο», σε: kimintenia.wordpress.com

Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς το φασισμό!

kimintenia.wordpress.com

6 σκέψεις σχετικά με το “«Κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει…» Μια αναδρομή στη δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-1974)

Σχολιάστε