
Χριστολογική ερμηνεία της Αναστάσεως του Λαζάρου, ο βίος του μετά την Ανάστασή του και η Ευαγγελική αναφορά του Ευαγγελιστή Ιωάννη
Το Σάββατο του Λαζάρου κατέχει ξεχωριστή θέση στο λειτουργικό ημερολόγιο. Δεν ανήκει στις σαράντα ημέρες της μετάνοιας της Μ. Τεσσαρακοστής ούτε και στις οδυνηρές ημέρες της Μ. Εβδομάδας, αυτές που αρχίζουν από τη Μ. Δευτέρα και τελειώνουν τη Μ. Παρασκευή. Μαζί με την Κυριακή των Βαΐων συνθέτουν ένα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο των γεμάτων πόνο ημερών που ακολουθούν.
Δύο σημαντικά περιστατικά συνδέονται με τη Βηθανία: εκεί ανέστησε τον Λάζαρο και από εκεί ξεκίνησε ο Ιησούς την πορεία και άνοδο Του προς τα Ιεροσόλυμα. Η ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα γεγονός που, όπως θα δούμε, έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδώς με την Ανάσταση του Κυρίου μας και παίζει, ως προς αυτή, το ρόλο μιας έμπρακτης προφητείας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Λάζαρος μας παρουσιάζεται στο κατώφλι της Μ. Εβδομάδας αναστημένος, ως προάγγελος της νίκης του Χριστού επί του θανάτου, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, παραμονές των Θεοφανείων, προανήγγειλε τον Επιφανέντα Χριστό. Πέρα όμως από τον πρωταρχικό αυτό χαρακτήρα της, η ανάσταση του Λαζάρου έχει και κάποιες δευτερεύουσες πτυχές τις οποίες είναι χρήσιμο να εξετάσουμε:
Η ανάσταση του Λαζάρου αναγγέλλει την ανάσταση των νεκρών η οποία έρχεται ως συνέπεια της Αναστάσεως του Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεώτα τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος και δι’ ενός προσφιλούς την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν». Το Σάββατο του Λαζάρου είναι, κατά κάποιο τρόπο, η εορτή όλων των νεκρών. Μας δίνει την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε την πίστη μας στην Ανάσταση. Ο Κύριός μας, τονώνοντας το ηθικό της Μάρθας, μας δίνει σχετικά με τους κεκοιμημένους μας μια πολύτιμη διδασκαλία.
Είπε στη Μάρθα: «Αναστήσεται ο αδελφός σου». Η Μάρθα απάντησε: «Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί κατά τη γενική ανάσταση της εσχάτης ημέρας». Και ο Ιησούς ανταπάντησε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Η πίστη της Μάρθας ήταν ανεπαρκής σε δύο σημεία. Προέβαλε στο μέλλον, και μόνο στο μέλλον, την ανάσταση του αδελφού της και, δεύτερον, δεν αντιλαμβανόταν αυτή την ανάσταση παρά μόνο σε σχέση με ένα γενικό νόμο. Ο Ιησούς όμως της δείχνει ότι η ανάσταση είναι ένα γεγονός ήδη παρόν, επειδή Αυτός δεν προξενεί απλώς, αλλά είναι η ανάσταση και η ζωή.
Οι κεκοιμημένοι μας ζουν διά και εν Χριστώ. Η ζωή τους συνδέεται με την προσωπική παρουσία του Χριστού και εκδηλώνεται εν αυτή. Εάν θελήσουμε να ενωθούμε πνευματικά με ένα κεκοιμημένο αδελφό μας που αγαπούσαμε πολύ, δεν θα προσπαθήσουμε να τον ζωντανέψουμε στη φαντασία μας, αλλά θα έρθουμε σε επικοινωνία με τον Ιησού και εν Αυτώ θα τον βρούμε. Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια θαυμάσια επεξήγηση του χριστολογικού δόγματος. Μας δείχνει πώς, στο πρόσωπο του Ιησού, η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώνονται χωρίς να συγχέονται: «Ανάστασις και ζωή των ανθρώπων υπάρχων, Χριστέ, εν τω μνήματι Λαζάρου επέστης, πιστούμενος ημίν τας δύο ουσίας σου».
Αφ’ ενός, στον Ιησού ο άνθρωπος μπορεί να λυγίσει μπροστά στη συγκίνηση και να θλιβεί για την απώλεια ενός φίλου: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς. Έλεγον δε οι Ιουδαίοι, ίδε πως εφίλει αυτόν». Αφ’ ετέρου, ο Θεός, εν Χριστώ, μπορεί να διατάξει τον θάνατο ως έχων εξουσία: «Φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω. Και εξήλθεν ο τεθνηκώς …». Τέλος, η ανάσταση του Λαζάρου παρακινεί τον αμαρτωλό να ελπίζει ότι, ακόμη και αν είναι πνευματικά νεκρός, μπορεί να ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσιν, ως συμπαθής εξανάστησον, δέομαι».
Είναι κάποιες φορές που μια τέτοια πνευματική ανάσταση φαίνεται εξ ίσου αδύνατη, όπως και η ανάσταση του Λαζάρου: «Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστί». Όλα όμως είναι δυνατά για τον Ιησού, από το να μεταστρέψει τον πιο σκληρόκαρδο αμαρτωλό μέχρι να αναστήσει ένα νεκρό: «Λέγει ο Ιησούς, άρατε τον λίθον …».
Να λοιπόν τι θα μάθουμε, αν πάμε το Σάββατο αυτό στη Βηθανία, στον τάφο του Λαζάρου. Εμείς όμως δεν θέλουμε να συναντήσουμε τον Λάζαρο. Θέλουμε να συναντήσουμε στη Βηθανία τον Ιησού και να ξεκινήσουμε μαζί Του τη φετινή Μ. Εβδομάδα. Μας προσκαλεί ο ίδιος και μας περιμένει. Η Μάρθα ήρθε κρυφά να πει στην αδελφή της: «Ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σοι». Και η Μαρία «Ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς Αυτόν». Ο Κύριος με καλεί. Θέλει κατά τις ημέρες του Πάθους Του να μην τον εγκαταλείψω. Θέλει, αυτές ακριβώς τις μέρες να αποκαλυφθεί σε μένα -που μπορεί ήδη να «όζω»- με ένα τρόπο καινούριο και υπέροχο. Κύριε, έρχομαι.
* Lev Gillet (ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας) «Πασχαλινή κατάνυξη», εκδ. Ακρίτας, 2009, σελ. 51-55.
Ο Άγιος Λάζαρος μετά την Ανάστασή του

Η ημέρα αυτή αναφέρεται σε ένα από τα Θαύματα του Χριστού, που περιέχονται στα ιερά κείμενα της Εκκλησίας. Ο Λάζαρος ο επονομαζόμενος και Δίκαιος ή Τετραήμερος, αρρώστησε βαριά και πέθανε, σε ηλικία μόλις 30 χρονών (Ιωάννου ια’ 1-44). Κατά την Καινή Διαθήκη, οι αδελφές του ειδοποίησαν τον Ιησού ο οποίος βρισκόταν στη Γαλιλαία ότι ο φίλος του ασθενεί βαρέως.
Στους μαθητές του, είπε ότι ο φίλος του κοιμήθηκε και ότι θα μεταβεί στη Βηθανία για να τον ξυπνήσει. Όταν έφθασε στη Βηθανία με τους μαθητές του, η Μαρία του παραπονέθηκε ότι αν ερχόταν εγκαίρως δεν θα πέθαινε ο αδελφός της. Ο Ιησούς δάκρυσε και ζήτησε να τον οδηγήσουν στον τάφο -ένα σπήλαιο φραγμένο με πέτρα βαριά. Παρ’ ότι προειδοποιήθηκε ότι, η οσμή θα ήταν ανυπόφορη, περίμενε να ανοίξει η είσοδος του τάφου και υψώνοντας φωνή μεγάλη είπε: «Λάζαρε δεύρο έξω!».
Ο Χριστός ανάστησε τον Λάζαρο τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατό του -εξ ου και ο χαρακτηρισμός «Τετραήμερος». Η λαϊκή παράδοση θέλει τον Λάζαρο σκυθρωπό και αγέλαστο μετά την Ανάστασή του. Μάλιστα, δικαιολογεί τη θλίψη του αυτή στα όσα είχε δει κατά την τετραήμερη παραμονή του στον κόσμο των νεκρών. Οι ίδιες παραδόσεις αναφέρουν ότι γέλασε μόνο μία φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο και σχολίασε αποφθεγματικά: «Το ένα χώμα κλέβει το άλλο».
Όπως ήταν φυσικό, το θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου εξέγειρε τους Ιουδαίους και «εβουλεύσαντο οι αρχιερείς, ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν» (Ιω. ιβ΄ 9-11), καθ’ ότι ήταν το ζωντανό τεκμήριο του θαύματος. Έτσι ο Άγιος διωκόμενος από τους Ιουδαίους καταφεύγει στη νήσο Κύπρο, όπου τον συναντούν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας και τον χειροτονούν πρώτον επίσκοπο Κιτίου. Το αρχαίο Κίτιο, η πόλη του φιλοσόφου Ζήνωνος, είχε τη μεγάλη τιμή να ευαγγελισθεί το λόγο της Αληθείας όχι από έναν απλό εργάτη του Ευαγγελίου, αλλά από έναν προσωπικό φίλο του Κυρίου.
Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο επίσκοπο Κωνσταντίας της Κύπρου (367-403), ο δίκαιος Λάζαρος έζησε άλλα τριάντα χρόνια μετά την έγερσή του. «Εν παραδόσεσιν εύρομεν ότι τριάκοντα ετών ήταν τότε ο Λάζαρος ότε εγήγερται, μετά δε το αναστήναι αυτόν άλλα τριάκοντα έζησε, και ούτω πρός Κύριον εξεδήμησε κοιμηθείς».
Απόσπασμα από την ταινία: «Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ» (1977):
Ιστορικά, εύλογη απορία προκάλεσε το γεγονός ότι το μέγιστο και θαυμαστό γεγονός της Αναστάσεως του φίλου του Χριστού Λαζάρου, το αναφέρει μόνον ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιω. 11), ενώ οι άλλοι Ευαγγελιστές το αποσιωπούν. Προφανώς ωστόσο δεν έγραψαν οι άλλοι Ευαγγελιστές περί της Αναστάσεως του Λαζάρου, επειδή κατά τη συγγραφή των Ευαγγελίων τους ο Λάζαρος ζούσε ακόμα και τον έβλεπαν και επειδή ο ίδιος ο Λάζαρος διηγόταν το θαύμα. Ο Άγιος Ιωάννης όμως έγραψε το Ευαγγέλιό του μετά την κοίμηση του Λαζάρου (στην Κύπρο το 63 μ.Χ) και μάλιστα λέγουν πολλοί, ότι γι’ αυτό και μόνο το θαύμα, που έγινε στη Βηθανία, όπου ο Κύριος ανέστησε τον φίλο του, ενώ ήταν ήδη τέσσερις ημέρες νεκρός στον τάφο του, συνέγραψε ο Άγιος Ιωάννης το Ευαγγέλιό του. Ενημερωτικά αναφέρουμε ότι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος έγραψε το Ευαγγέλιό του οκτώ χρόνια μετά την Ανάληψη του Ιησού, ο Ευαγγελιστής Μάρκος δέκα χρόνια μετά την Ανάληψη του Ιησού, ο Ευαγγελιστής Λουκάς δεκαπέντε χρόνια ύστερα από την Ανάληψη του Ιησού. Ο άγιος Ιωάννης έγραψε το δικό του Ευαγγέλιο δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Λαζάρου ή τριάντα δύο χρόνια μετά την Ανάληψη του Χριστού.

Κατά Ιωάννην Άγιον Ευαγγέλιον
(κεφ. ΙΑ’,1-45)
Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς. ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν πάλιν. λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, καὶ χαίρω δι’ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ. ᾿Ελθὼν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε, καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ’ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι οἱ ὄντες μετ’ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; ᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ’ αὐτῷ. λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.

Ἀπολυτίκιον
Θέλοντας Χριστέ και Θεέ μας να δείξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιο πράγμα η ανάσταση όλων των νεκρών, ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρον. Για τούτο και εμείς, μιμούμενοι τα παιδιά που σε υποδέχθηκαν κατά την είσοδό Σου στην Ιερουσαλήμ, κρατούμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης, τα βάϊα και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θανάτου: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του ουρανού, ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!
Έτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) (Ἦχος α’)
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Κοντάκιον (Ἦχος β’ – Τὰ ἄνω ζητῶν)
Ἡ πάντων χαρά, Χριστὸς ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις, τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται, τῇ αὐτοῦ ἀγαθότητι, καὶ γέγονε τύπος τῆς Ἀναστάσεως, τοῖς πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Ἤγειρας Σωτήρ μου ἐκ τῶν νεκρῶν, Λάζαρον σὸν φίλον, τετραήμερον ὡς Θεός· ὅθεν Ἰουδαίων, ἐξέστησαν οἱ δῆμοι, τῆς δόξης σου Σωτήρ μου, τὸ μεγαλούργημα.
Ὁ Οἶκος
Τοῖς Μαθηταῖς ὁ Κτίστης τῶν ὅλων, προηγόρευσε λέγων· Ἀδελφοὶ καὶ γνωστοί, ἡμῶν ὁ φίλος κεκοίμηται, τούτοις προλέγων καὶ ἐκδιδάσκων, ὅτι πάντα γινώσκεις ὡς Κτίστης πάντων· ἄγωμεν οὖν πορευθῶμεν, καὶ ἴδωμεν ξένην ταφήν, καὶ θρῆνον τὸν τῆς Μαρίας, καὶ τὸν τάφον Λαζάρου ὀψώμεθα· ἐκεῖ γὰρ μέλλω θαυματουργεῖν, ἐκτελῶν τοῦ Σταυροῦ τὰ προοίμια, καὶ πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν.

Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση!
Πηγές: orthodoxia.online, ieramonopatia.gr, in.gr