Εσχάτη αντίσταση στη Μονή Σέκου

Σεπτέμβριος 1821

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος ανατινάζει το κωδωνοστάσιο της Μονής Σέκου

Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Βλαχία και την καταστροφή του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι, στις 19 Ιουνίου 1821, οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης πέρασαν στα εδάφη της Μολδαβίας, προσπαθώντας να φθάσουν στη Ρωσική Βεσσαραβία και από εκεί στην Πελοπόννησο. Το ισχυρό επαναστατικό τους σώμα, με μικρές επαναστατικές ομάδες που συνέπρατταν μαζί τους, παρενοχλούσε τον εχθρό συστηματικά και συχνές ήταν οι συμπλοκές ή και μεγαλύτερες συγκρούσεις τους με τουρκικά αποσπάσματα στα δασωμένα βουνά της Μολδαβίας.

Ο ίδιος ωστόσο ο Γεωργάκης Ολύμπιος ήταν για πολύ καιρό βαριά άρρωστος και οι σύντροφοί του τον μετέφεραν σε ξυλοκρέβατο. Κατά το τέλος Αυγούστου ο Ολύμπιος, που είχε πλέον αναρρώσει, αποφάσισε να εγκαταλείψει την ορεινή περιοχή της Βράνσας, όπου δεν θα μπορούσε να διατηρεί τον χειμώνα το ιππικό του και να προχωρήσει προς τα πεδινά επιχειρώντας, με μια επικίνδυνη πορεία, να φθάσει στη Βεσσαραβία σύμφωνα με το αρχικό σχέδιό τους.

Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821)

Το υψηλό φρόνημα του Ολύμπιου εκφράζεται και με την προκήρυξη που εξέδωσε τις δύσκολες εκείνες ημέρες:

«Ανδρείοι Έλληνες!
Όλοι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομοδόξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας!
Ψηλά το κεφάλι αδέρφια! Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας.
Εσώσαμε εν τούτοις την τιμή μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γιους της Ελλάδας! Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται αργά για μας.
Εμπρός αδέρφια! Ας πεθάνωμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια.
Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους.
ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ»

Οι περισσότεροι όμως από τους στρατιώτες, ιδίως οι προερχόμενοι από τις γειτονικές περιοχές, που δεν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν από αυτές, αλλά και έβλεπαν τον κίνδυνο αυξημένο, εγκατέλειψαν το σώμα. Απόμειναν έτσι ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης με 350 περίπου άνδρες και με αυτούς κλείσθηκαν προσωρινά στη Μονή Νάμτσου και από αυτή μετακινήθηκαν στη Μονή Σέκου, που απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο, και βρισκόταν σε κοιλάδα στενή, τριγυρισμένη από κατάφυτα βουνά, με μία μόνη είσοδο σε απόσταση μισής ώρας από τη Μονή. Ο Φαρμάκης με τους περισσότερους στρατιώτες ανέλαβε τη φύλαξη της εισόδου της κοιλάδας, ο Ολύμπιος με τους υπόλοιπους έμεινε στον χώρο της Μονής.

Εναντίον τους κινήθηκαν από το Ιάσιο 6.000 τούρκοι με αρχηγό τον Σελήχ πασά. Έστειλαν στις 5 Σεπτεμβρίου απόσπασμα από 300 ιππείς για να ενεργήσει αναγνώριση στην περιοχή. Το απόσπασμα αυτό έπεσε σε ενέδρα, που είχε στήσει προωθημένο μικρό τμήμα του Φαρμάκη από 50 άνδρες υπό τον εμπειροπόλεμο οπλαρχηγό Γεώργιο Κολαούζ, και αναγκάσθηκε να τραπεί σε φυγή, αφήνοντας 200 νεκρούς και 3 αιχμαλώτους.

Ιωάννης Φαρμάκης (1772-1821)

Ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης πληροφορήθηκαν από τους αιχμαλώτους αυτούς ότι ισχυρή δύναμη των εχθρών είχε φθάσει ήδη σε απόσταση 6 ωρών και ετοιμαζόταν να επιτεθεί. Σκέφθηκαν τότε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Μονή, αλλ’ ο Ολύμπιος ήθελε να διασχίσουν τη Μολδαβία για να φθάσουν στη Βεσσαραβία, ο δε Φαρμάκης και ο Βλάδεν υποστήριζαν ότι ήταν αδύνατο σχεδόν να διασχίσουν την Μολδαβία, όπου υπήρχε τότε πολυάριθμος τουρκικός στρατός, και ότι έπρεπε να διαφύγουν στην Αυστρία, απ’ όπου τους χώριζε μικρή απόσταση.

Δεν δεχόταν όμως ο Ολύμπιος να καταφύγει στην Αυστρία, πιστεύοντας ότι εκεί θα συλληφθεί, και έτσι από αλληλεγγύη, ο πιστός φίλος του Φαρμάκης και οι άλλοι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του στη Μονή. Όπως γράφει ο Φιλήμων, αντιμετώπισε ο Ολύμπιος και μιά σκέψη να γυρίσουν πάλι στα βουνά της Βράνσας, αποφάσισε όμως τελικά να παραμείνει στη Μονή Σέκου, επηρεασμένος και από επιστολή του επισκόπου του Ρομανιού, σταλμένη ίσως «επί εισηγήσει των Τούρκων», όπου του απευθυνόταν έκκληση να παραμείνει στη Μονή για να αποφευχθεί διαρπαγή των ιερών κειμηλίων της από τους Τούρκους.

Η Ιερά Μονή Σέκου στη Μολδαβία

Το σχέδιο της άμυνας του χώρου της Μονής στηριζόταν κυρίως στον υπολογισμό ότι θα ήταν δυνατόν να αποκρουστούν οι επιθέσεις των Τούρκων στην είσοδο της στενής κοιλάδος. Αγνοούσαν, φαίνεται, οι αρχηγοί του επαναστατικού τμήματος την ύπαρξη μονοπατιών που οδηγούσαν από τα βουνά στο εσωτερικό της κοιλάδας. Οι τούρκοι στις 6 Σεπτεμβρίου έστειλαν δύναμη 600 ανδρών, που συγκρούσθηκε, κοντά στην είσοδο της κοιλάδος πιθανώτατα, με στρατιώτες του Φαρμάκη και του Βλάδεν χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα. Στις 8 Σεπτεμβρίου άρχισαν την κύρια επίθεσή τους, χρησιμοποιώντας τα ορεινά αυτά μoνoπάτια για την προώθηση των ανδρών τους.

Ανδριάντας του Γ. Ολύμπιου στο Λιβάδι Ολύμπου

Οδηγημένο «παρά εντοπίων Εφιαλτών» από μονοπάτια «καταβαίνει… ενώπιον του Σέκου το κύριο σώμα των Τούρκων», όπως γράφει ο Φιλήμων. Ο Ολύμπιος, μόλις είδε ξαφνικά να πλησιάζουν τα πρώτα τμήματα των Τούρκων, τοποθετήθηκε με τους άνδρες του στις επάλξεις της Μονής και με τα εύστοχα πυρά τους κράτησαν τα εχθρικά τμήματα έξω από τη Μονή. Ο Φαρμάκης, που είχε υπερφαλαγγισθεί από το κύριο σώμα των Τούρκων, άρχισε να υποχωρεί με το τμήμα του και πολεμώντας κατόρθωσε να φθάσει ως τη Μονή, όπου και μπήκε τη νύκτα και ενώθηκε με το τμήμα του Ολύμπιου. Την ίδια νύκτα, ο Βλάδεν και ο Κολαούζ διέφυγαν από τη Μονή στα γύρω δάση και από εκεί στην Αυστρία.

Από το πρωί της επομένης ημέρας, 9 Σεπτεμβρίου, άρχισε στενλή πολιορκία της Μονής από τους Τούρκους, που έβαλλαν εναντίον των πολιορκημένων με ένα κανόνι και με τα ατομικά όπλα τους. Οι Έλληνες, τοποθετημένοι σε κατάλληλες θέσεις, τους αντιμετώπιζαν με πυροβολισμό εύστοχο. Ο Ολύμπιος βρισκόταν με 11 πιστούς συμπολεμιστές επάνω στο κωδωνοστάσιο της Μονής, όπου είχε μεταφέρει πυρομαχικά. Ο Φαρμάκης με περισσότερους στρατιώτες κατείχε τις άλλες θέσεις στο ιστορικό μοναστήρι.

Ανδριάντας του Γ. Φαρμάκη στη Βλάστη Κοζάνης

Σε κάποια φάση της μάχης, την ημέρα αυτή, 9 Σεπτεμβρίου, έγινε και το πιο ένδοξο επεισόδιο του Αγώνος της Μολδοβλαχίας. Ο Ολύμπιος, απομονωμένος με τους συντρόφους του επάνω στο κωδωνοστάσιο, απειλούμενος και από πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει γύρω του, βρέθηκε σε κίνδυνο να αιχμαλωτισθεί υπό συνθήκες μη εξακριβωμένες. Διατηρώντας ακραίο φρόνημα στρατιωτικής τιμής και πατριωτικής αδιαλλαξίας, «μετά των Τούρκων εις oυδένα ερχόμενος λόγον», κάλεσε τότε τους συμπολεμιστές του να φύγουν όσοι ήθελαν και αφού εκείνοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον αρχηγό τους εμπρός στον θάνατο, πυροβόλησε βαρέλι πυρίτιδος και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα με το κωδωνοστάσιο, μαζί και με Τούρκους που βρέθηκαν πολύ κοντά. Η πρώιμη απώλεια του Γεωργάκη Ολυμπίου, στέρησε την Επανάσταση από έναν έμπειρο και προικισμένο πολέμαρχο. Όπως πολύ εύγλωττα υποστήριξε ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης, «ο Γεωργάκης υπήρξε ο ενδοξότερος πολέμαρχος, ο τιμιότερος άνδρας, ο διακαέστερος και πιστότερος φίλος του αγώνος».

Ο Φαρμάκης, μόνος έκτοτε αρχηγός των εγκλείστων επαναστατών, εξακολούθησε την αντίσταση επί 14 ημέρες. Άγριες επιθέσεις επί τέσσερις ημέρες αποκρούσθηκαν. Η άμυνα των Ελλήνων ήταν αποφασιστική και αποτελεσματική. Όταν έσπασε η πόρτα της Μονής, ο Φαρμάκης διέταξε και κλείσθηκε με σκοτωμένα άλογα των Τούρκων. Επί άλλες τέσσερεις ημέρες εξαπολύονταν νέες επιθέσεις του εχθρού ενισχυμένου με νέες δυνάμεις και αυτές όμως αποκρούσθηκαν από τους αμυνόμενους Έλληνες.

Σύμφωνα με παλαιό δημοτικό τραγούδι της περιοχής του Ολύμπου και του Κισσάβου:

«Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι
Αφήστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε.
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου,
πού είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε;
Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.
Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν
Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ’ ακούει»
.

Ο Σελήχ πασάς έστειλε τότε και άλλες ακόμη δυνάμεις και τέσσερα κανόνια και ύστερα από σφοδρό βομβαρδισμό εξαπέλυσε γενική επίθεση των Τούρκων. Ο Φαρμάκης διέταξε τους πολεμιστές του να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και άφησε έτσι τους Τούρκους να πλησιάσουν στην κεντρική πύλη της Μονής. Τότε ο ίδιος και 160 στρατιώτες του ενήργησαν αιφνιδιαστική ορμητική αντεπίθεση, προκάλεσαν βαριές απώλειες στους επιτιθέμενους και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν αφήνοντας και μια σημαία. Νέα επίθεση των Τούρκων είχε οικτρότερη αποτυχία και τους στοίχισε 400 νεκρούς. Επακολούθησε ορμητική επίθεση 100 γενιτσάρων εναντίον της κεντρικής πύλης της Μονής, αποκρούσθηκε όμως και αυτή από τα σφοδρά πυρά των αμυνομένων. Από τους επιτιθέμενους 72 σκοτώθηκαν, οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή.

Ύστερα από τις αλλεπάλληλες αυτές αποτυχίες ανέθεσαν οι τούρκοι στον Αυστριακό διπλωματικό υπάλληλο Βολφ να επιδιώξει συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Εν τω μεταξύ, τα τρόφιμα των Ελλήνων είχαν εξαντληθεί, τα πυρομαχικά τους πλησίαζαν να εξαντληθούν και είχαν απομείνει στη Μονή 235 πολεμιστές, οι περισσότεροι τραυματισμένοι, όπως και ο αρχηγός τους. Σε τέτοια κατάσταση των πολιορκημένων, ο Φαρμάκης δέχθηκε να συζητήσει με τον Βολφ και συναντήθηκε μαζί του έξω από τη Μονή, αφού είχαν παύσει οι πυροβολισμοί και από τα δύο μέρη.

Ο Φαρμάκης, στη συζήτηση με τον Βολφ, πρότεινε αρχικά να επιτραπεί η αναχώρηση των εγκλείστων από τη Μονή με τα όπλα τους χωρίς κανένα περιορισμό, ή τουλάχιστον η μετακίνησή τους προς τα αυστριακά σύνορα, όπου να καταθέσουν τα όπλα τους ζητώντας καταφύγιο στην Αυστρία. Οι τούρκοι όμως δεν δέχθηκαν τις προτάσεις του Φαρμάκη και αποφάσισαν τελικά να περιμένουν τον Σελήχ πασά, που θα έφθανε την επομένη με νέες ενισχύσεις από 4.000 άνδρες και 4 κανόνια.

Το κωδωνοστάσιο της Μονής Σέκου, τόπος θυσίας του Γεωργάκη Ολύμπιου

Σε δόλο κατέφυγε, όταν έφθασε, ο Σελήχ πασάς. Ανέθεσε νέες διαπραγματεύσεις στον Βολφ και του ζήτησε να βεβαιώσει στον Φαρμάκη ότι είχε σταλεί φιρμάνι από τον σουλτάνο και ότι χορηγούσε αυτό αμνηστία στους πολιορκημένους, αν κατέθεταν τα όπλα, οπότε θα ήταν ελεύθεροι να καταφύγουν όπου ήθελαν. Ξανασυναντήθηκε ο Βολφ με τον Φαρμάκη, του δήλωσε αυτά και του επιβεβαίωσε και ο ίδιος την ύπαρξη του φιρμανιού.

Ο Φαρμάκης τότε δήλωσε ότι θα δεχόταν την πρόταση των Τούρκων, αλλά υπό τον όρο να απομακρυνθούν πριν τα στρατεύματά τους εκτός από 1.000 άνδρες. Οι τούρκοι όμως απέρριψαν τον όρο αυτό. Και ο Φαρμάκης, ύστερα και από νέες διαβεβαιώσεις του Βολφ, και προπάντων επηρεασμένος από τη δεινή κατάσταση των στρατιωτών του, αποφάσισε να εισηγηθεί σε αυτούς να αποδεχθούν την πρόταση των Τούρκων.

Πολλοί από τους πολιορκημένους στη Μονή, δυσπιστώντας προς την ειλικρίνεια των Τούρκων, όταν ο Φαρμάκης ανακοίνωσε τις προτάσεις τους για συνθηκολόγηση, ζήτησαν να μη γίνουν δεκτές και πρότειναν να επιχειρηθεί τη νύκτα έξοδος από τη Μονή προς το γειτονικό δάσος, από όπου να προσπαθήσουν διαφυγή προς την Αυστρία. Επακολούθησε ολονύκτια συζήτηση και οι γνώμες ήταν διχασμένες. Ο ίδιος ο Φαρμάκης ταλαντευόταν. Έφτασε η αυγή, και τότε, όταν πια και το σχέδιο για διαφυγή κατά τη νύκτα ήταν ανεφάρμοστο, επιβλήθηκε από την κόπωση και από πίεση των πραγμάτων η αποδοχή των προτάσεων για συνθηκολόγηση.

Έτσι, παραδόθηκαν το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου τα όπλα των πολιορκημένων ανδρών στους Τούρκους. Και τότε αμέσως εκδηλώθηκε η παρασπονδία του Σελήχ πασά.. Μόλις βγήκε ο Φαρμάκης από τη Μονή, ένοπλος, με 18 αξιωματικούς του, για να επισκεφθή τον τούρκο πασά, πολυάριθμοι τούρκοι όρμησαν, τους αφόπλισαν και τους έθεσαν υπό φρούρηση. Ταυτόχρονα, πλήθος τούρκοι όρμησαν με αλαλαγμούς στο εσωτερικό της Μονής και άρχισαν να σκοτώνουν τους άοπλους πολεμιστές. Εκείνοι προέβαλαν απεγνωσμένη αντίσταση με τα χέρια τους μόνο, και μάλιστα κατόρθωσαν να στραγγαλίσουν 40 από τους Τούρκους σφαγείς, τελικά όμως εξοντώθηκαν όλοι, εκτός από τρεις. Άλλοι 33 Έλληνες πολεμιστές, που υποπτεύονταν έντονα τον δόλο των Τούρκων, είχαν αυτόβουλα διαφύγει από τη Μονή κατά τη νύκτα. Ο Φαρμάκης και οι 18 αξιωματικοί του μεταφέρθηκαν δέσμιοι στο Ιάσιο και από εκεί στη Σιλίστρια, όπου ύστερα από βασανιστήρια θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό οι αξιωματικοί, ενώ ο Φαρμάκης μεταφέρθηκε με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη όπου ο σουλτάνος τον έγδαρε ζωντανό και τελικά τον αποκεφάλισε.

Άποψη του Καθολικού της Ιεράς Μονής Σέκου (Μολδαβία)

Αυτή ήταν η τραγικότατη έκβαση της τελευταίας μάχης των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία, που διεξήχθη από εθελοντές επίλεκτους πολεμιστές, πιστούς μέχρι τέλους στον Αγώνα, προκάλεσε πολύ μεγάλες απώλειες στους Τούρκους και διήρκεσε ως τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.

Οι δύο αρχηγοί της εσχάτης αυτής μάχης υπήρξαν άξιοι της αποστολής τους. Ο ένας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, περιεβλήθη δίκαια τον φωτοστέφανο του θρύλου. Γεννημένος στο Λιβάδι Ολύμπου το 1772, έζησε αφιερωμένος στους αγώνες για την απελευθέρωση του Έθνους και ταυτισμένος με το αίσθημα της τιμής. Πέθανε σαν αληθινός ήρωας, εκπληρώνοντας στο ακέραιο όσα έγραφε, τον Σεπτέμβριο του 1820, στον Αλέξανδρο Υψηλάντη: «Υπόσχομαι να αγωνισθώ ως την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινος περίστασις».

Ο άλλος, ο Γιάννης Φαρμάκης, γεννημένος στο Μπλάτσι (Βλάστη) της Κοζάνης, το 1772, αγωνίσθηκε άοκνα, με πίστη και συνέπεια, για την απελευθέρωση του Έθνους. Υπήρξε ο ικανότατος αρχηγός της άμυνας των Ελλήνων στη φονικότατη για τους Τούρκους εσχάτη μάχη του Αγώνος της Μολδοβλαχίας. Πέθανε μαρτυρικά, όπως και οι τελευταίοι σύντροφοί του.

Έτσι ρίχτηκε η τελευταία τουφεκιά της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες το πρωινό της 23ης Σεπτεμβρίου 1821, όταν ο Γεωργάκης Ολύμπιος είχε πια περάσει στην αθανασία, ο δε Γιάννης Φαρμάκης παραδινόταν στα χέρια των Τούρκων. Την ίδια στιγμή πολλοί συμπολεμιστές τους γνώριζαν την εκδικητική μανία των αλλοθρήσκων μωαμεθανών. Ο ήλιος κατακόκκινος και αυτός από το πολύ αίμα έδυε πίσω απ’ τις ψηλές κορφές των βουνών της Μολδαβίας και αποχαιρετούσε για τελευταία φορά νεκρούς, αλλά δοξασμένους, τους γενναίους και μαρτυρικούς αγωνιστές της Μονής Σέκου. Την 23η Σεπτεμβρίου 1821 έσβηνε άδοξα μία επανάσταση, αλλά ταυτόχρονα εδραιωνόταν μιαν άλλη, η επανάσταση στην Ελλάδα, καθώς ο Γέρος του Μοριά έμπαινε έφιππος νικητής και τροπαιούχος στην Ακρόπολη της Τριπολιτσάς!

Ιερά Μονή Σέκου

Ως σήμερα στον Όλυμπο οι γέροι ξέρουν το δημοτικό τραγούδι, που μ’ αυτό απαθανάτισε ο λαός τους ήρωες του Σέκου:

«Μας ήρθ’ η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο
μας ήρθε κι’ ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμένος.
Μαζί εσυμβολεύονταν Γιωργάκης και Φαρμάκης,
– Γιωργάκ’, έλα να φύγουμε στη Μοσκοβιά να πάμε»
– Καλά τα λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις,
μάναι μου φαίνεται ντροπή κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλύτερ’ ας βαστάξουμε σ’ αυτό το μοναστήρι
όσο να βγει ο Μόσκοβος νάρθει να μας βοηθήσει.
Δώστε και στη Φαρμάκαινα μαντάτο του θανάτου.
Και τα λημέρια φώναξαν ‘πο πέρ’ από του Σέκου
Πολύ μαυρίλα πλάκωσε και τα βουνά μαυρίζουν!
Μήνα βοήθεια έρχεται, μήνα συντρόφοι φτάνουν;
Μόνε Τουρκιά μας πλάκωσε χιλιάδες δεκαπέντε».

Οι ήρωες της μάχης της Μονής Σέκου 

Γεωργάκης Ολύμπιος

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, απόγονος της αρματολίτικης γενιάς των Λαζαίων, γιος του Νικολάου και της Νικολέτας, γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1772 στο Βλαχολίβαδο, στο σημερινό Λιβάδι Ολύμπου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του τόπου του κοντά στους Ιωάννη Πέζαρο και Ιωνά Σπαρμιώτη. Ο ξεχωριστός του χαρακτήρας διαμορφώθηκε με βάση πολλούς παράγοντες. Ήταν οι έντονες ηρωικές παραδόσεις της οικογένειάς του καθώς και η αρχηγία της στο αρματολίκι που έστρεψαν τον Γεωργάκη προς την προσπάθεια απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό.

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος υπήρξε από τους πιο γενναίους Έλληνες πολεμιστές. Διακρινόταν για το υψηλό του φρόνημα, το μεγάλο ενθουσιασμό του καθώς και για την πειστικότητα του λόγου του. Ήταν σοβαρός, ψύχραιμος, έξυπνος και ποτέ δεν φοβήθηκε τον θάνατο. Έχοντας βαθιά πίστη στην ελευθερία αφιερώθηκε στην πατρίδα του ολοκληρωτικά, τόσο που τελικά θυσιάστηκε στη Μονή του Σέκου. Στα 1798 σε ηλικία 26 χρονών, ο Γεωργάκης κληρονόμησε το αρματολίκι του Ολύμπου και έτσι άρχισε για εκείνον μια μεγάλη πολεμική δραστηριότητα.

Προτομή του Γεωργάκη Ολύμπιου στην Κατερίνη

Στα 1799 αποχωρίστηκε την Ελλάδα κατευθυνόμενος προς την Σερβία όπου δεν σταμάτησε να αγωνίζεται εναντίον των Τούρκων. Εκεί μαζί με τον Σέρβο υπαρχηγό Πέτροβιτς και 120.000 στρατιώτες κατόρθωσε να διασώσει τον σέρβο επαναστάτη Καραγιώργη που καταδιώκονταν από τους Τούρκους. Στα 1802 ο Γεωργάκης, ο Βέλκο Πέτροβιτς και ο Καραγιώργης ίδρυσαν λόχο ενόπλων και στα 1803 ο πρώτος που είχε ήδη αναχωρήσει για το Βουκουρέστι, διορίστηκε αρχηγός του στρατού της Επανάστασης της Βλαχίας.

Στα 1805 στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο πήρε μέρος ως λοχαγός, ενώ στη μάχη της Όστροβας στα 1806 κατέκτησε τον τίτλο του συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού. Στα 1807 που είχε ήδη σταλεί στην Ελλάδα, κήρυξε την επανάσταση στον Όλυμπο, η οποία ματαιώθηκε και ο Γεωργάκης επέστρεψε στην Βλαχία. Αργότερα όταν πήγε στη Σερβία παντρεύτηκε τη χήρα του Πέτροβιτς, Στάνα, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τις συμπλοκές που ακολούθησαν κατέφυγε στην Αυστρία μαζί με τον Καραγιώργη. Στα 1814 μάλιστα παρακολούθησε το συνέδριο της Βιέννης, ύστερα από προτροπή του τσάρου της Ρωσίας.

Γύρω στα 1817 ο Γεωργάκης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Η μύηση και του Καραγιώργη τον ίδιο χρόνο υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του. Αργότερα, όταν γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καρατζά διορίστηκε σωματοφύλακάς του και στη συνέχεια αρχιστράτηγος των στρατευμάτων στη Βλαχία. Σφάλμα μεγάλο χαρακτηρίζεται από πολλούς η αφαίρεση της αρχιστρατηγίας του Δουναβικού στρατεύματος του Γεωργάκη από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ο η ανάθεσή της στον Σάββα, ο οποίος αργότερα αποδείχτηκε προδότης του κινήματος. Έτσι αντιλαμβανόμενος ο Ολύμπιος τι ακριβώς συνέβαινε με τον Σάββα, πληροφόρησε τον Υψηλάντη, ο οποίος τον διέταξε να συνεργαστεί με τον Βλαδιμηρέσκου. Οι δύο συνεργάτες κατάφεραν και έπεισαν τον Υψηλάντη, ώστε να ξεκινήσει η επανάσταση από την Μολδοβλαχία. Όμως αρχικός σκοπός του Βλαδιμηρέσκου, ήταν να χτυπήσει και το στρατό του Γεωργάκη καθώς και τον ίδιο σύμφωνα με τις εντολές που του έδινε ο Κεχαγιάμπεης.

Μόλις ο Γεωργάκης πληροφορήθηκε τι ακριβώς σκόπευε να κάνει ο Βλαδιμηρέσκου, κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδό του. Στη συνέχεια τον οδήγησε μπροστά στον Υψηλάντη, ώστε να απολογηθεί και τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο. Αργότερα, στις 7 Ιουνίου του 1821, ο Ολύμπιος με τόλμη και φανατισμό πολέμησε στο Δραγατσάνι, όπου προσπάθησε να σώσει τη Σημαία και τα Λείψανα του ιερού Λόχου. Ένας άριστος σχολιασμός για τον Γεωργάκη για τη μάχη εκείνη είναι ο εξής: «Κάθε τι που θα μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα και το θάρρος το επετέλεσε την ημέρα εκείνη ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος». Επίσης χαρακτηριστική είναι η φράση του προς τη γυναίκα του, όταν αποχώρησε για το Κιμπουλούκ: «Αν σκοτωθώ, τα αγόρια να τα δώσεις στην πατρίδα». Τα λόγια αυτά αποδεικνύουν την τόλμη και την αυτοθυσία του για την απελευθέρωση της πατρίδας.

Ο Ολύμπιος δεν σταμάτησε να αγωνίζεται στην Μολδοβλαχία, όμως η αρρώστια του από τα τραύματα στη μάχη του Δραγανατσίου, τον οδήγησε στη μονή του Σέκου μαζί με τους άντρες του. Οι καταδιώξεις των τούρκων ανάγκασαν τους περισσότερους στρατιώτες να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Μόνο ο Γεωργάκης δε φοβήθηκε και όταν οι τούρκοι μπήκαν στη Μονή, αφού σκότωσαν όλους τους μοναχούς, κατευθύνθηκαν προς το κωδωνοστάσιο, στο οποίο πολεμούσε εκείνος. Τότε ο Ολύμπιος, βάζοντας φωτιά στα πυρομαχικά, ανατίναξε το κωδωνοστάσιο, περνώντας ο ίδιος και οι συμπολεμιστές του ελεύθεροι στην αθανασία και συμπαρασύροντας στο θάνατο όλους τους τούρκους που είχαν εισβάλει σε αυτό. Έτσι ο Γεωργάκης θυσιάστηκε «Υπέρ πίστεως και πατρίδος», η πράξη του οποίου αποτελεί αιώνιο πρότυπο απαράμιλλου ηρωισμού και πατριωτισμού.

Ιωάννης Φαρμάκης

Ο Ιωάννης Φαρμάκης γεννήθηκε στο Μπλάτσι (Βλάστη) της Κοζάνης το 1772 και υπήρξε επιφανές μέλος της Φιλικής Εταιρείας, έχοντας μυήσει στην οργάνωση πολλούς Μακεδόνες πολεμιστές και κληρικούς. Μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς στη στρατιωτική δύναμη που οργάνωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, τον Φεβρουάριο 1821. Εξήλθε νεότατος ως κλέφτης στα Χάσια. Αναγκάστηκε να πράξει έτσι, όταν ο Αλή πασάς έστειλε στο χωριό του στρατιωτικό απόσπασμα, για να φέρει με τη βία στο χαρέμι του την αδελφή του Φαρμάκη Νούλα, περίφημη για την ομορφιά της. Ο νεαρός Γιάννης φόνευσε τους στρατιώτες του Αλή πασά, υπερασπιζόμενος την οικογενειακή του τιμή. Έκτοτε, η δράση του κοντά στον φημισμένο καπετάνιο Θύμιο Βλαχάβα, δημιούργησε μόνιμο πρόβλημα στα επιτελεία του Αλή πασά και του ίδιου του σουλτάνου.

Ο Ιωάννης Φαρμάκης πολέμησε το καλοκαίρι του 1821 στο Δραγατσάνι μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο και συνέδεσε τη μοίρα του με αυτή του Ολύμπιου αρματολού. Στο ολοκαύτωμα της μονής Σέκου, τον Σεπτέμβριο του 1821, την ώρα που ο Γεωργάκης Ολύμπιος ανατίναζε το κωδονοστάσιο περνώντας στην αθανασία, ο Φαρμάκης συνέχισε μόνος του πια με τους άνδρες του την ηρωική αντίσταση στο ιστορικό μοναστήρι της Μολδαβίας. Συνελήφθη μετά από παρασπονδία των τούρκων, όταν τα πυρομαχικά του είχαν πια τελειώσει. Οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τα παλληκάρια του και τον ίδιο τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον αποκεφάλισαν και εκείνον, αφού πρώτα τον έγδαραν ζωντανό.

Ανδριάντας του Ιωάννη Φαρμάκη στην γενέτειρά του, τη Βλάστη Ν. Κοζάνης

Μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα, Άγγλου κληρικού R. Walsh, για τον αποκεφαλισμό του Μακεδόνα Γιάννη Φαρμάκη

«A young man was dragged down the street. His robes were torn and covered with mud, his turban and slippers cast off in the struggle and his feet and head left bare. He was forced upon his knees by two Turks pressing on his shoulders, and in that position a third came behind him with his kinshal. With a single horizontal stroke he severed his head from his neck; his body was thrown into the puddle in the middle of the street for passengers to trample on …».

(μτφρ: «Έσυραν έναν νέο άνδρα στο δρόμο. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα και καταματωμένα, το τυρμπάνι και τα πασούμια του ρημαγμένα από την ταλαιπωρία και τα πόδια και το κεφάλι του γυμνά. Δυο Τούρκοι τον εξανάγκασαν να πέσει στα γόνατα, πατώντας τον στους ώμους και σε αυτή τη θέση ένας τρίτος ήρθε από πίσω με το γιαταγάνι του. Με ένα μόνο κάθετο χτύπημα του έκοψε το κεφάλι από το λαιμό. Το σώμα του πετάχθηκε σε μια λακκούβα καταμεσής στο δρόμο για να το πατούν οι περαστικοί …»).

Η Ιερά Μονή Σέκου στη Μολδαβία

Πηγές:
– Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών)
– Ιωάννης Κ. Βασδραβέλλης, «Ο φιλικός και αγωνιστής Γιάννης Φαρμάκης. Η ηρωική άμυνα στη Μολδαβία», Θεσσαλονίκη 1972, 8ο, σελ. 62.
– Ιωάννης Κ. Βασδραβέλλης, «Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας (1796-1832)», Μακεδονική Βιβλιοθήκη, αριθ. 1, Θεσσαλονίκη 1940, σελ. ιε’+297.
– vlahoi.net
– agiasofia.com

kimintenia.wordpress.com

Χωρίς κατηγορία

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s