Σμύρνη, Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 1922

«Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα…»
(Βίκτωρ Ουγκώ, «Το Ελληνόπουλο»)

«Είδα με τα ίδια μου τα μάτια έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει σε ένα σπίτι κρατώντας μικρούς τενεκέδες πετρελαίου ή βενζίνης και μέσα σε λίγα λεπτά το σπίτι να γίνεται παρανάλωμα. Οι δάσκαλοι και τα κορίτσια μας είδαν Τούρκους που φορούσαν κανονικές στολές στρατιωτών και, σε πολλές περιπτώσεις, στολές αξιωματικών, να κρατούν μακριά ξύλα με κουρέλια στην άκρη τους, τα οποία είχαν βουτήξει σε έναν τενεκέ με κάποιοι υγρό. Τα έφερναν μέσα στα σπίτια που αμέσως μετά έπιαναν φωτιά… Στο βάθος του δρόμου είδα μια ομάδα στρατιωτών να ξεφορτώνει κάτι που έμοιαζε να είναι μεγάλα βαρέλια με πετρέλαιο. Κρίνοντας από το χρώμα και το σχήμα τους, ήταν ολόιδια με τα βαρέλια της Εταιρείας Πετρελαίων της Σμύρνης. Ένιωσα ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά και συνειδητοποίησα τον σκοπό όλων αυτών των προετοιμασιών. Νιώσαμε σταγόνες να μας πιτσιλίζουν. Στρατιώτες από τον δρόμο έριχναν στους τοίχους ένα υγρό με κουβάδες. Μόλις μύρισα αυτό το υγρό πάνω στα βρεγμένα μου ρούχα, κατάλαβα ότι ήταν πετρέλαιο.

Συνέχεια

Σμύρνη, 26 Αυγούστου 1922 – Η αρχή του κακού…

Αργά τη νύχτα κουρασμένοι οι Έλληνες αποσύρονται από την προκυμαία στα σπίτια τους απελπισμένοι. Τα επίτακτα πλοία δεν δέχονται να τους παραλάβουν. Είχε δώσει αυστηρές εντολές ο Στεργιάδης να μην παραλαμβάνουν πολίτες. Κι όμως, χιλιάδες θα μπορούσαν να σωθούν γιατί πολλά ήσαν τα επίτακτα πλοία που μπορούσαν σε λίγες ώρες να τους μεταφέρουν στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας τρία, από τα επίτακτα πλοία που είχαν παραλάβει στρατιώτες απέπλεαν από την πόλη. Είχαν φτάσει στο Ξώκαστρο κι οι μαύρες τουλίπες καπνού που τις απομάκρυνε πίσω ο μπάτης, έμοιαζαν με τρία στίγματα, τρεις κουκίδες, τρία αποσιωπητικά της μεγάλης τραγωδίας..

Συνέχεια