Ανθρωπιστικές και νομικές παράμετροι της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο

Φωτογραφία Άγγλου ρεπόρτερ με τίτλο «Turkish Airstike to Nikosia»
(Τουρκική επιδρομή από αέρος στη Λευκωσία) (amina-politiki.blogspot.com)

Στις 20 Ιουλίου 1974, μόλις πέντε ημέρες μετά την εκδήλωση του υποκινούμενου από τη Χούντα των Αθηνών Πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, ξεκίνησε στην Κύπρο η τουρκική στρατιωτική εισβολή. Μέσα σε τρεις ημέρες, 20-23 Ιουλίου 1974 (Αττίλας Ι), κατελήφθησαν από τον τουρκικό στρατό η Κερύνεια και τα περίχωρά της, ο Άγιος Ιλαρίωνας με τη διάβαση προς Λευκωσία και τα χωριά του τουρκοκυπριακού θύλακα, που χρησιμοποιήθηκαν ως προγεφύρωμα.

Στις 23 Ιουλίου 1974 κηρύχθηκε εκεχειρία και τόσο η Χούντα των Αθηνών όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου κατέρρευσαν. Ακολούθησαν δύο γύροι διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών, στις οποίες η Τουρκία απαίτησε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και τον έλεγχο του 34% των εδαφών της Κύπρου από Τουρκοκυπρίους. Στις 14 Αυγούστου 1974 οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και η Τουρκία προχώρησε στη δεύτερη φάση της εισβολής, μεταξύ 14-16 Αυγούστου 1974 (Αττίλας ΙΙ), οπότε ολόκληρο το βόρειο τμήμα του νησιού, η οροσειρά του Πενταδάκτυλου με τις ιστορικές επαρχίες του και τα χωριά του, μεγάλο μέρος της πεδιάδας της Μεσαορίας και τμήμα της πρωτεύουσας Λευκωσίας, πέρασαν στην κατοχή του τουρκικού στρατού εισβολής και κατοχής.

Τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονται στην παραλία Πέντε μίλι (20 Ιουλίου 1974)

Η Τουρκία κατέλαβε το 36,2% του νησιού. Συνολικά, 120.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν από τις επί χιλιάδες χρόνια πατρογονικές εστίες τους, ενώ άλλες 20.000 παρέμειναν εγκλωβισμένοι στα κατεχόμενα εδάφη. Σταδιακά υπολογίζεται ότι γύρω στις 150.000-180.000 άνθρωποι (πάνω από το 1/4 του γενικού πληθυσμού και τουλάχιστον το 1/3 των Ελληνοκυπρίων) προσφυγοποιήθηκαν. Έναν χρόνο μετά την εισβολή, 60.000 Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές, στις ελεγχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις βόρειες περιοχές της Κύπρου.

Περίπου 3.000 Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν. 1.619 είναι ο επίσημος αριθμός των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων. Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι πολέμου μεταφέρθηκαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες σε τουρκικές φυλακές, κυρίως των Αδάνων, από όπου πολλοί δεν επέστρεψαν ποτέ… Κατά τη διάρκεια της εισβολής, Ελληνοκύπριες γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού από Τούρκους στρατιώτες. Ο αριθμός των βιασμών ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ακόμα και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου συγκατατέθηκε προσωρινά στις αμβλώσεις. Ο βιασμός χρησιμοποιήθηκε συστηματικά από τον Τουρκικό στρατό, ως ένα μέσο βίαιου εξαναγκασμού των αμάχων να εγκαταλείψουν τις κατεχόμενες περιοχές.

Με τις προσφυγές 6780/1974, 6950/1975 και 8007/1977 της Κύπρου κατά της Τουρκίας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΕΔΑ), η Τουρκία κρίθηκε ένοχη για συνεχείς, βαρύτατες παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και συγκεκριμένα, για εκτοπισμό πληθυσμού, στέρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, βάναυση μεταχείριση αμάχων και αιχμαλώτων πολέμου, στέρηση του δικαιώματος της ζωής και στέρηση του δικαιώματος της περιουσίας σε βάρος του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Η λέξη «συνεχείς» που χρησιμοποιήθηκε για τις παραβιάσεις, αποδεικνύει ότι στην Κύπρο συντελείται ένα διαρκές έγκλημα, μια διαρκής παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Η τουρκική πολιτική βίαιης μετατόπισης του ενός τρίτου του ελληνοκυπριακού πληθυσμού από τα σπίτια του στον κατεχόμενο βορρά, η συστηματική παρεμπόδιση της επιστροφής του στις νόμιμες εστίες του και ο εποικισμός των περιοχών του από Τούρκους, συνιστά εθνοκάθαρση. Το 1994, κατόπιν της προσφυγής 25781/1994 ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η Τουρκία καταδικάστηκε εκ νέου για σωρεία παραβιάσεων των ουσιαστικών διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σε σχέση με τα δικαιώματα των αγνοουμένων, των εκτοπισθέντων και των εγκλωβισμένων στην περιοχή της Καρπασίας Ελληνοκυπρίων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δέχτηκε, με ψήφους 12 έναντι 1, ότι διαπράχτηκαν βιασμοί Ελληνοκυπρίων κοριτσιών και γυναικών από Τούρκους στρατιώτες και βασανιστήρια Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια της εισβολής.

Ελληνοκύπριοι αμυνόμενοι στη Λευκωσία (amina-politiki.blogspot)

Το 1981 ιδρύθηκε η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους (ΔΕΑ), υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Το 1983 ανακηρύχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ), το λεγόμενο «ψευδοκράτος», το οποίο κανένα Κράτος στον πλανήτη δεν έχει αναγνωρίσει πλην της ίδιας της Τουρκίας που το δημιούργησε… Την 1η Μαΐου 2004 η Κύπρος κατέστη επίσημο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η διεθνής κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν τα κατεχόμενα εδάφη της ΤΔΒΚ εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό κατοχή.

Το 1996, εν καιρώ ειρήνης, δύο άνθρωποι, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού, δολοφονούνται βίαια και εν ψυχρώ. Εκδόθηκαν 11 εντάλματα σύλληψης, ωστόσο κανένα δεν εκτελέστηκε. Κανένας δολοφόνος δεν δικάστηκε, η Τουρκία δεν παραπέμφθηκε ποτέ σε κανένα ποινικό δικαστήριο για τις δολοφονίες αυτές ούτε κανείς φυλακίστηκε για την αφαίρεση της ζωής των δύο αυτών ανθρώπων. Μέχρι και σήμερα η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει παράνομα μεγάλο μέρος της Κύπρου, συνεχίζοντας καθημερινά, με κάθε μέσο και τρόπο, την τακτική του τρόμου, της βίας, των προσβολών, των παραβιάσεων του διεθνούς και του ανθρωπιστικού δικαίου και της μόνιμης απειλής. Το έγκλημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο παραμένει, έως και σήμερα, ατιμώρητο, μια διαρκής προσβολή σε βάρος του λαού μας και μια αδιάσειστη απόδειξη της τουρκικής βαρβαρότητας στον σύγχρονο κόσμο.

Κερύνεια και Πενταδάκτυλος – Στιγμές της εισβολής (Κώστας Μόντης):

Σκότωναν, βασάνιζαν, κατακτούσαν: Συγκλονιστικά στοιχεία σε έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις τουρκικές θηριωδίες στην Κύπρο

Οι τουρκικές θηριωδίες, η βαρβαρότητα του τουρκικού κατοχικού στρατού, που προέλαυνε το καλοκαίρι του 1974 καταγράφονται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η έκθεση οριστικοποιήθηκε στις 10 Ιουλίου 1976 και περιλαμβάνει μαρτυρίες αλλά και στοιχεία, τα οποία τεκμηριώνουν τις τουρκικές ωμότητες. Οι περιγραφές ανατριχιαστικές, οι μαρτυρίες σοκαριστικές. Όσοι τα βίωσαν κουβαλούν ως εφιάλτη τα βασανιστήρια και τις κακοποιήσεις, που είχαν υποστεί από τον στρατό κατοχής και τους συνοδεύει σε ολόκληρή τους τη ζωή. Μια έκθεση, όχι η μοναδική, όπως και οι διακρατικές προσφυγές της Κυπριακής Δημοκρατίας καταγράφει τις τουρκικές βαρβαρότητες. Και το αποτέλεσμα;

Ο βομβαρδισμός της Αμμοχώστου, 1974

Όλα τα στοιχεία συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο πάζλ, που αφορά εγκλήματα πολέμου από την Τουρκία, τα οποία διαπράχθηκαν στην Κύπρο. Συστηματικές και μεθοδευμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα εγκλήματα δεν παραγράφονται. Τα εγκλήματα δεν μπορούν να τα «θάψουν» πολιτικοί και πολιτικές… Από την έκθεση, παραθέτουμε στοιχεία, που αφορούν τις εν ψυχρώ δολοφονίες από πλευράς του κατοχικού στρατού, τις κακοποιήσεις, βασανιστήρια και βιασμούς. Μαρτυρίες και στοιχεία είχαν δώσει η Πρόεδρος τότε του Ερυθρού Σταυρού, αείμνηστη Στέλλα Σουλιώτη, ο Γιώργος Ιακώβου τότε Διευθυντής Μερίμνης και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων και μετέπειτα ΥΠΕΞ. Οι μαρτυρίες προσώπων για προσωπικά βιώματα καταγράφονται χωρίς ονόματα, αν και στην έκθεση υπάρχουν. Δεν περιλαμβάνονται και τοποθεσίες, χωριά, για να μην παραπέμπουν οι μαρτυρίες σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Περιλαμβάνονται επώνυμες μαρτυρίες των γιατρών Χαραλαμπίδη και Χατζηκακού.

Σύμφωνα με την έκθεση, η Κυπριακή Δημοκρατία κατήγγειλε ότι οι μαζικοί φόνοι πολιτών διενεργούντο συστηματικά από τον τουρκικό στρατό. Όχι μόνο άοπλοι στρατιώτες, που είχαν παραδοθεί, αλλά και πολίτες, συμπεριλαμβανομένων βρεφών ηλικίας μερικών μόνο μηνών, γυναικών και υπερηλίκων γερόντων, ακόμη παράλυτοι, διανοητικά καθυστερημένοι και τυφλοί σκοτώθηκαν από Τούρκους στρατιώτες. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν φόνους εκατοντάδων προσώπων από τις τουρκικές δυνάμεις. Στις καταγγελίες συμπεριλαμβάνονται φόνοι προσώπων που είχαν προσπαθήσει να επισκεφθούν περιοχές που βρίσκονταν υπό τουρκικό στρατιωτικό έλεγχο, με σκοπό να συλλέξουν τα υπάρχοντά τους από τις εστίες τους.

Η κυβέρνηση της Κύπρου, όπως αναφέρεται, εξέφρασε τον φόβο ότι μεγάλος αριθμός Ελληνοκυπρίων, τους όποιους είδαν για τελευταία φορά στην καταληφθείσα από τους Τούρκους περιοχή, έπεσαν θύματα δολοφονίας. Ο αριθμός τους δεν είχε ακόμη υπολογισθεί, πρέπει όμως να έφθανε τα 3.000 άτομα, μεταξύ των όποιων περιλαμβάνονταν ασθενείς πολίτες. Σχετική μαρτυρία απεκάλυπτε ότι τα πρόσωπα αυτά έπεσαν στα χέρια του τουρκικού στρατού, αλλ’ οι τουρκικές αρχές ισχυρίζονταν ότι δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτά. Επικρατεί η υπόνοια ότι στην κατηγορία «αγνοούμενα πρόσωπα» περιλαμβάνονται άτομα που δολοφονήθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις κατά τη στιγμή της συλλήψεώς τους, κοντά στην ελεγχόμενη από τους Τούρκους περιοχή, δεδομένου ότι καμιά λεπτομέρεια δεν ανακοινώθηκε, μετά τις συλλήψεις, από τις τουρκικές αρχές.

Γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά σε μαρτυρίες για τον φόνο δώδεκα αρρένων πολιτών, παρουσία των οικογενειών μερικών από αυτούς, στις 21 Ιουλίου 1974, στο χωριό Ελιά. Η πρώτης μάρτυρας δήλωσε ότι σ’ αυτό τον ομαδικό φόνο έχασε τον άνδρα της, τον πατέρα της, δύο γαμβρούς και έναν θείο. Η ίδια και μια ομάδα συγχωριανών της πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους στρατιώτες, όταν προσπάθησαν να φθάσουν στα βουνά, για να αποφύγουν τον βομβαρδισμό. Όλοι οι συλληφθέντες άντρες ήταν πολίτες και φορούσαν πολιτική ενδυμασία. Οι Τούρκοι στρατιώτες τους είπαν ότι θα περίμεναν διαταγές από τον αξιωματικό τους, που θα αποφάσιζε για την τύχη τους. Όταν ο αξιωματικός έφθασε, φαινόταν θυμωμένος και διέταξε τους στρατιώτες να πέσουν κάτω, πράγμα που έκαναν, και να γεμίσουν τα όπλα τους. Ένας άλλος στρατιώτης, που τον περιέγραψε ως «καλόν άνθρωπο», επενέβη τότε, και οι Τούρκοι στρατιώτες συζητούσαν για μισή ώρα. Τότε χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες και, μπροστά στις γυναίκες, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των ανδρών. Σκότωσαν δώδεκα. Μερικοί από τους άνδρες αυτούς κρατούσαν τα παιδιά τους στην αγκαλιά τους, ενώ τους πυροβολούσαν. Τρία από τα παιδιά αυτά τραυματίστηκαν.

Διάσωση ιερών εικόνων από ορθόδοξο ναό κατά την τουρκική εισβολή (amina-politiki.blogspot.com)

Άλλες δύο ακόμη περιπτώσεις ομαδικών φόνων αναφέρονται σε δυο γραπτές καταγγελίες προσώπων, που επιβεβαίωσαν ότι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Σύμφωνα με την πρώτη καταγγελία, πέντε άνδρες (δύο βοσκοί, ηλικίας 60 και 70 χρόνων, δύο οικοδόμοι, 20 και 60 ετών, και ένας υδραυλικός, ηλικίας 19 ετών) δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους στο Τριμίθι. Σύμφωνα με τη δεύτερη καταγγελία, 30 Ελληνοκύπριοι στρατιώτες, που εκρατούντο ως όμηροι στο Παλαίκυθρο, εκτελέστηκαν από τους Τούρκους στρατιώτες.

Επιπρόσθετος μάρτυρας μίλησε για μαζικούς φόνους στο Παλαίκυθρο και υπέδειξε πρόσωπα και διευθύνσεις που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Δύο από τα επεισόδια αυτά αφορούσαν εκτελέσεις στρατιωτών της Εθνικής Φρουράς, που είχαν παραδοθεί στα τουρκικά στρατεύματα. Τα επεισόδια αναφέρθηκαν στον μάρτυρα από στρατιώτες που είχαν διαφύγει την εκτέλεση, και στις δύο περιπτώσεις εκτελέστηκαν 30-40 στρατιώτες.

Άλλο επεισόδιο, που ανέφερε μάρτυρας, είναι ο φόνος δεκαεπτά μελών γειτονικών οικογενειών. Τα θύματα ήταν δέκα γυναίκες και πέντε παιδιά, ηλικίας από δύο ως εννιά χρόνων. Κατέθεσε επίσης έγγραφο, που το παρουσίασε ως αγγλική μετάφραση γραπτής μαρτυρίας ενός παιδιού δεκαέξι χρόνων, που επέζησε του σκοτωμού. Το τελευταίο επεισόδιο κατηγγέλθη επίσης και από την κ. Στέλλα Σουλιώτη, η οποία αναφέρθηκε στις χειρόγραφες σημειώσεις που ο μάρτυρας δρ Χατζηκάκου κατέθεσε ως μέρος της μαρτυρίας του. Ο δρ Χατζηκάκου κατέγραψε περιπτώσεις κακοποιήσεων, βιασμών και φόνων, που αναφέρθηκαν σ’ αυτόν από ασθενείς, οι όποιοι είτε υπήρξαν θύματα, είτε αυτόπτες μάρτυρες των επεισοδίων, και των όποιων τις διευθύνσεις μπορούσε να παραχωρήσει. Σχετικά με τον φόνο των δεκαεπτά πολιτών στο Παλαίκυθρο, ο δρ Χατζηκάκου είχε σημειώσει το όνομα του προσώπου που βρήκε τα πτώματά τους στην αυλή.

Μερικοί άλλοι φόνοι, που περιγράφονται στις σημειώσεις του δρα Χατζηκάκου, ήταν: 1. H εκτέλεση από Τούρκους στρατιώτες οκτώ πολιτών, που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι στην περιοχή του Πραστείου, μια ημέρα μετά την κατάπαυση του πυρός, στις 16 Αυγούστου 1974. 2. O φόνος πολλών πολιτών από Τούρκους στρατιώτες στην Άσσια. 3. O φόνος από Τούρκους στρατιώτες πέντε άοπλων Ελληνοκυπρίων στρατιωτών, που ζήτησαν καταφύγιο σε ένα σπίτι στη Βώνη. 4. O τουφεκισμός πέντε γυναικών, από στρατιώτες. Η μία επέζησε γιατί είχε προφασισθεί τη νεκρή. Άλλοι φόνοι καταγγέλθηκαν από τη μάρτυρα Σουλιώτη, πρόεδρο (τότε) του Ερυθρού Σταυρού, με ονόματα προσώπων που δήλωσαν ότι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Μερικά από τα πρόσωπα που εξετάσθηκαν στους προσφυγικούς καταυλισμούς ανέφεραν, επίσης, φόνους: 1. H μάρτυρας Β. δήλωσε ότι τα τουρκικά στρατεύματα εξετέλεσαν πολλά άτομα στο χωριό της. «Μπήκαν στα σπίτια και σκότωναν ανθρώπους». 2. O μάρτυρας D., από το Π., είπε ότι περίπου 18 πρόσωπα από το χωριό τουφεκίσθηκαν. Δεν ήταν όμως παρών κατά την εκτέλεση. 3. O μάρτυρας Ε. κατήγγειλε ότι οι Τούρκοι σκότωσαν έναν βοσκό. 4. Η μάρτυρας F. δήλωσε ότι οι Τούρκοι πήραν τον άνδρα της και το, γαμπρό της σε μία όχθη του ποταμού και εκεί τους σκότωσαν.

Πατέρας θρηνεί πάνω στο μνήμα του πεσόντος γιού του στον Τύμβο Μακεδονίτισσας (in.gr)

Σύμφωνα με την έκθεση, η κυβέρνηση της Κύπρου αιτιάται «μαζικούς και επαναλαμβανόμενους βιασμούς γυναικών όλων των ηλικιών, από 12 ως 71 χρόνων, σε ορισμένες δε περιπτώσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα θύματα να υποφέρουν από αιμορραγίες ή να καταστούν διανοητικά ερείπια. Σε μερικές περιοχές εξασκήθηκε και βίαιη πορνεία. Όλες τις γυναίκες και τα κορίτσια τα συνάθροιζαν σε χωριστά δωμάτια άδειων σπιτιών. Εκεί βιάζονταν επανειλημμένα από τα τουρκικά στρατεύματα». Σε ορισμένες περιπτώσεις μέλη της ίδιας οικογένειας βιάσθηκαν επανειλημμένα, μπροστά στα ίδια τα παιδιά τους. Σε άλλες περιπτώσεις, γυναίκες βιάσθηκαν δημόσια, κατά τρόπο κτηνώδη. Οι βιασμοί σε άλλες περιπτώσεις συνοδεύονταν από κτηνώδεις πράξεις, όπως βίαια δαγκώματα, έτσι που να προκαλούν σοβαρές πληγές στα θύματα, χτυπήματα της κεφαλής στο δάπεδο και στραγγάλισμα του λαιμού, σχεδόν μέχρι πνιγμού». Σε αρκετές περιπτώσεις οι απόπειρες βιασμού συνοδεύονταν από μαχαιρώματα ή εκτέλεση του θύματος. Στα θύματα του βιασμού συμπεριλαμβάνονταν έγκυες και διανοητικά καθυστερημένες γυναίκες».

Οι σχετικές μαρτυρίες για τους καταγγελλόμενους βιασμούς συγκροτούν ογκώδες σώμα. Άμεσες μαρτυρίες έχουν ληφθεί από τις καταθέσεις των ιατρών Χαραλαμπίδη και Χατζηκακού, που κατέθεσαν ότι είχαν εξετάσει θύματα παρόμοιων βιασμών. Μεταξύ πολλών άλλων περιπτώσεων, ένα διανοητικά καθυστερημένο κορίτσι βιάστηκε στο σπίτι του από είκοσι στρατιώτες, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Όταν το θύμα άρχισε να ξεφωνίζει, το πέταξαν από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου: Έπαθε θλάση της ράχης και έμεινε παράλυτη.

Μία μέρα ύστερα από την άφιξή τους στο χωριό Β., οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τα κορίτσια σ’ ένα σπίτι και τα βίασαν. Ένα κορίτσι στο Π, που διέμενε μαζί με τους γονείς του, το έβγαλαν έξω και το βίασαν κάτω από την απειλή όπλου. Στην Τ. οι Τούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να βιάσουν 17χρονη μαθήτρια. Αντιστάθηκε και τη σκότωσαν. Μία γυναίκα από τη Γ. ανέφερε ότι 25 κορίτσια κρατούντο στο Μ. ως πόρνες. Μία άλλη γυναίκα είδε πολλά κορίτσια να βιάζονται από Τούρκους στρατιώτες. Μία γυναίκα από τη Β. βιάστηκε σε τρείς περιπτώσεις από τέσσερα πρόσωπα, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Έμεινε έγκυος.

(πηγή: Κώστας Βενιζέλος, σε: apopseis.com)

Ασύλληπτη σε έκταση και καταστροφή είναι και η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου που έχει συντελεστεί από την τουρκική εισβολή και κατοχή:

Κατεχόμενα: Μνήμες από τη σφαγή του Συσκλήπου

Συγκλονιστική μαρτυρία σχεδόν μισόν αιώνα μετά τη ματωμένη εισβολή στο χωριό Σύσκληπος της Κύπρου: «Ήμουν 12 ετών, με βίαζαν οι Τούρκοι και δίπλα αποκεφάλιζαν τον αδελφό μου» αποκαλύπτει φέτος, για πρώτη φορά, μια γυναίκα που δεν μπορεί να ξεχάσει εκείνο το καλοκαίρι που σταμάτησε ο χρόνος…

Έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. «Όχι μισός αιώνας. Είναι 46 χρόνια», με διορθώνει ένας φίλος που έχασε το σπίτι του εκείνο το καλοκαίρι. Μετράει βασανιστικά ένα – ένα τα χρόνια που βρίσκεται μακριά από τον τόπο όπου γεννήθηκε. Είναι και άλλοι που μετρούν μήνες. Πέρασαν 528 μήνες από την ημέρα που έχασαν τα αδέλφια, τους γονείς, τους φίλους τους. Δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν στη μάχη, υπήρξαν απώλειες σε ένα έγκλημα διαρκείας.

Μια γυναίκα, σίγουρα όχι η μόνη, μετράει μία-μία τις μέρες από τον Αύγουστο του 1974. Τις θυμάται όλες και κάθε πρωί παλεύει να τις σβήσει και να προσποιηθεί ότι όλα ήταν ο εφιάλτης μιας νύχτας που πέρασε. Ότι είναι πάλι 12 χρόνων, όσο ήταν το καλοκαίρι εκείνο. Το καλοκαίρι που σταμάτησε να είναι παιδί. Η βρώμικη ανάσα των Τούρκων που τη βίασαν, το αίμα στα χέρια τους, οι κραυγές, οι πυροβολισμοί είναι η απόκοσμη συντροφιά της σε μια ζωή που προσπαθεί να την κάνει να είναι όπως των άλλων, σχεδόν φυσιολογική. Όλα αυτά τα χρόνια, τους μήνες, τις μέρες και τις ώρες, από τη στιγμή που βρέθηκε στα χέρια των Τούρκων, δεν μίλησε. Δεν ήθελε να μιλάει. Δεν ήθελε κανένας να ξέρει. Μόλις πριν από λίγες μέρες, όμως, τόλμησε. Χωρίς φωτογραφίες, χωρίς ονόματα, χωρίς λεπτομέρειες που θα την έβγαζαν από την ανωνυμία που έχτισε, μίλησε σε δημοσιογράφο της κυπριακής εφημερίδας «Πολίτης». Σε ένα προάστιο της Λευκωσίας, όπου εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία, έξυσε τις μνήμες και μίλησε για τη δική της ιστορία. Μια ιστορία που δεν γράφτηκε σε κανένα βιβλίο, απασχόλησε λίγους, εξόργισε ελάχιστους και αγνοήθηκε από πολλούς.

Όταν μπήκαν στο χωριό

Η εκεχειρία, που υποτίθεται ότι ίσχυε στις 23 Ιουλίου του 1974, έχει κάνει τους λίγους κατοίκους που έμειναν στο χωριό Σύσκληπος, στις παρυφές του όρους Πενταδάκτυλος, να ελπίζουν ότι η μπόρα θα περάσει και οι δικοί τους άνθρωποι που εγκατέλειψαν το χωριό σύντομα θα ξαναγυρίσουν. Έδιναν δύναμη ο ένας στον άλλον -ηλικιωμένοι οι περισσότεροι- και μαζεύονταν σε ένα σπίτι στην έξοδο του χωριού που ανήκε στον Ευγένιο Χατζηηράκλη. Περίπου 15-20 ψυχές. Μεταξύ τους και ένας πατέρας με τη 12χρονη κόρη του και τον 19χρονο γιο του. Με τα αυτιά κολλημένα στο ραδιόφωνο για να μάθουν αν «πετάξαμε τους Τούρκους στη θάλασσα», όπως μετέδιδε το ΡΙΚ που είχε καταληφθεί στις 15 Ιουλίου από τους πραξικοπηματίες. Παρακολουθούσαν και τις ειδήσεις στα ελληνικά από τον παράνομο τουρκοκυπριακό σταθμό Μπαϊράκ, που θριαμβολογούσε για την επιτυχημένη «ειρηνευτική» επιχείρηση της Τουρκίας. Η διαλυμένη από το πραξικόπημα Εθνική Φρουρά είχε αναδιπλωθεί και το χωριό είχε μείνει αβοήθητο στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι το κατέλαβαν το βράδυ της 26ης Ιουλίου του 1974. Οι Τούρκοι στρατιώτες, συνοδευόμενοι από κάποιους ένοπλους άτακτους Τουρκοκύπριους, βρήκαν στο σπίτι του γερο-Ευγένιου 14 άτομα. Πήγαιναν κάθε πρωί και τους κατέγραφαν, ώστε να είναι σίγουροι ότι δεν διέφυγε κάποιος. Φωνές, σπρωξίματα, βρισιές… αλλά μέχρι εκεί. Ώσπου έφτασε η 3η Αυγούστου του 1974.

Ο Σύσκληπος, χωριό στις παρυφές του Πενταδάκτυλου

Η 12χρονη κάθε φορά που οι Τούρκοι έμπαιναν στο σπίτι κρατιόταν από το παντελόνι του πατέρα της έχοντας την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Ποιος θα μπορούσε να την πειράξει; Δεν μπορούσε στο παιδικό της μυαλό να συλλάβει τι ήταν αυτό που θα ακολουθούσε το απόγευμα της 3ης Αυγούστου. Το πρωί οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν καταγράψει και πάλι τους Ελληνοκύπριους που έμεναν στο σπίτι. Επανήλθαν όμως. Από εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Αυγούστου, το σπίτι έγινε τόπος ενός από τα φοβερότερα εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι στην Κύπρο. Μια ασύλληπτης βαρβαρότητας σφαγή, με τα λείψανα των θυμάτων να μην έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα. Συνολικά στο χωριό καταγράφηκαν 28 αγνοούμενοι, εκ των οποίων οι 14 στο συγκεκριμένο σπίτι. Σε μια σπηλιά βρέθηκαν τα καμένα οστά ενός ζευγαριού, το οποίο εντόπισαν κρυμμένο οι Τούρκοι. Αφού τους έσφαξαν, τους έκαψαν παίρνοντας τα λίγα χρήματα που είχαν μαζί τους για να διαφύγουν σε ασφαλή περιοχή.

Ο Τούρκος αντισυνταγματάρχης

Σε βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2004 με τίτλο «Κύπρος: Νησί προς πώληση – Άγνωστες πτυχές της Ειρηνευτικής Επιχείρησης», ο Τούρκος καθηγητής και συγγραφέας Erol Mütercimler καταγράφει αυτούσιες μαρτυρίες Τούρκων αξιωματικών και στρατιωτών που είχαν λάβει μέρος στην εισβολή στην Κύπρο. Μεταξύ των μαρτυριών είναι και αυτή του αντισυνταγματάρχη πεζικού Salih Guleryuz, ο οποίος ήταν υποδιοικητής της μονάδας καταδρομών που στρατοπέδευσε στον Σύσκληπο. Ο Salih Guleryuz κρατούσε καθημερινό ημερολόγιο και σε κάποιες σημειώσεις δίνει συγκλονιστικά στοιχεία για τη σφαγή των αμάχων. Λέει ότι το βράδυ της 3ης Αυγούστου του 1974 ενημερώθηκε για τη δολοφονία 14 άμαχων Ελληνοκυπρίων σε ένα σπίτι του χωριού. Ο Guleryuz γράφει στο ημερολόγιο:

«3 Αυγούστου 1974… Μάθαμε ότι 14 από τους Ελληνοκύπριους που έμειναν στο χωριό Σύσκληπος σκοτώθηκαν το βράδυ σε ένα σπίτι. Αυτό το έκαναν ένας πυροβολητής υπαξιωματικός, δύο στρατιώτες καταδρομείς και δύο πολεμιστές (Τουρκοκύπριοι άτακτοι). Λήφθηκαν οι καταθέσεις των στρατιωτών μέχρι αργά…

4 Αυγούστου 1974… Κατά τις πρωινές ώρες ήρθε ο συμμαθητής μου, ο επιτελικός αρχηγός του σώματος στρατού, συνταγματάρχης Μαχμούτ Μπογουσλού. Πήγαμε μαζί στον Σύσκληπο και βρήκαμε το σπίτι όπου σκοτώθηκαν οι Ελληνοκύπριοι πολίτες. Σκοτώθηκαν από πυρά με αυτόματα τυφέκια στον προθάλαμο ενός σπιτιού κοντά στο ορνιθοτροφείο του χωριού. Οκτώ άτομα ήταν πάνω στις πολυθρόνες και στις καρέκλες πνιγμένα στο αίμα, διάτρητα από σφαίρες στο στήθος και στο κεφάλι. Στο έδαφος υπήρχαν ακόμα πέντε νεκρά άτομα, άνδρες και γυναίκες. Κοντά στην είσοδο της πόρτας πάνω σε μια καρέκλα υπήρχε ακόμη ένα πτώμα χωρίς κεφάλι. Εκεί κοντά ήταν και ένα κορίτσι, Ελληνοκυπριόπουλο, ηλικίας 11-12 χρόνων… Την είδαμε ενώ προγευματίζαμε με τους στρατιώτες μου στο ορνιθοτροφείο του Συσκλήπου. Όταν μας είδε εκείνη, είπε απελπισμένα καλημέρα χαμογελώντας».

Αυτό το 12χρονο κορίτσι που γλίτωσε από τη σφαγή έχοντας δει τον πατέρα της νεκρό με το κεφάλι πολτοποιημένο από τις σφαίρες και τον αδελφό της αποκεφαλισμένο, σήμερα κουβαλάει τη μοναδική αυθεντική μαρτυρία της προσωπικής της τραγωδίας. Η μοναδική επιζήσασα ενός εγκλήματος γεμάτο από δολοφονίες αμάχων.

Μοναδική επιζήσασα

Η 12χρονη που επέζησε μίλησε, για πρώτη φορά, μετά από 44 χρόνια. Τη μαρτυρία της κατέγραψε ο δημοσιογράφος Σωτήρης Παρούτης και τη μετέφερε αυτούσια χωρίς παρεμβάσεις. Αλλωστε τι παρέμβαση μπορεί να γίνει στην εξιστόρηση ενός εγκλήματος από ένα εκ των θυμάτων;

Λέει η μοναδική επιζήσασα για το απόγευμα της 3ης Αυγούστου του 1974: «Εμένα με πήρανε πρώτη. Ο πατέρας μου είχε καταλάβει τι επρόκειτο να γίνει. Φώναζε, έπεσε κάτω και τους παρακαλούσε. Με είχαν πάρει από εκεί που ήμασταν μαζεμένοι όλοι και με πήγαν στην άκρη του σπιτιού όπου ήταν το μπάνιο. Εγώ τον άκουγα ακόμη που φώναζε. Άκουγα και τον αδελφό μου επίσης. Έτσι ξεκίνησε ο βιασμός. Έρχονταν, με βίαζαν και έφευγαν. Ύστερα από λίγο άκουσα πυροβολισμούς και φωνές. Εμένα με κρατούσαν εκεί. Όταν τέλειωσαν οι πυροβολισμοί, φύγανε και αυτοί. Με άφησαν μόνη μου μέσα στο μικρό δωμάτιο του μπάνιου. Έμεινα εκεί πεσμένη, κατατρομαγμένη και σοκαρισμένη. Πέρασε, νομίζω, κάνα μισάωρο και σκεφτόμουνα ότι μπορούσα να ανοίξω την πόρτα, να βγω έξω και να φύγω… Από το μικρό παραθύρι έβλεπα ότι δεν υπήρχε κανένας. Μετά το γκαράζ του σπιτιού μας ήταν τα χωράφια… Μόλις όμως έκανα τη σκέψη να βγω και να φύγω, μπήκε κάποιος και με άρπαξε. Με έβγαλε από την πίσω πόρτα. Εγώ ήμουνα ξυπόλητη. Σε μαύρο χάλι. Με πήγε από γύρω από το σπίτι. Κάποια στιγμή μου έδειξε ότι έπρεπε να φορέσω παπούτσια. Του λέω “δεν έχω”. Για να βρω παπούτσια έπρεπε να μπω ξανά στο σπίτι και να πάω στο δωμάτιό μου. Με πήγε μέσα. Πέρασα από τον χώρο όπου ήταν όλα τα πτώματα. Και του πατέρα μου και του αδελφού μου… Φόρεσα παπούτσια και βγήκα από το δωμάτιό μου. Ο άλλος που με συνόδευε ήταν μαζί μου».

Το μέγεθος του κακού

Η μαρτυρική 12χρονη του 1974, μοναδική επιζήσασα της σφαγής του Συσκλήπου, θυμάται: «Τα πτώματα ήταν δεκαπέντε, είκοσι, δεν τα μέτρησα. Το πτώμα του αδελφού μου ήταν πάντως με κομμένο το κεφάλι. Αυτός που με συνόδευε με πήρε να φύγουμε από το σπίτι. Έκλαιγα διαρκώς. Ούτε μπορούσα να μιλήσω, ούτε να συνειδητοποιήσω το μέγεθος του κακού. Προστέθηκαν και δυο-τρεις άλλοι κατά την απομάκρυνσή μου από το σπίτι. Με πήγαν μέσα στο χωριό. Σούρουπο πια, με έβαλαν σε ένα άλλο σπίτι. Εκεί ξεκίνησαν πάλι τον βιασμό. Ένας έμπαινε, ένας έβγαινε στο δωμάτιο όπου με κρατούσαν. Πέρασε δεν θυμάμαι ακριβώς πόσος χρόνος. Κανένα μισάωρο, καμιά ώρα… και άκουσα έναν πανικό. Ξαφνικά έφυγαν όλοι. Εγώ έμεινα εκεί. Τρομαγμένη στο κρεβάτι».

Το σπίτι του Ευγένιου Χατζηηράκλη, στην άκρη του χωριού, όπου βρήκαν
καταφύγιο οι άμαχοι και έμελλε να γίνει μαζικός τάφος

«Τι να πω και τι θα γίνει;»

Η συγκλονιστική μαρτυρία συνεχίζεται: «Ύστερα από κάνα πεντάλεπτο μπήκε κάποιος. Όι από αυτούς που ήταν προηγουμένως. Με έπιασε από το χέρι και με έβγαλε έξω. Είδα ένα στρατιωτικό τζιπ να πλησιάζει. Μόλις έφτασε το τζιπ, οι βιαστές έφυγαν όπως-όπως. Ορισμένοι όμως παρέμειναν. Προτού καλά-καλά σταματήσει το αυτοκίνητο, κατέβηκε “το παιδί” που σας είπα στην αρχή (σ.σ.: Τούρκος αξιωματικός που είχε αναπτύξει καλή σχέση με τον αδελφό της προτού τον αποκεφαλίσουν), ήρθε κοντά μου και με έπιασε από το χέρι. Χάρη σε αυτόν σώθηκα! Μου μίλησε στα αγγλικά… Εγώ συνέχιζα να κλαίω. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είδε όμως το χάλι μου. Οι υπόλοιποι που ήταν στο τζιπ κατέβηκαν και αυτοί κάτω και πρόταξαν τα όπλα στους υπόλοιπους μιλώντας τη γλώσσα τους. Εγώ δεν καταλάβαινα. Ήρθε κοντά μου και πάλι ο νεαρός αξιωματικός και μου έγνεψε να του δείξω ποιοι. Μου μιλούσε στα αγγλικά, επιτακτικά: “Show me, who? Who did this?” (σ.σ.: Δείξε μου, ποιος; Ποιος το έκανε;).

Αν και 12 χρόνων -και μετά από όλο αυτό το βασανιστήριο που πέρασα-, ήμουν σε θέση να διερωτηθώ μόνη μου: “Τι να πω και τι θα γίνει αν πω;”. Αστραπιαία σκέφτηκα, ανακουφισμένη κάπως, ότι το μυαλό μου ακόμη δούλευε! Σας τα λέω με λεπτομέρεια, όλα όσα έχουν μείνει αποτυπωμένα στη μνήμη μου. Έκανα, λοιπόν, με τους ώμους μου την κίνηση ότι τάχα δεν ξέρω. Εκείνος με τη σειρά του έδιωξε τους διάφορους, με έβαλε στο αυτοκίνητο και ανηφορίσαμε στο βουνό, πάνω από το χωριό, όπου ήταν το στρατόπεδό τους. Επικρατούσε χάος εκεί, πολλά πράγματα του πολέμου, οχήματα, στρατιώτες, όπλα, κανόνια κ.λπ. Απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, με πήγε αμέσως στον ανώτερό του, ίσως τον διοικητή του στρατοπέδου. Του εξήγησε, απ’ ό,τι κατάλαβα, τι έγινε. Αυτός με πήρε και με έβαλε στο δωμάτιό του. Μου ετοίμασαν κρεβάτι το οποίο εφαπτόταν στον τοίχο. Ξαναήρθε το παιδί που με πήρε από τα χέρια τους και μου εξήγησε με λίγα αγγλικά ότι ο λόγος που με έδωσε στον διοικητή ήταν για να είμαι ασφαλής, διότι δεν ήξερε, όπως συμπλήρωσε, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί. Έτσι, λοιπόν, έμεινα όλο το βράδυ στο δωμάτιο του διοικητή».

Το βιβλίο του καθηγητή Erol Mütercimler «Κύπρος: Νησί προς πώληση – Αγνωστες πτυχές της Ειρηνευτικής Επιχείρησης» (2004) και η σελίδα με το ημερολόγιο του αντισυνταγματάρχη πεζικού Salih Guleryuz, τότε υποδιοικητή της μονάδας καταδρομών που στρατοπέδευσε στον Σύσκληπο, όπου αναφέρει ότι το βράδυ της 3ης Αυγούστου 1974 ενημερώθηκε για τη δολοφονία 14 άμαχων Ελληνοκυπρίων σε ένα σπίτι του χωριού και την επομένη, 4 Αυγούστου, το επισκέφθηκε και αντίκρισε 13 νεκρούς από πυρά, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, έναν αποκεφαλισμένο (τον αδελφό της 12χρονης) και τη 12χρονη Ελληνοκυπριοπούλα, μοναδική επιζήσασα και πολλάκις βιασμένη… Ήταν εκείνη που χαμογέλασε και τους είπε απελπισμένη «καλημέρα».

Ανάρρωση στην Τουρκία

Στη μαρτυρία που έδωσε στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης», η τότε 12χρονη ανέφερε ότι από το στρατόπεδο όπου την είχαν μεταφέρει οι Τούρκοι έβλεπε το σπίτι της και τη μεταφορά των πτωμάτων μέσα σε μαύρες σακούλες. Στη συνέχεια την πήγαν σε αστυνομικό τμήμα όπου έδωσε κατάθεση και νοσηλεύτηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο υπό συνεχή επίβλεψη για να μην της συμβεί κάτι. Με στρατιωτικό αεροπλάνο την πήγαν στην Άγκυρα και μετά στα Άδανα, όπου νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο. Θυμάται ότι κάποια μέρα στον διάδρομο είδε έναν Ελληνοκύπριο ασθενή με πατερίτσες και τη ρώτησε, αν είναι χριστιανή. Προτού προλάβει να του απαντήσει παρενέβησαν στρατιώτες και η συνομιλία διακόπηκε. Θυμάται ότι της φέρθηκαν καλά στην Τουρκία και την πίεζαν να φάει γιατί είχε αδυνατίσει υπερβολικά και είχε συνεχείς αιμορραγίες. Όταν αισθάνθηκε καλύτερα, τη μετέφεραν πίσω στα Κατεχόμενα και μετά από κάποιες διαδικασίες, τον Νοέμβριο, την παρέδωσαν στον ΟΗΕ, ο οποίος με τη σειρά του τη μετέφερε στις ελεύθερες περιοχές. Αναζητούσε τη μητέρα της, η οποία μαζί με τα άλλα αδέλφια της είχαν εγκαταλείψει τη Λευκωσία λόγω της εισβολής. Για μήνες στάθηκε αδύνατο να εντοπιστεί η μητέρα της, η οποία καθημερινά πήγαινε στο σημείο, όπου επέστρεφαν οι αιχμάλωτοι, και αναζητούσε την κόρη της.

«Κόρη μου, στάσου όρθια»

Στη μαρτυρία της θυμάται ότι τη μετέφεραν στο γραφείο του τότε προέδρου της Κυπριακής Βουλής, Γλαύκου Κληρίδη, που προήδρευε του κράτους, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατά το πραξικόπημα είχε διαφύγει στη Βρετανία. «Εκεί με άκουσε ο πρόεδρος με μεγάλο σεβασμό για δύο ώρες. Χωρίς να με ρωτά λεπτομέρειες. Μου είπε όμως μια κουβέντα που τη θυμάμαι μέχρι σήμερα: “Άκου, κόρη μου. Όπως σε έριξαν κάτω και σηκώθηκες -γιατί έχεις σηκωθεί πια-, έτσι θα πρέπει να μείνεις. Δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν, ούτε για το τι έχεις περάσει, ούτε για το τι δεν πέρασες”». Στη συνέχεια βρέθηκε με τη μητέρα της και τα αδέλφια της και συνέχισε τη ζωή της με τον εφιάλτη να την κυνηγά. «Είναι περιττό να σας πω ότι για δύο χρόνια με τον παραμικρό θόρυβο που άκουγα έμπαινα κάτω από το κρεβάτι. Δύο χρόνια δεν μπορούσα να δω ένστολο. Ερχόταν ο αδελφός μου που υπηρετούσε τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά και έβγαζε τη στολή έξω από το σπίτι. Έξω από την πόρτα και μετά έμπαινε μέσα. Αυτά».

Δικάστηκε ένας

Για τη σφαγή στον Σύσκληπο έχει υπάρξει παραδοχή της Τουρκίας, η οποία ωστόσο φορτώνει το έγκλημα σε άτακτους ενόπλους Τουρκοκυπρίους, υποστηρίζοντας ότι οι Τούρκοι στρατιώτες δεν είχαν εμπλοκή. Οι μαρτυρίες και τα στοιχεία όμως δείχνουν ότι οι Τούρκοι στρατιώτες είναι αυτοί που διέπραξαν και τους βιασμούς και τις εν ψυχρώ δολοφονίες αμάχων. Αν και στις καταθέσεις που είχαν ληφθεί κατονομάζονταν οι δράστες, τελικά λόγω της δεύτερης φάσης του «Αττίλα», στις 15 Αυγούστου του 1974, αυτοί συγκαλύφθηκαν και εστάλησαν στην Αμμόχωστο. Για να δημιουργηθεί άλλοθι συνελήφθη μόνον ένας Τουρκοκύπριος με το όνομα Αλί, από το γειτονικό χωριό Φώτα, και εστάλη στην Τουρκία για να δικαστεί. Καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για περίπου έναν χρόνο. Ο τουρκικός στρατός που μετέφερε τα πτώματα από το σπίτι μέχρι σήμερα δεν έχει αποκαλύψει πού τα έθαψε ή τα αν τα έκαψε. Έχουν γίνει πολλές ανασκαφές σε γύρω περιοχές, χωρίς όμως να εντοπιστούν λείψανα για να ταυτοποιηθούν οι συγκεκριμένοι αγνοούμενοι.

(πηγή: protothema.gr)

Κύπρος, ηρώων γη

Στου βουνού τη ραχούλα σ’ ανθοστόλιστα πλάγια
τη γλυκιά μου μανούλα ψάχνω να βρω την άγια
Θ’ ανεβαίνω ραχούλες χιονισμένες κορφές
ώσπου να βρω ηρώων γη κι ηρώων μορφές
Κι όλο πάω και τρέχω και το δάκρυ της σβήνει
για μια μόνο στιγμούλα και μιαν άλλη μανούλα
την Ελλάδα μας έχω π’ όλο κλαίει κι εκείνη.

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

«Έτσι θα ζούμε του λοιπού …» – Κύπρος 1974: Πού δύναμη να κλάψουμε τους δικούς μας

«Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτή τη ρημαγμένη γη
Χωρίς ύπνο, χωρίς ανάσα,
διπλά και τρίδιπλα προδομένοι – από ξένους και δικούς
ξαγρυπνημένοι να πλανιόμαστε μες στο πηχτό σκοτάδι
αλαφιασμένοι να πλανιόμαστε μες στα συντρίμμια
ψάχνοντας απελπισμένα για τα παιδιά μας
ανάμεσα στα παραμορφωμένα πτώματα
ανάμεσα στα παραφθαρμένα ονόματα των καταλόγων.

Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτό τον κατασπαραγμένο τόπο.
Με παραμορφωμένο πρόσωπο από τον τόσο πόνο
αλλόφρονες από τις τόσες πληγές της ψυχής μας
θα ψάχνουμε ανάμεσα στα χαλάσματα
να βρούμε τους κρυμμένους τάφους
θα σκάβουμε με τα νύχια να βρούμε τους δικούς μας
να βρούμε ένα σημάδι τους -ένα ρούχο
ένα παπούτσι, ένα χαρτί με τ’ όνομά τους
κι ύστερα σιωπηλά- πού δύναμη να τους κλάψουμε,
έτσι απλά, έτσι κρυφά
να τους ξανασκεπάσουμε με χώμα».

(Ύστερα πολύ θα ’ρτουν οι ακολουθίες
οι τελετές, οι επικήδειοι λόγοι και τα μνημόσυνα).

* Απόσπασμα από το ποίημα του Αχιλλέα Πυλιώτη, «Έτσι θα ζούμε», γραμμένο τον Οκτώβρη του 1974.

Η ολοκληρωτική καταστροφή, η προδοσία, η ψυχική εξουθένωση, το δράμα των αγνοουμένων. Ο κύπριος ποιητής Αχιλλέας Πυλιώτης (κατά κόσμον Αχιλλέας Ιωάννου) γεννήθηκε στο χωριό Ορμήδεια της Λάρνακας, το 1923 και απεβίωσε στη Λευκωσία, το 1998.

Πηγές: Βαγγέλης Στεργιόπουλος, σε: in.gr

Νομικές διεκδικήσεις και απολογισμός

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας της ΤΔΒΚ (1983), αρκετοί πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά βάση ελληνοκύπριοι, εξέφρασαν έντονα τη δυσαρέσκειά τους για την αντιμετώπιση που, κατά περίπτωση, τους επιφύλασσε η όμορη τουρκοκυπριακή κοινότητα. Τόσο οι απλοί πολίτες όσο και οι τοπικές διοικητικές/αστυνομικές αρχές της ΤΔΒΚ αμφισβήτησαν πολλές από τις προϋπάρχουσες έννομες σχέσεις που αφορούσαν ελληνοκύπριους και κυρίως, τα δικαιώματα των τελευταίων επί της ακίνητης περιουσίας τους. Οι αμφισβητήσεις αυτές οδήγησαν αρκετές φορές στην άσκηση δικαστικής προσφυγής, προκειμένου οι ελληνοκύπριοι ενάγοντες να εξαναγκάσουν τις αρχές κατοχής σε συμμόρφωση προς τα κεκτημένα δικαιώματά τους.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση δικαστικής διεκδίκησης της ιδιοκτησίας, που ηγέρθη από ελληνοκύπριο ιδιώτη, είναι η υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου κατά Τουρκίας (ατομική προσφυγή αριθ. 15318/1989), την οποία εκδίκασε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Η προσφεύγουσα απέδειξε ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι το τοπικό καθεστώς της ΤΔΒΚ της απαγόρευε παράνομα, επί σειρά ετών, την πρόσβαση στην κατοικία της, η οποία ευρισκόταν στη βόρεια πλευρά του νησιού. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστήριξε πως οι πράξεις της Τουρκίας δεν αποτελούσαν ένα στιγμιαίο γεγονός, που έλαβε χώρα το 1974, αλλά σασυνεχιζόμενη παραβίαση του δικαιώματός της επί της ιδιοκτησίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Η τουρκική πλευρά υποστήριξε πως η προσφεύγουσα είχε απολέσει τους τίτλους της ιδιοκτησίας της, καθώς η ΤΔΒΚ είχε προχωρήσει, το 1985, στην υιοθέτηση «Συντάγματος», με το οποίο περιουσίες όπως αυτή της Λοϊζίδου, είχαν περιέλθει στην πλήρη δικαιοδοσία της. Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία ανέφερε πως στο Άρθρο 159 του «Συντάγματος» της 7ης Μαΐου 1985 προβλέπεται πως: “οι ακίνητες περιουσίες που βρέθηκαν στις 13 Φεβρουαρίου 1975 … θα θεωρηθούν εγκαταλελειμμένες ή δίχως κάτοχο και θα περάσουν υπό την κατοχή της «ΤΔΒΚ»”. Το ΕΔΔΑ, ωστόσο, εξέτασε αν το εν λόγω κείμενο δύναται να παράγει έννομα αποτελέσματα, λαμβάνοντας υπ’ όψη τόσο τη διεθνή πρακτική κρατών αναφορικά με την αναγνώριση ή μη της ΤΔΒΚ όσο και δύο Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και δη, τα Ψηφίσματα 541/1983 και 550/1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία υιοθετήθηκαν μετά την ανακήρυξη της ΤΔΒΚ και καλούν όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν οποιοδήποτε άλλο κυπριακό κράτος εκτός από την Κυπριακή Δημοκρατία, χαρακτηρίζοντας την τουρκική ενέργεια νομικά άκυρη (legally invalid).

Το Δικαστήριο έκρινε πως η ΤΔΒΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί κράτος, θεωρώντας, κατά συνέπεια, πως το υποτιθέμενο Σύνταγμα του 1985 δεν παράγει νομικά αποτελέσματα και πως οι διατάξεις του, όπως το Άρθρο 159, θα πρέπει να θεωρούνται, επίσης, νομικά άκυρες. Καταλήγει, επομένως, το ΕΔΔΑ με την απόφασή του της 18ης Δεκεμβρίου 1996, πως η προσφεύγουσα, Τιτίνα Λοϊζίδου, ουδέποτε απώλεσε τα δικαιώματα επί της περιουσίας της και παρέμενε η νόμιμη κάτοχος των τίτλων ιδιοκτησίας επί της ακινήτου περιουσίας της στα κατεχόμενα, η δε κατοχή των εν λόγω οικοπέδων γης και η άρνηση πρόσβασης στη νόμιμη κάτοχό τους αποτελούσε συνεχιζόμενη παραβίαση του δικαιώματός της στην ιδιοκτησία.

Επιπρόσθετα, το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε στον μεγάλο αριθμό των στρατιωτικών δυνάμεων που διατηρεί η Τουρκία στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, κάνοντας λόγο για την παρουσία 30.000 τούρκων στρατιωτών στο βόρειο μέρος του νησιού και κρίνοντας πως ασκούν πλήρη και αποτελεσματικό έλεγχο στο συγκεκριμένο τμήμα του. Συνεπώς, το Δικαστήριο καταλήγει πως η παραβίαση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών όσων επηρεάζονται από τις ενέργειες των συγκεκριμένων δυνάμεων αποδίδεται στην Τουρκία, η οποία υποχρεούται να προστατεύει και να διασφαλίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες αυτές, όπως ορίζεται από το Άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Ακολούθως, στις 28 Ιουλίου 1998, το ΕΔΔΑ εξέδωσε ακόμα μία απόφασή του επί της υποθέσεως Λοϊζίδη, δυνάμει της οποίας, επικαλούμενο την προηγούμενη απόφασή του που αναγνώριζε την προσφεύγουσα ως νόμιμη κάτοχο της ιδιοκτησίας, έκρινε πως αυτή εδικαιούτο και αποζημιώσεως ως δίκαιης ικανοποίησής της για την παραβίαση του δικαιώματός της αναφορικά με την ιδιοκτησία της. Τα ποσά της αποζημίωσης που επιδικάστηκαν από το ΕΔΔΑ μπορούν να ενταχθούν σε τρεις κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία αναφερόταν στην υλική – χρηματική ζημιά (pecuniary damage) που υπέστη η προσφεύγουσα και στις απώλειες που σχετίζονταν απ’ ευθείας με την παραβίαση του δικαιώματός της. Το Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 300.000 κυπριακών λιρών για τα οκτώ χρόνια κατά τα οποία η προσφεύγουσα είχε απολέσει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας της. Η δεύτερη κατηγορία αναφερόταν στη μη χρηματική – ηθική ζημία (non pecuniary damage) που υπέστη η προσφεύγουσα. Το ΕΔΔΑ έκρινε πως η προσφεύγουσα εδικαιούτο αποζημίωση για την αναστάτωση και την αγωνία που είχε ιώσει κατά το διάστημα παραβίασης του δικαιώματος της και επιδίκασε το ποσό των 20.000 κυπριακών λιρών. Τέλος, το ΕΔΔΑ έκρινε πως η προσφεύγουσα θα έπρεπε να αποζημιωθεί για τα δικαστικά έξοδα που κατέβαλε κατά τη διάρκεια των διαδικασιών της προσφυγής. Η προσφεύγουσα αξίωσε το ποσό των 137.084,83 κυπριακών λιρών, το οποίο και επιδικάστηκε στο σύνολό του από το Δικαστήριο. Συνεπώς, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε υπέρ της προσφεύγουσας ανήλθε στις 457.044,83 κυπριακές λίρες, ενώ το ΕΔΔΑ αρνήθηκε αντίστοιχη χρηματική αποζημίωση υπέρ της Κυπριακής κυβέρνησης για δικαστικά έξοδα, θεωρώντας πως τα κράτη που προσφεύγουν ενώπιόν του για την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών τους και πράττουν υπέρ της προαγωγής των δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται από την ΕΣΔΑ, δεν θα έπρεπε να αποζημιώνονται για τις όποιες ενέργειές τους, χαρακτηρίζοντας την ΕΣΔΑ ως «εργαλείο της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης» (instrument of European pubic order).

Πολύ σημαντική συνέπεια αυτής της υποθέσεως είναι η επίσημη αναγνώριση από το Δικαστήριο του γεγονότος ότι η ΤΔΒΚ συνιστά ένα de facto καθεστώς- βραχίονα (σήμερα έχει επικρατήσει ο όρος «κράτος- ανδρείκελο») της Τουρκίας. Νομικό επακόλουθο της παραδοχής αυτής αποτελεί η αποκρυστάλλωση της αντίληψης ότι η ΤΔΒΚ κατά κανόνα δεν μπορεί να φέρει η ίδια ευθύνη για παραβιάσεις κανόνων του διεθνούς δικαίου. Η ευθύνη της μετακυλίεται, κατόπιν της υπόθεσης Λοϊζίδου, εξ ολοκλήρου στην Τουρκία. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, για το διάστημα 1974-2001, η Τουρκία καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνη για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συντελέσθηκαν στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη, επανεπιβεβαιώνοντας το πόρισμα της υπόθεσης Λοϊζίδου. Ενδεικτικά, η Τουρκία κρίθηκε, βάσει της ΕΣΔΑ, υπεύθυνη για τις εξής κατηγορίες: παράλειψη διεξαγωγής έρευνας σχετικά με τους ελληνοκυπρίους πολίτες που είχαν μυστηριωδώς κηρυχθεί σε αφάνεια κατά τη διεξαγωγή των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων του 1974 (Άρθρα 2 και 5), βλάβη των συγγενών των κηρυχθέντων σε αφάνεια (Άρθρο 3), απόρριψη των αιτημάτων των εκτοπισμένων ελληνοκυπρίων για ελεύθερη είσοδο στις περιουσίες τους στο βόρειο τμήμα του νησιού (Άρθρο 8) και συνακόλουθα, άρνηση αποκατάστασης των ζημιών που αυτοί είχαν στο μεταξύ υποστεί λόγω της μη εισόδου (Άρθρο 13). Τέλος, λογοκρισία και παραποίηση του περιεχομένου των σχολικών βιβλίων που προορίζονταν για τους ελληνοκυπρίους μαθητές των δημοτικών σχολείων (Άρθρο 10).

Ωστόσο, η κατά τα ανωτέρω απόφαση ήταν απλώς αναγνωριστική. Προκειμένου να μπορέσει η Κυπριακή Δημοκρατία να διεκδικήσει αποζημιώσεις υπέρ των πολιτών της, έπρεπε να κριθεί περαιτέρω κατά πόσον μπορούσε να εφαρμοστεί το Άρθρο 41 ΕΣΔΑ για τις συγκεκριμένες παραβιάσεις. Όμως το ΕΔΔΑ γνωστοποίησε ότι δεν ήταν σε θέση, τη δεδομένη χρονική στιγμή, να αποφασίσει επί του ζητήματος αυτού. Για το λόγο αυτό, η Κυπριακή Δημοκρατία παρέλειψε να υποβάλλει άμεσο αίτημα εξέτασης του Άρθρου 41. Το σχετικό αίτημα τελικά υπεβλήθη τον Μάρτιο του 2010. Το ΕΔΔΑ δεν μπορούσε παρά να κάνει δεκτό το αίτημα, καθώς η καθυστέρηση υποβολής του δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του προσφεύγοντος κράτους, αλλά σε δική του παρότρυνση. Επιπροσθέτως, είχε δημιουργηθεί δικαιολογημένα εμπιστοσύνη στα αντίδικα κράτη, κατά τη διάρκεια του αναγνωριστικού σταδίου της προσφυγής, ότι το ζήτημα της τυχόν εφαρμογής του άρθρου 41 δεν θα μείνει ανεξέταστο.

Στο στάδιο της εξέτασης της εφαρμογής του Άρθρου 41 ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο ακολούθησε τον εξής συλλογισμό: πρωτίστως, έλαβε υπόψη την γενική αρχή του διεθνούς δικαίου ότι «το ζημιωθέν κράτος δικαιούται αποζημιώσεως από το ζημιώσαν κράτος», η οποία θεμελιώθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Gabčíkovo-Nagymaros Project (Hungary v. Slovakia). Αν και το Άρθρο 41 είναι ειδικότερος κανόνας (lex specialis) σε σχέση με την αρχή αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία του Άρθρου δεν μπορεί να αποκλίνει σημαντικά από το πνεύμα της. Περαιτέρω, το Δικαστήριο συνεκτίμησε ότι η ΕΣΔΑ συστηματικά αποσκοπεί στην αποζημίωση φυσικών και όχι νομικών προσώπων. Με βάση τη σκέψη αυτή και δεδομένου ότι η Κύπρος είχε αιτηθεί αποζημιώσεις με αποδέκτες όχι τα κρατικά ταμεία, αλλά τους πληγέντες πολίτες, το ΕΔΔΑ θεώρησε τελικά βάσιμη την in concreto εφαρμογή του Άρθρου 41. Επίσης, καταλυτικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι οι πληγέντες μπορούσαν εύκολα να προσδιοριστούν αριθμητικά κατ’ αντικειμενικά κριτήρια, βάσει της προηγούμενης απογραφής των κηρυχθέντων σε αφάνεια (1.456), αλλά και της προηγούμενης προσκόμισης των επίσημων εγγράφων των εκτοπισθέντων.

Το ΕΔΔΑ προχώρησε λοιπόν στον υπολογισμό της δίκαιας αποζημίωσης που αξίωναν οι πληγέντες. Συνολικά, το Δικαστήριο διέταξε την καταβολή 90.000.000 κυπριακών λιρών από την Τουρκία και ειδικότερα, 60.000.000 λίρες προς τους εκτοπισθέντες από το βόρειο τμήμα του νησιού και 30.000.000 λίρες προς τους συγγενείς των κηρυχθέντων σε αφάνεια. Η Τουρκία συμμορφώθηκε τελικά με το διατακτικό της αποφάσεως μόλις στις 2 Δεκεμβρίου 2003, οπότε κατέβαλε στην Τιτίνα Λοϊζίδου την αποζημίωση που της επιδικάστηκε.

Το αξιοπερίεργο των αποζημιώσεων αυτών δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, το ύψος, αλλά η φύση τους. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που το ΕΔΔΑ διατάζει αποζημιώσεις ηθικής βλάβης σε διακρατική προσφυγή! Ωστόσο, είναι άραγε επαρκής η καταβολή αυτών των αποζημιώσεων, ώστε να παρακινήσει την Τουρκία να άρει την παράνομη κατάσταση στο νησί; Θα μπορέσει άραγε ποτέ ν’ αποκατασταθεί η αυτοδιάθεση του Κυπριακού λαού σε ολόκληρη την Κύπρο και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του;

(πηγή: pollsandpolitics.gr)

Καρτερούμεν

«Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσει ένας αέρας / σ’ τουν’ τον τόπον πο’ν καμένος τζι’ εν θωρεί ποττέ δροσ̆ιάν / Για να φέξει καρτερούμεν / το φως τζι’ είνης της μέρας / πο’ν’ να φέρει στον καθ’ έναν τζιαι δροσιάν τζιαι ποσπασ̆ιάν»

Δημήτρης Λιπέρτης

2 σκέψεις σχετικά με το “Ανθρωπιστικές και νομικές παράμετροι της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο

  1. TAKIS's avatar TAKIS 25 Ιουλίου 2021 / 17:03

    Quelle excellente étude! BRAVO! On y trouve une finesse d’analyse, une recherche approfondie , une démarche méthodique et multidimensionnelle, une sensibilité de cœur, une approche humaniste , une précieuse contribution au dossier de l’île-martyr, Chypre.
    Takis, 25 -7-2021

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε