«Καλές αντάμωσες στο σεράγι σου..» – Η Άλωση της Τριπολιτσάς

23 Σεπτεμβρίου 1821

Στις 18 Μαΐου 1821, ο Κολοκοτρώνης είχε στείλει επιστολή στον Μουσταφάμπεη με την οποία του ζητούσε να του παραδώσει την Τριπολιτσά. Το γράμμα τελείωνε με τη φράση «… καλές αντάμωσες στο σεράγι σου μέσα». Στις 26 Σεπτεμβρίου 1821 συνάντησε τον αιχμάλωτο Μουσταφάμπεη και του είπε: «Να που ο Θεός τόφερε και σμίξαμε στο σεράγι». Ο Γέρος του Μοριά κράτησε την υπόσχεσή του και έβαλε τις βάσεις για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου και της υπόλοιπης Ελλάδας.

Μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων επί των Τούρκων τους πρώτους μήνες του Αγώνα, ίσως η σημαντικότερη, ήταν η άλωση της Τριπολιτσάς (Τρίπολης), στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.

O Stefano Magno στο έργο του «Estratti degli Annali Veneti» («Αποσπάσματα των Χρονικών της Βενετίας»), το 1467,   αναφέρει την Dropoliza (Ντροπολιτσά) ως ένα από τα «ερειπωμένα κάστρα της Πελοποννήσου». Το ίδιο όνομα χρησιμοποιείται και σε χάρτες του 16ου αιώνα. Ο άσημος αρχικά οικισμός, άρχισε να αναπτύσσεται μετά την κατάληψη του Μουχλίου (βυζαντινής πόλης της Αρκαδίας) από τους Οθωμανούς (1458), όμως σπανιότατα μνημονεύεται τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας. Μετά τα μέσα του 17ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Βενετούς (1699), υπάρχουν μαρτυρίες για πρόσωπα που κατάγονταν από την πόλη.

Η ανακατάληψη του Μοριά από τους Οθωμανούς το 1715, ήταν καθοριστικής σημασίας για την Τριπολιτσά, η οποία το 1719 έγινε έδρα του Πασά της Πελοποννήσου, του Μόρα-Βαλεσή.

Η Τριπολιτσά τις παραμονές της Επανάστασης

Στις 9 Νοεμβρίου 1820, μπήκε στην Τριπολιτσά με κάθε επισημότητα, ο νέος Μόρα-Βαλεσή Χουρσίτ πασάς. Η αποστολή του ικανότατου Χουρσίτ από την Υψηλή Πύλη έγινε καθώς πλήθαιναν οι φήμες για επικείμενη εξέγερση των Ελλήνων. Ο σουλτάνος όμως την ίδια εποχή αντιμετώπιζε και ένα άλλο, υπαρκτό και σοβαρότατο πρόβλημα: τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος «απασχολούσε» περισσότερους από 80.000 άνδρες που πολιορκούσαν την πρωτεύουσα της Ηπείρου από το καλοκαίρι του 1820.

Στις 6 Ιανουαρίου 1821, ο Χουρσίτ διατάχθηκε να μεταβεί στην Ήπειρο για να τεθεί επικεφαλής των επιχειρήσεων εναντίον του Αλή. Αντικαταστάτης του ορίστηκε ο Μεχμέτ Σαλήχ, ο οποίος δεν είχε ούτε τις ικανότητες του Χουρσίτ, ούτε τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις για να καταπνίξει ενδεχόμενη επαναστατική κίνηση.

Άποψη της Τρίπολης την εποχή της αλώσεώς της

Η μυστική άφιξη στη Μεσσηνία των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Χρήστου Αναγνωσταρά καθώς και η απροθυμία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να τους συλλάβει, θορύβησαν ακόμα περισσότερο τους Τούρκους. Σύντομα, προδόθηκε η λειτουργία των μπαρουτόμυλωντων αδελφών Σπηλιωτόπουλων στη Δημητσάνα και η παραγωγή πυρίτιδας πάνω από το επιτρεπόμενο όριο.

Επίσης έγινε γνωστό ότι στη Βοστίτσα (Αίγιο) είχαν συγκεντρωθεί πρόκριτοι και αρχιερείς των επαρχιών Αχαΐας, Καλαβρύτων και Βοστίτσας, οι οποίοι είχαν μαζί τους μεγάλη συνοδεία από ένοπλους σωματοφύλακες.

Οι Τούρκοι τότε, εφάρμοσαν την πάγια, σε περιπτώσεις πολιτικών αναταραχών, τακτική τους: την σύλληψη ομήρων. Φοβούμενοι ελληνική εξέγερση, έστειλαν στα μέσα Φεβρουαρίου 1821, ταχυδρόμους σε όλες τις πόλεις του Μοριά, ζητώντας από αρχιερείς και προκρίτους να μεταβούν στην Τριπολιτσά, με σκοπό, τάχα, να συσκεφθούν υπό τον καϊμακάμη (υποδιοικητή), για σπουδαία ζητήματα.

Ήταν φανερό, ότι όσοι μετέβαιναν στην Τριπολιτσά, θα κρατούνταν ως όμηροι, για να μείνουν «ακέφαλοι οι ραγιάδες». Οι περισσότεροι από όσους «προσκλήθηκαν», αποφάσισαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα. Θεωρούσαν ότι δεν θα έμεναν όμηροι για πολλές μέρες και ότι έτσι θα διασκέδαζαν τις ανησυχίες του Μεχμέτ Σαλήχ.

Έτσι, στην Τριπολιτσά πήγαν ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, ο επίσκοπος Μονεμβασιάς Χρύσανθος, ο Πανάγος Κυριακός, ο Μήτρος Ροδόπουλος, ο επίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, ο Σωτήρης Νοταράς, ο επίσκοπος Αργολίδος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Δημητσάνας φιλόθεος και πολλοί ακόμα. Μόλις έφτασαν στην πόλη, έσπευσαν να καθησυχάσουν τον Μεχμέτ Σαλήχ, λέγοντάς του ότι οι φήμες για εξέγερση οφείλονταν σε ραδιουργίες του Αλή πασά.

Υπήρχαν όμως και κάποιοι που δεν πήγαν στην Τριπολιτσά: ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Ανδρέας Λόντος και ο Παναγιώτης Κρεββατάς. Ο πλέον επιφανής πρόκριτος Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, έλαβε πρόσκληση αλλά δεν πήγε στην Τριπολιτσά. Έστειλε όμως τον γιο του Αναστάση και τον ανιψιό του Πανάγο Πικουλάκη, κάτι που καθησύχασε τον Μεχμέτ Σαλήχ.

Όμως, στις 23 Μαρτίου 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς, ο Πετρόμπεης, ο Αναγνωσταράς και ο Μούρτζινος, κατέλαβαν χωρίς αντίσταση την Καλαμάτα. Ο Κολοκοτρώνης, στο πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε, ανέπτυξε το σχέδιό του για την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του βασικού κέντρου των Τούρκων στον Μοριά.

Η νευραλγική θέση της πόλης την καθιστούσε διοικητικό, στρατιωτικό και συγκοινωνιακό κέντρο. Μέσα στην Τριπολιτσά κατοικούσαν 35.000 μουσουλμάνοι, χριστιανοί και Εβραίοι. Επίσης υπήρχαν και 8.000 πρόσφυγες Τούρκοι από την υπόλοιπη Πελοπόννησο, που έφτασαν εκεί μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης. Η αρχική φρουρά της πόλης, αποτελούνταν από 7.000 στρατιώτες. Υπήρχαν ακόμα 3.000 ένοπλοι από το Φανάρι (της Ολυμπίας), την Καρύταινα, τον Μυστρά και το Λεοντάρι καθώς και 900 σωματοφύλακες των αγάδων.

Λόγω της γενικής συνέλευσης με τους πρόκριτους και τους αρχιερείς αλλά και των επαναστατικών γεγονότων που ακολούθησαν, στην Τριπολιτσά βρίσκονταν και επιφανείς Τούρκοι αξιωματούχοι της Πελοποννήσου: ο Κιαμήλ μπέης της Κορίνθου, ο Μπινά Εμίνης, ο Σεΐχ Νετσήπ εφέντης κ.ά. Όσο η πόλη βρισκόταν σε τουρκικά χέρια, θ’ αποτελούσε μια μόνιμη απειλή για την επανάσταση. Όμως οι άλλοι οπλαρχηγοί δεν δέχτηκαν την πρόταση του Κολοκοτρώνη.

Ο διασκορπισμός από τη φρουρά της Τριπολιτσάς των Ελλήνων που πολιορκούσαν την Καρύταινα και η διάλυση δύο στρατοπέδων στην Πιάνα (6 Απριλίου 1821) και στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου 1821), τους έκαναν να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους. Σε νέο συμβούλιο των επαναστατών ανατέθηκε η αρχιστρατηγία των αρμάτων της επαρχίας Καρύταινας στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος δημιούργησε στρατόπεδα στην Πιάνα, το Χρυσοβίτσι και το Βαλτέτσι.

Παναγιώτης Ζωγράφος, Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων, 1836-39

Τουρκικές ενισχύσεις στον Μοριά

Όταν έφτασαν τα νέα στην Κωνσταντινούπολη, η Υψηλή Πύλη έδωσε διαταγή στον Χουρσίτ πασά να καταπνίξει την επανάσταση. Ο Χουρσίτ εκτός των άλλων, είχε και προσωπικούς λόγους να εξουδετερώσει τους επαναστάτες, καθώς στην Τριπολιτσά βρισκόταν η σύζυγος, το χαρέμι και οι θησαυροί του. Διέταξε τους στρατηγούς Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη να μεταβούν στην Πελοπόννησο μέσω Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας και Ισθμού, ενώ ταυτόχρονα έστειλε τον ικανό αξιωματικό και έμπιστό του Μουσταφάμπεη να κινηθεί μέσω της Αιτωλοακαρνανίας και του Ρίου, επικεφαλής 3.500 Αλβανών, προς την Τριπολιτσά.

Ο Χουρσίτ είχε την εντύπωση ότι δεν υπήρχε γενικευμένη εξέγερση, αλλ’ ότι οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς του Μοριά, μετά την πρόσκληση που έλαβαν απ’ τον Μεχμέτ Σαλήχ, φοβούμενοι για τις ζωές τους, είχαν οργανώσει κάποια μικρή ανταρσία σε συνεργασία με τους παλιούς κλέφτες της Πελοποννήσου. Πίστευε ακόμα ότι θα κατάφερναν οι Αλβανοί με τον Μουσταφάμπεη ν’ αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες μέχρι να φτάσουν ισχυρότερες τουρκικές δυνάμεις.

Ο Μουσταφάμπεης πέρασε από την Αιτωλοακαρνανία χωρίς καμία αντίσταση. Με τα αλιευτικά πλοιάρια του Μεσολογγίου έφτασε στο Ρίο. Έστειλε απεσταλμένους σε όλη την Αχαΐα με υποσχέσεις για αμνηστία και αφού λεηλάτησε την Πάτρα, κατευθύνθηκε προς τη Βοστίτσα (Αίγιο). Οι σκορπισμένοι σε πολλά μέρη Έλληνες, δεν μπόρεσαν ν’ αντιμετωπίσουν τον Μουσταφάμπεη, ο οποίος έκαψε τη Βοστίτσα, εξουδετέρωσε τους πολιορκητές του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου και εισήλθε πανηγυρικά στην Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου, με πολλά λάφυρα και αιχμαλώτους.

Οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλης τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, πιστεύοντας ότι η ελληνική εξέγερση είχε καταπνιγεί. Στην Τριπολιτσά όμως ο Μουσταφάμπεης παρέμεινε αδρανής, καθώς περίμενε μάταια τις δηλώσεις υποταγής που είχε ζητήσει, ενώ πίστευε ότι οι ελληνικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Λέγεται μάλιστα, ότι ζούσε και έναν φλογερό έρωτα με μία από τις χανούμισσες του χαρεμιού του Χουρσίτ…

Οι ελληνικές δυνάμεις όμως στο διάστημα αυτό, άδραξαν την ευκαιρία και αναδιοργανώθηκαν. Στις 12 Μαΐου αντιστάθηκαν με επιτυχία στο Βαλτέτσι, στην επίθεση που δέχτηκαν από τη φρουρά της Τριπολιτσάς, ενώ η νίκη στα Δολιανά στις 18 Μαΐου έσφιξε τον κλοιό γύρω από την πόλη και ουσιαστικά σηματοδότησε την αρχή της πολιορκίας της.

Η πολιορκία της Τριπολιτσάς

Την εποχή εκείνη, εκτός από το κύριο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη στους Αγίους Θεοδώρους, υπήρχε από την ίδια πλευρά, δυτικά της πόλης, το στρατόπεδο του Αγίου Βλάση, ενώ βόρεια υπήρχαν τα στρατόπεδα της Αγίας Παρασκευής και της Επάνω Χρέπας, το οποίο διαλύθηκε, καθώς οι Καλαβρυτινοί αγωνιστές που το αποτελούσαν, στρατοπέδευσαν βορειότερα, στη θέση Δεμέστιχα για ν’ αντιμετωπίσουν πιθανή τουρκική επίθεση στην πόλη τους. Στα νότια της Τριπολιτσάς ιδρύθηκε στρατόπεδο στη θέση Θάνα, μετά την ελληνική νίκη εκεί.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Είχε προηγηθεί στις 5 Ιουνίου και άλλη ελληνική νίκη στον Άγιο Βλάση. Ανατολικά της Τριπολιτσάς, στους πρόποδες του όρους Παρθένι, υπήρχαν στρατόπεδα από Κυνουραίους, Μονεμβασίτες και Μανιάτες στα χωρία Ρίζες, Βερτσοβά και Στενό. Βορειότερα, κοντά στα Τσιπιανά, προς το βουνό Καπνίστρα υπήρχε το στρατόπεδο των Αργείων. Από τον Ιούνιο η πολιορκία άρχισε να οργανώνεται καλύτερα.

Σημαντική ήταν η προσφορά των κατοίκων της Δημητσάνας, που κατόρθωναν να παράγουν στους περίφημους μπαρουτόμυλούς της, 500 κιλά πυρίτιδα την ημέρα. Εκτός από μολύβι, χρησιμοποιήθηκαν τότε και πολλά βιβλία και χειρόγραφα της περίφημης βιβλιοθήκης της Δημητσάνας μεγάλης ιστορικής αξίας. Ήταν όμως αναγκαίο κακό και έσχατη λύση για την κατασκευή της πυρίτιδας.

Στο μεταξύ, οι πολιορκητές έκοψαν τη ροή των υδάτων από τα βουνά προς τα δύο υδραγωγεία, στους Κήπους και τους Μύλους, δημιουργώντας έτσι τεράστιο πρόβλημα ύδρευσης στους πολιορκημένους της Τριπολιτσάς.

Η πολιορκία σφίγγει…

Στα τέλη Ιουνίου, ο Κολοκοτρώνης και οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, έφυγαν για το Άστρος, προκειμένου να υποδεχθούν τον πρίγκιπα Δημήτριο Υψηλάντη. Στο στρατόπεδο των Αγίων Θεοδώρων, επικεφαλής έμεινε ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που νίκησε τους Τούρκους που επιχείρησαν έξοδο από την Τριπολιτσά. Στις 2 Ιουλίου, ο Υψηλάντης έφτασε στα Τρίκορφα, όπου του έγινε αποθεωτική υποδοχή. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν και γιατί συνέδεσαν τον ερχομό του με επικείμενη ρωσική επίθεση. Οι συγκεντρωμένοι Έλληνες, ξεπερνούσαν τις 7.000. Τις παραμονές της άλωσης της Τριπολιτσάς, ξεπέρασαν τις 10.000. Ο Υψηλάντης οργάνωσε καλύτερα τους άντρες στα στρατόπεδα και δημιούργησε ειδικά αποσπάσματα για ενέδρες, προφυλακές και περιπολίες.

Το τείχος της Τριπολιτσάς, είχε περίμετρο 3,5 χιλιόμετρα, ύψος 5,5 μέτρα, «έκλεινε» έκταση 1.320.000 τ.μ. και διέθετε επτά πύλες. Σε κάθε πύλη υπήρχε πυργίσκος με πυροβόλο. Οι Τούρκοι διέθεταν 30 πυροβόλα, 18 από τα οποία ήταν σε άριστη κατάσταση και εκπαιδευμένους πυροβολητές. Εκτός από τα πυροβόλα των τειχών, υπήρχαν και άλλα πάνω στη λεγόμενη Μεγάλη Τάπια (τάπια και ντάπια = οχύρωμα), ένα μικρό φρούριο φτιαγμένο σ’ ένα ύψωμα στη νοτιοδυτική πλευρά του τείχους.

Πολιορκία και Άλωση της Τριπολιτσάς, 1821

Αυτά τα πυροβόλα παρεμπόδιζαν κάθε ελληνική προσπάθεια για προώθηση. Ωστόσο οι Έλληνες κατασκεύασαν έναν μεγάλο προμαχώνα απέναντι από τη Μεγάλη Τάπια, στη θέση Κάρτσοβα και εγκατέστησαν εκεί ένα τμήμα πολεμιστών από τον Μυστρά που με εύστοχες βολές ανάγκασαν τους Τούρκους να σταματήσουν να πυροβολούν.

Τα ελληνικά πυροβόλα όμως ήταν σε κακή κατάσταση. Η περίφημη «Κοψαχείλα» που μεταφέρθηκε από τον Μυστρά, αχρηστεύθηκε σύντομα από τους αδέξιους χειρισμούς των Ελλήνων. Ο Ιταλός τυχοδιώκτης Τόσι, που εμφανίστηκε ως ειδικός στον χειρισμό πυροβόλων και οι Γάλλοι φιλέλληνες Ρεμπό και Βουτιέ, δεν μπόρεσαν να προσφέρουν ουσιαστικές υπηρεσίες.

Τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Αυγούστου, 6.000 Τούρκοι πεζοί και ιππείς με επικεφαλής τον Μουσταφάμπεη βγήκαν από την Τριπολιτσά και κινήθηκαν προς τα χωριά της περιοχής του Λουκά και των Τσιπιανών για να τα λεηλατήσουν. Ο ευφυής Κολοκοτρώνης, είχε δώσει εντολή λίγες μέρες πριν, να φτιαχτεί μια γράνα (τάφρος) στο στενό απ’ όπου περνούσε ο δρόμος για το Λεβίδι και τα Καλάβρυτα. Οι Τούρκοι, αφού λεηλάτησαν μερικά χωριά και αποκόμισαν πολλά λάφυρα, επέστρεφαν στην Τριπολιτσά. Παράλληλα, ο αδελφός του Μουσταφάμπεη Αλή Βεγής, βγήκε από την πόλη για να του εξασφαλίσει την επιστροφή του.

Μετά από σκληρές μάχες, 2.000 Έλληνες αγωνιστές συνέτριψαν τις τουρκικές δυνάμεις. Πολλοί Τούρκοι παγιδεύτηκαν στη Γράνα. Ο Αλή Βεγής και άλλοι 400 σκοτώθηκαν. Οι Έλληνες είχαν 29 νεκρούς και 26 τραυματίες. Οι απώλειες των Τούρκων θα ήταν πολύ μεγαλύτερες, αν οι Έλληνες αγωνιστές δεν ασχολούνταν περισσότερο με τη λαφυραγωγία.

Έτσι έληξε ο περίφημος «πόλεμος της γράνας» που ήταν καθοριστικός για την έκβαση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Η μάχη διήρκησε μια ώρα. Σε αυτήν, διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο Ιωάννης Νταγρές, ο Αθανάσιος Κίντζιος και οι Επτανήσιοι σωματοφύλακες του Κολοκοτρώνη που, όπως αναφέρει ο Φωτάκος «έκαμαν πολύ φόνο εις τους Τούρκους, διότι ήταν συνηθισμένοι στο τουφέκι ως κυνηγοί».

Οι Έλληνες όμηροι της Τριπολιτσάς

Στο μεταξύ οι Έλληνες πρόκριτοι και αρχιερείς που αρχικά ζούσαν υπό απλή επιτήρηση, σε διάστημα ενός μήνα μπήκαν σε οδυνηρή δοκιμασία. Στα μέσα Απριλίου, όταν πλέον ήταν φανερό ότι είχε ξεσπάσει ελληνική επανάσταση, αποκεφαλίστηκαν ο ανιψιός ενός προεστού και ένας υπηρέτης.

Οι υπόλοιποι φυλακίστηκαν. Εξαιρέθηκαν ο επίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, ο Σωτήρης Νοταράς, ο Δημήτριος Ροδόπουλος, ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης και ο Αναστάσης Μαυρομιχάλης. Την επόμενη μέρα, δολοφονήθηκαν 18 φυλακισμένοι σωματοφύλακες των Ελλήνων, ενώ αρχιερείς και προεστοί (38 άτομα συνολικά) κλείστηκαν σε φυλακή για εγκληματίες. Αυτή είχε εμβαδόν 95 τ.μ. και ένα μόνο μικρό παράθυρο. Δυο υπηρέτες είχαν ελεύθερα τα χέρια. Οι υπόλοιποι ήταν δεμένοι όλοι μαζί με μιαν αλυσίδα από τον λαιμό (ξεχωριστά οι πρόκριτοι – αρχιερείς και ξεχωριστά οι υπηρέτες), έτσι ώστε όταν σηκωνόταν κάποιος να σηκώνονται όλοι μαζί του.

Το σεράγι του πασά της Τρίπολης

Επί πέντε μήνες, με ελάχιστη τροφή, πέρασαν αυτό το μαρτύριο. Μόνο δύο φορές βγήκαν από τη φυλακή για μικρό χρονικό διάστημα! Μέσα στο κελί, πέθαναν ο επίσκοπος Μονεμβασίας Χρύσανθος και ένας διάκονος. Όταν τελικά οι Τούρκοι τους αποφυλάκισαν, στις 10 Σεπτεμβρίου, η εικόνα τους ήταν τραγική. Ρακένδυτοι, γεμάτοι ψείρες, σκελετωμένοι από την ασιτία, «περισσότερο σκιές ανθρώπων παρά πραγματικοί άνθρωποι», γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης. Έξι πέθαναν την ίδια μέρα της αποφυλάκισής τους. Ανάμεσά τους τρεις αρχιερείς, ο Ναυπλίου Γρηγόριος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός και ο Δημητσάνης Φιλόθεος. Δύο προεστοί, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης και ο Ιωάννης Περρούκας ξεψύχησαν καθώς γύριζαν στα σπίτια τους.

Νωρίτερα, οι Τούρκοι υποχρέωσαν τους ομήρους, να υπογράψουν επιστολή προς τους αρχηγούς της πολιορκίας, η οποία ρίχτηκε από μία έπαλξη του φρουρίου. Σε αυτήν οι έγκλειστοι καλούσαν τους επαναστάτες να εγκαταλείψουν τον αγώνα, βεβαιώνοντάς τους ότι αν κατέθεταν τα όπλα, θα εξασφάλιζαν τη συγχώρηση και την αμνηστία του σουλτάνου. Ωστόσο, οι Έλληνες οπλαρχηγοί κατάλαβαν ότι αυτά είχαν γραφτεί μετά από τουρκικές πιέσεις και απάντησαν ότι ήταν αμετάπειστοι στην απόφαση να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν και τόνιζαν ότι αν οι Τούρκοι ήθελαν να φύγουν, οι Έλληνες ήταν διατεθειμένοι να τους διευκολύνουν.

Η άλωση της Τριπολιτσάς

Οι πολιορκημένοι βρίσκονταν σε τραγική θέση. Μεταξύ τους υπήρχαν διαφορετικές απόψεις για το τι έπρεπε να κάνουν. Ο Κεχαγιάμπεης, ο καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλήχ και η «πρώτιστη» γυναίκα του Χουρσίτ Εσμά Χανούμ, πίστευαν ότι έπρεπε να φύγουν προς το Ναύπλιο. Οι ντόπιοι Τούρκοι αξιωματούχοι καθώς και οι Σεΐχ Νετζίπ εφέντης, Δεφτέρ – Κεχαγιάς και ο Κιαμήλ της Κορίνθου, πίστευαν ότι έπρεπε να συνθηκολογήσουν. Αλλά και οι Αλβανοί, υπό τους Ελμάζ μπέη και Βελή μπέη Κογιάτσα, ήθελαν ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες, για να διαφύγουν και να εξασφαλίσουν τις περιουσίες τους.

Οι Έλληνες πλέον κανόνιζαν τη διανομή των λαφύρων μετά τη διαφαινόμενη πτώση της Τριπολιτσάς. Στις 13 Σεπτεμβρίου, ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί με τους γιους του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Πάνο και Ιωάννη (Γενναίο), έφυγαν με 1.000 άνδρες για τον Κορινθιακό Κόλπο, όπου πλησίαζε ο τουρκικός στόλος. Άλλοι 1.000, με επικεφαλής τον Σωτήρη Χαραλάμπη, κινήθηκαν προς τα Καλάβρυτα για να τα προστατεύσουν.

Οι διαπραγματεύσεις Ελλήνων και Τούρκων δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Αντίθετα, στις 18 Σεπτεμβρίου οι Αλβανοί έστειλαν τον Ελμάζ Βεγή στον Κολοκοτρώνη και συμφώνησαν να αποχωρήσουν ένοπλοι προς την Ήπειρο, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μην πολεμήσουν πάλι εναντίον των Ελλήνων.

Ο Κολοκοτρώνης είχε λάβει έκκληση Σουλιωτών και Ακαρνάνων οπλαρχηγών υπέρ των πολιορκημένων Αλβανών (ως ομοεθνών των συμμάχων τους στην Ήπειρο), έγραφε στις 21 Σεπτεμβρίου στους Υδραίους πρόκριτους ότι συμφωνήθηκε με τους Αλβανούς «άφεσις ανεπηρέαστος της εξόδου των δια την Ρούμελην προς τον Αλή πασάν» και προσέθετε ότι «αφού συν Θεώ απαλλαγώμεν των Αλβανιτών, ελπίζουμε εντός ολίγου την καταστροφήν των εγχωρίων».

Η Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821)

Την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 1821 και ενώ το έγγραφο για την αναχώρηση των Αλβανών δεν είχε ακόμα υπογραφεί καθώς προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά, ενώ παράλληλα ο Κεχαγιάμπεης είχε καλέσει τους αξιωματούχους σε σύσκεψη, ένας απλός στρατιώτης, ο Μανόλης Δούνιας από τον Πραστό της Κυνουρίας, έπεισε ένα γνωστό του Τούρκο που βρισκόταν σε προμαχώνα του τείχους κοντά στην πύλη του Ναυπλίου, πως θα τον προστατεύσει μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, ανέβηκε στα τείχη με δυο συντρόφους του και τον εξουδετέρωσε πριν προλάβει να αντιδράσει.

Αμέσως μετά, συνάδελφοί τους από τον Άγιο Πέτρο της Κυνουρίας, με σχοινιά ανέβηκαν στα τείχη και μπήκαν στην πόλη. Άνοιξαν την πύλη του Ναυπλίου, απ’ όπου μπήκαν πολλοί άνδρες των σωμάτων του Ζαφειρόπουλου, του Κονδάκη, του Βαλσαμή και άλλων που έσπευσαν ν’ ανοίξουν και τις άλλες πύλες. Παράλληλα, έστρεψαν ένα τουρκικό κανόνι προς το εσωτερικό της πόλης χτυπώντας τους Τούρκους.

Σημαντικοί οπλαρχηγοί, όπως ο Παπατσώνης, ο Γιατράκος, ο Κεφάλας, ο Κρεββατάς και ο επίσκοπος Βρεσθένης που μπήκαν στην πόλη, κατά τον Φιλήμονα ύψωσαν την ελληνική σημαία στο μέγαρο του μουσταφάμπεη. Μέσα στη γενική σύγχυση, οι Αλβανοί που δεν είχαν φύγει ακόμα, κινδύνευαν να σκοτωθούν. Με προσωπική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη και με τη συνοδεία – ομηρία Ελλήνων υπό τον Πλαπούτα όμως, έφυγαν προς τα Καλάβρυτα, τη Βοστίτσα και στη συνέχεια την Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο. Η αποχώρηση αυτή συντέλεσε στη γρήγορη εξουδετέρωση των πολιορκημένων.

Οι λεηλασίες και οι σφαγές στην Τριπολιτσά

Το τι ακολούθησε μετά την είσοδο και άλλων Ελλήνων στην πόλη, είναι απερίγραπτο. Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γράφει: «Το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε (= έσφαζε) και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακήν γυναίκες, παιδιά και άντρες τριάντα δύο χιλιάδες, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας Υδραίος έσφαξε ενενήντα. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατό. Έτσι πήρε τέλος. Τελάλη, να παύσει ο σφαγμός».

Ο αυτόπτης μάρτυρας Μιχαήλ Οικονόμου, γράφει: «Εις τε τα μέρη ταύτα και εντός της πόλεως εις τας οδούς και αυλάς, επί πολλάς τινας ημέρας έκειντο τα πτώματα άταφα μένοντα και θέαμα οικτρόν και ελεεινόν, ικανοποιούν άλλως το πνεύμα της εθνικής εκδικήσεως. Καθώς τα πτώματα δεν ενταφιάστηκαν έγκαιρα, ενέσκηψε λοιμός και πολλήν προξενήσασαν θραύσιν κατά θείαν ίσως δίκην ή συγχώρησιν …», γράφει ο Οικονόμου.

Ο Άγγλος Τζορτζ Φίνλεϊ που έζησε στη μετεπαναστατική Ελλάδα και μπλέχτηκε σε δίκη για ένα οικόπεδο απέναντι από τον Εθνικό Κήπο, γράφει: «Σπάνια, ανθρώπινα όντα έχουν διαπράξει τόσες πολλές κακουργίες σε ίσο αριθμό συνανθρώπων τους, από όσες διαπράξανε οι νικητές σ’ αυτή την περίπτωση».

Ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής, χρησιμοποιώντας «δικολαβίστικη δικαιολογία», κατά τον Σ. Καργάκο, αποδίδει τις σφαγές και τις αρπαγές στην περιφρονητική στάση των Τούρκων, ακόμα και μετά την πτώση της πόλης, προς τους Έλληνες.

Οθωμανοί αιχμάλωτοι κατά την άλωση της Τριπολιτσάς

Ο Φωτάκος όμως παραδέχεται την πραγματικότητα: «Ουδείς αρνείται το κακόν και ημείς απέχομεν πάσης υπερασπίσεως … Ακόμα και τώρα έρχεται στο νου μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν Τούρκους …».

Ο Φρανσουά Πουκεβίλ δεν διστάζει να γράψει: «Μονάχα αν βάλει κανείς στον νου τους τις χειρότερες βιβλικές καταστροφές, όπου σφάζανε ακόμη και τα κατοικίδια ζώα, θα έχει μια πιο πιστή εικόνα της σφαγής της Τριπολιτσάς …».

Ο Ιωάννης Φιλήμων είναι ακόμη πιο γλαφυρός: «Γυναίκες ων η λευκότης διεφιλονείκει και προς αυτήν την χιόνα, νεανίδες, ων ουδ’ ο θάνατος κατεμάρανε την χιόνα, βρέφη, τα μεν χειραπτάζοντα τους μαστούς και βαβάζοντα, τα δε το στόμα έχοντα επί μαστού αιμοφύρτου, νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές… Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων». 

Παρά την εκδικητική μανία των Ελλήνων, οι επίσημοι Τούρκοι αξιωματούχοι έμειναν αλώβητοι, καθώς τους προστάτευσαν οι οπλαρχηγοί. Χαρακτηριστικό είναι ακόμα, ότι και οι Εβραίοι της Τριπολιτσάς σφαγιάστηκαν, σε αντίποινα για τη στάση τους απέναντι σε χριστιανικούς πληθυσμούς.

Υπήρχαν και εξαιρέσεις: «Και όμως, έπειτα από όλα αυτά, την οικογένειαν του Χανάμ πλουσίου Εβραίου και καλού και αγαθού δεν την έβλαψαν, αλλά την έβγαλαν έξω της πόλεως την προηγουμένην της εφόδου ημέραν δια της μεσιτείας του Αναγνώστη Ζαφειρόπουλου, φίλου του Κολοκοτρώνη, και δια την έξοδον ταύτην και εγώ συνετέλεσα. Ένα δε άλλον Ιουδαίον Λευί ονομαζόμενον πλούσιον επίσης και καλόν άνθρωπον, έσωσε ο Κολοκοτρώνης μετά την έφοδον» (Φωτάκος).

Εξισλαμισμένοι Έλληνες αλλά και Έλληνες που συνεργάστηκαν με τους Τούρκους, όπως ο Σωτήρης Κουγιάς, βρήκαν τραγικό θάνατο. Το σπίτι όπου είχε κλειστεί ο διαβόητος αξιωματικός Αλή Τσεκούρας με πολλούς στρατιώτες πυρπολήθηκε, όπως κι ένα άλλο οίκημα όπου είχαν οχυρωθεί δερβίσηδες (Οθωμανοί ιερωμένοι) και πυροβολούσαν εναντίον των Ελλήνων.

Ως τις 26 Σεπτεμβρίου που σίγησε και παραδόθηκε και η τελευταία εστία αντίστασης, η Μεγάλη Τάπια, πάνω από 25.000 Οθωμανοί κάτοικοι της Τρίπολης είχαν σκοτωθεί. Άλλοι 8.000 αιχμαλωτίστηκαν από τους Έλληνες. Μόνο 38 κατάφεραν να διαφύγουν στην αρχή της πολιορκίας προς την Αργολίδα. Οι ελληνικές απώλειες ήταν μικρές. Ίσως περισσότεροι από 100 άνδρες που γράφει ο Κολοκοτρώνης ή και 300 που αναφέρουν άλλες πηγές. Στις 30 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην Τριπολιτσά ο Δημ. Υψηλάντης και φρόντισε για την αποκατάσταση της τάξης, την καθαριότητα της πόλης και την προστασία των αιχμαλώτων.

Ο αντίκτυπος της άλωσης της Τριπολιτσάς – Τι γράφουν Τούρκοι ιστορικοί;

Όπως αναφέραμε, οι λεηλασίες και οι σφαγές στην Τριπολιτσά, προκάλεσαν άσχημη εντύπωση και πολλά αρνητικά σχόλια στο εξωτερικό. Όμως και Έλληνες ιστορικοί, όπως ο Γιάννης Κορδάτος, επικρίνουν σφοδρά τον Κολοκοτρώνη.

«Αυτός με την Μπουμπουλίνα όχι μόνο αρπάξανε από τις Τουρκάλες και τις Εβραίσσες τα πιο πολύτιμά τους χρυσαφικά αλλά και διατάξανε γενική σφαγή για να μπορέσουν να πλιατσικολογήσουν ελεύτερα και με την ησυχία τους».

Ποιος όμως θα μπορούσε να συγκρατήσει τον στρατιώτη που είχε χάσει τον αδερφό του λίγες μέρες πριν σε μάχη και ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν τις σφαγές;

Ή τους συγγενείς του Δεληγιάννη, που τον παρέλαβαν νεκρό μετά από 5 μήνες εξευτελιστικής ομηρίας; Ή τους Αϊβαλιώτες πολεμιστές, που έχασαν δεκάδες συμπατριώτες τους από τις σφαγές των Τούρκων; Ποιος απ’ όλους δεν θα σκεφτόταν τις σφαγές αθώων Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, με σημαντικότερη εκείνη του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’;

Και οι Τούρκοι ιστορικοί όμως όπως ο Δζεβδέτ πασάς, είναι λάβροι εναντίον των συμπατριωτών τους.

Ο ιστορικός Γιουσούφ βέης, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: «Ο λαός ούτος (ενν. οι Τούρκοι), ήτο έκδοτος εις την μέθην, εις την ηδυπάθειαν και εις τον έκλυτον βίον. Είχε καταντήσει να θεωρούνται επιτρεπτά δι’ αυτούς όλα τα ανοσιουργήματα και όλαι αι ανηθικότητες ώστε μοι επιτρέπεται να είπω ότι κατέστησαν άξιοι της θείας τιμωρίας …».

Μέσα στα τείχη της Τριπολιτσάς..

Απολογισμός

Η Άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε σταθμό για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανανστάσεως, ενώ η σύλληψη και η εκτέλεση του σχεδίου ανέδειξε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη σε αδιαφιλονίκητο αρχηγό της. Ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός των φρουρίων Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, τα οποία πολιορκούνταν στενά. Σύμφωνα με τον Φιλήμονα «τα αποτελέσματα της αλώσεως της Τριπόλεως επήλθον μέγιστα ως προς τους Έλληνας». Η Επανάσταση εφοδιάστηκε με 11.000 όπλα, εμψυχώθηκε και απέκτησε όνομα στο εξωτερικό. Οι ισχυρότεροι πολεμιστές της Πελοποννήσου νικήθηκαν και όλοι η χερσόνησος, πλην λίγων φρουρίων, περιήλθε στους Έλληνες. «Σταθμό για την εδραίωση και την πορεία του Αγώνα» θεωρεί την πτώση της Τριπολιτσάς και ο Βασίλης Σφυρόερας.

Στις 18 Μαΐου 1821, ο Κολοκοτρώνης είχε στείλει επιστολή στον Μουσταφάμπεη με την οποία του ζητούσε να του παραδώσει την Τριπολιτσά. Το γράμμα τελείωνε με τη φράση «… καλές αντάμωσες στο σεράγι σου μέσα». Στις 26 Σεπτεμβρίου 1821 συνάντησε τον αιχμάλωτο Μουσταφάμπεη και του είπε: «Να που ο Θεός τόφερε και σμίξαμε στο σεράγι». Ο Γέρος του Μοριά κράτησε την υπόσχεσή του και έβαλε τις βάσεις για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου και της υπόλοιπης Ελλάδας…

Μια γλαφυρή περιγραφή της μάχης και της σφαγής στην Τρίπολη από τον Διονύσιο  Κόκκινο

«Οπωσδήποτε ο Δούνιας αποφάσισε να πραγματοποιήσει εισβολή από την πύλη του Ναυπλίου την ώρα που οι Τούρκοι, όχι μόνο οι κάτοικοι, αλλά και οι περισσότεροι σταρτιωτικοί θα ήταν συγκεντρωμένοι στο σεράι. Την επομένη το πρωί, αφού σενεννοήθηκε με πολλούς συναδέλφους του, χωρίς να ανακοινώσει τίποτα στους αρχηγούς, πήγε με δυο συντρόφους του μπροστά στην πύλη και ζήτησε από τον γνωστό του Τούρκο να τον ανεβάσει στα τείχη για να δει το τηλεβολοστάσιο.

Πενήντα Έλληνες σταρτιώτες, τους οποίους είχε συγκεντρώσει ο Δούνιας από τα κυνουριακά σώματα του Αναγνώστη Κονδάκη, του Γιώργου Μιχαλάκη, του Σαράντη, του Π. Ζαφειρόπουλου, του αρχιμανδρίτη Ιερόθεου Αθανασόπουλου και από το σώμα του Π. Κεφάλα, ενέδρευαν κοντά στην πύλη. Ο Τούρκος πυροβολητής ανύποπτος, και αφού από μέρες εισέρχονταν στην πόλη Έλληνες, χωρίς να αποδίδεται σε αυτό εξαιρετική σημασία, δέχτηκε να ευχαριστήσει τον Δούνια και τους δυο συντρόφους του, τον Αυραντίνη και τον Ρουμάνη.

Τους κρέμασε σχοινιά, με τα οποία αναρριχήθηκαν. Αλλ’ εκείνοι μόλις ανέβηκαν επάνω και βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχαν εκεί άλλοι πυροβολητές, ούτε φρουροί, συνέλαβαν αμέσως τον Τούρκο, τον έδεσαν και έκαναν σινιάλο στους συντρόφους τους που παραμόνευαν έξω από την πύλη να ανεβούν. Αμέσως έσπευσαν όλοι, ο ένας μετά τον άλλο, να αναρριχηθούν από τα κρεμασμένα εκτός των τειχών σχοινιά που ήταν δεμένα από τα κανόνια.

Από το γεγονός αυτό πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Δούνιας είχε επιλέξει ναυτικούς που βρίσκονταν στα κυνουριακά σώματα και οι οποίοι ήξεραν την τέχνη της αναρρίχησης. Στη συνέχεια κατέβηκαν στην πύλη, έσπασαν τα σίδερά της και την άνοιξαν, ενώ πάνω στο σπίτι του Μουσταφάμπεη υψωνώταν η ελληνική σημαία και ταυτόχρονα ο Αυραντίνης έστρεφε προς την πόλη ένα κανόνι.

Αμέσως μετά την εκπληκτική αυτή επιτυχία τα σώματα που βρίσκονταν στη Βολιμή, όρμησαν ταχύτατα προς την ανοιχτή πύλη του Ναυπλίου. Ήταν εννιά το πρωί. Αμέσως ανοίχτηκε η πύλη του Μυστρά και μπήκαν από εκεί τα σώματα με επικεφαλής τον επίσκοπο Βρεσθένης, τον Κεφαλά, τον Παπατσώνη, τον Κρεββατά και τον Γιατράκο, ενώ οι Γορτύνιοι υπό τον Δημήτριο Δηληγιάννη όρμησαν από το οχύρωμα του Μαντζαγρά και ανέβηκαν στον προμαχώνα του σεραγιού.

Μετά από αυτό άνοιξε η πύλη του Αγίου Αθανασίου από την οποία μπήκαν στην πόλη άλλοι Γορτύνιοι, Μανιάτες, Ολύμπιοι, Τριπολιτσιώτες και Μεγαλοπολίτες. Μετά από λίγη ώρα όλες οι πύλες είχαν ανοιχτεί και η εισόρμηση των ελληνικών σωμάτων γινόταν απ’ όλα τα σημεία. Παρά την οχύρωσή της η Τριπολιτσά ήταν περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου, γιατί βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας και δεν μπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη από θάλασσα.

Η απελευθέρωση έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έξι μήνες μετά από την έναρξη της επανάστασης του 1821. Οι Τούρκοι που ήταν συγκεντρωμένοι στο σεράι έμειναν εμβρόντητοι, όταν άκουσαν τους πρώτους πυροβολισμούς των κυνουριακών σωμάτων και είδαν ότι το παλάτι βαλλόταν από τα κανόνια της πύλης του Ναυπλίου που τα είχε γυρίσει ήδη όλα προς τα εκεί ο Αυραντίνης.

Μετά την πρώτη σύγχυση έτρεξαν αμέσως στα σπίτια τους για να σώσουν τις οικογένειές τους αντί να σπεύσουν στους προμαχώνες ν’  αναχαιτίσουν την προέλαση των εισβολέων. Οι Έλληνες κατόρθωσαν ταχύτατα να γίνουν κύριοι των περισσοτέρων προμαχώνων. Οι λίγοι Τούρκοι στρατιώτες που βρέθηκαν εκεί αναγκάστηκαν να φύγουν μπροστά στην ορμή των ελληνικών σωμάτων, ενώ άλλοι σκοτώθηκαν επί τόπου…

Άρχισε κατόπιν μάχη μεταξύ επιτιθεμένων και αμυνομένων από την περιοχή της πύλης μέχρι το σπίτι της Καστριτάκαινας. Αλλά οι Τούρκοι στρατιώτες, περισσότεροι πια από τους πρώτους, ενώ εξέρχονταν από την πύλη οι Αλβανοί, έσπευσαν προς την πύλη του Αγίου Αθανασίου, στην οποία εφορμούσαν τα περισσότερα ελληνικά σώματα. Μετά από λίγο η σύγκρουση μαινόταν σφοδρή μεταξύ των αντιμαχομένων, ενώ από την Μεγάλη τάπια όπου είχαν κλειστεί πολλοί Τούρκοι πυροβολητές μαζί με τον Τσεκούρα, ρίχνονταν κανονιοβολισμοί προς το μέρος που κινούνταν τα ελληνικά σώματα. Επίσης είχαν κλειστεί σε δυο μεγάλα σπίτια αρκετοί Τούρκοι και από εκεί πυροβολούσαν τους εισβολείς.

Παρ’ όλο τον αρχικό αιφνιδιασμό, αντιτάχθηκε ένοπλη άμυνα κατά την οποία σκοτώθηκαν αρκετοί Έλληνες στρατιώτες. Αλλά οι Τούρκοι που μάχονταν στους δρόμους δεν κατόρθωσαν να κρατηθούν παρά μόνο δυο ώρες και κατόπιν οι εφορμήσαντες Έλληνες πλημμύρισαν την πόλη μαινόμενοι, μετά από τη μικρή εκείνη αντίσταση που στοίχισε ελληνικό αίμα.

Άποψη της Τριπολιτσάς την εποχή της Αλώσεως

Άρχισε η επίθεση κατά των τουρκικών σπιτιών. Σε πολλά είχαν καταφύγει Τούρκοι στρατιώτες που φρόντισαν να κλείσουν έγκαιρα τις πόρτες τους, ενώ σε άλλα, αντιθέτως, οι ένοικοι έσπευδαν έντρομοι να υποδεχτούν με πλαστή προθυμία τους εισβολείς, ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα έσωζαν τη ζωή τους. Μάταιη προσπάθεια. Οι νικητές δεν είχαν έλεος για κανέναν.

Άρχισαν τότε να αναμιγνύονται οι κραυγές των σφαζομένων με τους κρότους των πυροβολισμών, την κλαγγή των σπαθιών και τα χτυπήματα των τσεκουριών στις κλεισμένες πόρτες. Οι σφαίρες διασταυρώνονταν από παντού, αφ’ ενός από τους πυροβολισμούς των Ελλήνων κατά των σπιτιών και εναντίον αυτών που έφευγαν στους δρόμους και αφ’ ετέρου από τους Τούρκους στρατιώτες που άδειαζαν τα τουφέκια τους μέσα από τα παράθυρα κατά των επιτιθεμένων.

Θρήνοι και σπαρακτικές κραυγές ακούγονταν από τα σπίτια όπου συντελούνταν η άγρια σφαγή. Δε γινόταν διάκριση φύλλου και ηλικίας. Πολλοί έσπευδαν να προσφέρουν στους νικητές χρήματα και πολύτιμα είδη για να εξαγοράσουν τη ζωή τους, αλλ’ ούτε κι αυτό ωφέλησε. Οι εξαγριωμένοι εισβολείς αναζητούσαν αίμα. Η Μεγάλη τάπια που κατεχόταν ακόμα από τους Τούρκους εξακολουθούσε να αδειάζει τα κανόνια της και στρατιώτες πυροβολούσαν από τις επάλξεις της. Αλλ’  εναντίων ποιων;

Παντού οι Τούρκοι και οι Έλληνες είχαν αναμιχθεί. Από τα ίδια μέρη ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές των θυμάτων και οι θηριώδεις ανακραυγές των νικητών. Η Τριπολιτσά προστατευόταν από τείχος μήκους 3,5 χλμ., ύψους περίπου 4 μ. και πάχους 2 μ. στη βάση και ενός περίπου πιο πάνω. Είχε πύργους με διπλές πολεμίστρες και τριάντα κανόνια, λίγα από τα οποία ήταν σε καλή κατάσταση. Το τείχος είχε επτά πύλες.

Οι κανονιοβολισμοί της Μεγάλης τάπιας χειροτέρευαν το κακό. Έδιναν ένα τελευταίο θάρρος στους κλεισμένους ακόμη εντός των σπιτιών τους Τούρκους και αύξαιναν τη μανία των εισβολέων. Τα σπίτια που αντιστέκονταν, κυριεύονταν το ένα μετά το άλλο. Και εκεί ακολουθούσε μεγαλύτερη αγριότητα. Γυναίκες, κορίτσια, παιδιά ρίχνονταν από τα παράθυρα στο δρόμο ή από τους Έλληνες ή από την αλλοφροσύνη της απελπισίας τους και έβρισκαν έτσι ταχύτερο θάνατο από την κατακρίμνηση.

Το αίμα έτρεχε από παντού. Οι δρόμοι άρχισαν να καλύπτονται από πτώματα και από τραυματισμένους. Νεαρές οθωμανές παρθένες που δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό τους ανδρικό μάτι, ρίχνονταν γυμνές στους δρόμους. Άλλα σπίτια, καλά αμπαρωμένα εσωτερικά, πυρπολούνταν και οι ένοικοι έπεφταν από τα παράθυρα στους δρόμους για να γίνουν στόχος βολής αυτών που περίμεναν έξω και να κατακρεουργηθούν από τα σπαθιά τους.

Εκκλήσεις τρυφερών όντων ακούγονταν, μητέρων για τα παιδιά τους, κοριτσιών για τις μητέρες τους, αλλά δεν εύρισκαν απέναντί τους τίποτε άλλο παρά τον πικρό σαρκασμό των νικητών, την οργή της εκδίκησης, την απάνθρωπη χαρά του αίματος, που όταν αρχίσει γίνεται άγρια, ακόρεστη δίψα …».

Η σημαία του Αγώνα κυματίζει στην ελεύθερη Τριπολιτσά (πίνακας του Peter von Hess)

Ο Διονύσιος Σολωμός περιγράφει τη σφαγή στην Τριπολιτσά:

«Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί.
Παντού κλάψες, παντού αντάρα
και παντού ξεψυχισμοί.
Ήταν τόσοι: πλέον το βόλι,
εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ’ όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνει
και κυλάει στη λαγκαδιά
και τ’ αθώο χόρτο πίνει
αίμα, αντίς για τη δροσιά …».

Ο λαός τραγούδησε την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς με το παρακάτω Δημοτικό τραγούδι:

«Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μ’ είχε φέξει.
Έβαλαν οι Γραικοί βουλή το κάστρο να πατήσουν.
Σαν αϊτοί πηδήσανε και μπήκαν σαν πετρίτες.
Κι άδειασαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρία.
Κολοκοτρώνης φώναξεν απ’ τ’ Αγιωργιού την πόρτα.
Μιλάτε τα ντουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας.
Βάλετε την Τουρκιά μπροστά σαν πρόβατα στη μάντρα.
Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις την μεγάλην τάπια.
Απολογάτ’ ο Κεχαγιάς προς τον Κολοκοτρώνη.
Κάνε νισάφι στην Τουρκιά, κόψε, μόν’ άφσε κιόλας.
Τι τσαμπουνάς, βρωμότουρκε; τι λες παλιομουρτάτη;
Νισάφι έκαμες εσύ στην έρημη Βοστίτσα
οπόσφαξες τ’ αδέρφια μας κι όλους τους εδικούς μας;».

Πηγές:
– «Η Ελληνική Επανάστασις», εκδ. Μέλισσα, 1974.
– «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών.
– Νίκος Γιαννόπουλος, «1821, Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», Historical Quest, 2016.
– Σαράντος Καργάκος, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821», Β’ Μέρος.
– Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τόμ. 2ος, εκδ. Λιβάνη – Νέα Σύνορα.
– Νικηφόρος Μοσχόπουλος, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους εν αντιπαραβολή και προς τους Έλληνας ιστορικούς», Αθήνα 1960.
– mixanitouxronou.gr, daskalemata.weebly.com, protothema.gr, inarcadia.gr

kimintenia.wordpress.com

Χωρίς κατηγορία

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s